Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Πέμπτη 26 Οκτωβρίου 2023

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΩΡΑΪΤΙΔΗΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΑΙΓΙΝΗΣ

 

Στὸν καθηγητὴ

Δημήτριο Δ. Τριανταφυλλόπουλο,

γιὰ τὰ ὀνομαστήριά του

 

Ὁ μήνας Ὀκτώβριος μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ‒ὄχι ἀδικαιολόγητα‒ ὡς μήνας Ἀλεξάνδρου Μωραϊτίδη. Ὁ τριτεξάδελφος καὶ ὁμότεχνος τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη (Σκιάθος 1851-1911), ὁ Ἀλέξ. Μωραϊτίδης, γεννήθηκε στὶς 15 Ὀκτωβρίου 1850 στὴ Σκιάθο τῶν Β. Σποράδων καὶ ἐκοιμήθη ἐκεῖ, ὡς μοναχὸς Ἀνδρόνικος πλέον, στὶς 25 Ὀκτωβρίου 1929. Ἂς σημειωθεῖ ὅτι τὸ μοναχικό του ὄνομα ἑορτάζει ἐπίσης Ὀκτώβριο μήνα, στὶς 9 Ὀκτωβρίου, ἐνῷ τὴν ἴδια ἡμέρα ἑορτάζει τὸ μοναχικὸ ὄνομα Ἀθανασία, τὸ ὄνομα τῆς ἐν τῷ κόσμῳ συμβίας τοῦ Μωραϊτίδη, τῆς Βασιλικῆς Φουλάκη. Τέλος, ὁ Μωραϊτίδης ἦταν πατρὸς Δημητρίου Μωραϊτίδη, ποὺ ἑόρταζε στὶς 26 Ὀκτωβρίου τὴν ἡμέρα τιμῆς τῆς μνήμης τοῦ μεγαλομάρτυρος καὶ μυροβλήτου Δημητρίου, ποὺ θεωρεῖται ἡ κορωνίδα τῶν ἑορτῶν τοῦ μηνὸς Ὀκτωβρίου. Τέλος, ὁ Ἀλέξ. Μωραϊτίδης γιὰ τὸν μήνα Ὀκτώβριο, τὸν «Ἅη-Δημητρίτη» μῆνα ‒ὅπως τὸν ὀνομάζει‒ ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν ἅγιο Δημήτριο ἔχει ἀρθρογραφήσει σὲ ἐφημερίδες καὶ περιοδικὰ τῆς ἐποχῆς. Ἕνα ἀπὸ τὰ σωζόμενα χρονογραφήματά του σχετικὸ μὲ τὴν 26η Ὀκτωβρίου, ἡμέρα τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου Δημητρίου, εἶναι καὶ ἐκεῖνο τῆς 29ης Ὀκτ. 1903, τὸ ὁποῖο δημοσιεύεται μὲ τίτλο «Μία δεσποτικὴ ἀγρυπνία», στὴ στήλη «Πρόσωπα καὶ πράγματα», στὴν πρώτη σελίδα τῆς ἐφημερίδας Ἀθῆναι.* Ἡ ὁλονύκτιος ἀγρυπνία λαμβάνει χώραν, ἀπὸ τῆς 8ης μ.μ. τῆς 25ης Ὀκτ. 1903 μέχρι τὴν 5η π.μ. τῆς ἑπομένης ἡμέρας. Τὸ ἰδιαίτερο χαρακτηριστικό της εἶναι ὅτι λειτουργὸς τοῦ Ὑψίστου σ’ αὐτὴν τὴν ἀκολουθία ἦταν ὁ σεβασμιώτατος ἐπίσκοπος Πενταπόλεως, Νεκτάριος Κεφαλᾶς (1846 -1920) ὁ λαοφιλὴς ἱεράρχης καὶ παιδαγωγός, διευθυντὴς τότε τῆς Ριζαρείου Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς, ὁ ἅγιος πλέον Νεκτάριος Αἰγίνης. Τὸ δημοσίευμα εἶναι ἀκαταλογογράφητο καὶ ἀναδημοσιεύεται γιὰ πρώτη φορὰ μετὰ ἀπὸ τὴν πρώτη δημοσίευσή του στὴν ἐφημερίδα Ἀθῆναι, πρὶν ἀπὸ 120 χρόνια.

Τῷ Κυρίῳ Ἀλεξάνδρῳ Μωραϊτίδῃ /
τῷ λίαν μοι ἀγαπητῷ /
εὐχετικῶς
ὁ Πενταπόλεως. 

Ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, περίπου συνομίληκος τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, φαίνεται ὅτι διατηροῦσε προσωπικὴ σχέση μὲ τὸν τότε ἱεράρχη. Τεκμήριο, ἀμάχητο, αὐτῆς τῆς σχέσης εἶναι, ἡ ἀχρονολόγητη ἰδιόχειρη ἀφιέρωση τοῦ ἐπισκόπου Νεκταρίου (Κεφαλᾶ) στὴ σελίδα τίτλου τοῦ βιβλίου:

Νεκτάριος Κεφαλᾶς, Μητροπολίτης Πενταπόλως καὶ Διευθυντὴς τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ριζαρείου Σχολῆς, Ὀρθόδοξος Ἱερὰ Κατήχησις, ἐκδ. Σπυρίδωνος Κουσουλίνου, ἐν Ἀθήναις 1899

(τὸ ὁποῖο προφανῶς ὁ ἱεράρχης Νεκτάριος δώρισε στὸν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη):

Τῷ Κυρίῳ Ἀλεξάνδρῳ Μωραϊτίδῃ

τῷ λίαν μοι ἀγαπητῷ

εὐχετικῶς

ὁ Πενταπόλεως.

Ὅπως φαίνεται ἀπὸ ἰδιόχειρες κτητορικὲς ὑπογραφές, ποὺ σώζονται μαζὶ μὲ τὴν ἀφιέρωση στὴ σελίδα τίτλου τοῦ βιβλίου, αὐτὸ περιῆλθε ἀρχικὰ στὸν Δρ. Ἰω. Ν. Φραγκούλα καὶ στὴ συνέχεια, ἀπὸ αὐτόν, στὸν ἀρχιμανδρίτη Ἀλέξανδρο, τὸν κατὰ κόσμον, Κωνσταντῖνο Κανταράκια.

