Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Παρασκευή 24 Ιουλίου 2020

Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΩΡΑΪΤΊΔΗΣ, ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΓΙΑΝ ΣΟΦΙΑΝ *


Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης


Στὶς 24 Ἰουλίου 2020, σύμφωνα μὲ μιὰν ἀνίερη ἀπόφαση τοῦ καθεστῶτος τῆς λεγομένης «φίλης καὶ συμμάχου» γειτονικῆς χώρας, ἡ Ἁγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως, τὸ κορυφαῖο σύμβολο τῆς Χριστιανοσύνης, τὸ περίκλυτον τοῦ Ἀνθεμίου μεγαλούργημα, τὸ ὡς στέμμα βασιλικὸν διάδημα τῆς βασιλίδος τῶν πόλεων, τῆς Κωνσταντινουπόλεως, θὰ λειτουργεῖται πλέον ὡς ἰσλαμικὸ τέμενος. Παράδοξο βέβαια ἕνας ναὸς νὰ λειτουργεῖ ὡς τζαμὶ καὶ νὰ ὀνομάζεται ἀκόμη καὶ στὰ Τουρκικὰ ὡς Ayasofya-i. Ὅμως, εἶναι τέτοια καὶ τόση ἡ δύναμη ποὺ φέρει ἡ ἀρχιτεκτονικὴ καὶ θρησκευτικὴ ἱστορία καὶ παράδοση τοῦ μνημείου, ποὺ καὶ μὲ τὸ ὄνομά του καὶ μόνον ἐπιβάλλει τὴν ἰδιότητα καὶ τὸν σκοπὸ τῆς κατασκευῆς καὶ λειτουργίας του στὰ ἔνδοξα χρόνια τοῦ πρώϊμου Βυζαντίου.
Ἐφ. Ἀκρόπολις, 21.7.1892, σ.1.

Τὸ ἱστολόγιό μας ellinomouseionagrafon.blogspot.com τιμᾶ τὸ μοναδικὸ αὐτὸ μνημεῖο καὶ λατρeυτικὸ χῶρο τῶν χριστιανῶν ὅλου τοῦ Κόσμου μὲ τὸν λόγο, γιὰ τὴν Ἁγία Σοφία τῆς Πόλης, τοῦ Σκιαθίτη λογίου Ἀλεξάνδρου Μωραϊτίδη (1850-1929). Τὸν γραπτὸ λόγο ἑνὸς ἐκ τῶν γοητευτικωτέρων ἐκ τῶν λογογράφων μας –κατὰ τὸν Βλάση Γαβριηλίδη‒, ποὺ μὲ τὴν πέννα του ὕμνησε, ἐπίσης, τὰ κάλλη καὶ τὴν μεγαλοπρέπεια τοῦ Καρπενησίου καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, εἰς τὴν Ἁγίαν Σοφίαν
«τὸ σκυθρωπὸν τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας μνῆμα...
τοῦ ἐνδόξου τῆς Ὀρθοδοξίας τούτου αἰχμαλώτου »

«Ὅ,τι τὸν ἐμπνέει καλὰ τὸ γνωρίζει.
Ἀλλ’ ὅ,τι περιγράφει εἶναι ὡς νὰ τὸ ψάλλῃ» [1]
Κωστῆς Παλαμᾶς

Στὸ σχολικὸ ἐγχειρίδιο Νεοελληνικὰ Ἀναγνώσματα Α΄ Λυκείου τοῦ 1960, στὶς σελίδες 85-87, καταχωρίζεται κείμενο τοῦ Ἀλεξάνδρου Μωραϊτίδη μὲ τίτλο «Ἡ Ἁγία Σοφία». Ὁ ἀνθολόγος τοῦ τόμου, γιὰ τὸ κεφάλαιο «Ἐθνικὴ Ζωή» αὐτοῦ τοῦ σχολικοῦ βοηθήματος, ἐπιλέγει ἀπὸ τὸ Μωραϊτιδικὸ ἔργο, τὸ ταξιδιωτικὸ χρονογράφημα «Εἰς τὴν Ἁγίαν Σοφίαν», ἀπ’ τὸ ὁποῖο κορφολογεῖ τρία ἐκτενῆ παραθέματα, ποὺ θεωρεῖ πὼς ἐξυπηρετοῦν τὴ διδασκαλία τοῦ μαθήματος.
Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, ἔργο (2019)
 ὑπὸ Φρειδερίκης  Ξενίδου
Τὸ ταξιδιωτικὸ αὐτὸ ἄρθρο τοῦ Α.Μ. ἀποτελεῖ ἀνταπόκριση ἀπὸ ταξίδι του στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ καλοκαίρι του 1892, ὅταν ὁ ναὸς τῆς Ἁγίας Σοφίας ἦταν ἀκόμη τέμενος ὀθωμανικό. Δημοσιεύεται πρωτοσέλιδα, μὲ τὸ δημοσιογραφικὸ ψευδώνυμο «Ταξειδιώτης», στὴν ἐφημερίδα Ἀκρόπολις, τοῦ Κωνσταντινουπολίτη λογίου ἐκδότη Βλάση Γαβριηλίδη, στὶς 21 Ἰουλίου 1892, μὲ τίτλο «Ἡ Ἀκρόπολις ἐν Κωνσταντινουπόλει, (Ἰδιαιτέρα ὅλως ἀνταπόκρισις)».
 Ἀναδημοσιεύεται μὲ πολλὲς προσθῆκες, κάποιες ἀλλαγὲς καὶ ἀρκετὲς φωτογραφίες, τὸ 1923, μὲ τίτλο «Εἰς τὴν Ἁγίαν Σοφίαν», μὲ ἐπιμέλεια τοῦ συγγραφέα, στὸν Β΄ τόμο τῆς ἑξάτομης ἔκδοσης τῶν ταξιδιωτικῶν του Μὲ τοῦ βορηᾶ τὰ κύματα, τῶν ἐκδόσεων Ἰω. Σιδέρη, στὶς σελ. 68—80, ἀπ’ ὅπου ἀντλεῖ τὰ τρία παραθέματα ὁ ἐπιμελητὴς τοῦ σχολικοῦ ἀναγνώσματος.
Ἅλωσις τῆς Κωνσταντινουπόλεως
(λεπτομέρεια),
Ἡ Ἁγία Σοφία, σχεδίασμα (1903)
τοῦ γλύπτου Θ. Θωμόπουλου.
Ἡ δημοσίευση στὰ Νεοελληνικὰ Ἀναγνώσματα Α΄ Λυκείου τοῦ 1960 ἔχει κάποιες  ἀλλαγές, ἰδίως στὴ στίξη καὶ τὴ σύνταξη ἀλλὰ ἀκόμη καὶ στὸν τίτλο («Ἡ Ἁγία Σοφία») σὲ σχέση μὲ ἐκείνη τῆς ἔκδοσης Σιδέρη. Αὐτὸ  ἔγινε, ἐνδεχομένως, διότι κρίθηκε πὼς μὲ αὐτὲς ἐξυπηρετεῖται  καλύτερα ἡ κατανόηση τοῦ κειμένου ἀπὸ τοὺς μαθητές. [Γιὰ τὸ ζήτημα αὐτὸ βλ. Χαράλαμπος  Χαρίτος, «Ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης στὰ Νεοελληνικὰ Ἀναγνωσματάρια τῆς Μέσης Ἐκπαίδευσης», Σκιάθος 12 (1979) 103-108· Χρῆστος Χειμώνας, «Μωραϊτιδικά», Σκιάθος 13 (1979) 72-74]. Τὸ κείμενο  μὲ τὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ ταξιδιωτικὸ τοῦ Α.Μ. στὴν Κωνσταντινούπολη ὑπῆρχε στὰ Νεοελληνικὰ Ἀναγνωσματάρια μέχρι καὶ τὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ 1980. Μάλιστα, μαζὶ μὲ τὸν Μωραϊτίδη ἀνθολογοῦνται στὸν ἴδιο τόμο καὶ ὁ τριτεξάδελφός του Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, τὸ ὁμόπλουν πλοῖον τοῦ Μωραϊτίδη, μὲ ἀποσπάσματα ἀπὸ δύο διηγήματά του (Λαμπριάτικος ψάλτης καὶ Ἄνθος τοῦ γιαλοῦ), καθὼς καὶ ὁ ἐκ Σκοπέλου Παῦλος Νιρβάνας, ὁ τρίτος τῆς σπουδαίας λογοτεχνικῆς τριανδρίας τῶν Β. Σποράδων. Στὶς μέρες μας, στὸ ἀντίστοιχο βιβλίο τῆς Α΄Λυκείου, ἔχουν ἀποβληθεῖ καὶ οἱ τρεῖς.  Ὁ Παπαδιαμάντης ὅμως σώζεται ἐπαρκῶς στὰ ἀντίστοιχα Ἀναγνωσματάρια Β΄ και Γ΄ Λυκείου· ἄλλη μιὰ "νίκη" τοῦ σκοτεινοῦ τρυγονιοῦ ἐπὶ τῆς φιλερήμου τρυγόνος.  Οἱ μαθητὲς ἔχασαν τὴν εὐκαιρία νὰ γνωρίσουν, ἔστω καὶ ἕνα πολὺ μικρὸ δεῖγμα, τοῦ ἔργου τοῦ Μωραϊτίδη καὶ νὰ γοητευτοῦν ἀπὸ τὴ λογοτεχνικὴ δεξιότητα τοῦ  πρωτοπόρου τῆς ταξιδιωτικῆς λογοτεχνίας, τοῦ θαλασσινωτέρου πάντων Ἑλλήνων, ὅπως αὐτοχακτηριζόταν.
      Ἐφ. Ἀκρόπολις, 21.7 1892, σ. 1.

