Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Παρασκευή 26 Μαρτίου 2021

"TO AΡΧΟΝΤΟΠΟΥΛΟ"

 

     Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης: 

Ἀλέξανδρος Δ. Μωραϊτίδης,
σχέδιο δημοσιευμένο
στὴν ἐφ. Σκιάθος, 23
.5.1931.

«Μὲ ἄλλην χάριν ἐξημερώνετο τότε ἡ 25η Μαρτίου»

Ἡ Ἐθνικὴ ἑορτὴ τῆς 25ης Μαρτίου στὴν Ἀθήνα στὰ μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ 1860. 

Μὲ ἀφορμὴ τὴν ἐπέτειο τῆς ἑορτῆς τῆς Ἐθνικῆς Παλιγγενεσίας, ἀνήμερα τῆς 25ης Μαρτίου 1907, ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης (Σκιάθος 1850-1929) δημοσιεύει, στὴν ἐφ. Ἀθῆναι τοῦ Γεωργίου Πώπ, στὴν στήλη «Ὁμιλίαι τῆς Κυριακῆς», τὸ ἐπετεικὸ χρονογράφημά του, «Τὸ "Ἀρχοντόπουλο"». Ὁ Σκιαθίτης λογοτέχνης-δημοσιογράφος πραγματεύεται τὸν ἑορτασμὸ τῆς  μεγάλης Ἐθνικῆς ἑορτῆς ἐν Ἀθήναις, σαράντα καὶ πλέον ἐτῶν πρὸ τοῦ δημοσιεύματός του, ὅταν ὁ ἴδιος ἦταν μαθητὴς τοῦ Βαρβακείου. Συγκρίνοντας τὶς ἐποχὲς διαπιστώνει πὼς ἡ Ἐθνικὴ ἑορτὴ πλέον ἔχει χάσει τὴ λαμπρότητα καὶ τὴν αἴγλη τῶν χρόνων ἐκείνων. Ἕνας ἐκ τῶν λόγων εἶναι ἀσφαλῶς καὶ τὸ γεγονὸς πὼς πλέον δὲν ζοῦν πιὰ οἱ ἴδιοι οἱ ἀγωνιστὲς τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821. Μάλιστα, ὁ τελευταῖος ἐπιζῶν βετεράνος τοῦ ’21, ὁ στρατιωτικὸς ἰατρὸς Ἀπόστολος Μαυρογένης (Πάρος 1897-Ἀθήνα 1906) εἶχε ἀποβιώσει ὑπερεκατοντούτης (109 ἐτῶν!),  στὶς 9 Νοε. 1906, λίγους μῆνες πρὶν τὸ δημοσίευμα τοῦ Μωραϊτίδη. Δύο χρόνια δὲ πρὶν πεθάνει, στὰ 1904, εἶχε δώσει δημοσιογραφικὴ συνέντευξη στὸν Καρπενησιώτη λόγιο-δημοσιογράφο Ζαχαρία Παπαντωνίου, στὴν ἐφημερίδα Σκρίπ. Αὐτοί, οἱ ζῶντες ἀγωνιστὲς τῆς Παλιγγενεσίας, μὲ τὴν παρουσία τους καὶ μόνο, ἔδιδαν κῦρος καὶ χάρη πατριωτικὴ στὴ ἑορτή ἐνῷ καὶ ἀσκοῦσαν ξεχωριστὴ γοητεία,  εἰδικὰ στὶς νέες γενιές, ὅπως αὐτὴ τοῦ Ἀλ. Μωραϊτίδη τοῦ γυμνασιόπαιδος τοῦ Βαρβακείου τῆς δεκαετίας τοῦ 1860. Στὰ μάτια του οἱ ἐπιζῶντες ἀγωνιστὲς τοῦ ’21 φάνταζαν ὡς ὄντα ὑπερφυσικοῦ ἀναστήματος καὶ δυνάμεων· ἄνθρωποι ἄλλης φυλῆς, γίγαντες δημιουργοὶ τῆς νεώτερης Ἑλλάδος.

Ἐφ. Ἀθῆναι, 25.3. 1907, σ.1.

Τὸ χρονογράφημά του ὁ Α.Μ. τὸ τιτλοφορεῖ ὡς «Τὸ "Ἀρχοντόπουλο"», μὲ ἀφορρμὴ ἕναν ἀπόστρατο χωροφύλακα, τὸν μπάρμπα–Γεώργη, ὁ ὁποῖος ὅταν ὁ Μωραϊτίδης ἦταν μαθητὴς τοῦ Βαρβακείου, ἐκεῖνος ὑπηρετοῦσε ὡς φύλακας τοῦ ἀνακτορικοῦ κήπου. Τὸν συναντοῦσε τακτικὰ τὸν μπάρμπα-Γεώργη μὲ τὴν στολὴ του σὲ μιὰ γειτονιὰ τῶν Ἀθηνῶν, πίσω ἀπὸ τὴν Ἀγορά, στὰ Κουντουριώτικα, ποὺ  πλέον δὲν σώζονται τὴν ἐποχὴ (1907) ποὺ ἀρθρογραφεῖ ὁ Μωραϊτίδης. Ἐκεῖ, σὲ λαϊκὸ οἰνοπωλεῖο αὐτῆς τῆς γειτονιᾶς, ὁ μπάρμπα-Γεώργης, ἀφοῦ, κατὰ τὸ Παπαδιαμαντικόν, ἔπιε ὀλίγον διὰ νὰ ζεσταθῇ, ἔπαιρνε ἕνα μουσικὸ ὄργανο, τὸ τσιβούρι του, ἕνα εἶδος ταμπουρᾶ, καὶ τραγουδοῦσε:

 «—Ἐγὼ εἶμαι τ’ Ἀρχοντόπουλο, στὸν κόσμο ξακουσμένο!...»

Ὁ Α.Μ. ἀναφέρεται, ἀκόμη, στὸ μεγαλεῖο τῆς Δοξολογίας στὴν Μητρόπολη τῶν Ἀθηνῶν στὰ χρόνα ἐκεῖνα καὶ τὴν παρουσιάζει σὰν Συνέλευση τῶν κορυφαίων τῆς Ἐπαναστάσεως. Οἱ ἐν ζωῇ  ἀγωνιστὲς τοῦ ’21, μεγαλοπρεπεῖς, μὲ τὶς στολές τους, τὶς λευκὲς φουστανέλλες τους, τὰ τιμημένα ὅπλα τους, τὰ παράσημα τῶν ἀνδραγαθημάτων τους, μὲ τὰ σημεῖα τοῦ βαθμοῦ τους καὶ τοῦ Στρατιωτικοῦ Σώματος  ποὺ ἀγωνίστηκαν, καμαρώνουν πὼς αὐτοί, μὲ τοὺς ἀγῶνες τους, μὲ τὸ αἷμα τους:

«ἔκαμαν αὐτὸ ὅλο τὸ Βασίλειο».

Μὲ ἕνα καθ’ ὑπερβολὴν σχῆμα ἐνθουσιασμοῦ παρομοιάζει τοὺς συγκεντρωμένους ἀγωνιστές, ‒τοὺς φέροντες στὰ πρόσωπα καὶ τὰ μέλη τοῦ σώματός τους τὰ στίγματα, τὰ μαρτυρικὰ τοῦ Ἀγῶνος σημεῖα‒ μὲ τοὺς Πατέρες τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ κι αὐτοὶ ἔφεραν στὶς μορφές τους τὰ ἀποτυπώματα, τῶν αἱμοχαρῶν πράξεων τῶν διωκτῶν τοῦ Χριστιανισμοῦ. Μετὰ τὴ Δοξολογία οἱ λαμπροφορεμένοι Ἀγωνιστὲς ἐπισκέπτονται τὶς συνοικίες τῶν Ἀθηνῶν: τὴν Πλάκα, τοῦ Ψυρῆ, τὸ Γεράνι, τὴν Νεάπολη, τὰ Κουντουριώτικα, τὸ κέντρον ἡ «Ὡραία Ἑλλάς», διηγούμενοι σκηνὲς ἡρωϊκὲς τοῦ ἀγώνα τῆς Ἐθνεγεσίας.

