Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2019

''OΛΟΥΘΕ ΞΕΝΟΣ''


Στὶς 5 Ἰουλίου τοῦ 2019, στὸ βιβλιοπωλεῖο «ἄπειρος Χώρα», παρουσιάστηκε ἡ συλλογὴ διηγημάτων τοῦ Θεόδωρου Ε. Παντούλα «Ὁλοῦθε ξένος». Καλὸς καὶ πιστὸς φίλος τῶν Ἀγράφων καὶ τῶν Ἀγραφιωτῶν ὁ συγγραφέας, ζήτησε τὴ συμμετοχή μας, τοῦ ἱστολογίου ellinomouseionagrafon.blogspot.com, στὴν παρουσίαση τοῦ βιβλίου τὴν ὁποία δημοσιεύουμε κι ἐδῶ.

Θεόδωρος Παντούλας

Ὁλοῦθε ξένος

Ἐκδόσεις manifesto, Ἀθήνα, Μάϊος 2019


Εὐχαριστῶ πολὺ τὸν Θόδωρο Παντούλα ποὺ μοῦ πρότεινε, τιμητικὰ γιὰ μένα βέβαια, νὰ μὲ συμπεριλάβει στὴν τράπεζα τῆς παρουσίασης τοῦ βιβλίου του. Ἀκόμη πιὸ τιμητικὸ καθὼς ἡ παρουσίαση τοῦ «Ὁλοῦθε ξένος» γίνεται μαζὶ μὲ τοὺς  Θανάση Παπαθανασίου καὶ Βασίλη Ζηλάκο.  Τὸν Θανάση Παπαθανασίου τὸν γνώρισα ἐξ ἀκοῆς ὅταν εἶχα ἀκούσει πρὶν χρόνια μία πράγματι ὑπέροχη ραδιοφωνικὴ παρουσίαση ἑνὸς  βιβλίου  τοῦ Jonh Blair γιὰ τὴν κυρὰ τῆς Ὀξφόρδης, τὴν Ἁγία Φραϊτζγουαϊντ καὶ νὰ πού, ἐλέῳ Παντούλᾳ, βρίσκομαι  ἐδῶ δίπλα του.  Τὸν Βασίλη Ζηλάκο δὲν τὸν γνώριζα. Ὅταν περνοῦσα ἀπὸ τὴ Διδότου, πολλὲς φορὲς χάζευα τὴ βιτρίνα ἀπ’ τὸ ‘‘Κουκούτσι’’ μὲ τὶς πολὺ προσεγμένες ἐκδόσεις. Συναντηθήκαμε ὅμως πέρυσι, ὅλως παραδόξως, στὰ μακρινὰ Γρεβενὰ στὴ συντροφιὰ τοῦ Θόδωρου Π. καὶ τώρα ἐδῶ μὲ τὸ «Ὁλοῦθε ξένος»  πάλι ἐλέῳ Παντούλᾳ. Δὲν ἔχω  ἐμπειρία παρουσιάσεων βιβλίων και οὔτε καὶ μοῦ πάει· δὲν τὰ πολυκαταφέρνω κατὰ τὸ κοινῶς λεγόμενον. Ἴσως θὰ μοῦ εἶναι πιὸ εὔκολο νὰ βρῶ τὴν ἀγνοούμενη «Δούλα» τοῦ Παπαδιαμάντη παρὰ νὰ κάνω μία οὐσιαστικὴ παρουσίαση βιβλίου καὶ ἀρχικὰ ἀρνήθηκα. Ἀλλὰ ὁ Παντούλας ἔχει ἕναν ἰδιαίτερα γοητευτικὸ τρόπο ποὺ εἰλικρινὰ τὸν θαυμάζω νὰ σὲ πείθει  μὲ τὸν τρόπο του καὶ νὰ ἐκμαιεύει  τὴ συναίνεση  στὸ ὅποιο αἴτημά του.
Ἐξ ἀριστερῶν: Θ. Παντούλας, Θ. Παπαθανασίου,
 Β. Ζηλάκος, Κ. Τσιώλης
Ἔτσι, μοῦ ζήτησε νὰ φέρω ἀεράκι Ἀγραφιώτικο  καί  δροσιὰ Καρπενησιώτικη στὴ παρουσίαση τοῦ βιβλίου του· ζέστα πολὺ προβλεπόταν. Πῶς νὰ τοῦ ἀρνηθεῖς, ὅταν μάλιστα διαβάζεις τὸ βιβλίο καὶ νοιώθεις πὼς μοσχοβολάει ρίγανη καὶ τσάι του βουνοῦ;  Ἀλλὰ ὄχι μόνο αὐτά. Τὸ βιβλίο σὲ ταξιδεύει ἀπὸ τὴν ἐκκωφαντικὴ ἡσυχία τοῦ βουνοῦ στὴν πολύβουη πόλη, ἀπ’ τὰ ὄρη στὰ πέλαγα, σὲ διάφορες ἱστορικὲς περιόδους, σὲ συναισθήματα καὶ αἰσθήματα ὁμολογημένα κι ἀνομολόγητα, σὲ καϋμοὺς καὶ πάθη, σὲ χαρές, λύπες καὶ χαρμολύπες· νοσταλγός, μὲ τὴν ἔννοια μιᾶς ἐπιθυμίας ἐπιστροφῆς στὸν πρῶτο τύπο, δηλ. ἑνὸς τρόπου ζωῆς μὲ ἄλλες ἀξίες, ἀλλὰ καὶ  ρεαλιστικὴ  ἀντιμετώπιση καὶ παραδοχὴ χωρὶς ἀποδοχή, τοῦ τρόπου καὶ τοῦ τόπου βιοτῆς μὲ τὶς σημερινὲς ἀξιακὲς κλίμακες.
 Ὅμως, γιὰ νὰ εἶμαι εἰλικρινής, εἶχα καὶ μιὰ μορφὴ ἰδιοτέλειας στὴν  ἀποδοχὴ τῆς πρότασης: Ζηλεύω τὸν τρόπο ποὺ γράφει ὁ Παντούλας· αὐτὸ τὸ  δωρικότροπο, σπαρταριστὸ λογοτεχνικὸ ἰδίωμα ποὺ ἂν καὶ συντοπίτης, ὅπως πολὺ τιμητικὰ μὲ ἀποκαλεῖ, ἐγὼ ἀπ τ’ Ἄγραφα κι αὐτὸς  ἀπὸ τὴν Ἤπειρο, τὰ Βόρεια Ἄγραφα δηλαδή,   οὔτε νὰ τὸ γράψω οὔτε νὰ τὸ μιλήσω εἶμαι ἱκανός. Ὅπως εἶχα εἰπεῖ καὶ μιὰν ἄλλην φορά, οἱ πολλὲς δεκαετίες μου στὸ Κλεινὸν Ἄστυ καὶ στὰ παράλια τοῦ νότιου Εὐβοϊκοῦ, μετάλλαξαν, ἄμβλυναν ἢ καὶ ἐξαφάνισαν ἐκεῖνες τὶς ὀρεινοτεχθεῖσες ἐσωτερικὲς δυνάμεις καὶ παραμέτρους  ποὺ ὁδηγοῦν τὴ σκέψη, καὶ τὴ γραφίδα κατ ἐπέκτασιν, νὰ ἐκφέρει  λόγο καὶ γραφὴ Ἠπειρώτικη. Λόγο λοιπόν, τὸν ὁποῖο ἀφοῦ δὲν καταφέρνω νὰ γράψω εἶπα ἂς κάνω ἔστω μία προσπάθεια νὰ τὸν παρουσιάσω. Ἄλλωστε, σκέφτηκα, ἡ μισὴ ντροπὴ θὰ εἶναι δική μου· ἡ ἄλλη τοῦ Θόδωρου ποὺ μὲ πρότεινε.