Στὸ ἴδιο Ἀναγνωσματάριο τοῦ 1960 ἀνθολογεῖται μὲ ἕνα ποίημά του καὶ ὁ ὁμόηχος, ὡς πρὸς τὴν ἐπωνυμία τοῦ Μωραϊτίδη, (Τίμος) Μωραϊτίνης. Ἀπὼν καὶ αὐτὸς στὸ ἀντίστοιχο σημερινὸ βιβλίο. Ἔτσι, δὲν θὰ ἀκουστεῖ πλέον, πάλι, ἀπὸ τὰ μακρινὰ τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ 1970 ἡ φωνὴ τῆς ἀειμνήστου ἐκπαιδευτικοῦ Νίτσας Μπέλλου, ἡ ὁποία τόνιζε στοὺς μαθητές της, σὲ ἐκπαιδευτήριο τῶν Ἀμπελοκήπων Ἀθηνῶν:
Μὴ συγχέετε τὸν Μωραϊτίδη μὲ τὸν Μωραϊτίνη!
Πλέον, καὶ οἱ δύο ἀπουσιάζουν ἀπὸ τὴ μαθητικὴ ὕλη, ὅπως, κυρίως, ἀπουσιάζει κραυγαλέα καὶ  ἡ "Ἁγιὰ Σοφιά" τὸ μοναδικὸ αὐτὸ μνημεῖο τῆς Χριστιανοσύνης, τῆς Ρωμιοσύνης, τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀλλά, ὅπως ἐπίσης, παραλείπονται καὶ ἄλλα, πολλά, οὐχὶ παραδεδεγμένης χρησιμότητος, ἔργα...
Ἡ Ἁγία Σοφία 
στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ 1890, 
ὅταν τὴν ἐπισκέφθηκε ὁ Ἀλ. Μωραϊτίδης 
καὶ ἔγραψε τὸ ταξιδιωτικὸ χρονογράφημά του 
«ἡ Ἀκρόπολις ἐν Κωνσταντινουπόλει» 

Παραθέτουμε τὴν ἔκδοση τῶν ἀποσπασμάτων ὅπως αὐτὰ δημοσιεύονται στὸ βιβλίο τῆς Α΄ Λυκείου τοῦ 1960, γιὰ νὰ γνωρίσει ὁ σημερινὸς ἀναγνώστης ἕνα ἀπὸ τὰ ἄγνωστα στὸ σημερινὸ ἀναγνωστικὸ κοινὸ ἔργα τοῦ Ἀλεξάνδρου Μωραϊτίδη, ποὺ μόνο στὶς βιβλιοθῆκες μπορεῖ  πλέον κάποιος νὰ τὰ ἀναζητήσει, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐνημερωθεῖ σχετικὰ μὲ τὸ τί εἴδους λογοτεχνικὰ κείμενα ἦταν στὴ διδακτέα ὕλη τῶν μαθητῶν ἐκείνης τῆς, τόσο παρεξηγημένης, ἐποχῆς.

«Η ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ
Α΄
Εἶδον τὸν ἅγιον ναόν! Τὸν εἶδα! Βαρύς, σιωπηλός, κατέχει τὴν κλιτὺν τοῦ πρώτου λόφου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐν μέσῳ εὐρυτάτης κιγκλιδοφράκτου αὐλῆς, πλήρους ποικιλομόρφων οἰκημάτων ὡς κελλίων, ὡς τάφων, ἅτινα ἔτι μᾶλλον βαρύνουσι τὸ ἔνδοξον οἰκοδόμημα, τὸ ὁποῖον ἐσεβάσθησαν δεκατέσσαρες αἰῶνες καὶ ἡ κερδαλεόφρων ἐπιμέλεια τῶν κατακτητῶν ἐκμεταλλευομένων ἐπικερδῶς τὸ εὐσεβὲς αἴσθημα τῶν ὀρθοδόξων καὶ τὸν θαυμασμὸν τῶν περιηγητῶν. Σειρὰ παχήσκιος καταπρασίνων καστανεῶν περικοσμεῖ τὴν πέριξ πλατεῖαν, ἀνοικτὴν καὶ λειοτάτην, καὶ σκιάζει τὴν πλακόστρωτον ὡραίαν αὐλὴν.
Ἡ Ἁγία Σοφία! Γλυκύπικρον νανούρισμα τῆς δουλείας καὶ σεμνὸν ἐμβατήριον τῆς ἐλευθερίας! Φακὸς θολόμορφος, ἀπέραντος, συγκεντρῶν τὰ δάκρυα καὶ τοὺς στεναγμοὺς τοῦ Γένους τέσσαρας τώρα αἰῶνας, τὰ ὁποῖα τόσον πικρῶς ἀποξηραίνει ἡ βαρυτάτη χρυσῆ ἡμισέλινος, ἡ ἐπί, τῆς αἰθερίας κορυφῆς τοῦ θόλου του ἐπικαθημένη. Ἡ Ἁγία Σοφία! Βαρὺ καὶ σιωπηλὸν οἰκοδόμημα, προορισθέν, θαρρεῖς ὡς ἓν παμμέγιστον νεκρικὸν μνῆμα μιᾶς ἀπεράντου ἐκλιπούσης αὐτοκρατορίας.
Β΄
Εἰσερχόμενος διὰ τριῶν θυρῶν εἰς τὸν πρῶτον νάρθηκα εὑρίσκεις ἀμέσως πέντε κατὰ πρόσωπον θύρας καὶ εἰσχωρεῖς οὕτως εἰς τὸν δεύτερον νάρθηκα. Καὶ οἱ δύο οὗτοι νάρθηκες εἶναι στενοὶ καὶ  μακροὶ μὲ τοίχους διαχρύσους ἐκ τῆς ὡραίας μουσειώσεως. Εἶτα εὑρίσκεις ἐννέα μεγαλοπρεπεῖς θύρας, ὧν ἡ μεσαία παμμεγίστη, σκαλιστή, μετάλλινος, φέρουσα γλυφὰς σταυρῶν καὶ Ἁγίων... Οὕτως εἰσέρχεσαι εἰς τὸν ναόν.
Ὁποῖον θάμβος, ὁποῖον μεγαλεῖον, ὁποία ἔκστασις! Ἐνώπιόν σου ἔχεις πάραυτα ὁλόκληρον ἐν τῷ συνόλῳ τὸν ναόν. Οἱ τέσσαρες ὀγκώδεις τετράγωνοι πεσσοί, ἐφ’ ὧν στηρίζεται ἢ μᾶλλον ἐλαφρῶς ἐπακουμβᾷ ὁ αἰθέριος μέγας θόλος, ἄλλος οὐρανὸς ἐπίγειος, θαῦμα τῆς τέχνης ἀμίμητον· αἱ ἀναρίθμητοι τοξοειδεῖς θυρίδες του, δι’ ὧν εἰσέρχεται τῆς ἡμέρας τὸ φῶς γλυκύ, μαλακόν. Οἱ χρωματιστοὶ ὡραῖοι κίονες, μὲ κορμοὺς ὅλους μονολίθους, μὲ τὰ σκαλιστὰ ὡς δαντελλόπλεκτα κιονόκρανα. Τὰ πολύμορφα ἀρχιτεκτονικὰ κοσμήματα τῶν ἀπεράντων στοῶν τῶν μεταρσίων κατηχουμένων. Αἱ πολυσχιδεῖς κόγχαι καὶ αἱ χιβάδες καὶ ἡ οὐρανοπρεπὴς τῆς Ἁγίας Τραπέζης θολία, ὅλα ταυτοχρόνως ὁρώμενα θαμβώνουν τὸ βλέμμα σου. Ὁ νοῦς ἰλιγγιᾷ ἡ καρδία πάλλει, ἡ ψυχὴ συστέλλεται. Καρφώνεται ἀκίνητος, κατάπληκτος, φοβεῖσαι.
Ἶρις πολύχρωμος ἐπιφαίνεται τότε πρὸ τῶν θαμβωμένων ὀφθαλμῶν σου ἡ μακρὰ τοῦ Γένους ἱστορία. Βλέπει σκιὰς μυριάδας μυριάδων. Αὐτοκράτορες καὶ Πατριάρχαι καὶ ἡ πολυώνυμος χορεία τῆς βυζαντινῆς αὐλῆς καὶ ἄρχοντες ἄλλοι τῆς ἐκκλησίας παρέρχονται ἐνώπιόν σου ὡς φάσματα. Ἀκούεις βόμβον συγκεχυμένον ἱερᾶς μουσικῆς, ἐνωτίζεσαι πολυχρονισμῶν καὶ χερουβικῶν ὕμνων, μετέχεις ἁγίων λιτανειῶν καὶ ἐνδόξων θριάμβων. Εὑρίσκεσαι ἐν τῇ Μεγάλῃ Ἐκκλησίᾳ. Νά, ἡ θέσις τῶν αὐτοκρατορικῶν θρόνων ἀριστερά. Νά, ἡ θέσις τοῦ μεγαλοπρεποῦς  Δεσποτικοῦ δεξιά. Ἡ θέσις τῶν χορῶν, τῶν πολυελαίων, τοῦ τεμπλέου, τῆς περιφήμιου Ἁγίας Τραπέζης, τοῦ ἄμβωνος. Ὅλα θέσεις! Σῶμα παναρμόνιον, γυμνὸν ὅμως, ἄνευ στολισμῶν καὶ χωρὶς καλλωπισμάτων.
Κι ἐκεῖ ποὺ ἀναθαρρήσας ὀλίγον ἔβλεπες τὴν μειδιῶσαν ἐν τῷ ναῷ χρυσὴν τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς φρικίασιν καὶ ἀνάπαλσιν, κάμνεις τότε νὰ ἰδῇς ἐπάνω, ὡς ἐν οὐρανῷ, τὸν Μέγα Παντοκράτορα ἐν  τῷ κέντρῳ τοῦ θόλου, καὶ τὸ βλέμμα σου παγώνει κατέναντι τῶν παμμεγίστων τουρκικῶν γραμμάτων, δι’ ὧν ἐν μέσῳ τοῦ θόλου εἶναι κεχαραγμένον ρητόν τι  τοῦ Κορανίου.
Καὶ τότε θεωρεῖς τοὺς κρεμαμένους τοῦ κατακτητοῦ στρογγύλους πίνακας μὲ τὰ χρυσοπράσινα γράμματα εἰς διάφορα μέρη τῶν τοίχων, τῶν ὁποίων οἰκτρῶς οὕτω ἀπεφράχθη ἡ θαυμασία ὀρθομαρμάρωσις, θαῦμα ἀπερίγραπτον τῆς βυζαντινῆς τέχνης. Βλέπεις τοὺς εὐτελεῖς στεφάνους τῶν ἀναριθμήτων κανδηλίων καὶ διακρίνεις τὰς χρυσᾶς τῶν Χερουβεὶμ καὶ τῶν Σεραφεὶμ πτέρυγας εἰς τὰς τέσσαρας τριγωνικὰς βάσεις τοῦ θόλου μὲ τὰ ἀπεξεσμένα αὐτῶν πρόσωπα. Βλέπεις καὶ τὸ χρυσοσκαλισμένον προσευχητάριον τοῦ Σουλτάνου τότε καὶ τοὺς στενοὺς τῆς προσευχῆς τῶν κατακτητῶν ἄμβωνας μὲ τὰς πρασίνας ἱερὰς σημαίας των, μόλις συγκρατουμένας ὑπὸ τῆς πολυκαιρίας.
Ἡ καρδία σου συνθλίβεται νὰ θραυσθῇ... Ὡς ἀπὸ ρεῦμα ἀέρος βαρὺ ὠθεῖσαι ὑπὸ τὰς μουσειωμένας στοάς. Ἐξέρχεσαι.

