Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2025

Ο ΔΗΜΟΤΙΚΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

 

Ὁ καλὸς φίλος τῶν Ἀγράφων, ἀλλὰ καὶ τῶν ἡρώων τους, ὁ ποιητής, ἀρθρογράφος, συγγραφέας Παντελὴς Μπουκάλας, δημοσίευσε, σὲ δύο συνέχειες, στὴν ἐφημερίδα Καθημερινή, στὰ φύλλα τῆς 29ης Δεκ. 2024 καὶ 5ης Ἰαν. 2025, μέρος μιᾶς εὐρύτερης μελέτης του μὲ τίτλο «Ὁ δημοτικὸς Παπαδιαμάντης». Πραγματεύεται τὴν παρουσία καὶ τὴ συμβολὴ τοῦ δημοτικοῦ στίχου στὸ ἔργο τοῦ κορυφαίου μας λογοτέχνη, τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Τὸ ἱστολόγιό μας θεωρεῖ τιμὴ τὴν ἀναδημοσίευση τῆς μελέτης αὐτῆς στὸν χῶρο του: πρὸς ὄφελος τῶν ἀναγνωστῶν του καὶ πρὸς γλυκασμὸν τῶν  μουσῶν τοῦ πάλαι ποτε Ἑλληνομουσείου Ἀγράφων.


ΝΙΚΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ,
"Ὁ Παπαδιαμάντης"


ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ 

Ὁ δημοτικὸς Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης 

Α

λέξη «δημοτικὸς» δηλώνει καὶ αὐτὸν ποὺ ἀγαπάει τὸν λαὸ καὶ αὐτὸν ποὺ τὸν ἀγαπάει ὁ λαός. Εἶναι καὶ λαοφιλὴς καὶ φιλόλαος, καὶ δημοφιλὴς καὶ δημοκηδής, ὅπως μπορεῖ νὰ ἔγραφε κάποια στιγμὴ ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ἀντλῶντας τὸ ἐπίθετο ἀπὸ τὸν Πλούταρχο ἢ τὸν Στράβωνα· κήδεται δηλαδὴ τοῦ δήμου, τὸν νοιάζεται. Συμβαίνει ἐδῶ περίπου ὅ,τι καὶ μὲ τὴ λέξη «ξένος» στὸν ἀρχαῖο της βίο, ὅταν σήμαινε καὶ τὸν φιλοξενοῦντα καὶ τὸν φιλοξενούμενο.

Ὁ Παπαδιαμάντης, τῳόντι, εἶναι καὶ φίλος τοῦ λαοῦ, ἀνιδιοτελής, ἕνας γονιὸς ποὺ ἐπιφυλάσσει στὸν ἱστορητὴ ἑαυτό του καὶ τὸ χρέος τῆς αὐστηρότητας, ἀλλὰ καὶ συγγραφέας ποὺ μὲ τὰ χρόνια ἀγαπήθηκε εὐρύτερα, γιὰ νὰ γίνει τελικὰ ταυτόσημος τοῦ Πάσχα καὶ τῶν Χριστουγέννων· ἕνα αὐτονόητο, μὲ τρόπο ποὺ μειώνει τὴν ποικιλία τῆς γραφῆς καὶ τὴν ποιότητα τοῦ στοχασμοῦ του.

