Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Τρίτη 14 Απριλίου 2020

ΤΟ ΤΡΟΠΑΡΙΟ ΤΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΗΣ*


Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης
Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης: Τὸ τροπάριον τῆς Κασσιανῆς
...ὕμνος ὑψηλὸς καὶ τρυφερὸς συνάμα
 
Ἀλέξ. Μωραϊτίδης
(1850-1929) 
Ἀπὸ τοὺς πλέον "δημοφιλεῖς" ὕμνους τῆς ἐκκλησιαστικῆς βυζαντινῆς μουσικῆς θεωρεῖται τὸ λεγόμενο «Τροπάριον τῆς Κασσιανῆς»·[1] τὸ δοξαστικὸ τῶν ἀποστίχων τοῦ ὄρθρου τῆς Μεγάλης Τετάρτης, τὸ ὁποῖο ψάλλεται τὸ βράδυ τῆς Μεγάλης Τρίτης.[2] Αὐτὸ μαρτυροῦν καὶ οἱ πολλὲς χειρόγραφες καὶ ἔντυπες ἐκδόσεις τοῦ περιφήμου αὐτοῦ ἰδιομέλου. Ἡ ἀμεσότητα, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἁπλότητα ἔκφρασης καὶ τὴ δραματικὴ κορύφωση ἀποτελοῦν τὰ ἰδιαίτερα γνωρίσματα τοῦ τροπαρίου. 
Ἐφ. Ἀθῆναι, φ. 157/14.3.1904, σ.1.



Ὁ λόγιος σκιαθίτης Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης (Σκιάθος 1850-1929), ὅπως φαίνεται σὲ σχετικὸ χρονογράφημά του, ἀκροᾶται τὸ τροπάριο τῆς Κασσιανῆς τὸ βράδυ τῆς Μεγ. Τρίτης, 23 Μαρτίου 1904, ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Τσώκλη,[3] γνωστὸ καὶ ὡς διευθυντὴ καὶ ἐκδότη τοῦ μουσικοῦ περιοδικοῦ «Φόρμιγξ»[4]  ἱεροψάλτη στὸν ἱστορικὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Θεοδώρων Ἀθηνῶν,[5] τὸν ὁποῖο καὶ συγχαίρει γιὰ τὴν ψαλτικὴ ἀπόδοση τοῦ ὕμνου:
«συνεχάρημεν χθὲς ἡμεῖς καὶ πολλοὶ ἄλλοι μεθ’ ἡμῶν ἐν οἷς καὶ καθηγηταὶ τῆς Θεολογίας τὸν ἱεροψάλτην τῶν Ἁγίων Θεοδώρων κ. Ἰ. Τσώκλην, διευθυντὴν τῆς μουσικῆς ἐφημερίδος "Φόρμιγγος"»
Ὁ Α.Μ. τὴν ἐποχὴ ἐκείνη βρίκεται πρὸς τὸ τέλος τῆς δεύτερης καὶ τὴν ἀρχὴ τῆς τρίτης ἀπὸ τὶς ἑτερόκλητες φάσεις τῆς δημιουργικῆς ζωῆς του. Ἀπὸ τὸν ἀξιοσέβαστο καθηγητὴ φιλολογίας, σχολάρχη, διηγηματογράφο καὶ ταξιδευτῆ, περνᾶ προοδευτικὰ στὴ μοναχικὴ ζωή, αὐτὴν τοῦ ἐρημίτη τῶν Ἀθηνῶν, γιὰ νὰ καταλήξει, μὲ τὴ χειροτονία του στὴ Σκιάθο, τοὺς τελευταίους μῆνες τῆς ζωῆς του, ὡς μοναχὸς Ἀνδρόνικος.
Τὸ χρονογράφημα δημοσιεύεται στὴν ἐφημερίδα «Ἀθῆναι», στὴν πρώτη σελίδα, στὴ στήλη "Χριστιανικαὶ Ὁμιλίαι" καὶ τίτλο «Τὸ τροπάριον τῆς Κασσιανῆς», τὴν Μεγ. Τετάρτη, 24 Μαρτίου 1904·[6] τὸ ὑπογράφει δὲ ὡς "Α. Μωραϊτίδης".[7]
Ἐφ. Ἀθῆναι, φ. 157/14. 3. 1904, σ.1


Σημειώνει ὅτι ὁ Τσώκλης ἔψαλε τὴν τοῦ Θεοδώρου Φωκαέως,[8] τὴν μουσικῶς σύντομη,[9] ἔκδοση τοῦ τροπαρίου:
«...ὅστις ἐν μέσῳ ἐκλεκτοῦ ἐκκλησιάσματος τῆς ἀριστοκρατίας μᾶς τὸ ἐξετέλεσεν εἰς τὸ γνήσιον βυζαντινὸν μέλος, σύντομον μὲν διότι ἔψαλε τὸ τοῦ Φωκαέως»

Ὁ Α.Μ. σχολιάζει τὰ ποιητικὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ ὕμνου καὶ τὰ ἀνάγει στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ ποίηση, ἐνῶ τοποθετεῖ καὶ λειτουργικὰ τὸ τροπάριο στὴν Ἀκολουθία τοῦ Νυμφίου:
«Εἶναι ὄντως τὸ "Κύριε ἡ ἐν πολλαῖς.. ", ὕμνος ὑψηλὸς καὶ τρυφερὸς συνάμα, ὅστις, ἐνῷ προσεγγίζει πολὺ πρὸς τὴν ἑλληνικὴν χορικήν, ἐνέχει καὶ στροφὰς Εὐριπιδείου κομμοῦ...[10] Ψάλλεται πάντοτε εἰς τὸ τέλος, καὶ εἶναι ὁ τελευταῖος ὕμνος τῆς ἀκολουθίας, τεθεὶς ἐπὶ τούτῳ, θαρρεῖς, ἵνα ἀφήνῃ ἀνεξαλείπτως τοῦ τελευταίου Νυμφίου τὰς τρυφερὰς ἐντυπώσεις»


Ἰωάννης Θ. Τσώκλης
[http://psalmodia.blogspot.com/2013/12/blog-post.html]
Ὁ Μωραϊτίδης ἐκφράζει τὴν ἀπογοήτευσή του γιὰ τὸ ἐπίπεδο τῆς ἱεροψαλτικῆς, τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς  στὴν Ἀθήνα, ἐνῶ ἐπαινεῖ τὸ ἀντίστοιχο τῶν ἄλλων πόλεων τῆς διασπορᾶς τοῦ Ἑλληνισμοῦ (Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη):
«Εἰς τὰς ἄλλας μεγάλας πόλεις τῆς Ἀνατολῆς, ὡς τὴν Σμύρνην, καὶ ἰδίως εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, ἡ ἐκτέλεσις, τοῦ τροπαρίου τῆς Κασσιανῆς ἀποτελεῖ πανηγυρικὸν συμβάν»
Ἀκόμη, σημειώνει τὴν πλέον παραδοσιακὰ κλασικὴ ἐκτέλεση τοῦ τροπαρίου, τὴν ἀργή, αὐτὴν τοῦ Πέτρου Λαμπαδαρίου,[11] διαρκείας 20 λεπτῶν, [12]  ἐνῶ ἀναφέρεται καὶ σὲ ἐκτέλεση διαρκείας 23 λεπτῶν(!) τοῦ Ἀλτιπαρμάκη,[13] ἀριστεροῦ ἱεροψάλτη τῆς Παναγίας τοῦ Πέραν Κωνσταντινουπόλεως,[14] θεωρεῖ δὲ ὅτι αὐτὸς ὁ ὕμνος ψάλλεται πάντα ἀπὸ τὸν ἀριστερὸ ψάλτη·[15] κατὰ παράδοσιν:
«...τὸ ἀργόν, τοῦ Πέτρου Λαμπαδαρίου λεγόμενον, διαρκεῖ 20 λεπτά. Ἡ παράδοσις ὅμως περιέσωσεν ἐκ τῶν τελευταίων χρόνων, ὅτι τὸ ρεκὸρ τῆς διαρκείας ἐν Κωνσταντινουπόλει ἔφτασεν ὁ Ἀλτὶ ‒Παρμάκης, ὅστις ἵνα τὸ ἐκτελέσῃ ἐχρειάζετο 23 λεπτὰ τῆς ὥρας. Ἦτο δὲ ὁ Ἀλτὶ-Παρμάκης ἀριστερὸς τῆς Παναγίας τοῦ Πέραν, διότι τὸ τροπάριον τοῦτο ἀνήκει πάντοτε εἰς τὸν ἀριστερὸν χορόν»
Ὁ Α.Μ. ὁλοκληρώνει τὸ θρησκευτικὸ ἄρθρο του γιὰ τὸ τροπάριο τῆς Κασσιανῆς, τονίζοντας τὴν ἀξία τῆς παραδοσιακῆς ψαλτικῆς ἀποδόσεώς του ἀπὸ  τοὺς ἱεροψάλτες, ὅπως στὴν περίπτωση τοῦ  Ἰω. Τσώκλη στὸν ναὸ τῶν Ἁγίων Θεοδώρων,  ὁ ὁποῖος:
«τὸ ἐξετέλεσεν... μὲ ὅλον τὸ ἄρωμα τῆς ἐθνικῆς μας ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς, τὸν ὁποῖον θὰ συνέχαιρε καὶ αὐτὴ ἡ βυζαντινὴ Καλογραῖα».
Ἡ ἀρχὴ τοῦ τροπαρίου τῆς Κασσιανῆς. Μέλος παρὰ 
 Π. Π. Φωκαέως κατὰ μίμησιν Πέτρου Λαμπαδαρίου 
τοῦ Πελοποννησίου· Θεοδώρου Φωκαέως, 
Ταμεῖον Ἀνθολογίας, τ. Α΄, Κωνσταντινούπολις 1869, σ. 279.

Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης (Σκιάθος 1851-1911), κατηρτισμένος, ὅπως φαίνεται, ψάλτης τῆς Βυζαντινῆς μουσικῆς ὁ ἴδιος,[16] σὲ σειρὰ θρησκευτικῶν ἄρθρων του δημοσιευμένα στὸν Ἀθηναϊκὸ τύπο ἀπὸ τὸ 1874 ἕως καὶ τὸ 1900, σὲ ἐκεῖνα ποὺ ἀναφέρονται στὴν Ἑβδομάδα τῶν Παθῶν καὶ συγκεκριμένα τὴν Μ. Τρίτη καὶ  Μ. Τετάρτη δὲν παύει νὰ ἀναφέρεται  στὴν ἰδιαίτερη γοητεία καὶ  δημοφιλία τοῦ τροπαρίου τῆς Κασσιανῆς. Ὑποστηρίζει μετὰ πάθους τὸ μέλος τὸ Βυζαντινό, ἀντικρούοντας τὴν πολυφωνία καὶ τὴν ὀθωμανικὴ προέλευση τοῦ πατρίου ψαλτικοῦ ὕφους, τὸ ὁποῖο συνδυάζει τὸν ρυθμὸ τῶν στίχων μὲ τὴν χάρι τοῦ ἁγνοῦ θρησκευτικοῦ  Βυζαντινοῦ μέλους. Τὴν ἑβδομάδα τῶν Παθῶν τοῦ 1877, τὴν Μεγάλη Τετάρτη, στὴν ἐφημ. «Ἐφημερίς», γράφει:[17]

Θεόδωρος Φωκαεύς.
[Ταμεῖον Ἀνθολογίας, 
τ. Α΄, Κωνσταντινούπολις 1869].
«Ἐξέχουσι δὲ προπάντων τὰ ἐν τοῖς «Αἴνοις» ψαλόμενα εἰς τρυφερώτατον ἦχον, καὶ τούτων πάλιν ὑπερέχει διὰ τὴν ἱστορικήν του μάλιστα ἀξίαν τὸ διάσημον τῆς Κασσιανῆς τροπάριον, γνωστὸν τοῖς πᾶσι , ... Τὸ μεγαλοπρεπὲς τοῦτο τροπάριον εἶναι ποίημα τῆς Κασσιανῆς ἢ Κασσίας ἢ Εἰκασίας».