Γ΄
Μ’ ἀρέσει ἔξω εἰς τὴν πλατεῖαν, πρὸς τὰ δεξιά, νὰ κάθημαι ὑπὸ τὰς δροσερὰς καστανέας εἰς τὸ μικρὸν ὀθωμανικὸν καφενεῖον, θεωρῶν τὸν προσφιλῆ μου ναὸν σιωπηλὸν ἀκίνητον, μὲ τὸν οὐρανομήκη θόλον του, τὰς ἀναριθμήτους θυρίδας του καὶ τὰ πολυώνυμα οἰκοδομήματά του, τὰ μετριάζοντα τὸ ὕψος του. Καὶ ὑπὸ τὸν μεγαλύτερον καύσωνα πνέει δροσερὸς ἐκεῖ ἄνεμος, δροσίζων καὶ τὴν πλέον λυπημένην ψυχήν. Μ’ ἀρέσει νὰ διέρχωμαι ὥρας μακρὰς ἐκεῖ ἐν τῇ πλατείᾳ ἔχων προσηλωμένους τοὺς ὀφθαλμούς μου εἰς τὸ προσφιλές μου κτήριον, μὲ τοὺς σοβαροὺς μιναρέδες του, σιωπηλοὺς καὶ κατηφεῖς ὡς νεκρικὰς κυπαρίσσους, σκιάζοντας τὸ σκυθρωπὸν τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας μνῆμα, πολυσχιδὲς καὶ παμμέγιστον, μὲ τὰς ἐρυθρὰς ζώνας τῶν τοίχων του καὶ μὲ τὸν ἀέρινον θόλον του.
Μ’ ἀρέσει, ἀφαιρούμενος ὥρας μακρὰς ἐκεῖ, ὑπὸ τὴν ζωογόνον τοῦ Βοσπόρου δρόσον, ν’ ἀναπολῶ τὴν πορφυρογέννητον τοῦ σεμνοῦ οἰκοδομήματος ἱστορίαν...»

Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης

Ὁ ναὸς τῆς Ἁγίας Σοφίας μὲ τὴν ἱστορία του, τοὺς θρύλους καὶ στὶς παραδόσεις ποὺ τὸν συνοδεύουν, ἀποτελεῖ θεματικὸ πυρήνα καὶ ἄλλων δημοσιευμάτων καὶ εἰδῶν τοῦ γραπτοῦ λόγου ποὺ διακονεῖ μὲ ἐπιτυχία ὁ Ἀλ. Μωραϊτίδης· ἄλλωστε αὐτὸ εἶναι καὶ ἕνα ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικά του γνωρίσματα στὸν χῶρο τῶν Γραμμάτων: ἡ ἐνασχόλησή του μὲ διάφορα, ποικίλα κειμενικὰ εἴδη.
Σὲ δημοσίευμά του στὸ περιοδικὸ Τρεῖς Ἱεράρχαι [1929, τεῦχ. 702, σ. 76-77], μὲ τίτλο «Ἓν τρισάγιον ἐν τῇ Ἁγίᾳ Σοφίᾳ», ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης καταθέτει ἕνα ἱστορικὸ περιστατικὸ τέλεσης, ἐντὸς τῆς Ἁγίας Σοφίας, ἀπὸ ὀρθόδοξο ἱερέα, ἁγιασμοῦ γιὰ ἕνα θύμα τῶν ἐργασιῶν συντήρησης τοῦ μνημείου. Τὸ περιστατικὸ καταγράφει ὁ Σκαρλάτος Βυζάντιος στὸ ἔργο του: Ἡ Κωνσταντινούπολις: ἡ περιγραφὴ τοπογραφική, ἀρχαιολογικὴ καὶ ἱστορικὴ τῆς περιωνύμου ταύτης μεγαλοπόλεως καὶ τῶν ἑκατέρωθεν τοῦ κόλπου καὶ τοῦ Βοσπόρου προαστείων αὐτῆς. Γιὰ τὸ ἀνώνυμο, ὀρθόδοξο στὸ θρήσκευμα, θῦμα σώζεται καὶ ἐπίγραμμα ἀνωνύμου ποιητοῦ τὸ ὁποῖο παρατίθεται στὸ δημοσίευμα:
Τρεῖς Ἱεράρχαι  702 (1929) 76.  

