Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2022

Μονόφυλλον ΤΥΡΒΗ, φ. 20

 

Λίγες –κυριολεκτικά‒ ὧρες πρὶν ὁλοκληρωθεῖ τὸ ἔτος 2022 καὶ παραδώσει τὰ σκῆπτρα του στὸ νέο, φιλόδοξο, δαφνοστεφὲς ἔτος 2023· λίγες ὧρες –κυριολεκτικά‒ πρὶν τὴν λήξη τοῦ ἐπετειακοῦ, γιὰ τὰ 100 χρόνια ἀπὸ τὴ Μικρασιατικὴ Καταστροφή, ἔτους 2022, τὸ φιλογενὲς μονόφυλλο τῆς «Φαιδρᾶς συντεχνίας τῶν Γρεβενῶν», ἡ ΤΥΡΒΗ, κυκλοφορεῖ ὡς ἀφιερωματικὸ στὴ μεγάλη πονεμένη ἐπέτειο τοῦ Γένους. Τὸ τερπνὸν καὶ ἡδανάγνωστον αὐτὸ φύλλο ‒στὸ ὁποῖο ὅλως παραδόξως μετέχουν καὶ τὰ Ἄγραφα μὲ τὸ χαριτολογικὸν «Νάτους οὑ Κουστούλας» μπορεῖτε, ἐπίσης, νὰ τὸ χαρεῖτε στὸν κάτωθι σύνδεσμο ἀπ’ ὅπου νὰ τὸ "κατεβάσετε" καὶ νὰ τὸ τυπώσετε:

https://drive.google.com/.../1TdEdL6NEr76KrdK6J6.../view...

Σὲ λίγες ἡμέρες θὰ διανέμεται  σὲ ἔντυπη μορφὴ ‒ὡς free press‒ καὶ ἀπὸ τὸ βιβλιοπωλεῖο «Ναυτίλος», Χαριλάου Τρικούπη 28, Ἀθῆναι.



 

Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2022

ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ-ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ 1902*

 

                 Ζαχαρίας Παπαντωνίου, 

«Τὰ μελιτώδη, ὡραῖα δῶρα τῶν Χριστουγέννων»

Στὴ μνήμη τοῦ Νίκου Ζωρογιαννίδη († 2018)· 

λογίου καὶ μικρανεψιοῦ τοῦ Ζαχαρία Παπαντωνίου.

. Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877-1940).
Ἀκρυλικὸ σὲ χαρτί.
Ἔργο (2021) τοῦ Κώστα Ντιό 
            Συνήθεια εἰσαγόμενη ἀπὸ τὴν Ἑσπερία ἀναγόμενη στὰ 1843, ὅταν ὁ Κ. Ντίκενς δημοσιεύει τὸ πρῶτον, χριστουγεννιάτικο διήγημα μὲ τίτλο A Christmas carol δημοσίευση πρωτότυπων διηγημάτων ντός τν ορτν το Δωδεκαήμερου ποτέλεσε προσφιλ τρόπο προκειμένου ο θηναϊκς φημερίδες ν αξήσουν τν κυκλοφορία τους. Τὰ ἑορταστικὰ διηγήματα γράφονταν, συνήθως κατ’ ἀνάθεση, ἀπὸ δημοσιογραφοῦντες λογίους. Ἡ ἔκδοση ἑορταστικῶν ἐν γένει φύλλων, ἄρθρων, ἐπιφυλλίδων στὸν Τύπο παρέπεμπε στὴν καταγραφὴ ἐθίμων τοῦ ἐπαρχιακοῦ  χώρου, τοῦ ἑορτασμοῦ στὴ βάση τῆς μικρῆς κοινότητας, ἀλλὰ καὶ πτυχῶν τοῦ ἀστικοῦ βίου. Ὅλα τοῦτα μὲ τὴν μορφὴ ἐπεισοδίων ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη θρησκευτικὴ παράδοση τῆς κοινότητας, μὲ ἔμφαση στὰ πολιτισμικὰ δεδομένα καὶ τοὺς ἐθνικοὺς δεσμοὺς τῶν μελῶν της. Ἀνταποκρινόμενοι, λοιπόν, στὸ αἴτημα τῶν ἐφημερίδων, οἱ κατ’ ἀνάθεση δημοσιογράφοι καθιέρωσαν στὰ τέλη τοῦ 19ου αἰ. τὸ ἑορταστικὸ διήγημα: ἕνα μικρὸ πεζὸ κείμενο, μιὰ ἐπιφυλλίδα, ποὺ ὁδήγησε προοδευτικὰ στὴ μόδα τῶν χριστουγεννιάτικων διηγημάτων.
Ἐφ. Σκρίπ, 25.12.1902, σ. 2.