Ὅμως θὲς ἡ πὼς ἡ πρόταση ‒ὅπως, ἄλλωστε, πολὺ τὸ συνηθίζει ὁ Θόδωρος‒ ἔγινε χρονικὰ πολὺ κοντὰ στὴν παρουσίαση, θὲς οἱ πολλὲς μέριμνες, θὲς ὁ Μωραϊτίδης (ἔτος Μωραϊτίδη γάρ) ἔφτανε ἡ μέρα παρουσιάσεως καὶ δὲν εἶχα κάμει κάτι. Ἔκατσα μιὰ-δυὸ φορὲς ἀλλὰ μὲ ἔπιασε τὸ σύνδρομο τῆς λευκῆς σελίδας. Κοιτοῦσα τὸ laptop ἀλλὰ τὰ δάκτυλα δὲν ἀκολουθοῦσαν.
Εἶχα κολλήσει κατὰ πῶς λένε. Τὰ χρονικὰ ὅρια ἀσφυκτικά: καρδιὰ τοῦ Θέρους, 4η Ἰουλίου, ἄπειρος χώρα, ὁλοῦθε ξένος, Θεόδωρος Παντούλας, παραμονές.  Εἶχα καὶ τὸν φόβο μὴν ἔλθει κι ὁ κυρ Νίκος καὶ θὰ αἰσθανόμουν πολὺ ἀμήχανα στὸ παράδοξο σχῆμα: νὰ ὁμιλῶ ἐγώ κι αὐτός ἀκούει....

Σκέφτηκα, μήπως καλλίτερα, ἀφοῦ πέραν πάσης ἀμφιβολίας μὲ ἐπάρκεια θὰ ἐκάλυπταν τὴν παρουσίαση ὁ κ. Παπαθανασίου κι ὁ κ. Ζηλάκος νὰ ἔλεγα κάτι γιὰ τὸν Μπάρμπα-δήμαρχο τοῦ Μωραϊτίδη, ποὺ τὸ κατέχω κάπως.  Ἔχουν μὲ τὸ ‘‘Ὁλοῦθε ξένος’’:    κοινὸ  ἐκδότη, κοινὴ ἡμέρα καὶ ἔτος κυκλοφορίας, ἀμφότερα κατὰ δήλωσιν τοῦ Θ. Π. μνημονιακά. Καὶ στὸ ‘‘Ὁλοῦθε ξένος’’ ἔχω βάλει καὶ λίγο τὸ χεράκι μου: κάμαμε τὸν πολυτονισμὸ στὸ πολυτονιστήρι τῆς κ. Στέλλας Μπ., καὶ στὸ word ἀκόμη ἔκανα ὁλονυχτὶς κάποιες μικροεπεμβάσεις καὶ μάλιστα χωρὶς νὰ τὸ δεῖ κατὰ προσταγήν του καθὼς ἤμασταν χρονικὰ σὲ κατάσταση deadline  ὁ Θόδωρος· τὸ πρωϊ ἔπρεπε νὰ τυπωθεῖ μαζὶ μὲ τὸν Μπάρμπα-Δήμαρχο γιὰ νὰ ὁδεύσουν ἔγκαιρα μαζὶ στὴ μεγαλόπολη Θεσσαλονίκη.
Τότε σκέφτηκα, 4 Ἰουλίου παραμονὴ παρουσιάσεως, ἕνα τέχνασμα. Θὰ κάνω ὅ,τι ὁ Παντούλας τὰ Σαββατοκύριακα. Θὰ πάω ν’ ἁρμυρίσω τὸ βιβλίο. Μπορεῖ τὸ θαλασσινὸ ἀεράκι νὰ βοηθήσει. Εἶχα διαλέξει καὶ τὰ 3 διηγήματα στὰ ὁποῖα σκόπευα ν’ ἀναφερθῶ.  Ἀφοῦ ὁλοκλήρωσα μιὰ ὑποχρέωση ποὺ ἔχει σχέση μὲ κύματα, ἀλλὰ κύματα τῆς ἐργασιακῆς θαλάσσης,  πῆρα τὸν δρόμο γιὰ οἰκεῖα μέρη στὰ παράλια τοῦ Ν. Εὐβοϊκοῦ. Ζήτησα καὶ τὴν ἐξ ὕψους βοήθεια: ἤγουν τοῦ ἑορτάζοντος ἁγίου  καὶ λογιωτάτου ὁμηριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ ὄχι πάσης Ἑλλάδος, ἀλλὰ  καὶ  Εὐρίπου καὶ Πορθμοῦ, ἔνθα διακονεῖ καὶ ὁ Θ. Π.,  Μιχαὴλ Χωνιάτου τοῦ Ἀκομινάτου:  τοῦ σπουδαίου αὐτοῦ ὑστεροβυζαντινοῦ λογίου, ποὺ εἶχε διατρίψει σ’ ἐκεῖνα τὰ μέρη. Καὶ μακαρίζω τοὺς ἀειμνήστους δασκάλους μου στὰ τόσο συκοφαντημένα σχολεῖα τῆς δεκαετίας τοῦ ’60 καὶ τοῦ ’70 ποὺ μοῦ ἔδωσαν τὰ στοιχειώδη γιὰ νὰ μπορῶ νὰ τὸν διαβάζω. Δὲν μπορεῖ λέω· ἐδῶ βοήθησε καὶ πήραμε τὸ EURO τέτοια μέρα πρὶν 15 χρονια, ἐμένα δὲν θὰ βοηθοῦσε ποὺ κάθε χρόνο τὸν εὐλαβοῦμαι καὶ τὸν τιμῶ δεόντως;  

Τὸ καλοκαίρι στὰ ντουζένια του. Ἔχει παραλάβει ὡς ἔρος-θέρος γιὰ τὰ καλὰ ἀπὸ τὸν Μάϊο τὰ σκῆπτρα καὶ κραδαίνει διακαιωματικὰ τὸ ἐν ὑπερακμῇ δρέπανόν του. Ἔκατσα βλέποντας ἀπ’ τὴν μιὰ πλευρὰ τὴ θάλασσα τοῦ Εὐβοϊκοῦ κι ἀπ’ τὴν ἄλλη τὸ βλέμμα  κατὰ τὴν Πίνδο. Βοήθησε καὶ τὸ ἀεράκι καὶ ἡ ὀσμὴ ἅλμης ἰωδίου αὔρας  θαλασσινῆς. Σκέφτηκα καὶ γιὰ τσίπουρο ποὺ προτείνει, συνήθως, σ’αὐτὲς τὶς περιπτώσεις ὁ Θόδωρος, ἀλλὰ λειτούργησε ἡ λογικὴ ἦταν ἄλλωστε καὶ παραμονὴ τῆς ἐπετείου τοῦ παραλόγου γιατὶ ἐνδεχομένως  οὔτε  κἂν θὰ  ἐπέστρεφα· πόσο μᾶλλον γιὰ νὰ γράψω. Ἔτσι μὲ τοῦτα καὶ μὲ κεῖνα κάτι κατάφερα νὰ ‘‘σομπολιάσω’’ ποὺ λέμε στ’ Ἀγραφιώτικα.

Τὸ ὀπισθόφυλλο. 
 