Πάλι, ἀναφερόμενος στὸ τροπάριο τῆς Κασσιανῆς, τὴ Μεγάλη Τρίτη τοῦ 1881 στὴν ἐφημ. «Ἐφημερίς» σημειώνει: [18]

 «Ἐξέχει δὲ τὸ τροπάριον τῆς Κασσιανῆς  "Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή....". Ἦτο ἡ Κασσιανὴ κόρη ὡραία καὶ εὐγενὴς καὶ ποιήτρια, ἁποτυχοῦσα νὰ συζευχθῇ τὸν αὐτοκράτορα Θεόφιλον ἐνεδύθη τὸ μοναχικὸν ἔνδυμα. Ἡμέραν τινὰ ἔγραφεν ἐν τῷ κελλίῳ της τὸ τροπάριον αὐτό. Ἀκούει κρότον βημάτων καὶ φεύγει· εἰσέρχεται ὁ Θεόφιλος καὶ ἀναγιγνώσκει τὸ τροπάριον ἀτελείωτον μέχρι τῶν λέξεων "ἀποσμήξω (τοὺς πόδας)   πάλιν τοῖς κεφαλῆς μου βοστρύχοις"· λαμβάνει τὸν κάλαμον καὶ προστίθησιν· "ὧν(ποδῶν) ἐν τῷ Παραδείσῳ Εὔα κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα τῷ φόβῳ ἐκρύβη", κτλ. Μέχρι τέλους τοῦ τροπαρίου. Δυστυχῶς τοῦτο δὲν ψάλλεται παντοῦ, ὡς δεῖ, κατανυκτικῶς, ἀλλὰ φωναῖς ἀτάκτοις!!»  

Ἡ ἀρχὴ τοῦ τροπαρίου τῆς Κασσιανῆς 
στὸ ἀργὸ μέλος τοῦ 
Πέτρου Λαμπαδαρίου τοῦ Πελοποννησίου· 
Γ. Ραιδεστηνός, 
Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Ἑβδομάς
Κωνσταντινούπολις 1884, σ. 108.
Ἐπιμένει δὲ κάθε χρόνο σχεδὸν ὁ Παπαδιαμάντης νὰ ἀναφέρεται ξεχωριστὰ στὸ τροπάριο τῆς Κασσιανῆς καὶ τὴν ποιήτριά του.[19] 
Εἶναι ἄλλωστε γνωστόν, ὅτι ὁ Α.Μ. ψάλτης καὶ ὑμνογράφος ὁ ἴδιος[20] ἦταν μαζὶ μὲ τὸν  τριτεξάδελφό του Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη, οἱ ἱεροψάλτες τῶν Ἀγρυπνιῶν τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἐλισσαίου κοντὰ στὴν ἀρχαία Ἀγορὰ τῶν Ἀθηνῶν· ὁ δὲ Μωραϊτίδης ἦταν πάντα ὁ ἀριστερὸς ψάλτης.[21]

ΕΚΔΟΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΑΙ ΟΜΙΛΙΑΙ
ΤΟ ΤΡΟΠΑΡΙΟΝ ΤΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΗΣ

Τὸ περίφημον τροπάριον τῆς Κασσιανῆς ἔχει ἱστορίαν, τὴν ὁποίαν καθηγίασεν ἡ γηραιὰ παράδοσις πλέον, καὶ ὅταν θὰ ἔλθῃ ἡ σειρά του, κατὰ τὰς νυκτερινὰς αὐτὰς συνάξεις τῶν Νυμφίων, οἱ ναοὶ πληροῦνται πιστῶν καὶ μάλιστα τοῦ ἐκλεκτοῦ κόσμου, διότι ὁ λαὸς ἐργάζεται ἀκόμη, αἱ δὲ συνάξεις του αἱ λαϊκαὶ ἀρχίζουν κυρίως ἀπὸ τὰ Δώδεκα Εὐαγγέλια.
Εἶναι ὄντως τὸ «Κύριε ἡ ἐν πολλαῖς...» ὕμνος ὑψηλὸς καὶ τρυφερὸς συνάμα, ὅστις, ἐνῷ προσεγγίζει πολὺ πρὸς τὴν ἑλληνικὴν χορικήν, ἐνέχει καὶ στροφὰς Εὐριπιδείου κομμοῦ, αἱ ὁποῖαι εἰς τὸ στόμα τῆς Μυροφόρου Πόρνης λαμβάνουσιν ὅλον τὸ πάθος, τὸ ὁποῖον ἠμπορεῖ νὰ ἔχῃ ἕνας θρῆνος γυναικὸς ἁμαρτωλῆς, ἥτις ἐν σκότει διατελοῦσα συνέτριψε τὸ πολύτιμον ἀλάβαστρον.
Ἀλλὰ καὶ οἱ μουσικοδιδάσκαλοι οἱ βυζαντινοί, ὁποῦ τὸ ἐτόνισαν τῆς Κασσιανῆς τὸ τροπάριον, προσεπάθησαν νὰ φανῶσιν ἐφάμιλλοι πρὸς τὴν ἔνθεον Καλογραῖαν, ἀποδώσαντες μὲ τοὺς φθόγγους τῆς μουσικῆς ὅλον τὸ πάθος καὶ τὴν τρυφερότητα ὁποῦ εἶχον αἱ λέξεις τῆς ποιήσεως. 

*
Ψάλλεται πάντοτε εἰς τὸ τέλος, καὶ εἶναι ὁ τελευταῖος ὕμνος τῆς ἀκολουθίας, τεθεὶς ἐπὶ τούτῳ, θαρρεῖς, ἵνα ἀφήνῃ ἀνεξαλείπτως τοῦ τελευταίου Νυμφίου τὰς τρυφερὰς ἐντυπώσεις. Τὴν στιγμὴν ἐκείνην μία ἱερὰ σιγὴ ἐπικρατεῖ εἰς τὸν ναὸν μεταξὺ τοῦ πληρώματος. Ὅλοι ἀτενίζουν πρὸς τοὺς ψάλτας συνενουμένους καὶ τοὺς δύο εἰς τὰ δεξιά, διότι ἀδύνατον εἷς καὶ μόνος λάρυγξ νὰ ἐξαρκέσῃ εἰς τοὺς ὑψηλοὺς τόνους τοῦ ὕμνου. Οἱ πλεῖστοι ἐξάγουν τὰ ὡρολόγια σημειόνοντες τὴν στιγμὴν τῆς ἐνάρξεως, ἵνα κρίνωσιν ἐκ τῆς διαρκείας τὴν καλὴν ἢ κακὴν ἐκτέλεσιν. Διότι οἱ ἱεροψάλται κατέχουσιν ἓν μυστήριον τῆς μουσικῆς, μὲ τὸ ὁποῖον ἠμποροῦν νὰ ἐπιτυγχάνουν πάντοτε, περικόπτοντες τὰ μακρὰ καὶ ὑψηλὰ κῶλα.

*
Παρ’ ἡμῖν, ἐννοεῖται, δὲν πρέπει νὰ ὑπάρχουν καὶ μεγάλαι ἀπαιτήσεις, εἰς πόλιν ὅπου ὅ,τι κατορθωθῇ, ὀφείλεται εἰς τὸν ζῆλον μόνον καὶ τὴν εὐλάβειαν πρὸς τὴν ἱερὰν τέχνην ἑκάστου ψάλτου. Εἰς τὰς ἄλλας μεγάλας πόλεις τῆς Ἀνατολῆς, ὡς τὴν Σμύρνην, καὶ ἰδίως εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, ἡ ἐκτέλεσις ‒ἂς μεταχειρισθῶμεν τῆς ἐξωτερικῆς μουσικῆς ὅρον‒ τοῦ τροπαρίου τῆς Κασσιανῆς ἀποτελεῖ πανηγυρικὸν συμβάν. Τὴν ἐπαύριον δὲ θὰ γίνεται λόγος πανταχοῦ, εἰς αἰθούσας καὶ ἀγοράς, περὶ τοῦ εἰς ποίαν ἐκκλησίαν ἐψάλη καλλίτερα καὶ τίνος ψάλτου ἡ μελῳδία διήρκησε περισσότερον χρόνον.
Συνήθως ὅταν ψαλῇ τὸ ἀργόν, τοῦ Πέτρου Λαμπαδαρίου λεγόμενον, διαρκεῖ 20 λεπτά. Ἡ παράδοσις ὅμως περιέσωσεν ἐκ τῶν τελευταίων χρόνων, ὅτι τὸ ρεκὸρ τῆς διαρκείας ἐν Κωνσταντινουπόλει ἔφτασεν ὁ Ἀλτὶ ‒Παρμάκης ὀνομασθεὶς οὕτω διότι ἦτο ἑξαδάκτυλος‒ ὅστις ἵνα τὸ ἐκτελέσῃ ἐχρειάζετο 23 λεπτὰ τῆς ὥρας. Ἦτο δὲ ὁ Ἀλτὶ-Παρμάκης ἀριστερὸς τῆς Παναγίας τοῦ Πέραν, διότι τὸ τροπάριον τοῦτο ἀνήκει πάντοτε εἰς τὸν ἀριστερὸν χορόν.