 Ὁ Μωραϊτίδης, γνωστὸς γιὰ τὴν περιγραφικὴ δύναμη τῆς γραφίδας του, μεταφέρει, μὲ θαυμαστὸ λογοτεχνικὸ λόγο, τὴν κατανυκτικὴ ἀτμόσφαιρα καὶ τὸ λειτουργικὸ καὶ ποιμαντικὸ εἰδικὸ βάρος τῆς μορφῆς τοῦ μητροπολίτου Νεκταρίου, ποὺ κυριαρχοῦσε σ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς ὁλονύκτιας ἀγρυπνίας:

«στύλος ἀκλόνητος προσευχῆς καὶ ἔξαρχος πανέντιμος τῆς ψαλμῳδίας, ἀπὸ τῆς 8 ἑσπερινῆς μέχρι τῆς 5 πρωϊνῆς»

ἡ ὁποία παρέπεμπε σὲ Ἁγιορείτικες ἢ Βυζαντινὲς ἀγρυπνίες. Δὲν θὰ ἦταν ὑπερβολή, κατὰ τὸν Μωραϊτίδη, νὰ εἰπωθεῖ ὅτι αὐτὴ ἡ ἱερὰ ἀγρυπνία ἔμοιαζε μὲ προσευχητικὴ σύναξη πρωτοχριστιανικῶν χρόνων, ὅπου μέ:

«ὕμνους καὶ προσευχὲς διήρχοντο ὅλην τὴν νύκτα οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ ὑπὸ τὴν ἡγεσίαν τῶν κατὰ τόπους ἐπισκόπων»

Ὁ ναὸς τῆς (Παναγίας) Καπνικαρέας
στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰ.
. [arthur_conan_doyle_
athens_-  
 
2-_2.jpg 1907].

Ἱεροψάλτης στὴν ὀκτάωρη ἀγρυπνία διετέλεσε ὁ Ἰωάννης Τσόκλης, πρωτοψάλτης τοῦ ναοῦ τῶν Ἁγίων Θεοδώρων Ἀθηνῶν καὶ διευθυντὴς τοῦ ἱστορικοῦ μουσικοῦ περιοδικοῦ Φόρμιγξ. Στὸν κηρυγματικό του λόγο:

«Ὁ σεβασμιώτατος Μητροπολίτης ὡμίλησεν ἀπὸ τοῦ Δεσποτικοῦ περὶ καθαρότητος καρδίας, ἀναπτύξας τὸν μακαρισμὸν "μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ", μὲ ὅλην τὴν προσιδιάζουσαν αὐτῷ διαλεκτικὴν γλυκύτητα καὶ χάριν»

Ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης ὁλοκληρώνει τὸ χρονογράφημά του μὲ τὴν εὐχή, οἱ χριστιανοὶ τῶν Ἀθηνῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης νὰ μποροῦν νὰ ἀπολαμβάνουν τὶς τόσο κατανυκτικὲς καὶ ψυχωφελεῖς αὐτὲς ἀκολουθίες ἀρκεῖ νὰ ἔχουν ἀνάλογες συνήθειες καὶ ἀνησυχίες.

 

Ἐφ. Ἀθῆναι, 29.10. 1903, 
σ. 1. 

«ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΑ

ΜΙΑ ΔΕΣΠΟΤΙΚΗ ΑΓΡΥΠΝΙΑ

Δὲν ἦτο ὀπτασία ἡ ὁλονύκτιος Ἀκολουθία ἡ τελεσθεῖσα ἐπὶ τῇ προχθεσινῇ πανηγύρει τοῦ μεγαλομάρτυρος Δημητρίου ἐν τῷ ναῷ τῆς Καπνικαρέας, ἀλλ’οὐδὲ ὄνειρον ὁρκολήπτου ἦτο ἡ νυκτερινὴ ἐκείνη ψαλμῳδία, ἀνθρώπου ὁποῦ νὰ εἶχε διαβάσει περιγραφὰς βυζαντινῶν ἀγρυπνιῶν, ἢ νὰ εἶχεν ἰδῇ τοιαύτας εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀλλ’ ἦτο Ἀγρυπνία, μὲ ὅλας τὰς διατυπώσεις της καὶ ὅλας τὰς διατάξεις τῶν Ἐκκλησιαστικῶν τυπικῶν, φέρουσα ἐπὶ πλέον ἓν ἔκλαμπρον ἐπισφράγισμα, ὅπερ θὰ μείνῃ ὡς τὸ ὡραιότερον χρυσόβουλλόν της, τὴν συμμετοχὴν τοῦ πανιερωτάτου Μητροπολίτου Πενταπόλεως καὶ διευθυντοῦ τῆς Ριζαρείου Σχολῆς κ. Νεκταρίου, ὅστις προεξῆρχε καθ’ ὅλον τὸ ὀκτάωρον διάστημα, στύλος ἀκλόνητος προσευχῆς καὶ ἔξαρχος πανέντιμος τῆς ψαλμῳδίας, ἀπὸ τῆς 8 ἑσπερινῆς μέχρι τῆς 5 πρωϊνῆς, θελήσας οὕτω ἐπαινετῶς νὰ ἀπολαύσῃ τὸ ἀνέκφραστον κάλλος μιᾶς νυκτερινῆς προσευχῆς καὶ ἐπαναγάγῃ εἰς τὴν μνήμην μας, τῶν ἀρχαίων χριστιανῶν τὰς ἱερὰς Συνάξεις, αἱ ὁποῖαι ἐγίνοντο,κατὰ τὰς μνήμας τῶν μαρτύρων εἰς τοὺς ἀθλητικούς των ναούς, ὅτε μὲ ὕμνους καὶ προσευχὲς διήρχοντο ὅλην τὴν νύκτα οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ ὑπὸ τὴν ἡγεσίαν τῶν κατὰ τόπους ἐπισκόπων