«ΤΡΕΙΣ ΤΑΞΙΑΡΧΑΙ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗΝ ΜΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΝ
ΕΝ ΤΡΙΣΑΓΙΟΝ ΕΝ Τῌ ΑΓΙᾼ ΣΟΦΙᾼ
Πόσοι ποιηταὶ δὲν πιστεύουσιν ὅτι μετὰ τὴν τελεσθεῖσαν λειτουργίαν τὰς παραμονὰς τῆς ἁλώσεως ἐν τῇ Ἁγίᾳ Σοφίᾳ  δὲν ἠκούσθη πλέον αἶνος χριστιανικὸς ἐν αὐτῇ; Δὲν ἐννοοῦμεν τοὺς ἐξαισίους ὕμνους, οἵτινες ἐκ τῶν ἐγκάτων τοῦ ἐνδόξου ἀλλ’ἀτυχοῦς τούτου ναοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀκούονται κατὰ τὴν νύκτα τῆς Λαμπρῆς καὶ ὑπ’αὐτῶν τῶν Ὀθωμανῶν, ὡς κυρύσσει ἡ σωζομένη παράδοσις. Τὰ θελκτικὰ ταῦτα ἱστορήματα, ἅτινα ὣς προχθὲς παρηγόρουν τῶν πιστῶν Ἑλλήνων τὰς τεθλιμένας καρδίας, σήμερον ὑπὸ τῶν ἐκπολιτισθέντων ἀπογόνων των θεωροῦνται ἄξια περὶ γέλωτος. Ἀλλ’ ἐννοῶ αἶνον πραγματικόν, ἀκουσθέντα ἐν μέσῳ τοῦ ἐρήμου χοροῦ ὑπὸ τὸν ἀχανῆ μέλανα θόλον.
Κι ὅμως εἶναι ἀληθές.
Τὸ περιστατικὸν τοῦτο διέσωσεν ὁ ἀείμνηστος Βυζάντιος ἐν τῷ α΄τόμῳ τῆς αὑτοῦ "Κωνσταντινουπόλεως". Εἶναι δὲ τόσον περιπαθὲς καὶ τόσην μελαγχολίαν γεννᾷ ἡ ἀνάγνωσίς του, ὥστε δὲν θεωρῶ ἄσκοπον νὰ τὰ ἐκθέσω ἐνταῦθα χάριν τῶν ὀλίγων εἰσέτι ἐπιζώντων ἁ γ ι ο σ ο φ ι τ ῶ ν. Ἂς ἀποκαλέσωμεν οὕτω τοὺς ἐμπαιχθέντας καὶ περιφρονηθέντας Μεγαλοϊδεάτας, τοὺς τελευταίους ὀπαδοὺς τῆς ἀναγεννήσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἑλληνικῆς Μοναρχίας. Καὶ φρονῶ ὅτι τὸ ὄνομα ἁρμόζει αὐτοῖς κάλλιον παντὸς ἄλλου, ὡς ἐξεικονίζων ἄριστα τὴν περισωθεῖσαν παράδοσιν, ἥτις τὴν ἀναβίωσιν τῆς Ἑλληνικῆς Αὐτοκρατορίας συνδέει πρὸς τὸ ἄνοιγμα τῶν κεκλεισμένων ἤδη πυλῶν τῆς Ἁγίας Σοφίας. Τοῦτο μάλιστα θεωρεῖ ὡς πρωτεῦον, ὡς ἐπακολούθημα δὲ καὶ τὴν τοῦ θρόνου ἀναγέννησιν. Παρὰ τοῖς ἁγιοσοφίταις, οἵτινες, ὅσοι κι ἂν εἶναι, οἱ ἁγνοὶ ἀντιπρόσωποι τῆς ἱερᾶς ἀποστολῆς τοῦ ἔθνους εἶναι, τὸ "θὰ ἀνοίξῃ καὶ πάλιν ἡ Ἁγία Σοφία" σημαίνει "θὰ ἀναζήσῃ ὁ προγονικὸς ἡμῶν θρόνος".
Ἀλλ’ ἐπὶ τὸ  προκείμενον.
Ὁ Σκαρλᾶτος Βυζάντιος, ἱστορῶν τὴν Ἁγίαν Σοφίαν ἐν σελίδι 484 τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀφοῦ περιέγραψε τὴν μετὰ τὴν ἅλωσιν κατάστασιν τοῦ ἐνδόξου τῆς Ὀρθοδοξίας τούτου αἰχμαλώτου, ὅστις σήμερον ἔτι ζῇ, καίπερ παραμεμορφωμένος ἔνδον ὑπὸ τῶν δεινῶν τῆς δουλείας, ἀναμένων τὸν λυτρωτήν του, καὶ ἀφ’ οὗ ὡμίλησε περὶ ἐπισκευῶν, αἵτινες κατὰ τὴν παροῦσαν ἑκατονταετηρίδα ἐγένοντο ὑπὸ τοῦ "ἀρίστου ψηφοθέτου Λανζώνη",  ὅπως μὴ ἐξαφανισθῶσι τέλεον αἱ περισωθεῖσαι ἐν αὐτῷ ὡραιότατοι εἰκόνες, ἔργα τῶν χρόνων Βασιλείου τοῦ Β΄παρατηρεῖ ἐν ὑποσημειώσει τὰ ἑξῆς:

"Εἰς τὸ ἔργον τοῦτο (τὴν ἐπισκευὴν) ἐδαπανήθησαν μεγάλαι ποσότητες καὶ καιρὸς οὐκ ὀλίγος, διότι ἐστήθησαν ἐξ ἀνάγκης ἰκριώματα κολοσσαῖα, καὶ ἡ εἰς τηλικοῦτον ὕψος ἀνάβασις δὲν ἦτο ἀκίνδυνος ἐπαναλαμβανομένη πολλάκις τῆς ἡμέρας. Ὅθεν καὶ οἱ δύο δυστυχεῖς ἐργάται καταπεσόντες ἐν τῷ διαβήματι τῆς ὅλης ἐπισκευῆς ἐφονεύθησαν ἐν ἀκαρεῖ. Δὲν θέλουσι δέ, ἐλπίζομεν, δυσαρεστηθῇ οἱ ἀναγνῶσται ἡμῶν, ἐὰν προσθέσωμεν ἐνταῦθα  καὶ τὸ ποιηθὲν εἰς τὸν ἕτερον ἐξ αὐτῶν, χριστιανὸν τοῦ ἀνατολικοῦ δόγματος ἐπίγραμμα, ἀπήχημα καρδίας καὶ μούσης χριστιανοελληνικῆς, ὑπόθεσιν ἔχον τὸ ψαλὲν ὑπὸ τοῦ ὀρθοδόξου ἱερέως εἰς τὸν νεκρὸν τοῦτον ἐντὸς τοῦ ναοῦ Τρισάγιον, ἐμφαῖνον ἀποχρώντως τὴν πρόοδον τῆς ἀνεξηθρησκείας εἰς τὰς ἡμέρας μας:

Εἰ τὸ θανεῖν καλῶς ζηλωτὸν ἐν ἀνθρώποισιν,
οὔ τις τοῦδε νεκροῦ βέλτιον εὗρε πότμον.
Τέκτων μὲν γὰρ ἔην, εἰργάζετο δ’ἔνδοθι νηοῦ,
κείνου τοῦ μεγάλου τῆς Ἁγίας Σοφίας.
Καὶ ὁ ἀπολισθήσας πέσιν ὕπτιος ὕψοθεν ἄφνω,
ψυχὴ δ’ἐκ ρεθέων οὐρανὸν εἰσενέβη.
Ἀμφὶ δὲ μὲν λιβάνου εὐώδιος ὦρτο ἀυτμή,
καὶ λαμπὰς ἤφθη ἔνδοθι τοίου ἕδους.
Ἐν δ’ ἱερεὺς ἐκέκλετο Θεὸν μέγαν ἄγχι παραστάς,
Ἑλλαδικῇ φωνῇ, δόγμασι δ’ὀρθοτόμοις.
Θαῦμα τόδ’ ἐμφανές, ὀψὲ Θεὸς πόρε νῦν μετὰ μακροὺς
τέσσαρας αἰῶνας ἀλλοθρόου λατρείας.
Τοῖον ἐμήσατο τύμβον ἀοίδιμον εὖ μᾶλα τέκτων,
ἐν τῷ Ναῷ Σοφίας πνεῦμα Θεῷ παραθείς»

Τὸ ἐπίγραμμα τοῦτο ἐν μεταφράσει:

Ἐὰν τὸν νὰ ἀποθάνῃ κανεὶς ὡραῖον θάνατον, εἶναι ἀξιοζήλευτον ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, κανεὶς ἄνθρωπος δὲν εὗρεν ὡραιότερον θάνατον ἀπὸ τὸν παρόντα νεκρόν. Διότι τέκτων ἦτο βεβαίως αὐτός, εἰργάζετο δὲ ἐντὸς τοῦ ναοῦ ἐκείνου τοῦ μεγάλου καὶ περιβλέπτου τῆς Ἁγίας Σοφίας. Καὶ ὁ ταλαίπωρος ὀλισθήσας ἐκεῖ ὁποῦ εἰργάζετο πάνω εἰς τὸ ἰκρίωμα (τὴν σκαλωσιάν) κατέπεσεν ὕπτιος ἐξαίφνης ἀπὸ τὸ ὕψος ἐκεῖνο. Ἡ δὲ ψυχή του ἀνέβη εἰς τὸν οὐρανόν. Περὶ δὲ τὸν νεκρὸν εὐώδης λιβάνου ἀνῆλθε πνοή, καὶ μία λαμπὰς ἀνήφθη ἐντὸς τοῦ ἱεροῦ ἐκείνου ναοῦ. Ἕνας δὲ ἱερεὺς προσεκλήθη ὅλως παρεστάθη πλησίον τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ ἐδιάβασε νεκρικὸν τρισάγιον ἐπάνω εἰς τὸν νεκρὸν εἰς ἑλληνικὴν γλῶσσαν καὶ εἰς δόγμα ὀρθόδοξον. Τοῦτο εἶναι ἕνα θαῦμα ἐμφανέστατον τὸ ὁποῖον τώρα εἰς τοὺς ἐσχάτους καιροὺς ἐπένευσεν ὁ Θεὸς νὰ γίνῃ ὕστερον ἀπὸ τέσσαρας μακροὺς αἰῶνας ὑποδΟυλώσεως τοῦ μεγαλοπρεποῦς Ναοῦ εἰς τὴν ἀλλογενῆ θρησκείαν τοῦ Μωάμεθ. Τοιοῦτον ἐπιφανέστατον τύμβον, καὶ τὰ μάλα ἀοίδιμον καὶ πανεύμορφον ἐπέκτησεν ὁ τέκτων ἐκεῖνος παραδώσας τὸ πνεῦμά του εἰς τὸν Θεὸν ἐντὸς τοῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας.

Οὔτε τὸ ὄνομα τοῦ μακαρίου τούτου ἐργάτου διεσώθη μέχρις ἡμῶν, ἀλλ’οὔτε τὸ τοῦ ἱερέως, ὅστις διασχίσας τόσων αἰώνων σκοτίαν ἤναψε κηρίον ὑπὸ τὸν σιωπηλὸν τῆς Ἁγίας Σοφίας θόλον καὶ ἔψαλε Τρισάγιον ὑμνολογήσας δι’ ὀρθοδόξου εὐχῆς τὸν Θεόν, ὡς εἰκονικώτατα περιγράφεται τοῦτο ἐν τῷ ὡραίῳ ποιηματίῳ ὑπὸ ἀνωνύμου ὡσαύτως ποιητοῦ.
Ὤ! Φρίκην θανάτου μᾶς προξενεῖ τὸ ἀνώνυμον ἐν τῇ περιστάσει ταύτῃ, οὕτως ἐπαναληφθέν. Ἀνώνυμος ὁ νεκρός, ἀνώνυμος ὁ ἱερεύς, ἀνώνυμος ὁ ποιητής.
Ἀλέξ. Μωραϊτίδης».

Ἐξαίσια περιγραφὴ τῆς Ἁγίας Σοφίας ἀπὸ τὸν Α.Μ. ἐντοπίζεται στὸ διήγημά του «Χριστὸς βοσκρές» (1900) ὅταν ὁ Καπετάνιος, τὸ πρωταγωνιστικὸ πρόσωπο τοῦ διηγήματος, ἐπιστρέφων μετὰ τὸν Κριμαϊκὸ πόλεμο ἐπισκέπτεται τὴν Ἁγία Σοφία, τὸ περίκλυτον τοῦ Ἀνθεμίου μεγαλούργημα:

«...ὁ Καπετάνιος, ἀνθυπολοχαγὸς ὤν,... ἠθέλησε νὰ προσκυνήσῃ καὶ τὴν Ἁγίαν Σοφίαν, ἐν ᾗ ἀπὸ χρόνων συνεκέντρου ὅλους τοὺς πόθους του. Ἦτο πρωία. ...Χωρὶς νὰ σταματήσῃ ἀλλαχοῦ, κατηυθύνθη ἀμέσως εἰς τὸ περίκλυτον τοῦ Ἀνθεμίου μεγαλούργημα. Τὰ πλατέα καὶ συνδένδρα αὐτοῦ προαύλια ἦσαν ἔρημα. Δερβίσαι τινὲς μόνον, μὲ τὰς κωνοειδεῖς κιδάρεις των, καὶ χόντζαι μὲ τὰ λευκὰ μανδήλια, ἐνίπτοντο εἰς τὰς δροσερὰς ἐκεῖ κρήνας, ἐνῷ ἄλλοι εἰσήρχοντο εἰς τὸν δουλεύοντα ναὸν διὰ τὴν πρωινήν των προσευχήν. Ἐπλήρωσε τὴν ὡρισμένην εἴσοδον, ἐφόρεσεν ἐμβάδας καὶ εἰσῆλθεν ὁ Καπετάνιος, μὲ συντετριμμένην τὴν καρδίαν, μὲ ψυχὴν ὀδυνωμένην. Ὅτε, διελθὼν τοὺς δύο χρυσοὺς προνάους, εὑρέθη ὑπὸ τὸν πανύψηλον θόλον, ἐσταμάτησεν ἡ ἀναπνοή του. Ἐξόχου μεγαλειότητος εὐρυχωρία ἐν μαλακῷ φωτὶ ἡπλοῦτο περὶ αὐτὸν σιωπηλή, ἤρεμος, νεκρά. Γύρω-γύρω αἱ μακραὶ διπλαὶ στοαί, καλλικίονες, ἐκοιμῶντο, τυλιγμέναι εἰς τὰ χρυσᾶ τῶν Ἑξαπτερύγων πτερά,  καὶ ὑψηλὰ ἐπάνω εἰς ὕψος αἰθέριον, τὰ αὐθάδη του Κορανίου γράμματα ἐκάλυπτον τὴν μακρόθυμον τοῦ Παντοκράτορος μορφήν...» [Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης,  Διηγήματα, ἐπιμ. Νίκος Δ.Τριανταφυλλόπουλος, ἐκδ. Στιγμὴ, Ἀθήνα 1993, τ. Γ΄, σ. 238-239].
Ἀλλὰ καὶ στὸ θεατρικό του ἔργο «Ἅλωσις Πόλεως» ὁλόκληρη σχεδὸν ἡ Ε΄ πράξη τοῦ πενταπράκτου δράματος, οἱ 10 σκηνές, διαδραματίζονται μέσα στὸν ναὸ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως:
Ἐσωτερικὴ ἄποψη 
ἀπὸ τὴν Ἁγία Σοφία 
στὸ τέλος τοῦ 19ου αἰ. 
(πηγή: 
httpshagiasophiaturkey.
comhagia-sophia-in-1890s). 

«Πράξις Πέμπτη, Σκηνὴ Α΄, Ὁ Νάρθηξ τῆς Ἁγίας Σοφίας. Αἱ τρεῖς μεγαλοπρεπεῖς αὐτῆς εἴσοδοι εἶναι ἀνοικταί. Ἔνδον ἀπαστράπτουσι τὰ φῶτα ἐν τῷ Ναῷ. Ἐπάνω οἱ ὑψηλοὶ πύργοι τῶν κωδωνοστασίων... Σκηνὴ Δ΄ Ἀκούγονται σάλπιγγες. Εἰσέρχεται ἡ βασιλικὴ συνοδεία  ἀκολουθοῦσα τὸν βασιλέα μεταβαίνοντα εἰς τὴν Ἁγίαν Σοφίαν νὰ κοινωνήσῃ τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Προηγοῦνται οἱ Βάραγγοι μὲ τοὺς πελέκεις, εἶτα οἱ Ἄρχοντες τοῦ Παλατίου, εἶτα ὁ βασιλεὺς ἐν μεγάλῃ βασιλικῇ στολῇ, μετὰ ταῦτα ἡ Σύγκλητος καὶ ὅλος ὁ λαός. Πάντες λαμπαδηφοροῦσι καὶ βαδίζουσι πρὸς τὸν ἦχον τῶν σαλπίγγων. Οἱ Βάραγγοι παρατάσσονται πρὸ τοῦ ναοῦ, καὶ οἱ ὑπασπισταὶ καὶ Συγκλητικοὶ ἔνθεν καὶ ἔνθεν. Ὁ βασιλεὺς διελθὼν ἐν μέσῳ, ἀναβαίνει τὰς βαθμίδας τοῦ Νάρθηκος καὶ ἵσταται βλέπων πρὸς τὰ πλήθη». [Ἀρετὴ Βασιλείου, Τρυγὼν ἡ φιλέρημος, Πανεπιστημιακὲς ἐκδόσεις Κρήτης, Ἡράκλειο 2015,  Π., σ. 103-121].