Δημοτικὸς εἶναι ὁ Σκιαθίτης καὶ μὲ μιὰ τρίτη ἔννοια τῆς λέξης: ὁ προερχόμενος ἀπὸ τὸν λαό. Τὰ πάθια κι οἱ καημοί του, τὰ οἰκονομικὰ βάσανα τῆς οἰκογένειάς του, εἶναι γνωστά. Γραμματισμένος ἦταν, αὐτὸ ὅμως δὲν τὸν ἀπέσπασε ἀπὸ τὴ φύτρα του οὔτε τὸν λύτρωσε ἀπὸ τὴν ψυχοφάγο πενία του. Καὶ ἀπομόναχος ἦταν. Ἡ μνήμη του ὡστόσο, αὐτὸ τὸ θερμὸ πρῶτο συγγραφικὸ κινοῦν, ἦταν κοινοτική, ριζωμένη σὲ ὅσα ἔλεγε, ἔνιωθε κι ἔπραττε μιὰ κοινότητα ἀνθρώπων πότε ἁγία καὶ πότε ἀγρία. Δὲν ἀνησυχοῦσε ἰδιαίτερα ἡ κινοῦσα μνήμη –ἢ δὲν ἀνησυχοῦσε πάντα, πρωτίστως στὰ διηγήματά του– γιὰ τὴν πλοκὴ καὶ τὴν ἐπινόηση; Αὐτὸ ὅμως εἶναι γνώρισμα τοῦ λαϊκοῦ ἀφηγητῆ, καὶ στὴν καθαρεύουσα ἂν μιλάει. Ὄχι τοῦ λαϊκοῦ παραμυθᾶ, ποὺ ἡ φαντασία του πλέκει ἐκ τοῦ μηδενός, ἀλλὰ τοῦ μεταφορέα ἱστοριῶν, τοῦ ἐξιστορητὴ συμβάντων· τοῦ ἀγγελιοφόρου.

Ἐδῶ, μολαταῦτα, δοκιμάζω νὰ ψηλαφήσω τὸ κείμενο-Παπαδιαμάντης ἔχοντας στὸ νοῦ μιὰ τέταρτη σημασία τοῦ «δημοτικοῦ» ἀνθρώπου: τοῦ ἀναφερόμενου στὸν δῆμο, ἐκείνου ποὺ γίνεται μάρτυρας (διὰ τῆς γραφῆς) τῶν δημοτικῶν πραγμάτων, τῶν λαϊκῶν δημιουργημάτων. Μὲ ἄλλα λόγια, νὰ δῶ τὴ χρήση ποὺ ἐπιφυλάσσει σὲ στοιχεῖα ἢ μνημεῖα τοῦ λαϊκοῦ πνεύματος καὶ λόγου. Ὡς λογοτέχνης. Ὄχι ὡς λαογράφος.

Ἐννοῶ τὴ σχέση του μὲ τὰ ἑξῆς: Τραγούδια – ἐρωτικά, τῆς ξενιτιᾶς, παραλογές, σατιρικά, ἀποκριάτικα. Καὶ μοιρολόγια. Μ’ ἕνα «βαθὺ μυρολόγι» ἀρχίζει τὸ «Μυρολόγι τῆς φώκιας», καὶ μ’ ἕνα μοιρολόϊ τελειώνει, σὲ μιὰ σκηνὴ ποὺ φανερώνει πόσο βαθιὰ ποιητὴς ἦταν ὁ Σκιαθίτης: «Τὸ μυρολόγι τῆς φώκης, τὸ ὁποῖον μετέφρασεν εἰς ἀνθρώπινα λόγια εἷς γέρων ψαρᾶς, ἐντριβὴς εἰς τὴν ἄφωνον γλῶσσαν τῶν φωκῶν»: «Αὐτὴ ἦτον ἡ Ἀκριβούλα / ἡ ἐγγόνα τῆς γρια-Λούκαινας. Φύκια ’ναι τὰ στεφάνια της, / κοχύλια τὰ προικιά της... / Κι ἡ γριὰ ἀκόμα μυρολογᾶ / τα γεννοβόλια της τὰ παλιά. Σὰν νά ’χαν ποτὲ τελειωμό / τα πάθια κ’ οἱ καημοὶ τοῦ κόσμου». Τὸ μοιρολόϊ τῆς φώκιας, ποὺ συνοδεύει τὸ μακάβριο «ἑσπερινὸν δεῖπνον της», ἀποκτᾶ τὴ φρικτὴ κυριολεξία του στὰ «Ἀπομνημονεύματα» τοῦ Μακρυγιάννη: «Ἡ καημένη ἡ πατρίδα ἁμαρτίες ὁπού ’χε καὶ γύρευε νὰ τὴν λευτερώσουμε ἐμεῖς οἱ ἀνθρωποφάγοι, πολιτικοὶ καὶ στρατιωτικοί! Κλαίγει ὁ Κωλέτης καὶ οἱ ἄλλοι κυβερνῆται μας τὸν χαμὸν τοῦ Ἀλέξη καὶ Παλάσκα σὰν τὴν φώκια, ὁποὺ κλαίγει τὸν πνιμένον ὅσο ὁποὺ σαπίζει καὶ κάθεται καὶ τὸν τρώγει».