*
Ὁ ἱστορικὸς ναὸς τῶν Ἁγίων Θεοδώρων στὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰ., ὅπου ἔψαλε
ὁ Ἰωάννης Θ. Τσώκλης τὸ τροπάριο τῆς Κασσιανῆς στὶς 23.3 1904
Ἐν τούτοις συνεχάρημεν χθὲς ἡμεῖς καὶ πολλοὶ ἄλλοι μεθ’ ἡμῶν ἐν οἷς καὶ καθηγηταὶ τῆς Θεολογίας τὸν ἱεροψάλτην τῶν Ἁγίων Θεοδώρων κ. Ἰ. Τσώκλην, διευθυντὴν τῆς μουσικῆς ἐφημερίδος «Φόρμιγγος», ὅστις ἐν μέσῳ ἐκλεκτοῦ ἐκκλησιάσματος τῆς ἀριστοκρατίας μᾶς τὸ ἐξετέλεσεν εἰς τὸ γνήσιον βυζαντινὸν μέλος, σύντομον μὲν διότι ἔψαλε τὸ τοῦ Φωκαέως, ὅστις ἔχει συντάμει τὸ τοῦ Πέτρου, διαρκέσαν 13 μόνον λεπτά, ἀλλὰ χωρὶς τὴν παραμικρὰν κoύρασιν, καὶ χωρὶς τὴν παραμικρὰν χασμῳδίαν, μὲ ὅλον τὸ ἄρωμα τῆς ἐθνικῆς μας ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς, τὸν ὁποῖον θὰ συνέχαιρε καὶ αὐτὴ ἡ βυζαντινὴ Καλογραῖα.
Α. ΜΩΡΑΪΤΙΔΗΣ