Ξεκινῶ ἀπὸ τὸ ἀγαπημένο μου:
 «  συνάντηση».
Θαυμάζω, πῶς σὲ τόσο μικρὴ φόρμα κατάφερε νὰ χωρέσει τόσα πολλά. Οἱ 428 μόνο λέξεις, μᾶς πᾶνε στὴ Ἤπειρο, στὶς  γειτονιὲς τοῦ Λεκανοπεδίου, στὴν Κύπρο,  στὶς ΗΠΑ, ὁλοῦθε. Παρὰ τὴν πικρὴ γεύση ποὺ ἀφήνουν τὰ διηγήματά του τὰ διανθίζει καὶ μὲ  χαριτολογικὰ στοιχεῖα. π. χ. Ὁ Βαρνάβας ἥρωας ἀφηγητὴς τοῦ διηγήματος δηλώνει:
«Τό ’χα πάρει ἀπόφαση ὅτι μὲ τὸ ὕψος μου δὲν μὲ περίμενε καμιὰ σοβαρὴ σταδιοδρομία καλαθοσφαιριστῆ».
Λεπτὴ εἰρωνεία ποὺ μπορεῖ νὰ σκεφθεῖ κάποιος πὼς εἶναι σὲ ἀντιδιαστολὴ μὲ τὴ φυσικὴ παρουσία τοῦ ἴδιου τοῦ Θόδωρου, ἡ ὁποία κάλλιστα παραπέμπει σὲ καλαθοσφαιριστή.
«Ἔμενα στοῦ Ζωγράφου πέντε χρόνια. Ἐκεῖ ἔμεναν κι ὅλα τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὰ μέρη μου ποὺ ἔρχονταν στὴν πρωτεύουσα γιὰ σπουδές ἢ γιὰ δουλειά. Ὁ φούρναρης Ἠπειρώτης, ὁ ψιλικατζὴς Ἠπειρώτης κι ὁ σουβλατζὴς Ἠπειρώτης. Ἐκεῖ δούλευα τά βράδια.»
Ἀγαπητὲ Θεόδωρε, νὰ προσθέσω: κι ὁ λαϊκατζὴς Ἀγραφιώτης· ἐπὶ τὸ λογιώτερον, πωλητὴς λαϊκῶν ἀγορῶν. Οἱ γονεῖς μου, ἀμφότεροι  Ἀγραφιῶτες, κάθε Δευτέρα εἶχαν ὡς πωληταὶ λαϊκῶν ἀγορῶν πάγκο στοῦ Ζωγράφου. Παλιὰ ἦταν χωμάτινη ἁλάνα. Τώρα ἀσφαλτώθηκε· νὰ μὴν πληγώνονται τὰ γόνατα καὶ σπάνε τὰ τακούνια ἀπ’ τὶς γόβες στιλέτο. Πήγαινα κι ἐγώ, ὅταν ἤμουν φοιτητής, τὰ καλοκαίρια μὲ τὰ πεπόνια ἀπ’ τὸ Τυχερὸ Θράκης, γιατὶ ἡ Σχολὴ ἦταν πολὺ κοντά μὲ πρόθεση νὰ τοὺς δώσω μιὰ ἀνάσα βοήθειας.
Σκληρὸ ἀλλὰ τίμιο πεζοδρόμιο.
Συμπληρώνω: κι ὁ φοιτητὴς Ἀγραφιώτης!
Γιὰ τὴν ἡρωΐδα, ὁ ἀφηγητὴς ἀναφέρει:
«Ἦταν ἡ μόνη ποὺ δὲν ἔκανε ἀπολύτως τίποτα γιὰ νὰ δείξει ὅτι εἶναι γυμνάστρια...  Πλούσια ὄχι νεόπλουτη».
Εὐφυές εὕρημα τοῦ συγγραφέα . Χαρακτηρίζει, καὶ προκρίνει ὡς στοιχεῖο γοητείας της τὸ μὴ ἐπιφαινόμενο, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν κρατοῦσα λατρεία τοῦ φαίνεσθαι.
Συνεχίζει:

«Μὲ τὴ Μυρτὼ ξαναβρεθήκαμε στὸ facebook»

«ξαναβρεθήκαμε στό facebook»· θὰ μποροῦε να εἶναι και ὁ τίτλος τοῦ διηγήματος. Ἴσως, ἄλλος τίτλος ποὺ θά πρότεινα: τὸ «Μύρτιλον» ὁ γνωστὸς καρπὸς μὲ τὶς ἀντιοξειδοτικὲς ἰδιότητες, ποὺ ἔχει χαρακτηρισθεῖ καὶ ὡς ἐλιξήριο τῆς νεότητος. Τὰ δίκτυα κοινωνικῆς δικτύωσης στὴν ὑπηρεσία τῶν σχέσεων; Ἐπὶ τῷ καλῷ;   Ὁ ἅγιος Μάξιμος μᾶς προβληματίζει κάπως:
 «Τὸ ἁπλῶς λεγόμενον κακόν, οὐ πάντως κακόν∙ ἀλλὰ πρός τι μὲν κακόν, πρός τι οὐ κακόν. Ὡσαύτως καὶ τὸ ἁπλῶς λεγόμενον καλόν, οὐ πάντως καλόν∙ ἀλλὰ πρός τι μὲν καλόν, πρός τι δὲ οὐ καλόν».

«ὁ χωρισμός μας τῆς εἶχε στοιχίσει τρία χρόνια ψυχοθεραπείας κι ἕναν σκασμὸ χρήματα.»
Σκέφτηκα, ἂν δὲν ὑπῆρχε ὁ σκασμὸς τὰ χρήματα; ἡ γυνὴ θὰ ὑπέφερε μεγάλως· ἴσως  γιὰ πάντα.
«Θὰ τὰ ποῦμε ὅταν ξανακατέβω στὴν Ἀθήνα».
Εἶναι ἡ τριτελευταία πρόταση τοῦ διηγήματος. Ἂν τελειωνε ἐδῶ τὸ διήγημα  θὰ ἦταν ἁπλὰ ἕνα συμπαθὲς διηγηματάκι. Ἐδῶ,  ὅμως, κάνει τὴ μεγάλη ἀνατροπὴ ὁ ὁλοῦθε ξένος (Θ.Π.)· εἰσάγει τὸ εὕρημα ποὺ δίδει ταυτότητα, σφραγίζει, ὁλοκληρώνει τέλεια, ἀπογειώνει τὸ διήγημα:
«Φεύγοντας τὴν ἄκουσα νὰ λέει στὸν γυιό της ‘‘δὲν εἶσαι ἐντάξει, Βαρνάβα’’. Στρίβοντας, ὅπου βρῆκα, σκέφθηκα ὅτι δν ὑπάρχει λόγος ν μάθει ὅτι τν κόρη μου τ λένε Μυρτώ»

Τὰ δύο αὐτὰ ὀνόματα, Μυρτὼ καὶ Βαρνάβας, λειτουργοῦν  ὡς σφραγίδα ἀθανασίας, ὡς βάμμα ἰωδίου ποὺ καίει-τσούζει ὅταν τίθεται στὸ τραῦμα, ἐπουλώνει, καὶ παρὰ τὴν οὐλὴ ποὺ ἀφήνει, ἀθανατίζει,: ἰώδιο ἀθανασίας ὅπως εἶναι τὰ διηγήματα τοῦ Θεόδωρου Παντούλα, καθὼς ἔγραψε ὁ καλὸς φίλος ποιητὴς Ἀντώνης Παπαβασιλείου ἐκ Γρεβενῶν.