**

Ἤδη ἀπὸ τῆς 8 ἑσπερινῆς ὥρας ὁ ναὸς τῆς Καπνικαρέας εἶχε πληρωθῆ εὐλαβῶν ἀγρυπνητῶν ἐν συνωστισμῷ ὅμως πανηγυρικῷ, ὁποῦ οἱ πλεῖστοι ὄρθιοι, ὅλην τὴν νύκτα, παρέστησαν θεαταί, πρόχειροι καὶ ἀτέλεστοι μύσται, μιᾶς ἐκ τῶν ἀθανάτων ἀκολουθιῶν τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ ἑσπερινὸς ἐψάλη πρωτοστατοῦντος τοῦ πρωτοψάλτου τῶν Ἁγίων Θεοδώρων καὶ ἐκδότου τῆς μουσικῆς ἐφημερίδος «Φόρμιγγος». Τὸν ἑσπερινὸν διεδέχθη ἀμέσως ὁ Ὄρθρος, ἀναγνόντος ἐν ἀσκητικῇ κατανύξει τὸν ἑξάψαλμον τοῦ πανιερωτάτου Ἱεράρχου, μεθ’ ὃ ἐπηκολούθησαν αἱ σκιρτικαὶ μελῳδίαι τῶν Πολυελαίων καὶ τέλος μετὰ τοὺς Αἴνους ἤρχισεν ἡ θεία λειτουργία ὁλόφωτος ἡ πασχαλινή, ἱερουργοῦντος τοῦ σεβ. Νεκταρίου. Ἡ λιτὴ τοῦ Ἑσπερινοῦ, ὅτε ἔγινεν ἐντὸς τοῦ ναοῦ ἡ κατανυκτικὴ λιτανεία τῆς εἰκόνος τοῦ Μυροβλήτου Μεγαλομάρτυρος, τῶν ἐκκλησιαζομένων βασταζόντων κηρία καὶ γονυπετούντων καὶ τοῦ σεβ. Μητροπολίτου ψάλλοντος τὸ τροπάριον τοῦ Ἁγίου, εἶχε τι τὸ ἄκρως γοητευτικὸν συγκινοῦν μέχρι δακρύων. Ἀλλ’ ὅτε, εἰς τὸ τέλος τῆς θείας λειτουργίας, οἱ χριστιανοὶ προσερχόμενοι μετελάμβανον τῶν θείων Μυστηρίων παρ’ αὐτοῦ τοῦ ἀρχιερέως, ὅστις περιχαρὴς ἀπὸ πνευματικὴν χαρὰν ἐπὶ ὥραν μετέδιδε τὰ Ἄχραντα, ἡ ἐντύπωσις ἦτο ἀπεριγράπτως ὑψηλὴ μιᾶς σκηνῆς ἱερᾶς θεωρία, τὴν ὁποίαν μόνον εἰς κύκλους ἐρημικῶν χριστιανῶν θὰ ἠδύνατο κανεὶς νὰ συναντήσῃ σήμερον, ἢ εἰς ἀσκητήρια καὶ μονάς.

*

Οἱ θόλοι οἱ σκοτεινοὶ καὶ πολυσχιδεῖς τοῦ βυζαντινοῦ ναΐσκου, τὰ τόξα τῶν χορῶν τὰ ἡμιφώτιστα, αἱ ἁγιογραφίαι αἱ θαμβαὶ ἀπὸ τοὺς καπνοὺς τῶν κηρίων, προσέδιδον κατ’ἀρχὰς εἰς τὸν αἴφνης εἰσερχόμενον ἀπὸ τῆς ἔξω θορυβώδους τῆς πόλεως κινήσεως, ὄψιν κατακόμβης τινὸς ρωμαϊκῆς, ὅπου οἱ χριστιανοὶ τῶν πρώτων αἰώνων φεύγοντες τοὺς διώκτας ἐτρύπωνον μυστικὰ εἰς τὰ ὑποχθόνια σκότη νὰ τελέσωσι τὰς προσευχάς των.

Ἀλλ’ ὅταν ἔμενεν ὀλίγον καὶ ἔβλεπεν τὴν ἀκτινοβολοῦσαν χαρὰν τῶν προσευχομένων, τὴν παρρησίαν ἐκείνην τῆς ψαλμῳδίας καὶ τὴν δόξαν τὴν ἐπίσημον τῆς τελετῆς, κατενόει ὅτι εὑρίσκεται εἰς ἄκρως εὐσεβοῦσαν πόλιν, ἡ ὁποία ἀπὸ ἀπείρως θείαν συγκατάβασιν ἠξιώθη νὰ ἔχῃ εἰς τοὺς κόλπους της τοιούτους εὐλαβητικοὺς κύκλους, ἀναμιμνήσκοντας μὲ τὸν πόθον των τὸν χριστιανικόν, τοὺς χρόνους τοὺς λαμπροὺς τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅτε ὁ μέγας τῆς Καππαδοκίας Ἱεράρχης, ἡγούμενος πολυπηθοῦς ἱεροῦ θιάσου ἠγρύπνει εἰς τοὺς ναοὺς τῶν Μαρτύρων κατὰ τὰς μνήμας αὐτῶν, ὅτε ἀπήγειλλε καὶ τοὺς ἀθανάτους αὐτοῦ λόγους. Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἐντύπωσιν ἐλάβομεν, ὅτε τὴν δευτέραν ὥραν μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ἐν τῇ στ΄ ᾠδῇ τοῦ κανόνος, ὁ σεβασμιώτατος Μητροπολίτης ὡμίλησεν ἀπὸ τοῦ Δεσποτικοῦ περὶ καθαρότητος καρδίας, ἀναπτύξας τὸν μακαρισμὸν «μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ», μὲ ὅλην τὴν προσιδιάζουσαν αὐτῷ διαλεκτικὴν γλυκύτητα καὶ χάριν. Τὰς στιγμὰς ἐκείνας, ὅπου ὁ σεβασμιώτατος Ἱεράρχης μειλειχίως καὶ πραέως διελέγετο, οὕτως εἰπεῖν, μὲ τὸ Ἐκκλησίασμα μὲ τὸ ἀσκητικὸν ἐκεῖνο παράστημά του, τὸ ὁποῖον ὑπὸ τὰ φῶτα ἐλάμβανε βυζαντινῆς ἁγιογραφίας στιλβηδόνας παρηγορούσης καὶ τὴν πλέον θλιμμένην ψυχήν, ἐθαρρούσαμεν πὼς ὀνειρευόμεθα τὸν Ἱεράρχην τῆς Καππαδοκίας, ἀγρυπνοῦντα ἐπὶ τῇ μαρτυρικῇ μνήμῃ τοῦ Μυροβλήτου, ἐν μέσῳ παρελθόντων αἰώνων χριστιανικοῦ κόσμου. Ἀλλ’ ὅταν αἴφνης εἰς τὸ τέλος ἐνωτίσθημεν τὸν παραμυθητικὸν χαιρετισμὸν τοῦ σεβ. διευθυντοῦ τῆς Ριζαρείου εὑρέθημεν εἰς μέσαις Ἀθήναις καὶ εἴδαμεν ὅτι δὲν εἶναι ἐμπόδιον ἡ ἐποχὴ τοῦ νὰ στερούμεθα τοιούτων ἀπολαύσεων, ἀλλ’ οἱ ἄνθρωποι τοὺς ὁποίους ψυχραίνει ἡ ἔλλειψις αὐτῶν τῶν τόσον παραμυθητικῶν συνηθειῶν τῆς Ἐκκλησίας μας.