[1]. Εἰς τὰ Ἀπόστιχα τοῦ ὄρθρου τῆς Μεγάλης Τετάρτης. Δόξα, καὶ νῦν. Ἦχος πλ. δ´.
   Ποίημα Κασσιανῆς μοναχῆς.
«Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή, τὴν σὴν αἰσθομένη Θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν, ὀδυρομένη μύρα σοι πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει, Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας, ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας. Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων, ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ· κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας, ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει. Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας, ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις· ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν,  κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη. Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους τίς ἐξιχνιάσει,  ψυχοσῶστα Σωτήρ μου; Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος».
[2]. Γιὰ τὸ τροπάριο  τῆς Κασσιανῆς,  βλ. Κασσιανὴ ἡ ὑμνωδός, εἰσαγωγὴ Νίκη Τσιρώνη, ἐκδ. Τοῦ Φοίνικα, Ἀθήνα 22002, σ. 20-24, ὅπου σημειώνεται πὼς «Ἡ λειτουργικὴ θέση τοῦ τροπαρίου τῆς Κασσιανῆς στὸν  ὄρθρο τῆς Μεγάλης  Τετάρτης ἀναδεικνύει τὴν ἀντίθεση ἀνάμεσα στὴν πόρνη, ποὺ ἐγκατέλειψε τὴν ἁμαρτωλὴ ζωὴ γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ (τὸν ὁποῖο ἀναγνώρισε ὡς Μεσσία) καὶ γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς της, καὶ τὸν Ἰούδα, ποὺ παρακινημένος ἀπὸ τὸν ἔρωτα τῶν χρημάτων πρόδωσε ἀντὶ τριάκοντα ἀργυρίων τὸν Κύριό του».· Δημήτριος Σκρέκας, «Σκέψεις μὲ ἀφορμὴ τὸ λεγόμενο Τροπάριον τῆς Κασσιανῆς», https://lampadariospetros.blogspot.com/2011/04/blog-post_6683.html, 20. 4. 2011, ὅπου σχολιάζει  γιὰ τὴν ποιήτρια μοναχὴ Κασσιανή, πὼς «Μὲ ἔκτυπο λυρισμὸ διαζωγραφίζει τὴ συναισθηματικὴ μετεώριση τῆς γυναίκας ποὺ προσπίπτει στὰ πόδια τοῦ Κυρίου, καὶ τοῦ ἀπευθύνει τὴν ἐξομολόγησή της».
[3].  «Σημαντικὴ προσωπικότητα στὸν Ἑλληνικὸ μουσικὸ χῶρο. Ὑπῆρξε ἐκδότης, διευθυντὴς καὶ συντάκτης τῆς μουσικῆς ἐφημερίδας "Φόρμιγξ", τὴν ὁποία ἐξέδιδε στὶς ἀρχὲς τοῦ αἰώνα μας (ἀπὸ τὸ 1902 καὶ μετά) καὶ μὲ τὴν ὁποία συνεργάστηκαν ὅλοι σχεδὸν οἱ διαπρεπεῖς Καθηγητές, Μουσικολόγοι καὶ Πρωτοψάλτες τῆς ἐποχῆς μὲ ποικίλα καὶ σπουδαῖα δημοσιεύματα  γιὰ τὴν Ἑλληνική μας μουσική, Βυζαντινὴ καὶ Δημοτική».·Φίλιππος Οἰκονόμου, Βυζαντινὴ ἐκκκλησιαστικὴ μουσικὴ καὶ ὑμνωδία, Αἴγιο 1994, σ. 334.
[4]. Γιὰ τὸ μουσικὸ περιοδικὸ «Φόρμιγξ», Δεκαπενθήμερος μουσικὴ ἐφημερὶς ὅπως αὐτοπροσδιοριζόταν, βλ. Καίτη Ρωμανοῦ, Ἐθνικῆς Μουσικῆς Περιήγησις 1901-1912, ἐκδ. Κουλτούρα, Ἀθήνα 1996, σ. 17-21.
[5]. «Ὁ Ἰωάννης Θ. Τσώκλης εἶχε σπουδάσει μαθηματικὰ καὶ ἦταν ψάλτης στὸν ναὸ τῶν Ἁγίων Θεοδώρων»· βλ. Ρωμανοῦ, Ἐθνικῆς Μουσικῆς Περιήγησις, σ. 17. ὅπου στὴ σημείωση 27 δηλώνεται πὼς ἐλάχιστες βιογραφικὲς πληροφορίες σώζονται γι’ αὐτόν καθὼς «Ἂν καὶ ἐγκαινιάζει στήλη βιογραφιῶν τῶν συνεργατῶν τῆς Φόρμιγγος γιὰ τὸν ἑαυτόν του δὲν παρέχει καμμία πληροφορία», ἐνῶ τὸν Νοέμβριο τοῦ 1921, σὲ ἀνυπόγραφο σχόλιο στὸ περιοδικὸ Μουσικὴ Ἑπιθεώρησις ἀναφέρεται «ὁ ἀπὸ ἱκανῶν ἐτῶν ἐν μακαριστοῖς ἀναπαυόμενος Ἰω. Θ. Τσώκλης».
[6].  Ἐφ. Ἀθῆναι, φ. 157/14.3.1904, σ. 1.
[7]. Τὸ χρονογράφημα καταλογογραφεῖται ἀπὸ τὸν Φώτη Δημητρακόπουλο· βλ. Φώτης Δημητρακόπουλος, Ὁ μοναχὸς Ἀνδρόνικος,  Λεύκωμα Μωραϊτίδη, ἐκδ. Ergo, Ἀθήνα 2002, σ. 174.
[8]. Θεόδωρος Φωκαεύς, (Φώκαια Ἐφέσου Ἰωνίας 1790-Κωνσταντινούπολις 3.10.1851): μουσικοδιδάσκαλος, μελουργός, μουσικὸς καταγραφέας καὶ ἐκδότης βασικῶν βιβλίων.· βλ. Γρηγόριος Στάθης, Θεόδωρος ὁ Φωκαεύς, ec-patr.net/TheoFokaeus.htm καί, Γεώργιος Ι. Παπαδόπουλος, Συμβολαὶ εἰς τὴν Ἱστορίαν τῆς παρ’ ἡμῖν Ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς, Ἀθῆναι 1890, σ. 340-1.
[9] . Βλ. Θεόδωρος  Φωκαεύς, Ταμεῖον Ἀνθολογίας, τόμ. Α΄, Κωνσταντινούπολις 1869, σ. 279-284.
[10] . κομμός, -οῦ, ὁ· ἐν τῇ ἀττικῇ τραγῳδία κομμὸς καλεῖται θρηνῶδες ᾆσμα ᾀδόμενον ἐναλλὰξ ὑπό τινος τῶν ὑποκριτῶν καὶ ὑπὸ τοῦ χοροῦ· Ἰωάννης Σταματάκος, Λεξικὸν Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Γλώσσης, ἐκδ. Π. Δημητράκου, Ἀθῆναι 1949, σ. 540.
[11]. Γιὰ τὸν Πέτρο Λαμπαδάριο τὸν Πελοποννήσιο μεγάλο εὐεργέτη τῆς Βυζαντινῆς μουσικῆς τέχνης, βλ. Γεώργιος Ι. Παπαδόπουλος, Ἱστορικὴ ἐπισκόπησις τῆς Βυζαντινῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς. Ἀπὸ τῶν Ἀποστολικῶν χρόνων μέχρι τῶν καθ’ ἡμᾶς (1-1900), ἐκδόσεις Τέρτιος, Κατερίνη, σ. 181-189, ὅπου δηλώνεται ὅτι «Τὸ ὄνομα Πέτρου τοῦ Πελοποννησίου, Λαμπαδαρίου τῆς Μ. Ἐκκλησίας, ἀποτελεῖ ἰδίαν ἐποχὴν ἐν τῇ ἱστορίᾳ τῆς καθ’ ἡμᾶς μουσικῆς. Ὑπῆρξεν ὁ μέγας μουσικὸς τοῦ ΙΗ΄ αἰῶνος, ἡ Τετάρτη πηγὴ τῆς μουσικῆς, ὁ δικαίως θαυμαζόμενος ὡς ἔξοχος μουσικοδιδάσκαλος καὶ ὡς κλασικὸς συγγραφέας».· Γρηγόριος Στάθης, «Πέτρος Λαμπαδάριος ὁ Πελοποννήσιος, ὁ ἀπὸ Λακεδαίμονος. Ἡ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο του (†1778)», Λακωνικαὶ Σπουδαὶ 7 (1983) 108-125, ὅπου μὲ βάση ἀρχειακὲς πηγὲς χαράζει τὸ ἱστορικὸ διάγραμμα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ ἔργου τοῦ Πέτρου Πελοποννησίου  (περ. 1735/1740-1778).
[12]. Περὶ τῆς μελωδικῆς ἔκδοσης τοῦ τροπαρίου ἀπὸ τὸν Πέτρο Λαμπαδάριο καὶ τὴν ἀντιβολή του μὲ ἐκείνην τοῦ Κωνσταντίνου Πρίγγου, βλ. Ἰωάννης Μαλάκος, Τὸ δοξαστικὸ τῶν ἀποστίχων τῆς Μ. Τετάρτης "Κύριε ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις...". ἀπὸ τὸν Πέτρο Λαμπαδάριο στὸν Κωνσταντῖνο Πρίγγο.  Πτυχιακὴ ἐργασία, [Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Τμῆμα Μουσικῆς Ἐπιστήμης καὶ Τέχνης. Κατεύθυνση Βυζαντινῆς Μουσικῆς], Θεσσαλονίκη 2012, σσ. 38, ὅπου (σ. 4) σημειώνεται ὅτι: «ὁ Πέτρος Λαμπαδάριος εἶναι ὁ πρῶτος ὁ ὁποῖος καταγράφει τὴν ἀργοσύντομη μελωδικὴ ἐκδοχὴ τοῦ τροπαρίου. Ὅπως εἶναι φυσικό, ἡ ἐκδοχὴ τοῦ Πέτρου καταγράφεται στὸ Δοξαστάριό του, τὸ ὁποῖο ἐκδίδεται στὸ Βουκουρέστι τὸ 1820, ἀποτελώντας μία ἀπὸ τὶς πρῶτες ἔντυπες ἐκδόσεις βιβλίων ἐκκλησιαστικῆς βυζαντινῆς μουσικῆς».
[13]. altiparmak-li, ἑξαδάκτυλος· Faruk Tuncay- Λεωνίδας Καρατζᾶς, Τουρκοελληνικὸ Λεξικό, [Κέντρο Ἀνατολικῶν Σπουδῶν καὶ Πολιτσμοῦ], Ἀθήνα 2000, σ.  581.
[14]. Πρόκειται γιὰ τὸν μαθητὴ τοῦ πρωτοψάλτου Γεωργίου Ραιδεστηνοῦ τοῦ Β΄ (Ῥαιδεστὸς 1833- Κωνσταντινούπολις 1889), τὸν Γρηγόριο Πασχαλίδη (Ἀλτιπαρμάκη)· βλ. Θεοδόσιος Β. Γεωργιάδης, Ἡ Νέα Μοῦσα, τύποις Μάρκου Δημητριάδου, ἐν Σταμποὺλ 1936,  σ. 64.· «Ὁ Εὐστράτιος Παπαδόπουλος  ὁ καμπούρης... προσελήφθη εἰς τὸν ναὸν τοῦ ἁγίου Δημητρίου Ταταούλων τῶν Εἰσοδίων τῆς Κοινότητος Σταυροδρομίου, οὗτινος διηύθυνε τὸν δεξιὸν χορόν, ψάλλοντος ἀπὸ τοῦ ἀριστεροῦ Γρηγορίου τοῦ  Ἀλτιπαρμάκη».· Ἄγγελος Βουδούρης, Μουσικολογικὰ ἀπομνημονεύματα, «Πρωτοψαλτικά», [Εὐρωπαϊκὸ Κέντρο Τέχνης], Ἀθῆναι, 1998, §105, σ. 200.· «Ἀπέναντι τοῦ Εὐστρατίου ἔψαλλε Γρηγόριος ὁ Ἀλτιπαρμάκης μὲ φωνὴν καλήν, βροντώδη καὶ μὲ ἐκτέλεσιν ὑπέροχον· ἦτο δὲ ἄνθρωπος ἀξιοπρεπής, λεβεντάνθρωπος καὶ καλὸς μουσικός· πολλάκις ψάλλων ἀπὸ τοῦ στασιδίου τοῦ ἀριστεροῦ χοροῦ του ἔφερεν  / εἰς δύσκολον θέσιν τὸν δεξιὸν ψάλτην, ἐπειδὴ ὁ Ἀλτιπαρμάκης ψάλλων ἔκαμνε μεγάλην ἐντύπωσιν εἰς τὸ ἐκκλησίασμα».· στὸ ἴδιο § 167, σ. 218-219.
[15]· «Ἐν τοῖς Πατριαρχείοις τὰ ἀπόστιχα ἀρχίζουσιν ἐκ τοῦ ἀριστεροῦ χοροῦ, ὁ ὁποῖος ψάλλει καὶ τὸ δοξαστικὸν «Κύριε ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις...»· Ἐμμανουὴλ Ι. Φαρλέκας, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Ἑβδομάς, ἐκδ. "Ἡ Μέλισσα", Ἀθῆναι 1934, σ. 132.
[16]. Σχετικὰ μὲ τὴν ψαλτικὴ ἐπάρκεια τοῦ Παπαδιαμάντη, Βλ. Ἄγγελος Γ. Μαντᾶς, «Ὁ "αὐτοδίδακτος" καὶ "ἰδιόρρυθμος" ψάλτης Ἀλ. Παπαδιαμάντης», Νέα Ἑστία 1604 (1994) 589-597, Ἀνάτυπο 5-14, ὅπου στὶς σελ. 13-14 ἀναφέρει ὅτι: «Ἡ σύμπτωση τῆς Μ. Τετάρτης δὲν εἶναι τυχαία. Ὡς γνωστὸν στὸν ὄρθρο τῆς Μ. Τετάρτης (ὁ ὁποῖος σήμερα ψάλλεται τὴ Μ. Τρίτη τὸ βράδι) περιλαμβάνεται τὸ περίφημο "τροπάριο τῆς Κασσιανῆς", τὸ ὁποῖο κατ’ ἐξοχὴν διεκδικοῦσαν ‒καὶ διεκδικοῦν μέχρι σήμερα – οἱ εὐρωπαϊκὲς χορωδίες».
[17].  Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ἅπαντα, κριτ. ἔκδ. Νίκος Δ. Τριανταφυλλόπουλος, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 1988, τόμ. Ε΄, σ. 70.
[18]. Στὸ ἴδιο, σ. 83-84.
[19]. «Ἡ Μεγάλη Ἑβδομὰς ἐν Ἀθήναις» (1887), Ἐφημερίς, 30 Μαρτ-4 Ἀπριλίου 1887, [Μεγάλη Τρίτη].
«Τῶν Ἀποστίχων Δοξαστικὸν  εἶναι τὸ περιλάλητον ἰδιόμελον τῆς Κασσιανῆς μοναχῆς "Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή... ", ὅπερ οἱ πολλοὶ τῶν ἐν Ἀθήναις ψαλτῶν καλῶς ἐν γένει φιλοτιμοῦνται νὰ μέλπωσιν, ὡς καὶ πᾶν ὅ,τι ἀπὸ διφθέρας ψάλλουσιν. Τὰ ποιητικώτατα ὅμως καὶ μελῳδικώτατα  τριῴδια τοῦ ἱεροῦ Κοσμᾶ, δὲν ἠξίωσαν ποτὲ νὰ μελετήσωσιν, ἀταλαιπώρως ἔχοντες καὶ ὀλιγώρως πρὸς τοιαῦτα. Ἐν γένει δὲ τοῦ Τυπικοῦ δὲν τηροῦνται αὐστηρῶς ἐν Ἀθήναις»· Παπαδιαμάντης, Ἅπαντα, τ. Ε΄ σ. 99.·
«Ἡ Μεγάλη Ἑβδομὰς ἐν Ἀθήναις», Ἀκρόπολις, 29 Μαρτ. -4 Ἀπρ. 1892, [Μεγάλη Τετάρτη].
«Μεγίστης καὶ δικαίας φήμης ἀπολαύει τὸ τροπάριον τῆς Κασσιανῆς, τὸ δοξαστικὸν δηλ. τῶν ἀποστίχων τῶν Αἴνων, ἤτοι ἡ κατακλεὶς τοῦ  ὄρθρου τῆς Μεγάλης Τετάρτης. Ψάλλεται δὲ ἀργῶς καὶ μετὰ μέλους, καὶ οἱ πιστοὶ δὲν χορταίνουν νὰ τὸ ἀκούωσι, μετροῦντες πολλοὶ διὰ τῶν ὡρολογίων των πόσην ὥραν θὰ διαρκέσῃ».·   Παπαδιαμάντης, Ἅπαντα, τ. Ε΄, σ. 174-175, 383.·
«Ἡ Ἑβδομὰς τῶν Παθῶν ἐν Ἀθήναις», Ἀκρόπολις, 21-26 Μαρτ. 1893, [Μ. Τετάρτη].
 «Περὶ δὲ τὸ τέλος τῆς ὅλης ἀκολουθίας ψάλλεται ἀργῶς καὶ μετὰ μέλους τὸ πλῆρες βαθείας ποιήσεως ἐκκλησιαστικῆς τροπάριον τῆς Κασσιανῆς, τὸ εὐωδέστερον ἴσως ἄνθος τῆς Βυζαντίδος μούσης, τὸ ὁποῖον εἶναι τὸ Δοξαστικὸν τῶν ἀποστίχων τῶν Αἴνων, ἤτοι ἡ κατακλεὶς τοῦ ὄρθρου τῆς Μεγάλης Τετάρτης. Καὶ ἐν τούτοις οἱ μᾶλλον πεπωρωμένοι, οἱ ἀπαρνηθέντες ἐξ ἕξεως ἢ ὑπὸ ὑλιστικῶν ἀρχῶν τὴν ἐκκλησίαν, οἱ ἀποβαλόντες πᾶν θρησκευτικὸν αἴσθημα, κατὰ τὴν ἑσπέραν ταύτην ἐξαιρετικῶς προσέρχονται τοῖς Ναοῖς, ὅπως ἀκροασθῶσι τὸ τροπάριον τῆς Κασσιανῆς καὶ ἀντλήσωσιν ἐκ τῆς ὑψίστης μεταμελείας τὸ θεῖον δίδαγμα».· Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Τὸ Λάβαρον. Ἀνέκδοτες παπαδιαμαντικὲς σελίδες ἀπὸ τὸ Ἀρχεῖο Ἀποστόλου Παπαδιαμάντη, ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα 1989, σ. 55-56.
[20].  «— Θὰ σᾶς ψάλω πρῶτα ἕνα τροπάριον εἰς τὴν Παναγίαν τὴν Γοργοϋπήκοον τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Εἰς αὐτὸ προσθέτω καὶ ὀλίγα ἐπίθετα τῆς Θεοτόκου, μὲ ὅσα λατρεύεται εἰς τὴν Ἑλληνικὴν Ὀρθοδοξίαν, εἰς διαφόρους τόπους. Ἦχος πλάγιος α΄.
        Καὶ ὁ παλαιὸς ψάλτης τοῦ Ἁγίου ’Ελισσαίου, ὁ ἐν λειτουργίᾳ σύντροφος τοῦ Παπαδιαμάντη σταυρώνει τὰ χέρια καὶ ἀρχίζει τὸ τροπάριον. Ἡ φωνή του εἶναι ἀρκετὰ γλυκειὰ καὶ συμπαθής.... Πῶς νὰ μεταδώσω τὴν ἐντύπωσίν μου;...Ἡ Μήτηρ τοῦ Θεοῦ δὲν ἐξυμνήθη ἴσως ὡραιότερα. Εἰς τὸ τροπάριον αὐτὸ ὑπάρχει ἡ μόρφωσις ἑνὸς γηραιοῦ καθηγητοῦ, τὸ τάλαντον ἑνὸς ποιητοῦ προνομιούχου καὶ ὑπάρχει ἀκόμη ἡ Πίστις ἡ θερμὴ καὶ ἀδιασάλευτος. Γνωρίζω τὰ ἔργα Ρωμανοῦ τοῦ μελωδοῦ, γνωρίζω τί ἔγραφε καὶ ἡ Κασσιανὴ καὶ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Βλέπω τί ἐποίησε κι ὁ χριστιανὸς αὐτὸς Σκιαθίτης. Καὶ σκέπτομαι ἂν δὲν εὑρίσκομαι πρὸ ἑνὸς ἐκ τῶν ὡσαύτως μεγαλοπνεύστων ὑμνωδῶν τῆς Ἐκκλησίας»·
Ἀπὸ τὴ συνομιλία τοῦ Στέφανου Δάφνη  μὲ τὸν Α.Μ. ποὺ  δημοσιεύεται στὴν ἐφ. «Ἀθῆναι», στὶς 3 Μαρτ. 1919.· Περὶ τοῦ Α.Μ. ὡς ὑμνογράφου, βλ. Κωνσταντῖνος Ι. Κουτούμπας, Ἡ λειτουργικὴ παράδοση στὸ ἔργο τοῦ Ἀλεξάνδρου Μωραϊτίδη, Διπλωματικὴ ἐργασία, Τμῆμα Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 2009, σ. 132-145.
[21]. Ὅπως δηλώνει ὁ ἴδιος ὁ Ἀλ. Μωραϊτίδης:
«Ἀλλ’ ἡμεῖς ἀνεκαλύψαμεν τὰ χρόνια ἐκεῖνα καὶ ἕνα ἄλλο κατανυκτικώτατον καταφύγιον. Τὸν Ἅγιον Ἐλισσαῖον, ἕνα ἰδιωτικὸ ἐκκλησιδάκι, ... ὅπου ἐτελοῦντο Ἀγρυπνίαι καθ’ ὅλας τὰς μεγάλας ἑορτὰς τῆς Ἐκκλησίας μας... ψάλλοντες καὶ ἡμεῖς τοὺς Κανόνας ἰδίως,  δεξιὰ ὁ Παπαδιαμάντης, ἀριστερὰ ἐγώ, μὲ ὅλην τὴν τέρψιν τὴν ὁποίαν παρέχει εἰς τὴν ψυχήν»·
Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, Τὰ διηγήματα, «Ἱστορία μιᾶς τυρόπιττας», φιλ. ἐπιμέλεια Νίκος Δ. Τριανταφυλλόπουλος, ἐκδ. «στιγμή», τ. Γ΄, σ. 318.