Στὸ ἱστορικὸ ἀφήγημα τοῦ Α. Μ. «Ἡ Ἅλωσις τῆς Κωνσταντινουπόλεως» τὸ ὁποῖο δημοσιεύει σὲ συνέχειες, στὴν ἐφημερίδα Ἀκρόπολις, ἀπὸ τὶς 9 Μαρτίου καὶ μὲ ὀλιγοήμερες παύσεις ἕως τὶς 3 Ἰουνίου 1903, παραθέτει παραστατικὰ τὴν τελευταία προσέλευση τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου στὸν ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας γιὰ τὴ μετάληψη τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. 
Ἐφ. Ἀκρόπολις, 2.3.1903, σ. 1.
Ἡ προαναγγελία τῆς δημοσιεύσεως
 τοῦ ἱστορικοῦ ἐπιφυλλιδογραφήματος
 «Ἡ Ἅλωσις τῆς Κωνσταντινουπόλεως»
τοῦ Ἀλεξάνδρου Μωραϊτίδη

Ἐπίσης, διεκτραγωδεῖ τὴν ἀπέλπιδα καταφυγὴ μεγάλου ἀριθμοῦ χριστιανῶν ἐντὸς τῆς Ἁγίας Σοφίας, μετὰ τὴν εἰσβολὴ τῶν Ὀθωμανῶν κατακτητῶν στὴν Πόλη, προκειμένου νὰ σωθοῦν, ματαίως ὅμως, ἀπὸ τὸ ἐπιδρομικὸ μένος τους. Θλίψη καὶ πικρία προκαλεῖ ἡ περιγραφὴ τῆς λεηλασίας τοῦ Ναοῦ, τῆς αἰχμαλωσίας καὶ τῶν λοιπῶν δεινῶν τῶν χριστιανῶν τῆς Πόλης. Τὸ ἱστορικὸ ἀφήγημα ὁλοκληρώνεται μὲ τὸ παραμυθητικὸν τοῦ Γένους: πὼς θὰ ἔρθουν καιροὶ ποὺ οἱ εὐσεβεῖς πόθοι θὰ λάβουν σάρκα καὶ ἡ Πόλη μὲ τὴν Ἁγία Σοφία θὰ ἐπιστρέψουν σὲ ἐκείνους ποὺ εἶναι οἱ ἱστορικοὶ κτήτορές τους:
—Ἀποθάνομεν ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος
Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἡ ἐξαδυνατισμένη καὶ ὠχρὰ ἐκ τῶν μακρῶν ἀγρυπνιῶν καὶ λοιπῶν κακουχιῶν ὄψις τοῦ Κωνσταντίνου προσέλαβεν ἐν τῷ ἅμα ὑπερφυὲς μεγαλεῖον καὶ οὐράνιον κάλλος, τὸ ὁποῖον κατεθάμβωνε τὰ βλέμματα τῶν παρεστώτων.
Παραλαβὼν δ’ ὅλους ὁμοῦ κατηυθύνθη διὰ τῆς Μεγάλης Λεωφόρου τοῦ Μιλίου εἰς τὸν πάνσεπτον ναὸν τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, ἵνα ἐκπληρώσῃ τὴν τελευταίαν αὐτοῦ χριστιανικὴν λατρείαν καὶ μεταλάβῃ τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ὅπως οὕτω ἐξηγιασμένος ἀναβῇ εἰς τὰ τείχη καὶ τὸν προμαχῶνα του» [Ἐφ. Ἀκρόπολις, 11. 4. 1903, σ. 4]
«...Σιωπηλὴ προέβαινεν ἡ πομπὴ αὕτη ἡ στρατιωτικὴ πρὸς τὴν Μεγάλην Ἐκκλησίαν. Ἦταν ὅλοι λαϊκοὶ καὶ ἱερωμένοι μὲ τὰς πανοπλιας των, ἔχοντες ἐν μέσῳ τὸν Κωνσταντῖνον, μὲ τὸν στίλβοντα πολεμικόν του θώρακα, ἐστολισμένον μὲ χρυσοὺς σταυρούς. Οὐδεμία φωνὴ ἠκούετο εἰς τὴν σιωπηλὴν αὐτὴν ὁδοιπορίαν, τὴν ὁποίαν διέκοπτον μόνον οἱ στερεοὶ βηματισμοὶ  τῶν ἀκολουθούντων καὶ οἱ πλαταγισμοὶ τῶν πανοπλιῶν των. Εἰς ὅλην τὴν πόλιν ἐπεκράτει σιωπὴ τὴν ἱερὰν ἐκείνην ἑσπέραν καὶ μόνον ἀπό τινος γυναικείας Μονῆς ἀπὸ τοῦ τρίτου λόφου ἔφθανεν ἡ ἠχὼ γλυκυτάτης ψαλμῳδίας τῶν καλογραιῶν, αἵτινες ψάλλουσαι τὴν παράκλησιν ἔμελπον τρυφερὸν πρὸς τὴν Ὁδηγήτριαν ᾆσμα:

"Δέσποινα πάντων Δέσποινα
καὶ πάντων ὑπερτέρα
καὶ πάντων ὑπερέχουσα τῶν ἄνω στρατευμάτων.
Ἔκτεινον χεῖρα κραταιὰν
καὶ σκέπασον τὴν Πόλιν..".
  
Ὅταν διελθόντες τὸν Ἱππόδρομον ἔφθασαν εἰς τὴν Ἁγίαν Σοφίαν, ὁ ναὸς ἦτο πλήρης λαοῦ ἀναμένοντος νὰ χαιρετίσῃ διὰ τελευταίαν φορὰν  τὸν βασιλέα του, τὸν ὁποῖον οἴμοι! Δὲν ἔμελλον νὰ ἐπανίδωσιν. Ὅλοι ἔκαμαν θέσιν, οἱ δὲ ἱερεῖς μὲ τὰς στολάς των ἐξελθόντες εἰς τὸν ἐξωτερικὸν νάρθηκα ὑπεδέχθησαν τὸν βασιλέα. Ὁ Κωνσταντῖνος ἀφήσας τὰ ὅπλα του ἐκεῖ, τὸ κράνος, τὸ δόρυ καὶ τὴν ἀσπίδα, προέβη εἰς τὸν δεύτερον νάρθηκα γονυπετήσας πρὸ τῶν βασιλικῶν λεγομένων πυλῶν μὲ τὸ ὁλόχρυσον ὑπέρθυρόν των, εἰσῆλθεν εἰς τὸν ναὸν ταπεινὸς καὶ συντετριμμένος, ἐνῷ οἱ ψάλται ἔψαλλον ἤδη τὸ Κοινωνικόν –γενομένης ἐπὶ τούτῳ ἑσπερινῆς λειτουργίας μετὰ ὁλοήμερον προηγηθεῖσαν νηστείαν, τῇ διαταγῇ τοῦ βασιλέως.–.
Ὁ Κωνσταντῖνος γονυπετήσας ἐν μέσῳ τῶν χορῶν προέβη καὶ ἠσπάσθη τὰς ἁγίας εἰκόνας τὰ ὁποίας προσῆγεν αὐτῷ  ὁ μέγας Ἐκκλησιάρχης.  Ἀκολούθως βαλὼν τὰς ὡρισμένας μετανοίας  πρὸς τοὺς χοροὺς καὶ τέλος πρὸς τὸν λαὸν, κύπτων μέχρι τοῦ ἐδάφους εἶπε μεγαλοφώνως:
—Συγχωρήσατέ μοι, ἀδελφοί!
Τότε καὶ  ὁ ἀρχιδιάκονος ἀνεφώνησε τὸ "μετὰ φόβου Θεοῦ" ὅτε ὁ Κωνσταντῖνος ἀναβὰς ἐπὶ τῶν βαθμίδων τῆς Ἁγίας Πύλης ἐπλησίασε πρὸς τὰ Ἄχραντα Μυστήρια, ἐνῷ ὁ πρωτοψάλτης ἐν συνοδείᾳ μὲ τὰ τῶν κανοναρχῶν ὑπέψαλλε:
— «Τοῦ δείπνου σου τοῦ Μυστικοῦ, σήμερον υἱὲ Θεοῦ, κοινωνόν με παράλαβε....
Ὁ Κωνσταντῖνος κοινωνήσας οὕτω τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ἔστη παρὰ τὴν εἰκόνα τοῦ Ἰησοῦ μὲ ἐσταυρωμένας τὰς χεῖρας, μὲ μίαν αἴγλην ὑπέρφωτον εἰς τὴν ἡγιασμένην μορφήν του καὶ μὲ χάριν ἀνέκφραστον ἐπὶ ὅλου τοὺ προσώπου του, ἀλλ’ ὁ λαὸς ὁ συνηγμένος ἐκεῖ δὲν ἠδυνήθη νὰ κρατήσῃ τὰ δάκρυά του, καὶ ἕνας ὑπόκωφος γόος καὶ ὁλολυγμὸς ἐκσπάσας ἀπὸ τὰς καρδίας τὰς συντετριμμένας ἐκείνας, ἀνῆλθε πρὸς τὸν ἀνώτατον θόλον τοῦ περιφήμου ναοῦ ὡς μία τελευταία παράκλησις πρὸς τὸν Θεὸν εἰς σωτηρίαν....
Μὲ τὰ δάκρυα εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐξελθὼν ὁ βασιλεύς ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Σοφίαν, τὴν ὁποίαν δὲν ἔμελλε νὰ ἐπανίδῃ πλέον, ἀπῆλθε εἰς τὸ παλάτιον τῶν Βλαχερνῶν..» [Ἐφ. Ἀκρόπολις, 12. 5 1903, σ. 2].