ΑΛ. ΜΩΡΑΙΤΙΔΗΣ» 

*Τὸν ἐντοπισμὸ τοῦ χρονογραφήματος τοῦ Ἀλέξ. Μωραϊτίδη ὀφείλω, μετ’ εὐχαριστιῶν, στὴ Λαμπρινὴ Τριανταφυλλοπούλου.

** Γιὰ τὴν αὐτόγραφη ἀφιέρωση τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, εὐχαριστῶ θερμὰ στὸν σκιαθίτη Γιάννη Παρίσση, πρόεδρο τοῦ Μουσείου Ναυτικῆς καὶ Πολιτιστικῆς Παράδοσης Σκιάθου.

 ***Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὴν ἐφ. Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας, φ.1040, 27.10.2023, σ. 15-16.




Τετάρτη 4 Οκτωβρίου 2023

ΣΤΕΦΑΝΟΚΑΣΣΕΛΑΚΕΙΟΝ**

 

«Στέφους, Στιφανής, Στιφανάκους,

Φανάκους, Στέφανους, Στέφανος:

ἀπὸ τὸ οὐσ. στέφανος (στεφάνι),

ποὺ σημαίνει τὸν νικητή,τὸν ἀθλοφόρο,

τὸν ἁγνό, τὸν ἄξιο καὶ ἔντιμο ἄνθρωπο»·

(Νικόλαος Γ. Ἀλεξάκης,

Τὸ Ἀγραφιώτικο ἰδίωμα, Ἀθήνα 2008, σ. 286)

 


M
ιᾶς καὶ διανύουμε ἡμέρες δόξης ἐκλογικῆς, καὶ ὄχι μόνον, τοῦ  Στέφανου Κ α σ σ ε λ ά κ η, ‒μὲ 2 "σ" παρακαλῶ‒, θυμηθήκαμε τὸ διήγημα τοῦ Ἀλεξάνδρου Μωραϊτίδη «Ὁ Μπάρμπα-δήμαρχος», δημοσιευμένο στὶς 31 Δεκ. 1891 καὶ 1η Ἰαν.1892 στὴν ἐφημερίδα Ἀκρόπολις τοῦ Βλάση Γαβριηλίδη, τὸ ὁποῖο ἐπανεκδώσαμε, σχολιασμένο, τὸ 2019 στὶς ἐκδόσεις manifesto. Ἐκεῖ, ὁ ἥρωας τοῦ διηγήματος, ὁ Στέφανος, ὁ χαριτολογικὰ ἀποκαλούμενος «Στεφανάκης», πολύφερνος γαμπρὸς καὶ ἀρραβωνιαστικὸς τῆς Χρυσῶς, ‒τῆς ὡραίας λευκῆς κόρης, «τοῦ Χρυσοῦ» ὅπως τὴν ἀναφέρει ὁ Μωραϊτίδης‒ ἀρνούμενος τὸν γάμο ἂν δὲν τοῦ δοθεῖ ἡ προῖκα, τὸ λεγόμενον «μέτρημα», ἀπὸ «χίλιες δραχμές», κυκλοφοροῦσε στὸ νησὶ μὲ τὴν «κ α σ σ ε λ ί τ σ α»  του καὶ τὴν «τσεργίτσα» του. Ἡ προῖκα βρέθηκε θαυματουργικῶς, κι ὁ Στεφανάκης, ὁ γαμπρὸς ‒«νέος τριάκοντα ἐτῶν»‒ ἐξεξάκιωσε καὶ ἐδέησε νὰ ἔλθει εἰς γάμου κοινωνίαν· νὰ  σ τ ε φ α ν ω θ ε ῖ:

 

« [...] Ἦλθεν ἕνας χειμῶνας, ἦλθεν ἕνα καλοκαῖρι, ἦλθεν ἄλλος χειμῶνας, ἦλθεν ἄλλο καλοκαῖρι, ὁ Στεφανάκης τοὺς ἔστελνεν ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα εἰς τὴν Λαμπρή, καὶ ἀπὸ τὴν Λαμπρὴ στὰ Χριστούγεννα, τὴν ἡμέραν δ᾿ ἀκριβῶς τὴν ὁρισθεῖσαν ὑπὸ τοῦ ἰδίου διὰ τὸν γάμον, ἔκαμνε τὸν θυμωμένον, ἐκάκιωνε μὲ τὸ παραμικρόν, ἐλάμβανε τὴν κ α σ σ ε λ ί τ σ α* του καὶ τὴν τσεργίτσα του καὶ ἐπήγαινε καὶ ἐκοιμᾶτο εἰς τὸ καφενεῖον.

Τί νὰ σοῦ κάμῃ καὶ ἡ Μιλάχρω; Τὰ χρήματα, καθὼς ἔλεγε καὶ ὁ Μπάρμπα- δήμαρχος, δὲν κόπτονται ἀπὸ τὸν τοῖχον. Καὶ ἀπὸ τὸν τοῖχον ἂν ἐκόπτοντο, τῆς Μιλάχρως τὸ σπίτι οὔτε τοίχους σχεδὸν εἶχε, τὸ ἐρείπιον! Εἶχεν ὅμως φοῦρνον ἡ Μιλάχρω, καὶ ἀπὸ τὸν φοῦρνον ἐσύναζε φουρνιάτικα. Ἀπὸ τὰ φουρνιάτικα λοιπὸν κατεσκεύαζεν ὡραῖα ἀφράτα ψωμιὰ μὲ τὸ σησάμι, τὸ Χρυσὼ ἔκαμνε νόστιμα καὶ ἐπιτυχημένα γλυκύσματα, ἔψηναν καμμιὰ κόττα παχειά, ἐγέμιζον καὶ μιὰ μποτίλια μοσχάτο εὐῶδες καὶ τὰ κουβαλοῦσεν ἡ Μιλάχρω ὕστερον ἀπὸ ὀλίγες ἡμέρες εἰς τὸν γαμβρόν της· καὶ ὁ "σημαδιακὸς" ἐξεκάκιωνε, καὶ ἐκουβαλοῦσε πάλιν τὴν κ α σ σ ε λ ί τ σ α  καὶ τὴν τσεργίτσα του εἰς τὴν οἰκίαν τῆς ἀρραβωνιαστικῆς του, ἥτις μὲ τὰ δάκρυα τὸν ὑπεδέχετο τὸν ἄκαρδον ἀρραβωνιαστικόν της.

