Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

Σινε-ΤΥΡΒΗ 16

 


Χριστούγεννα 2020

Ἀπὸ τὴν θρυλικὴ πλέον Φαιδρὰ Συντεχνία τῶν Γρεβενῶν κυκλοφορήθηκε ἡ ὑπ’ ἀριθμ. 16 ΤΥΡΒΗ, τὸ χαριτολογικὸ καλλίμορφο δίφυλλο ἔντυπο διαστάσεων 488Χ330 mm, τὸ ὁποῖο αὐτὴ τὴ φορὰ ἔχει ἀποκλειστικῶς κινηματογραφικὴ θεματική. Τὸ Ἀγραφιώτικο ἐνδιαφέρον τοῦ διφύλλου δὲν εἶναι φυσικὰ κινηματογραφικό, καθὼς αὐτὸ τὸ ἀγαθό ὅπως καὶ ἄλλα πολλά δὲν ἔχει κάνει ἀκόμη τὴν


ἐμφάνισή του στὰ Ἀγραφα, καὶ δὲν φαίνεται πὼς ὑπάρχει πιθανότης νὰ ἐμφανιστεῖ στὸ ἐγγὺς ὁρατὸ μέλλον. Κινηματογραφικῶς, παρθένος τόπος τὰ Ἄγραφα. Μόνο τὸ Θέατρο Σκιῶν ἔχει καταφέρει νὰ ἐκπορθήσει τὶς γειτονιὲς τοῦ Κατσαντώνη. Μόνο ὁ ἀείμνηστος μπαρμπα-Λάμπρος Κοντογούνης ἔγινε ἥρωας ταινίας τεκμηρίωσης στὸ πρόσφατο παρελθόν. Ὅμως, οἱ πολυμήχανοι Ἀγραφιῶτες εἰσόδευσαν μὲ τὸν τρόπο τους στὸ φιλοσκωπτικὸν ἔντυπο. Ἔτσι, ἡ ΤΥΡΒΗ τιμᾶται, τοὐλάχιστον κατὰ τὸ ἥμισυ, Ἀγραφιώτικα: ἤγουν ἓν κρασοβόλιον Σκοπέλου καὶ ἓν κογχλιάριον τσαλαφουτίου Ἀγράφων. Ἀλλά, ἐπίσης, στοὺς ἀρθρογράφους τῆς στήλης συμπεριλαμβάνεται καὶ ὁ συνεργάτης τοῦ ἱστολογίου, Ντῖνος Ἀγραφιώτης ὁ ἐλάχιστος. Μὲ τὸ σπαθί μας λοιπὸν ἀναρτοῦμεν, σὲ φωτογραφικὴ μορφή, τὸ καλὸ ἔντυπο καὶ δημοσιεύουμε τὸν ἠλεκτρονικὸ σύνδεσμο μὲ τὸν ὁποῖο μποροῦν νὰ ἀποθηκεύσουν τὴν ΤΥΡΒΗ, οἱ ἀναγνῶστες της, σὲ ἀρχεῖο μὲ τὴν μορφὴ pdf. Καλὴ ἀνάγνωση στοὺς σινεφὶλ φίλους τοῦ ἱστολογίου μας, Ἀγραφιῶτες καὶ μή.

Κ. Σπ.Τ.

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2020

ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΣΚΙΑΘΟ

  

Ὁ σκιαθίτης Γιάννης Παρίσσης, ὁ καπετὰν Γιάννης, ἡ ψυχὴ τοῦ «Μουσείου Ναυτικῆς καὶ Πολιτιστικῆς παράδοσης τῆς Σκιάθου» ἦταν ἡ ἀφορμὴ νὰ ξετυλίξουμε τὶς σχέσεις, ὅσον κι ἂν αὐτὸ φαντάζει παράδοξο, τῶν Ἀγράφων μὲ τὰ οὐρανομήκη τους ὄρη, καὶ τῆς Σκιάθου μὲ τὰ ρόδινα ἀκρογιάλια τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ τοὺς θαλασσῶν τοὺς ἁγίους τοῦ Μωραϊτίδη. Ἀλλὰ ἀκόμη πιὸ οὐσιαστικὴ ἦταν ἡ φιλικὴ προσωπικὴ σχέση μας μὲ τὸν καπετὰν-Παρίσση, ἀπόρροια τῆς ὁποίας ἦταν ἡ παρουσία  μας καὶ ἡ συμμετοχή μας στὴν παρουσίαση τοῦ Λευκώματος, στὶς 3 Φεβρ. 2020 στὸν Βόλο, στὸ ὁποῖο εἶναι ἀφιερωμένη ἡ παροῦσα ἀνάρτηση τοῦ ἱστολογίου μας.

Γιάννης Παρίσσης, «Φωτομνῆμες ποὺ μᾶς ταξιδεύουν...», Σκιάθος 2019

Ταξιδιωτικὸ φωτογραφικὸ δοκίμιο στὸ παρελθὸν τῆς Σκιάθου


Ὡς φωτογραφικὸ δοκίμιο τῆς κοινωνίας καὶ τοῦ περιβάλλοντος τῆς Σκιάθου τῶν πρώτων ἕξη δεκαετιῶν τοῦ 20ου αἰ. μπορεῖ νὰ χαρακτηριστεῖ τὸ λεύκωμα μὲ τὸν τίτλο, «Φωτομνῆμες ποὺ μᾶς ταξιδεύουν...». Ἔργο ζωῆς, πόνημα πολλῶν ἐτῶν κοπιαστικῆς συλλογῆς τῶν πολύτιμων φωτογραφικῶν τεκμηρίων ποὺ περιλαμβάνει, ἀλλὰ καὶ τῶν σχολίων ποὺ τὰ συνοδεύουν, ἀπὸ τὸν ἀκάματο καὶ φιλογενῆ Σκιαθίτη, τὸν βετεράνο τῶν ὠκεανῶν καὶ τῶν πελάγων, τὸν γητευτὴ τῶν κυμάτων, τὸν καπετὰν-Γιάννη Παρίσση. Δαμάζοντας τὰ κύματα ὁ Γιάννης Παρίσσης εἶχε πάντα στὴν καρδιά, τὸ μυαλὸ καὶ τὴν ψυχή του τὴ γενέτειρά του. Ἤθελε νὰ προσφέρει κι αὐτὸς μὲ τὸν δικό του τρόπο, μὲ τὰ δικά του ὑλικά, στὴν ἀνάδειξη καὶ τὴν προβολὴ τῆς ἱστορίας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ τῆς ἰδιαίτερης πατρίδας του. Καὶ διάλεξε πέραν τῆς καίριας καὶ καθοριστικῆς προσφορᾶς του ἀπὸ τὸ «Μουσεῖο Ναυτικῆς καὶ Πολιτιστικῆς Παράδοσης τῆς Σκιάθου» τὰ παλαιὰ φωτογραφικὰ τεκμήρια τοῦ νησιοῦ, ποὺ διακρατοῦν ἕνα εἶδος στιγμιαίας ἀθανασίας· ἕνα μέρος τῆς μνήμης τῶν ἀνθρώπων καὶ τοῦ τόπου, παρελθόντων χρόνων, ποὺ πλέον ὁριστικὰ ἔχει χαθεῖ. Λειτουργεῖ, μὲ τὸν δικό του τρόπο καὶ μέθοδο, ὡς ἕνας ἄλλος Παπαδιαμάντης καὶ Μωραϊτίδης ἢ καὶ ὡς Ἰω. Φραγκούλας καὶ Χρῆστος Χειμώνας, σώζοντας στιγμὲς καὶ ἱστορίες τοῦ τόπου, ἁρπάζοντάς τες κυριολεκτικὰ ἀπὸ τὰ χέρια τῆς λήθης, ἀπὸ χωματερὲς ὁριστικῆς καὶ ἀμετάκλητης ταφῆς, καὶ δίνοντάς τους μιὰ μεγάλη παράταση χρόνου ζωῆς· ἴσως, μάλιστα μὲ τὴν βοήθεια τῶν νέων τεχνολογιῶν στὰ ὅρια τῆς αἰωνιότητος.

Ὁ Γιάννης Παρίσσης 
μὲ τὸ Λεύκωμά του.

Εἰκόνες ποὺ
γηράσκουν ἀλλὰ δὲν ἀποθήσκουν ἀλλά, ἀντιθέτως, σταλάζουν εὐῶδες ροδόσταγμα στὶς καρδιές, ἀνοίγουν καρδιές. Οἱ ἐπερχόμενες πολλὲς γενεὲς Σκιαθιτῶν θὰ μποροῦν νὰ γνωρίσουν τοὺς προγόνους τους καὶ τὶς δραστηριότητές τους, ἀλλὰ καὶ τὸ νησί τους ὅπως ἦταν σὲ ἄλλες, παλαιότερες ἐποχὲς καὶ χρόνους. Ἀλλὰ καὶ οἱ φίλοι καὶ ἐπισκέπτες τοῦ νησιοῦ, οἱ ὁποῖοι ἔρχονται νὰ γνωρίσουν τὴ γενέτειρα τῶν δύο Ἀλεξάνδρων καὶ τοῦ παπα-Γιώργη Ρήγα, ἔχουν τὴ δυνατότητα νὰ γνωρίσουν τὴν περιοχὴ καὶ τοὺς ἀνθρώπους της, ὅπως σώζονται στὰ διηγήματά τους καὶ τὰ ὑπόλοιπα δημοσιεύματά τους. Μέσα ἀπὸ τὶς σελίδες τοῦ Λευκώματος δὲν ἐπιδιώκεται, δὲν εἶναι σκοπός του,  νὰ ἐπαναφέρει καὶ νὰ διατηρήσει τὸν ἴδιο τὸν παρελθόντα βίο καὶ τὸ περιβάλλον τοῦ τόπου ὅπως ἦταν σὲ ἀλλοτινὲς ἐποχές, ἀλλὰ τὸ ἀπόσταγμα, τὶς ἀξίες  αὐτῶν τῶν  ἐποχῶν. Αὐτὲς θὰ γίνουν ὁδηγὸς καὶ παράδειγμα γιὰ νὰ βροῦν τὸν δικό τους δρόμο γιὰ τὸ μέλλον τοῦ τόπου καὶ τῶν ἀνθρώπων του· ἀναβαπτιζόμενοι δηλαδὴ σὲ ἀξίες καὶ ὠφέλιμα παραδείγματα ἄλλων ἐποχῶν.

Στιγμιότυπα ποὺ μᾶς καλοῦν νὰ δεξιωθοῦμε τὸ βλέμμα ἐπώνυμων καὶ ἀνωνύμων φωτογράφων ἄλλων ἐποχῶν χωρὶς σπουδαιοφανῆ ἀνάλυση ἢ κριτικὴ ἀποτίμηση ἀλλὰ μέσα ἀπὸ τὴν ἄδολη ματιὰ τοῦ φακοῦ τοῦ φωτογράφου. Τὰ Σκιαθίτικα φωτογραφικὰ πονήματα μιλοῦν, παρὰ τὴν σιωπή τους. Ἀποκαλύπτουν τὸν ρυθμὸ τῆς ζωῆς τοῦ νησιοῦ, τὸν ρυθμὸ τῆς ἀλλαγῆς τοῦ περιβάλλοντος χώρου, τοῦ τόπου καὶ τῶν ἀνθρώπων του. Ἡ ἀποκάλυψη αὐτὴ δὲν εἶναι ἁπλὰ προϊὸν ὀρθῆς, αἰσθητικὰ καὶ μορφολογικὰ τέλειας, ἀπεικόνισης, ἀλλὰ λειτουργεῖ ὡς ἕνα παράθυρο θέασης τοῦ παρελθόντος μὲ ὅρους παρόντος βέβαια ἕνα σύγχρονο ἄνοιγμα στὸν κόσμο τὸν παρελθόντα ἀπὸ ἕνα παραπόρτι τυπωμένο σὲ χαρτί. Οἱ φωτογραφίες του δὲν κλείνουν μέσα τους μόνο ἕνα μικρὸ κομμάτι τοῦ χρόνου καὶ τοῦ κόσμου τῆς Σκιάθου ἀλλὰ μᾶς ἀνοίγουν θέαση σὲ ἕναν μὴ βιωμένο ὁρίζοντα.