Τὸν νεαρὸ Α.Μ. τὸν γοητεύει ἰδιαίτερα «Τὸ Ἀρχοντόπουλο», τὸ ἡρωϊκὸ ᾄσμα, ποὺ τραγουδᾶ μὲ τὸν ταμπουρᾶ του ὁ γέρων φύλακας τοῦ ἀνακτορικοῦ κήπου μπάρμπα-Γεώργης σὲ λαϊκὸ οἰνοπωλεῖο στὰ Κουντουριώτικα, πίσω ἀπὸ τὴν Ἀγορά. Θλίβεται ὅμως, καθώς, τὴν ἐποχὴ ποὺ γράφει τὸ ἐπετειακὸ ἄρθρο του, δὲν ὑπάρχουν πλέον οὔτε οἱ Ἀγωνιστές, οὔτε τὰ Κουντουριώτικα, οὔτε ἡ «Ὡραία Ἑλλάς», οὔτε ὁ ἀπόστρατος χωροφὐλακας μπάρμπα-Γεώργης, οὔτε οἱ παλαιοὶ ἐκεῖνοι κάτοικοι τῶν Ἀθηνῶν. Πλέον, ὁ πληθυσμὸς τῶν Πρωτεύουσας  ἔχει τετραπλασιασθεῖ, ἡ δὲ πόλη ἐμπουτίστηκε μὲ νέα μεγαλοπρεπῆ κτίρια καὶ μεγάλους δρόμους, ἔνδειξη πλουτισμοῦ καὶ εὐζωίας, ποὺ παρέσυραν στὸ διάβα τους ὅλα ἐκεῖνα τὰ στοιχεῖα ποὺ συντελοῦσαν στὴν πρέπουσα μεγαλοπρέπεια, τὴ δόξα καὶ τὴ χάρη τοῦ παλαιοῦ ἑορτασμοῦ. Φυσικά, καὶ τὸ θρυλικὸ  «Ἀρχοντόπουλο» δὲν ἀκούγεται πλέον. Καὶ τὸ πουλάκι τοῦ δημώδους ἄσματος, μᾶλλον, ἴσως, πῆγε κι αὐτὸ σὲ ἄλλα μέρη νὰ διηγηθῇ νὰ ἀνδραγαθήματα καὶ τὴ θυσιαστικὴ πορεία τοῦ νεώτατου ὁπλαρχηγοῦ τοῦ Ἀγώνα, τοῦ Ἰωάννη (Γιαννάκη) Νοταρᾶ (Τρίκαλα Κορινθίας 1805-Ἀθήνα 24 Ἀπριλίου  1927), ἥρωα στὴν μάχη τοῦ Ἀναλάτου, κοντὰ στὸν λόφο τοῦ Φιλοπάππου, τὸν λόφο Σέγγιο ὅπως ὀνομαζόταν τότε.  Ἀλλοῦ μοιρολογάει καὶ τὰ αἰσθήματα τοῦ ἀρχοντόπουλου τῶν Τρικάλων γιὰ τὴν ἀγαπημένη του ἀρραβωνιστική, τὴν ἐκπάγλου καλλονῆς Σοφία Ρέντη (1893-1893), τὴν χαριτόβρυτη θυγατέρα  τοῦ προεστοῦ Θεοχαράκη Ρέντη.

Ἰωάννης (Γιαννάκης) Νοταρᾶς (1805-1827),
τὸ "Ἀρχοντόπουλο" 
Σοφία Ρέντη
(1803-1893)

Στὴν ἀρχοντικὴ οἰκογένεια τῶν Νοταράδων, στὰ Τρίκαλα Κορινθίας, ὑπηρετοῦσε προεπαναστατικά, περὶ τὸ 1780,  ὡς ἰατρός, ὁ ἐκ Κεφαλληνίας Παναγῆς Καροῦσος μὲ τὸν γιό του Δημήτριο ἐπίσης ἰατρό, οἱ ὁποῖοι κατόπιν, μὲ περιπετειώδη τρόπο, βρέθηκαν στὸ Καρπενήσι, ὅπου ἐγκαταστάθηκαν μόνιμα. Ὁ Δημήτριος πολιτογραφήθηκε Καρπενησιώτης καὶ ἐνυμφεύθη στὸ Καρπενήσι, ὅπου ἀσκοῦσε τὸ λειτούργημά του. Ὁ πρωτότοκος γιός του Γεώργιος, λόγῳ τῆς ἰατρικῆς ἰδιότητος τοῦ πατέρα του, ἔλαβε τὸ ἐπώνυμο Ἰατρίδης. Ὁ  Γεώργιος Ἀναγνώστης Ἰατρίδης (Καρπενήσι 1789-1869) ὑπῆρξε ὁ κατ’ ἐξοχὴν λόγιος τῆς οἰκογενείας, ὁ γενάρχης τῆς ἱστορικῆς προυχοντικῆς οἰκογένειας τοῦ Καρπενησίου, ἀλλὰ καὶ γραφέας τοῦ ὁμωνύμου κώδικα τοῦ γνωστοῦ ὡς κώδικα Ἰατρίδη, [κώδικας 242 τῶν ΓΑΚ]. Ὁ Γ. Α. Ἰατρίδης ἦταν κτήτωρ καὶ τοῦ κώδικα 171 τῶν ΓΑΚ, ὁ ὁποῖος σώζει τὸν κύριο ὄγκο τῶν ἐπιστολῶν τοῦ ἀγραφιώτη λογίου ἱερομονάχου Ἀναστασίου Γορδίου (Μεγ. Βραγγιανὰ Ἀγράφων1654-1729), καὶ ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους του περιῆλθε στὰ ΓΑΚ. Ἔτσι, τὸ ἀρχοντόπουλο τῶν Τρικάλων, ὁ Γιαννάκης Νοταρᾶς συνδέεται ἔμμεσα, μέσῳ τῆς εὐρύτερης οἰκογένειάς του, μὲ τὸ Καρπενήσι καὶ τὰ Ἄγραφα.

Ἡ μάχη τοῦ Ἀνάλατου 
[Λεύκωμα Ἐθνικῆς Τραπέζης μὲ
ἀντικείμενο τὴν μάχη τοῦ Ἀναλάτου ],  
ἀπὸ τὸν Παναγιώτη Ζωγράφο
καθ' ὑπόδειξιν τοῦ Μακρυγιάννη, 
1836-9.

καθ’ ὑπόδειξιν τοῦ Μακρυγιάννη 1836-1839.

 


Τὸ συγκεκριμένο δημῶδες τραγούδι «Τὸ Ἄρχοντόπουλο», ποὺ ἄκουγε ἀπὸ τὸν μπάρμπα-Γεώργη ὁ νεαρὸς Μωραϊτίδης στὴν Ἀθήνα, στὰ λαϊκὰ Κουντουριώτικα πίσω ἀπὸ τὴν Ἀγορά, δὲν φαίνεται νὰ σώζεται σὲ συλλογὲς δημοτικῶν τραγουδιῶν ἀκριβῶς ὅπως τὸ περιγράφει στὸ δημοσίευμά του ὁ Α.Μ.. Σώζεται ὅμως, στὸ ἔργο τοῦ Σοφοκλῆ Γ. Δημητρακόπουλου, Ἱστορία καὶ δημοτικὸ τραγούδι (325-1945)  ἡ ἑξῆς παραλλαγή του, ἀρκετὰ κοντὰ σὲ ἐκείνη ποὺ ἀφηγεῖται ὁ Μωραϊτίδης :

 

 

«Τρία πουλάκια κάθουνται στὸ κάστρο τῆς Κορίνθου·

Τό ’να τηράει τὰ Τρίκαλα καὶ τ’ ἄλλο τὴν Ἀθήνα,

τὸ τρίτο τὸ καλύτερο μοιρολογάει καὶ λέει:

—Κάτσε Γιαννάκη μ’ καὶ μὴν πᾶς στὸ κάστρο τῆς Ἀθήνας,

Γιατ’ εἶναι Τοῦρκοι διαλεχτοί, πεζούρα καὶ καβάλα.

—Τί λές, πουλάκι μου, τί λές, τί λές, πουλί μου;

Ἐχτὲς μοῦ ’ρθαν τὰ γράμματα ἀπ’ τὸν Καραϊσκάκη,

πὼς ὁ Φαβιὲς ἐπέρασε καὶ μπῆκε στὴν Ἀθήνα

μὲ τετρακόσιους ταχτικούς, μὲ τὸ γερο-Γκριζιώτη,

κ’ ἐγώ, πουλί μ’, δὲν κάθουμαι σὰ τ’ἄλλα παλληκάρια,

σὰν τοῦ Σισίνη τὰ παιδιά, σὰν τοὺς Δεληγιανναίους.

Ἐγὼ εἶμαι τ’ ἀ ρ χ ο ν τ ό π ο υ λ ο, στὸν κόσμο ξακουσμένο,

Στὰ κάλλη καὶ στὴν ὀμορφιά, στὴ δόξα καὶ στὸν πλοῦτο.

Τοῦ σαλπιστῆ του φώναξε, τοῦ σαλπιστῆ του λέει:

—Γιὰ βάριε τὴ ντρουμπέτα σου νὰ συναχτεῖ τ’ ἀσκέρι.

Στὸ Καλαμάκι πήγανε καὶ στὰ καΐκια μπαίνουν

καὶ στὸ Μεσία[1] βγήκανε, στὸν Ἄλατο[2] πηγαίνουν.

Φκιάνει ταμπούρια δυνατά, πολὺ δυναμωμένα,

εἶχε ἀσκέρι διαλεχτὸ Σουλιῶτες κι Ἀρβανίτες

Πῆρε τὸν κάμπο πεθερά, τ’ ν Ἀκρόπολη γυναῖκα». 