 — Θὰ γέν᾿ πλειὸ ὁ γάμος, Μιλάχρω! Ἔλεγαν μετὰ πεποιθήσεως αἱ γειτόνισσαι.

 — Σὰ θέλ᾿ ὁ Θεός! ἀπῆντα ἡ μήτηρ μετ᾿ ἀμφιβολίας.

Πλὴν ὁ Θεὸς δὲν ἤθελε· καὶ τὴν ἐπαύριον κλειστὸς ὁ φοῦρνος καὶ κατάκλειστον τὸ σπίτι.

Ἡ Μιλάχρω μετὰ τῆς κόρης ἐπήγαιναν νύκτα-νύκτα εἰς τὸ ἀμπέλι νὰ συνάξουν λάχανα καὶ νὰ ξεσκάσουν μετὰ τὴν ἄρνησιν πάλιν τοῦ "στερημένου", ὅστις ἔχων τὰ βιολιὰ ὅλην τὴν ἡμέραν ἐχόρευεν εἰς τὸ καφενεῖον του μόνος του, διότι οἱ φίλοι του ἤρχισαν νὰ τὸν ἐγκαταλείπουν διὰ τὴν διαγωγὴν του αὐτὴν καὶ νὰ τὸν εἰρωνεύωνται.

— Τὸ προικιό σ᾿ εἶν᾿ αὐτό, Στεφανάκη;

Τὸν ἠρώτων, βλέποντες ἐπὶ τῆς ξυλίνης παγκιέτας τοῦ καφενείου του μίαν  κ α σ σ ε λ ί τ σ α  καὶ μίαν τσεργίτσα.

Καὶ ὅμως ὁ Στεφανάκης φαίνεται νὰ τὴν ἠγάπα τὴν ὡραίαν κόρην ἀληθῶς, διότι πάντοτε τὴν ἡμέραν τοῦ κακιώματος ἔπαιρνε τὰ βιολιὰ καὶ ἐμέθυεν ὄχι ἀπὸ τὴν χαράν του, ἀλλ᾿ ἀπὸ τὴν λύπην του.

[...]

Ὁ νέος δήμαρχος, δραστήριος καὶ ἱκανὸς ἄνθρωπος, ἀνάδοχος τοῦ Χρυσοῦ, θεωρῶν ἐντροπὴν ἰδικήν του νὰ συμβαίνωσι τοιαῦται ἐντροπαὶ εἰς τὸ χωρίον του, νὰ εἰσέρχωνται δηλαδὴ οἱ γαμβροὶ εἰς τὰς οἰκίας τῶν ἀρραβωνιαστικῶν καὶ ὕστερον νὰ κακιώνουν ἀναβάλλοντες ἐπ᾿ ἀόριστον τὸν γάμον, εἶχεν ἀποφασίσει, ὅταν τὸν ξεκακιώσουν τὸν Στεφανάκην καὶ ἐπανέλθῃ πάλιν εἰς τὴν οἰκίαν τῆς μνηστῆς του μὲ τὴν κ α σ σ ε λ ί τ σ α  ν καὶ μὲ τὴν τσεργίτσαν του, νὰ σπεύσῃ τὴν νύκτα ὁ κύριος δήμαρχος κρυφὰ μὲ τὸν παπᾶ καὶ νὰ τὸν στεφανώσῃ τὸν Στεφανάκην ἕνα βράδυ ὅσο νὰ πῇς κρεμμύδι.

—Ἔτσι θέλουν αὐτοί! ἔλεγεν ὁ κ. δήμαρχος πρὸς τὴν Μιλάχρω ἐκείνας τὰς ἡμέρας.

Ὅσον δι᾿ ἄδειαν ἐπισκοπικήν, ὀλίγον ἐφρόντιζεν. Ἠδύνατο αὐτὸς νὰ  σ τ ε φ α ν ώ σ ῃ καὶ ξεστεφανώσῃ πολλοὺς τέτοιους σὲ μιὰ βραδυά, φθάνει μόνον νὰ προέκυπτεν ἀγαθὸν εἰς τὸ χωρίον».

 

Τὸ Χρυσὼ καὶ ὁ ἀρραβωνιαστικός της, ὁ Στεφανάκης. Σχέδιο Νικόλα Δημητριάδη.


Καὶ ἡ Μιλάχρω, ἡ σύζυγος τοῦ Γιωργιοῦ τοῦ Μπάρμπα-δήμαρχου, ἡ πενθερὰ τοῦ Στεφανάκη, ἡ θέλουσα νὰ ἰδεῖ στεφανηφοροῦσα τὴν θυγατέρα της τὸ Χρυσώ:

 

 «μία ἀνδρογυναῖκα ὡς ἐκεῖ ἀπάνω, μὲ δύο χέρια μακρὰ ὡς τὸ φουρνόξυλο, διὰ τοῦ ὁποίου διηυθέτει τὶς κλάρες ἐν τῷ ἀναμμένῳ φούρνῳ, ἂν καὶ πολλάκις αἱ γυναῖκες αἱ φουρνίζουσαι τὰ ψωμία, τὴν εἶδον τὴν Μιλάχρω ἀπάνω εἰς τὴν ὀχλοβοὴν νὰ διευθετῇ μὲ τὰς μακρὰς καὶ ξηρὰς χεῖρας της, ἀψηφοῦσα τὸ πῦρ, τὸ ὁποῖον, λέγεις, τὰς εἶχε ψήσει καὶ μεταβάλει εἰς φουρνόξυλο

[...]