Ὁ ἐρανιστὴς τοῦ σκιαθίτικου φωτογραφικοῦ ὑλικοῦ προσπαθεῖ, ἂν ὄχι νὰ γεμίσει ὅλα τὰ κενὰ ποὺ ἀφήνει ἡ ἐπέλαση τῆς λήθης στὴ συλλογικὴ ἀλλὰ καὶ τὴν ἀτομικὴ μνήμη τοῦ νησιοῦ, ἀλλά, τοὐλάχιστον μερικῶς καὶ μερικὰ ἐξ αὐτῶν. Καὶ δὲν εἶναι καθόλου λίγο αὐτό.

Ὁ ἰατρὸς καὶ ἐφοπλιστὴς Ἀχιλλέας Φραγκίστας 
στὴ Σκιάθο στὶς ἀρχὲς τοῦ '60 (σελ. 116

Καταθέτει ἕναν ἐκφραστικὸ κόσμο τῆς Σκιάθου καὶ τῶν ἀνθρώπων της παλαιοτέρων ἐποχῶν. Θέλει νὰ δώσει, ὄχι τὴν πλήρη καὶ ἀκριβῆ εἰκόνα τῆς νησιωτικῆς, τῆς ναυτικῆς, τῆς ἀγροτικῆς ζωῆς τοῦ χώρου, ἀλλὰ τὴν αἴσθηση, τὸ ἄρωμα ζωῆς τῶν χρόνων ποὺ πραγματεύεται στὶς φωτομνῆμες του. Συλλογὴ μὲ ταξινομημένα ἐρεθίσματα ἄλλων καιρῶν, ἀγαπημένα ἐνθυμήματα ἀπὸ μιὰ ἐποχὴ μὲ περισσότερη ἀθωότητα ἀλλὰ μὲ λιγότερα, πολὺ λιγότερα, ὑλικὰ ἀγαθὰ. Ἡ λεηλατημένη ἀπὸ τὴ λήθη μνήμη τῆς Σκιαθίτικης ζωῆς, ξαναζωντανεύει μέσα ἀπὸ ἀδύναμα, ἐφθαρμένα πολλὲς φορές, δεδομένα· μιὰ προσπάθεια τοῦ ἰδίου τοῦ συλλέκτη, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀναγνωστῶν, γιὰ ἕνα εἶδος μερικῆς ἐπιστροφῆς στὸ περιβάλλον ἀπ’ ὅπου ἀπέδρασε, χωρὶς γλυκερὴ νοσταλγία ἀλλὰ μὲ οὐσιαστικὴ βίωση. Ἐπαφὲς πολλῶν καὶ διαφορετικῶν τρόπων, μὲ πρόσωπα καὶ τόπους ποὺ ἔχουν χαθεῖ ἀλλὰ ἐμφανίζονται στὸ χαρτῷο προσκήνιο· χωρὶς ἐλπίδα ἐμβίωσης τῶν ἀμετακλήτων, ἀλλὰ γεύσης ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ φαντάζει ὀνειρικό. Αὐτὲς οἱ φωτογραφικὲς  σταγόνες τοῦ Γιάννη Παρίσση, ἀπ’ τὶς φοντάνες τῆς Σκιαθίτικης ζωῆς ἐκπορευόμενες, ξεδιψοῦν καὶ ἀναπαύουν σώματα καὶ ψυχές, σπλάχνα καὶ ὄμματα Σκιαθιτῶν καὶ φίλων ἐπισκεπτῶν τῆς "σκιᾶς τοῦ Ἄθω". Καὶ ὅπως οἱ σταγόνες τοῦ νεροῦ ἔτσι καὶ οἱ φωτοσταγόνες τοῦ Λευκώματος, ἰσχυρότερες ἴσως κι’ ἀπ’ τὶς ὑδάτινες,  κοιλαίνουν τὸν νοῦν τοῦ ἀναγνώστη καὶ σχηματίζεται μὲ τὸν καιρὸ θέσις ἐν αὐτῷ.

Αὐτὰ τὰ ἀσπρόμαυρα πλεούμενα τῆς μνήμης ταξιδεύουν ἔμφορτα ἀπὸ ζωὴ νησιωτικὴ καὶ ἂς μὴν μπορέσουν ποτὲ νὰ διασχίσουν ὅλο τὸ πέλαγος τῆς μνήμης. Ὅταν βλέπουμε τὶς εἰκόνες τῆς πολίχνης μὲ τὰ λευκὰ σπιτάκια της νὰ ἀναρριχῶνται ὡς κοπάδιον λευκῶν ἀμνάδων στοὺς λοφίσκους της, φανταζόμαστε τοὺς ἴδιους τοὺς ἥρωες τῶν διηγημάτων τοῦ Μωραϊτίδη καὶ τοῦ Παπαδιαμάντη, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἴδιους τοὺς τριτεξαδέλφους, νὰ ζωντανεύουν, ξεγελώντας τὸν χρόνο τὸν παμπόνηρο μεσίτη τῆς ζωῆς χαρίζοντας θελκτικὴ γαλήνη καὶ κατάνυξη στὸν ἀναγνώστη.

Ἐμεῖς, ὡς ἀπ’ τὰ ψηλὰ βουνὰ τοῦ Ζαχαρία Παπαντωνίου, ἀπ’ τὰ ἱστορικὰ Ἄγραφα  ὁρμώμενοι, ἐμεῖς ποὺ στέλνουμε τὰ Πινδικὰ μελτεμάκια νὰ δροσίσουν τὸ θερινὸ καῦμα τῶν νησιωτῶν, ἐμεῖς ποὺ δὲν ἔχουμε ἁρμυριστεῖ ἀπὸ θαλασσινὸ νερό, νοιώθουμε τὶς τερπνὲς τοῦ θέρους θαλασσινὲς πνοὲς τοῦ Ἀλέξανδρου Μωραϊτίδη, μέσα ἀπὸ τὶς σπάνιες καὶ ἀποκαλυπτικὲς εἰκόνες τοῦ Λευκώματος καὶ αἰσθανόμαστε τὸ ἁπαλὸ ἀεράκι τῶν Σποράδων, ποὺ ρυτιδώνει τὴ θάλασσα τὴ γαλανή, νὰ θωπεύει τὸ πρόσωπο μας καὶ  νὰ μᾶς καλεῖ σαγηνευτικὰ στὰ μέρη μὲ τὶς ἁλίπληκτες ἀκτὲς τῶν δύο Ἀλεξάνδρων.

Ὁ ἱστορικὸς Δήμαρχος Σκιάθου Φιλοκλῆς Γεωργιάδης
μὲ τὶς γειτόνισσές του ἀρχὲς τοῦ '30

Ἀκόμη, ἀπ’ αὐτὸ τὸ πάντερπνο 300σέλιδο Λεύκωμα, δὲν λείπεται ὅπως λέν’ στ’ Ἄγραφα δὲν ἀπουσιάζει τὸ ἄρωμα τῶν Ἀγράφων. Φιλαποδημώτατοι, φίλεργοι, φιλέρευνοι οἱ Ἀγραφιῶτες, βρῆκαν τὸν τρόπο νὰ "τρυπώσουν" στὴ φωτογραφικὴ σκούνα τοῦ Καπετάνιου. Στὴ σελίδα 116 φαίνεται ὁ Ἀγραφιώτικης καταγωγῆς ἰατρὸς καὶ ἐφοπλιστὴς Ἀχιλλέας Ν. Φραγκίστας (1911-1984), νὰ παραθερίζει στὴ Σκιάθο τοῦ ’60. Ἦταν ἀπόγονος τοῦ προεπαναστατικοῦ ἀγωνιστῆ, τοῦ συντρόφου τοῦ Κατασαντώνη καὶ μετεπαναστατικοῦ στρατιωτικοῦ, Γιαννάκη Φραγκίστα (Ἀνατολικὴ Φραγκίστα τῶν Ἀγράφων 1774-Λαμία 1861). Ἡ θεία τοῦ Ἀχιλλέα, ἡ Μαρίκα Φραγκίστα 1869-1907 ἦταν σύζυγος τοῦ ἱστορικοῦ κοινοτάρχη καὶ Δημάρχου τῆς Σκιάθου Φιλοκλῆ Γεωργιάδη (1845-1936),  ὁ ὁποῖος φαίνεται στὴ φωτογραφία τῆς σελ. 288 νὰ φωτογραφίζεται μὲ τὶς γειτόνισσές του. Στὴν ἴδια φωτογραφία, ἡ ὄρθια γειτόνισσά του (στ' ἀριστερὰ τοῦ Δημάρχου), ἡ ὁποία κρατᾶ στὴν ἀγκαλιά της ἕνα μικρὸ κορίτσι, εἶναι ἡ μητέρα Ματούλα (Σταματία) καὶ ἡ ἀδελφὴ Σοφία ἀντιστοίχως, τοῦ Γιάννη Παρίσση, τοῦ δημιουργοῦ τοῦ Λευκώματος. Στὴ σελίδα 31 σώζεται φωτογραφικὰ καὶ ἡ οἰκία τοῦ Φιλοκλῆ Γεωργιάδη, ὅπου ἔζησε κάποια χρόνια μὲ τὴν προώρως θανοῦσα Μαρίκα, ἄνθος διαχῦσαν εὐωδίαν....προστάτις τῶν πτωχῶν καὶ παρηγορία τῶν τεθλιμμένων κατὰ τὸν Παπαδιαμάντη. Ἐκεῖ φιλοξενήθηκε ὁ Γεώργιος Δροσίνης ὅταν ἦλθε στὸ νησί, τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1925, γιὰ τὰ ἀποκαλυπτήρια τῆς προτομῆς τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ ἔτυχε τῆς φιλοξενίας τοῦ Φ. Γεωργιάδη. Γιὰ τὴ Μαρίκα Φραγκίστα, ποὺ πέθανε νέα τὸ 1907, ὁ Παπαδιαμάντης δημοσίευσε μικρὴ νεκρολογία γιὰ τὸν θανατό της καὶ ἐπιμνημόσυνο λόγο γιὰ τὸ 40ήμερο μνημόσυνό της. Θείᾳ δὲ οἰκονομίᾳ θέλησε αὐτὴ ἡ φωτογραφία νὰ δημοσιεύεται δίπλα-δίπλα σὲ ἱστορικὲς φωτογραφίες τοῦ 1930, τοῦ νομπελίστα ποιητῆ μας Γ. Σεφέρη. Λὲς ὁ Νομπελίστας νὰ συνάντησε τὸν ἱστορικὸ Δήμαρχο; Λὲς νὰ τοῦ εἶπε τὸν καϋμό του γιὰ τὴν ἀπώλεια τῆς προσφιλοῦς του Μαρίκας τῆς Ἀγραφιώτισσας; Κι ὅπως σημειώνει ὁ παπαδιαμαντικώτερος πάντων καὶ πασῶν, ὁ  Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος:

«Ὑπομονετικὲ ἀναγνώστη μου, πρόσεξε τὴν σελ. 289. Ὅλα, κείμενο καὶ φωτογραφίες τοῦ 1930, σεφερικά».