Ἄλλη παραλλαγή του σώζεται στὸ ἔργο τοῦ Δημ. Α. Πετρόπουλου Μακεδονικὰ δημτικὰ τραγούδια. Ἀποτελεῖ προσαρμοσμένη ἐκδοχὴ  τοῦ μοτίβου τῆς ἀγάπης, ἀπὸ τὴν «Παπαδοπούλα»: 

«Ἕνα κομμάτι σύγνεφο κι ἕνα κομμάτι ἀντάρα

ξεβγαίν’ ἀπὸ τὰ Τρίκαλα ’π τοῦ Νοταρᾶ τὰ σπίτια·

ἄλλος τὸ λέει σύγνεφο κι ἄλλος τὸ λέει ἀντάρα,

κεῖνο δὲν εἶναι σύγνεφο, κεῖνο δὲν εἶν’ἀντάρα,

μον’εἶναι τ’ Ἀ ρ χ ο ν τ ό π ο υ λ ο, ποὺ πάει νὰ πολεμήσῃ».

Μία ἄλλη παραλλαγὴ σώζεται στὴ συλλογὴ Ἀπόστολου Μελαχρινοῦ (Δημοτικὰ τραγούδια, Α΄, Εἰσαγωγή ἀνέκδοτα κλέφτικα ἱστορικὰ ἀκριτικὰ παραλογὲς τῆς ἀγάπης, σημειώματα, ἐκδ. Βιβλιοπωλείου Πέτρου Καραβάκου, Ἀθήνα 1946):

«ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΝΟΤΑΡΑ

Τρία πουλάκια κάθουνται στὰ Τρίκκαλα στὴ ράχη

μυριολογοῦσαν κι ἔλεγαν μυριολογοῦν καὶ λένε.

—Θέ μου καὶ τί νὰ γίνηκεν ὁ στρατηγὸς τῆς Κόρθος!

Οὐδὲ στὴν Κόρθο φαίνεται οὐδὲ στὸ Πέντεσκούφι,

ἀσκέρι του ἐσύνταξε ὣς χίλους πεντακόσιους,

ἐκίνησε κι ἐδιάβηκε στὴ βουλιασμένη Ἀθήνα.

Ἐννιὰ ταμπούρια πήρανε κλεῖσαν τὸ μοναστήρι·

ρίχνουν τὰ τόπια σὰ βροχὴ, οἱ πόμπες σὰν χαλάζι.

Οἱ Ἀρβανίτες φώναζαν μεσ’ ἀπ’ τὸ μοναστήρι·

— Κάμε νισάφι, Νοταρᾶ, στεριᾶς καὶ τοῦ πελάγου.

— Τί λέτε βρὲ παλιόσκυλα καὶ σεῖς παλιοαρβανίτες

ποὺ θὰ σᾶς πιάσω ζωντανοὺς καὶ σκλάβους θὰ σᾶς πάρω.

Τὴν Κυριακὴν ξημέρωσε, νὰ μὴ ’χε ξημερώσει

πὸ πιάσανε τὸν πόλεμο, κατέβηκαν στὸν κάμπο.

Καὶ οἱ ἀτλίδες ἤλθανε τοὺς ἔβαλαν στὴ μέση.

Στὰ παλληκάρια ἐμίλησε, σὰ μάνα, σὰ πατέρας·

— Παιδιὰ ζωστῆτε τὰ σπαθιὰ, καὶ  πιάστε τὰ ταμπούρια,

σήμερα εἶν’ὁ πόλεμος, σήμερα θὰ σωθοῦμε,

καὶ οἱ ἀτλίδες ἤλθανε μᾶς ἔβαλαν στὴ μέση.

Ὁ Γιάννης βγάνει τὸ σπαθὶ κι ἔκαμε τὸ γιουροῦσι,

μιὰ μπαταριὰ τοῦ ρίξανε, τοῦ κόψανε τὸ χέρι.

— Ρίξε, Γιάννη μου, τ’ ἄρματα γιὰ νὰ σὲ ἐλευτερώσω.

— Τί λέτε, μπρὲ παλιόσκυλα, πὼς νὰ σᾶς προσκυνήσω,

ἐγὼ ’μ ὁ Γιάννης Νοταρᾶς καὶ θὰ σᾶς πολεμήσω.

Κ’ οἱ Τοῦρκοι ὁποὺ τ’ ἀκούσανε πολὺ τοὺς βαρυφάνη,

μιὰ μπαταριὰ τοὺ ρίξανε τοῦ πῆραν τὸ κεφάλι.

— Βρὲ ποὖστε παλληκάρια μου, ἐσεῖς παιδιὰ δικά μου;

Σύρτε πῆτε τῆς μάνας  μου τοῦ δόλιου μου πατέρα,

ποτέ της μὴ μὲ καρτερεῖ καὶ μὴ μ’ ἀποτυχαίνει,

κι  ἐμένα μὲ σκοτώσανε στὴ βουλιασμένη Ἀθηνα.

Ὅσ’εἶστε φίλοι κλάψετε, κι ὅσ’ εἶστε ὀχτροὶ χαρῆτε,

κι ἐσεῖς καημένοι Κορθηνοὶ νὰ μαυροφορεθῆτε

πὸ σκότωσαν τὸ στρατηγὸ τὸν ἀρχηγὸ τῆς Κόρθος,

πὤτανε τριαντάφυλλο κι ὄμορφο κυπαρίσσι

καὶ μέσ’ στῆς Κόρθος τὸν Καζὰ καμάρα μὲ τὴ βρύση».    

Φαίνεται ὅτι γιὰ τὸν Γιαννάκη Νοταρᾶ τὸ φημισμένο γιὰ τὰ νιάτα, τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὰ πλούτη ἀρχοντόπουλο τῆς Κορινθίας τὸν ἡρωϊκὸ θάνατό του, καθὼς καὶ τὸν ἔρωτά του μὲ τὴ Σοφία Ρέντη, ἔχουν στιχουργηθεῖ ἀρκετὰ τραγούδια, μὲ διάφορες παραλλαγὲς  στοὺς στίχους, τὴν ἀφήγηση καθὼς καὶ τὰ γεγονότα ποὺ ἐξιστοροῦν, ὑμνοῦν καὶ ἀθανατίζουν· στιγμὲς ἡρωϊκὲς ἀλλὰ κι ἀνθρώπινες τῆς ἀδιανότης Ἐπανάστασης, ποὺ πέτυχε.

 

KEIMENO

«OΜΙΛΙΑΙ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

ΤΟ "ΑΡΧΟΝΤΟΠΟΥΛΟ"

Τὴν ἔφθασα ἐγὼ αὐτὴν τὴν ἀπόλαυσιν. Εἶναι, βέβαια, ἀρκετὰ ἔτη περασμένα ἀπὸ τότε. Ἡ ἐπέτειος ἡ μεγάλη τῆς Ἐπαναστάσεως εἶχε πολύ, πάρα πολὺ φυλάξει ἀκόμα ἀπὸ τὸν ἀέρα ἐκεῖνον τοῦ ’21. Μὲ ἄλλην χάριν ἐξημερώνετο τότε ἡ 25η Μαρτίου, σὰ νὰ ἦτο ἄλλος τότε ὁ οὐρανὸς καὶ ἄλλη ἡ αὐγή του. Καὶ εἶχε πολὺ τὸ μεγαλεῖον ἀκόμη ἡ Δοξολογία ὁποῦ ἐψάλετο εἰς τὴν Μητρόπολιν τὴν ἡμέραν αὐτήν.

Ἡ τελουμένη τότε ἐν Μητροπόλει Σύναξις εἶχε πολλὴν ὁμοιότητα πρὸς μίαν Συνέλευσιν τῶν κορυφαίων τῆς Ἐπαναστάσεως. Ἐκεῖνοι ὁποῦ ἔψαλαν τοὺς πολεμικοὺς παιᾶνας, ἐκεῖνοι ἔψαλαν τώρα καὶ τοὺς εὐχαριστήριους ὕμνους. Ἐκεῖνοι ὁποῦ ἐκοιμῶντο μὲ τὰ ἀσημένια καρυοφύλλια εἰς χεῖρας, οἱ ἴδιοι εἰσήρχοντο εἰς τὸν Ναόν, μὲ τὸ κάρφος τῆς ἐλαίας δοξολογοῦντες. Ἀπὸ τῶν μορφῶν ἐκείνων τῶν μεγαλοπρεπῶν ἕως εἰς τὴν χιονοφεγγόφωτον στολήν των, διόλου ἢ ὀλίγον διέφερον οἱ ἐν Ἐπιδαύρῳ συνεδριάζοντες ἀπὸ τοὺς ἐν τῇ Μητροπόλει τῶν Ἀθηνῶν  συνηγμένους. Καὶ ὅταν ἐτελείωνεν ἡ Δοξολογία, ἡ ἔξοδος ἀπὸ τοῦ Ναοῦ ὡμοίαζε μὲ διάλυσιν Ἐθνικοῦ Συνεδρίου τῶν μεγάλων ἐκείνων χρόνων.

Γηραιοὶ ἀγωνισταί, πάνοπλοι, μὲ τὴν χρυσήν των φέρμελην, τὶς ἀσημένιες πάλλες, τὰ χρυσόπλεκα τουζλούκια καὶ τὴν κάτασπρη φουστανέλλα των, ἐξερχόμενοι δύο-δύο, ἐξεχύνοντο εἰς τὰς συνοικίας τῆς πόλεως ἔπειτα, πρωσοποποίησις ζωντανὴ τῶν μεγάλων τοῦ Ἀγῶνος πολεμικῶν ἐπεισοδίων. Μεγαλόφωνοι τῶν ἔργων των κήρυκες. Σώματα ἐκλεκτά, μὲ τὸ παράσημον τοῦ Ἀγῶνος εἰς τὸ στῆθος  καὶ τῆς δόξης τὴν σφραγίδα εἰς τὸ μέτωπον, μὲ τὸ ὁποῖον καθαρὸν καὶ ἄμωμον, διῆλθον, κατὰ τὸν Προφήτην, διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος κ’ ἔφτασαν εἰς τὴν δροσερὰν αὐτὴν ἀναψυχήν.