.Εἶχε καταλάβει ἡ Μιλάχρω ὅτι ὁ Στεφανάκης τὸ ἀγαποῦσε τὸ Χρυσὼ καὶ θὰ ἐπερνοῦσαν πολὺ καλὰ αὐτὸν τὸν ψεύτικον κόσμον. Ὁ δὲ Στεφανάκης πάλιν διὰ νὰ λησμονηθῇ ἡ τόση ἀπονιά του προσεπάθει νὰ πείσῃ τὴν κυρὰ-Μιλάχρω λέγων ὅτι τὸ εἶχε σὲ ντροπή του νὰ μὴ πάρῃ καὶ αὐτὸς λίγο μέτρημα, ἀφοῦ ὅλοι παίρνουν·ἔπειτα μήπως, κυρὰ Μητέρα, τῆς ἔλεγε,  μ α ζ ὺ  δ ὲ ν  θ ὰ  τ ὰ  φ ᾶ μ ε  τ ὰ  φ λ ω ρ ι ά;»

 

Καί, «οὕτως ἔλαβεν ἑκάτερος τὸ ἴδιον αὐτοῦ πρᾶγμα». Ὁ Στέφανος Κασσελάκης ἄνετη, ἰσχυρὴ πλειονοψηφία στὴν κάλπη· ὁ Στεφανάκης τὸ "μέτρημά" του μαζὶ μὲ τὸ Χρυσώ· καί, ἡ Μιλάχρω καὶ ὁ σύζυγός της ὁ Γιωργὸς ὁ Μπάρμπα-δήμαρχος  σ τ ε φ ά ν ω σ α ν  τὴ θυγατέρα τους μὲ τὸν τριαντακονταετῆ Στεφανάκη, «ναυτικὸν κατὰ πρῶτον καὶ ἤδη διατηρῶν καφενεῖον, ὡς ἀκινδυνωδέστερον στάδιον τοῦ βίου».

 

Ντῖνος Ἀγραφιώτης

 

* Οἱ ἀραιογραφήσεις εἶναι τοῦ ὑπογράφοντος

** Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὴν ἐφημ. Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας τῶν Γρεβενῶν, φ. 1036, σ. 18.




Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, "ΣΤΙΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ ΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΚΙΑΘΟΥ''

 

Δαμάζοντας, τὶς

Θάλασσες τῆς Χαλκίδας καὶ τῆς Σκιάθου*



Cafe-Letta, ‒Καμένα Βούρλα, Β. Εὐβοϊκός‒ καθιερωμένος, ἀπὸ χρόνια, σταθμὸς παρὰ θῖν’ ἁλός, στάση γιὰ ἀνάπαυση, διάλειμμα ταξειδιωτικὸ στὸν δρόμο, στὸ ταξείδι ἀπὸ καὶ πρὸς τὰ Ἄγραφα. Ἀπέναντι οἱ βόρειο-Εὐβοϊκὲς ἀκτὲς μὲ τὸ Καντήλι τους στὸ πέρας τῶν ὁποίων σμίγουν ἀγαπητικά, ὑδάτινη, ἁλμυρὴ θαλασσινὴ σμίξη οἱ θάλασσες τῆς Χαλκίδας καὶ τῶν Σποράδων. Βλέποντας κατὰ τὴ σμίξη, τὸ βλέμμα ἀκολουθεῖ τὴν κίνηση τῆς θάλασσας κατὰ τὰ μέρη ὅπου ἔκανε, σὲ παλαιοτερους χρόνους καὶ καιρούς, τὸ τακτικὸ δρομολόγιό του ἀπὸ τὴ Χαλκίδα στὸν Βόλο, ὁ «Κύκνος», τὸ ὡραῖο καὶ ταχύπλοον κατάλευκο καραβάκι, ποὺ δρομοῦσε δελφινάτο στὸν ἀφρό. Ἔχει τὴ φευγαλέα αἴσθηση ὅτι δὲν βρίσκει ἰδανικότερο μέρος γιὰ τὴν ἀνάγνωση ἀληθινή, ἀμύθητη ἀπόλαυση τῶν δεκατριῶν διηγημάτων τοῦ τόμου Θάλασσες τῆς Χαλκίδας καὶ τῆς Σκιάθου τοῦ Νίκου Δ. Τριανταφυλλόπουλου.

Φυσικά, ὁ «Κύκνος» ἔχει τὴν τιμητική του στὸν τόμο, μὲ ξεχωριστὸ διήγημα τὸ «Ἦταν ἕνα μικρὸ καράβι»: πῶς ἡ ἀμερικανὶς θαλαμηγός, τὸ "θαλασσοπούλι" «Σύλβια», μεταμορφώθηκε γιὰ πέντε χρόνια στὸ πολεμικὸ θαλασσογέρακο «Τουρμαλίνα»· γιὰ νὰ ντυθεῖ τελικά ‒μεταρρυθμισθείσα, κατὰ τὸν ἑλληνικὸν ναυτικὸν τρόπον‒ ἄσπρα, κάτασπρα ροῦχα γιορτινὰ καὶ νὰ ταξιδεύει ὡς «Κύκνος» πλέον στοὺς «Εὐβοϊκοὺς τοῦ ὀνείρου». Νὰ μεταφέρει κάθε λογῆς μπαγάζια καὶ ψυχὲς ἀπ’ τὰ περίεργα νερὰ τοῦ Εὐρίπου –μὲ ἐνδιάμεσιους σταθμοὺς ὅπως ἡ ἀγαπημένη Λίμνη τοῦ συγγραφέως μέχρι τὸν Βόλο, τὸν ἄρχοντα τοῦ Παγασητικοῦ, ἀλλὰ καὶ τὶς Σποράδες. Ὁ «Κύκνος» ἔφερε στὰ μέρη μας, στὰ Ἄγραφα, στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ ’60, τὸν δάσκαλο Κωνσταντῖνο Σκοπελίτη, ἀπὸ τὴν Στροφιλιὰ τῆς Εὐβοίας· ἀπὸ τὴ Λίμνη Εὐβοίας στὸν Βόλο καὶ κατόπιν πορεία πρὸς τὰ Ἄγραφα. Καὶ ἀντίστροφα, ἔφερνε τὸν καλὸ ἐκπαιδευτικό, ὁ ὁποῖος ἀγάπησε τὰ Ἄγραφα περισσότερο κι ἀπ’ τοὺς Ἀγραφιῶτες, πίσω στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του, στὶς θερινὲς διακοπὲς ἀλλὰ καὶ σὲ ἐκεῖνες τοῦ Πάσχα καὶ τῶν Χριστουγέννων. Κι ὁ ἴδιος ὁ ΝΔΤ φαντασιώνεται ταξείδι στὸ κατάστρωμα τοῦ «Κύκνου», Ἰούλιο μῆνα, σὲ νέες περιπέτειες ὡς «πυρέσσων σημαιοφόρος» μὲ προορισμὸ τὸν Βόλο.