Ἀκόμη, καμαρῶστε ἀγαπητοὶ Ἀγραφιῶτες στὴ σελ. 118 τὸ ἐπιβλητικὸ φορτηγὸ «Σκιάθος» τοῦ ἐφοπλιστῆ Γεωργίου Φραγκίστα ἀδελφοῦ τοῦ Ἀχιλλέα. Ἴσως, δέ, κι ὁ σκιαθίτης πλοίαρχος Νίκος Δαμάσκος, ποὺ στὴ σελ. 107 φωτογραφίζεται στὴ γέφυρα τοῦ «S.S. EURYTAN», νὰ μὴν ἀντιλαβάνεται πὼς ἀσυνείδητα πατᾶ "Καρπενησιώτικο ἔδαφος".

Ἡ οἰκία Φιλοκλέους Γεωργιάδη 
καὶ Μαρίκας Φραγκίστα στὴ Σκιάθο,
πρὶν καταστραφεῖ ἀπὸ πυρκαϊὰ 
στὴ διάρκεια τῆς Γερμανικῆς κατοχῆς
(Λεπτομέρεια ἀπὸ φωτο τῆς σελ. 31).

 Πρόσεξε, λοιπόν, ἐπιμελέστατε  ἀναγνώστη-Ἀγραφιώτη, αὐτὲς τὶς σελίδες τοῦ Καπετάνιου, κι ὅταν πᾶς στὴ Σκιάθο, πλὴν ὅλων τῶν ἄλλων, πήγαινε καὶ πρὸς τὸ τέλος τῆς ὁδοῦ Παπαδιαμάντη γιὰ νὰ ἀνάψεις κεράκι στὸ ναΰδριο τῆς Παναγίας τῆς Προυσιωτίσσης, τῆς ἀποκαλουμένης καὶ ὡς "Παλλάδιον τῶν Ἀγράφων", τὸ ὁποῖο ναΰδριο ἀνήγειρε φιλόθεος Σκιαθίτης, ὡς εὐχαριστήριο ἀντίδωρο σὲ θαῦμα τῆς Παναγίας.  

Ὅλοι οἱ τόποι θὰ ἦσαν εὐτυχεῖς καὶ τυχεροὶ ἂν εἶχαν ἕναν Γιάννη Παρίσση, μὲ τὸ μεράκι καὶ τὴν ἀνιδιοτελῆ διάθεση προσφορᾶς  στὸν τόπο καὶ τοὺς ἀνθρώπους του, ἕνα Μουσεῖο ὅπως αὐτὸ τῆς «Ναυτικῆς καὶ Πολιτιστικῆς Παράδοσης Σκιάθου» καὶ φιλογενεῖς, ἀναργύρου δωρεᾶς, χορηγούς, ὅπως αὐτοὶ ποὺ καταχωρίζονται στὸ Λεύκωμα, γιὰ νὰ δωρίζουν στὸν τόπο τους καὶ στὴ χώρα Σκιαθίτικους φωτογραφικοὺς ἀδάμαντες πλήρεις δρόσου καὶ ἀρωμάτων, ἀντίδωρα ζωοποιὰ καὶ εὐφρόσυνα.

Εὐλπιστοῦμε, προσδοκοῦμε, ἀναμένουμε ἀπὸ τὸν καπετὰν-Γιάννη Παρίσση καὶ τοὺς συνεργάτες του κι ἄλλον, δεύτερο τόμο μὲ στολίδια, πλουμίδια, κοσμήματα φωτογραφικὰ τῆς Σκιάθου καὶ τῶν ἀνθρώπων της, ἀπὸ ἐποχὲς χορταστικὲς ἐλαίου παραμυθίας. 

Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης

 

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2020

ΦΩΤΟΜΝΗΜΕΣ ΠΟΥ ΜΑΣ ΤΑΞΙΔΕΥΟΥΝ... ΣΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΒΡΑΓΓΙΑΝΑ

 

Φωτομνῆμες ποὺ μᾶς ταξιδεύουν... στὰ Μεγ. Βραγγιανά

Ἀπὸ τὸ φύλλο 84 (Ὀκτ.-Νοέ.-Δεκ. 2020) ἡ ἐφημερίδα «ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΒΡΑΓΓΙΑΝΑ (ΕΛΛΗΝΟΜΟΥΣΕΙΟΝ ΑΓΡΑΦΩΝ)» καθιερώνει μία νέα στήλη, ὅπου θὰ δημοσιεύονται φωτογραφίες ἀπὸ τὸ παρελθὸν τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του, πάντα κατὰ τὶς δυνάμεις μαςμὲ τὸν ἀνάλογο σχολιασμό καὶ μὲ τὴν βοήθεια ὅλων. Ὅσοι ἔχουν φωτογραφικὸ ὑλικὸ παλαιoτέρων χρόνων ἂς ἐπικοινωνήσουν στὸ τηλ: 6978928189 γιὰ περαιτέρω συνεννόηση. Εἶναι ἕνα ἐρέθισμα γιὰ τὴν συλλογὴ φωτογραφιῶν μὲ ἀπώτερο σκοπὸ νὰ ἐκδοθεῖ ἕνα λεύκωμα μὲ τὴ φωτογραφικὴ ἱστορία τοῦ τόπου μας.

Στρατιῶτες ἀπὸ τὰ Μεγάλα Βραγγιανὰ περὶ τὸ 1950.

Ἐξ ἀριστερῶν:

Παναγιώτης Στοῦμπος τοῦ Πέτρου καὶ τῆς Μαρίας (Κουστέσα 10.5.1924-Σεπ. 2016)

Παναγιώτης Παρθένης τοῦ Θεοδώρου καὶ τῆς Βασιλικῆς (7.6.1920-15.8.2010)

Στέφανος Τσιώλης τοῦ Βασιλείου καὶ τῆς Ἑλένης  (1920-2002)

 Εὐάγγελος (Ἄγγελος) Χρήστου  τοῦ Χρήστου καὶ τῆς Ἀλεξάνδρας (6.8.1924-25.9.2009)

ΑΘΗΝΑ, ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 1862

 Ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης (1850-1929) λίγες μέρες μετὰ τὴν ἐπιστροφή του ἀπὸ τὸ θρυλικὸ ταξίδι του στὸ Καρπενήσι στὴ διάρκεια τοῦ Σαρανταημέρου τῶν Χριστουγέννων τοῦ 1901, θυμᾶται μὲ νοσταγικὴ διάθεση τὰ Χριστούγεννα τοῦ 1862 ‒ὅταν ἦταν μαθητὴς τοῦ Βαρβακείου‒ καὶ τὰ ἤθη, τὰ ἔθιμα καὶ τὶς παραδόσεις τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ποὺ δὲν διατηροῦνται πλέον τώρα (1901) ποὺ ἀρθρογραφεῖ.

Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης*

Παραμύθιον Χριστουγεννιάτικον, δυσκολομνημόνευτον. 

Πτωχὸν μαθητοῦδι τοῦ Βαρβακείου ἤμουν. 

Τὸ ἑορταστικὸ χρονογράφημα, ποὺ ἀναπτύσσεται καὶ καλλιεργεῖται συστηματικὰ στὸν Ἀθηναϊκὸ Τύπο στὰ τέλη τοῦ 19ου αἰ. καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰ. ἔχει ὡς θεράποντες πολλοὺς ἐγκύρους λογίους τῆς ἐποχῆς μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης (Σκιάθος 1850-1929). Ὁ Σκιαθίτης αὐτὸς λόγιος καὶ δημοσιογράφος, ἐμφανίζεται ὡς ἐκ τῶν πρωτοπόρων τοῦ ταξιδιωτικοῦ χρονογραφήματος· ἑνὸς εἴδους ποὺ συνδυάζει τὸν σχολιασμό μὲ λογοτεχνικὴ περιγραφή τοῦ ἐπικαίρου καὶ τοῦ ἐφημέρου τῶν γεγονότων, μετὰ ἀπὸ ἐπισκέψεις σὲ διάφορους τόπους καὶ περιοχές. Μάλιστα, στὰ χρονογραφήματα αὐτὰ χρησιμοποιεῖ καὶ τὸ ἀνάλογο καὶ γνωστότερο ἐκ τῶν δημοσιογραφικῶν του ψευδωνύμων, «Ὁ Ταξειδιώτης», δηλωτικὸ τοῦ χαρακτῆρα καὶ τοῦ περιεχομένου αὐτῶν τῶν δημοσιευμάτων.

Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης.
Σχέδιο τοῦ Νίκου Κεφαλληνιάδη.

Στὸ φύλλο τῆς παραμονῆς τῶν  Χριστουγέννων τοῦ 1901 τῆς ἐφημερίδας Ἀκρόπολις τοῦ Βλάση Γαβριηλίδη ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης δημοσιεύει ὡς «Ὁ Ταξειδιώτης»  χρονογράφημά του, τὸ ὁποῖο τιτλοφορεῖται «Ἀθηναϊκὰ Χριστούγεννα. Ἀπὸ τριάντα χρόνια». Πραγματεύεται τὶς ἀναμνήσεις του ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ ἑορτάζονταν τὰ Χριστούγεννα στὴν Ἀθήνα τοῦ 1862, ὅταν μαθητὴς ὁ ἴδιος τοῦ Βαρβακείου διέμενε στοὺς Ἀέρηδες, στὴν Πλάκα κοντὰ στὸν ναὸ τῶν Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν:

Πτωχὸν μαθητοῦδι τοῦ Βαρβακείου ἤμουν καὶ εἶχα συμμαθητὰς μερικοὺς παρηκμακότας ἀπὸ τὴν ἐνθουσιώδη νεότητα τῶν ’62 ‒καλῶς κακῶς, δὲν γνωρίζω‒ ἐνθουσιασμένην ὅμως καλά... Εἰς τὸ δωμάτιόν μου τὸ ἐρημικόν, ἐκεῖ στοὺς Ἀέρηδες, ἠγρύπνουν πέραν τοῦ μεσονυκτίου, ἀναμένων τὴν εὐλογημένην ὥραν τῆς κωδωνοκρουσίας.

Αὐτὴ εἶναι μιὰ πρώτη μαρτυρία περὶ τῆς ἐποχῆς κατὰ τὴν ὁποία ὁ Α.Μ. ἦλθε στὴν Ἀθήνα καὶ μαθήτευσε στὸ Βαρβάκειο. Στὸν αὐτοβιογραφικό του πρόλογο τοῦ πρώτου τόμου τῆς σειρᾶς τῶν ταξιδιωτικῶν του «Μὲ τοῦ βορηᾶ τὰ κύματα» ἐμφανίζει ἑαυτὸν ὡς ἀπόφοιτο τοῦ Βαρβακείου στὰ 1872.

«Τὸ ἔτος 1872... ἐγὼ ἔφηβος, ἐπάνω εἰς τὶς χαρές μου, μετέβαινον μίαν ὡραίαν φθινοπωρινὴν πρωΐαν εἰς τὸ Ἐθνικὸν Πανεπιστήμιον ὡσὰν ἕνας νικητής, κρατῶν ὑψηλά, ὡς σημαίαν, τὸ ἀπολυτήριόν μου ἐκ τοῦ Α΄ Γυμνασίου Ἀθηνῶν, τοῦ σημερινοῦ Βαρβακείου, γεμᾶτος ἀπὸ εὐχαρίστησιν».