Οὕτω ἀπαράλλακτοι ἦσαν καὶ αἱ μορφαὶ τῶν Πατέρων ἐκείνων τῆς Ἐκκλησίας, ὁποῦ συνεκρότησαν τὴν Πρώτην Οἰκουμενικἠν Σύνοδον ὕστερον ἀπὸ τὸν τελευταῖον αἱμοχαρῆ τοῦ Χριστιανισμοῦ διωγμόν. Ἄλλοι κεκαυμένοι τὰς ὄψεις καὶ πεπηρωμένοι· ἄλλοι ἀκρωτηριασμένοι ἢ ρινότμητοι καὶ ἄλλοι μὲ τὰ παντοῖα τοῦ Μαρτυρίου στίγματα. 

*

Ἐκεῖνος ὁ ἀλίγυστος ἀκόμη, ὁποῦ ὁ χρόνος δὲν ἠμπόρεσε νὰ τοῦ κόψῃ τὴν ὀσφύν, μὲ τὸ ἀνάστημα ἐκεῖνο τὸ μεγαλοπρεπὲς καὶ τὴν μακρὰν ἀρχοντικὴν φουστανέλλαν του, τραβᾷ πρὸς τὴν Πλάκαν, κυρίαρχος ὅλων τῶν δρόμων ἀπὸ τοὺς ὁποίους περνᾷ, μὲ τὴν ἑδραίαν πεποίθησιν ἐν τῇ ψυχῇ, ὅτι θὰ ἀξιωθῇ νὰ ἑορτάσῃ καὶ εἰς τὴν Ἁγίαν Σοφίαν.... Εἷς ἄλλος, κοντὸς ὀλίγον καὶ σωματώδης, ὑποβαστάζων τὴν κυρτήν του πάλλαν μὲ στιβαρὸν ἀκόμη βραχίονα, μὲ φέσιον κατακόκκινον, καταβαίνει πρὸς τὸν Ἅη-Φίλιππα, ὁποῦ ἔχει τὸ Στραταρχεῖον του. Ὁ ἄλλος ἐκεῖνος ὁ κυρτωθεὶς πλέον ἀπὸ τὸ βάρος ἐτῶν, ἀφοῦ ἐσήκωσεν ἐπάνω εἰς τὰ λάσσια στήθη του ἑπτὰ ἐτῶν μυριόνεκρον πάλην, τοῦ ὁποίου λάμπει ἰδοὺ ἡ φουστανέλλα, κάτασπρη, λάμπει καὶ ἡ πολιά του ἡ ἀσημένια, σιγὰ-σιγὰ προβαίνει πρὸς τοῦ Ψυρῆ ὅπου ἔχει «τὰ σπίτια του». Κι ἐκεῖνος πάλιν, μὲ πλάκα, νά, τὰ χρυσᾶ σειρίτια εἰς τὸ περιλαίμιον τῆς χρυσῆς του φέρμελης, μὲ τῆς Φάλαγγος τοὺς τιμημένους βαθμούς, κατέρχεται πρὸς τὸ Γεράνι, ‘‘νὰ τὸ τσούξῃ λιγάκι’’. Κι ἐκεῖνος δὲ μονόχειρ τώρα φοβερὸς ἀκόμη πολέμαρχος τραβᾷ πρὸς τὴν Νεάπολιν, διασχίζων μὲ δόξαν τὰς νέας ὁδοὺς τῶν Ἀθηνῶν...

**

Τὸ βράδυ τῆς μεγάλης αὐτῆς ἡμέρας, εἰς ὅλα τὰ κέντρα τῆς πόλεως, ἀπὸ τὸ πνιγμένον μέσα εἰς τὴν φωτοχυσίαν καὶ τὴν ἄσπρην φουστανέλλαν ἱστορικὸν καφενεῖον τῆς «Ὡραίας Ἑλλάδος», μὲ τοὺς χρυσοὺς μεγάλους καθρέπτας καὶ τοὺς ἀναπαυτικοὺς καναπέδες, ἕως εἰς τὰ λαϊκὰ Κουντουριώτικα πίσω ἀπὸ τὴν Ἀγοράν, δὲν ἤκουες ἄλλο, ἢ διηγήσεις τῶν μαχῶν καὶ ἀλαλαγμούς, ἀπηχήματα τῶν πολέμων τοῦ ’21. Δὲν ἤκουες ἄλλα τραγούδια, παρὰ τραγούδια τῆς Ἐπαναστάσεως· καὶ δὲν ἀντήχουν ἄλλα ὄργανα, παρὰ τῶν χρόνων τῆς Ἐπαναστάσεως παιγνίδια.

Καὶ πόθεν ἐνεφανίζετο ἐκεῖνος τῆς ἐπαναστάσεως ὁ κόσμος! Πόθεν ἐξετρύπωνον ἐκεῖνα τὰ γεροντάκια, μὲ τὸ βασιλικὸν στέμμα εἰς τὴν κεφαλὴν καὶ τὴν χαρὰν εἰς τὰ χείλη! Λογιῶν-λογιῶν γεροντάκια. Μὲ φουστανελλίτσες, μὲ κεντητὰ καποτάκια, μὲ τὴν στολὴν ἄλλοι τῆς Φάλαγγος, καὶ ἄλλοι μὲ τοῦ Πεζικοῦ ἢ τῆς Χωροφυλακῆς. Καὶ ὁ καθεὶς μὲ τὸν βαθμό του, μὲ κορδόνια βαμβακερά, μὲ σειρίτα χρυσᾶ, μὲ σαρδελίτσες. Ὁ καθεὶς βαστάζων τὴν ἔντιμον σελίδα του ἀπὸ τὴν Ἐθνικὴν ἱστορίαν. Ἄλλος μονόφθαλμος, ἄλλος μὲ ραμμένην πέρα-πέρα τὴν παρειὰν καὶ ἄλλος μ’ ἕνα πόδα. Καὶ ὁ καθεὶς μὲ τὰ παράσημά του ἐκεῖνα, καθήμενος τιμητικῶς ἐν μέσῳ κύκλου νεωτέρων εἶχε τὸ δικαίωμα νὰ βροντοφωνῇ γύρω του, μὲ τὴν κατακτητικὴν τοῦ δημιουργοῦ δόξαν.

— Ἐμεῖς τὸ κάναμε αὐτὸ ὅλο τὸ Βασίλειο ποὺ βλέπετε!...

Καὶ μὲ ἕνα κύκλον μεγαλοπρεπῆ τῆς δεξιᾶς περιελάμβανεν οὐρανὸν καὶ γῆν...

Οἱ νεώτεροι, ἡμεῖς, τοὺς ἐκυττάζαμεν ἐκείνους τοὺς ἄνδρας, ὡς ὄντα ὑπερφυσικά, μὲ ὑπερφυσικὰ ἀναστήματα καὶ ὑπερφυσικὰς δυνάμεις. Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ὁποῦ ἐβροντοφωνοῦσαν τὸ κατόρθωμά των, εἰς τὰ ὄμματά μας παρίσταντο πολὺ διάφοροι ἀπὸ ἡμᾶς. Ὑψηλότεροι καὶ εὐσωμότεροι, ὡς ἄλλης φυλῆς ἄνθρωποι, φανερωθέντες εἰς τὸν κόσμον μόνον διὰ νὰ δημιουργήσουν μίαν Ἑλλάδα.

Περὶ αὐτῶν ὡμίλησεν ἡ Γραφὴ τάδε:

‘‘— Οἱ γίγαντες ἦσαν ἐπὶ τῆς γῆς ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις... Ἐκεῖνοι ἦσαν οἱ γίγαντες οἱ ἀπ’ αἰῶνος, οἱ ἄνθρωποι οἱ ὀνομαστοί..’’[3]. 