Ἡ τέως ἀμαζονοειδὴς Γκρέττα, ἀλλὰ διατηροῦσα μέρος τῆς παλαιᾶς της καλλονῆς, ἀπαντᾶ στὸν δικαστὴ Χαλκίδας μὲ εἰλκρίνεια ἀφοπλιστικὴ ἐνῶ, ὡς ἄλλη Χρίστινα ἡ Δασκάλα  τοῦ διηγήματος «Χωρὶς στεφάνι» τοῦ Παπαδιαμάντη, «ὑπερεκτείνει τὸν βραχίονά της γιὰ νὰ στολίσῃ μὲ λαμπρὸν ρόδον τὸν σταυρὸ τοῦ κουβουκλίου τοῦ ἐπιταφίου»· θαμώνας δὲ τῶν πάμπ «διακηρύσσει τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ», κι ὁ διηγηματογράφος ΝΔΤ ἀνακαλεῖ τὴν ἀρχικὴ ἀπόφασή του καὶ προτίθεται τελικά:

«Ὅταν μὲ τὸ καλὸ θὰ ἄνοιγαν τὰ σχολεῖα νὰ ἀναγνώσω εἰς τὰς μαθητρίας μου τὴν περικοπὴν τῆς πόρνης, τεμάχιά τινα ἐκ τοῦ περιπαθοῦς Φιοντόρ, καὶ τὴν ἀποπτᾶσαν εἰς λειμώνα φωτεινὸν Χριστίναν τὴν Δασκάλαν».

Δὲν λησμονεῖ καὶ τὴν ἀδυναμία του, τὴν ἀγάπη του και γιὰ τὸν ἄλλον Ἀλέξανδρο, αὐτὸν τοῦ διηγήματος «Βαρκαρογιάννης», καὶ ὁμολογεῖ πώς:

«Γιὰ χάρη του σχεδὸν τὰ χάλασα μὲ παλαιοὺς φίλους ποὺ τὸν ἔχουν γιὰ κουλουρᾶ ἢ στραγαλατζῆ τῆς λογοτεχνίας».

Δηλώνει καὶ τὴ συμπάθειά του στὰ θρυλικὰ γκαβοντόλια, τὰ θαλάσσια κήτη ποὺ ἀγνοοῦν πόση ὀμορφιὰ περιφέρουν στὰ πελάγη.

Δεκ. ’60. Ὠρεοί-Εὐβοίας. Σκιαθίτες προσκυνητὲς μεταβαίνουν στὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Ρῶσο μὲ τὸ ἐπιβατηγὸ «Κύκνος»· Ἰωάννης Θεοδοσ. Παρίσσης, «Φωτομνῆμες ποὺ μᾶς ταξιδεύουν...», Μουσεῖο Ναυτικῆς καὶ Πολιτιστικῆς Παράδοσης Σκιάθου, Σκιάθος 2019, σ. 143. 

Ἡ συμπαθὴς Ἀννιὼ τοῦ διηγήματος «Μὲ τὴν θηλειὰ στὸν Παράδεισο», ἀληθινὴ παπαδιαμαντικὴ ἡρωίδα, βρίσκει ἕναν θάνατο ποὺ τῆς ὑπέβαλε ὁ γεννήτοράς της. Εἶναι πλέον «πρῦμα στὸν Παράδεισο». Ἀπὸ ἐκεῖ, ἡ ἀθώα ψυχή της, θὰ συγχωρέσει τὸν πατέρα της ὅπως ἡ Ἀρετὼ τὸν δικό της πατέρα τὸν γέρο-Κουμενῆ, στὴν «Στοιχειωμένη καμάρα» τοῦ Παπαδιαμάντη. Ἂν συναντοῦσε κάποιος τὸ διήγημα σὲ κανένα ξεχασμένο Μπουκέτο θὰ ἀναφωνοῦσε ἀπὸ χαρά: 

—Ἀνεύρετο τοῦ Παπαδιαμάντη!

Τόσο κοντὰ σὲ πνεῦμα καὶ περιεχόμενο παπαδιαμαντικὸ εἶναι τὸ διήγημα, μὲ ἡρωϊδα τὴν Ἀννιώ, τὴν δεκαετὴ παιδίσκη, τελευταία τῶν πέντε τέκνων τοῦ Θωμᾶ Κάβουρα, ποὺ σχοινιάζεται, μακριὰ ἀπὸ τὴν τύρβη τοῦ κόσμου, ὑπὸ τὶς πατρικὲς ἀπειλὲς ἀλλὰ καὶ τὴν ἀπογοήτευση ἀπὸ τὴ στέρηση τῶν γραμμάτων.

Φαντασιοκόπημα, δύναμη ὀνειροφαντασίας ἡ συνάντηση τοῦ μωραϊτιδικοῦ ἥρωα, τοῦ Λαλεμήτρου μὲ τὸν Παπαδιαμάντη σὲ ζαχαροπλαστεῖο τῶν Ἀθηνῶν. Ὁ ἄλλος Ἀλέξανδρος κατάφερε καὶ μπῆκε στὸ διήγημα ἀπὸ παραπόρτι διηγηματογραφικό. Κέρασμα στὸν Παπαδιαμάντη μὲ λουκουμᾶδες ἀρωματικοὺς καὶ ἡδύτατους. Τὸ ἴδιο ὀνειρικὴ καὶ ἡ συνάντηση μὲ τὸν Βλάση Γαβριηλίδη, ὁ ὁποῖος τοῦ ζητεῖ ἐπειγόντως ἑορταστικὸν διήγημα ἐν ὄψει τῆς ἑορτῆς τῶν Φώτων· γιατὶ οἱ ἀναγνῶστες ἀπειλοῦν μὲ μποϋκοτὰζ τὴν Ἀκρόπολιν. Ὁ Παπαδιαμάντης ταξειδεύει φανταστικὰ στὴ Σκιάθο γιὰ νὰ ἐμπνευσθεῖ· ἀποκλείεται ὅμως ἀπ’ τὸν καιρὸ στὶς «Τρεῖς Μποῦκες» τῆς Σκύρου, ποὺ τὶς ἀθανάτισε ὁ «Ταξειδιώτης», ὁ τριτοξάδελφός του στὸ ὁμώνυμο διήγημά του. Τὸ κοινὸν ἐν θυέλλῃ καταφύγιον τῶν ναυτικῶν, τὸ ὁποῖο ἔσωσε κάποια φορὰ καὶ τὸν καπετὰν-Περμάχο μὲ τὴ «Μανουήλα» του. Τὸ ἴδιο ὀνειρικὰ ὁ συγγραφέας παρελαύνει εὐθυτενής, ἀεράτος, κομψεπίκοσμος πλωτάρχης, ἀγηματάρχης σπαθοφόρος κοντὰ στὸ Κόκκινο Σπίτι δίπλα στὰ "ἐπιληπτικὰ νερά"· καὶ ὁ Πέτρος Χριστούλιας ὁ ζωγράφος τὸν εἰκονίζει χαριτολογικὰ στὸ ἀνέβασμα τῆς παραλιακῆς λεωφόρου