Οἱ παπαδιαμαντικὲς σελίδες εἶναι κατάστικτες ἀπὸ τὰ σημάδια τῆς λαϊκῆς σκέψης, ποὺ δὲν παραδίδονται ἐκεῖ ὡς τεθνεώτα κειμήλια, ἐξωκοινωνικὰ καὶ ἐξωιστορικά. Κάλαντα λοιπόν, ὅπως στὸν «Ἀμερικάνο». Παραμύθια, λ.χ. στοὺς «Ἐλαφροΐσκιωτους». Παροιμίες. Στοὺς «Χαλασοχώρηδες», δυὸ φίλοι ἐκμεταλλεύονται τὴν κατεστημένη ἀνηθικότητα τῶν πολιτικάντηδων μὲ μιὰν ἁπλῆ κομπίνα: ὁ ἕνας θὰ λέει πὼς εἶναι μὲ τοὺς «Χαλασοχώρηδες», ὁ ἄλλος μὲ τοὺς «Ἀνδρογυνοχωρίστρες». Ἔτσι «"τὸ ἔχουν δίπορτο". Μὲ ὅποιον κόμμα νικήσει θὰ εἶναι φίλοι, ἀφοῦ θὰ εἶναι ὁ εἷς. "Ὅποιος γάϊδαρος, κι αὐτοὶ σαμάρι"». Ἤ: «Τὸ καλὸ ἀρνὶ τρώει ἀπὸ δύο προβατίνες».

Φίλος τοῦ λαοῦ, ἀνιδιοτελής, ἕνας γονιὸς ποὺ ἐπιφυλάσσει στὸν ἱστορητὴ ἑαυτό του καὶ τὸ χρέος τῆς αὐστηρότητας, ἀλλὰ καὶ συγγραφέας ποὺ μὲ τὰ χρόνια ἀγαπήθηκε εὐρύτερα, γιὰ νὰ γίνει τελικὰ ταυτόσημος τοῦ Πάσχα καὶ τῶν Χριστουγέννων.

Πολλὲς ἐπίσης οἱ εὐχὲς καὶ οἱ κατάρες, ὅπως στὸν «Χρῆστο Μηλιόνη», ἀφήγημα ποὺ ἐναρμονίζεται μὲ τὸ κλέφτικο τραγούδι τοῦ καπετάνιου, ἀπὸ τὰ πρωιμότερα τοῦ εἴδους: «Ὁ Μουχτὰρ Κλεισούρας ἦτο ἕτοιμος νὰ βλασφημήσῃ. "Χίλιοι διαβόλοι νὰ σᾶς σηκώσουν! Τὰ τσακάλια νὰ τραβοῦν τὰ κορμιά σας καὶ οἱ χοῖροι νὰ φάγουν τὰ πρόσωπά σας!"». Κι ἀκόμα, «δημώδη ἀξιώματα», ὅπως ἀποκαλεῖται στοὺς «Ἐλαφροΐσκιωτους» τὸ παροιμιῶδες «τό ’να παιδὶ καλὸ παιδί· τ’ ἄλλο δὲν εἶχε μάννα». Ἐπίσης ἐπωδὲς ἢ ξόρκια. Στὰ «Ἅγια καὶ πεθαμένα» τὸ Σεραϊνὼ «δὲν ἦτο ἱκανὴ νά [...] ἐξέλθῃ διὰ νυκτὸς εἰς τὴν αὐλήν, κρατοῦσα μαυρομάνικον μαχαίριον, ν’ αὐλακώσῃ δι’ αὐτοῦ τὴν γῆν, νὰ σπείρῃ τὰ κόλλυβα, καὶ νὰ περιέλθῃ τρεῖς γύρες ψιθυρίζουσα: "Ἀϊ μ’ Θόδωρε καλέ, / κι καλὲ κὶ ταπεινέ"...».