***

Ἀλλ’ ἐγὼ ἀπ’ ὅλην αὐτὴν τὴν χαράν, ἰδιαίτεραν ἀπόλαυσιν ᾐσθανόμην ὅταν ἤκουον τὸ ‘‘Ἀρχοντόπουλο’’ κάθε χρόνον τὴν ἡμέραν αὐτήν. Τὸ τρυφερὸν ἐκεῖνο δημοτικὸν ᾆσμα, τὸ περιγράφον τὴν ἐκστρατείαν καὶ τὸν θάνατον ἑνὸς ὡραίου Νοταρᾶ, γόνου εὐγενοῦς, ἀπὸ τὴν κορινθιακὴν οἰκογένειαν τῶν Νοταράδων, ὅστις λεοντόκαρδος ἔφηβος, στρατολογήσας ἐξ ἰδίων του ὁλόκληρον ὁμάδα στρατιωτικήν, ἦλθε κ’ ἐπολέμησεν ἐν τῇ Ἀττικῇ, κ’ ἔπεσε "στὸ Σέγγιος ἀποκάτω", εἰς τὸν κάμπον ὄπισθεν τοῦ Μνημείου τοῦ Φιλοπάππου, τὴν ἡμέραν τὴν ἀποφράδαν ἐκείνην, ὁποῦ τὰ γρασίδια τῆς Ἀθηναϊκῆς πεδιάδος ἐκαλύφθησαν ἀπὸ νεκρούς. Οἱ στίχοι τοῦ ᾄσματος εἶναι πολὺ ὡραῖοι καὶ πολὺ παθητικοί. Ἀρχιζαν ἀπὸ τρία πουλάκια, καθὼς ἀρχίζουν καὶ καὶ ὅλα τὰ πολεμικὰ τοῦ λαοῦ ᾄσματα. Τρία πουλάκια, ‘‘ποὺ ἐκάθηντο στῆς Κόρινθος τὸ Κάστρο’’... ‘‘Τὸ ἕνα ἐτήραε’’ τὰ Τρίκκαλα τὴν ἔνδοξον γενέτειραν τῶν Νοταράδων, τὸ ἄλλο ‘‘κατ’τὴν Ἀθήνα..’’. Τὸ τρίτο τὸ καλλίτερον ἐμοιρολόγα κ’ ἔλεγεν ὅλην τὴν ἀθάνατον ἱστορίαν τοῦ εὐγενοῦς πολεμιστοῦ... Πῶς τὸ Ἀρχοντόπουλο ἐξώπλισε τὸ στράτευμά του, πῶς ἀπεχαιρέτισε τὴν ἀρραβωνιστικήν του διὰ τοῦ γραμματικοῦ του, ὅστις τῆς εἶπε νὰ μὴ τὸ ἀπαντεχαίνῃ πλέον τὸ Ἀρχοντόπουλο, γιατὶ πάγει ‘‘νὰ πάρῃ τὴν γῆ γυναῖκά του... στὸ Σέγγιος ἀπὸ κάτω...’’.

****

Ὁ μπάρμπα-Γεώργης, ἕνας ὑψηλὸς καὶ ἐρρυτιδωμένος ἀπόστρατος χωροφύλαξ, φέρων τὴν ἰδιαιτέραν στολὴν φύλακος τοῦ ἀνακτορικοῦ κήπου, αὐτὸς ἐτραγουδοῦσε τὸ περίφημον ‘‘Ἀρχοντόπουλο’’.

Εἰς μίαν γωνίαν ἑνὸς οἰνοπωλείου ἡσυχαστικοῦ, ἐκεῖ στὰ Κουντουριώτικα, εἰς ἕνα τραπεζάκι, εἰς τὴν ἄκρην ἐκεῖ, ὁποῦ μόλις ἔφθανε τὸ φῶς τοῦ λυχναριοῦ, ἤρχετο τακτικὰ ὅταν σχολνοῦσεν ἀπὸ τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ Βασιλικοῦ κήπου, βιαστικά-βιαστικά, μὲ τὴν μακρυὰ χονδρὴ ρεδιγκότα του καὶ μὲ τὸ ξύλινον χονδρὸν ραβδί του. Ἐκάθητο εἰς τὴν συνήθη θέσιν του. Ἔπαιρνε ταμπάκο στὴν ἀρχή, ἕως οὗ νὰ τοῦ φέρουν τὸ κατοσταράκι, κι ἐξεκρεμνοῦσεν ἔπειτα ἀπὸ τὸν στῦλον, δίπλα του, τὸ τσιβοῦρί του, γλυκύτατον καὶ περιπαθέστατον ὄργανον. Ἐξηρόβηχε δυό-τρεῖς φορές, ἕως οὗ νὰ χορδίσῃ καλὰ τὰ τέλια τοῦ τσιβουριοῦ καὶ ἄρχιζεν:

—Ἐγὼ εἶμαι τ’ Ἀρχοντόπουλο, στὸν κόσμο ξακουσμένο!... 

*****

Ἤμην τότε μαθητὴς τοῦ Βαρβακείου. Κατόπιν ἑωρτάζετο πολυτερέστερα πολύ, κάθε χρόνο καὶ καλλίτερα, ἡ ἐπέτειος τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως. Ὁ πληθυσμὸς τῆς Πρωτευούσης ἐτετραπλασιάσθη ἔκτοτε. Τὰ νέα μέγαρα καὶ αἱ εὐρυάγυιαι λεωφόροι κατέπνιξαν τοὺς ἰθαγενεῖς συνοικισμοὺς καὶ ἡ «Ὡραία Ἑλλἀς»...ἐκάη... Τὰ πλούτη ἐπλεόνασαν, ἡ εὐζωΐα ἐμεγαλύνθη. Καὶ ὁ λαὸς ὁ ἠγαπημένος «ἐνεπλήσθη καὶ ἀπελάκτισεν...ὁ νέος Ἰακώβ...ἐλιπάνθη, ἐπαχύνθη, ἐπλατύνθη...».[4]

Ἀλλὰ τὴν δόξαν καὶ τὴν χάριν τῶν ἀρχαιοτέρων ἐκείνων χρόνων τὴν ἔχασεν ἡ σημερινὴ ἡμέρα. Ἡ φυλὴ τῶν Γιγάντων, ὁποῦ ἔδιδε τὸν τόνον εἰς τὴν ἑορτήν, δὲν ὑπάρχει πλέον. Καὶ αὐτὸς ὁ μπάρμπα-Γιώργης ἀπέθανεν. Οὐδὲ τὰ Κουντουριώτικα ὑπάρχουν σήμερον, οὐδὲ τὸ παθητικὸν τσιβοῦρί του. Καὶ τὸ τρίτο τὸ πουλάκι, κι ἐκεῖνο ἀκόμα, ὁποῦ «ἀπ’τῆς Κόρινθος τὸ Κάστρο», ἐμοιρολογοῦσε τ’ Ἀ ρ χ ο ν τ ό π ο υ λ ο, ἐπέταξε... κι ἐπῆγεν ἴσως ἀλλοῦ...

Α. ΜΩΡΑΪΤΙΔΗΣ»

                                                          Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης 

Σημ. 1: Πολλὲς εὐχαριστίες γιὰ τὴ βοήθειά τους στὸν Παντελῆ Μπουκάλα, τὸν Γιάννη Μάκκα, τὸν Ἰωάννη Καραχρῆστο καὶ τὸν Στέφανο Μίλεση.

Σημ. 2: Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὴν ἐφ. Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας τῶν Γρεβενῶν, φ. 913/26.3.2021, σ. 15-18.

 

 

 

 



[1] Ἡ θέση Μεσίαν ἐνδεχομένως βρισκόταν στὸν Φαληρέα, στὴν περιοχὴ ἀνάμεσα στὸ Νέο Φάληρο καὶ τὴν Καστέλλα.

[2] Ἄλατος (=Ἀνάλατος), ἡ περιοχὴ στὰ ὅρια τοῦ Νέου Κόσμου μὲ τὸν Δήμο τῆς Νέας Σμύρνης στὸ ὕψος περίπου τοῦ Ἁγίου Σώστη στὴ λεωφόρο Συγγροῦ. Ὁ μύθος λέει πὼς πῆρε τὸ ὄνομά της ἀπὸ ἕνα πηγάδι, τὸ μοναδικὸ τῆς περιοχῆς ποὺ εἶχε γλυκὸ νερό. Μὲ δεδομένη τὴ θέση τοῦ πηγαδιοῦ κοντὰ στὴν παραλία θεωρήθηκε περίεργο ποὺ τὸ νερό του δὲν ἦταν γλυφό. Ἔτσι μὲ τὰ χρόνια ἡ μοναδικότητα αὐτὴ καθιέρωσε καὶ τὸ ὄνομα ἀνάλατος.

 

[3]. Γέν. στ΄ 4.

[4] . Πρβλ. Δευτ. λβ΄ 14.

Πέμπτη 25 Μαρτίου 2021

ΣΗΜΕΡΑ ΕΙΝΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΧΑΡΑ ΜΕΓΑΛΗ

 

Ζήτω ἡ Ἐπανάσταση!