Ὡστόσο, στὸ ξεκίνημα τοῦ 20οῦ αἰώνα, ἡ συνήθεια τῶν ἀθηναϊκῶν ἐφημερίδων νὰ δημοσιεύουν χριστουγεννιάτικα ἀφηγήματα, κυρίως ἠθογραφικοῦ καὶ λαογραφικοῦ περιεχομένου ‒ἀναμνήσεις τῶν Ἑορτῶν τῆς περιόδου τῶν Χριστουγέννων (Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Φῶτα), ἱστορικὰ καὶ θρησκευτικὰ κείμενα ποὺ ἀναφέρονται στὸ ἱερὸ Δωδεκαήμερο τῶν Χριστουγέννων, ἄρχισε νὰ ὑποχωρεῖ αἰσθητά. Αὐτὴ τὴν ἀλλαγὴ στάσης τοῦ ἀθηναϊκοῦ Τύπου στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰ. παρατηρεῖ καὶ σχολιάζει ὁ καρπενησιώτης λόγιος δημοσιογράφος Ζαχαρίας Παπαντωνίου (Καρπενήσι 1877-Ἀθήνα 1940) στὸ χρονογράφημά του μὲ τίτλο «Ἀπὸ τὴν Χριστουγεννιάτικην φιλολογίαν», ποὺ δημοσιεύει τὰ Χριστούγεννα τοῦ 1902 μὲ τὴν ὑπογραφὴ «Ζ.Π.» στὴν ἐφημερίδα Σκρίπ. Θεωρεῖ πὼς αὐτὸ ὀφείλεται

Ἐφ. Σκρίπ, 25.12.1902, σ. 2.
στὸ γεγονὸς ὅτι ἡ θεματολογία, ὁ τρόπος τῆς ἀφήγησης, ὁ μεγάλος ἀριθμὸς τῶν ἐν λόγῳ δημοσιευμάτων, καθὼς καὶ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο εἶχε ὀργανωθεῖ τὸ περιεχόμενό τους, εἶχαν κουράσει τὸ ἀναγνωστικὸ κοινό, τὸ ὁποῖο πλέον δὲν ἔδειχνε τὸ ἀνάλογο ἐνδιαφέρον, σὲ σύγκριση μὲ τὶς παλαιότερες ἐποχές. Τότε, οἱ ἐφημερίδες ἄρχισαν νὰ στρέφονται στὴ δημοσίευση ἄλλων, πιὸ ἑλκυστικῶν γιὰ τὸ εὐρὺ κοινό, χρονογραφημάτων, μὲ θέματα κάθε εἴδους «πάθους ἢ ἀγαλλιάσεως», καθὼς οἱ ἐποχὲς εἶχαν ἀλλάξει καὶ ἡ περίοδος τῆς ἑορταστικῆς διηγηματογραφίας καὶ ἐπιφυλλιδογραφίας ἔμοιαζε πλέον ξεπερασμένη.