Καὶ φυσικά, προλήψεις. Στὸν «Χρῆστο Μηλιόνη», «ἦτο γενικῶς παραδεδεγμένον ὅτι οἱ χριστιανοί, ὅσοι συνεμάχουν μετὰ τῶν Τούρκων, οὐδέποτε εὐνοοῦντο ὑπὸ τῆς τύχης εἰς τὰς ἐπιχειρήσεις των». Καὶ ἔθιμα, λ.χ. στὴ «Μετανάστιδα»: «Σὺ μοὶ ἐνθύμισες σήμερον τὰ ἔθιμα τῆς πατρίδος μας.[...] Λοιπὸν καὶ τοῦτο ἔθιμον ἑλληνικὸν δὲν εἶναι; Φάγε. Ὅταν ἀποθάνη συγγενής τις, ὅλοι οἱ συγγενεῖς ἐπιστρέφοντες ἐκ τῆς κηδείας δειπνοῦσιν».

Αἰνίγματα. Γλωσσοδέτες. Ἐκφράσεις. Βλαστήμιες καὶ βρισιές. Στὸ διήγημα «Στὸ Χριστὸ στὸ Κάστρο» ὁ μπαρμπα-Στεφανὴς «ἐστενοχωρεῖτο μὴ δυνάμενος ἐπὶ παρουσία τοῦ παπᾶ νὰ ἐκχύσῃ ἐλευθέρως τὰς ἀφελεῖς βλασφημίας του. "Θὰ σκάσῃς, ἀντίχριστε, Τοῦρκο! τὸ Μουχαμέτη σου, μέσα!"». Παιδικὰ παιχνίδια, σὰν «τὸ ἀνέβα μῆλο – κατέβα κίτρο» καὶ «τὸν δείχτη» στὸ «Ἔρως – ἥρως» ἢ τὸ κρυφτάκι στὴν «Τελευταία βαφτιστική». Καὶ παρατσούκλια, ποὺ μὲ τὴν κρατυλικὴ λάμψη τους ἐπιβάλλονται τῶν ὀνομάτων τοῦ ληξιαρχείου: Γκαβόχηνας, Ξυπνητήρας, Πευκόρραχος, Ψειροκόνιδας, Σιγουράντσας...

Ἀκόμα καὶ τὰ τυπικὰ λάθη κάτι ἔχουν νὰ ποῦν, ὅπως τὸ «θὰ ἐδέχετο νὰ ξαναρχίσῃ πάλιν» τῶν «Ἐλαφροΐσκιωτων». Ἡ ἀκοὴ τοῦ Σκιαθίτη, στραμμένη στὴ λαϊκὴ ὁμιλία, ἐνστερνίζεται μιὰ ἔκφραση ποὺ ὁ αὐστηρὸς λόγιος θὰ τὴ χλεύαζε. Ὁ ἐπιτατικὰ διπλασιασμένος συγκριτικὸς βαθμός, συχνότατος στὸ δημοτικὸ τραγούδι, πέρασε καὶ σὲ ἄλλους ἐπώνυμους λογοτέχνες: Κορνάρος, Παλαμᾶς, Μαρκοράς, Σικελιανός, Καζαντζάκης, Πολέμης, Δροσίνης, Σαχτούρης.

Τέλος, παραδόσεις, ὅπως ἡ σκιαθίτικη γιὰ τὴ Φλανδρώ, στὸ «Ἀγνάντεμα». Ὁ συγγραφέας τὴν πρωτοδημοσίευσε στὸ πέρ. «Τέχνη» (1899), ἀπ’ ὅπου τὴν ἄντλησε ὁ Ν.Γ. Πολίτης γιὰ τὶς «Παραδόσεις» του. «Τὸν καιρὸ ἐκεῖνο», ἕνας καραβοκύρης ἀγάπησε τὸ Φλανδρώ, ἀλλὰ ἀμέσως μετὰ τὸν γάμο ξαναβγῆκε στὴ θάλασσα. Τὸ Φλανδρὼ ἀγνάντευε τὸ καράβι ποὺ ἔφευγε «κ’ ἔκλαψε πικρὰ κ’ ἔπεσαν τὰ δάκρυά της στὰ κύματα· καὶ τὰ κύματα ἐπικράθηκαν, κ’ ἐφαρμακώθηκαν, καὶ θύμωσαν, κι ἀγρίεψαν κ’ ἐθέριεψαν». Κι ἔπνιξαν τὸν ἄντρα της. Κι ἐκείνη «παρακάλεσε τοὺς θεούς της ποὺ ἦταν εἴδωλα, πέτρες», νὰ τὴν κάνουν πέτρα στὴν ἀκροθαλασσιά, μὲ «ἀνθρωπινὸ σκῆμα».