Σημ.: Πολλὲς εὐχαριστίες ξεχωριστὰ στὸ Δημήτρη Σκρέκα γιὰ τὴν βοήθειά του στὴν παροῦσα μελέτη, ἀλλὰ καὶ στὸν π. Νεκτάριο Μαμαλοῦγκο καὶ τὸν μοναχὸ π. Πατάπιο Καυσοκαλυβίτη.

*Πρώτη δημοσίευση στὴν ἐφ. "Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας'' τῶν Γρεβενῶν, φ. 868, 10.4.2020, σ. 11-14.

Σάββατο 4 Απριλίου 2020

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΩΡΑΪΤΙΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΥΚΤΙΚΟΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ*


Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης

Ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, στὸν  κατανυκτινὸ ἑσπερινὸ τῆς Ε΄ Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν, στοὺς Ἁγίους Ἀναργύρους τοῦ Ψυρρῆ

Στὸν λόγιο ἱεροψάλτη Ἄγγελο Μαντᾶ


Τὸ Πάσχα τοῦ 1900, ὁ λόγιος Καρπενησιώτης Ζαχαρίας Παπαντωνίου (Καρπενήσι 1877-Ἀθήνα 1940) ἀναζητώντας στὴν Ἀθήνα ναό, στὸν ὁποῖο τὰ τροπάρια νὰ ψάλλονται μὲ τὸν πάτριο βυζαντινὸ τρόπο δηλώνει, μεταξὺ ἄλλων, ὅτι:[1]
 
«Ἡ βυζαντινὴ ἁπλούστατα κατέπεσεν εἰς τὰς Ἀθήνας, διότι δὲν ὑπάρχουν ψάλται. Εἶναι θλιβερὸν ὅτι καταπίπτουν καὶ οἱ ἀκρογωνιαῖοι  ὀγκόλιθοι τῆς βυζαντινῆς μελῳδίας. Καὶ σήμερον κινδυνεύουν νὰ μείνουν μόνοι βυζαντινομανεῖς ὁ κ. Παπαδιαμάντης καὶ ὁ κ. Μωραϊτίδης, οἱ δύο ἀσκηταὶ διηγηματογράφοι μας».

Ἡ "βυζαντινομανία" τοῦ Ἀλεξάνδρου Μωραϊτίδη (Σκιάθος, 1850-1929) φαίνεται σὲ δημοσιογραφικὸ θρησκευτικὸ λαϊκὸ χρονογράφημά του, ἑπτὰ χρόνια πρὶν τὰ γραφόμενα ἀπ’ τὸν Ζαχαρία Παπαντωνίου, τὸ ὁποῖο δημοσιεύεται στὴν ἐφ. «Νέα Ἐφημερίς» τῆς 15ης Μαρτίου 1893, στὴ στήλη «Μὲ μιὰ πενιά», μὲ τίτλο «Ὁ τελευταῖος τῶν νηστειῶν ἑσπερινός».[2]
Ἐφ. Νέα Ἐφημερίς, 15.3.1893, σ. 3
Τὸ δημοσίευμα τὸ ὑπογράφει ὡς «Ἐντόπιος», ἕνα ἀπὸ τὰ δημοσιογραφικὰ ψευδώνυμα ποὺ χρησιμοποιοῦσε ὁ Μωραϊτίδης.[3] Ὁ Α.Μ. δηλώνει πὼς βρέθηκε τὴν προηγούμενη ἡμέρα στὸν ναὸ τῶν Ἁγ. Ἀναργύρων τοῦ Ψυρρῆ
, ὅπου ἔψαλλε ὁ μαθητὴς τοῦ μεγάλου Πρωτοψάλτη καὶ ἐπιφανοῦς διδασκάλου τῆς Βυζαντινῆς μουσικῆς Γεωργίου Ῥαιδεστηνοῦ,[4] ὁ νέος ἱεροψάλτης τοῦ Ναοῦ, ὁ ἱερομόναχος Παΐσιος.[5]  Ὁ Α. Μ. γοητεύεται ἀπὸ τὴ βυζαντινότροπο ψαλτικὴ δεινότητα τοῦ Παϊσίου, ἰδιαίτερα δὲ ἀπὸ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἀποδίδει τὸ ἰδιόμελον τῆς νηστείας τοῦ πέμπτου καὶ τελευταίου κατανυκτικοῦ ἑσπερινοῦ τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς:

«Χθὲς μάλιστα, μετὰ τόσης τέχνης ἔψαλεν εἰς α΄ ἦχον τὸ τελευταῖον, ὡς εἴπομεν, ἰδιόμελον "Θαυμαστὴ τοῦ Σωτῆρος ἡ πρὸς ἡμᾶς φιλάνθρωπος γνώμη... ",[6] ὥστε οἱ εὐτυχήσαντες νὰ παραστῶσι χριστιανοὶ ηὐχήθησαν νὰ ἦσαν καὶ ἄλλοι ἀκόμη, ἰδίως ἐκ τῶν ἀμφιβαλλόντων εἰς τὸ περὶ μουσικῆς ζήτημα, διὰ νὰ ἀκούσωσιν ἰδίοις ὠσὶ πλέον ὁποῖόν τι ὑψηλόν, σεμνόν, γλυκὺ καὶ εὐφρόσυνον εἶναι ἡ βυζαντινὴ ὑμνῳδία».

Ἐφ. Νέα Ἐφημερίς, 15.3.1893, σ. 3.

Ὁ Α.Μ. ἐπανέρχεται, στὴ συνέχεια, καὶ πάλι στὸν Γ. Ῥαιδεστηνό, καθὼς προτρέπει τοὺς ἐκκλησιαζομένους τῆς περιόδου αὐτῆς νὰ προσέλθουν στοὺς Ἁγίους  Ἀναργύρους τοῦ Ψυρρῆ τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα γιὰ νὰ ἀπολαύσουν τὴν ἡδύτητα τῶν συνθέσεων τοῦ μεγάλου αὐτοῦ διδασκάλου τῆς Βυζαντινῆς μουσικῆς:

«... ὁποία καλλιτεχνικὴ ἀπόλαυσις θὰ εἶναι διὰ τοὺς ἐκκλησιαζομένους ἐν τῷ ναῷ τούτῳ κατὰ τὴν ἐπερχομένην μεγάλην ἑβδομάδα ὅτε διαπρέπουσι διὰ τὴν ἡδύτητα αὐτῶν αἱ μελωδίαι τοὺ Ῥαιδεστηνοῦ, μετὰ πολλῆς γοργότητος  καὶ ἱεροῦ ἐνθουσιασμοῦ πεποιημέναι».

Ὁ Α.Μ. φαίνεται πὼς εἶχε γνωρίσει τὸν Γ. Ῥαιδεστηνὸ στὸ ταξίδι του στὴν Κωνσταντινούπολη στὰ 1888,[7] ἕνα ἔτος πρὸ τῆς κοιμήσεως του,[8] καθότι στὸν τόμο «Κωνσταντινούπολις» τῆς σειρᾶς τῶν ταξιδιωτικῶν του "Μὲ τοῦ βορηᾶ τὰ κύματα" ὁ Μωραϊτίδης ἀναφέρει:[9]

«Εἶναι οἱ Καραμανλῆδες τὸ πολυπληθέστερον ἐκκλησίασμα εἰς τὸν Ἅγιον Νικόλαον τοῦ Τζουμπαλῆ. Καὶ ἔχουν πρωτοψάλτην ἐκεῖ τὸν περιώνυμον διδάσκαλον Γεώργιον τὸν Ῥαιδεστηνόν, ὅστις τοὺς ἔχει συνηθίσει εἰς τὰς σεμνὰς καὶ ὡραίας μελῳδίας. Διηγοῦνται μάλιστα ὅτι κατὰ τὴν νύκτα τῶν Χριστουγέννων, μιὰ χρονιά, ἐκεῖ ὅπου ὁ Ῥαιδεστηνός, ἔνθεος ὅλως, ἀπήγγειλε τὸ Χριστὸς γεννᾶται δοξάσατε, Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἕνας ἀπ’ τοὺς εὐσεβεῖς ἐκείνους Καραμανλῆδες, ἀφαιρεθεὶς ἀπὸ τὴν μελῳδικὴν ἐκείνην ἀνάβασιν, ἀνεφώνησεν:
   Ἀμάν!
Ὅταν δὲ ὁ Πρωτοψάλτης ἐξακολουθῶν, ἀκόμη ὑψηλότερον, ἀκόμη γλυκύτερον, ἀπήγγειλε: Χριστὸς ἐπὶ γῆς ὑψώθητε, ὁ αὐτὸς εὐλαβέστατος Χριστιανὸς προσέθηκε μὲ ὅλην του τὴν καρδίαν:
Ἀσκ-ολσούν! (Εὖγε!)

Τὸν Γεώργιο Ῥαιδεστηνὸ ἀναφέρει ὁ Μωραϊτίδης καὶ στὸ διήγημά του «Ἡ Πορταΐτισσα» (1899), ὅπου ὁ καπετὰν-Μαμμῆς, ὁ ἥρωας τοῦ διηγήματος, ἀναφέρει ὅτι στὰ ταξίδια του στὴν Κωνσταντινούπολη:[10]

«Τὴν Κυριακὴν τὸ πρωῒ θὰ πηγαίναμε στὴν Ἐκκλησία, ν’ ἀκούσωμεν τὴν Λειτουργίαν μας. Πότε εἰς τὸν Ἅγιον Νικόλαον τοῦ Γαλατᾶ, ποὺ πηγαίνουν ὅλοι οἱ Κεφαλλονῆτες, πότε στοῦ Τζουμπαλῆ ποὺ συχνάζουν ὅλα τὰ ἰσνάφια τῆς Σταμποὺλ μὲ εὐλάβεια, πότε εἰς τὸ Φανάρι νὰ ἰδοῦμεν τὸν Πατριάρχην μας καὶ ν’ ἀκούσωμεν τὸν Ῥαιδεστηνὸν τὸν πρωτοψάλτην».

Πιθανολογεῖται, πὼς ὁ Γ. Ῥαιδεστηνὸς ἐπισκέφθηκε τὴν Ἀθήνα καὶ γνώρισε τὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη.[11]
Γεώργιος Ραιδεστινὸς Β΄, 
Φωτοτσιγκογραφία, 
[Βιβλιοθήκη ΙΝΕ/ΕΙΕ], 
«Ἦτο χονδροκαμωμένος, \
τραχὺς τὸ παράστημα, 
μὲ ἕνα βλέμμα ὅμως ἀστραπηβόλον».
Στὰ 1907, στὶς 18 Ἀπριλίου, πρωτοσέλιδα  στὴ ἐφ. «Ἀθῆναι», ὁ Α. Μ. δημοσιεύει ἐκτενὲς ἄρθρο γιὰ τὸν Γ. Ῥαιδεστηνό, ὅπου ἀναφέρεται καὶ στὴν προσωπική τους συνάντηση στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅταν πλέον ὁ Ῥαιδεστηνὸς εἶχε ἀφυπηρετήσει ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο. Ὁ Α.Μ. διηγεῖται ὅτι:[12]

«...ὅταν ἐλθὼν εἰς σύγκρουσιν μὲ τὸν Ἰωακεὶμ τὸν Γ΄, ὡς μὴ ἀποσπώμενος ὀλίγον ἀπὸ τὸ Σαλὶ-Παζάρ, ἀπελύθη ἀπὸ τὸ Φανάριον, ὑπήγαμεν μὲ ἄλλους φίλους του νὰ τὸν ἐπισκεφθῶμεν εἰς τὸν οἶκον του. Ἦτο ἐξηπλωμένος μακαρίως ἐπὶ τοῦ τουρκικοῦ διβανίου του καὶ ἐτερέτιζε νέαν τινὰ μουσικὴν σύνθεσίν του:
—Πῶς εἶσαι δάσκαλε; Ἐχαιρετίσαμεν.
—Ἀργὸς καὶ μετὰ μέλους! ἀπήντησε χαριέντως ὁ Ῥαιδεστηνός». 