 Πρὸς ἔρευναν εἶναι ἂν ἡ μαθητεία του στὸ Βαρβάκειο διήρκεσε δέκα χρόνια, ἢ ἐνδεχομένως ὑπῆρξαν κάποια διαστήματα διακοπῆς τῆς μαθητείας του στὸ Α΄ Γυμνάσιον τῶν Ἀθηνῶν. 

Τοὺς Ἀέρηδες τῆς Πλάκας, τὸν ἀρχικὸ τόπο διαμονῆς του στὴν Ἀθήνα, ἀναφέρει ὁ Α.Μ. στὸ ἐκτενὲς διήγημά του «Τὸ τάξιμον» ὅπου δηλώνει ὅτι:

 

«Εἰς τὴν ὑψηλὴν καὶ περίοπτον αὐτὴν τοποθεσίαν, ἠγείρετο ἄλλοτε –πρὸ ἡμίσεος καὶ πλέον αἰῶνος– μέγα ἀρχοντόσπιτον, τοῦ κὺρ-Λάμπρου τὸ σπίτι, κραταιοῦ ἄρχοντος τοῦ τόπου, πολλάκις χρηματίσαντος ἐπὶ πρώτης βασιλείας βουλευτοῦ, καὶ δίς, νομίζω ὑπουργοῦ. Λιθόστρωτος κλιμακωτὴ ὁδός, ἔφερεν ἀπὸ τοὺς  Ἀέρηδες  κατ’ εὐθείαν εἰς τὴν αὔλειον τοῦ οἴκου του μὲ τὸ βαρὺ σιδηροῦν ρόπτρον της». 

Ἐπίσης, στὸ διήγημά του «Χριστούγεννα στὸν ὕπνο μου»  σημειώνει πὼς διέμενε κοντὰ στὸν ναὸ τῶν Ταξιαρχῶν στοὺς Ἀέρηδες:

 

«Μοῦ ἐφάνη ὅτι δὲν ἔκαμα Χριστούγεννα ἐκεῖνο τὸ ἔτος... Κατὰ τὸ ἔθος, ἐκοιμήθην ἐνωρίς, τὴν παραμονήν, καὶ περὶ τὴν δευτέραν ὥραν, μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ἐγερθείς, ἀνέμενα ν’ ἀκούσω τὸν κώδωνα οῦ γειτονικοῦ μου ναοῦ τῶν Ταξιαρχῶν, στοὺς Ἀέρηδες ‒ἕνα γλυκύτατον ἀργυρόηχον κώδωνα». 

Ὁ Α.Μ. μὲ ἀφορμὴ τὴν ἀπογοήτευσή του ἀπὸ τὴν ἔκπτωση τῆς θρησκευτικῆς ἀλλὰ καὶ παραδοσιακῆς διάστασης τοῦ ἑορτασμοῦ τῶν Χριστουγέννων τῆς διαφθορᾶς τοῦ Ἑλληνικοῦ βίου, ὅπως τὴν ἀποκαλεῖ στὴν Ἀθήνα, στὸ ξεκίνημα τοῦ 20ου αἰ., ἀναπολεῖ  τὰ Χριστούγεννα παλαιοτέρων δεκαετιῶν. Ἀρχικὰ δηλώνει πὼς ἡ ταχύτητα μὲ τὴν ὁποία ἀλλάζει, κάθε χρονιά, ὁ ἑορτασμὸς τῶν Χριστουγέννων καὶ ἡ συνακόλουθη ἀπάλειψη τῶν παραδόσεων ποὺ τὸν συνοδέυουν, παρομοιάζεται μὲ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ δέρματος τοῦ φιδιοῦ, τὸ ὁποῖο δέρμα μετὰ τὴν ἀπόρριψή του τὸ παρασύρει ὁ ἄνεμος καὶ βρίσκεται καταρρακωμένο καὶ τρυπημένο ἀπὸ τὰ ἀγκάθια καὶ τοὺς θάμνους:

 

Ἡ διήγησις δὲν εἶναι καὶ τόσον κομψή, γραφομένη ἔτσι στὸ φτερό, καὶ ὁμοιάζουσα πολὺ μὲ τὸ δέρμα τοῦ ὄφεως τὸ παλαιόν, τὸ φηκάρι του, ὅπως τὸ λέγει ὁ λαός, τὸ κείμενον ἐν μέσῳ θαμνώδους ἀποσκαφῆς, ἔξω στ’ ἀμπέλια τοῦ Γουδιοῦ ἢ ἐπάνω κανενὸς πετροσωροῦ, τεφρὸν καὶ τρυπημένον ἐδῶ κι ἐκεῖ, μὲ τὰς φολίδας του τὰς στιλπνὰς ξεβαφείσας, εἰς τὴν διάκρισιν τοῦ βορρᾶ ἀφημένον.

Ἡ Ἀθήνα τοῦ 1862
μέσα ἀπὸ τὸν φακὸ
 τοῦ Jakob August Lorent
[https://antikleidi.com/2012/07/30/athens-1862]
.


Ἀναφέρεται στὸ ἑστιατόριο-ξενοδοχεῖο «Παντὸς Ἔθνους» ὅπου σιτιζόταν τότε καὶ σημειώνει πὼς ὁ κατάλογος τῶν φαγητῶν περιελάμβανε, ὅλο τὸ Σαρανταήμερο τῶν Χριστουγένων, σχεδὸν ἐξ ὁλοκλήρου νηστήσιμα λαδερὰ φαγητά. Μόνο γιὰ τοὺς ἀσθενεῖςὑπῆρχαν δυό-τρία μὴ νηστήσιμα:

Εἰς τὸ φιλάνθρωπον ξενοδοχεῖον «Παντὸς Ἔθνους» ὅλον τὸ Σαρανταήμερον ἡ λίστα ἀπετελεῖτο ἀπὸ λαδερὰ φαγητά  μὲ συγχωρεῖς, σύγχρονος νεολαία τὰ ὁποῖα διόλου δὲν ἔβλαψαν  οὔτε τὸν νοῦν μας τότε, οὔτε τὴν ὑγείαν μας. Κάτω-κάτω δὲ τῆς λίστας τῆς ἀφελοῦς ὑπῆρχον καὶ δύο-τρία κρεατινὰ φαγητά, κανένα βραστό, ἢ κανένα ψητὸ διὰ τοὺς ἀσθενεῖς

Στὴ σίτισή του στὸ «Παντὸς Ἔθνους» καὶ στὸν μπάρμπα-Ἀναστάση, τὸν διευθυντή του, ἀναφέρεται ὁ Α.Μ., καὶ μάλιστα ἐν ἐκτάσει, στὸν αὐτοβιογραφικό του πρόλογο στὸν Α΄τόμο τῶν ταξιδιωτικῶν του «Μὲ τοῦ βορηᾶ τὰ κύματα»:

 

«Ἡ παρτίδα μου τότε ἄρχισε νὰ αὐξάνῃ ἐπικινδύνως εἰς τὸ φοιτητικὸν ξενοδοχεῖον τοῦ Καλαμιώτη "Παντὸς Ἔθνους" ἂν καὶ ἡ μερίδα τοῦ ψητοῦ, τοῦ πλέον ἀκριβοῦ φαγητοῦ, εἶχε 40 λεπτὰ μόνον... Ὁ ἀγαθὸς διευθυντής του, ὁ καλώτατος μπαρμπ’-Ἀναστάσης, ...εἶδεν ὅτι ἡ παρτίδα μου ἐξωγκώθη παρὰ πολύ, ὅπως συνήθως ἐξογκώνονται τὰ χρέη — μὲ ἔβλετε μὲ κάποιαν δυσφορίαν..... Μὲ ὅλα ὅμως αὐτὰ ἐξακολουθοῦσε νὰ μοῦ παρέχῃ τὴν πίστωσιν. ...

   Καὶ μοῦ παρουσίαζεν ἕνα μακρὺ - μακρὺ ὡσάν σανίδα, ἕνα μαυρισμένον καὶ μουχλιασμένον κατάστιχον, μέσα εἰς τὸ ὁποῖον κατ’ ἀλφαβητικὴν τάξιν ὑπῆρχαν γραμμένα τὰ ὀνόματα ὅλων τῶν μακαρίων δαιτυμόνων, οἱ ὁποῖοι εἶχον τὴν εὐτυχίαν νὰ τρώγουν καὶ νὰ ... γράφουν. Καὶ ἦσαν ὅλοι σχεδὸν φοιτηταὶ τῶν διαφόρων Σχολῶν, ἐκ διαφόρων ἐπαρχιῶν τῆς Ἑλλάδος καὶ τοῦ Ἐξωτερικοῦ».

 

Ὅλο τὸ Σαρανταήμερο τῶν Χριστουγέννων τὰ κρεοπωλεῖα εἶναι κλειστὰ καὶ μόνο στὴν Κεντρικὴ Ἀγορὰ μποροῦν ἀλλοεθνεῖς καὶ ἀλλόθρησκοι νὰ προμηθευτοῦν κρέατα. Τὰ νηστήσιμα φαγητὰ καὶ ἰδιαίτερα ἡ ἀγαπημένη του «φασουλάδα», ἦσαν νοστιμώτατα, ἐνῶ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ποὺ ἀρθρογραφεῖ δύσκολα βρίσκει κανεὶς νηστήσιμα. Καὶ ἂν σὲ κάποια ἄσημα, ταπεινὰ μαγειρεῖα βρῆ σαρακοστιανὰ αὐτὰ εἶναι ἄνοστα, ἄγευστα καὶ κακομαγειρεμένα:

Τὰ κρεοπωλεῖα τῶν συνοικιῶν ὅλα ἔκλειον τότε καθ’ ὅλον τὸ Σαρανταήμερον... καὶ μόνον εἰς τὴν Κεντρικὴν Ἀγορὰν ἐπωλοῦντο κρέατα διὰ τοὺς ξένους καὶ τοὺς ἀλλοθρήσκους. ...Εἶναι ἀδύνατον νὰ ἐπιτύχω σήμερον μίαν φασουλάδα πεπασμένην μὲ τὴν εὐωδίαν ἐκείνην τῆς Ἑλληνικῆς ἁγνότητος τῶν περασμένων χρόνων,.. Σήμερον καὶ ἂν εὕρω, εἰς κανὲν ἀπόμακρον λαϊκὸν μαγειρεῖον ἢ εἰς κανὲν ὑπόγειον, κανένα λαδερὸ φαγητόν, σπανάκι μὲ ρύζι π. χ. θὰ εἶναι ἄγευστον καὶ ἄνοπτον.

Πάντως, τὴν πιὸ ξακουστὴ "φασουλάδα" εἶχε σίγουρα γευθεῖ ὁ Α.Μ. στὸ θρυλικὸ ταξίδι του στὸ μεγαλοπρεπές, ὅπως τὸ ἀποκαλεῖ,  Καρπενήσι, στὶς ἀρχὲς Δεκ. τοῦ 1901, στὸ χάνι τοῦ Φώτη Παπαρούπα τοῦ χωριοῦ Κάψη Τυμφρηστοῦ:

«Ἐφθάσαμεν εἰς τὸ χωρίον Κάψι ὅου ἀνεπαύθημεν ἐπὶ μικρὸν εἰς τὸ πρῶτον εὑρεθὲν χάνι. Ὑπῆρχε θερμοτάτη φασουλάδα καὶ καλὸ κρασί».