Μὲ τὴν παπαδιαμαντικὴ φράση «Καὶ τὰ κύματα ἐπικράθηκαν, κ’ ἐφαρμακώθηκαν» συνηχεῖ ἕνα δωδεκανησιακὸ δημοτικό: «Θάλασσα πόσα δάκρυα π’ ἔχουν τὰ κύματά σου. Γιὰ τοῦτο εἶναι ἁρμυρά, φαρμάκι τὰ νερά σου».

B

Δὲν θὰ ἀποπειραθῶ βέβαια ν’ ἀδειάσω τὴ θάλασσα μὲ κουτάλι. Κάποιες σκέψεις μόνο γιὰ τὴ χρήση δημοτικῶν στίχων ἀπὸ τὸν Παπαδιαμάντη. Ὅσο δύσκολη, γιὰ νὰ μὴν πῶ ἀνέφικτη, κι ἂν εἶναι μιὰ ἀποδελτίωση στενεμένη ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ ἑνὸς ἀνθρώπου, ἔχει πολλὰ παράπλευρα ὀφέλη. Ὠφελήθηκα, πάντως, ἰδιαίτερα καὶ ἀπὸ τὸ ἄρθρο «"Τραγούδια τοῦ Θεοῦ" καὶ τραγούδια τῶν ἀνθρώπων στὴν πεζογραφία τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη» στὰ «Πρακτικὰ τοῦ Β΄ Διεθνοῦς Συνεδρίου γιὰ τὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη» τῆς Ἑταιρείας Παπαδιαμαντικῶν Σπουδῶν (Δόμος, 2002). Τὸ συνυπογράφουν ἡ Ἔρη Σταυροπούλου, ἡ Βασιλικὴ Κουρούδη, ἡ Ἀναστασία Παπαδοπούλου καὶ ἡ Ἰουλία Φαλιά.

Προκαταβάλλω τὸ συμπέρασμά μου, ποὺ ἴσως ἠχήσει αὐθαίρετο: Ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι ὁ πεζογράφος ποὺ ἐντάσσει στὰ λογοτεχνήματά του περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον ἔμμετρα μνημεῖα τοῦ λαϊκοῦ λόγου, μονόστιχα, δίστιχα (αὐτὰ ὑπερτεροῦν ἀριθμητικὰ) καὶ ἐκτενῶς ἀφηγηματικά. Τὰ ἐντάσσει μὲ τὴν ἴδια φυσικότητα καὶ λειτουργικότητα ποὺ ἐντάσσει ἐκκλησιαστικὰ τροπάρια καὶ ὕμνους ἤ, σπανιότερα, χωρία τῆς ἀρχαιοελληνικῆς γραμματείας· ἐξίσου ὁμαλὰ καὶ ἁρμονικά, θὰ ἔλεγα «σιγανὰ καὶ ταπεινά», χωρὶς οἴηση ἢ ἐπίδειξη εὐρυμάθειας. Γνώρισμα τρίτο: Σὲ πολλὲς περιπτώσεις περιγράφει τὴ συνθήκη χρήσης τῶν τραγουδιῶν, ποιοί τὰ εἶπαν, μὲ ποιά μουσικὰ ὄργανα στὴ διάθεσή τους, ποῦ τὰ ἀπηύθυναν, μὲ ποιά προσδοκία.