Ἐκφράζει τὸν θαυμασμό του γιὰ τὶς ψαλτικὲς καὶ μουσικολογικὲς ἀρετὲς τοῦ Ῥαιδεστηνοῦ, καθὼς δὲν διστάζει νὰ δηλώσει ὅτι:[13]

 «Εἶναι ὁ Ῥαιδεστηνὸς ὁ Εὐρυπίδης τῶν τραγικῶν εἰς τὸ πάθος, χωρὶς νὰ παραβλάψῃ τὴν ἱεροπρεπῆ τοῦ Αἰσχύλου σεμνότητα».

Αὐτόγραφο Γεωργίου Ραιδεστινοῦ, 
[https://www.enanews.gr].
Ὁ Α.Μ. ὁλοκληρώνει τὸ χρονογράφημά του γιὰ τὸν τελευταῖο ἑσπερινὸ τῶν νηστειῶν, μὲ χαριτολογικὸ καὶ συγχρόνως διακριτικῶς δηκτικὸ σχόλιο σχετικὰ μὲ τὴν θέση τῶν γυναικῶν στὸν ναὸ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἀκολουθίας τοῦ Ἑσπερινοῦ,[14] καθὼς διαπιστώνει πὼς καταλάμβάνουν καὶ τὴν ἀριστερὴ καὶ τὴν δεξιὰ πλευρὰ τοῦ ναοῦ:

«Συγχαίρομεν τὰς ἐκκλησιαζομένας ἐν τῷ ναῷ τούτῳ, διότι δυστυχῶς διὰ τοὺς ἄνδρας δὲν ὑπάρχει θέσις ἐν αὐτῷ· ἐκτὸς ἂν ὁρισθῇ δι’ αὐτοὺς ἡ γυναικωνῖτις, ἡ ὁποία παραμένει κενή, τῶν γυναικῶν καταλαμβανουσῶν καὶ τὴν δεξιὰν καὶ τὴν ἀριστερὰν στοὰν τοῦ ναοῦ».

 Τέλος, συγχαίρει τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐπιτροπὴ τοῦ Ναοῦ γιὰ τὴν ἄκρως ἐπιτυχημένη πρόσληψη τοῦ ἱεροψάλτου Παϊσίου:  

«...συγχαίρομεν τοὺς κ.κ. ἐπιτρόπους διὰ τὴν καλὴν ἐκλογὴν τοῦ ἱεροψάλτου».

Ἐφ. Ἀθῆναι, 18.4.1907, σ.1.
Ὅμως, δεκατέσσερα χρόνια ἀργότερα στὸ χρονογράφημά του γιὰ τὸν Γεώργιο Ῥαιδεστηνὸ μέμφεται τοὺς ἐπιτρόπους τῶν ναῶν τῶν Ἀθηνῶν, διότι δὲν φροντίζουν γιὰ τὴν ἐπάνδρωση τῶς ἱεροψαλτικῶν χορῶν μὲ καταρτισμένους μύστες τῆς
Ἐφ. Ἀθῆναι, 18.4.1907, σ.1.
Βυζαντινῆς μουσικῆς
:[15]

«Ὅλοι οἱ μύσται τῆς Βυζαντινῆς μουσικῆς  ἐνταῦθα μετὰ ἰδιαιτέρας χαρᾶς καὶ εὐλαβείας θέλουν νὰ ἐκτελοῦν τοῦ Ῥαιδεστηνοῦ τὰ μέλη, ἀλλὰ δὲν εὑρίσκουν τὴν δέουσαν ὑποστήριξιν ἐκ μέρους τῶν ἐπιτρόπων, φειδωλευομένων περὶ τὴν συγκρότησιν τῶν χορῶν, ἀφίνοντας τοὺς πρωτοψάλτας ξηροὺς ἄνευ τῶν ἀπαραιτήτων δομεστίχων».

*****

ΕΚΔΟΣΗ ΚΕΙΜΕΝΩΝ

ΜΕ ΜΙΑ ΠΕΝΙΑ
Ὁ τελευταῖος τῶν νηστειῶν ἑσπερινός

Γνωρίζετε ὅτι καθ’ ὅλην τὴν ἁγίαν τεσσαρακοστήν, εἰς τὸν ἑσπερινὸν τῆς Κυριακῆς ὑπάρχει ἀνὰ ἓν τροπάριον ‒ἰδιόμελον‒ εἰς τὴν ὑπόθεσιν τῆς νηστείας καὶ τῶν ἀρετῶν αὐτῆς  ἀναφερόμενον, τὸ ὁποῖον τονισμένον εὔμορφα ψάλλεται ἀργῶς μετὰ γλυκυτάτου μέλους;
Λοιπόν, χθὲς Κυριακὴν πέμπτην τῶν νηστειῶν, ἥτις θεωρεῖται ἡ τελευταία τῆς τεσσαρακοστῆς, ἐψάλη ὁ τελευταῖος ἑσπερινός, ἀλλὰ ποῦ, θαρρεῖτε; Εἰς τὸν ναὸν τῶν ἁγίων Ἀναργύρων, ἐν τῇ συνοικίᾳ Ψυρρῇ. Ἐκεῖ καθ’ ὅλας τὰς Κυριακὰς διῆλθον κατανυκτικὰς ὥρας οἱ ἐρασταὶ τῆς γνησίας βυζαντινῆς μουσικῆς· διότι ἐν τῷ ναῷ τούτῳ προσελήφθη ἐσχάτως ὡς ψάλτης εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν τοῦ ἀοιδίμου μουσικοδιδασκάλου Γεωργίου Ῥαιδεστηνοῦ, ὁ ἱερομόναχος Παΐσιος, σεμνότατα καὶ γλυκύτατα ἐκτελῶν τὰ εὔμορφα βυζαντινὰ μουσουργήματα. Χθὲς μάλιστα μετὰ τόσης τέχνης ἔψαλεν εἰς α΄ ἦχον τὸ τελευταῖον, ὡς εἴπομεν, ἰδιόμελον «Θαυμαστὴ τοῦ Σωτῆρος ἡ πρὸς ἡμᾶς φιλάνθρωπος γνώμη...», ὥστε οἱ εὐτυχήσαντες νὰ παραστῶσι χριστιανοὶ ηὐχήθησαν νὰ ἦσαν καὶ ἄλλοι ἀκόμη, ἰδίως ἐκ τῶν ἀμφιβαλλόντων εἰς τὸ περὶ μουσικῆς ζήτημα, διὰ νὰ ἀκούσωσιν ‒ἰδίοις ὠσὶ πλέον‒ ὁποῖόν τι ὑψηλόν, σεμνόν, γλυκὺ καὶ εὐφρόσυνον εἶναι ἡ βυζαντινὴ ὑμνῳδία, ἡ γνησία, ἡ ἐπιστημονική, ἡ ἀπὸ διφθέρας. Φανταζόμεθα δὲ ὁποία καλλιτεχνικὴ ἀπόλαυσις θὰ εἶναι διὰ τοὺς ἐκκλησιαζομένους ἐν τῷ ναῷ τούτῳ κατὰ τὴν ἐπερχομένην Μεγάλην Ἑβδομάδα ὅτε διαπρέπουσι διὰ τὴν ἡδύτητα αὐτῶν αἱ μελῳδίαι τοῦ Ῥαιδεστηνοῦ, μετὰ πολλῆς γοργότητος  καὶ ἱεροῦ ἐνθουσιασμοῦ πεποιημέναι. Συγχαίρομεν τὰς ἐκκλησιαζομένας ἐν τῷ ναῷ τούτῳ, διότι δυστυχῶς διὰ τοὺς ἄνδρας δὲν ὑπάρχει θέσις ἐν αὐτῷ· ἐκτὸς ἂν ὁρισθῇ δι’ αὐτοὺς ἡ γυναικωνῖτις, ἡ ὁποία παραμένει κενή, τῶν γυναικῶν καταλαμβανουσῶν καὶ τὴν δεξιὰν καὶ τὴν ἀριστερὰν στοὰν τοῦ ναοῦ.
Ἐν τούτοις ἂν καὶ λυπούμεθα διότι δὲν ἔχομεν θέσιν ἐν αὐτῷ, συγχαίρομεν τοὺς κ.κ. ἐπιτρόπους διὰ τὴν καλὴν ἐκλογὴν τοῦ ἱεροψάλτου καὶ διὰ τὰς ἰδέας ὧν ἐμφοροῦνται εἰς τὸ περὶ μουσικῆς ζήτημα.
Ἐντόπιος
————

ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΑ
Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΠΡΩΤΟΨΑΛΤΗΣ
Τὰς ἡμέρας αὐτάς, ὅπου ὁ κόσμος ἀναζητεῖ τὴν καλὴν ἐκκλησιαστικὴν μουσικήν, ὥς τι κειμήλιον ἀπολεσθέν, καὶ τρέχει ὅπου ἀκούσῃ ὅτι καλῶς ἐκτελεῖται αὕτη, μεγάλη συγκέντρωσις πιστῶν γίνεται εἰς ἐκείνους τοὺς Ναούς, ὅπου οἱ ψάλται ἐκτελοῦν πιστῶς τὰς μελῳδίας Γεωργίου τοῦ Ῥαιδεστηνοῦ.
Εἶναι ὁ τελευταῖος εἰς τοὺς χρόνους μας Πρωτοψάλτης, εἰς τὴν ἀληθινὴν τῆς λέξεως σημασίαν. Οὐχὶ δηλ. ἐκτελεστὴς ἁπλοῦς τῶν ἀρχαίων βυζαντινῶν μελῶν, ἀλλὰ δημιουργὸς νέων μελῳδημάτων, ἐπὶ τῆς ἀρχαίας πάντοτε γραμμῆς αὐστηρῶς ἡρμοσμένων. Τὸ βιβλίον του, περιέχον ὅλους τοὺς ὕμνους τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, εἶναι ἀπὸ τὰ κλασικὰ πλέον ἔργα τῆς βυζαντινῆς Μούσης, διὰ τοῦ ὁποίου ὁ Γεώργιος Ῥαιδεστηνὸς ἀπηθανατίσθη, ἀναδειχθεὶς κορυφαῖος μεταξὺ ὅλης τῆς χορείας τῶν παλαιῶν διδασκάλων. Τὸ μυστήριον, διὰ τοῦ ὁποίου κατώρθωσεν ὁ Ῥαιδεστηνὸς τὸ ἀνδραγάθημα τοῦτο, δὲν εἶναί τι ἄγνωστον εἰς τὰ μεγάλα δημιουργικὰ πνεύματα. Εἰς τὰ ἀρχαῖα μέλη, χωρὶς νὰ παραβλάψῃ τὸ σεμνὸν αὐτῶν, κατώρθωσε νὰ δώσῃ νέαν ζωήν, διὰ τῶν ἐγκατασπαρεισῶν ἐνιαχοῦ τῶν τροπαρίων θέσεων τῆς ἰδιαιτέρας του ἐμπνεύσεως, διὰ τῶν ὁποίων τὰ ἀρχαῖα μέλη ἀπέκτησαν κίνησιν καὶ ζωήν, τὴν ὁποίαν δὲ εἶχον ἕως τότε φανεράν. Τοῦτο ἐπέτυχεν εἰς ἀπίστευτον βαθμὸν ὁ Ῥαιδεστηνός, σχετίσας πολὺ-πολὺ τὴν ποίησιν τῶν τροπαρίων μετὰ τοῦ μέλους, ὥστε ν’ ἀποτελέσουν τὰ δύο ἓν ἀναπόσπαστον σύνολον ὡς σῶμα καὶ ψυχή. Καὶ ὅπου παθαίνεται ἡ ποίησις νὰ παθαίνεται ἡ μελῳδία. Ὅ,τι αἰσθάνεται ἡ ποίησις νὰ αἰσθάνεται καὶ ἡ μελῳδία. Τὸ τοιοῦτο παρατηρεῖται καὶ εἰς τοὺς ἀρχαίους μελοποιούς, ἀλλὰ συνήθως ἀπὸ λέξεως εἰς λέξιν, καὶ ὄχι  ἐν συνόλῳ, ὅπερ παραλύει τὴν μελῳδίαν διακόπτον τὴν συνέχειαν αὐτῆς. Ἐνῷ ὁ Ῥαιδεστηνὸς ὅλην τοῦ τροπαρίου τὴν ποίησιν ὑπέβαλεν εἰς τὴν διάκρισιν τοῦ μέλους, ἀποτελέσας μίαν νέαν ἁρμονίαν καλλιτεχνικωτάτην.
*
Οὕτως ὁ Ῥαιδεστηνὸς δὲν εἶναι μόνον ψάλτης ἀλλὰ ποιητὴς-ψάλτης. Ἔχει φωνὰς διὰ τὸ πένθος καὶ φωνὰς διὰ τὴν χαράν. Φωνὰς διὰ τὴν γῆν καὶ φωνὰς διὰ τὸν οὐρανόν. Καὶ περιπλέον φωνὰς διὰ τὰ ὑπὸ τὴν γῆν, διὰ τὰ καταχθόνια. Φωνὰς δι’ ὅλα τὰ ψυχικὰ πάθη. Ὁ Ῥαιδεστηνὸς διὰ τῆς μελῳδίας του χορεύει καὶ ἅλλεται ἐξεγειρόμενος. Καὶ πάλιν ἠρεμεῖ καὶ ὑπνοῖ βαθμηδὸν καθεύδων τὴν ἱερὰν ἀταραξίαν. Ὅταν ψάλλῃ τὸ περίφημον τῆς Μεγάλης Δευτέρας τροπάριον «Ἐρχόμενος ὁ Κύριος πρὸς τὸ ἑκούσιον πάθος τοῖς Ἀποστόλοις ἔλεγεν ἐν τῇ ὁδῷ...» εὑρίσκεται εἰς ὁδοιπορίαν. Καὶ σὲ παίρνει ἀπὸ τὸ χέρι καὶ περιπατεῖς μαζί του, μὲ τὸ τροπάριον, μὲ βῆμα ρυθμικὸν κανονικώτατα, σὰν στρατιώτης γυμνασμένος. Θαρρεῖς, πὼς εἶσαι μαζὶ μὲ τοὺς Ἀποστόλους καὶ ἀκολουθεῖς τὸν Χριστὸν εἰς τὴν τελευταίαν του ἐκείνην ὁδοιπορίαν, καὶ «ἀναβαίνεις εἰς Ἱεροσόλυμα», ὅταν ἔξαφνα εἰς τὸ «Παραδοθήσεται», ἐξανοίγῃς ἐμπρός σου τὴν σπεῖραν τῶν Ἰουδαίων τὴν αἱμοχαρῆ. Μὲ τὴν λέξιν «νεκρωθῶμεν» παραιτεῖς, χάριν μιᾶς τοιαύτης γλυκυτάτης ῥαιδεστινείου μελῳδίας, «ὅλας τὰς τοῦ βίου ἡδονάς» καὶ ἔξαφνα ἰδού, εὑρίσκεσαι εἰς τὴν «Ἄνω Ἱερουσαλήμ» μετέωρος ἀπὸ τὴν μάγον τοῦ Διδασκάλου τέχνην ’σὰν εἰς ἓν ἀερόστατον. Ὁμοίως καὶ εἰς τὰ λοιπὰ τροπάρια.
Δὲν τὰ ἀκούεις μόνον ἁπλῶς, ἀλλὰ ἀγωνιᾷς μαζί των. Ὀδυνόμενος ὁ Ῥαιδεστηνὸς σὲ κάμνει νὰ ὀδυνᾶσαι, πονῶν σὲ κάμνει νὰ πονῇς, χορεύων σὲ κάμνει νὰ χορεύῃς. Ὅταν ψάλλῃ: «Ἰδοὺ ἀναβαίνω πρὸς τὸν Πατέρα μου» ὁμιλεῖ μὲ τὸν οὐρανόν. Ὅταν ἐκφωνῇ τὸ «παραδίδομαι ἁμαρτωλῶν χερσίν» ὁμιλεῖ μὲ τὴν γῆν, καὶ ὅταν βαθειὰ-βαθειὰ ἀναμέλπῃ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς του τὸ «ταφῇ παραδόντες» θαρρεῖς πὼς ἀκούεις τὴν φωνήν του ἀπὸ τὰ καταχθόνια. Εἶναι ὁ Ῥαιδεστηνὸς ὁ Εὐρυπίδης τῶν τραγικῶν εἰς τὸ πάθος, χωρὶς νὰ παραβλάψῃ τὴν ἱεροπρεπῆ τοῦ Αἰσχύλου σεμνότητα.

*
Εἰς τὸν Ἅγιον Νικόλαον τοῦ Τζουμπαλῆ, ὅπου ἔψαλλε τελευταῖον, μετέβαινεν ὅλη ἡ ἀριστοκρατία τοῦ Γένους νὰ τὸν ἀκούῃ ἀπὸ τὰ τετραπέρατα τῆς πόλεως. Ἦτο χονδροκαμωμένος, τραχὺς τὸ παράστημα, μὲ ἕνα βλέμμα ὅμως ἀστραπηβόλον. Ἡ φωνή του ἦτο βαρυτόνου φωνή. Καὶ ὄχι τόσον γλυκεία. Ὀλίγον βραχνὴ ἀπὸ τὸ Σαμιώτικο κρασὶ τοῦ Σαλί-παζάρ, μὲ τὸ ὁποῖον ἐθάρρει νὰ τὴν γλυκάνῃ ὁ μέγας καλλιτέχνης. Ἀλλ’ ὅ,τι τὸν ἐστέρησεν ἡ φύσις, τὸ κατέκτησε διὰ τῆς τέχνης. Ἀκίνητος εἰς τὸ στασίδι του. Κι οἱ Καραμανλῆδες ἔμποροι, οἱ πλούσιοι χορηγοὶ τῆς μεγάλης ἐκείνης ἐνορίας, γύρω-γύρω χωρὶς οὐδὲ ἀνασασμὸν νὰ παίρνουν.
Μιὰ φορά ‒ἦταν Χριστούγεννα‒ καὶ ὁ Ῥαιδεστηνὸς ἔψαλλε τὸ «Χριστὸς γεννᾶται». Εἰς τὴν ἀμίμητον μουσικὴν θέσιν «Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν» ἕνας Καραμανλῆς συναρπαγεὶς μαζί του ἐφώναξεν:
—Ἀμάν!
Ὅταν δὲ προχωρῶν εἰς τὰ ὕψη ἀκόμη, ὁ ἔνθους ψάλτης, ἐδημιούργει τὴν θέσιν: «Ὑψώθητε» ἕνας ἄλλος Καραμανλῆς εἰς τὰ σύννεφα αἴφνης εὑρεθεὶς, προσέθηκεν:
—Ἀσκονσούλ! (Χαρὰ σ’ ἐσέ! Εὖγε σου!)
Ἄλλην φορὰν ἔψαλλε τὰς Καταβασίας τῆς Ἀναλήψεως, ὅτε ὁ Πατριάρχης ποὺ ἐχοροστάτει, τόσον ᾐχμαλωτίσθη ἀπὸ τὴν μαγικὴν ἐκείνην μελῳδίαν τοῦ Ῥαιδεστηνοῦ, ὥστε εἰς τὴν θέσιν «καταποντίσαντι» τοῦ ἔπεσεν ἡ πατερίτσα ἀπὸ τὰς χεῖρας του, καταποντισθεῖσα μαζὶ μὲ τοὺς τριστάτας καὶ τὰ ἅρματα τῶν Αἰγυπτίων ἐν τῇ Ἐρυθρᾷ...
*
Ἦτο δὲ μεγαλοπρεπῶς ἀφελὴς ὁ μέγας Πρωτοψάλτης. Ὅταν ἐλθὼν εἰς σύγκρουσιν μὲ τὸν Ἰωακεὶμ τὸν Γ΄, ὡς μὴ ἀποσπώμενος ὀλίγον ἀπὸ τὸ Σαλὶ-Παζάρ, ἀπελύθη ἀπὸ τὸ Φανάριον, ὑπήγαμεν μὲ ἄλλους φίλους του νὰ τὸν ἐπισκεφθῶμεν εἰς τὸν οἶκόν του. Ἦτο ἐξηπλωμένος μακαρίως ἐπὶ τοῦ τουρκικοῦ διβανίου του καὶ ἐτερέτιζε νέαν τινὰ μουσικὴν σύνθεσίν του:
—Πῶς εἶσαι δάσκαλε; Ἐχαιρετίσαμεν.
—Ἀργὸς καὶ μετὰ μέλους! ἀπήντησε χαριέντως ὁ Ῥαιδεστηνός, παραλλάσων εὐφυῶς τὴν τυπικὴν σημείωσιν τροπαρίων τινῶν, τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ ψάλλωνται ἀργῶς καὶ μετὰ μέλους... 

*
Ὅλοι οἱ μύσται τῆς Βυζαντινῆς μουσικῆς  ἐνταῦθα μετὰ ἰδιαιτέρας χαρᾶς καὶ εὐλαβείας θέλουν νὰ ἐκτελοῦν τοῦ Ῥαιδεστηνοῦ τὰ μέλη, ἀλλὰ δὲν εὑρίσκουν τὴν δέουσαν ὑποστήριξιν ἐκ μέρους τῶν ἐπιτρόπων, φειδωλευομένων περὶ τὴν συγκρότησιν τῶν χορῶν, ἀφίνοντας τοὺς πρωτοψάλτας ξηροὺς ἄνευ τῶν ἀπαραιτήτων δομεστίχων. Ἰδίως δὲ χαίρει ἐκτελῶν τὴν Μεγάλην Ἑβδομάδα τοῦ Ῥαιδεστηνοῦ ὁ ἰδιοκτήτης καὶ ἀρχισυντάκτης τῆς μουσικῆς ἐφημερίδος Φ ό ρ μ ι γ γ ο ς, κ. Ι. Τσώκλης, ἐνθουσιώδης θιασώτης τῶν πατρίων.
Α. ΜΩΡΑΪΤΙΔΗΣ



Σημ: Εὐχαριστίες πολλὲς γιὰ τὴ βοηθειά τους: στὸν π. Νεκτάριο Μαμαλοῦγκο, τὸν π. Κωνστανῖνο Καλλιανό, τὸν Δημήτρη Σκρέκα, τὸν Ἰωάννη Ἀρβανίτη καὶ τὸν Χαρίτωνα Καρανάσιο.




Πρώτη δημοσίευση, στὴν ἐφ. Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας τῶν Γρεβενῶν, φ. 867/ 3.4.2020, σελ. 11-14.





[1].  Ζαχαρίας Παπαντωνίου, «Σκέψεις Ρωμηοῦ (Αἱ ἡμέραι τῶν Παθῶν)», ἐφ. Σκρίπ, 7.4.1900, σ. 1.
[2]. Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, «Ὁ τελευταῖος τῶν νηστειῶν ἑσπερινός», ἐφ. Νέα Ἐφημερίς, 15.3.1893, σ. 3.
[3]. «Στὰ ταξιδιωτικὰ κείμενα χρησιμοποιοῦσε τὰ ψευδώνυμα "Ταξειδιώτης", "Μ.", "Σφίγξ",  "Ἐντόπιος", καὶ  "Ὁ Τ. "· βλ. Ροδάνθη Βαλερᾶ - Κουνάβα, Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης. (1850-1929). Συμβολὴ στὴ μελέτη τοῦ Διηγηματογραφικοῦ του ἔργου, ἐκδ. Βιβλιογονία, Ἀθήνα 1996,  σ. 240.
[4]. Περὶ  τοῦ βίου καὶ τοῦ ἔργου τοῦ Γεωργίου Ῥαιδεστηνοῦ τοῦ Β΄ (Ῥαιδεστὸς 1833- Κωνσταντινούπολις 1889), Πρωτοψάλτου τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, βλ. Γεώργιος Ι. Παπαδόπουλος, Συμβολαὶ εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς παρ’ ἡμῖν Ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς, Ἀθῆναι 1890, σ. 364-366, ὅπου χαρακτηριστικὰ σημειώνει πώς, «προκειμένου περὶ τῆς μουσικῆς ἀξίας τοῦ βιογραφουμένου μουσικοδιδασκάλου προβάλλομεν τὸ τοῦ Κικέρωνος, ὅτι "ἡ πραγματικὴ ἀξία, τὰ πράγματα, ἦσαν ὄντως ἀνώτερα τῆς φήμης"».
[5]. Σχετικὰ μὲ τοὺς μαθητὲς τοῦ Γ. Ῥαιδεστηνοῦ ἀναφέρεται πὼς: «Ὁ Ῥαιδεστινὸς κατέλιπεν ὀλίγους μὲν μαθητὰς ἀλλ’ ἐμπείρους καὶ πιστοὺς μιμητὰς τοῦ ὕφους αὐτοῦ»· Παπαδόπουλος, Συμβολαί, σ. 365.
[6]. Τῇ Κυριακῇ Ε´ Νηστειῶν ἑσπέρας.
Ἰδιόμελον. Ἦχος α´.
Θαυμαστὴ τοῦ Σωτῆρος, ἡ δι᾿ ἡμᾶς φιλάνθρωπος γνώμη· τῶν μελλόντων γὰρ τὴν γνῶσιν, ὡς παρόντων κεκτημένος, τοῦ Λαζάρου καὶ τοῦ Πλουσίου, τὸν βίον ἐστηλίτευσε· τῶν ἑκατέρων οὖν τὸ τέλος ἐνοπτριζόμενοι, τοῦ μὲν φύγωμεν, τὸ ἀπηνὲς καὶ μισάνθρωπον, τοῦ δὲ ζηλώσωμεν, τὸ καρτερὲς καὶ μακρόθυμον, πρὸς τὸ σὺν αὐτῷ τοῦ Ἀβραὰμ κόλποις, ἐνθαλπόμενοι βοᾶν· Δικαιοκρῖτα Κύριε, δόξα σοι.
[7]. «Ἀπὸ τοῦ 1876 μέχρι τοῦ θανάτου του, τὸ 1889, ἔψαλλε στοὺς πλέον ὀνομαστοὺς ἐνοριακοὺς ναοὺς τῆς Κωνσταντινουπόλεως»· Χαράλαμπος Καρακατσάνης, Ἀναστασιματάριον Γεωργίου Ῥαιδεστηνοῦ τοῦ Β΄, Ἀθῆναι 2012, σ. 7. · «Ὅτε τὸ πρῶτον εἶχον ἐπισκεφθεῖ τὴν Κωνσταντινούπολιν, ἀπέστειλα τὰς ἐντυπώσεις μου πρὸς τὴν «Νέαν Ἐφημερίδα» διὰ συντόμου ἐπιστολῆς μου, ἥτις ἐδημοσιεύθη ἐν τῷ φύλλῳ τῆς 19 Αὐγούστου 1888», βλ. Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, Μὲ τοῦ βορηᾶ τὰ κύματα, Ταξείδια - Περιγραφαὶ - Ἐντυπώσεις, «Κωνσταντινούπολις», ἐκδόσεις Ἰ. Ν. Σιδέρης, Ἀθῆναι 1923, τ. Β΄, σ. 6. Ἡ ἐπιστολὴ τοῦ Μωραϊτίδη ἀπὸ τὴν Κωνσταντνινούπολη εἶναι χρονολογημένη στὶς 10 Αὐγούστου 1888, καὶ ἀναφέρει ὡς ἡμερομηνία ἀφίξεώς του στὴν Πόλη τὴν 9η Αὐγ. 1888.
[8]. Περιγραφή του, ἀπὸ τὴ συναντησή τους, καταγράφει ὁ Α.Μ.: «Ἦτο χονδροκαμωμένος, τραχὺς τὸ παράστημα, μὲ ἕνα βλέμμα ὅμως ἀστραπηβόλον. Ἡ φωνή του ἦτο βαρυτόνου φωνή. Καὶ ὄχι τόσον γλυκεία. Ὀλίγον βραχνὴ ἀπὸ τὸ Σαμιώτικο κρασὶ τοῦ Σαλί-παζάρ, μὲ τὸ ὁποῖον ἐθάρρει νὰ τὴν γλυκάνῃ ὁ μέγας καλλιτέχνης. Ἀλλ’ ὅ,τι τὸν ἐστέρησεν ἡ φύσις, τὸ κατέκτησε διὰ τῆς τέχνης. Ἀκίνητος εἰς τὸ στασίδι του. Κι οἱ Καραμανλῆδες ἔμποροι, οἱ πλούσιοι χορηγοὶ τῆς μεγάλης ἐκείνης ἐνορίας, γύρω-γύρω χωρὶς οὐδὲ ἀνασασμὸν νὰ παίρνουν».· Α. Μωραϊτίδης, «Ὁ τελευταῖος Πρωτοψάλτης»,  Ἐφ. Ἀθῆναι, 18.4.1907, σ. 1.
[9] . Μωραϊτίδης, Μὲ τοῦ βορηᾶ τὰ κύματα, τ. Β΄, σ. 145.
[10]. Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, Διηγήματα, ἐπιμ. Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, ἐκδόσεις Γνώση καὶ Στιγμή, Ἀθήνα 1990, τ. Β΄, σ. 215.
[11]. «Ὅταν ὁ Ῥαιδεστηνὸς ἐπισκέφθηκε τὴν Ἀθήνα γνωρίστηκε μὲ τὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη»· Χαράλαμπος Καρακατσάνης, Ἀναστασιματάριον, σ. 8.
[12]. Α. Μωραϊτίδης, «Ὁ τελευταῖος Πρωτοψάλτης»,  Ἐφ. Ἀθῆναι, 18.4.1907, σ.1· τὸ ἄρθρο ἀναδημοσιεύται τὸ 1918 στὸ περιοδικὸ «Τρεῖς Ἱεράρχαι», τεῦχ. 419, σ. 63-64.
[13]. Μωραϊτίδης, «Ὁ τελευταῖος Πρωτοψάλτης», σ.1.
[14]. «Ἀριθ. Πρωτ. 660. Διεκ. 116. Περὶ του ὅτι αἱ γυναῖκες ὀφείλουσι προσεύχεσθαι ἐν τῷ ὡρισμένῳ αὐταῖς τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τόπῳ. Βασίλειον τῆς Ἑλλάδος. Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Πρὸς ἀνὰ τὸ Κράτος Σεβ. Ἱεράρχας, τοὺς εὐλαβεστάτους ἐφημερίους καὶ ἐπιτρόπους τῶν ἐκκλησιῶν καὶ πρὸς ἅπαν τὸ χριστεπώνυμον πλήρωμα
...Τὴν ἰδιαιτέραν ὅμως τανῦν τῆς Συνόδου προσοχὴν κυρίως ἐφείλκυσεν, ἡ θρησκευτικὴν ἀδιαφορίαν καὶ ὀλιγωρίαν ἅμα δεικνύουσα τῶν ἀρχαίων ἐθίμων ἐμφάνισις ἀτόπου νεωτερισμοῦ, καθ’ ὃν αἱ γυναῖκες οὐχὶ ἐν τῷ ὡρισμένῳ αὐταῖς τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τόπῳ ἵστανται καὶ προσεύχονται, ὡς ἐν  τῇ Ἐκκλησίᾳ εἴθισται καὶ πολλαχοῦ κατ’ ἀκρίβειαν τηρεῖται, ἀλλὰ τοὐναντίον ἀναμὶξ μετ’ ἀνδρῶν ἐκκλησιαζόμεναι προσεύχονται, ὅπερ αἰτία ἐπικρίσεων, βλάβης ψυχικῆς καὶ μάλιστα μομφῆς ἐπ’ ἀκηδίᾳ κατὰ τῆς ἀνωτάτης ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς ἐγένετο ... Ἡ δὲ Ἱερὰ Σύνοδος... ἀπαγορεύει ῥητῶς διὰ τοῦ παρόντος αὐτῆς Συνοδικοῦ γράμματος τὸ ἄνδρας μετὰ γυναικῶν ἀναμὶξ προσεύχεσθαι ἐν ταῖς τοῦ Χριστοῦ ἁγίαις ἐκκλησίαις, ὡς ἔκνομον καὶ ἄθεσμον, καὶ προτρέπει, ὅπως εἰς τὸ ἑξῆς, πρὸς ἄρσιν τῆς κακῆς συνηθείας, αἱ μὲν ἄνδρες τῶν θείων ἱεροτελεστιῶν τελουμένων, ἐν τῇ προσδιωρισμένῃ αὐτοῖς θέσει μένωσι καὶ προσεύχονται, αἱ δὲ γυναῖκες ἐν τῷ ἀπὸ τῶν ἀνδρῶν κεχωρισμένῳ τόπῳ, τῷ κοινῶς λεγομένῳ γυναιτίκι, μετὰ κοσμιότητος τὰς πρὸς τὸν Θεὸν εὐχὰς αὐτῶν ἀναφέρωσι... Ἐν Ἀθήναις, τῇ 26 Νοεμβρίου 1884... Ὁ Γραμματεὺς Προκόπιος Β. Οἰκονομίδης»· Στέφανος Γιαννόπουλος, Συλλογὴ τῶν ἐγκυκλίων τῆς  Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἀπὸ τοῦ 1833 μέχρι τοῦ 1901, Ἀθῆναι, [Τυπογραφεῖον τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας], σ. 621-622. 
[15]. Μωραϊτίδης, «Ὁ τελευταῖος Πρωτοψάλτης», σ.1.