Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2024

ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ. [ΤΟ ΣΑΡΑΪ ΚΑΙ Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ]*

 

«Ὁ μέγιστος τῶν ναῶν τοῦ Ἄθωνος,

τὸ κάλλιστον κτίριον τοῦ αἰῶνος»

Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης

Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης,
ἔργο (2018)
τοῦ Κώστα Ντιό.

Στὶς 16 Ἱουνίου τοῦ 1900 τελοῦνται τὰ ἐγκαίνια τοῦ μεγαλοπρεποῦς νεοανεγερθέντος ναοῦ, τοῦ Καθολικοῦ τῆς ἐν Ἁγίῳ Ὄρει ρωσσικῆς σκήτης τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου, τῆς γνωστῆς ὡς «Σαράϊ» ἢ «Σεράγιον». Ὁ Ναὸς θεμελιώθηκε στὶς 16 Ἰουνίου 1867 ὑπὸ τοῦ μεγάλου δουκὸς τῆς Ρωσίας, Ἀλεξίου Ἀλεξάνδροβιτς. Οἱ ἐργασίες ἀνέγερσής του ἄρχισαν τὴν 4η Ἀπριλίου 1881 καὶ ἀποπεράτωθηκε τὴν 1η Ἰουλίου 1899. Αὐτὰ δηλοῦνται, ρωσσιστί, σὲ ἐντοιχισμένη μαρμάρνη στήλη δίπλα ἀπὸ τὴ δεξιὰ παραστάδα τῆς μεσαίας αὐτοῦ μεγάλης πύλης:[1]

«Οὗτος ὁ μεγαλοπρεπέστατος Ναὸς ἐθεμελιώθη αὐτοπροσώπως ὑπὸ τῆς Α. Α. Μεγαλειότητος τοῦ Μεγάλου Δουκὸς Ἀλεξίου Ἀλεξάνδροβιτς τῇ 16ῃ Ἰουνίου 1867 ἐπὶ τῇ μνήμῃ τῆς θαυμασίας σωτηρίας τοῦ γεννήτορος αὐτοὺ Αὐτοκράτορος Ἀλεξάνδρου τοῦ Β΄ ἐκ τῆς κατ’ αὐτοῦ κακούργου ἀποπείρας ἐν Παρισίοις τῇ 25ῃ Μαΐου 1867. Ἡ ἔναρξις τῶν κτιρίων ἐπηκολούθησε τῇ 4ῃ Ἀπριλίου 1881 ἐπὶ ἡγουμένου τοῦ ἀρχιμανδρίτου Θεοδωρήτου, ἅτινα ἀνυψώθησαν μέχρι τῆς ἐπιφανείας τοῦ ἐδάφους. Ἡ λοιπὴ ἐργασία ἤρξατο τῇ 3ῃ Μαΐου 1893 ἐπὶ ἡγουμένου ἀρχιμανδρίτου Ἰωσὴφ καὶ ἀπεπερατώθη τῇ τοῦ Θεοῦ βοηθείᾳ  ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ τῇ 1ῃ Ἰουλίου 1899. Ἡ δὲ καθιέρωσις τοῦ Ναοῦ τούτου συνετελέσθη τῇ 16ῃ Ἰουνίου 1900 ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ ἀρχιμανδρίτου Ἰωσὴφ μετὰ τῆς ἐν Χριστῷ ἀδελφότητος ὑπὸ τοῦ πρώην Κωνσταντινουπόλεως ἁγιωτάτου Πατριάρχου Ἰωακεὶμ τοῦ Γ΄».

Σχετικὰ μὲ τὶς δαπάνες καὶ τὸν ὑπεύθυνο τῆς ἀνεγέρσεώς του ἀρχιτέκτονα Χριστόδουλο Κορφιάτη,[2] ὁ ἐσφιγμενίτης ἱερομόναχος Γεράσιμος Σμυρνάκης ἀναφέρει:[3]

 «[...] Ἡ ἀξία ὁλοκλήρου τοῦ Ναοῦ ὑπολογίζεται εἰς 2.000.000 ρουβλίων ὡς ἔγγιστα ἢ 233.333 ὀθωμανικῶν λιρῶν. Ἡ κατασκευὴ τοῦ Ναοῦ καὶ τῶν ἐν γένει οἰκοδομῶν μετὰ τῶν παραρτημάτων τῆς σκήτης εἶχον ἀνατεθῇ τῷ ἐκ τῆς Γλώσσης τῆς νήσου Σκοπέλου ἀρχιτέκτονι κ. Χριστοδούλῳ».

Μὲ ἀφορμὴ τὴν εἴδηση τῶν ἐγκαινίων τοῦ νέου μεγαλορεποῦς ναοῦ τοῦ «Σεραγίου» ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης δημοσιεύει στὴν Ἀκρόπολι τῆς 23ης Ἰουνίου 1900 τὴν ἐπιφυλλίδα «Ἅγιον Ὄρος. Τὸ Σαράϊ καὶ ὁ Ναός του»[4]. Στὸ δημοσίευμά του ὁ Μωραϊτίδης,[5] ἀφοῦ ἀναφέρει λίγα ἱστορικὰ στοιχεῖα γιὰ τὴ Σκήτη (ἀξιοποιώντας καὶ στοιχεῖα ἀπὸ παλιότερο σχετικὸ δημοσίευμά του, ὅπως θὰ δοῦμε), στέκεται ἰδιαίτερα στὸν ἄρτι ἐγκαινιασθέντα παμμέγιστο ναὸ τῆς Σκήτης, ποὺ τὸν ἀποκαλεῖ ὡς:

«Τὸν μέγιστο τῶν ναῶν τοῦ Ἄθωνος. Τὸ κάλλιστον κτίριον τοῦ αἰῶνος, βαρὺ μνημεῖον τῆς μέχρι Ἀνατολῆς κατελθούσης ρωσσικῆς τέχνης».

Ἱερομόναχος Στέφανος, «Ἅγιον Ὄρος. Ἡ σκήτη τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου», Λεύκωμα τοῦ Ἁγίου Ὄρους  Ἄθω, Κελλίον Ἀποστόλου Θωμᾶ, Ἄθως 1913, σ. 28.

Τὸ χρονογράφημά του τὸ δημοσιεύει μὲ τὸ σύνηθες γιὰ τὰ ταξιδιωτικά του ἄρθρα ψευδώνυμο, «Ὁ ταξειδιώτης». Μετὰ τὸ πέρας τοῦ χρονογραφήματος ἡ σύνταξη τῆς ἐφημερίδος δημοσιεύει σύντομο χρονικὸ τῆς τελετῆς τῶν ἐγκαινίων:

«ΣΗΜ. ΑΚΡ. — Ἡ τελετὴ τῶν ἐγκαινίων ἤρχισε τὴν 8ην πρωϊνὴν ὥραν τῆς Παρασκευῆς. Ἡ πομπὴ ἐξεκίνησε προηγουμένων τῶν μοναχῶν καὶ τῶν ἱερέων ἐνδεδυμένων ἐπιχρύσους στολὰς καὶ ἀκολουθοῦντος τοῦ Πατριάρχου Ἰωακεὶμ τὸν ὁποῖον ὑπεβάσταζον ὁ αἰδεσιμώτατος κ. Ἀρσένιος καὶ εἷς διάκονος. Εἵποντο ὁ πρεσβευτὴς κ. Ζηννόβιεφ καὶ ὁ ναύαρχος Βίριλεφ ἀντιπροσωπεύων τὸν μέγαν δούκα Ἀλέξιον τὸν θεμελιωτὴν τοῦ ναοῦ. Εἶτα οἱ κυβερνῆται καὶ μετ’ αὐτοὺς οἱ ἀξιωματικοὶ τῶν σκαφῶν "Ἀλέξανδρος Β΄", "Ζαπορόζετο", "Τζεονομόρετζ", "Κολχίς". Ἄγημα ναυτῶν τοῦ θωρηκτοῦ "Ἀλέξανδρος Β΄"ἦτο παρατεταγμένον ἀπὸ τῆς κλίμακος μέχρι τοῦ ναοῦ.

Οἱ ἐπίσημοι εἰσῆλθον εἰς τὸν ναὸν ἐνῷ οἱ κληρικοὶ περιήρχοντο τὸ οἰκοδόμημα ψάλλοντες τὴν λιτανείαν, μετὰ τὴν ὁποίαν παρετέθη ἐπίσημον πρόγευμα εἰς τὸ ὁποῖον ὁ Ζηννόβιεφ ἔφερε πρῶτον πρόποσιν ὑπὲρ τοῦ Πατριάρχου Ἰωακείμ, τὴν ὁποίαν ἠκολούθησαν ἄλλαι, ἐξ ὧν αἱ πλειότεραι ὑπὲρ τοῦ μεγάλου δουκὸς Ἀλεξίου». 

                       Ἐφ. Ἀκρόπολις, φ. 23.6. 1900.

Ὅπως δηλώνει κι ὁ Μωραϊτίδης, θεμελιωτὴς τοῦ Ναοῦ θεωρεῖται ὁ μέγας δοὺξ Ἀλέξιος τῆς Ρωσίας, ὁ ὁποῖος:[6]

«μεταβὰς πρὸ χρόνων μετὰ χρυσοστολίστου καὶ ἐπιδεικτικῆς συνοδείας, εἰσῆλθεν εἰς τὴν ταπεινὴν τότε Σκήτην καὶ ἐχάραξε διὰ τῆς λεπτῆς βαΐνης ράβδου του τὰ θεμέλια τοῦ Καθολικοῦ [...] Ἐτέθησαν τὰ θεμέλια αὐτοῦ ὀγκώδη ὡς θεμέλια μεγάλου φρουρίου ὑπόγεια βαθέα, ὑψώθησαν πέντε μέτρα ἄνω τῆς ἐπιφάνειας τοῦ ἐδάφους».

Ὁ Μωραϊτίδης εἶχε ἐπισκεφθεῖ τὸ Ἅγιον Ὄρος τὸ 1888,[7] καὶ εἶχε μεταβεῖ στὴ Σκήτη τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου τὶς ἡμέρες τοῦ Δεκαπενταυγούστου τοῦ 1888.[8] Ἀργότερα δημοσιεύει στὴν Ἀκρόπολι στὰ φ. τῆς 31.3.1889 καὶ τῆς 3.4.1889, μὲ τίτλο «Ἡ Ἀκρόπολι ἐν Ἁγίῳ Ὄρει. Τὸ Σαράϊ», τὶς ἐντυπώσεις του ἀπὸ τὴ Ρωσικὴ σκήτη, τὸ Σαράϊ.[9] Τὰ ἄρθρα δημοσιεύονται ἀνυπόγραφα. Ὅμως, τὸ γεγονὸς ὅτι ἕνα μεγάλο μέρος αὐτῶν ἀναδημοσιεύονται στὸν Γ΄ τόμο τῶν ταξιδιωτικῶν ἐντυπώσεων τοῦ Μωραϊτίδη στὸ ἔργο του Μὲ τοῦ βορηᾶ τὰ κύματα,[10] πιστοποιεῖ ὅτι ὁ ἀρθρογράφος εἶναι ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης.

Ὁ Μωραϊτίδης τὸν Αὔγουστο τοῦ 1888 εἶδε, ὅπως δηλώνει, τὰ θεμέλια τοῦ ἀνεγειρομένου Ναοῦ:[11]

«Εἰσῆλθον εἰς τὴν μεγίστην αὐλήν του θαυμάζων τὰ ὀγκώδη τοῦ ἤδη ἀνεγειρομένου Ναοῦ θεμέλια, καὶ τὸν πλούσιον ἀρχιτεκτονικὸν τρόπον τῶν πτερύγων. Διότι τὸ Σαράϊ ὀνομάζεται μὲν καὶ εἶναι Σκήτη, ἀλλ’εἶναι κτισμένον ὡς ἕνα παμπάλαιον Μοναστήριον».

Ἐφ. Ἀκρόπολις, φ. 3.4.1889.

Ἀπὸ τὴν περιγραφὴ τοῦ Ναοῦ ἀπὸ τὸν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη, στὴν ἐπιφυλλίδα του στὴν Ἀκρόπολι τῆς 23ης Ἰουν. 1900, φαίνεται ὅτι ἐπισκέφτηκε πάλι τὴ Σκήτη τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου ἴσως, κατὰ τὴν δεύτερη ἐπίσκεψή του στὸ Ἅγιον Ὄρος τὸ καλοκαίρι τοῦ 1893.[12] Τότε, ὁ Ναὸς εἶχε ἀρχίσει ἤδη ἀπὸ τὸ 1891 νὰ ἀνεγείρεται, ἐπὶ ἡγουμένου τῆς Σκήτης τοῦ ἀρχιμανδρίτου Ἰωσήφ.[13]

Τύπος τῆς ἐποχῆς ἀναφέρεται στὴν τελετὴ τῶν ἐγκαινίων. Στὴν Ἀκρόπολι τῆς 21ης Ἰουνίου 1900, σημειώνεται:[14]

Ἐφ. Ἀκρόπολις, φ. 21.6.1900. 

«Θεσσαλονίκη, 20 Ἰουνίου. –(δι’ ἐμμέσου ὁδοῦ) Ὁ κοσμήτωρ τῆς θεολογικῆς σχολῆς τῆς Μόσχας κ. Ἀρσένιος μετέβη εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ περιῆλθε τὰς κυριωτέρας ἑλληνικὰς μονάς, ἐπισκεφθεὶς καὶ τὸν πατριάρχην Ἰωακείμ. Τὰ ἐγκαίνια τῆς νέας ρωσσικῆς ἐκκλησίας τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου θὰ τελεσθοῦν τὴν προσεχῆ Παρασκευήν, χοροστατοῦντος τοῦ Πατριάρχου Ἰωακεὶμ μετὰ τῶν λοιπῶν ἱεραρχῶν τῆς μονῆς Βατοπεδίου».

Τὸ Ἐμπρὸς στὶς 14 Ἰουνίου 1900 γράφει:[15]

«Ὡς εἴχομεν προαναγγείλει σήμερον ἀποπλέει ἐκ Πειραιῶς τὸ ρωσσικὸν θωρηκτὸν "Ἀλέξανδρος Β΄", ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἐπιβαίνει ὁ διοικητὴς τοῦ ρωσσικοῦ στόλου τῆς Μεσογείου ὑποναύαρχος κ. Βίριλωφ καὶ τὸ εὔδρομον "Ζαπαρόβετζ" κατευθυνόμενα εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπως διὰ τῆς παρουσίας των προσδώσουν μεγαλυτέραν λαμπρότητα εἰς τὰ τελεσθησόμενα ἐγκαίνια τοῦ δαπάναις τοῦ Τσάρου ἀνεγερθέντος ἐκεῖ ρωσσικοῦ ναοῦ».

Ἑστία τῆς 23 Ἰουνίου 1900 ἀναφέρεται ἐκτενῶς, μὲ ἕνα ἀνώνυμο ἄρθρο, στὸ χρονικὸ τῆς τελετῆς τοῦ ἁγιασμοῦ τοῦ νέου Ναοῦ, ποὺ ἀνήγειραν οἱ Ρῶσοι στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὴ Σκήτη τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου:[16]

«Οἱ Ρῶσσοι, ὡς μᾶς γράφει ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει πρεσβευτὴς τῆς Ρωσσίας κ. Ζηνόβιεφ καὶ ὁλόκληρος μοῖρα τοῦ ρωσσικοῦ στόλου ὑπὸ τὸν ναύαρχον Βιρίλιεφ ἐκπροσωποῦντα τὸν μέγα δούκα Ἀλέξιον τὸν καταθέσαντα πρὸ διετίας τὸν θεμέλιον τῆς ἐκκλησίας λίθον. Τῆς τελετῆς τοῦ ἁγιασμοῦ τῆς νέας Ρωσσικῆς ἐκκλησίας προΐστατο οὗτος ὁ Ὀρθόδοξος Ἕλλην οἰκουμενικὸς πατριάρχης Ἰωακεὶμ ὁ Γ΄, δεχθεὶς ἐπὶ τούτῳ κατόπιν τὰς θερμὰς εὐχαριστίας τοῦ κ. Ζηνόβιεφ.

Ἐπίσημον γεῦμα

Κατὰ τὰ ἐπιδόρπια τοῦ γεύματος, ὅπερ ὑπῆρξεν κατακλεὶς  τῶν Ρωσσικῶν τούτων ἑορτῶν, ὁ Ρῶσσος πρεσβευτὴς προέπιεν εἰς ὑγείαν τοῦ παναγιωτάτου Ἰωακεὶμ τοῦ Γ΄ ἀποκαλέσας αὐτὸν "Στῦλον τῆς Ὀρθοδοξίας". Κατόπιν ὁ κ. Ζηνόβιεφ προέπιεν ὑπὲρ τῆς εὐδαιμονίας ὅλων τῶν ἐν τῷ Ἄθῳ μοναστηρίων καὶ εἰς ὑγείαν τῶν παρακαθημένων ἐκπροσώπων τῶν μοναστηρίων τούτων.

Τί εἶπεν ὁ Πατριάρχης.

Εὐθὺς μετὰ τὸν Ρῶσσον πρεσβευτὴν ἠγέρθη ἡ Α. Παναγιότης, ὁ τέως Πατριάρχης, ὅστις δικαιολογῶν τὴν παρατυπίαν τῆς προπόσεως, τοῦ πράγματος ἀντικειμένου κατ’ ἀρχὴν εἰς ἐκκλησιαστικὰ γεύματα, εἶπεν ὅτι πράττει τοῦτο ὅπως ἐκπληρώσει καθῆκον ἱερᾶς εὐγνωμοσύνης πρὸς τὴν μονὴν Βατοπεδίου:

"Αἱ τελεταὶ καὶ αἱ ἑορταὶ εἰς εἰς ἃς παρέστητε σήμερον, εἶπεν, ἀποτελοῦν διὰ τὴν Σκήτην τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου κρηπίδα φωτεινὴν τῆς πλήρους δράσεως πεντηκονταετοῦς ἱστορίας της. Ἡ Σκήτη ἐκφράζει ἐπὶ τούτῳ  βαθεῖαν εὐγνωμοσύνην πρὸς πάντας ἐκείνους οἱ ὁποῖοι συνετέλεσαν εἰς τὴν πρόοδόν της, εἰς τὴν μονὴν Βατοπεδίου ἰδίᾳ καὶ ἰδιαίτατα πρὸς τὴν Α. Α. Μ. τὸν Τσάρον ὅστις πάντοτε ἐπέδειξε διαθέσεις εὐεργετικὰς πρὸς τὸ ἱερὸν ἵδρυμα."

Καὶ ἡ Παναγιότης του προσκαλεῖ ἐπὶ τούτῳ τοὺς παρισταμένους νὰ πίουν εἰς ὑγείαν τοῦ Τσάρου καὶ πασῶν τῶν Ρώσσων».

Ὁ Ναὸς ἦταν καὶ εἶναι ὄντως παμμέγιστος καὶ μεγαλοπρεπέστατος. Ὅπως σημειώνει ὁ π. Γερ. Σμυρνάκης: [17]

«Τῇ 18ῃ Ὀκτωβρίου 1891 ἀποβιώσαντος τοῦ Δικαίου Θεοκλήτου, ἀνέλαβε τὴν διοίκησιν τῆς Σκήτης ὁ ἀρχιμανδρίτης Ἰωσὴφ τῇ 1ῃ Φεβρουαρίου 1892, ἀνὴρ συνετὸς καὶ λίαν ἐνάρετος. Ἐπὶ τούτου δὲ ἀνηγέρθη ὁ πρὸ αὐτοῦ θεμελιωθεὶς καὶ μικρὸν ὑπὲρ τὴν ἐπιφάνειαν κτισθεὶς Καθολικὸς Ναὸς τῆς σκήτης, ὅστις εἶναι ρυθμοῦ γοτθικοῦ καὶ βυζαντινοῦ καὶ ἔχει πρὸ τῶν προπυλαίων, κωδωνοστάσιον ἐπιστεφόμενον ὑπὸ θόλου, ἐφ’οὗ, ὡς καὶ ἐπὶ τῶν θόλων τοῦ Ναοῦ, ὑπάρχουσιν ἐπίχρυσοι Σταυροί, ἀπὸ τῶν ὁποίων κρέμανται πρὸς διάκοσμον πάγχρυσοι σφαῖραι. Τό τε κωδωνοστάσιον καὶ ὁ κεντρῶος θόλος φέρουσιν ἀλεξικέραυνα. Τὸ μὲν μῆκος τοῦ Ναοῦ, μὴ συμπεριλαμβανομένου τοῦ κωδωνοστασίου, εἶναι 58.50 μ. τὸ δὲ πλᾶτος αὐτοῦ 33μ. καὶ τὸ ὕψος 29 μ. ἀπὸ τοῦ δαπέδου. Τὸ βάθος τοῦ κτιρίου κατὰ τὸ ἀνατολικὸν μέρος, τοῦ ἐδάφους ὄντος ἐπικλινοῦς, εἶναι ἕως 12 μέτρων. Τὸ ὑπόγειον αὐτοῦ εἶναι διηρημενον εἰς δύο εὐρύτατα διαμερίσματα μετὰ παχέων ἁψίδων, διασκευασθὲν τὸ 1902 οὕτως ὥστε χρησιμεύσῃ ὡς δεύτερος Ναός· κάτωθεν δὲ τούτου ὑπάρχει καὶ κατώγειον χρησιμεῦον ὡς ἀποθήκη. Ἡ ὕλη, ἐξ ἧς κατεσκευάσθη ὁ Ναὸς ἁπαρτίζεται ἐκ γρανίτου καὶ πλίνθων, τὰ δὲ διαζώματα ἐκ μαρμάρου 700 κυβικῶν μέτρων· καλλύνεται δ’ὁ Ναὸς δι ἐννέα πυργίσκων, ἐπιστεφομένων δι ἰσαρίθμων κομψῶν πρασινοβαφῶν θόλων. Τὸ κωδωνοστάσιον, ὃν ὕψους 37 μ., κατεσκευάσθη ἐκ γρανίτου καὶ μαρμάρου· ὑπάρχουσι δὲ ἐν αὐτῷ 25 κώδωνες καὶ δύο παμμεγέθεις, ὧν ὀγκωδέστερος εἶναι βάρους ὡς ἐλέχθη 4329 ὀκάδων ὡς ἔγγιστα, εὑρισκόμενοι ἅπαντες ἐν τῷ κατωτέρῳ ὀρόφῳ. Ἐν τῷ ἀνωτέρῳ ὀρόφῳ αὐτοῦ ὑπάρχει ὡρολόγιον δεικνύον τὰς ὥρας εὐρωπαϊστὶ μετὰ τεσσάρων ὄψεων, οὗτινος αἱ πλάκες εἶναι διαμέτρου ἑνὸς μέτρου καὶ ἔτι πλέον. Τὸ εἰκονοστάσιον τοῦ Ναοῦ, κατάχρσυον ὅν, ἐδωρήθη ὑπὸ πλουσίου ρώσσου, τοῦ μετέπειται γενομένου μοναχοῦ Ἰννοκεντίου, ἀξίας 25.000 ρουβλίων αἱ δὲ ἐπ’αὐτοῦ καλλιτεχνικώτατοι εἰκόνες ἐγένοντο ἐν Ρωσσίᾳ».

 

KEIMENO

 

«ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

[ΤΟ ΣΑΡΑΪ ΚΑΙ Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ][18]

Σαράϊ ἀποκαλεῖται κοινῶς ἡ ἐν Ἁγίῳ Ὄρει Ρωσσικὴ κοινοβιακὴ μονή, ἡ ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου πρώην Βατοπεδινὴ Σκήτη, ἧς ὁ νέος παμμέγιστος ναὸς οὗτινος τὰ ἐγκαίνια ἐτελέσθησαν ὡς τηλεγραφικῶς ἠγγέλθη ἡμῖν.

Ἐν τῷ κέντρῳ τῆς ἱερᾶς Χερσονήσου, ἐγγύτατα τῶν Καρεῶν, ὀλίγα βήματα ‒ἕνα περίπατον‒ πρὸς βορρᾶν τοῦ Πρωτάτου, ἐγείρονταιι τὰ τείχη τὰ ὑψηλά τοῦ Σεραγίου, ἑτέρου τούτου μελισσῶνος Ρωσσικοῦ, μετὰ τὸ μέγα κοινόβιον τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος. Μὲ τοὺς παχεῖς, ξανθούς, γαλανοὺς μοναχούς του, μὲ τὴν πληθὺν τῶν νεανιῶν ἀγενείων ξανθῶν δοκίμων του, μὲ τὰ ἄγρια εὐτραφῆ ὑποζύγιά του, τοῦ Σαραγιοῦ τὰ ὑποζύγια, μὲ τοὺς προγάστορας οἰκονόμους του, τοῦ Σαραγιοῦ τοὺς οἰκονόμους. Μὲ τὸν ἑκατομμυριοῦχον μοναχόν, ρῶσσον πρίγκηπα, κοινοβιάσαντα πρό τινων ἐτῶν, ὅστις ἦλθεν εἰς τοὺς ἐσχάτους τούτους καιροὺς νὰ ὑπομνήσῃ ὅτι δὲν εἶναι μῦθος τὰ λεγόμενα περὶ τῶν βυζαντινῶν ἐκείνων βασιλέων, οἵτινες μὲ ὅλην τὴν παλατινήν των χλιδὴν ἤρχοντο τῷ καιρῷ ἐκείνῳ  μετὰ τοῦ θείου καὶ ἀγγελικοῦ σχήματος νὰ «μετονομασθῶσιν…» ἐν ταῖς ἐρημικαῖς τοῦ Ἄθωνος καλύβαις, ἃς μετεποίουν εἰς μικρὰς βασιλικς μονάς. Οἱ βατοπεδινοὶ πατέρες οὐδέποτε ἐφαντάζοντο, ὅταν ἀπεμπόλουν τὴν σκήτην των, ὅτι ἀπὸ τὰς πενιχρὰς ἐκείνας καλύβας, θ’ ἀνέκυπτον αἱ μεγαλοπρεπεῖς καὶ πανύψηλοι κόρδαι τῶν κελλίων τοῦ Σαραγιοῦ, τῶν ἀδιακόπως πληθυνομένων καὶ καταλαβόντων ὅλην τὴν κλιτὺν τοῦ λόφου, ἐφ’ οὗ ἐξαπλοῦται ἀληθὲς καὶ πραγματικὸν Σεράγιον τὸ ρωσσικὸν Σαράϊ.

Ἀφότου ὁ τελευταῖος αὐτὸς ἡγούμενος καὶ ὁ πρῶτος ἐκρωσσίσας τὴν βατοπεδινὴν σκήτην, κολακεύων τοὺς πάντας μὲ τὰς εὐπροσηγορίας του καὶ τὰς δωρεάς του «φέλει φελόνι, φέλει πετραχεῖλι, ὅ,τι φέλει» κατώρθωσε νὰ συμπήξῃ πολύφθογγον καλιὰν ρώσσων ἀβάδων, παρουσιάσθη ἡ ἀνάγκη ἱδρύσεως νέου Κυριακοῦ, ἤτοι ναοῦ. Ἔκτοτε, πρὸ εἰκοσαετίας ἴσως ἐτέθησαν τὰ θεμέλια τοῦ νέου τούτου ναοῦ, παρουσίᾳ τοῦ μεγάλου δουκὸς Ἀλεξίου, οὗ τὸ κροκκοβαφὲς καὶ βελούδινον κελλίον μὲ τὴν χρυσόπαστον κλίνην ἐπιδείκνυται τοῖς προσκυνηταῖς μετ’ ἰδιαιτέρας ὐπερηφανείας. Ἡ βαρεία οἰκοδομὴ μὲ τὰ φρουριακὰ θεμέλια βραδύτατα ἐπροχώρει, κατ’ ἄλλους μὲν διὰ λόγους ἀρχιτεκτονικούς, στερεώσεως τῶν θεμελίων, κατ’ ἄλλους δὲ διὰ λόγους ἀργυρολογίας ἐκ μέρους τῶν ρώσσων προσκυνητῶν. Τέλος ἐπερατώθη τὸ παρελθὸν θέρος ὁ ναός, μέγας, μαρμάρινος, τρισυπόστατος, τρίκογχος, μὲ τρεῖς ὑψηλοὺς θόλους βυζαντινορρωσικοῦ ρυθμοῦ, τρεῖς καταπρασίνους θόλους μολυβδοσκεπάστους, μὲ τρεῖς χρυσοὺς σταυροὺς ἐπ’ αὐτῶν, λάμποντας εἰς τὴν ἀκτινοβολίαν τοῦ ἡλίου, ὁρατοὺς ἀπὸ τῶν ἀνατολικῶν τῆς Χερσονήσου ἀκτῶν. Οἱ τρεῖς οὗτοι παμμέγιστοι θόλοι μὲ τοὺς ἄλλους τοὺς πολυπληθεῖς  τῶν ἐν Καρεαῖς Χιλιανδαρινῶν κελλίων τῶν ἐξαγορασθέντων ὑπὸ ρώσσων, προσδίδουσιν ὄψιν ρωσσικής καλογερικῆς κωμοπόλεως εἰς τὰς σεμνὰς Καρεὰς, ἧς τὰ βυζαντινὰ τῶν ἄλλων εἴκοσιν ἑλληνικῶν μονῶν κελλία, ἀραχνιασμένα, κισσοστεφῆ, προβάλλουσιν ἀπὸ μέσα ἀπὸ τοὺς πυκνοὺς λεπτοκαρυῶνας, ἔκπληκτα, τρίβοντα τοὺς ὀφθαλμούς των ἐνώπιον τῆς ἀπέφθου λάμψεως τοῦ ρωσσικοῦ ἡλίου, τοῦ τόσον ἐκτυφλωτικοῦ ἐν τῇ Ἀνατολῇ.

Ὁ ναὸς οὗτος τοῦ Σαραγιοῦ, ἐπὶ μαρμαρίνου ὑψηλοῦ βάθρου, μὲ λαμπρὰ προπύλαια, μὲ ὁλόχρυσον τέμπλεον κ’ εὐρυτάτους χοροὺς εἶναι ἤδη ἕτοιμος διὰ τὰ ἐγκαίνια, τὸ δάπεδόν του ὅλον ἐκ τετραγωνιδίων πολυτίμου σκληροῦ ξύλου, οἷα τὰ τῶν ἀνακτορικῶν αἰθουσῶν χορευτικὰ δάπεδα, ξύλινον ψηφιδωτόν. Οἱ τοῖχοι του πάλευκοι, ἀναμένοντες τοὺς ἁγιογράφους. Οἱ θόλοι του ὑψηλοὶ τρεῖς, κατάφωτοι. Ὅταν τεθῶσι καὶ τὰ ὁλόχρυσα εἰκονοστάσια, οἱ χρυσοὶ πολυέλαιοι καὶ αἱ πολυτελεῖς ρωσσικαὶ εἰκόνες θὰ καταστῇ ὁ ναὸς οὗτος τῆς ἄλλοτε πενιχρᾶς βατοπεδινῆς σκήτεως, ὁ μέγιστος τῶν ναῶν τοῦ Ἄθωνος, τὸ κάλλιστον κτίριον τοῦ αἰῶνος, βαρὺ μνημεῖον τῆς μέχρις Ἀνατολῆς κατελθούσης ρωσσικῆς τέχνης.

Ὁ ταξειδιώτης»



[1]. Γεράσιμος Σμυρνάκης, Ἅγιον Ὄρος, τυπ. Ἀνέστη Κωνσταντινίδου, Ἀθήνα 1903, σ. 457.

[2]. «Ὅμως στὸ Ὄρος συναντοῦμε στὰ τέλη τοῦ 19ου αἰ. μὲ ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰ. τὸν Γλωσσιώτη ἀρχιτέκτονα Χριστόδουλο Κορφιάτη, ὁ ὁποῖος ἐργάστηκε στὴν Βατοπεδινὴ σκήτη τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα, τὴ γνωστὴ ὡς "Σεράγιον"  [...] Ὁ Χριστόδουλος Κορφιάτης, ποὺ διέμενε στὸν Κάτω Μαχαλᾶ τοῦ δήμου τῆς Γλώσσας, γεννήθηκε περίπου τὸ 1824-5 καὶ ἀπεβίωσε στὴ Γλώσσα τὸν  Φεβρουάριο τοῦ 1912»· π. Κωνσταντῖνος Ν. Καλλιανός, Σύμμεικτα ἱστορικὰ καὶ λαογραφικὰ γιὰ τὴ Γλώσσα τῆς Σκοπέλου (17ος-19ος αἰ.), ἐκδ. Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2023, σ. 154-5,158.

[3]. Σμυρνάκης, σ. 457.

[4]. Ἐφ. Ἀκρόπολις, φ. 23.6.1900.

[5]. Τὸ δημοσίευμα εἶναι ἀβιβλιογράφητο καὶ φυσικὰ δὲν περιλαμβάνεται στὴν ἔκδοση τῶν ταξιδιωτικῶν τοῦ Μωραϊτίδη, Μὲ τοῦ βορηᾶ τὰ κύματα. Ταξείδια, Περιγραφαί, Ἐντυπώσεις.

[6]. Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, Μὲ τοῦ βορηᾶ τὰ κύματα. Ταξείδια, Περιγραφαί, Ἐντυπώσεις, σειρὰ Γ΄, ἐκδ. Ἰω. Σιδέρη, Ἀθήνα 1924 σ. 144.

[7]. Ἰω. Ν. Φραγκούλας, Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης (1850-1929), Βοστώνη 1950, σ. 15.

[8]. «Ἦσαν ὅλοι ἁπλούστατα ἐνδεδυμένοι [...]· ἐπειδὴ ἦτο νηστεία τὴν ἡμέραν ἐκείνην (τεσσαρακοστὴ τοῦ Δεκαπενταυγούστου) τὸ φαγητὸν ἦτο ὅλως λιτόν»· Μὲ τοῦ βορηᾶ τὰ κύματα, τ. Γ΄, σ. 139.

[9]. Ἀνώνυμος «Ἡ Ἀκρόπολις ἐν  Ἁγίῳ Ὄρει. Τὸ Σαράϊ», ἐφ. Ἀκρόπολις, φ. 31.3.1889 καὶ Ἀκρόπολις φ. 3.4. 1900.

[10]. Μὲ τοῦ βορηᾶ τὰ κύματα, «Τὸ ΣαράΪ», τ. Γ΄, σ. 137-148.

[11]. Στὸ ἴδιο, σ. 138.

[12].  Βλ. Φώτιος Δημητρακόπουλος, Ὁ μοναχὸς Ἀνδρόνικος, ἐκδ. Ergo, Ἀθήνα 2002, σ. 118.· Φραγκούλας, σ. 15.

[13]. Σμυρνάκης, σ. 455.

[14]. Ἀνώνυμος, «Τὰ ἐγκαίνια τοῦ Ρωσσικοῦ ναοῦ είς τὸ Ἅγιον Ὄρος», ἐφ. Ἀκρόπολις, φ. 21.6.1900.

[15]. Ἀνώνυμος, «Ἀπόπλους ρωσσικῶν πολεμικῶν. Κατευθύνονται εἰς Ἅγιον Ὄρος», ἐφ. Ἐμπρός, φ.14.6.1900.

[16]. Ἀνώνυμος, «Οἱ Ρῶσσοι εἰς τὸν Ἄθω. Ἰωακεὶμ ὁ Γ΄, ἐπικεφαλῆς τῶν ἑορταζόντων», ἐφ. Ἑστία, φ. 23.6.1900.

[17]. Σμυρνάκης, σ. 455-6.

[18]. Ἐφ. Ἀκρόπολις, φ. 23.6.1900.

Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης

* Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὴν ἐφημερίδα Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας τῶν Γρεβενῶν, φ. 1057, φ. 23. 2. 2024, σ. 15-18.





Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2024

ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ ΘΕΟΔΩΡΟΥ-ΤΕΝΕΝΤΕ (1931 - †5. 2. 2024)

 


Φτωχότερο πλέον τὸ «Ἑλληνομουσεῖον Ἀγράφων» μετὰ τὴν κοίμηση μιᾶς μούσας του, τῆς ἑλληνοδιδασκάλισσάς του, Ἐλισσάβετ Θεοδώρου-Τενέντε (+ 5. Φεβρ. 2024). Ἦταν καὶ εἶναι ἕνας κρίκος μιᾶς μακρᾶς ἁλυσίδας παιδαγωγῶν, ποὺ ἀνάγεται στοὺς διδασκάλους τοῦ Γένους Εὐγένιο Γιαννούλη τὸν Αἰτωλὸ καὶ Ἀναστάσιο τὸν Γόρδιο, οἱ ὁποῖοι ξεκίνησαν, ἤδη ἀπὸ τὸν 17ο αἰώνα, τὴ διακονία τῶν Γραμμάτων στὰ ἱστορικὰ Ἄγραφα. Ἀφιέρωσε τὴ ζωή της στὴ διδασκαλικὴ καὶ τὴ γενικότερη παιδευτικὴ ἀρωγὴ τῶν παιδιῶν τῆς σχολικῆς ἡλικίας ἀλλὰ καὶ τῶν ἀναλφαβήτων συμπατριωτῶν της. Μεγάλη καὶ ἡ κοινωνικὴ προσφορά της στὴ φροντίδα τῶν νέων ποὺ ἀντιμετώπιζαν προβλήματα καὶ δυσκολίες, ἐμπόδια ἀλλὰ καὶ ἄτυχες στιγμές,  στὴν πορεία τῆς ζωῆς τους. Τὸ «Ἑλληνομουσεῖον Ἀγράφων» κλίνει εὐλαβικὰ καὶ εὐγνώμονα τὸ γόνυ στὴ μνήμη της καὶ εὔχεται ἡ ψυχή της νὰ καταταχθῇ μεταξὺ τῶν ὁσίων γυναικῶν.