Ἰδού, στὴ «Μετανάστιδα», ἕνα παρακλαυσίθυρο: «Τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἠκούσθη μακρόθεν ἁρμονικὸν ἆσμα. Ἦσαν νέοι κωμάζοντες ἐν τῇ ὁδῷ. Τὸ ἆσμα ἐπλησίαζεν ὁλονέν, καὶ διεκρίνοντο ἤδη καθαρῶς στίχοι τινές. "Ἔβγα στὸ παραθύρι σου, ξανθούλα μου μαριόλα, / νὰ τραγουδήσω νὰ σοῦ πῶ τὰ βάσανά μου ὅλα"». Ἄλλο, στὴ «Στρίγλα μάννα»: «Ἐκεῖ, κάτω ἀπὸ τὰ παράθυρα τῆς νεαρᾶς δασκάλας [...], ἐκάθητο ὁ Ζάχος μονοτόνως ἐπὶ ὥρας, κ’ ἔπαιζε μονοτόνους ἤχους, σχεδὸν ἄνευ ρυθμοῦ καὶ μέλους, μὲ τὸ μπουζούκι του. Ἐκεῖ, τὸ δειλινὸν θερινῆς ἡμέρας, ἔμελπε τὸ ἆσμα: "Κρέμετ’ ἡ καπότα στὴν ἀλυγαριὰ· / ντέρτι καὶ μαράζι κι ἀναπαραδιά!"».

Γνώρισμα τέταρτο. Ὁ Α. Π. ἀξιοποιεῖ γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς ἐξιστόρησής του σχεδὸν ὅλη τὴ μεγάλη ποικιλία τῶν δημοτικῶν τραγουδιῶν. Τὸ «σχεδὸν» μοῦ τὸ ὑποβάλλει ἢ μοῦ τὸ ἐπιβάλλει ὁ δαίμων τῆς ἀπορίας. Παρ’ ὅτι, λοιπόν, ὁ Σκιαθίτης ἐπισκέπτεται συχνὰ τὸν λειμῶνα τῆς δημοτικῆς ποίησης, δὲν ἔδρεψε ποτὲ κάποιο ἀπὸ τὰ φαινομενικῶς ἀσεβῆ ἐρωτικὰ δίστιχα, λ.χ.: «Τεσσεροκάδενος σταυρὸς κρέμεται στὸ λαιμό σου, / οὖλοι φιλοῦνε τὸ σταυρὸ κι ἐγὼ τὸ μάγουλό σου». Ἤ: «Τὰ μάτια σου μὲ κάμανε κι ἂν στρώσω δὲν κοιμόμαι, / καὶ τὸ σταυρὸ σὰ χριστιανὸς νὰ κάμω δὲ θυμόμαι». Μπορεῖ νὰ μὴν τὰ εἶχε ἀκουστά; Πιθανόν. Τὰ τραγουδοῦσαν πάντως οἱ Σκιαθίτες, ὅπως μαρτυρεῖ τὸ ἔργο «Σκιάθου λαϊκὸς πολιτισμὸς» (1958) τοῦ Γεωργίου Α. Ρήγα, ἱερέα, δημοδιδασκάλου, λαογράφου καὶ συγγενῆ τοῦ Α. Π. Στὸν ἴδιο τόμο περιέχονται καὶ δίστιχα μοιρολόγια, ἐπίσης «ἀσεβῆ» μὲς στὸ βαθὺ παράπονό τους: «Χριστέ μου, δὲν τὴν ἄφηνις ἀκόμα δύου χρόνια, / γιατ’ ἔχει γιὸ στὴν ξινιτιὰ κι κόρη γι’ ἀρραβῶνα». Νὰ τά ’ξερε ἄραγε ὁ Α. Π.; Κι ἂν ναί, ὅπως πιστεύω, ἡ μὴ χρήση τους ἦταν τυχαία ἢ ἀποφασισμένη;