 


«Τὸν Μάρτη τοῦ 1895 ὁ θεῖος μου ὁ Γιῶργος Ἀγραφιώτης μὲ μίλησε κρυφὰ καὶ μὲ εἶπε ὅτι στὴ γιορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ποὺ ἦταν στὶς 25 τοῦ Μάρτη, εἶχαν γιορτὴ στὴν Ἑλλάδα γιὰ τὴν Ἑπανάσταση καὶ τὴν Ἀπελευθέρωση ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Θὰ πήγαιναν μιὰ παρέα μὲ ἄλογα στὸ βουνὸ πίσω ἀπ’τὸ Σώποτο, τὸ Σμάθ’κο, γιὰ ν’ ἀκούσουν τὰ κανόνια ποὺ ρίχναν οἱ Ἕλληνες στὴν Κέρκυρα τὴν ἡμέρα ἐκείνη, ὅταν ἔβγαινε ὁ ἥλιος. Φύγαμε μιὰ ὥρα πρὶν τὸ ξημέρωμα, πήγαμε στὸ Σώποτο καὶ ὅταν βγῆκε ὁ ἥλιος κάναμε ὅλοι ἡσυχία ν’ἀκούσουμε. Ἐγὼ δὲν ἄκουσα τίποτα, ἕνας ἢ δύο εἶπαν ὅτι κάτι ἄκουσαν, ἀλλὰ καθὼς φυσοῦσε λίγος βοριᾶς ὁ ἀχὸς ἔφευγε καὶ δὲν ἀκούσαμε τίποτε. Γυρίσαμε στὸ σπίτι καὶ ἡ Μάνα μου μᾶς εἶδε στεναχωρημένους, κράτησε τὸν ἀδελφό της γιὰ φαῒ καὶ εἶπε:

Σήμερα εἶναι Εὐαγγελισμὸςκαὶ χαρὰ μεγάλη, ἐμεῖς θὰ φᾶμε ψάρι.

Τὶς ἄλλες μέρες νήστευαν.


Σ’ἕνα μῆνα, στὶς 23 τοῦ Ἀπρίλη, τοῦ  Ἁγ. Γεωργίου, πήγαμε ξανὰ μὲ τὸν θεῖο μου καὶ ἄλλους στὸ Σμάθ’κο ψηλά, ἀπ’ ὅπου φαίνονταν ὁλόκληρη ἡ Πίνδος ἀνάμεσα στὸ Σινιάτσικο καὶ τὸ Μπούρινο. Μόλις βγῆκε ὁ ἥλιος, καθὼς φυσοῦσε κι ἀνοιξιάτικο ἀεράκι ἀπὸ τὴν Πίνδο πρὸς τὰ ἐμᾶς, ἀκούσαμε καθαρὰ τὰ κανόνια ποὺ βροντοῦσαν ἀπὸ τὴν Κέρκυρα, ἑκατὸν πενῆντα χιλιόμετρα εὐθεία γραμμῆς, γιὰ τὴ γιορτὴ τοῦ βασιλιᾶ τῆς Ἑλλάδος. Ἀκούγονταν ἀρκετὰ καθαρὰ καὶ μετρήσαμε τέσσερις, πέντε, ἕξι, ὀκτὼ κανονιὲς  καὶ ὕστερα ὅλοι μαζὶ ἄρχισαν νὰ φωνάζουν ζήτω ἡ Ελλάδα, ζήτω ἡ Ἐπανάσταση, ζήτω ὁ βασιλιᾶς Γεώργιος καὶ γινόταν τόση φασαρία ποῦ δὲν ἄκουγες πλέον τὰ κανόνια. Ὅταν σταμάτησαν νὰ φωνάζουν καὶ ἡσύχασαν ὅλοι, ἕνας ἄρχισε νὰ τραγουδᾶ τὸν Ἐθνικὸ Ὕμνο τῆς Ἑλλάδας, ποὺ ὅλοι τὸν ἤξεραν ἐκτὸς ἀπὸ μένα. Καθὼς ντρεπόμουνα, γιὰ  νὰ μὴν μὲ πάρουν χαμπάρι, ὅτι δὲν τραγουδοῦσα, ἐγὼ ἄνοιγα τὸ στόμα μου κάνοντας πὼς τραγουδάω. 


Γυρίσαμε στὴν Κοζάνη ὅλοι εὐχαριστημένοι.Ἐμεῖς μὲ τὸν θεῖο μου τὸν Γιῶργο Ἀγραφιώτη τραβήξαμε κατὰ τὴ Ζαμάρα γιὰ νὰ πᾶμε στὰ Μεσκιάθ’κα. Σὰ φτάσαμε στὸ σπίτι, ὁ θεῖος μου μὲ εἶπε χοντροκέφαλο, ὅτι τὸν ἔκανα ρεζίλι ποῦ δὲν ἤξερα τον Ἐθνικὸ Ὕμνο καὶ ἀμέσως κάθησε καὶ μοῦ τὸν ἔμαθε. Ἡ μάνα μου μὲ δικαιολόγησε στὸν ἀδελφό της, λέγοντα ὅτι τὸ παιδὶ  ἦταν στὴ Ρουμανία καὶ δὲν πῆγε στὸ σχολεῖο στὶς τελευταῖες τάξεις, γιατὶ τὸν Ἐθνικὸ Ὕμνο τῆς Ἑλλάδας τὸν μάθαιναν  τὰ παιδιὰ τῆς σκλαβωμένης Κοζάνης στὶς τελευταῖες τάξεις τοῦ σχολείου.Ἐγὼ μέχρι τὸ βράδυ τραγουδοῦσα συνέχεια τὸν Ἐθνικὸ Ὕμνο, ποὺ τὸν ἔμαθα στὰ δέκαέξι χρόνια».

Ὁ γιὸς τῆς Μπουζίτσας Ἀγραφιώτη, Πάικος Δελιαλῆς (Κοζάνη1878-1958)

Δευτέρα 15 Μαρτίου 2021

GEORGE FINLAY, IΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ, μτφρ. ΑΛΕΞ. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

 

ΒΗΜΑτάρης G. Finlay σὲ «μετάφραση» Ἀλέξ. Παπαδιαμάντη

Ἡ ἐφημερίδα TO BHMA ἔχασε τὸν βηματισμό της: «ἐκλονήθη, ἐσαρρίσθη, ἔκλινε καὶ ἔπεσεν», ποὺ θὰ ἔλεγε κι ὁ Παπαδιαμάντης, στὴν τάφρο τοῦ ἐκδοτικοῦ ἐντυπωσιασμοῦ, τῆς φιλολογικῆς ἀντιδεοντολογικῆς προσέγγισης μιᾶς ἱστορικῆς, μοναδικῆς, πολυμοχθοφόρτου ἐκδόσεως καὶ τῆς εὐκολοθηρικῆς πρόσβασης στὸν λόγο καὶ τὴ γραφὴ ἑνὸς γίγαντα τῶν νεοελληνικῶν γραμμάτων, τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη· πασπαλισμένη ἀπὸ ἀσημόσκονη ἡρωϊκῶν γεγονότων καὶ εἰκόνων τῆς Παλλιγενεσίας τοῦ 1821.


Ὅλα αὐτά, ὅπως τὰ βίωσε, στὴ διάρκεια τῆς Ἐπαναστάσης τοῦ ’21, ὁ Σκῶτος φιλέλληνας George Finlay. ΤΟ ΒΗΜΑ, ἀπὸ τὸ φ. τῆς 13-14ης Μαρτίου 2021, μὲ τὴν εὐκαιρία τῶν διακοσίων ἐτῶν ἀπὸ τὴν Ἐπανάστασης, προσφέρει στὸ ἀναγνωστικὸ κοινό του τὴν Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστατης τοῦ  George Finlay δηλώνοντας, φαρδιὰ-πλατιὰ, στὸ ἐξώφυλλο: σὲ μετάφραση Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Ὁποιοσδήποτε, ὅμως, ἔχει διαβάσει ἔστω καὶ ἕνα διήγημα τοῦ Παπαδιαμάντη, διαβάζοντας τὸ κείμενο τῆς ἔκδοσης τοῦ ΒΗΜΑΤΟΣ, φυσικὰ καὶ δὲν θὰ πιστέψει πὼς τὸ ἔχει γράψει Παπαδιαμάντης, ὄχι μόνο γιατὶ εἶναι παλαιότερα τὰ νέα ἑλληνικά του ἀλλὰ καὶ γιατὶ δὲν μετέφραζε ἁπλά, «παπαδιαμαντοποιοῦσε» μὲ τὸν λόγο του τὸ κείμενο, σὰν νὰ τὸ εἶχε γράψει ὁ ἴδιος, χωρὶς νὰ μεταφράζει.

Ὁ ἐπιμελὴς ἀναγνώστης πρέπει νὰ πάει στὰ ἐσώφυλλα, στὰ λεγόμενα credits τῆς ἔκδοσης, ἤγουν τὰ ψιλὰ γράμματα, γιὰ νὰ ἰδεῖ πὼς πρόκειται: «γιὰ τὴν ἀπόδοση τῆς μετάφρασης τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη στὴν νέα ἑλληνκή,  ποὺ βασίστηκε στὴν ἔκδοση, Γεώργιος Φίνλεϋ,  Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως,  τόμ. 1-2 μτφρ. Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης,  [Ἵδρυμα τῆς Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων γιὰ τὸν Κοινοβουλευτισμὸ καὶ τὴν Δημοκρατία, Ἀθήνα 2008]». Ὅμως, ἡ ἔκδοση τοῦ ΒΗΜΑΤΟΣ παραλείπει –σκοπίμως ἄραγε; – τό Φιλολογικὴ ἐπιμέλεια, Ἄγγελος Γ. Μαντᾶς· δηλ. αὐτὸν ποὺ πάσχισε καὶ μόχθησε γιὰ νὰ μεταγράψει τὰ 1596 χειρόγραφα φύλλα τῆς μετάφρασης τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη καὶ νὰ τὰ συγκεντρώσει, μὲ ὅλους τοὺς ἐπιστημονικὰ φιλολογικοὺς καὶ ἱστορικοὺς ὅρους καὶ κανόνες, στὸ ἄρτιο ἀπὸ πάσης ἀπόψεως δίτομο ἔργο τοῦ Ἱδρύματος τῆς Βουλῆς.

Ἡ συντακτικὴ ὁμάδα τῆς ἔκδοσης τοῦ ΒΗΜΑΤΟΣ ἐνῶ ἀποσιωπᾶ αὐτὸ τὸ ἐξαιρετικὰ σημαντικὸ στοιχεῖο τῆς ἔκδοσης τοῦ Ἱδρύματος τῆς Βουλῆς, γνωρίζει ὅτι τὸ brand name «Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης» εἶναι ἰδιατέρως ἑλκυστικό: συλλαμβάνει ὡς διὰ τσιγγελίου τοὺς ἀναγνώστας ὅλων τῶν τάξεων καὶ τοὺς τραβᾶ μαζί του, ὅπως θὰ ἔλεγε κι πρύτανης τῶν ἐφημεριδογράφων καὶ ἐκδοτῶν Βλάσης Γαβριηλίδης. Ἔτσι, τὸ ἐξώφυλλο παραπλανᾶ τὰ ἀθῶα ἀναγνωστικὰ κοσσυφάκια, ποὺ ἀποζητοῦν μὲ λαχτάρα Παπαδιαμαντικὴ τροφή, καὶ οἱ ἀναγνῶστες οἱ γλυκεῖς, οἱ ἀναγνώστριες αἱ εὔθυμοι, πίπτουσιν θύματα τῆς θηλιᾶς τοῦ ΒΗΜΑΤΟΣ, ποὺ τὰ συλλαμβάνει στὰ βρόχια του, ὡς ἄλλος γέρο-Φερετζέλης τοῦ  «ἔρωτα στὰ χιόνια».

Ἔναρξη Σαρακοστῆς καὶ τὸ ΒΗΜΑ μᾶς κερνάει σκορδαλιὰ χωρὶς σκόροδον ποὺ θὰ ἔλεγε κι ὁ τριτεξάδελφός του Μωραϊτίδης, ὁ ὁποῖος ἐὰν ζοῦσε θὰ ἐξανίστατο κι αὐτὸς γιὰ τὰ μετὰ θάνατον βάσανα τοῦ δεξιοῦ ψάλτου τοῦ Ἁγίου Ἐλισσαίου. Ἀλλὰ τὸ εἶπε κι ὁ ἴδιος ὁ Παπαδιαμάντης: δὲν ἔχουν τελειωμὸ τὰ βάσανα κι οἱ καϋμοὶ τοῦ κόσμου· καὶ φυσικὰ καὶ τοῦ ἰδίου τοῦ Παπαδιαμάντη κι ἂς μὴν εἶναι ἐν ζωῇ.  

Ἡ πρώτη σελίδα 
ἀπὸ τὸ χειρόγραφο τοῦ Παπαδιαμάντη

Ἐμᾶς τοὺς Ἀγραφιῶτες μᾶς συνδέει καὶ  κάτι ἄλλο, πιὸ ἁπτό, πιὸ χειροπιαστὸ μὲ τὴ μεταγραφὴ τῆς μετάφρασης τοῦ Παπαδιαμάντη. Ὁ Ἄγγελος Μαντᾶς, ποὺ ἔκαμε τὴν μεταγραφὴ καὶ εἶχε τὴν φιλολογικὴ ἐπιμέλεια τοῦ ἄθλου τῆς ἔκδοσης τῆς ἀληθινῆς, τῆς πραγματικῆς μετάφρασης τοῦ ἔργου τοῦ G. Finlay ἀπὸ τὸν Παπαδιαμάντη, μᾶς ἀποκάλυψε πὼς μεγάλο μέρος τῆς μεταγραφῆς τὸ ἔκαμε ἀπὸ  ἀντίγραφα τῶν χειρογράφων τῶν ΓΑΚ στὸ Καρπενήσι, τὴν περίοδο 2003-2007. Ἐκεῖ στὸ παγωμένο Καρπενήσι, στὴ σκιὰ τοῦ Βελουχιοῦ, κοντὰ στὰ ἱστορικὰ Ἄγραφα τοῦ Κατσαντώνη καὶ τοῦ Καραϊσκάκη, στὸ Καρπενήσι τοῦ Μάρκου Μπότσαρη, ἐκεῖ ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ εἶδε τὸ φῶς τοῦ ἡλίου ὁ μέγας Ζαχαρίας Παπαντωνίου, ὁ Ἄγγελος Μαντᾶς ἅπλωνε τὸν Παπαδιαμαντικὸ λόγο  στὸ παγερὸ γραφεῖο του, ἀπογεύματα καὶ βράδυα τῆς τετρατρετοῦς ἐκεῖ θητείας του ὡς Σχολικοῦ Συμβούλου, καὶ γράμμα-γράμμα, σειρὰ-σειρά, φύλλο-φύλλο τὸν ἀποτύπωσε, τὸν ἀποκάλυψε· γιὰ νὰ προκύψει ἡ ἀνεπανάληπτη ἔκδοση τοῦ Ἱδρύματος τῆς Βουλῆς. Ἡ Παπαδιαμαντικὴ γραφὴ ξαναζωντάνεψε, ξαναγεννήθηκε σὲ φῶς Καρπενησιώτικο, ἐκεῖ ποὺ στοὺς παλαιότερους, δύσκολους, σκοτεινοὺς καιροὺς τῆς Τουρκοκρατίας εἶχε τὸ Σχολεῖο του ὁ ὅσιος πλέον Εὐγένιος Γιαννούλης ὁ Αἰτωλός, ἐκεῖ ποὺ ἔλαβε τὸ ἱερομοναχικὸ σχῆμα ὁ δικός μας, ὁ ἐπιστήθιος μαθητής του, ὁ ἀγραφιώτης Ἀναστάσιος ὁ Γόρδιος· μοναδική, γιὰ ἐμᾶς τοὐλάχιστον, συγκυρία. Ἔχει ἄρωμα Ἀγράφων, λοιπόν, ἡ μεταγραφὴ τῆς μετάφρασης τοῦ Παπαδιαμάντη διὰ χειρὸς Ἄγγελου Μαντᾶ, γι αὐτὸ μᾶς πονάει καὶ μᾶς ἰδιαίτερα ἡ κακοποίησή της.

Κων. Σπ. Τσιώλης

Τετάρτη 3 Μαρτίου 2021

4 ΜΑΡΤΙΟΥ 1851. ΓΕΝΕΘΛΙΟΝ ΑΛΕΞ. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ*

 

Ὁ δαφνοστεφὴς Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης καὶ

 ὁ γόης συγγραφεὺς Ζαχαρίας Παπαντωνίου μὲ τὰ γελαστὰ εἰδώλιά του

 

Τὸ 1912, τὸν Μάρτιο, γενέθλιο μῆνα τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, κυκλοφορεῖ τὸ λογοτεχνικὸ περιοδικὸ Ὁ Καλλιτέχνης, «Εἰκονογραφημένον περιοδικὸν ἐκδιδόμενον ἐν Ἀθήναις» ὅπως αὐτοπροσδιορίζεται, μὲ ἐξώφυλλο τὴ φωτογραφία τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη διακοσμημένη μὲ χρωμολιθογραφικὰ στολίδια τοῦ γλύπτη, ζωγράφου καὶ εἰκονογράφου Π. Ι. Ρούμπου (1873-1942).

Ὁ Καλλιτέχνης, ἐξώφυλλο.
Ἡ φωτογραφία τοῦ Παπαδιαμάντη 
εἶναι τοῦ Γ. Χατζόπουλου (1908).   

Στὴν ἐφ. Ἐμπρὸς στὸ φύλλο τῆς 29ης Μαρτίου 1912 σχολιάζεται ἡ ἔκδοση τὴν προηγουμένη, 28η Μαρτίου 1912  τοῦ νέου τεύχους  24 τοῦ περιοδικοῦ   Καλλιτέχνης, ἀπὸ τὸν ἀνώνυμο ἀρθρογράφο τῆς στήλης «ΠΕΝΝΙΕΣ». Δηλώνει πὼς ἕναν χρόνο μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, τὸ περιοδικὸ τιμῶντας τὴν μνήμη του, πέραν τοῦ καλλιτεχνικοῦ ἐξωφύλλου μὲ τὴν φωτογραφία τοῦ Παπαδιαμάντη, ξεκινᾶ τὴ δημοσίευση δύο ἀνεκδότων διηγημάτων του, «Δημαρχίνα νύφη» ωκαὶ «Τραγούδια τοῦ Θεοῦ». 

Ζαχαρίας Λ. Παπαντωνίου

Τέλος ὁ ἀρθρογράφος ἐπισημαίνει, πέραν τῶν ὑπολοίπων περιεχομένων τοῦ τεύχους, καὶ τὸ γεγονὸς τῆς δημοσίευσης γελοιογραφικῶν πορτραίτων τοῦ Καρπενησιώτη ‒μὲ ἀπώτερη καταγωγὴ ἀπὸ τὴν Γρανίτσα τῶν ἱστορικῶν Ἀγράφων‒ λογίου-δημοσιογράφου Ζαχαρία Παπαντωνίου (Καρπενήσι 1877 - Ἀθήνα 1940), ποὺ ἀναδεικνύουν καὶ τὴν εἰκαστικὴ πλευρὰ τοῦ ἔργου του:

«Τραγούδια τοῦ Θεοῦ»,
Ὁ Καλλιτέχνης 24 (1912) 423. 

 

—Ὡραιότατος ὁ «Καλλιτέχνης» τοῦ Μαρτίου ποὺ ἐξεδόθη χθές.

—Τὸ πολύχρωμον ἐξώφυλλόν του εἶναι τιμητικῶς ἀφιερωμένον εἰς μνήμην τοῦ Παπαδιαμάντη μὲ τὴν δαφνοστεφῆ εἰκόνα τοῦ διηγηματογράφου.

—Εἰς τὸ τεῦχος αὐτὸ ἀρχίζει ἡ δημοσίευσις τῶν ἀνεκδότων διηγημάτων τοῦ Παπαδιαμάντη. Δημοσιεύονται δύο χαρακτηριστικώτατα τῆς τέχνης του, ἡ «Δημαρχίνα νύφη» καὶ τὰ «Τραγούδια τοῦ Θεοῦ».

—Ἐπίσης μεταξὺ τῶν ἐκλεκτῶν περιεχομένων τοῦ μοναδικοῦ μας φιλολογικοῦ περιοδικοῦ διακρίνομεν χαρακτηρισμὸν περὶ τοῦ ποιητοῦ Ἐπαμ. Δεληγιώργη, ὑπὸ Κ. Οὐράνη, καὶ ὡραίας μεταφράσεις τῶν γαλλιστὶ ἐκδοθέντων ποιημάτων του ὑπὸ Ν. Καρβούνη.

—Καὶ εἰς τὸ τεῦχος αὐτὸ μὲ τὸ ὁποῖον ὁ «Καλλιτέχνης» συνεπλήρωσεν αἰσίως τὸ β΄ ἔτος τῆς ἐκδόσεώς του, δημοσιεύονται ἀκόμη ὁ «Νιτσεϊσμὸς ὡς κοινωνικὴ θεωρία», ὁ «Φταίστης» διήγημα τοῦ κ. Βουτυρᾶ, τὸ «Φεγγαροπούλι» διήγημα τοῦ Χάρη Ἐπαχτίτη κλπ.

—Καὶ μία ἔκπληξις, ἡ συνέχεια τῶν περιφήμων γελοιογραφικῶν πορτραίτων τοῦ κ. Ζαχαρίου Παπαντωνίου».

 

Ὁ διευθυντὴς τοῦ Καλλιτέχνη Γεράσιμος Βῶκος (Πάτρα 1868 – Παρίσι 1927) σχολιάζει ἀπὸ τὶς στῆλες τοῦ περιοδικοῦ πὼς μὲ ἀφορμὴ τὸν ἀποκρηάτικο ἑορτασμὸ τοῦ 1912 συναντήθηκε πρὸς διασκέδασιν καὶ ἀναψυχήν, σὲ ἀπόμερο καφενεῖο τῶν Ἀθηνῶν, μὲ λογοτεχνικὴ συντροφιὰ τῆς ἐποχῆς: Στέφανος Μαρτζώκης, Ἰωάννης Γρυπάρης, Ἀνδρέας Καρακαβίτσας, Ἰωάννη Βλαχογιάννης καὶ Ζαχαρίας Παπαντωνίου.


Ἐκεῖ ἀναφέρει ὅτι ὁ Παπαντωνίου, ὁ πνευματώδης χρονογράφος καὶ γόης συγγραφεύς, ἀλλὰ καὶ γελοιογράφος ἐξ ἴσου ἐκλεκτός, ὅπως τὸν χαρακτηρίζει, φιλοτέχνησε σκίτσα λογίων καὶ εἰκαστικῶν. Μεταξὺ αὐτῶν ξεχωρίζουν αὐτὸ τοῦ ἀδελφοῦ του Χαρίλαου Παπαντωνίου (Καρπενήσι 1867-Ἀθήνα 1932) μὲ αὐτὸ τὸ βυζαντινὸν ἀσκητικὸν πρόσωπον, τοῦ εἰκαστικοῦ Πέτρου Ρούμπου ποὺ φιλοτέχνησε τὸ ἐξώφυλλο τοῦ περιοδικοῦ τὸν συμπαθῆ καλλιτέχνην μὲ τὸ ἐταστικὸν καὶ διερευνητικὸν βλέμμα καὶ μὲ τὰ γωνιώδη καὶ ὀξέα χαρακτηριστικά, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἰδίου τοῦ διευθυντῆ τοῦ περιοδικοῦ Γεράσιμου Βώκου· ἡ ἀσχημοτέρα ἀπὸ ὅλες μουτζοῦνα τῆς ἀποκρηάτικης βραδυᾶς, ὅπως χαριτολογικὰ σχολιάζει τὸ γελοιογραφικό του πορτραῖτο.

Ὁ Γερ. Βῶκος, καταλήγει ἐκφράζοντας τὸν θαυμασμὸ καὶ τὰ συγχαρητήριά του στὸν Ζαχαρία Παπαντωνίου γιὰ τὰ γελαστὰ εἰδώλιά του, σημειώνοντας μάλιστα πώς κατατάσσει τὴν ἀποκρηάτικη αὐτὴ βραδυὰ ὡς μία ἀπὸ τὶς ὡραιότερες τῆς ζωῆς του: 

 

Τὴν τελευταίαν Κυριακὴν τῶν Ἀπόκρεω μία ὁμὰς φίλων καὶ συναδέλφων πρὸ τοῦ καταλήξῃ εἰς ἕνα βακχικὸν συμπόσιον, ὅπου ἦλθαν θριαμβευτικῶς ἐπευφημούμενοι οἱ κ. κ. Μαρτζώκης, Καρκαβίτσας, Βλαχογιάννης, Γρυπάρης, ἐπέρασε λίγες εὐχάριστες ὧρες σὲ ἕνα ἀπόμερο καφενεῖο. Ἐκεῖ ὁ Ζαχαρίας Παπαντωνίου ὁ ὁποῖος ὅταν θέλῃ δὲν εἶναι μόνον πνευματώδης χρονογράφος καὶ γόης συγγραφεύς, ἀλλὰ καὶ γελοιογράφος –πιστεύομεν ἐξ ἴσου ἐκλεκτός– εἶχε τὴν ἔμπνευσιν νὰ προσθέσῃ καὶ ἄλλα γελαστὰ εἰδώλια εἰς τὴν γελοιογραφικήν του πινακοθήκην,

...Ἔπειτα ὁ ἀδελφὸς τοῦ κ. Ζαχαρίου Παπαντωνίου κ. Χαρίλαος Παπαντωνίου. Ἡ γραμμὴ ποὺ περνᾶ ἀπὸ αὐτὸ τὸ βυζαντινὸν ἀσκητικὸν πρόσωπον εἶναι σὰν οἱ ἀστραπὲς τοῦ πνεύματός του ποὺ ἔχει τὴν ὁρμὴν τὴν ὁποίαν ἀπὸ πέρισυ ἤρχισε γνωρίζων εἰς τὸ κοινὸν ὁ "Καλλιτέχνης". Μὲ θαυμαστὴν εὐχέρειαν, μὲ μοναδικὴν ἀνεύρεσιν τῆς χαρακτηριστικῆς γραμμῆς ἀπέδωκε τὰς γελοιογραφίας τῶν ἀπαρτιζόντων τὸν ὅμιλον αὐτόν.

... Ἀλλὰ ποία ἐπιτυχία στὴν ἀπόδοσι τῆς φυσιογνωμίας τοῦ γλύπτου καὶ ζωγράφου κ. Πέτρου Ρούμπου! Ὅσοι γνωρίζουν τὸν συμπαθῆ καλλιτέχνην μὲ τὸ ἐταστικὸν καὶ διερευνητικὸν βλέμμα καὶ μὲ τὰ γωνιώδη καὶ ὀξέα χαρακτηριστικὰ ἀνευρίσκουν σὲ τόσο λίγες γραμμὲς ὅλην τὴν ἔκφρασιν τῆς γραφικῆς μορφῆς του.


...Ἰδοὺ τώρα καὶ ὁ ἐπίλογος τῆς ἀποκρηάτικης βραδυᾶς ἡ ἀσχημοτέρα ἀπὸ ὅλες μουτζοῦνα. Μὲ θαυμασμὸν συγχαίρομεν τὸν ἀγαπητὸν μας φίλον καὶ συνεργάτην κ. Παπαντωνίου καὶ κατατάσσομεν τὴν ἀνάμνησιν τῆς ἀποκρηάτικης αὐτῆς βραδυᾶς εἰς τὰς ὡραιοτέρας τῆς ζωῆς μας.

 

Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης


* Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὴν ἐφημ. Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας τῶν Γρεβενῶν, φ. 910/5.3.2021, σ. 15-16.

Εὐχαριστίες πολλὲς στὸν Γιάννη Μάκκα, ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ Μύριση τῶν Ἀγράφων γιὰ τὴ συνδρομή του.