Τὴν δὲ παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων ὅλος ὁ κατάλογος τοῦ ἑστιατορίου ἦταν ἀποκλειστικὰ μὲ νηστήσιμα λαδερά, ἀκόμη δὲ καὶ ἀλάδωτα:

Ὅταν δὲ ἤρχετο τέλος ἡ περιπόθητη Παραμονή, ἀφῃροῦντο ἀπὸ τὴν λίσταν καὶ ἐκεῖνα τὰ δύο-τρία κρεατινὰ φαγητά, ὁποῦ ἦσαν διὰ τοὺς ἀσθενεῖς καὶ ἦτο ἡ καϋμένη ὅλη ἀπάνω ἕως κάτω μέρος μὲν μὲ λαδερά, μέρος δὲ μὲ ἀλάδωτα.

[Σ.σ.: κάθε σύγκριση μὲ τὰ σημερινὰ λεγόμενα "ρεβεγιόν" καὶ τὸν περὶ αὐτῶν θόρυβο εἶναι περιττὴ καὶ μᾶλλον ἀνοίκεια].

Τόσον δὲ εἶχαν ἐπικρατήσει οἱ νεωτερισμοὶ καὶ οἱ ξενισμοὶ καταστρεπτικοὶ ἠθῶν καὶ ἐθίμων στὴν Ἀθήνα στὸ ξεκίνημα τοῦ 20ου αἰ. ὥστε, κατὰ τὸν Ἀλ. Μωραϊτίδη, θὰ ἔπρεπε κάποιος νὰ διαθέτει τὴν θρασύτητα τοῦ ὁμηρικοῦ ἥρωα Θερσίτη γιὰ νὰ ζητήσει νηστήσιμο φαγητὸ σὲ ἑστιατόριο τῶν Ἀθηνῶν καὶ νὰ γίνει θῦμα περιπαικτικῶν καὶ ἀπαξιωτικῶν σχολίων:

Ἐν γένει δέ, σήμερον, νὰ φάγῃ κανεὶς νηστήσιμα εἰς κανὲν ἀπὸ τὰ καλὰ λεγόμενα ξενοδοχεῖα, χρειάζεται νὰ ἔχει τὴν ἀναίδειαν τοῦ ὁμηρικοῦ Θερσίτου, ὥστε νὰ μὴ κοκκινίσῃ, ἔστω καὶ ἐν μέσῳ τῶν περιφρονητικῶν βλεμμάτων τῶν συνανακειμένων.

Μάλιστα, ὁ Α.Μ. παρομοιάζει τὰ σαρκαστικὰ βλέμματα τῶν συνδαιτημόνων ὅποιου ἐπιλέξει νηστήσιμα μὲ τὰ "βέλη" ποὺ ἀναφέρει ὁ Ἀντίοχος μοναχὸς Πανδέκτης στὴν Εὐχή του, ἡ ὁποία ἀναγινώσκεται στὰ Ἀπόδειπνα:

«... σβέσον τὰ πεπυρωμένα βέλη τοῦ πονηροῦ, τὰ καθ᾿ ἡμῶν δολίως κινούμενα»

Τὰ παιδιὰ βίωναν τὰ Χριστούγεννα σὲ ὅλο τὸ μεγαλεῖο τους, μὲ τὰ κάλαντα νὰ ψάλλονται παραδοσιακὰ καὶ οἱ οἰκοδεσπότες νὰ ὑποδέχονται μὲ χαρὰ τοὺς παιδικοὺς τραγουδιστὲς τῶν Χριστουγέννων, ἐνῶ οἱ οἰκογενειάρχες προμηθεύονταν τὰ Χριστουγεννιάτικα δῶρα τῶν παιδιῶν τους ἀπὸ τὴν ἀγορὰ στὴν περιοχὴ τοῦ Ἀναβρυτηρίου, τὰ λεγόμενα καὶ Παλαιὰ Χαυτεῖα, ποὺ βρισκόταν στὸ πλάτωμα τοῦ δρόμου ἐπὶ τῆς ὁδοῦ Μητροπόλεως καὶ Αἰόλου. Ἐκεῖ ὑπῆρχε ἕνα ἀνεστραμένο Κορινθιακὸ κιονόκρανο ποὺ λειτουργοῦσε ὡς ἀναβρυτήριο (συντριβάνι). Ἀπέναντι βρισκόταν ἡ ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, τὸ Καθολικὸ ποὺ ἦταν ἡ Μητρόπολη τῆς Ἀθήνας μεταξὺ 1701 καὶ 1827, ὅταν καταστράφηκε ἀπὸ Τούρκους:

 

... μέχρι τοῦ μακαρίου ἐκείνου οἰκογενειάρχου, ὅστις ἐπήγαινε μὲ τὰ παιδάκια του εἰς τὸ Ἀναβρυτήριον, νὰ τοὺς ἀγοράσει καπελλάκια καὶ ’πανωφοράκια καὶ παπουτσάκια ἐξεχύνετο ἡ πνευματικὴ χαρὰ χειροπιαστή. Ἀπὸ νωρίς, τὸ βράδυ, ἐκελαειδοῦσαν ἀπὸ τοὺς ὕμνους τὰ σπίτια τῆς πόλεως, ...ἔβλεπες τότε τοὺς τραγουδιστάς, τὰ ἐντροπαλὰ παιδάκια τῶν χρόνων ἐκείνων, ν’ ἀναβαίνουν ἐπάνω, εἰς τὰ μενδέρια καταμεσῆς τὰ ἐντόπια καὶ μ’ εὐλάβειαν ζηλευτὴν νὰ λέγουν ὁλόκληρον τὸ τραγούδι τὸ λαϊκόν.

 

Στὸ Ἀναβρυτήριο, βρισκόταν καὶ ὁ φοῦρνος τοῦ γέρο-Μίχα, ὁ χῶρος στὸν ὁποῖο τοποθετεῖται ἡ δράση στὸ διήγημά τοῦ Α.Μ. «Ἱστορία μιᾶς τυρόπιττας», στὸ ὁποῖο συμπρωταγωνιτοῦν οἱ δύο Ἀλέξανδροι, Παπαδιαμάντης καὶ  Μωραϊτίδης:

«Τὰ χρόνια ἐκεῖνα τὸ σιωπηλὸν καὶ ἔρημον  σχεδὸν σήμερον Ἀναβρυτήριον ἦτο τὸ κέντρον τῶν Ἀθηνῶν. Ἐκεῖ γύρω ὑπῆρχαν τὰ πλουσιώτερα ἐμπορικὰ καὶ τὰ χρυσοχοεῖα, ἐκεῖ τὰ μεγάλα φεσοποιεῖα καὶ ραφεῖα τῶν χρυσοκεντήτων τῆς ἐθνικῆς ἐνδυμασίας εἰδῶν, τὰ ξενοδοχεῖα καὶ παντοπωλεῖα, ἐν οἷς τὸ μέγα καὶ πολυσύχναστον τοῦ Παναγιωταρᾶ. Κένρον δι’ ὅλων αὐτῶν ἦτο ἡ Ὡραία Ἑλλὰς  εἰς τὴν διασταύρωσιν τῶν ὁδῶν Αἰόλου καὶ Ἑρμοῦ... Ἐκεῖ μέσα εἰς τὴν λάμψιν αὐτὴν καὶ τὴν κίνησιν τῆς Πρωτευούσης ἦτο ὁ φοῦρνος τοῦ γέρο–Μίχα. Μὲ τ’ ὄνομα μιὰ φορὰ ἐκεῖνα τὰ χρόνια».

Ἐπίσης, τὸ Ἀναβρυτήριον, ὡς τόπο λειτουργίας τῶν φεσοποιείων τῆς Ἀθήνας,  ἀναφέρει καὶ ὁ τριτεξάδελφός του Ἀλ. Παπαδιαμάντης στὸ διήγημά του «Μεγαλείων ὀψώνια»:

«Ὅταν ἐπέστρεψεν εἰς τὸ Ληξούρι, ὁ Ἰακωβᾶτος τοῦ εἶχεν ἀγοράσει ἀπὸ τὰ φεσοποιεῖα, τὰ σωζόμενα τότε ἐν Ἀθήναις παρὰ τὸ Ἀναβρυτήριον, ἕνα φέσι καὶ τοῦ τὸ προσέφερε»

Ἀθήνα, Ἀέρηδες, 1854. Λίγα χρόνια πρὸ τῆς διαμονῆς τοῦ Ἀλεξ. Μωραϊτίδη ὡς μαθητῆ τοῦ Βαρβακείου [https://gr.pinterest.com/pin/308004061993782300/].


Ἀκόμη, ὁ Α.Μ. ἐκφράζει τὸ εὔλογο παράπονό του, πὼς ἐνῶ οἱ Δυτικοὶ τοῦ τόπου τῆς Πρωτευούσης τηροῦν τὰ ἔθιμα καὶ διατηροῦν τὶς παραδόσεις τους στοὺς τρόπους ἑορτασμοῦ τῶν Χριστουγέννων,  οἱ Ἀθηναῖοι παραλείπουν τὴν τήρηση τῶν ἐθίμων τους, τὰ ὁποῖα τόσον ἀρέσουν ἀκόμη καὶ στοὺς ἀλλοεθνεῖς· ὁπότε ἐμφατικὰ δηλώνει:

 

Ζητοῦμεν συγγνώμην, ὦ πάροικοί μας δυτικοί, ὅπου σεῖς μὲν διατηρεῖτε, ἐν μέσῳ ἡμῶν τῶν Σχισματικῶν, ὡς μᾶς ἀποκαλεῖτε, τὰ ἔθιμά σας, ἡμεῖς, δὲ ἐν αὐτῇ τῇ πατρίδι μας τὰ ἐλησμονήσαμεν, ὡς νὰ ἠλευθερώθη ἐπίτηδες ἡ μικρὰ Ἑλλάς, ἵνα τόσον ταχέως λησμονήσῃ τὰ ἔθιμά της τὰ εὔμορφα, τὰ ὁποῖα καὶ οἱ ξένοι αὐτοὶ χαίρονται καὶ μόνον ἡμεῖς δὲν ἐστάθημεν ἄξιοι νὰ τὰ χαρῶμεν.

 

Ὁ Μωραϊτίδης ἐπισημαίνει μὲ ἔμφαση τὸ γεγονὸς τῆς κατάργησης τῆς ἀπὸ βαθέος ὄρθρου, τῆς τρίτης πρωϊνῆς, ὡς ἔναρξης τῆς Ἀκολουθίας τῶν Χριστουγέννων, μὲ τὶς καμπάνες τῶν ἐκκλησιῶν τῶν ἐνοριῶν τῶν Ἀθηνῶν  νὰ ἠχοῦν ὅλες μαζί.  Ἀντιθέτως, στὰ Χριστούγεννα τῶν τελευταίων χρόνων ἡ Ἀκολουθία δὲν ἔχει πλέον τὸν χαρακτῆρα τῆς Ἀγρυπνίας ἀλλὰ τελεῖται  τὸ πρωῒ τῆς ἡμέρας τῶν Χριστουγέννων χάνοντας πλέον τὴ γοητεία καὶ τὴν κατάνυξη τῆς νυκτερινῆς Ἀκολουθίας. Ἀθρόα δὲ ἦταν ἡ προσέλευση τῶν πιστῶν σὲ περασμένα Χριστούγεννα, καὶ μάλιστα μὲ ὁποιεσδήποτε καιρικὲς συνθῆκες. Μεγαλύτερη δὲ προσέλευση πιστῶν παρατηρεῖτο στὴν Ἁγία Εἰρήνη τῆς ὁδοῦ Αἰόλου καὶ στὸν Ἅγιο Νικόλαο Ραγκαβᾶ Πλάκας. Μετὰ τὸ τέλος τῆς Ἀκολουθίας οἱ πιστοὶ ἀπολαμβάνουν γλυκίσματα στοὺς φούρνους τῆς περιοχῆς τοῦ Ἀναβρυτηρίου. Φοιτητές, μαθητὲς καὶ ξένοι  παίρνουν τὸ πρωϊνό τους γεῦμα στὰ ἑστιατόρια-ξενοδοχεῖα τῶν Ἀθηνῶν:

Ἡ ἀκολουθία τῶν Χριστουγέννων τότε ἐψάλλετο ὄρθρου βαθέος ... Εἰς τὸ δωμάτιόν μου τὸ ἐρημικόν, ἐκεῖ στοὺς Ἀέρηδες, ἠγρύπνουν πέραν τοῦ μεσονυκτίου, ἀναμένων τὴν εὐλογημένην ὥραν τῆς κωδωνοκρουσίας, ὅτε θὰ ἦτο ἡ Τρίτη ὥρα ἡ πρωϊνή, ἤκουον τῷ ὄντι μίαν γλυκυτάτην καὶ μελῳδικὴν κωδωνοκρουσίαν, συγχρόνως ἀπὸ ὅλα τὰ κωδωνοστάσια τῶν ναῶν τῆς πόλεως, ἀναγγέλλουσαν τόσον νύκτα, ἀλλὰ τόσον γλυκὰ τὴν Γέννησιν τοῦ Σωτῆρος... Χειμὼν ἦτο; ὑετὸς ἦτο; ἐγόγγυζε τὸ ἀνεμοβρόχι τοῦ Γρεκολεβάντη; ἐχιονοβολοῦσεν ὁ Μαΐστρος εἰς τὸν Ὑμηττὸν αὐτόν; Κανείς, κανεὶς δὲν ἠμποδίζετο νὰ ἐξέλθῃ τὴν ὥραν ἐκείνην... Εἰς τὴν ἁγίαν Εἰρήνην καὶ εἰς τὸ Μοναστηράκι ἐγίνετο τότε ἡ μεγαλυτέρα συγκέντρωσις Χριστιανῶν, καὶ εἰς τὸν Ραγκαβᾶν ἐπάνω. Ὅταν δὲ ἐτελείωνεν ἡ θεία λειτουργία, θὰ ἦτο ὥρα Πέμπτη πρωϊνή, οἱ φοῦρνοι ὅλοι τοῦ Ἀναβρυτηρίου, τῶν παλαιῶν δηλαδὴ Χαυτείων, ἦσαν πέρα-πέρα ἀνοικτοὶ ... Τὰ ξενοδοχεῖα τοῦ μέρους τούτου ἀνοικτὰ ἐκείνην τὴν ὥραν ἕτοιμα, ἐπληροῦντο πάραυτα ἀπὸ ξένους, μαθητὰς καὶ φοιτητάς, οἱ ὁποῖοι ἐξερχόμενοι ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Εἰρήνην καὶ τοὺς ἄλλους πέριξ ναούς, ἑώρταζον τὴν χαρμόσυνον ἡμέραν τῆς Ὀρθοδοξίας τελοῦντες ἐν εὐφροσύνῃ τὸ ἑωθινὸν δεῖπνον των.

Στὸ ζήτημα τῆς κατάργησης τῆν νυκτερινῆς Θείας Λειτουργίας τῶν Χριστουγέννων ἀναφέρεται ὁ Α. Μ. στὰ διηγήματά του «Χριστούγεννα στὸν ὕπνο μου» καὶ «Ἡ ἱστορία μιᾶς τυρόπιττας» σημειώνοντας ἀντιστοίχως:

«Διαταγῇ τοῦ νέου Μητροπολίτου εἶχε καταργηθῆ ἡ νυκτερινὴ Ἀκολουθία τῶν Χριστουγέννων διὰ παντός... Ἀπεφάσισεν ὁ νέος Μητροπολίτης, Θεὸς σχωρέσ᾿ τονε — ἕνας ὠχρὸς δεσπότης ὡς νεκρός, μ᾿ ἐσβεσμένην ὄψιν ὡς ὄψιν νεκροῦ, καὶ μὲ πλέον ἐσβεσμένην φωνήν, ὡς φωνὴν νεκροῦ. Βεβαίως καὶ μὲ νεκρὰν τὴν καρδίαν... Ἔχανε τὸ μεγαλεῖον της μετεβάλλετο εἰς συνήθη Κυριακῆς λειτουργίαν. Τὸ ὑψηλὸν ἐκεῖνο τῆς Ε´ ὠδῆς, τὸ ἐκ τοῦ μεγαλοφωνοτάτου Ἡσαΐου· "Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζοντες δοξολογοῦμεν σε" τὸ ἔπαιρνε ἀπὸ μπρός ἡ ἡμέρα κ᾿ ἔχανεν οὕτως ὅλην του ὄρθρου τὴν μυστικὴν εὐωδίαν».

Καί:

«Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἡ λαμπρὰ Ἀκολουθία τῶν Χριστουγέννων ἦτο νυκτερινὴ καὶ ἐδῶ καὶ παντοῦ. Ἤρχιζεν εἰς τὰς 2 τὴν νύκτα καὶ ἔληγεν εἰς τὰς 5. Ὄρθρου βαθέος. Καὶ εἶχε πολὺ τὸ κατανυκτικόν, πολὺ τὸ ἐξαρτικόν, καὶ πολὺ τὸ ἐπιβάλλον ἡ θεσπεσία αὐτὴ τῆς ὀρθοδοξίας ἑορτή» 

Ὁ νέος Μητροπολίτης, ποὺ ἀναφέρει ὁ Α.Μ. ἐνδεχομένως εἶναι ὁ Γερμανὸς Β΄ Καλλιγᾶς ὁ ὁποῖος ἐνθρονίζεται στὶς 7 Ἰουλίου 1889 καὶ πεθαίνει στὶς 30 Ἰαν. 1896. Τὸ διήγημα «Χριστούγεννα στὸν ὕπνο μου» δημοσιεύεται τὸ 1898 καὶ ὁ Α.Μ. ἀναφέρει πὼς ὁ Μητροπολίτης ποὺ ἀποφάσισε τὴν κατάργηση ἔχει ἤδη κοιμηθεῖ  ἐν Κυρίῳ, ὁπότε τὰ δρώμενα τοῦ διηγήματος λαμβάνουν χώραν, ἴσως, τὸ 1889. Χαρακτηριστικά, γιὰ τὴν Ἀκολουθία τῶν Χριστουγέννων τοῦ 1889 ἔτος ἐκλογῆς τοῦ νέου Μητροπολίτη στὴν ἐφ. Ἀκρόπολις στὶς 24 Δεκ. 1889, στὴ στήλη «Ἀθῆναι-Πειραιεύς» ἀναφέρεται:

 

Σήμερον ὁ Ἑσπερινὸς ἐν τῷ Μητροπολιτικῷ Ναῷ ἄρχεται εἰς τὰς 3 ½ μ.μ. χοροστατοῦντος τοῦ σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου, ἡ δὲ Ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου τῶν Χριστουγέννων, ἡ τρυφερά, ἡ συγκινητική, ἡ γαλήνιος καὶ ψυχωφελὴς ἄρχεται αὔριον τὸ πρωΐ εἰς τὰς 5, κατὰ τὰ χαράγματα περίπου. Τὴν θείαν λειτουργίαν θὰ τελέσῃ ὁ Σ. Μητροπολίτης. 

Ὁ Γ. Βαλέτας στὸν 6ο τόμο τῶν Ἁπάντων του γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη ἀναφέρει, χωρὶς νὰ παραθέτει τὴν ἀνάλογη πηγή, ὅτι ἡ διαταγὴ τοῦ Μητροπολίτη εἶναι τοῦ ἔτους 1892:

 

«Θ λ ι μ έ ν α  Χ ρ ι σ τ ο ύ γ ε ν ν α. Κατὰ τὸ 1892 ἡ Μητρόπολη ἔβγαλε διαταγὴ νὰ μὴ χτυποῦν τὴ νύχτα οἱ καμπᾶνες τῶν Χριστουγέννων. Εἶχε καταργηθῆ ἡ νυκτερινὴ ἀκολουθία τῆς ἑορτῆς. Καὶ οἱ ἀγρυπνιστὲς βρέθηκαν στὸν δρόμο. Οἱ πόρτες τοῦ παρεκκλησιοῦ ἦταν κλειστές. "Ὄχι πιὰ ἐκκλησίες μέσα στὰ σκότη! Μὲ τὸν ἥλιον! Αἱ κατακόμβαι δὲν ὑπάρχουν πλέον!...", ἔλεγαν οἱ νεωτεριστές».

Ἂν ἰσχύει ἡ χρονολογία ποὺ παραθέτει ὁ Βαλέτας, παρὰ τὸ γεγονὸς πὼς δὲν ἦταν τὸ πρῶτο ἔτος τῆς ἀρχιερατείας τοῦ Γερμανοῦ Β΄ Καλλιγᾶ, τότε τὸ διήγημα τοῦ Μωραϊτίδη   πραγματεύεται τὰ τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους 1892.

Ἴσως, ὅμως, νὰ πρόκειται γιὰ τὸν προκάτοχό του Προκόπιο Γεωργιάδη, ὁ ὁποῖος ἀρχιεράτευσε ἀπὸ τὸ 1874 ἕως τὸ 1889, ὁπότε ὁ Α. Μ. τοποθετεῖ τὸ διήγημα του τὸ πρῶτο ἔτος ἀρχιερατίας τοῦ Προκοπίου, στὰ 1874, ὅταν ἦταν φοιτητὴς φιλολογίας.

. Τὸ ἐξαιρετικὰ μεγάλο  κτίριο ἀριστερὰ τῆς φωτογραφίας εἶναι τὸ Βαρβάκειο Λύκειο, τὸ ἐκπαιδευτήριο ὅπου φοιτοῦσε ὁ Ἀλ. Μωραϊτίδης,  τὸ ὁποῖο κατεδαφίστηκε τὴ δεκαετία τοῦ 1940, κατὰ τὰ Δεκεμβριανά. Βρίσκεται στὶς σκαλωσιές, στὸ οἰκοδομικό τετράγωνο: Ἀθηνᾶς – Ἁρμοδίου – Σωκράτους καὶ Ἀριστογείτονος, ἄρα ἡ φωτογραφία τραβήχτηκε μέσα στὸ διάστημα 1858-59, 3-4  χρόνια πρὸ τῆς φοιτήσεως τοῦ Μωραϊτίδη. [Recueil de photographies d’ Athènes et ses antiquités, offert au prince impérial·https://1-2.gr/2020/05/21/mia-protofanhs-fotografia-ths-metaothomanikhs-athhnas/].


Στὸν ἐπίλογο τοῦ δημοσιεύματός του ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης ἐκφράζει τὴν ἀπογοήτευση του, καθὼς μόνον οἱ ράφτες, οἱ τσαγκάρηδες καὶ οἱ κουρεῖς ἀγρυπνοῦν τὴν παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων, κι αὐτοὶ ἀποκλειστικὰ γιὰ τὴν περιποίηση τῆς ἐξωτερικῆς ἐμφάνισης τῶν πολιτῶν· προσθέτει δέ, χαριτολογικά, πὼς ἀγρυπνοῦν καὶ τὰ χαρτοπαίγνια,  συμπληρώνοντας σαρκαστικὰ πὼς αὐτὰ ἀγρυπνοῦν ὅλον τὸν χρόνο. Ἀντίθετα, ἀναφέρει ὅτι πιστοὶ καὶ ἱερωμένοι κοιμοῦνται, μὲ κλειστοὺς τοὺς ναούς, ἐνῶ γεννᾶται:

 

Ὁ Βασιλεὺς τῶν  Βασιλευόντων, ἵνα πλουτίσῃ ἐμέ, τὸν οἰκτρῶς πτωχεύσαντα εἰς ὅλα, καὶ εἰς τὰ ἔθιμα ἀκόμη.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

                                                                   Ἐφ. Ἀκρόπολις, 24.12.1901, σ. 1.


ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

ΑΠΟ ΤΡΙΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ

Τοῦ φειδιοῦ τὸ φηκάρι. — Ἡ νεολαία τοῦ  ’62. —Λίστα σαρακοστινὴ καὶ λίστα πασχαλινή. — Ἡ περιφρόνηση τῆς Φασουλάδας. — Ἡ χαρὰ τῶν παλαιῶν Ἀθηνῶν. — Ἡ νυκτερινὴ Ἀκολουθία. — Ξενοδοχεῖα καὶ φοῦρνοι. — Τί λέγει τὸ τραγούδι. — Ποῖοι σήμερον ἀγρυπνοῦν καὶ ποῖοι κοιμοῦνται.

Ἡ περιφορὰ τῶν ἐτῶν ἡ ἀδιάκοπος, καὶ ὁ ἐπίμοχθος βαργετισμὸς τοῦ Ἕλληνος πρὸς τὰ ἔθιμά του, ὅστις ἀλλάζει αὐτά, ὅπως ἀλλάζει τὸ καπέλλο του, μὲ ἀναγκάζει σήμερον ὡς παραμύθιον νὰ διηγοῦμαι εἰς τοὺς συγχρόνους  μου τὸ πῶς ἑορτάζοντο ἄλλοτε τὰ Χριστούγεννα ἐν Ἀθήναις, πρὸ ἡμίσεος αἰῶνος. Παραμύθιον δυσκολομνημόνευτον, τὸ ὁποῖον θὰ φανῇ παράξενον εἰς κάθε σοβαρὸν ἱστορικόν, ὅστις ἀκούσας θὰ ἐρωτήσῃ:

— Λοιπόν, σεῖς οἱ Ἀθηναῖοι τόσον γλήγορα ἐθάψατε τὰ ἔθιμά σας μέσα εἰς τὴν σκιὰν τῶν μύθων;

— Ὅπως πηγαίνομεν, σοφέ μου ἱστορικέ, θὰ καταντήσῃ ν’ ἀλλάζωμεν αὐτὰ σὰν τὸ φίδι τὸ δέρμα του, κάθε χρόνο...

Ἐν τούτοις λάβετε τὸν κόπον νὰ διαβάσετε, πῶς ἑωρτάζοντο τὰ Χριστούγεννα εἰς τὴν ἀγαπητήν σας πόλιν καὶ θὰ μείνετε πολὺ εὐχαριστημένοι  μὲ τὸ γοῦστο τῶν προγόνων σας, ὥστε νὰ ἔχητε τὸ δικαίωμα καὶ νὰ καυχᾶσθε δι αὐτό.... Ἡ διήγησις δὲν εἶναι καὶ τόσον κομψή, γραφομένη ἔτσι στὸ φτερό, καὶ ὁμοιάζουσα πολὺ μὲ τὸ δέρμα τοῦ ὄφεως τὸ παλαιόν, τὸ φηκάρι του, ὅπως τὸ λέγει ὁ λαός, τὸ κείμενον ἐν μέσῳ θαμνώδους ἀποσκαφῆς, ἔξω στ’ ἀμπέλια τοῦ Γουδιοῦ ἢ ἐπάνω κανενὸς πετροσωροῦ, τεφρὸν καὶ τρυπημένον ἐδῶ κι ἐκεῖ, μὲ τὰς φολίδας του τὰς στιλπνὰς ξεβαφείσας, εἰς τὴν διάκρισιν τοῦ βορρᾶ ἀφημένον, τοῦ ἀνέμου τοῦ ξενικοῦ, ὅστις πνέων τόσον βιαίως ἀπὸ γῆς ὀθνείας ἐπαπειλεῖ  ὡς σκύβαλον νὰ συναρπάσῃ ἐπάνω εἰς τὰς πτέρυγας τὰς καταστρεπτικὰς  καὶ αὐτὴν τὴν ἀνάμνησιν ἀκόμη τῆς ὡραίας μας ἑλληνικῆς αὐτῆς ἑορτῆς, ἥτις τεφρὰ καὶ ξεβαμμένη κεῖται ἐπὶ τῶν ἐθνικῶν ἐρειπίων μας ἔξω εἰς τὰς ἀποσκαφάς, ἐν μέσῳ ἀκανθῶν καὶ ἐμφυέντων ζιζανίων, ὡς τοῦ φιδιοῦ τὸ φηκάρι...

Πτωχὸν μαθητοῦδι τοῦ Βαρβακείου ἤμουν καὶ εἶχα συμμαθητὰς μερικοὺς παρηκμακότας ἀπὸ τὴν ἐνθουσιώδη νεότητα τῶν ’62 ‒καλῶς κακῶς, δὲν γνωρίζω‒ ἐνθουσιασμένην ὅμως καλά. Εἰς τὸ φιλάνθρωπον ξενοδοχεῖον «Παντὸς Ἔθνους» ὅλον τὸ Σαρανταήμερον ἡ λίστα ἀπετελεῖτο ἀπὸ λαδερὰ φαγητά  ‒μὲ συγχωρεῖς, σύγχρονος νεολαία‒ τὰ ὁποῖα διόλου δὲν ἔβλαψαν  οὔτε τὸν νοῦν μας τότε, οὔτε τὴν ὑγείαν μας. Κάτω-κάτω δὲ τῆς λίστας τῆς ἀφελοῦς ὑπῆρχον καὶ δύο-τρία κρεατινὰ φαγητά, κανένα βραστό, ἢ κανένα ψητὸ διὰ τοὺς ἀσθενεῖς.

Μὲ συγχωρεῖτε ὅσοι τώρα θυμώνετε ἀμέσως, καὶ μάλιστα οἱ ρασοφόροι, ἂν δὲν εὕρετε καμμία Τετράδη ἢ Παρασκευὴ κανένα καλὸ στιφάδο στὰ Χαυτεῖα. Τὰ κρεοπωλεῖα τῶν συνοικιῶν ὅλα ἔκλειον τότε καθ’ ὅλον τὸ Σαρανταήμερον, ἵνα ἀνοίξουν τὴν Παραμονήν, ἀγνώριστα ἀπὸ τὴν καθαριότητα, καὶ μόνον εἰς τὴν Κεντρικὴν Ἀγορὰν ἐπωλοῦντο κρέατα διὰ τοὺς ξένους καὶ τοὺς ἀλλοθρήσκους. Καὶ τί εὔμορφα ὁποῦ ἐμαγειρεύοντο τὰ καϋμένα τὰ λαδερὰ τότε! Εἶναι ἀδύνατον νὰ ἐπιτύχω σήμερον μίαν φασουλάδα πεπασμένην μὲ τὴν εὐωδίαν ἐκείνην τῆς Ἑλληνικῆς ἁγνότητος τῶν περασμένων χρόνων, ἡ ὁποία τόσον καίει σήμερον, φαίνεται, σὰν τὸ κόκκινο πιπέρι. Σήμερον καὶ ἂν εὕρω, εἰς κανὲν ἀπόμακρον λαϊκὸν μαγειρεῖον ἢ εἰς κανὲν ὑπόγειον, κανένα λαδερὸ φαγητόν, σπανάκι μὲ ρύζι π. χ. θὰ εἶναι ἄγευστον καὶ ἄνοπτον, φέρον ἐπάνω του ἀντὶ πεπέρεως ὅλην τὴν ἄχνην τοῦ μιάσματος τῆς διαφθορᾶς τοῦ Ἑλληνικοῦ βίου, ἂν δ’ εἰς κανὲν καλλίτερον ξενοδοχεῖον ἐπιτύχω τι νηστήσιμον, θὰ εἶναι πάλιν περιφρονημένον σὰν παραπεταμένον ἔδεσμα διὰ τοὺς κύνας, ὥστε νὰ ἐντρέπεται κανεὶς καὶ νὰ τὸ παραγγείλῃ. Ἐν γένει δέ, σήμερον, νὰ φάγῃ κανεὶς νηστήσιμα εἰς κανὲν ἀπὸ τὰ καλὰ λεγόμενα ξενοδοχεῖα, χρειάζεται νὰ ἔχει τὴν ἀναίδειαν τοῦ ὁμηρικοῦ Θερσίτου, ὥστε νὰ μὴ κοκκινίσῃ, ἔστω καὶ ἐν μέσῳ τῶν περιφρονητικῶν βλεμμάτων τῶν συνανακειμένων, τὰ ὁποῖα σὰν βέλη τῶν Ψαλμῶν πεπυρωμένα θὰ πίπτουν ἐπάνω του.

Ὅταν δὲ ἤρχετο τέλος ἡ περιπόθητη Παραμονή, ἀφῃροῦντο ἀπὸ τὴν λίσταν καὶ ἐκεῖνα τὰ δύο-τρία κρεατινὰ φαγητά, ὁποῦ ἦσαν διὰ τοὺς ἀσθενεῖς καὶ ἦτο ἡ καϋμένη ὅλη ἀπάνω ἕως κάτω μέρος μὲν μὲ λαδερά, μέρος δὲ μὲ ἀλάδωτα, ὅλως διόλου ταχινερὰ γλυκύβραστα. Νὰ ἐβλέπατε τότε, ὦ σύγχρονοι, μὲ πόσην ὄρεξιν ἔτρωγε ἡ νεολαία τοῦ ’62 τὰ νηστήσιμα ἐκεῖνα δεῖπνά της! Νὰ ἐβλέπατε, μὲ πόσην ἀκόμη μείζονα ὄρεξιν ἀνέμενε νὰ ἔλθῃ ἡ αὐριανὴ ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων, ὀσφραινομένη τὴν ἀσπρινθεῖσαν κουζίνα τῶν ξενοδοχείων, καὶ ἀνυπόμονος νὰ ἄγῃ τὸ ἑορταστικόν της κρεατινὸν πρόγευμα τὴν αὐγήν, ἐν χαρᾷ καὶ ἀγαλλιάσει, αἰσθανομένη πράγματι τὸν ἀγγελικὸν ὕμνον:

— Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη· ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία.

Τὸ βράδυ-βράδυ τῆς ποθεινῆς ἐκείνης Παραμονῆς ἡ χαρὰ τόσον ἐπληθύνετο, τόσον ἐπλημμυροῦσεν ἡ ἀληθὴς τῶν Ἰώνων σοφιστῶν εὐθυμία, ὥστε ἀθρόα ἐξεχύνετο ἀπὸ τὰ μάτια, ἀπὸ τὰς παρειάς, ἀπὸ τὸ βάδισμα, ἀπὸ τὰ χείλη ὅλων τῶν Χριστιανῶν. Ἀπὸ τοῦ κρεοπώλου, ὅστις, νεολουσμένος καὶ μὲ λάμπουσαν τὴν νεροτρόχιστον μάχαιρά του, ἔκοπτε τὸ χοιρινόν, μέχρι τοῦ μακαρίου ἐκείνου οἰκογενειάρχου, ὅστις ἐπήγαινε μὲ τὰ παιδάκια του εἰς τὸ Ἀναβρυτήριον, νὰ τοὺς ἀγοράσει καπελλάκια καὶ ’πανωφοράκια καὶ παπουτσάκια ἐξεχύνετο ἡ πνευματικὴ χαρὰ χειροπιαστή. Ἀπὸ νωρίς, τὸ βράδυ, ἐκελαειδοῦσαν ἀπὸ τοὺς ὕμνους τὰ σπίτια τῆς πόλεως, ὄχι σὰν τώρα, ὁποῦ πολλοὶ δὲν καταδέχονται ν’ ἀνεβάσουν ἐπάνω τοὺς τραγουδοῦντας τὰ Χριστούγεννα, οἱ ὁποῖοι κάτω ἀπὸ τὴν αὐλὴν ἀπαγγέλλουν δυὸ-τρεῖς μόνον στίχους παίζοντες ἔπειτα πόλκα-μαζούρκα, σὰν νὰ εἶναι ἀποκριές, ἀλλ’ ἔβλεπες τότε τοὺς τραγουδιστάς, τὰ ἐντροπαλὰ παιδάκια τῶν χρόνων ἐκείνων, ν’ἀναβαίνουν ἐπάνω, εἰς τὰ μενδέρια καταμεσῆς τὰ ἐντόπια καὶ μ’ εὐλάβειαν ζηλευτὴν νὰ λέγουν ὁλόκληρον τὸ τραγούδι τὸ λαϊκόν.