Τολμῶ νὰ δηλώσω γνώμη ἀδαοῦς  πὼς ὡς σύλληψη καὶ σὲ πολὺ πιὸ συνεπτυγμένη ἀνάπτυξη εἶναι ἕνα εἶδος «Ἔρωτας στὰ χιόνια»· ἀλλὰ Παντούλα ὅμως. Χωρὶς τὸ τραγικὸ τέλος τοῦ παπαδιαμάντειου ἥρωα. 
Θὰ ἦταν παράλειψή μου ὅμως νὰ μὴν ἀναφερθῶ στὸ διήγημα ποὺ μοῦ ἔκαμε τὴν μεγάλη τιμὴ ὡς συντοπίτη νὰ μοῦ ἀφιερώσει ὁ Θ. Π. Τὸ « Ὁ ξάδελφος»
Ἡ καλὴ φίλη, ἡ φιλόλογος Μαντὼ Μαλάμου περιγράφει αὐτὴ τὴν κατάσταση ὡς «Ἡ ἀθέατη τραγωδία τῆς αὐτάρκειας», μὲ ἀφορμὴ ἀνάλογες τραγωδίες ποὺ περιγράφονται στὰ διηγήματα τοῦ Παπαδιαμάντη «Μὲ τὸν πεζοβόλο» καὶ «Δασκαλομάνα» καὶ συνεχίζει ἡ Μαντὼ Μαλάμου: «Ὅσο διαρκεῖ ἡ πανήγυρις τοῦ παρόντος βίου νὰ βιώνουμε τὴν Ἀγάπη στὸ πρόσωπο τοῦ Πλησίον  τοῦ διπλανοῦ μας τοῦ συγκεκριμένου ἀνθρώπου ποὺ ἡ ζωὴ ἔχει φέρει κοντά μας». Τὸ κατάλαβε ὁ Ξάδελφος ὅταν ἤθελε νὰ ξαγορευτεῖ. Ἂν τὸ γνώριζε νωρίτερα δὲν θ’ ἀρνιόταν τὸ παιδί του τὴν κρίσιμη στιγμή.
Ἀλλὰ καὶ «Ὁ Δεκαπενταύγουστος» εἶναι συγκλονιστικός. Μέσα ἀπ’ τὰ πάθη τῆς περιαλγοῦς μητέρας, τῆς Περεκλάκαινας, μέσα ἀπὸ μιὰ ζωὴ ἐντὸς τοῦ πένθους περνᾶ ὅλη ἡ σύγχρονη ἑλληνικὴ ἱστορία ἀπὸ πρὶν τὸν Πόλεμο μέχρι τὶς μέρες μας. Σὲ τέσσερις σελίδες μόνο.
 Στ’ Ἄγραφα, στὴ γενέτειρα τοῦ Ἀναστασίου Γορδίου, σώζεται τὸ τοπωνύμιο «Τὸ μνῆμα τ’ Ξένου». Στὰ 1808 οἱ κάτοικοι τοῦ τόπου βρῆκαν ἀκέφαλο νεκρὸ σὲ ἕνα μικρὸ ξέφωτο στὸ δάσος. Ἐκεῖ, μὲ εὐλάβεια χριστιανικὴ ἔθαψαν τὸ σῶμα καὶ ἀπέδωσαν τὸ σημεῖο μὲ αὐτὸ τὸ τοπωνύμιο. Ὁλοῦθε ὁ ξένος λοιπόν· καὶ στ’ Ἄγραφα  ἔχει ἀκόμη καὶ δικό του ταφικὸ μνημεῖο μὲ τοπωνύμιο. Τώρα βέβαια στὴν  ἐποχή μας, μὲ τὴν ἀλόγιστη ἐγκατάσταση ἀνεμογεννητριῶν στ’ Ἄγραφα, σὲ τόπους χαρακτηρισμένους ὡς ἰδιαιτέρου φυσικοῦ κάλλους, κινδυνεύουν οἱ Ἀγραφιῶτες νὰ βρεθοῦν ξένοι καὶ στὸν τοπο τους.
Κατὰ τὸν στίχον τοῦ Σκώτου ἀοιδοῦ (Robert Burns): Ἡ καρδιὰ του (συγγραφέα) εἶναι στὰ ψηλώματα, ἡ καρδιά του δὲν εἶναι ἐδῶ. Ἡ φυσικὴ του παρουσία ὅμως, ναί, εἶναι ἐδῶ κι  ὁλοῦθε. Ὁλοῦθε  κερνᾶ, ὡς γλυκαντικά, τὰ διηγήματά του γιὰ νὰ μὴν πικρίζουν οἱ μέρες τῶν ἄλλων ἀλλὰ καὶ καταπότια γιατρειᾶς καὶ καταλλαγῆς ποὺ περιδιαβαίνοντας τὴν ἱστορία, τοὺς τόπους καὶ τοὺς τρόπους,  προσπαθοῦν  νὰ γειάνουν, νὰ καταπραΰνουν τὶς πληγές, τὰ πάθια καὶ τοὺς καϋμοὺς τοῦ κόσμου.   
Τέλος, εὔχομαι στὸν Θόδωρο νὰ συνεχίσει νὰ παρανομεῖ καὶ νὰ ὑπέρπαρανομεῖ κατὰ τὸν τρόπο ποὺ δηλώνει στὸ ὑστερόγραφό του· γιὰ νὰ  ἀπολαμβάνουμε καὶ τὰ ἄλλα εἰς ὑγείαν ποὺ εἶναι καὶ ἡ καταληκτήρια φράση του,.
 Ἔρρωσο, Θεόδωρε  Παντούλα.
Βριλήσσια, «ἄπειρος χώρα», 5 Ἰουλίου [ἄνευ ἐπετειακῶν κροκοδειλίων δακρύων...] τοῦ μνημονιακοῦ ἔτους 2019 καὶ τοῦ μνημονιακοῦ εἰκοστοῦ πρώτου αἰῶνος.
Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης










Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2019

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΩΡΑΪΤΙΔΗΣ - ΤΙΜΟΣ ΜΩΡΑΪΤΙΝΗΣ


Μ ω ρ α ϊ τ ί νδ η ς *



«Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πάντα μονάχος.
Μόνο τὸ ἔργο του τὸν δικαιώνει καὶ
τοῦ δίνει τὴ συντροφιὰ τοῦ πλησίον».
[Σταυράκιος Κοσμᾶς (=Ν.Γ.Π.), 
«Νεκρολογία εἰς Μιλτιάδη Σαράντη Πεντζίκη»,
Τρίτο Μάτι 1 (1935) 29]


Ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης κι ὁ Τίμος Μωραϊτίνης,
 δίπλα-δίπλα στὸ  «Ἐθνικὸ Ἡμερολόγιο» τοῦ Σκόκκου τοῦ 1910, στὴ σελ. 25.
Ἦταν Τετάρτη, ἡλιολαμπὲς πρωϊνὸ τῆς Διακαινησίμου τοῦ σωτηρίου –οὐ μὴν ἀλλὰ καί, κατὰ Παντούλα, μνημονιακοῦ– ἔτους 90 μ.Μ. (μετὰ Μωραϊτίδην). Μεστωμένος ἐκ μέθης Μωραϊτιδικῆς ‒ἐπρόκειτο νὰ ἐκδοθεῖ ἀπ’ τὸ manifesto «Ὁ Μπάρμπα-δήμαρχος» γάρ‒ κατῆλθε σὲ κεντρικὴ τοῦ Λεκανοπεδίου βιβλιοθήκη γιὰ νὰ ἐπισκοπήσει, νὰ ψαύσει τὴν πρώτη δημοσίευση τοῦ διηγήματος σὲ τόμο μὲ διηγήματα τοῦ Μωραϊτίδη· αὐτὴν ποὺ ἐπιμελήθηκε, ἰδίοις ὄμμασιν, ὁ Μωραϊτίδης. Εἶχε πάντα, ὡς ἐρευνητικὴ διαστροφή, τὴν ἐπὶ τὰς πηγὰς ἀναζήτηση. Ὁ ἐξωτερικὸς χῶρος,κάπως παρακμιακός. Ἀλλὰ καὶ στὰ ἐνδότερα ἔβλεπες ἕνα εἶδος παραίτησης, παρὰ τὸ γεγονὸς πὼς ἡ ἀναζήτηση στὸ Google ἔδειχνε ἀξιόλογο καὶ σημαντικὸ περιεχόμενο. Μάλιστα, παρὰ τὴν ὑπὸ τοῦ νόμου ἀπαγόρευση, ἀντὶ ὀσμῆς εὐωδίας πνευματικῆς ἐκράτυνε στὸν χῶρο ἡ ὀσμὴ τοῦ ‘‘ἐλευθέρου σκοπευτοῦ’’:  ἤγουν ὁ καπνός ἐκ σιγαρέτων,  ὁ ὁποῖος θηρεύει κάθε χρόνο 700-800 ἀθῶα-ἀνυποψίαστα πλάσματα, πίπτοντα θύματα τῆς θηλιᾶς του. Ζήτησε τὸν δεύτερο τόμο ἀπὸ τὰ διηγήματα τοῦ Μωραϊτίδη τῶν ἐκδόσεων Ι. Σιδέρη, ὅπου δημοσιεύεται γιὰ πρώτη φορὰ σὲ τόμο «Ὁ Μπάρμπα‒δήμαρχος». Ἡ εὐγενεστάτη ὑπάλληλος τὸν πληροφόρησε πὼς γιὰ λόγους συντήρησης τοῦ συστήματος ἡ ἠλεκτρονικὴ ἀναζήτηση δὲν ἦταν ἐφικτή. Προθυμοποιήθηκε ὅμως νὰ προσπαθήσει μὲ τὴν παλαιά, τὴν δοκιμασμένη μέθοδο τῆς ἐπιρράφειας ἔρευνας. 
Τίμος Μωραϊτίνης, Ἅπαντα, ἐπιμελείᾳ Μαρίας συζ. Τίμου Μωραϊτίνη.
Μετὰ ἀπὸ λίγη ὥρα ἐπανῆλθε· ὅμως μὲ τὸν τρίτο τόμο ἀνὰ χεῖρας:
—Αὐτὸ βρῆκα, εἶπε. Σᾶς κάνει; ρώτησε.
 Δὲν ἦταν αὐτὸς ὁ τόμος ποὺ ἤθελε.
—Νὰ κάνω μιὰ δεύτερη προσπάθεια εἶπε μὲ ἐμφανῆ προθυμία. Λογικά, κάπου κοντὰ θὰ εἶναι κι ἄλλοι.
Πράγματι, ἀποσύρθηκε κάποια ὥρα καὶ μετ’ ὀλίγον ἐπανῆλθε γελῶσα καὶ εἶπε:
—Βρῆκα κάτι πολὺ καλλίτερο!
 Ἀπόρησε.
—Δηλαδή;
—Βρῆκα τὰ «Ἅπαντά» του. Εἶναι σὲ ἑπτὰ τόμους! Νὰ σᾶς τὰ φέρω;
 Ἔμεινε κόκκαλο. Ἤνοιξε μεγαλωστὶ τὰ ὄμματα! Κόντεψε νὰ χάσει τὰ πασχάλια. Κι ἦσαν Φρέσκα-Φρέσκα.  Μιὰ παράλογη σκέψη πέρασε ἀπ’τὸ μυαλό του:
—Λὲς ὁ Ἁπαντολάτρης Γ. Βαλέτας νὰ εἶχε ἐκδόσει κάτι ἐν κρυπτῷ;
—Καθῆστε στὸ ἀναγνωστήριο νὰ σᾶς τὰ φέρω γιατὶ ἔχουν καὶ κάποιο βάρος, τοῦ εἶπε.
Ἦλθεν εἰς τὴν ἀκμὴν νὰ τὴν εὐχαριστήσει ἀλλὰ στὸ πνεῦμα του τὸ μεθυσμένο ἀπὸ τὴν ἀναγγελία περὶ ὕπαρξης καὶ μάλιστα ἑπτατόμου Ἁπάντων τοῦ Μωραϊτίδη συνέχεε τὶς λέξεις· ὄχι καὶ τὶς ἔννοιες ὅμως.
Κάθησε, μὰ σ’ ἀναμμένα κάρβουνα περιέργειας καὶ ἀναμονῆς. Σκέφτηκε νὰ στείλει ἕνα σχετικὸ μήνυμα στὸν κ. Α.Ν.Π., τὸν ἐν Αὐλαῖς τῆς Δυτικῆς Μακεδονίας, ἀλλὰ ἐπικράτησε μιὰ πιὸ συγκρατημένη ἀπόφαση γιὰ ψύχραιμη στάση ἀναμονῆς.
Ὁδὸς Τίμου Μωραϊτίνη
Ἡ πρόθυμη βιβλιοθηκονόμος ἔφερε τοὺς ἑπτὰ τόμους καὶ τοὺς ἄφησε στὴν ἀναγνωστικὴ τράπεζα. Εὐχαρίστησε νοηματικά, μὲ κίνηση τῆς κεφαλῆς. Πῆρε τὸν πρῶτο τόμο καὶ διάβασε, ἐν ἀπογοητεύσει: «Ἅ π α ν τ α Τ ί μ ο υ Μ ω ρ α ϊ τ ί ν η». Τί σοῦ κάνει ἕνα ἀθῶο ν στὴ θέση ἑνὸς πράου δ. Ν.,  Δ., .λοιπὸν (ἀλλὰ καὶ Τ., ἐκ τοῦ Τίμος!). Τί σοῦ κάνει ἕνα ἐνρινικὸ στὴ θέση ἑνὸς ὀδοντικοῦ. Ἀλλωστε, εἶναι τόσο μικρὴ ἡ ἀπόσταση ρινὸς καὶ ὀδόντων. Ἓν ἰγμόρειον ἄντρον ἀπόστασις!
Ὁδοὶ Τίμου Μωραϊτίνη
στὸ Λεκανοπέδιο Ἀττικῆς.