Μὲ διάθεση λεπτῆς εἰρωνείας, ἀντιμετωπίζει τὶς περὶ συστηματικῆς λογοκλοπῆς ἐπιθέσεις. Ἀλλά, ὄχι μόνον αὐτό, σὰν ἄλλος Μπεκενπάουερ κατεβαίνει μέχρι τὴν ἐπίθεση καὶ σημειώνει νικητήριο γκόλ ἐπὶ τοῦ κατηγόρου σὲ φανταστικὸ τέρμα!

Τὰ διηγήματα, ὅπως ἀναμένεται, παπαδιαμαντοκρατοῦνται· ἀλλὰ δὲν παύουν νὰ παρελαύνουν σ’ αὐτὰ καὶ ἄλλες ἀγάπες τοῦ συγγραφέως, ὅπως ὁ Μωραϊτίδης, ὁ Σκαρίμπας, ὁ Ἐπαχτίτης Γιάννης Βλαχογιάννης, ἡ ἀμφιθεατρικὴ Λίμνη κι ἡ συκοβριθὴς Λῆμνος, ἡ Παναγία ἡ Λιμνιά· μέχρι κι ὁ Γιάννης ὁ Λιάπης ὁ νῦν ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν, καθὼς καὶ τὰ κολύμπια στὸν Εὐβοϊκὸ καὶ οἱ ἔκτυποι κυματισμοὶ τῶν παρειῶν του ἀπὸ ἀγαπημένα φιλήματα ἐπὶ πτυχίῳ.

Κόσμοι ποὺ ἀνοίγονται καὶ ἐπιδιώκουν νὰ σοῦ ἀποκαλυφθοῦν. Πινακοθήκη ὁλόκληρη μορφῶν καὶ τόπων, στρώματα τοῦ χρόνου, ἱστορίες ἀπὸ τὸ παρελθὸν ποὺ ἐρεθίζουν τὴν φαντασία καὶ τὸ συναίσθημα τοῦ ἀναγνώστη καὶ κατακλύζουν τὶς αἰσθήσεις του μὲ αὔρα  γαλήνης ἀπ’ τὶς θάλασσες τῆς Χαλκίδας καὶ τῆς Σκιάθου. Στὴ δεύτερη στάση, αὐτὴ τῆς ἐπιστροφῆς ἀπὸ τὰ Ἄγραφα, στὸ ἀνωτέρω Café, ὁλοκληρώνεται, μὲ τὸ σύριγμα πραΐας αὔρας ἀποπνεούσης ἅλμην θαλασσινήν καὶ μὲ τὸ κῦμα τῆς θαλάσσης νὰ φλοισβίζῃ εἰρηνικά, ἡ ἀνάγνωση τῶν δεκατριῶν διηγημάτων τοῦ Νίκου Τριανταφυλλόπουλου καὶ τοῦ καταληκτικοῦ ἐπιμέτρου τοῦ Λεωνίδα Ἰωαννίδη, ποὺ βοηθεῖ τὸν ἁπλὸ ἀναγνώστη στὴν κατανόηση τοῦ κειμένου τῶν διηγημάτων. Ὅμως, ἡ ἀνάγνωση τῶν τόσο ἰσχυρῶν δεσμῶν τοῦ διηγηματογράφου μὲ τὴ θάλασσα,  γεννᾶ μιὰ λαχτάρα· νὰ ταξειδέψει κι ἴδιος σ’ αὐτὲς τὶς θάλασσες, τώρα ποὺ τὶς γνώρισε ἀλλιῶς: ἀπὸ τὴν παρακαταθήκη τοῦ γραπτοῦ λόγου τοῦ ΝΔΤ. Τὸ μελτεμάκι δυναμώνει καὶ κλείνει τὸ βιβλίο καθὼς ὁ ἀναγνώστης τοῦ Cafe-Letta ὀνειροπολεῖ, κοιτάζοντας κατὰ τὴν σμίξη τῶν θαλασσῶν τῆς Χαλκίδας καὶ τῆς Σκιάθου. Τότε, πολλοὶ ρεμβασμοὶ ἀνελίχθησαν κι αὐτός, ὡς ἄλλος πελεγρίνος τῆς γραφῆς τοῦ Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου τοῦ τερπνοῦ καὶ εὐθύμου καλάμου τοῦ μετὰ πάθους λατρεύοντος τὴ θάλασσα συγγραφέως τοῦ τόμου ταξειδεύει στὶς θάλασσες τῆς Χαλκίδας καὶ τῆς Σκιάθου, καθὼς τοῦ ἀρέσουν ἰδιαιτέρως τὰ ταξείδια ποὺ γράφονται μὲ "ει" ἤ, ἐπὶ τὸ ἀκριβέστερον, κατὰ δήλωσιν τοῦ ΒΠΚ τῆς Παρεμβάσεως: «τὰ ταξείδια ποὺ ἀγαπῶ τὰ γράφω μὲ "ει"»!

Μὲ τὴν ἐπικουρία τοῦ καλλιτεχνικοῦ ζωγραφικοῦ καλάμου τοῦ Πέτρου Χριστούλια, τοῦ νέου εἰκονογράφου, ὁ τόμος δείχνει ἄκρως εὐμορφοπελεκημένος, ὡραιόμορφος, μ ο ρ φ ο σ λ ο ύ π ι α σ τ ο ς! 

Κωνσταντῖνος Σπ.Τσιώλης

*Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὴν ἐφημερίδα Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας, φ. 1031, 25.8.2023, σ. 15-16.