Ὁ Ρήγας δημοσιεύει καὶ δύο τραγούδια γιὰ τὸν ἅγιο Γεώργιο. Τὸ πρῶτο, «Ἅϊ μου Γιώργη, ἀφέντη μου», ἐκτενὲς δοξαστικὸ τοῦ ἁγίου ποὺ σκότωσε ἕνα ἀνθρωποφάγο θεριό, ὁ Α. Π. τὸ μνημονεύει στὸ ἄρθρο «Ἅϊ μου Γιώργη! (Ἐπὶ τῇ ἑορτῇ τῆς ΚΓ΄ Ἀπριλίου)» («Ἀκρόπολις», 23.4.1892). Τὸ δεύτερο, «Ἕνα μικρὸ Τουρκόπουλο», εἶναι ἡ σκιαθίτικη παραλλαγὴ ἑνὸς ἀπὸ τὰ πιὸ ἐλευθερόφωνα δημοτικά μας. Πρόκειται γιὰ «Τὸ τραγούδι τῆς προδοσίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου». Ἀρνούμενη τὸν ἔρωτα τοῦ Τουρκόπουλου, ἡ Ρωμιοπούλα προσφεύγει στὸν ἅγιο καὶ τὸν ἱκετεύει νὰ τὴν κρύψει, τάζοντάς του λάδι, κερὶ καὶ λιβάνι. Καὶ πράγματι «ἄνοιξε τ’ ἅγιο μάρμαρο καὶ κρύφτηκεν ἡ κόρη». Νὰ κι ὁ Τοῦρκος, ποὺ τάζει νὰ βαφτιστεῖ στὴ μνήμη τοῦ ἁγίου. Ἐνδίδει ὁ ἅγιος, ἀνοίγει τὸ μάρμαρο, ὁ Τοῦρκος ἁρπάζει τὴν κόρη ἀπ’ τὰ μαλλιὰ κι αὐτὴ λέει τὸν καημό της δίχως δισταγμὸ καὶ φόβο: «Ἅϊ μου Γιώργη ἀφέντη μου, τὰ τάματα πιστεύεις / καὶ παραδίνεις χριστιανὴ στὰ τούρκικα τὰ χέρια; Δὲν εἶδα ἄλλο δίγνωμο ὡσὰν τὸν Ἅϊ Γιώργη, / νὰ παραδίνει τοὺς Ρωμιοὺς στὰ τούρκικα τὰ χέρια».

Θὰ εἶχε ἐξαιρετικὸ ἐνδιαφέρον ἡ γνώμη τοῦ Α. Π. γιὰ τὸ τραγούδι αὐτὸ καὶ ἡ ἑρμηνεία του γιὰ τὴ γένεση καὶ τὴν ὀξύτητά του. Νὰ μὴν τὸ ἤξερε; Ἴσως. Ὁ Ρήγας πάντως τὸ καταγράφει ὡς ζὼν στοιχεῖο τῆς σκιαθίτικης λαϊκῆς μνήμης. Ὄχι σὰν προκλητικὸ κατασκεύασμα ἄπιστου λογίου ποὺ μιμεῖται προβοκατόρικα τὴ λαϊκὴ μοῦσα.

Πέμπτο γνώρισμα: Ὁ Α. Π. ἐνθέτει στὸν ἀφηγηματικό του ἱστὸ δημοτικοὺς ἢ δημοτικοφανεῖς στίχους ὡς λογοτέχνης, ὄχι ὡς λαογράφος. Ἐνίοτε μάλιστα ὁ ἀναγνώστης δὲν εἶναι βέβαιος ἂν πρόκειται ὄντως γιὰ λαϊκὴ δημιουργία ἢ γιὰ δική του, προσωπική.

Εἶναι ὁ πεζογράφος ποὺ ἐντάσσει στὰ λογοτεχνήματά του περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον ἔμμετρα μνημεῖα τοῦ λαϊκοῦ λόγου.

Στὸ ἐνδιάμεσο, μεταξὺ ἀνώνυμης καὶ ἐπώνυμης δημιουργίας, πρέπει νὰ κατατάξουμε τὰ δέκα ἐρωτικὰ δεκαπεντασύλλαβα δίστιχα τοῦ διηγήματος «Θέρος – Ἔρος: Εἰδύλλιον τῆς Πρωτομαγιᾶς». Ἡ ὡραία «δεκαεπταέτις» Ματή/Ματούλα ἀντιλαμβάνεται τὸν ἔρωτα τοῦ σπουδαστῆ Κωστῆ διαβάζοντας τὴν ἐξομολόγησή του (ἐν μέρει σὲ πεζὸ λόγο, ἐν μέρει στιχουργημένη) στὸ «ἐπιστόλιον» ποὺ τῆς ἄφησε ἀνάμεσα στὶς ἀγκιναριές. «Ἐπὶ κομψοῦ κοκκινωποῦ χάρτου», ὁ «ρωμαντικὸς» Κωστῆς ἐνισχύει τὴν πεζογραφημένη κατάθεση τῶν αἰσθημάτων του μὲ στίχους. «Ἴσως νὰ ἦταν σύρραμμα τοῦ ἰδίου ἐπιστολογράφου, πιθανὸν νὰ ἦταν συγκολλημένοι καὶ παραποιημένοι ἀλλαχόθεν», γράφει ὁ Α. Π. μὲ ἀγαθὴ λογοτεχνικὴ πονηρία. Σὰν νὰ μᾶς λέει, χαμογελῶντας, ὅτι τὰ δίστιχα ἴσως εἶναι δικά του, ἴσως ὅμως τὰ ἄντλησε «ἀλλαχόθεν», ἀπὸ τὴ δημοτικὴ πηγή.