Παρὰ ταῦτα, δὲν τὰ παράτησε· εἶπε ἀπὸ ἐντροπή, μιᾶς ἔκαμε ἡ συμπαθὴς ὑπάλληλος τὸν κόπο νὰ τοῦ τὰ φέρει, νὰ ρίξει μιὰ ματιὰ στὸ ἑπτάτομον.  Ἔζησαν κοινὴ ἐποχή στὴν Ἀθήνα καὶ Ἀθηναιογράφοι ἀμφότεροι. Ἀνάλωσε ἀρκετὸ χρόνο ξεφυλλίσματος τῶν «Ἁπάντων Τίμου Μωραϊτίνη», ἀλλὰ οὔτε μία ἔμμεση ἔστω ἀναφορὰ στὸν Μωραϊτίδη. Μόνο γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη μιὰ μικρὴ ἀναφορὰ ὡς τυρβάζοντα, μαζὶ μὲ τὸν Μαλακάση, τὸν, Βλαχογιάννη, τὸν ἀγραφιώτη Ζ. Παπαντωνίου κ. ἄ., στὴ Δεξαμενή, ὅπου ἦταν κατὰ τὸν Μωραϊτίνη «ἡ ὑπαίθριος Ἀκαδημία τῶν λογοτεχνῶν καὶ τῶν ποιητῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης».
Ὁδὸς Ἀλ. Μωραϊτίδη.
Ἴσως, μὲ κάποια διασταλτικὴ προσέγγιση τῆς σχέσης τους (Μωραϊτίδη-Μωραϊτίνη), θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ θεωρηθεῖ, ὡς κοινὸ στοιχεῖο, ἡ ἀγάπη τους γιὰ τὸ Νέο Φάληρο τῆς ἐποχῆς, ποὺ κι ὁ Μωραϊτίδης ὕμνησε μὲ σειρὰ χρονογραφημάτων του κι ὁ Μωραϊτίνης ἐπίσης, ἀκόμη ὅμως καὶ ποιητικά:

Ὦ νύχτες τοῦ καλοκαιριοῦ
στὴν ἀμμουδιὰ στρωμένες τοῦ Φαλήρου.
Ποιά μάγισσα σᾶς κέντησε
Στὸ φῶς τ’ ἀχνὸ τοῦ φεγγαριοῦ
Στὴν ἄχνη ἑνὸς ὀνείρου;

Ἔφυγεν ἐκεῖθεν. Γιὰ νὰ εὕρει παρηγορίαν πῆγε σὲ ἄλλη  μεγαλύτερη βιβλιοθήκη, σὲ ἱστορικὸ ἐμβληματικὸ κτίριο. Ὁ θυρωρὸς στὴν εἴσοδο εὐγενικὰ τὸν ἐνημερώνει:
—Εἶναι κλειστὴ ἡ Βιβλιοθήκη. Θὰ ἀνοίξει πάλι τὴ Δευτέρα τοῦ Θωμᾶ.
Ἀφελῶς, ρώτησε χαμηλοφώνως φόβῳ μὴν ἀγριέψει τὸν φύλακα:
—Γιὰ ποιόν λόγο;  Σήμερα δὲν εἶναι κάποια ἀργία.
—Ἔτσι μὲ ἐνημέρωσαν νὰ λέω, ἀπάντησε.
Κατάλαβε. Εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔλεγαν στὸν στρατό: ἄδεια ἀπ’ τὴ σημαία!
Δὲν ηὗρε οὔτε ἐδῶ παρηγορίαν. Πῆρε τὸν δρόμο πρὸς μέσο δημόσιας μεταφορᾶς, ἔφτασε στὸ H. Jazz του καὶ ἐπανῆλθε οἴκαδε, στὸ ἐργαστήριό του.
Ἄρχισε, ἀπὸ περιέργεια, νὰ ἐρευνᾶ λίγο τὸ ζήτημα μὲ τὶς μηχανὲς ἀναζήτησης τοῦ διαδικτύου. Αὐτὲς τοὐλάχιστον δὲν ἀργοῦν ἐκ προθέσεως. Βρῆκε, ἂς εἶναι καλὰ ἡ anemi, τὸν Β΄ τόμο τῶν ταξιδιωτικῶν τοῦ Μωραϊτίδη ἀπ’τὶς ἐκδόσεις Σιδέρη. Δὲν τὸν ἔψαυσε· ὅμως παραμυθητικῶς τὸν ἐπισκόπησε δεόντως. Εἶδε τὸ διήγημα στὴν τελευταία μορφή του, ὅπως τὸ ἐνέκρινε ἡ ‘‘τρυγὼν ἡ φιλέρημος’’, ὁ ‘‘Σφίγξ’’ τοῦ «Μὴ Χάνεσαι».
Ἀκόμη, παρατήρησε σὲ τόμο ‒ὄχι πολὺ παλαιό (2008)‒ ὁδηγὸ χάρτη ὁδῶν τοῦ Λεκανοπεδίου: ἑπτὰ καταχωρήσεις ὁδῶν Μωραϊτίνη, καμμία Μωραϊτίδη! Καλά, ἀποδεκτὴ ἡ ἧττα ἀπ’ τὸν Παπαδιαμάντη, ἀλλὰ κι ἀπ’ τὸν Μωραϊτίνη τόσο βαριὰ ἧττα; Μάλιστα, τὸ ἕβδομο τέρμα μπῆκε στὶς καθυστερήσεις καθὼς ἦταν, ὁδὸς Μωραϊτίνη Ἀ.(ριστείδη). Ἀκόμη καὶ τὸ Ἀγραφιωτόπληκτο Καματερό, κοντὰ στὸ καφὲ ‘‘Εὐρυτανία’’ μάλιστα, σώζει ‒ἄκουσον!ἄκουσον‒! ὁδὸ Τίμου Μωραϊτίνη. Ἐσχάτως, ἡ μηχανὴ ἀναζήτησης ‘‘ἔβγαλε’’, ἐπιτέλους, ὁδὸ Μωραϊτίδη στὸν Δῆμο Ἁγίας Παρασκευῆς Ἀττικῆς καὶ ἐν μέρει, κάπως σώθηκε ἡ τιμὴ τοῦ Λεκανοπεδίου.    
Τίμος Μωραϊτίδης!

Πλέον αὐτῶν, σὲ ἔκδοση ὀνομαστοῦ ἐκδοτικοῦ οἴκου καὶ συγγραφέα, ἐν ἔτει 2007, εἶδε νὰ γράφεται, σὲ τρεῖς γραμμές,  γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη:

«Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης ... Γιὰ μερικοὺς μῆνες διέμεινε μὲ τὸν ἐξάδελφό του, τὸν Τίμο Μωραϊτίδη, στὸ Ἅγιον Ὄρος κι ὕστερα γράφτηκε στὴ Φιλοσοφικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ἀλλ’ ἀπαξίωσε νὰ ὁλοκληρώσει τὶς σπουδές του».

 Τόσα λάθη σὲ τρεῖς μόνο γραμμές, εἶναι σίγουρα μεγάλη ἐπίδοση! ...· καὶ δὲν ἦταν ἡ πρώτη ἔκδοση. Ἦταν, φεῦ,  ἡ τρίτη. Σώζει τὴν κατάσταση, τὰ προσχήματα, ὁ ἐπίλογος:

« ‘‘Δὲν ὑπάρχει οὐρανὸς χωρὶς ἀστέρια, οὔτε κείμενο χωρὶς λάθη’’ λέει ἡ παροιμία, ἀλλὰ πάντως:.. Scio me hominem esseet errare potuisse; ne autem errarem, sedulο curavi»...,

Ναί, σωστά, ἀλλὰ μέχρι ποιά ἔκδοση;    
Καὶ ἕπεται συνέχεια.
«Ἀλέξανδρος-Τίμος Μωραϊτίνης»!

 Σὲ ἀκόμη μεγαλύτερο καὶ ἱστορικὸ ἐκδοτικὸ οἶκο εἶδε βιογραφικὸ τοῦ Μωραϊτίνη μὲ  φωτογραφία τοῦ Μωραϊτίδη! Καὶ νὰ εἶχαν κάποια φυσιογνωμικὴ ὁμοιότητα, χαλάλι· ἀλλὰ κατὰ τὸ κοινῶς λεγόμενον: καμμία σχέση. Μόνο στὸ «Ἐθνικὸ Ἡμερολόγιο» τοῦ Σκόκκου τοῦ 1910 σώζονται στὴ σελ. 25 οἱ φωτογραφίες τους δίπλα-δίπλα καὶ στὴ σελ. 30, πάλι δίπλα-δίπλα, τὰ σύντομα βιογραφικά τους· ἐδῶ νίκησε ὁ Μωραϊτίδης μὲ 8-5: 8 γραμμὲς τὸ βιογραφικὸ τοῦ Μωραϊτίδη, 5 τοῦ Μωραϊτίνη!
Ζαχαρίας Παπαντωνίου
(Καρπενήσι 1877-Ἀθήνα 1940)
Ὅμως κι ἄλλος Ἀγραφιώτης, λόγιος καὶ Ἀκαδημαϊκὸς αὐτός, ἔπεσε ‘‘θῦμα’’ αὐτῆς τῆς ἐξ ἀγνοίας μᾶλλον παρανάγνωσης τοῦ ὀνόματος Μωραϊτίδης. Ὁ καλὸς στοιχειοθέτης τοῦ «Σκρίπ» τῆς 7ης Ἰουλίου 1900 ἐκ παραδρομῆς; μετέβαλε τὸ Μ ω ρ α ϊ τ ί δ η ς τοῦ Καρπενησιώτη Ζαχαρία Παπαντωνίου (‘‘Ζ.Π.’’) σὲ Μ ω ρ α ϊ τ ί ν η τοῦ «Σκρίπ».
Ζ.Π., «Σκέψεις Ρωμηοῦ.
Αἱ ἡμέραι τῶν Παθῶν»,
 Ἐφ. Σκρίπ, φ. 1664/7.4.1900, σ.1.

Ἔτσι, στὸ χρονογράφημά του «Σκέψεις Ρωμηοῦ, (Αἱ ἡμέραι τῶν παθῶν)» ποὺ δημοσιεύεται πρωτοσέλιδα στὸ «Σκρίπ» τῆς 7ης Ἀπρ. 1900, μεταξὺ ἄλλων,  γράφεται:

«...Καὶ σήμερον κινδυνεύουν νὰ μείνουν μόνοι βυζαντινομανεῖς  ὁ κ. Παπαδιαμάντης καὶ ὁ κ. Μωραϊτίνης, οἱ δύο ἀσκηταὶ διηγηματογράφοι μας».

Νὰ τὸν ἐσχόλασε ἄραγε τὸν στοιχειοθέτη ὁ Ε. Κουσουλάκος; Πάντως, ἑκατὸν δέκα χρόνια ἀργότερα, στὰ «Παπαδιαμαντικὰ Τετράδια» τῆς πρωτοχρονιᾶς τοῦ 2010, ὁ ἐπιμελητής τους Ν.Δ.Τ. φροντίζει καὶ δι ἀστερίσκου διορθώνει τὸ λάθος τοῦ στοιχειοθέτη!
Ἦλθε τὸ δρεπανηφόρον θέρος, ἦλθε κι ὁ Δεκαπενταύγουστος..

«Αὔγουστος εἶν’ ὁ ρεμβασμὸς τοῦ Σκιαθίτη
κι οἱ ἀναμνήσεις ἀπ’ τὸ φῶς τοῦ Πανορμίτη»

 ἔμελπε ἕνας ἐπίσης ὄνομα καὶ πρᾶγμα Θαλασσινός· κι αὐτὸς μετὰ στεναγμοῦ προσέθηκεν:

«Αὔγουστος εἶν’ τὸ Φάληρο τοῦ ‘‘Σφίγξ’’
καὶ στὸν Ἀσέληνο μιὰ πεπρωμένη νύξ».

Καὶ ὁ Αὔγουστος ἔφθινεν. Ὁ «Ταξειδιώτης» εἶχε κοιμηθεῖ ἐν Κυρίῳ πρὸ ἐνενῆντα ἐτῶν. Εἶπε νὰ ταξιδέψει προσκυνηματικῶς σὲ τόπο ποὺ σφράγισε καὶ ἀθανάτισε μὲ τὴ γραφίδα του· νὰ τιμήσει μὲ ἕναν τρόπον τινα βιωματικὸ τρόπο  κατὰ μόνας, τὴ μνήμη του. Ἀναλογίστηκε πὼς οἱ «Τρεῖς Μποῦκες» θὰ ἦταν ἰδανικὸς προορισμός· στ’ἀκρογιάλι τους κεῖται κι ὁ Ἄγγλος ποιητής, ὁ ὡραιότερος Ἄγγλος τῆς ἐποχῆς του. Τράβηξε στὰ νότια, στὸ ἄγονο μέρος τῆς νήσου, πρὸς τὸν Κόχυλα, ἀπ’ ὅπου κατὰ πρῶτον τὶς ἐπισκόπησε, σὰν ἀπὸ DRONE.
Οἱ «Τρεῖς Μποῦκες» ἀπ’τὸν Κόχυλα.
Θαῦμα, ἄρρητη εἰκόνα θαλασσίου
κόλπου ἀπαραμίλλου κάλλους· δὲ ἦταν δυνατὸν νὰ μὴν εἰσοδεύσει  ἐντός του. Ἐπιβιβάστηκε στὸ «Ἀπόλλων» τοῦ Γ. Ψαριώτη, καλὸν καὶ εὐλίμενον διὰ τοὺς κόλπους πλοιάριον, καὶ εἰσῆλθε ἀπ’ τὴν «Πρώτη Μπούκα» μεταξὺ Πλατειᾶς καὶ ξηρᾶς. Ἀεράκι τοῦ βουνοῦ πρωϊνὸ μέσα στὸν σωστικὸ κόλπο. Τὸ ξύλινο καραβάκι, ἀφοῦ διῆλθε καμαρωτὸ τὸν σωτήριο τῆς Σκύρου φυσικὸ λιμένα ἐπισκοπῆσαν τὴ «Δεύτερη Μπούκα» μεταξὺ Πλατειᾶς καὶ Δεσπότου, ἐξῆλθε τῆς Τρίτης Μπούκας μεταξὺ Δεσπότου καὶ ξηρᾶς. Ἀπὸ ποιά Μπούκα ἄραγε νὰ εἰσῆλθε ἡ τρικάταρτος «Σκιάθος» τοῦ καπετὰν-Φώκα; Ἔξω στὸ πέλαγος οἱ ἐτησίαι εἶχαν σηκώσει ὀγκώδη γιὰ τὴν ἐποχὴ κύματα μεγάλα κι ἀφρισμένα· ὄχι ὅμως καὶ ξύδι νὰ πετᾷ σπίθες.
Πρὸς τὴν ἔξοδο ἀπὸ
τὴν "Τρίτη Μπούκα".
Μέσα στὸν κόλπο ἀπ’ τὶς «Μποῦκες» ἕνα μικρὸ σαγανίδιον μονάχα, ἐνῶ τὸ θαλασσάκι ἐλαφρὰ-ἐλαφρὰ κτυποῦσε στὴν ἀκρογιαλιά. Κάτι γνώριζε ὁ καπετὰν-Φώκας καὶ ἀγκυροβόλησε ἐκεῖ τὸ θάλασσοδαρμένο, θαλασσοπνιγμένο ξυλάρμενο μπάρκο του, κι ἔκανε  Χριστούγεννα στὶς «Τρεῖς Μποῦκες».
—Τὸ πιὸ προστατευμένο φυσικὸ λιμάνι τοῦ Αἰγαίου, τοῦ ἀποκάλυψε ὁ καπετάν- Ψαριώτης.
Δὲν εἶδε δικτάδικα πλοιάρια  ν’ ἁλιεύουν ἀστακοὺς καὶ ψάρια. Δὲν ἦταν ἡ ὥρα.
Τὸ ταφικὸ μνημεῖο τοῦ Rupert Brooke
Ἀπὸ μακριὰ διέκρινε στὴν πετρώδη ἐλαιοβριθῆ ἀκτὴ τὸ ταφικὸ σῆμα τοῦ
Brooke, ποὺ εἶχε προσκυνήσει τὴν προηγουμένη.
Τὸ ἀκρογιάλι στὶς "Τρεῖς Μποῦκες"
ὅπου διακρίνεται (μὲ βέλος)
λευκάζων ὁ τάφος τοῦ R. Brooke.
—‘‘Κάνει κάθε χρόνο Χριστούγεννα’’, μόνος του, στ’ ἀκρογιάλι ἀπ’ τὶς «Τρεῖς Μποῦκες»....ψιθύρισε.
Ὁ καπετὰν Ψαριώτης κερνᾶ 
 "τ' ἀποσταμένο"
ἀπ' τὸν Κοσκινᾶ Καρδίτσης 
(τοῦ Παπαδιαμάντη)
Στὴν ἔξοδο ὁ καπετὰν Γ. Ψαριώτης ἔβαλε ἄνευ τὸ ‘‘ἡ προαίρεσις δίδου’’ κρυερὸν τσίπουρο ἀπ’ τὸν Κοσκινᾶ τοῦ Παπαδιαμάντη, συνοδείᾳ θαλασσινῶν ἐδεσμάτων· δὲν χάνονται τὰ ὡραῖα Ἑλληνικὰ ἔθιμα φιλοξενείας.
—Πῆγες τὸν Αὔγουστο στὰ Παπαδιαμάντεια 2019 στὸν Κοσκινᾶ; τὸν ρώτησε.
—Δὲν πῆγα ἂν καὶ εἶναι ἀρκετὰ κοντὰ στ’ Ἄγραφα, ἀπήντησε.
— Ἔχασα τὴ μεγάλη εὐκαιρία νὰ ἀπολαύσω τὴν ἡδύλαλο Γωγὼ Τσάμπα, ὄχι ἐντελῶς τζάμπα, ἀλλὰ μόλις μὲ τρία εὐρώ, τοῦ ἦλθε νὰ συμπληρώσει, ἀλλὰ ἀπὸ διάκριση δὲν τὸ ἔκαμε. Δὲν ἀντέχεται οὔτε ὡς σκέψη. Ἀντιμάχεται ὁ στεναγμὸς τῶν πενήτων τὸ «ξεσηκωτικόν» τῆς ἀοιδοῦ.
Ἔρευσε ἄφθονο τ’ ‘‘ἀποσταμένο’’ ποὺ ἂν καὶ ‘‘καμίνι’’ δρόσιζε, ἀνάσταινε τὰ σπλάχνα. Φράγκοι πολλοὶ στὸ «Ἀπόλλων»· οἱ πλείονες, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν καλωσύνην των ἑόρταζον μαζί μας. Καϊριστὴς οὐδείς! Στὸν Δεσπότη, στὴν ἀναχώρηση, στὴν ἐπιστροφή πρὸς τὴν ἀσφαλέστατη εὐρύχωρη καὶ ἀναπαυτικὴ  Λιναριά, προσφορὰ ἀστακῶν μετὰ ζυμαρικοῦ ἐκ τῆς κατ’ ἐξοχὴν ἀστακοφόρου νήσου καὶ ἄλλα εὔγευστα μαλάκια καθὼς καὶ ἀλύπιος οἶνος ἀπὸ τὸ γονιμώτατον καὶ κατάρρυτον ἀπὸ ἄφονα ὕδατα μέρος τῆς νήσου: τὸ ἀπέραντο Λαυρεωτικὸ μετόχι.
Τὴν ἑπομένη ἄνοδος ἀπὸ παραλίας εἰς τὴν θαυμαστῇ γραφικῇ ἐν ἐξελίξει ἐπὶ βράχου μέχρι τῆς Ἀκροπόλως ἐρειδομένη πόλη τοῦ Ἁγ. Γεωργίου. Σταθμὸς ἀπαραίτητος τὸ «Μουσεῖο Φαλτάϊτς», στὴ Βιγλατορία τῆς πόλης: μπαλκόνι στὸ Αἰγαῖο καὶ τὸν Πολιτισμό. Ἀλλά, ἡ ἐπίσκεψη στὸν μουσειακὸ χῶρο ἀποκάλυψε κι ἄλλον εἰσοδισμὸ τοῦ ρομαντικοῦ πατέρα τῆς νεοελληνικῆς κωμωδίας σὲ ‘‘χωράφια’’ μωραϊτιδικά.
Τὰ προπλάσματα τῶν προτομῶν 
Παπαδιαμάντη καὶ Μωραϊτίνη
στὸ «Μουσεῖο Φαλτάϊτς» στὴ Σκύρο.
Σὲ αἴθουσά του τὸ Μουσεῖο σταλίζει μεγαλοπρεπῶς τὰ προπλάσματα ‒ἔργα τῆς γλύπτριας Λουκίας Γεωργαντῆ τῶν προτομῶν τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ τοῦ Μωραϊτίνη· ὄχι τοῦ τριτεξαδέλφου του Μωραϊτίδη ὅπως ἴσως εὐλογοφανῶς θὰ ὑπέθετέ τις. Ἰσοϋψὴς καὶ μεγαλοπρεπὴς ὡς πρὸς  τὶς προτομὲς φυσικάἵσταται ὁ Τίμος Μωραϊτίνης μὲ τὸν Ἀλέξ. Παπαδιαμάντη. Ὁ «Ἐντόπιος» πουθενά. Ὁ «Αἰωνίως ὁ ἴδιος», ὁ «Οὔτις», ὁ «Προσκυνητής», ὁ ψάλτης τοῦ ἀριστεροῦ ἀναλογίου τοῦ Ἁγ. Ἐλισσαίου εἶχε ὑποκατασταθεῖ, τρόπον τινα, ἀπὸ τὸν Τίμο Μωραϊτίνη τῆς γλύπτριας Λουκίας Γεωργαντῆ, ἀπ’ τὸν «Περίεγο» τῆς Ἐφημερίς.
Ὁ Ντῖνος εἶπε, καίτοι ὁ ὁμώνυμός του ὁ φίλος τοῦ Ν.Δ.Τ. δὲν τὸ συνήθιζε,  εἶπε νὰ σύρει αὐτὲς τὶς ‘‘συμπτώσεις’’ σὲ γραμμές. Ἔξω ὁ γκιώνης θρηνοῦσε ὑπέροχα καὶ τὸ μπουγαρίνι του ἀνέδιδε ἄρωμα  εὐωδίας ὄψιμου θέρους. Ἐνῶ πληκτρολογοῦσε τοῦ ἦλθε εἰδοποίηση στὸ κανάλι του στὸ You Tube: new LP release from Taylor Swift. Πάτησε τὸ Holly ground in the Live Lounge from BBC.
Σ’αὐτό, ηὗρε κάποια παρηγορία γιὰ τὴν ‘‘ἧττα’’ τοῦ «Σφίγξ».

Ντῖνος Ἀγραφιώτης

*Πρώτη δημοσίευση στὴν ἐφ.  «Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας» τῶν Γρέβενῶν, φ. 842 / 27.9.2019, σ. 16-18.