 «..Ἐγεμίσθη λοιπὸν πάραυτα ὁ παμμέγιστος ἐκεῖνος ναὸς τῆς Ἁγίας Σοφίας καὶ κάτω καὶ ἐπάνω καὶ εἰς τὰ προαύλια καὶ εἰς τοὺς νάρθηκας καὶ εἰς κάθε τόπον αὐτοῦ. Ἀναρίθμητος λαὸς ἔχει καταλάβει τοὺς χοροὺς καὶ τὸ Ἅγιον Βῆμα, τὰ παρεκκλήσια καὶ τὰ κατηχούμενα, τὰς στοὰς καὶ τὰ βαθέα κάτω ὑπόγεια, τὰ πολυάριθμα βήματα καὶ τοὺς ἱεροὺς ἄμβωνας. Καὶ ἔκλεισαν τὰς πύλας καὶ ἀνέμενον. Ἀλλ’ ἐψεύσθησαν τῆς ἐλπίδος. Διότι οἱ Τοῦρκοι, ὡς διηγεῖται ὁ Δούκας, «σφάζοντες καὶ κουρσεύοντες, πρωΐ-πρωΐ ἀκόμη, ἔφθασαν εἰς τὸν ναὸν καὶ χωρὶς ἀργοπορίαν ἐκρήμνισαν πάραυτα τὰς πύλας μὲ τὰ τσεκούρια καὶ ἐμβαίνοντες μὲ τὰ σπαθιὰ ξεχυμνωμένα, ἔδενε κανεὶς τὸν αἰχμαλωτόν του....
Μία τελευταία κραυγή, περιγράφει ὁ Λαμαρτῖνος, ἀνῆλθε πρὸς τὸν οὐρανόν, ὡς ἡ ὑστάτη φωνὴ τοῦ ἀγωνιῶντος χριστιανισμοῦ. Εἰς ὀλίγας δὲ στιγμὰς ἑξήκοντα χιλιάδες γέροντες, γυναῖκες καὶ παιδία, ἄνευ διακρίσεως τάξεως, ἡλικίας καὶ φύλου, ἐδέθησαν ὡς αἰχμάλωτοι. Τίς θέλει διηγηθῇ τὴν συμφορὰν ὅπου ἔγινεν ἐκεῖ;  ἀνακράζει παλαιὸς χρονογράφος, καὶ τοὺς κλαυθμοὺς καὶ τὰς φωνὰς τῶν νηπίων, τὰ δάκρυα καὶ τὴν βοὴν τῶν μητέρων καὶ τοὺς ὀδυρμοὺς τῶν πατέρων;
Ὁ ποταπὸς Τοῦρκος ἀνίχνευε τὴν τρυφερωτέραν παρθένον. Ἄλλος ἐπροάρπαζε τὴν πλέον εὔμορφον καλογραῖαν. Ἄλλος δὲ πάλιν δυνάστης ἁρπάζοντάς την ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ πρώτου τὴν ἔδενε. Τότε ἐδένετο κυρία μὲ τὴν δούλην, αὐθέντης μὲ τὸν δοῦλον, ἀρχιμανδρίτης μὲ πορτάρην. Τρυφεροὶ νέοι μὲ παρθένους. Παρθένοι ὁποῦ ὁ ἥλιος δὲν ἔβλεπε. Παρθένοι ὁποῦ ἐσύροντο μὲ βίαν καὶ ἐμπωθοῦντο καὶ ἐρραβδίζοντο. Διότι ἤθελεν ἐκεῖνος, ὁποῦ τὴν ἠχμαλώτισε, νὰ τὴν φέρῃ εἰς μέρος καὶ νὰ τὴν ἀσφαλίσῃ, καὶ νὰ ἐπιστρέψῃ νὰ κάμῃ καὶ δευτέραν αἰχμαλωσίαν. Καὶ ἦτο νὰ βλέπῃ κανεὶς ὅλους δεμένους εἰς μίαν ὥραν. Τοὺς ἄνδρας μὲ σχοινία, τὰς γυναῖκας μὲ τὰ σουδάριά των καὶ ἁρμάθαις ἀναρίθμητες ὁποῦ ἔβγαιναν ἀπὸ τὸν ναόν, ἀπὸ τὰ ἄδυτα τοῦ ναοῦ ὡς ἀγέλας καὶ ὡς κοπάδια προβάτων ὁποῦ ἔκλαιγαν καὶ ὠδύροντο καί τινας δὲν ἦτο ὅπου νὰ τοὺς εὐσπλαχνίζεται...
Τὰ δὲ πράγματα τοῦ ναοῦ πῶς νὰ τὰ διηγηθῇ τινας; Εἰς  μίαν στιγμὴν ἐκατέκοψαν ἐκεῖνοι οἱ ἀσεβεῖς τὰς εἰκόνας ἐβγάζοντες τοὺς στολισμούς των. Ἥρπασαν ἁλύσεις,   μανουάλια, ἐνδύματα τῆς Ἁγίας Τραπέζης, ἀπὸ τὰ φωτοδόχα ἀγγεῖα, ἄλλα φθείροντες καὶ ἄλλα λαμβάνοντες. Εἰς μίαν ροπὴν καιροῦ ἐσυνάθροισαν ὅλα τὰ τίμια τοῦ Σκευοφυλακίου, τὰ Ἱερὰ Σκεύη, τὰ χρυσᾶ καὶ ἀργυρᾶ καὶ ἀπὸ ἄλλην τιμίαν ὕλην καὶ ἀφῆκαν τὸν ναὸν γυμνὸν καὶ ἔρημον....
Τὸ δειλινὸν τέλος, περὶ τὴν δευτέραν ὥραν μετὰ μεσημβίαν ὁ Μεχμὲτ ἀποβαλὼν πᾶσαν ὑποψίαν εἰσήλασεν εἰς τὴν Πόλιν, ἔφιππος μὲ τοὺς μεγιστᾶνάς του  καὶ τοὺς ὑπασπιστάς του, προηγουμένων χιλιάδων τοξοφόρων νέων καὶ ἐπροχώρησε κατ’ εὐθείαν εἰς τὴν Ἁγίαν Σοφίαν, διερχόμενος διὰ μέσου τῆς ἐρήμου πλέον Πόλεως. Εἰς τὰ θαυμάσια τοῦ ναοῦ προπύλαια ἐξεπεύζευσεν ἀπὸ τὸ ἄλογον καὶ προβὰς εἰς τὰς βασιλικὰς πύλας ἔμεινεν ἐκστατικὸς πρὸςτὸ μεγαλοπρεπὲς τοῦ ναοῦ θέαμα. Ἰδὼν τὸ κάλλος καὶ τὸ μεγαλεῖον τοῦ ναοῦ, καταθελγθεὶς ἀπὸ τὴν φυσικήν του τοποθεσίαν καὶ μεγαλοπρέπειαν, καὶ θαυμάσας τοῦ οἰκοδομήματος τὴν καλλιτεχνίαν, κατελήφθη ἀπὸ οἶκτον καὶ στραφεὶς πρὸς τὸ καθῃμαγμένον κάτω ἔδαφος, ἀφῆκε δάκρυον, κατὰ τὸν Κριτόβουλον, καὶ στενάξας εἶπε:
—Οἵαν πόλιν εἰς διαρπαγὴν ἐκδεδώκαμεν!
Ἰδὼν δ’αἴφνης ἐκεῖ ἕνα Τοῦρκον συντρίβοντα διὰ πελέκεως τὰς ὡραίας τοῦ ἐδάφους πλάκας, ἠρώτησεν αὐτὸν ἐξωρισμένος:
—Διατί καταστρέφεις τὰ μάρμαρα;
—Διὰ τὴν πίστιν! ἀπήντησεν ὁ στρατιώτης.
 Τότε ὁ Μεχμὲτ σηκώσας τὰς χεῖρας του ἐκύτταξε τον στρατιώτην εἰπών:
—Ἀρκεῖ εἰς ἐσᾶς ὁ θησαυρὸς καὶ ἡ αἰχμαλωσία. Αἱ οἰκοδομαὶ τῆς Πόλεως εἶναι ἰδικαί μου.
Οἱ δὲ σωματοφύλακες ἔσυραν ἡμιπεθαμένον τὸν Τοῦρκον ἀπὸ τοὺς πόδας συλλαβόντες καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω νεκρόν.
Ἀκολούθως ἐν ἐκστάσει πάντοτε προβαίνων, ἐπροχώρησε πρὸς τοὺς ἀχανεῖς χορούς, ἀποθαυμάζων τὰς πολυτελεῖς εἰκονογραφίας ἔνθεν καὶ ἔνθεν, τὰ ὑπέρτιμα μάρμαρα καὶ τὴν καλλίτεχνον ψηφοθεσίαν, διέταξε "ἕναν ἀπὸ τοὺς μιαροὺς ἱερεῖς του" ν’ ἀναβῇ ἐπάνω εἰς τὸν ἱερὸν ἄμβωνα καὶ νὰ διαλαλήσῃ τὴν μιαρὰν αὐτοῦ προσευχήν. Ὁ ἴδιος δὲ εἰσελθὼν εἰς τὸ ἅγιον Βῆμα, ἀνῆλθεν, -Οἴμοι τῆς ἁμαρτίας τοῦ Γένους!- ἐπάνω εἰς τὴ Ἁγίαν Τράπεζαν καὶ κλίνας τὰ γόνατά του ὀκλαδὸν ἐκαμε τὴν προσευχήν του, καθιερώσας οὕτω τὸ πολύμνητον ναὸν εἰς τ ζ α μ ί ο ν! Τὴν θλιβερὰν ἐκείνην ὥραν ἕνα πένθιμον πτερούγισμα ἠκούσθη, θροῦς πτερύγων σφαζομένων περιστερῶν, ἕνα γογγυσμὸς ἐπώδυνος ἀηδόνων ὁποῦ ἐξεψύχουν. Μελῳδίαι καὶ προσευχαί, θυμιάματα καὶ δεήσεις. Ἡ ὑπερτάτη καὶ παντέλειος τῆς Ὀρθοδοξίας Λατρεία. Ἡ μυστικὴ ὑπεφυὴς θυσία. Τόσων αἰώνων καὶ τόσων χρόνων μυσταγωγίαι, ὅλα ἐξέπνευσαν πάνω εἰς τὸν μέγαν θόλον, ὁποὺ ὁ Παντοκράτωρ κατηφής, ἐθεώρει τὰ συντελούμενα ἐν μέσῳ τῶν ὁλοχρύσων ἑξαπτερύγων, τὰ ὁποῖα ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, συνεκάλυψαν μὲ τὰς πτέρύγάς των  τὴν ὠχρὰν ὄψιν του...   ὅταν ἐνύκτωσε καὶ ἡ Τρίτη ἡμέρα καὶ ἔληξε πλέον ἡ ὑπὸ τοῦ Μεχμὲτ δοθεῖσα προθεσμία πρὸς λεηλασίαν, τὰ πάντα ἡσύχασαν... [Ἐφ. Ἀκρόπολις, 2.6.1903, σ. 3]
 