Ὁ Α. Π. δὲν δανείζει ὅλη του τὴ λογοτεχνικὴ δεξιοσύνη στὸν Κωστῆ. Τὸν δημιουργεῖ μὰ δὲν τὸν υἱοθετεῖ. Τὸν κάνει ποιητή, καὶ μάλιστα δημοτικὸ ἢ δημοτικοφανῆ, «τόσο ὅσο»: τόσο ὅσο νὰ εἶναι καθαρὸ ὅτι τὴν ἀνώνυμη κοινοτικὴ δεξιότητα, ποὺ καλλιεργεῖται σὲ βάθος χρόνου, δύσκολα τὴν κατορθώνει ἡ ἀτομικὴ στιχουργική, ὅσο καλλιεργημένη κι ἂν εἶναι.

Ἐξαιρετικὰ δηλωτικὴ γιὰ τὴ σχέση τοῦ Α. Π. μὲ τοὺς στίχους ποὺ ἐνθέτει εἶναι μιὰ παράγραφος τοῦ οἰονεὶ ταξιδιωτικοῦ κειμένου του «Ταξίδι – βαπόρι – Ρωμέϊκο» («Ἀκρόπολις», 12.12.1895). Ὁ συγγραφέας ταξιδεύει μὲ ἀτμόπλοιο ἀπὸ τὸν Πειραιᾶ στὸν Βόλο καὶ παρατηρῶντας ἄλλα πλεούμενα σημειώνει:

«Ἄνθρωποι ἠγωνίων, κ’ ἐπάλαιον κ’ ἐτήκοντο, εἰς τὸ καραντί [θαλασσοταραχὴ] κ’ εἰς τὴν χιονιᾶν, εἰς τὴν φουσκοθαλασσιὰν κ’ εἰς τὴν μπόραν, διὰ νὰ κερδήσουν ὄχι τὸν ἄρτον, ἀλλὰ τὸ δίπυρον τὸ καθημερινόν. "Καλό σας κατευόδιο, φτωχοὶ τυραγνισμένοι". Εἶπεν ἡ καρδία μου αὐθόρμητος εἰς τοὺς ἀγνώστους τούτους. Ἦτο ἡ ἐπωδὸς ἄσματος ἐπιθαλασσίου καὶ αἰθερίου ποιήματος κοινοτοπιακοῦ, ὑψηλοῦ, παθητικοῦ, ἀνιαροῦ καὶ σπαρακτικοῦ, τὸ ὁποῖον δὲν ὑπῆρξεν ποτέ, καὶ τὸ ὁποῖον ποτὲ δὲν ἔπαυσε νὰ ὑπάρχῃ· ἂς μὴ εὑρεθῇ ποιητὴς διὰ νὰ τὸ συνθέσῃ, μήτε μουσικὸς διὰ νὰ τὸ τονίσῃ».

Λογοτεχνικὴ πανουργία ὑπέρτερη ὁποιασδήποτε θεωρίας.

Καλὴ νέα χρονιὰ νά ’χουμε.

Εἰσήγηση στὸ Α΄ Συμπόσιο Παπαδιαμάντη ποὺ διοργάνωσαν ἡ Περιφέρεια Θεσσαλίας καὶ ὁ Δῆμος Σκιάθου (Σκιάθος, 19-22.9.2024).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου