Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2022

ΜΝΗΜΗ ΑΝΑΡΓΥΡΟΥ-ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΥΡΟΜΥΤΗ

 Γιάννης-Ἀνάργυρος Μαυρομύτης (1940- 26 Ἰαν. 2022)

«Δι’ αὐτοὺς τοὺς νεκροὺς

καὶ τὰ πουλιὰ δέησιν μινύρονται

καὶ προσευχὴν ἀναστενάζουν».

(Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης)


Ὁ Γιάννης-Ἀνάργυρος Μαυρομύτης
στὰ Μεγ. Βραγγιανά,στὴν πηγὴ ''Φοντάνα'',
στὶς 10 Αὐγούστου 2008, ὁμιλητὴς
στὸ Συνέδριο Τὰ Ἄγραφα στὴ διαδρομὴ τῆς Ἱστορίας.


δυνηρὴ κατάπληξη γέννησε σὲ ἐμᾶς τοὺς Ἀγραφιῶτες, τὰ Μεγάλα Βραγγιανά, τὸ «Ἑλληνομουσεῖον  Ἀγράφων», ἡ ἀπροσδόκητη εἴδηση, τὸ πικρὸ ἄγγελμα  τοῦ θανάτου τοῦ Γιάννη-Ἀνάργυρου Μαυρομύτη. Ἀδυνατοῦμε νὰ συνηθίσουμε στὴν ἰδέα πὼς ὁ Καρπενησιώτης θεράπων τῆς Εὐρυτανικῆς ἱστορίας δὲν εἶναι πλέον ἐν ζωῇ.

Σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς τῆς δράσης του ἀπέδειξε τὴν εὐγένεια τοῦ χαρακτῆρα του. Μετριοπαθὴς καὶ συνετός, μειλίχιος, γλυκὺς ἀλλὰ καὶ σταθερὸς στὰ φρονήματά του καὶ στὶς πράξεις του, ἐνέπνεε τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν ἐκτίμηση ὅλων. Ὡς οἰκογενειάρχης, ὡς  ὑπηρέτης του Δημοσίου ἀλλὰ καὶ ὡς πολίτης διέθετε τέτοιες ἰδιότητες ὥστε ἡ ζωή του νὰ εἶναι ἕνα παράδειγμα τιμιότητας σπάνιας καὶ καλωσύνης ἀνεπιτήδευτης. Οὐδέποτε ἀπρακτῶν ἀλλὰ συνεχῶς ἐργαζόμενος πνευματικὰ διακονοῦσε τὴ σπουδὴ καὶ τὴ μελέτη τῆς ἱστορίας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ τῶν Ἀγράφων καὶ τοῦ Καρπενησίου σὲ ὅλες τὶς περιόδους τoῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ.


    

Ἔφερε μὲ τὴν σπάνια ἐρευνητική του δεινότητα, τὴ στάθμη τῆς σκέψης του καὶ τὴ σοβαρότητα τοῦ λογισμοῦ του στὸ φῶς ἄγνωστες πτυχὲς τῆς ἱστορίας τῆς γενετειρᾶς του καὶ τῶν ἱστορικῶν Ἀγράφων. Δὲν θὰ ἦταν ὑπερβολὴ νὰ θεωρηθεῖ πώς, ὡς "μαθητής"  του, ξεπέρασε καὶ τὸν "δάσκαλο του", τὸ πρότυπό του, τὸν Πάνο Βασιλείου, ἐπιβεβαιώνοντας ἔτσι τὸ παροιμιακὸν πώς: καλὸς δάσκαλος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ τὸν ξεπερνᾶ ὁ μαθητής του.


Ἐμεῖς, ποὺ εἴχαμε τὴν τύχη, τὸ σπάνιο προνόμιο νὰ ἔχουμε συνεργαστεῖ μαζί του στὰ ἔξοχα γραμματικά του ἔργα μέχρι καὶ πολὺ λίγο καιρὸ πρὶν τὸν θάνατό του· ἐμεῖς ποὺ τὸν θεωρούσαμε παράδειγμα γιὰ μίμηση, ὁδίτη γιὰ νὰ βροῦμε τὸν δικό μας δρόμο, ἐμεῖς νοιώσαμε μὲ τὸ ἄγγελμα τῆς κοιμήσεώς του πὼς χάσαμε κάτι μοναδικὸ καὶ ἀναντικατάστατο: μιὰ χαρισματικὴ προσωπικότητα, ἕνα ἰδιαίτερο πνεῦμα, μιὰ προικισμένη διανόηση καὶ ἕναν ἀνιδιοτελῆ χαρακτήλῆρα· ἕνα καταφύγιο ἀπεριόριστης ἐμπιστοσύνης τοῦ κάθε μας προβληματισμοῦ, τῆς ὁποιασδήποτε σκέψης μας.

Ὁ Γιαννης Μαυρομύτης μὲ τὸν
ἀείμνηστο ἐπίσης συγχωριανό μας 
Γεώργιο Χρήστου († 20.5 2012)

Τίποτε δὲν τοῦ ξέφευγε καὶ εὕρισκε καιρὸ γιὰ ὅλα. Ἐμεῖς κάτω ἀπὸ αὐτὴν τὴν σκιὰ τῆς «γιγαντόσωμης δρυός» τῆς Εὐρυτανικῆς ἱστορίας βρίσκαμε  θαλπωρὴ καὶ καταφύγιο: ὅλοι οἱ φίλοι του καὶ συναντιλήπτορές του τὸν θρηνοῦμε ἀπαρηγόρητα

Ἀφήνει  μεγάλη, πλούσια καὶ σπουδαία παρακαταθήκη στοὺς ἐπιγενομένους, σὲ ὅλους μας, τὸ πνευματικό του ἔργο ἀλλὰ καὶ τὴν ἀγάπη του τὸ ἐνδιαφέρον του τὴ μέριμνά του γιὰ ἐμᾶς, τὸν τόπο μας, τὰ ἱστορικὰ Ἄγραφα. Τὸ «Ἑλληνομουσεῖον Ἀγράφων» χάνει ἕνα ἄριστο διάκονό του, τὰ Μεγάλα Βραγγιανὰ ἡ ἰδιαίτερη μας πατρίδα ἕναν σπάνιο φίλο, τὸ τοπικό μας  ἔντυπο «ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΒΡΑΓΓΙΑΝΑ» ἕνα πολύτιμο συνεργάτη, ἐμεῖς δὲ μιὰ ἐξαιρετικὴ περίπτωση συνεργάτη καὶ φίλου ἀπροσμέτρητης ἀξίας. Χάνουν καὶ οἱ δύο Σκιαθῖτες λογοτέχνες,  ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης καὶ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, ἕναν –κατὰ δήλωσίν του ποὺ μᾶς εἶχε ἐξομολογηθεῖ καλὸ καὶ πιστὸ ἀναγνώστη τους. Ἡ δὲ κοινωνία τοῦ Καρπενησίου, ἡ ὁποία τὴν ἔλλειψή του θὰ αἰσθανθεῖ γιὰ πολὺ μεγάλο διάστημα χρόνου, χάνει μία ἐμβληματικὴ ἱστοριογραφικὴ μορφή, ἕναν λαμπρὸ συνετὸ χαρακτῆρα, ἕναν ταπεινὸ ὑπηρέτη τῶν ἀγαθοεργῶν σκοπῶν τοῦ φιλογενοῦς ἱδρύματος Γαζῆ-Τριανταφυλλοπούλου.

Ὁ Γιάννης Μαυρομύτης (ἀριστερά) 
στοὺς "Στανᾶδες" 
τῶν Μεγ. Βραγγιανῶν τὸ καλοκαίρι
τοῦ 1998, σὲ ἐπίσκεψη κλιμακίου τῆς 
Νομαρχίας Εὐρυτανίας. Διακρίνεται καὶ 
ὁ Σπυρίδων Ἀριστ. Τσιώλης († 15.1.2013)

Μὲ ἄπειρο σεβασμὸ στὴν προσωπικότητα καὶ τὸ ἔργο τοῦ Γιάννη-Ἀνάργυρου Μαυρομύτη, «ἀκαταπονήτου ἀνδρὸς μοχθοῦντος διὰ τὸ κοινὸν ἀγαθόν» προσευχόμεθα ὅπως ὁ Κύριος ἀναπαύσει τὴν ψυχή του καὶ νὰ τὴν κατατάξει στὴ χώρα τῶν Δικαίων. Στὴ δὲ σύζυγό του Βασιλικὴ καὶ τὰ παιδιά του Μαρία καὶ Διονύσιο εὐχόμαστε νὰ βροῦν τὴ δύναμη καὶ τὸ σθένος νὰ ἀντέξουν τὸ βάρος καὶ τὸ μέγεθος τῆς ἀπώλειας ἀλλὰ καὶ νὰ φροντίσουν γιὰ τὴν ἀνάδειξη καὶ προβολή τοῦ ἔργου του, ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο  τοῦ χαρίζει πραγματικὴ αἰωνιότητα καὶ ἀληθινὴ ἀθανασία.

           Γιάννη μου

Ἐμεῖς, ὅσο ὁρίσει ἡ πρόσκαιρη παρουσία μας, πάντοτε θὰ σὲ μνημονεύουμε —καυχώμενοι ἐν Κυρίῳ— πὼς ὑπῆρξες φίλος ἀδελφικός, θὰ μελετοῦμε δὲ καὶ θὰ τιμοῦμε τὸ σπουδαῖο ἐρευνητικό σου ἔργο.

Ἄφθιτος ἡ μνήμη σου μετ’ ἐγκωμίων.

Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης

Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2022

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ ΤΟΥ ΓΟΡΔΙΟΥ ΤΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΓΟΥΒΑΣ ΒΡΑΓΓΙΑΝΩΝ

 

Μάθε νὰ προφέρεις σωστὰ τὴν πραγματικότητα 

Ὀδ. Ἐλύτης 

Ἐνίοτε, εἴτε ἀπὸ πρόθεση εἴτε ‒τὶς περισσότερες φορές‒ ἀπὸ ἀγαθὸν φανατισμὸν ἀγάπης γιὰ τὴν πατρίδα, δημιουργοῦνται ἱστορικοὶ μύθοι καὶ θρύλοι ποὺ δὲν στηρίζονται σὲ καμμιὰ γραπτὴ ‒οὔτε κἂν προφορική‒ πηγή, ἀλλὰ συνήθως προκύπτουν ἀπὸ τὴ δημοσίευση μιᾶς αὐθαίρετης ἐκτίμησης,  ὅπου, συνήθως, κατατίθεται -ἴσως μὲ καλὴ  πρόθεση- ἡ διάθεση νὰ γίνει ἡ ἐπιθυμία  ἢ τὸ ὅποιο σκεπτικό μας ἱστορικὴ πραγματικότητα. Αὐτὸ βλάπτει καὶ τὸν τόπο καὶ  τὴν ἱστορία του ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀνθρώπους του, ποὺ καλοπροαίρετα ἐνδεχομένως


ἀναπαράγουν τέτοια συμπεράσματα. Καὶ ὁ μῦθος, ὁ θρύλος, ἰδιαίτερα ὅταν παρέλθει μεγάλο χρονικὸ διάστημα ἀναπαραγωγῆς του, καθίσταται πιὸ ἰσχυρός, πιὸ ἀνθεκτικὸς καὶ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν  πραγματικότητα· καθιερώνεται στὶς συνειδήσεις, δύσκολα ἀνατρέπεται καὶ ἐν τέλει ‒ἂν δὲν βλάπτει‒ κυρίως δὲν προσφέρει, οὔτε προσθέτει καμμιὰ ὑπηρεσία στὴν ὑπόθεση τὴν ὁποία ἐπιθυμεῖ νὰ ὑπηρετήσει.. Κλασσικὸ παράδειγμα εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ «Κρυφοῦ Σχολειοῦ». Στὸν τόπο μας, τὰ Ἄγραφα, τὰ Μεγ. Βραγγιανά, μιὰ τέτοια περίπτωση, ἀγαθοῦ φανατισμοῦ ἀγάπης γιὰ τὴν ἰδιαίτερη πατρίδα,  εἶναι ἐκείνη περὶ τοῦ ἀριθμοῦ τῶν βιβλίων τῆς λεγομένης «Βιβλιοθήκης τοῦ Γορδίου» στὴν Σχολὴ τῶν Βραγγιανῶν στὶς ἀρχὲς τοῦ 18ου αἰ.

Γιὰ τὸ μέγεθος τῆς βιβλιοθήκης τοῦ Γορδίου στὰ τότε Βρανιανὰ τῶν Ἀγράφων, στὸ λεγόμενο "Ἑλληνομουσεῖον Ἀγράφων", ἔχουν κατὰ καιροὺς δημοσιευθεῖ ἀρκετά, καὶ κυρίως ὅτι περιελάμβανε περίπου «4.000  τόμους βιβλίων». Ὅμως, καμμιὰ γραπτὴ πηγὴ δὲν παραδίδει κάτι τέτοιο. Μία ἀναφορὰ γιὰ τὴ βιβλιοθήκη του ἁλιεύεται στὴν ἀλληλογραφία τοῦ Γορδίου μὲ τὸν λόγιο-ἱεράρχη, μητροπολίτη Ἄρτης καὶ Ναυπάκτου Νεόφυτο Μαυρομμάτη, ὁ ὁποῖος εἶχε στείλει στὸν Γόρδιο κατάλογο τῶν βιβλίων τῆς Μονῆς Ἰβήρων τοῦ Ἁγ. Ὄρους. Γράφει σχετικὰ ὁ Γόρδιος, ἀπὸ τὰ Βρανιανά, στὸν Νεόφυτο στὶς 16 Ἀπριλίου 1727: «Τῶν παρ’ ἐμοὶ μέντοι γε σῳζομένων βίβλων πάνυ εἰσὶν ὀλίγαι αἱ μὴ τῷ καταλόγῳ τῶν αὐτόθι κείμεναι. […] Πρὸς τούτοις δέ μοι καὶ θαυμάζειν ἔπεστι τῆς ποσότητος τούτων ἕνεκεν. Ὑπελάμβανον γὰρ ὅτι  καὶ τὰς χιλίας ὑπερακοντίζειν βίβλους»   (βλ. Ἀναστάσιος Γόρδιος, Ἀλληλογραφία, (1675-1728), Ἔκδοση: Χαρίτων Καρανάσιος ‒ Ἰωάννα Κόλια, Προλεγόμενα‒Σχόλια: Χαρίτων Καρανάσιος,  [Κέντρον Ἐρεύνης τοῦ Μεσαιωνικοῦ καὶ Νέου Ἑλληνισμοῦ / Ἀκαδημία Ἀθηνῶν], τόμ. Β΄, Ἀθήνα 2011, ἐπ. 627, σ. 899)· γιὰ τὴ βιβλιοθήκη τῆς Ἱ. Μ. Ἰβήρων τοῦ Ἁγ. Ὄρους, βλ. καὶ Κοσμᾶ Βλάχου, Ἡ Χερσόνησος τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἄθω, Βόλος 1903, σ. 206, ὅπου μεταξὺ ἄλλων ἀναφέρεται πώς, τὴν βιβλιοθήκη ἐμπλούτισε –μὲ ἀφιέρωση τῆς δικῆς του βιβλιοθήκης‒ τὸ 1678 ὁ Πατριάρχης Διονύσιος Δ’ [μὲ τὸν ὁποῖο διατηροῦσε πυκνὴ ἀλληλογραφία ὁ Εὐγένιος Γιαννούλης ὁ Αἰτωλὸς ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ ὁ Διονύσιος ποὺ ἦταν ἀκόμη μητροπολίτης Λαρίσης], καὶ πὼς  «εἰς ἐμπλουτισμὸν καὶ τακτοποίησιν τῆς βιβλιοθήκης» ἐργάστηκε μὲ ζῆλο καὶ ὁ Μητροπολίτης Ἄρτης καὶ Ναυπάκτου Νεόφυτος Μαυρομμάτης). Ὁ Γόρδιος δηλώνει πὼς λίγα ἀπὸ τὰ βιβλία τῆς βιβλιοθήκης του δὲν ὑπάρχουν στὸν κατάλογο τοῦ Νεοφύτου καὶ ἐκφράζει θαυμασμὸ γιὰ τὸν ἀριθμὸ τῶν χιλίων περίπου βιβλίων τῆς βιβλιοθήκης τῆς Μονῆς Ἰβήρων. Μᾶλλον, δὲν θὰ ἐκφραζόταν μὲ θαυμασμὸ γιὰ μία μοναστικὴ τοῦ Ἁγ. Ὄρους βιβλιοθήκη ἂν ἡ δική του προσωπικὴ βιβλιοθήκη περιελάμβανε 4000(!) βιβλία καὶ σίγουρα πολλὰ θὰ ἦταν ἐκεῖνα ποὺ δὲν θὰ ὑπῆρχαν στὴ βιβλιοθήκη τῆς Μονῆς Ἰβήρων. Ἕνας ἀριθμός, λοιπόν, περὶ τὰ 800 θὰ ἦταν ἀρκετὰ λογικὴ καὶ κοντὰ στὴν πραγματικότητα ἐκτίμηση, γιὰ τὸν ὄγκο τῆς βιβλιοθήκης τοῦ Γορδίου· καθόλου μικρὸς ἀριθμὸς βιβλίων σὲ μία οὐσιαστκὰ προσωπικὴ βιβλιοθήκη στὰ δυσπρόσιτα Ἄγραφα τοῦ 18ου αἰ. καὶ σὲ μιὰ Τουρκοκρατούμενη Ἑλλάδα.

Ἐκεῖνο πάντως ποὺ φαίνεται μὲ συνεχεῖς ἀναφορὲς μέσα  στην Ἀλληλογραφία τοῦ Γορδίου εἶναι πὼς ἐξεδήλωνε ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ἀπόκτηση βιβλίων, (γιὰ τὴν ἀγάπη του καὶ τὴν ἰδιαίτερη σχέση του μὲ τὰ βιβλία, ὁ Κ. Θ. Δημαρᾶς γράφει : «…Μὰ τὸ θέμα ποὺ τὸν κατέχει εἶναι τὸ βιβλίο· ἕνα πρωτογονικὸ ἀκόμη πάθος· ζήτηση βιβλίων, δανεισμοί, ἀνταλλαγές, βιβλιοδεσίες, περνοῦν καὶ ξαναπερνοῦν μέσα στὰ γράμματά του. …», βλ. Κ. Θ. Δημαρᾶς, Ἱστορία τῆς Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας,., Κ. Θ. Δημαρᾶς, Ἱστορία τῆς Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας, ἐκδ. Γνώση, Ἀθήνα 2000, σ. 139. Γιὰ τὸ πάθος του γιὰ τὰ βιβλία, βλ. ἐπίσης Χαρίτων Καρανάσιος, «Μορφή, περιεχόμενο καὶ χρήση τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Ἀναστασίου Γορδίου», Πρακτικά τοῦ ἐπιστημονικοῦ Συμποσίου, «Νεοελληνικὴ ἐπιστολογραφία (16ος-19ος αἰών.)», Μεσαιωνικὰ καὶ Νέα Ἑλληνικὰ 8 (2006) 65.

Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης

Σημ.: Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὴν ἐφημερίδα ΜΕΓΑΛΑ ΒΡΑΓΓΙΑΝΑ, φ. 88, Ὀκτ.-Νοε.-Δεκ.2021, σ.4.

Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2022

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΣΟΜΟΥΛΗΣ, 150 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ*

 

Νικόλαος Κων. Κασομούλης († Στυλίς, Δευτέρα, 10 Ἰαν. 1872) 

Νικόλαος Κων. Κασομούλης
(1795-1872)

Σὰν σήμερα, Δευτέρα 10 Ἰανουαρίου, ἀλλὰ στὰ 1872, ἀκριβῶς πρὶν ἀπὸ ἑκατὸν πενῆντα χρόνια, πεθαίνει στὴ Στυλίδα τῆς Φθιώτιδος, ὁ ἀγωνιστὴς τοῦ 1821 καὶ ἀπομνημονευματογράφος τοῦ μεγάλου Ἀγώνα Νικόλαος Κ. Κασομούλης. Ὁ Δυτικομακέδόνας στρατιωτικός, γεννημένος στὴν Κοζάνη στὶς 20 Αὐγούστου 1895, ἀσχολήθηκε προεπαναστατικὰ μὲ τὸ ἐμπόριο, μετὰ δὲ τὸ τέλος τῆς Ἐπανάστασης ἔμεινε στρατιωτικὸς ἕως τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Ἀπὸ τὶς 15 Νοε. 1832 ξεκινᾶ, στὸ Ἄργος, τὴν συγγραφὴ τοῦ ἔργου του Ἐνθυμήματα Στρατιωτικὰ τῆς Ἐπαναστάσεως τῶν Ἑλλήνων
1821-1833, τὴν ὁποία ὁλοκληρώνει στὸ Ναύπλιο στὶς 4 Μαΐου 1841.  Τὸ ἱστορικὸ αὐτὸ ἔργο τοῦ Νικολάου Κασομούλη ἐκδίδεται τὸ 1940 ἀπὸ τὰ χειρόγραφα τοῦ συγγραφέα, μὲ ἐπιμέλεια τοῦ Αἰτωλοακαρνάνα λογοτέχνη καὶ ἱστορικοῦ Γιάννη Βλαχογιάννη.

Στὶς 3 Ἀπριλίου 1838 νυμφεύεται τὴ Στυλιδιώτισσα, Μαριγὼ Ἀνδρέου Γεροστάθη καὶ μαζί της, ἐνῷ ὑπηρετεῖ ὡς στρατιωτικὸς στὸ Ναύπλιο, ἀποκτᾶ, τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1840, τὸ μοναδικό του τέκνο Κωνσταντῖνο. Μετὰ τὴν ἀφυπηρέτηση του μὲ τὸν βαθμὸ τοῦ Συνταγματάρχου, στὶς 4 Ἰαν.1861, ἐγκαθίσταται στὴ Στυλίδα, τὴν γνωστὴ καὶ ὡς "ἐπίνειον τοῦ Καρπενησίου" μέχρι τὸ πέρας τῆς ζωῆς του. Ὁ γιός του Κωνσταντῖνος, ὅπως ἀναφέρει στὴ Διαθήκη του ὁ Νικ. Κασομούλης, ἀσθενήσας, πεθαίνει τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1865, σὲ ἡλικία μόλις  25 ἐτῶν στὴ Λαμία. Ἡ ταφή του γίνεται στὴ Στυλίδα σὲ ταφικὸ μνημεῖο ποὺ ἑτοίμασε ὁ πατέρας του καὶ ὅπου ἐτάφη καὶ ὁ ἴδιος τὴν Τρίτη 11 Ἰανουαρίου 1872, ἵνα πληρωθεῖ τὸ Παπαδιαμάντειον: 

«Ἕνας Θεὸς θὰ μᾶς κρίνῃ… κ’ἕνας θάνατος θὰ μᾶς ξεχωρίσῃ. [...]

− Κ’ ἕνα κοιμητήρι θὰ μᾶς σμίξῃ». 

Στὴ Στυλίδα, λοιπόν, τὴν κατὰ τὸν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη:

 

«[...] Φθιωτικὴν ναυτοπούλαν, ποὺ μοιάζει σἂν ναύτης μὲ φουστανέλλα. Μισὴ στεριανὴ καὶ μισὴ  θαλασσινή. Λυγαριὰ καὶ ὕφαλος Μὲ τὸ ἕνα πόδι στὴ βάρκα καὶ τὸ ἄλλο εἰς τὸ ἄλογο. Ναυτοπούλα καὶ κλεφτοπούλα [...]» 

ἀναπαύεται ἐν εἰρήνῃ, μαζὶ μὲ τὸν γιό του Κωνσταντῖνο, ὁ Νικόλαος Κασομούλης, ποὺ μὲ τὸν δικό του τρόπο καὶ τὴ δική του γλῶσσα ἔσωσε ἀπὸ τὴν ἐπέλαση τῆς λήθης σημαντικὲς στιγμὲς καὶ μορφὲς τοῦ ’21.

Ἐφ. Φωνὴ τοῦ Λαοῦ, φ. 15.1.1872, σ. 1.

Στὸ φύλλο τῆς 15ης Ἰαν. 1872 ἡ ἐφημερίδα τῆς Λαμίας Φωνὴ τοῦ Λαοῦ δημοσιεύει ‒ἀνωνύμως‒  πρωτοσέλιδη νεκρολογία τοῦ Νικ. Κασομούλη:

 

«Τὴν πρωΐαν τῆς π. Δευτέρας (10 τρέχ.) ἡ Στυλὶς ἀπώλεσεν ἕνα τῶν χρηστοτέρων καὶ νοημονεστέρων πολιτῶν της, τὸν ἐν ἀποστρατείᾳ συνταγματάρχην  Ν ι κ ό λ α ο ν  Κ α σ σ ο μ ο ύ λ η ν. Οἱ εὐτυχήσαντες νὰ οἰκειωθῶσιν, εἰ καὶ ἁπλῶς κἂν γνωρίσωσι, τὸν συνετὸν ἐκεῖνον τοῦ μεγάλου ἀγῶνος ἀπόμαχον, μετὰ θλίψεως, βεβαίως, θ’ἀναπολῶσι τὴν στέρησιν πολεμιστοῦ εὐπαιδεύτου, χαρίεντος ἐν τῇ συναναστροφῇ, ἐμβριθοῦς ἐν τοῖς λόγοις καὶ μνήμονος ἐν ταῖς διηγήσεσιν. Ὁ Συνταγματάρχης Ν. Κασσομούλης, ἐκ Μακεδονίας ὁρμώμενος, καθ’ ὅλην δὲ τῆς μεγάλης τοῦ 1821 ἐπαναστάσεως τὴν διάρκειαν ἐν πολιορκίαις καὶ στρατοπέδοις τὸν <σπουδαιότερον τῆς ζωῆς αὐτοῦ χρόνον διάτριψεν ἐν πολλοῖς ἀνωτέροις ἀξιώμασιν. Ἐκ τῆς> πρώτης δυναστείας ἐκλήθη καὶ ὡς ἐν πολέμῳ οὕτω καὶ ἐν εἰρήνῃ σώματι καὶ διανοίᾳ, ψυχῇ καὶ καρδίᾳ τὴν πολιτείαν ὑπηρέτησεν. Ἀποχωρήσας ὀλίγῳ πρὸ τῆς τελευταίας μεταβολῆς τῆς ἐνεργοῦ ὑπηρεσίας ἀπεκατέστη ἐν Στυλίδι ἔνθα τὸ σκληρὸν τοῦ θανάτου δρέπανον τὸν μονογενῆ υἱόν του ἀφήρπασεν, μόνην αὐτῷ καταλεῖψαν παραμυθίαν τὸν τάφον ἐκείνου παρ’ ᾧ καὶ αὐτὸς ἤδη ἀναπαύεται.

Ἡ κηδεία τοῦ πολιοῦ γέροντος, μ.μ. τῆς ἐπιούσης γενομένη, ἠκολουθεῖτο ὑφ’ ἁπάσης τῆς πόλεως ἥτις τὴν μνήμην τοῦ Κασσομούλη τιμῶσα σύμπασα σχεδὸν ἐφιλοτιμήθη μέχρι τοῦ τάφου νὰ τὸν παρακοολουθήσῃ. Ἤδη ἐν τῷ συμφύτῳ ἐκείνῳ κήπῳ ἐνῷ ὁ υἱός του ἐθάπτετο καὶ ἕτερος ὑψώθη σταυρός, τὸν τόπον δεικνύων τῆς ταφῆς τοῦ ὑπεραγαπήσαντος τὸν μονογενῆ  υἱὸν τοῦ γεννήτορος. Πατὴρ καὶ υἱὸς πρὸς ὥραν ἡνώθησαν καὶ αὖθις ἐν τῷ οὐρανῷ ὡς μόνην παραμυθίαν τῇ χήρᾳ μητρὶ ἐπαφέντες τὴν ἀνάμνησιν τῶν ἀρετῶν αἵτινες τὸν βίον των κατακόσμουν!

Εἴθε ὁ Κύριος τοῦ παντὸς ἀναπαύοι Σε ἐν σκηναῖς δικαίων γηραιὲ φίλε Κασσομούλη!»

Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης

Σημ.: Πολλὲς εὐχαριστίες στὴν κ. Σοφία Βακιρτζηδέλη, Προϊσταμένη Τμήματος Γ.Α.Κ. Φθιώτιδος γιὰ τὴ βοήθειά της.

* Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση, μὲ                                         περισσότερα στοιχεῖα, στὴν ἐφημ. 

                                           Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας 

                                                               τῶν Γρεβενῶν, 

                                                        φ.953 / 16.1.2022, σ. 15-16.


 

Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2022

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ (ΣΚΙΑΘΟΣ † 3 ΙΑΝ. 1911)

 Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης

«Ὁ θάνατος τοῦ Παπαδιαμαντῆ»

. Σπύρος Καράμπελας. [https://www.pemptousia.gr/2011/12/afieroma-ston-alexandro-papadiamant/spyros-karampelas/]



Μὲ μιὰ λιτή, ὀλίγων γραμμῶν, εἴδηση ἡ δισεβδομαδιαία ἐφημερίδα τῶν Ἀθηνῶν Τὸ Κράτος, ἡ ὁποία αὐτοπροσδιοριζόταν ὡς «Ὄργανον τῶν ἁπανταχοῦ Ἑλλήνων», δημοσιεύει, στὴν τρίτη σελίδα τοῦ φύλλου τῆς 6ης Ἰαν.1911, τὸ γεγονὸς τῆς  κοιμήσεως πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν  τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη (Σκιάθος 4.3.1911 - Σκιάθος 3.1.1911). Ὁ Παπαδιαμάντης, στὸ μικρὸ μόλις 53 λέξεων δημοσίευμα, ποὺ καταχωρίζεται στὴ στήλη «Τὰ Ἀθηναϊκά» καὶ τιτλοφορεῖται ὡς «Ὁ θάνατος τοῦ Παπαδιαμαντῆ», χαρακτηρίζεται ὡς «ὁ ἀξιολογώτερος τῶν Ἑλλήνων διηγηματογράφων» καὶ ὡς «ἐπιφανὴς λόγιος τοῦ ἑλληνικοῦ Παρνασσοῦ». Ἐπίσης, μᾶς πληροφορεῖ γιὰ τὸ γνωστὸ γεγονὸς πὼς παρασημοφορεῖται, τὴν προηγουμένη τοῦ θανάτου του, ἀπὸ τὴν Πολιτεία γιὰ τὸ ἔργο του:[1]

«Ὁ θάνατος τοῦ Παπαδιαμαντῆ

Ἀπέθανε πρό τινων ἡμερῶν ἐν τῇ ἰδιαιτέρᾳ του πατρίδι Σκιάθῳ, ὁ ἀξιολογώτερος τῶν Ἑλλήνων διηγηματογράφων Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης.

Τὴν μίαν ἡμέραν ἡ Πολιτεία τὸν ἐπαρασημοφόρει μετὰ ἄλλης λογικῆς καὶ τὴν ἑτέραν ὁ Παπαδιαμάντης ἀπέθνησκεν. Ὁ θάνατός του ἐβύθισεν εἰς πένθος τὸν ἑλληνικὸν Παρνασσὸν τοῦ ὁποίου ἦτο εἷς τῶν ἐπιφανῶν λογίων».

 

Ἐφ. Τὸ Κράτος, φ. 6.1.1911, σ. 3.

Ὁ τονισμὸς στὴ λήγουσα –Παπαδιαμαντῆς τοῦ ἐπωνύμου τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη ἐπανέρχεται, μετὰ ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια, καὶ στὸ αὐτοβιογραφικοῦ περιεχομένου διήγημα τοῦ Ἄγγελου Μαντᾶ, μὲ τίτλο «Ἡ Φόνισσα στὸ ντουλάπι»,  σὲ ἀφιερωματικὸ γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ Νεφούρια. Παραθέτω τὰ σχετικὰ ἀποσπάσματα:[2] 

 

«Τὸ ντουλάπι ἦταν πάντα κλειστό. [...] Τὸ ντουλάπι ἦταν ἀπαγορευμένο γιὰ μένα. [...] Ὁ παπποὺς πάντως, ἐξακολουθοῦσε νὰ ξεκοκκαλίζει τὶς ἐφημερίδες του, μὲ τὴν ἡμερολογιακή τους σειρά, μία κάθε μέρα. Οἱ ἐξελίξεις λίγο τὸν ἔνοιαζαν. Διάβαζε γιὰ νὰ διαβάζει. Ἀγαποῦσε τὸ διάβασμα. Πρέπει νὰ διάβαζε καὶ βιβλία. Δὲν τὸν εἶχα δεῖ ποτὲ ὅμως. [...]  Ἡ ἰδέα αὐτὴ ἐνισχύθηκε καὶ περιβλήθηκε ἕνα πέπλο μυστηρίου ὅταν τὸν εἶδα νὰ κρύβει βιαστικὰ στὸ ντουλάπι κάτι ποὺ μοῦ φάνηκε σὰν φυλλάδιο, σὰν βιβλίο. [...] Ἦταν μήνας Ἁλωνάρης κι ἐγὼ εἶχα μείνει μὲ πυρετὸ στὸ σπίτι τοῦ παπποῦ, ὅλοι οἱ ἄλλοι στὰ ἁλώνια. [...] Τότε ἦταν ποὺ ἄνοιξα τὸ ντουλάπι. Ἦταν σχεδὸν ἄδειο. [...] Ἔβαλα ἕνα σκαμνάκι καὶ κοίταξα στὸ πάνω ράφι. Μιὰ κόλλα μπλὲ στρωμένη στὸ σανίδι καὶ πάνω ἕνα βιβλιαράκι. Ὄχι σὰν τὰ βιβλία ποὺ εἴχαμε στὸ σχολεῖο, πιὸ λεπτὸ ἦταν, σὰν τετράδιο, ἀλλὰ μεγάλο τετράδιο, καὶ εἶχε ἕνα μπλὲ ἐξώφυλλο. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ ΑΠΑΝΤΑ Η ΦΟΝΙΣΣΑ πρόλαβα νὰ διαβάσω. Ἄκουσα κουβέντες στὴν αὐλή, ἔκλεισα γρήγορα τὸ ντουλάπι καὶ χώθηκα στὸ κρεβάτι. [...] Σὲ τρία χρόνια πῆγα στὸ Γυμνάσιο. Δεύτερον Γυμνάσιον Ἀρρένων Χαλκίδος. Ἦταν ἡ ἐποχὴ τῆς μεταρρύθμισης Παπανούτσου. Ἤμουνα καλὸς μαθητής. [...] Στὴν τρίτη τάξη ὁ φιλόλογός μας μᾶς ἔβαλε ἐργασία γιὰ τὶς διακοπὲς τῶν Χριστουγέννων. [...] «Λοιπὸν αὔριο περιμένω τὶς ἐπιλογές σας». [...]

—Τὴ «Φόνισσα» τοῦ Παπαδιαμαντῆ, ἔσπευσα πρῶτος νὰ δηλώσω τὴν ἄλλη μέρα.

Ἦταν σκυμμένος σὲ κάτι ὀνομαστικὲς καταστάσεις πάνω στὴν ἕδρα. Σήκωσε ἀπορημένος τὰ μάτια του. Μάτια ἀγαθά, καλοσυνάτα.

Γιατί τὸν λὲς Παπαδιαμαντῆ τὸν Παπαδιαμάντη, παιδί μου;

Τώρα κοιτοῦσα ἐγὼ ἀπορημένος. Γιὰ κάποιο λόγο ἤμουν βέβαιος ὅτι τὸ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ τοῦ φυλλαδίου τονιζόταν στὴ λήγουσα [...]». (Οἱ ἐπισημάνσεις δικές μου). 

Στὴν ἴδιο φ. τῆς ἐφημερίδας Τὸ Κράτος, στὴν ἴδια σελίδα, στὴν ἴδια στήλη,  καὶ μὲ τὸ τίτλο «Παρασημοφορία λογίων» δημοσιεύεται, ἡ διὰ τοῦ Ὑπουργοῦ Παιδείας Ἀπόστολου Ἀλεξανδρῆ (Λαμία 1875 - Ἀθήνα 12 Ἀπριλίου 1961),[3] ἀπόφαση τῆς κυβέρνησης Ἐλευθερίου Βενιζέλου νὰ τιμήσει μὲ τὸ παράσημο τοῦ Ἀργυροῦ Σταυροῦ τοῦ Σωτῆρος, γιὰ τὸ πνευματικό τους ἔργο καὶ μὲ τὴν εὐκαιρία τοῦ νέου ἔτους, εἴκοσι τρεῖς λογίους. Μεταξὺ αὐτῶν  καὶ ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ἀλλὰ καὶ ὁ τριτεξάδελφός του Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης:[4]

 

«Τῇ προτάσει τοῦ ὑπουργοῦ Παιδείας κ. Ἀλεξανδρῆ παρασημοφοροῦνται διὰ τοῦ ἀργυροῦ σταυροῦ τοῦ Σωτῆρος "διὰ τὰς πρὸς τὰ ἑλληνικὰ γράμματα μακρὰς αὐτῶν ὑπηρεσίας" οἱ λόγιοι κκ. Π. Ἀξιώτης, Π. Ἀποστολίδης (Νιρβάνας), Μ. Ἀργυρόπουλος (τῆς Σμύρνης), Γεράσιμος Βῶκος, Ἰωάννης Δαμβέργης, Π. Δημητρακόπουλος, Δροσίνης, Καρκαβίτσας, Ι. Κονδυλάκης, Ἀ. Κουρτίδης, Ἀ. Κωνσταντινίδης, Ν. Λάσκαρης, Μαρκορᾶς, Στ. Μαρτζώκης, Ἀλ. Μωραϊτίδης,  Γρ. Ξενόπουλος, Σ. Παγανέλης, Παλαμᾶς, Παπαδιαμάντης, Πολέμης, Προβελέγγιος, Γ. Στρατήγης καὶ Γ. Τσοκόπουλος». 

Ἡ τιμητικὴ αὐτὴ πρωτοβουλία τῆς Πολιτείας ἦταν ἡ ἀφορμὴ νὰ ἔλθουν στὴν ἐπιφάνεια, μέσῳ τῶν στηλῶν τοῦ Ἀθηναϊκοῦ Τύπου, οἱ λεγόμενες λογοτεχνικὲς ἔριδες, ὅπου οἱ μὴ βραβευθέντες καὶ οἱ φίλοι τους ἀλλὰ καὶ κριτικοὶ τῶν Γραμμάτων καὶ τῶν Τεχνῶν κατηγοροῦν γιὰ μεροληψία τὴν ἡγεσία τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας:[5]

 

«[...] Καὶ τί καλλίτερον παράσημον ἀπὸ τὴν ὁμολογίαν ὅλων τῶν γραφόντων καὶ ἀναγινωσκόντων, ὅτι οἱ παραλειφθέντες μαζὶ μὲ ἓξ-ἑπτὰ ἀπὸ τοὺς ὑπάρχοντες εἰς τὸν κατάλογον εἶναι οἱ ἔχοντες νὰ παρουσιάσουν ἔργον ἀληθῶς ἐξυπηρετῆσαν τὰ Ἑλληνικὰ γράμματα [...]». 

Ἄλλοι μέμφονται τὸν Ὑπουργὸ γιὰ ἄγνοια περὶ τὰ λογοτεχνικὰ καὶ φιλολογικὰ ζητήματα:[6]

 

«Οὔτε χαμπάρι ἔχεις ἀπὸ δημιουργικὴν φιλολογίαν. Οὔτε ἰδέαν ἀπὸ λογοτεχνικὴν ἐργασίαν. Ἐὰν δὲ πῇς ἀπὸ Ἐθνικὴν τοιούτην, σοῦ εἶναι terra incognita ἐντελῶς».

 

Δὲν ἀπουσιάζουν καὶ τὰ χαριτολογικὰ σχόλια, ὅπως αὐτὰ τοῦ τακτικοῦ χρονογράφου τῆς ἐποχῆς Τίμου Παπαμιχαήλ,[7] στὸ Σκρὶπ τῶν ἡμερῶν ἐκείνων:[8]

 

«Κύριε Ὑπουργέ!

Μὲ αὐτὸ τὸ πραξικόπημα ποὺ ἐκάματε, ἀντὶ νὰ δώσετε ὤθησιν εἰς τὰ γράμματα, ἐδώσατε ὤθησιν εἰς τὰ ἀνοικτὰ γράμματα, καὶ τὸ πρᾶγμα εἶναι ἐπικίδνυνον, ἂν ὄχι διὰ τίποτε ἄλλο, τοὐλάχιστον διὰ τὰς εἰσπράξεις τῶν ταχυδρομείων, ἀφοῦ εἶναι γνωστὸν ὅτι τὰ ἀνοικτὰ πληρώνουν μόλις ἓν λεπτόν. Θὰ ἐπανέλθωμεν δριμύτεροι!». 

Ὁ ἴδιος ἀρθρογράφος προτείνει, μὲ ἐμφανῶς σαρκαστικὴ διάθεση, ἀκόμη καὶ προκήρυξη ἀνοικτοῦ διαγωνισμοῦ γιὰ τὴ βράβευση τῶν ἀνθρώπων τῶν Γραμμάτων:[9]

 

«Γίνεται διαγωνισμὸς διὰ τελωνοφύλακας. Διαγωνισμὸς διὰ ταχυδρομικοὺς διανομεῖς, καίτοι ὁπωσδήποτε εἶναι καὶ αὐτοὶ  ἄνθρωποι τῶν  γ ρ α μ μ ά τ ω ν διατὶ νὰ μὴ γείνῃ καὶ διαγωνισμὸς πρὸς πλήρωσιν 10 χηρευουσῶν θέσεων Ἱπποτῶν τοῦ Τάγματος τοῦ Σωτῆρος; [...] Μετὰ τὸ πέρας τοῦ διαγωνισμοῦ, οἱ ἐπιτυχόντες θὰ λάβουν τὸν ἀργυροῦν Σταυρόν, ἡ ἐξεταστικὴ ἐπιτροπὴ τὸν Μεγαλόσταυρον, καὶ οἱ ἀποτυχόντες ἀνὰ ἓν Φραγγέλιον». 

Ἀκόμη καὶ ἀνέκδοτα εἶχαν δημοσιευτεῖ μὲ ἀφορμὴ τὸ γεγονὸς τῆς παρασημοφορήσεως τῶν λογίων:[10]

 

Ἐφ. Σκρίπ, φ. 7. 1. 1911, σ. 1.  

 «Μεταξὺ λογίων... μὴ παρασημοφορηθέντων, χθὲς ἑορτὴν τῶν Φώτων:

—Πᾶμε στὸν Πειραιᾶ νὰ ἰδοῦμε  ποῦ θὰ  β  ο υ τ ή ξ ο υ ν  τ ὸ  Σ τ α υ ρ  ό;

—Ἄ, φίλε μου, πολὺ στωϊκὸς εἶσαι· πήγαινε μόνος σου· ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ ὑποφέρω τέτοιο θέαμα!....». 

Ἡ ἔνταση καὶ ἡ ἔκταση τῶν ἀντιδράσεων ἀνάγκασε τὴν Κυβέρνηση νὰ προχωρήσει στὴν ἀναστολὴ τῆς δημοσιεύσεως τοῦ Βασιλικοῦ διατάγματος καὶ στὴν ἀπόφαση νὰ δοθοῦν τὰ παράσημα τμηματικῶς:[11]

 

«Ὡς ἐγνώσθη ἡ Κυβέρνησις ἀνέστειλε τὴν δημοσίευσιν τοῦ Β. Διατάγματος περὶ ἀπονομῆς παρασήμων εἰς τοὺς λογογράφους. Εἰς τὴν ἀπόφασιν ταύτην προέβη ἡ Κυβέρνησις διότι προεκλήθηκαν πολλαὶ διαμαρτυρίαι καὶ πολλαὶ παρεξηγήσεις. Κατὰ τὰς αὐτὰς πληροφορίας τὰ παράσημα θὰ ἀπονεμηθῶσιν τμηματικῶς εἰς τοὺς προταθέντας λογίους». 

Τὴν προηγουμένη ἡμέρα τοῦ θάνατου του (3. 1. 1911) ὁ Παπαδιαμάντης πρόλαβε νὰ  πληροφορηθεῖ τὴν εἴδηση τῆς ἀπονομῆς τοῦ παρασήμου, σύμφωνα μὲ τὸ περιεχόμενο ἐπιστολῆς τοῦ π. Γεωργίου Ρήγα πρὸς τὸν ἐκδότη Ἠλία Ν. Δικαῖο, στὶς 7 Μαρτίου 1912:[12]

 

 «Ἦτο ἡ παραμονὴ τοῦ θανάτου του καὶ ὥς τις εἰρωνεία τοῦ ἀνηγγέλθη ἡ ἀπονομὴ τῆς παρασημοφορίας του διὰ τοῦ Σταυροῦ τοῦ Σωτῆρος». 

Στὴν ἴδια ἐφημερίδα, Τὸ Κράτος, στὶς 13 Ἰαν. 1911 καταχωρίζεται ἡ εἴδηση γιὰ τὴ γνωστὴ χορηγία ἐκ 2.000 δραχμῶν, τῆς Βιργινίας Ἐμμ.  Μπενάκη, γιὰ τὴν ἔκδοση τῶν ἔργων τοῦ Ἀλεξ. Παπαδιαμάντη· μὲ τὴν προϋπόθεση τὰ ἔσοδα ἀπὸ τὴν πώληση νὰ περιέρχονται στὶς ἐν τῇ Σκιάθῳ ἀδελφές του: [13]

 

«Ἡ ἐρίτιμος δέσποινα κ. Μπενάκη, τοῦ Ὑπουργοῦ τῆς Γεωργίας, ἐν τῇ διακρινούσῃ αὐτὴν πάντοτε φιλομουσίᾳ καὶ φιλανθρωπίᾳ, ἔσπευσε νὰ προσφέρῃ δύο χιλιάδας δραχμῶν πρὸς ἔκδοσιν τῶν ἔργων τοῦ ἀειμνήστου διηγηματογράφου Ἕλληνος Παπαδιαμάντη, ὑπὸ τὸν ὅρον ἵνα τὰ ἐκ τῆς πωλήσεως κέρδη περιέρχονται εἰς τὰς ἀδελφὰς τοῦ θανόντος».  

Ἡ ἀρχικὴ ἀνακοίνωση τῆς χορηγείας Μπενάκη ἔγινε στὴν ἐφημερίδα Ἑστία στὶς 7 Ἰαν. 1911, μὲ τίτλο «Τὰ ἔργα τοῦ Παπαδιαμάντη. Ἡ προσφορὰ τῆς κ. Μπενάκη» συνοδευόταν δέ, σὲ ἄλλη στήλη τοῦ ἰδίου φύλλου τῆς Ἑστίας, μὲ ἐπαινετικὸ σχόλιο, γιὰ τὴν «γενναίαν συνδρομήν της», ἀπὸ τὴ σύνταξη τῆς ἐφημερίδας.[14]

      Ἀπὸ τὴν ἀλληλογραφία τοῦ Ι. Βλαχογιάννη μὲ τὶς ἀδελφὲς τοῦ Παπαδιαμάντη φαίνεται πὼς τελικῶς ἡ πρωτοβουλία τῆς Βιργινίας Ἐμμ. Μπενάκη δὲν εὐοδώθηκε· λίγο δὲ ἔλειψε νὰ προξενήσει δικαστικὴ διαμάχη τοῦ Βλαχογιάννη μὲ τὶς ἀδελφὲς τοῦ Παπαδιαμάντη.[15]

Ὡς φαίνεται, οὔτε καὶ μετὰ θάνατον δὲν τέλειωσαν τὰ βάσανα καὶ οἱ καημοὶ τοῦ Ἀλεξάνδρου Ἀδαμαντίου, ἢ Ἀλεξάνδρου Ἀδαμαντίου Ἐμμανουήλ, ἢ Ἀδαμαντιάδη, ἢ Παπαδαμαντίου, ἢ  Παπαδιαμαντῆ, τοὐτέστιν τοῦ κυρ-Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη...



[1]. Ἀνώνυμος, «Ὁ θάνατος τοῦ Παπαδιαμαντῆ », ἐφ. Τὸ Κράτος, 6.11.1911, σ. 3.

[2]. Ἄγγελος Μαντᾶς, «Ἡ Φόνισσα στὸ ντουλάπι», Νεφούρια 28 (2011) 9-15. Εὐχαριστίες στὸν Ἀντώνη Ν. Παπαβασιλείου, ὁ ὁποῖος μοῦ θύμισε τὸ ἄρθρο.

[3]. Ἀπόστολος Ἀλεξανδρῆς (Λαμία 1879 - Ἀθήνα Ἀπρρ. 1961). Στὴν κυβέρνηση τοῦ Ἐλευθερίου Βενιζέλου ἀνέλαβε ὑπουργὸς Ἐκκλησιαστικῶν καὶ Δημόσιας Ἐκπαίδευσης, ἀπὸ τὶς 19 Ὀκτωβρίου 1910 ὣς τὶς 13 Ἰουνίου 1912· βλ.  https://greek-parliament-members.anavathmis.eu/%CE%B2%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%B5%CF%85%CF%84%CE%B7%CF%82/?voulid=112&returnpage=http%3A%2F%2Fgreek-parliament· Ἐφ. Ἐλευθερία, φ. 13.4.1961, σ. 8. Βλ. καί, Ἀνώνυμος,  «Τιμὴ εἰς τὰ Ἑλληνικὰ Γράμματα», Διάπλασις τῶν παίδων τ. 18, 6 (1911) 50.

[4]. Ἀνώνυμος, «Παρασημοφορία», Ἐφ. Τὸ Κράτος, φ. 6.1.1911, σ. 3.

[5]. Ἀνώνυμος, «Οἱ παρασημοφορηθέντες», Ἐφ. Σκρίπ, φ. 5.1.1911, σ. 2.

[6] . Δημήτριος Ἀναστασόπουλος ὁ Ἀθηναῖος, «Τὰ παράσημα», Ἐφ. Σκρίπ, φ. 3.1.1911, σ. 2.

[7].  Τῖμος Παπαμιχαήλ, 1880-1920.

[8].  Τ.Π. (=Τῖμος Παπαμιχαήλ), «Ἀνοικτὴ ἐπιστολή»,  Ἐφ. Σκρίπ,  φ. 6.1.1911, σ. 1.

[9]. Τ.Π., «Μία λύσις», Ἐφ. Σκρίπ, φ. 7. 1. 1911, σ. 1.

[10]. Ὁ Γελωτοποιός (=Πολύβιος Δημητρακόπουλος), «Τὰ παράσημα», Ἐφ. Σκρίπ, φ. 7.1.1911, σ. 1. 

[11].  Ἀνώνυμος, «Ἡ παρασημοφορία τῶν λογίων», Ἐφ. Τὸ Κράτος, φ. 16.1.1911, σ. 3.

[12]. Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ἀλληλογραφία, Φιλολ. ἐπιμέλεια Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, ἐκδόσεις Δόμος, Ἀθήνα 1992, σ. 219.

[13]. Ἀνώνυμος, «Τὰ ἔργα τοῦ Παπαδιαμάντη. Ἡ δωρεὰ τῆς κ. Μπενάκη», Τὸ Κράτος, φ. 13.1.1911, σ. 3.

[14]. Βλ. Γ. Φαρίνου Μαλαματάρη, Τὸ σχοίνισμα τῆς γραφῆς. Παπαδιαμαντ(ολογ)ικὲς μελέτες, ἐκδ. Gutenberg , Ἀθήνα 2014, σ. 90, 126, 292.

[15]. Βλ. Φ. Α. Δημητρακόπουλος–Γ. Α. Χριστοδούλου, «Φύλλα ἐσκορπισμένα». Τὰ παπαδιαμαντικὰ αὐτόγραφα (γνωστὰ καὶ ἄγνωστα κείμενα), ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα 1994, σ. 97-112, ὅπου, μεταξὺ ἄλλων, στὴ σελ. 112, σὲ ἐπιστολὴ τοῦ Ἰ. Βλαχογιάννη πρὸς τὶς ἀδελφὲς τοῦ Παπαδιαμάντη, ὁ ἀποστολέας σημειώνει: «Δεσποινίδες, [...] ἐὰν ἐφθάσατε εἰς τὸ σημεῖον  αὐτὸ νὰ μὲ ὑβρίζετε διὰ τὸ εὐχαριστῶ, θὰ ἀναγκασθῶ νὰ σᾶς καταγγείλω στὸν Εἰσαγγελέα [...]. Ἐὰν ἐντὸς τριῶν ἡμερῶν δὲν μοῦ ἀπαντήσετε, θὰ ἔλθῃ ὁ αὐτοῦ κύριος Ἀστυνόμος νὰ σᾶς ἐρωτήσῃ νὰ τοῦ πῆτε τὴν ἀλήθεια καὶ μόνην τὴν ἀλήθεια [...]».



Σημ.: πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὰ Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας τῶν Γρεβενῶν, φ. 952 / 8.1.2022, σ. 15-16.