Ὁ πατὴρ ἤθελε τότε μὲ χαρὰν κομίσει τὸ βράδυ, τὸ κρεατινὸν ὀψώνιον ἐν θριάμβῳ εἰσάγων αὐτὸ εἰς τὸν νηστεύοντα τέως οἶκόν του καὶ κατακτητικῶς, ἐν πομπῇ, ἤθελε τὸ ἀποκρεμάσει εἰς μέρος καταφανές, παραλαβοῦσα ἡ αἰδήμων νοικοκυροπούλα τῶν χρόνων ἐκείνων. Ἐνῷ τώρα ἠμπορεῖς μὲν νὰ ἴδῃς ἀφθονώτερον τὸν πτηνικὸν φαγητόκοσμον καὶ πάμπολλα τὰ ἀρνάκια τοῦ γάλακτος, μόνον ἀπὸ τὴν συνήθειαν τῆς ἁπλῆς γαστριμαργίας ἀθροιζόμενα εἰς τὴν ἀγοράν, ἀλλ’ ἠμπορεῖς ν’ ἀκούσῃς καὶ τοῦτο τὸ ψυχρόν:

— Μὴ ψωνίσῃς, καϋμένε, σήμερα κρέας. Ψὲς φάγαμε! Πάρε σήμερα κανένα ψάρι. Ἤ, νὰ σοῦ πῶ, καλλίτερα λίγα ρεβίθια. Ἐπεθύμησα σήμερα λίγα ρεβίθια καλά....

Ἐπιθυμία καταστρεπτικὴ ἠθῶν καὶ ἐθίμων! ...

Ἡ ἀκολουθία τῶν Χριστουγέννων τότε ἐψάλλετο ὄρθρου βαθέος. — Ζητοῦμεν συγγνώμην, ὦ πάροικοί μας δυτικοί, ὅπου σεῖς μὲν διατηρεῖτε, ἐν μέσῳ ἡμῶν τῶν Σχισματικῶν, ὡς μᾶς ἀποκαλεῖτε, τὰ ἔθιμά σας, ἡμεῖς, δὲ ἐν αὐτῇ τῇ πατρίδι μας τὰ ἐλησμονήσαμεν, ὡς νὰ ἠλευθερώθῃ ἐπίτηδες ἡ μικρὰ Ἑλλάς, ἵνα τόσον ταχέως λησμονήσῃ τὰ ἔθιμά της τὰ εὔμορφα, τὰ ὁποῖα καὶ οἱ ξένοι αὐτοὶ χαίρονται καὶ μόνον ἡμεῖς δὲν ἐστάθημεν ἄξιοι νὰ τὰ χαρῶμεν. Μᾶς συγχωρεῖς καὶ σύ, ὦ δοῦλε Ἑλληνισμέ, ὅπου μέσα εἰς τὴν καθέδραν τοῦ δολίου κατακτητοῦ, ἀλλὰ [καὶ] μέσα εἰς τὴν καρδίαν τοῦ Γένους, διατηρεῖς τὰ Πάτρια τόσον εὐλαβῶς. Ἤμουν μαθητάριον τοῦ Βαρβακείου ‒σᾶς εἶπα‒. Εἰς τὸ δωμάτιόν μου τὸ ἐρημικόν, ἐκεῖ στοὺς Ἀέρηδες, ἠγρύπνουν πέραν τοῦ μεσονυκτίου, ἀναμένων τὴν εὐλογημένην ὥραν τῆς κωδωνοκρουσίας, ὅτε θὰ ἦτο ἡ Τρίτη ὥρα ἡ πρωϊνή, ἤκουον τῷ ὄντι μίαν γλυκυτάτην καὶ μελῳδικὴν κωδωνοκρουσίαν, συγχρόνως ἀπὸ ὅλα τὰ κωδωνοστάσια τῶν ναῶν τῆς πόλεως, ἀναγγέλλουσαν τόσον νύκτα, ἀλλὰ τόσον γλυκὰ τὴν Γένννησιν τοῦ Σωτῆρος. Ἡ πόλις τότε ἐξετείνετο μέχρι τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς κ’ ἔβλεπες τὴν ὥραν ἐκείνην, ὁποῦ ἔλαμπεν εἰς τὸ στερέωμα ὁ ἔναστρος οὐρανός, πρὶν ἀκόμη χαράξῃ ἡ αὐγή, ἔβλεπες ὅλην τὴν πόλιν στολισμένην νὰ προσέρχεται εἰς τὴν ὄρθριον ὡραίαν Ἀκολουθίαν σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις. Χειμὼν ἦτο; ὑετὸς ἦτο; ἐγόγγυζε τὸ ἀνεμοβρόχι τοῦ Γρεκολεβάντη; ἐχιονοβολοῦσεν ὁ Μαΐστρος εἰς τὸν Ὑμηττὸν αὐτόν; Κανείς, κανεὶς δὲν ἠμποδίζετο νὰ ἐξέλθῃ τὴν ὥραν ἐκείνην. Αἱ γερόντισσαι μάλιστα, διέδιδον μεταξὺ τῶν νεωτέρων ὅτι εἶναι καλὸς οἰωνὸς νὰ χιονισθοῦν ὀλίγον τὰ τρυφερὰ προσωπάκια, νὰ συνειθίσουν καλά, ὥστε εἰς τὴν παραμικρὰν κακουχίαν νὰ μὴν ρίπτουν ἀμέσως τὴν ἑλληνικὴν ἀσπίδα, τὰ ὡραῖα Πάτρια, σὰν καμμιὰν ἄχρηστον καραβάναν.

— Νὰ σκονιστοῦνε κομμάτι, ζυιόκα μου, τὰ τλυγελὰ τὰ μουτλάκια σου!...

Εἰς τὴν ἁγίαν Εἰρήνην καὶ εἰς τὸ Μοναστηράκι ἐγίνετο τότε ἡ μεγαλυτέρα συγκέντρωσις Χριστιανῶν, καὶ εἰς τὸν Ραγκαβᾶν ἐπάνω. Ὅταν δὲ ἐτελείωνεν ἡ θεία λειτουργία, θὰ ἦτο ὥρα Πέμπτη πρωϊνή, οἱ φοῦρνοι ὅλοι τοῦ Ἀναβρυτηρίου, τῶν παλαιῶν δηλαδὴ Χαυτείων, ἦσαν πέρα-πέρα ἀνοικτοὶ  καὶ ἤκουες τὴν αὐγὴν τὰς χαρμοσύνους καὶ ὀρεκτικὰς προσκλήσεις τῶν πωλητῶν τῆς μπουγάτσας καὶ τῶν λουκουμάδων, τὰ ὁποῖα τότε κατεσκευάζοντο εἰς τοὺς φούρνους, σὰν φαιδρὰ μουσουργήματα ἑωθινοῦ ὡραίου:

— Ζεστοὶ-καφτοί!

— Μπουγάτσα τοῦ Καράκιοΐ!

— Ὁρίστε κύριοι!

— Ζεστοὶ-καφτοί!

Τὰ ξενοδοχεῖα τοῦ μέρους τούτου ἀνοικτὰ ἐκείνην τὴν ὥραν ἕτοιμα, ἐπληροῦντο πάραυτα ἀπὸ ξένους, μαθητὰς καὶ φοιτητάς, οἱ ὁποῖοι ἐξερχόμενοι ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Εἰρήνην καὶ τοὺς ἄλλους πέριξ ναούς, ἑώρταζον τὴν χαρμόσυνον ἡμέραν τῆς Ὀρθοδοξίας τελοῦντες ἐν εὐφροσύνῃ τὸ ἑωθινὸν δεῖπνόν των, ὅπερ καὶ ὅλη ἡ πόλις ὁμοίως ἐχαιρέτιζε, τὴν αὐτὴν ὥραν, μετὰ εἰρηνικῆς χαρᾶς ἐφαρμόζουσα τὸ τοῦ ᾄσματος, πέρα-πέρα:

 

Καὶ ὅταν ἐπιστρέψητε

εἰς τὸ ἀρχοντικό σας,

εὐθὺς τραπέζι στρώσετε,

βάλτε τὸ φαγητό σας

Καὶ τὸν σταυρόν σας κάμετε,

γευθῆτε, εὐφρανθῆτε.... 

*

Σήμερον, ὦ ἀναγνῶσται μου... σήμερον ‒τὰ βλέπετε μὲ τὰ μάτια σας‒ ἀπὸ ὅλην τὴν φαιδρὰν αὐτὴν νυκτερινὴν κίνησιν τῆς θελκτικῆς νυκτὸς τῶν Χριστουγέννων δὲν ἔμεινε τίποτε ἄλλο παρὰ μόνον οἱ φραγκορράπται καὶ οἱ τσαγκάρηδες οἱ ὁποῖοι νυκτερεύουν καὶ οἱ ὁποῖοι δὲν θὰ πάγουν, οἱ πτωχοί, οὐδὲ εἰς τὴν ἡμερινὴν λειτουργίαν, καὶ τὰ κουρεῖα, τὰ ὁποῖα ὅλην τὴν νύκτα λάμπουν ἐργαζόμενα ὣς τὸ πρωΐ, μὲ μαλλιά, τὰ ὁποῖα κόπτουν, μὲ κεφάλια, τὰ ὁποῖα λούζουν, μὲ πετσέτες, τὰς ὁποίας στεγνώνουν ἔξω, εἰς τὴν νυκτερινὴν ἀτμοσφαῖραν καὶ μὲ νερὰ τὰ ὁποῖα χύνουν εἰς τὰ πεζοδρόμια. Ἀγρυπνοῦν ἀκόμη τὴν νύκτα αὐτὴν τὰ χαρτοπαίγνια. Πλὴν αὐτὰ ἀγρυπνοῦν ὅλας τὰς νύκτας τοῦ ἔτους. Ὅλοι οἱ ἄλλοι κοιμοῦνται καὶ οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ ναοί. Καὶ τὴν ὥραν ἀκριβῶς ἐκείνην, ὅπου ἐν πενιχρῷ σπηλαίῳ ταπεινὰ καὶ πτωχικὰ ἐγεννᾶτο ὁ Βασιλεὺς τῶν  Βασιλευόντων, ἵνα πλουτίσῃ ἐμέ, τὸν οἰκτρῶς πτωχεύσαντα εἰς ὅλα, καὶ εἰς τὰ ἔθιμα ἀκόμη.

Ὁ Ταξειδιώτης

* Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὴν ἐφ. Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας τῶν Γρεβενῶν, φ. 900 / 25.12.2020, σ. 13-16.