Ἐσωτερικὴ ἄποψη 
ἀπὸ τὴν Ἁγία Σοφία 
στὸ τέλος τοῦ 19ου αἰ. 
Ἀπὸ τὴν συλλογὴ 
τοῦ Σουλτλανου 
ABDULHAMID 

...Μόνον τὸ Πνεῦμα τὸ ἄϋλον, τῆς εἱμαρμένης, ἡ ψυχὴ ἔκλαιεν ὅλην τὴν νύκτα καὶ ἔλεγε:

"Ποῦ ’ναι λοιπὸν τὰ λείψανα; Ποῦ αἱ ἅγιαι εἰκόνες;
ἡ Ὁδηγήτρια ἡ Κυρά, ἡ Δέσποινα τοῦ κόσμου;
Λέγουσιν, ἀνελήφθησαν εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπάνω.
Οἱ ἄγγελοι τὰ πήγασιν ἐμπρὸς εἰς τὸν Δεσπότην...
Οἱ ὕμνοι ποῦ εἶναι τὸ λοιπόν, καὶ ποῦ οἱ ψαλμωδίες;
Ὁ ὕμνος τῆς Ἁγιᾶς Σοφιᾶς, οἱ μυρωδιές, οἱ θυσίες;
Τί ἔγινεν ἡ ψαλτικὴ οἱ καλὲς οἱ προφητεῖες;
Καὶ σὲ δοξάζουν ἀσεβεῖς στὸ ἅγιον σου σπίτι..
Μέσα εἰς τὴν Ἁγιὰν Σοφιάν, στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων..."

Τὸ μοιρολόγιον τὸ σπαρακτικὸν τῆς θρηνῳδούσης Παρθένου ἀπέληξεν εἰς λυγμὸν ὀδυνηρότατον, τὸ ὁποῖον προσεπάθει εἰς μάτην ἕως τὴν αὐγὴν νὰ παραμυθήσῃ ἄγνωστος καὶ ἀόρατος παρηγορητὴς ἐπάδων:
"Σώπασε, κυρὰ Δέσποινα, σώπασε καὶ μὴ κλαίεις...
Πάλαι μὲ χρόνους, μὲ καιρούς, πάλαι δικά μας εἶναι..."

Τὸ μοιρολόγιον ἐξακολουθεῖ αἰῶνας τώρα, ἀλλᾶ καὶ ἡ ἐπῳδὸς τοῦ παραμυθητοῦ δὲν ἔπαυσε καὶ δὲν θὰ παύσῃ ἕως ὅτου πληρωθῶσι καιροὶ ἐθνῶν...». [Ἐφ. Ἀκρόπολις,  3. 6. 1903, σ. 4]
Ὀθωμανίδες προσεύχονται
 ἐντὸς τῆς Ἁγίας Σοφίας 
στὰ 1890. 
(πηγή:httpshagiasophiaturkey.
comhagia-sophia-in-1890).  

Ἡ Ἁγία Σοφία, ἀπὸ τὴν ἔκταση καὶ τὸ περιεχόμενο ποὺ καταλαμβάνει στὸ ἔργο τοῦ Ἀλεξάνδρου Μωραϊτίδη στὰ πλαίσια τῆς ἀναζήτησης τῆς ἐθνικῆς συλλογικῆς ταυτότητας τῆς ἐποχῆς του  φαίνεται ὅτι συνδυάζει τὴν ὀρθοδοξη θρησκευτικὴ παράδοση τοῦ Γένους μὲ τὴν ἑλληνικὴ ταυτότητα του. Συμπυκνώνει, συμβολικά, τὶς ἐλπίδες καὶ τοὺς πόθους γιὰ τὴν ἐθνικὴ καὶ θρησκευτικὴ ὁλοκλήρωση τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ τῆς Ρωμιοσύνης.



[1]. Κωστῆς Παλαμᾶς, «Λόγος περὶ τοῦ ἔργου τοῦ Α. Μωραϊτίδου», Ὁμόπλουν πλοῖον. 5 κείμενα γιὰ τὸν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη, ἐκδ. "Γνώση" καὶ "Στιγμή", Ἀθήνα 1990, σ. 43.
 *Πρώτη δημοσίσευση στὰ Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας τῶν Γρεβενῶν, φ. 880, 24 Ἰουλίου 2020, σ. 15-18.