Αὐτὸ ὁδήγησε καὶ τὸν ἴδιο τὸν Παπαντωνίου νὰ μὴν ἀσχοληθεῖ πιὰ μὲ τὴν ἑορταστικὴ χρονογραφία τῶν Χριστουγέννων καὶ τῶν ἡμερῶν ποὺ τὴ συνοδεύουν. Μὲ χαριτολογικὴ διάθεση καὶ πνεῦμα σατιρικὸ ἐπισημαίνει τὴν ἀφελῆ ἐπανάληψη τῶν ἴδιων θεμάτων ἀπὸ κάθε λογῆς λογογράφους τῶν ἑορτῶν αὐτῶν, ἀλλὰ ταυτόχρονα νοσταλγεῖ, ἀναπολεῖ αὐτὲς τὶς διηγήσεις: τὰ ἀφελῆ αὐτὰ δῶρα τῶν Χριστουγέννων, ποὺ ἀφήνουν στὴν ψυχὴ τῶν ἀναγνωστῶν τρυφερὲς ἀναμνήσεις. Αὐτὰ ποὺ κάθε χρόνο κατὰ τὸν Ζ. Παπαντωνίου:

 

«Αὐτὰ εἶναι. Καὶ πάντοτε αὐτὰ καὶ αἰωνίως αὐτά, κάτω ἀπὸ τὰ ὁποῖα περνοῦμεν ἡμεῖς οἱ δοῦλοι, εἴτε ἀλιβάνιστοι εἴμεθα, εἴτε μπλαζέδες, εἴτε φιλόσοφοι, εἴτε σκοτωμένοι ἀπὸ τὴν ζωήν. Ἡμεῖς αἰωνίως σκύβομεν καὶ αὐτὰ περνοῦν πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι μας ὡς κλειστὰ δισκοπότηρα ποὺ φέρνουν μέσα των τὴν μετάληψιν τῆς ἀθανασίας.»

 

Τὸ ἴδιο γεγονὸς εἶχε σχολιάσει ὁ Ζαχ. Παπαντωνίου κι ἕνα χρόνο πρίν, σὲ ἑορταστικὸ τῆς περιόδου τῶν Χριστουγέννων ἄρθρο του, μὲ τὴν ὑπογραφὴ «Ὁ ἄλλος», καὶ τίτλο «Πῶς ἐπεράσαμεν τὰ Χριστούγεννα», στὴν ἐφ. Σκρίπ, στὶς 27 Δεκεμβρίου 1901:

«Ἐσυνειθίζετο ἕως πέρυσι ἀπαραβάτως νὰ γίνεται μία ἐπιθεώρησις τῆς Χριστουγεννιάτικης φιλολογίας, ἡ ὁποία ἀφθόνως ἐφύτρωνεν εἰς τὰς ἐφημερίδας.

Ἐφέτο, μῶκο! Ἡ Χριστουγεννιάτικη φιλολογία ἐξηφανίσθη μετὰ τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ τοῦ Μωραϊτίδη. Διὰ πρώτην φορὰν οἱ δύο αὐτοὶ σεβάσμιοι ἱερουργοὶ τῆς ἑορτῆς, ὕστερον ἀπὸ τόσα ἔτη, δὲν ἔγραψαν διήγημα. Μᾶς κατέστρεψαν ὅλην τὴν ποίησιν. Μέγα μέρος συμπολιτῶν μας ἔκαμε τὰ Χριστούγεννά του εἰς τὰς θαλάσσας καὶ τὰς ἀκτὰς τῆς Σκιάθου μαζὶ μὲ τοὺς καταλαμπωμένους ἀπὸ παράδοξον αἴγλην ἥρωάς των».

Βέβαια μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες (30-31 Δεκεμβρίου 1901) ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης –λὲς καὶ ἄκουσε τὸν Παπαντωνίου δημοσιεύει στὴν Ἀκρόπολι, μὲ τὴν ὑπογραφὴ «Ὁ Ταξειδιώτης», τὸ διήγημά του «Παλατιανὰ Χριστούγεννα», ἕνα ἀκόμη ἑορταστικὸ διήγημα γιὰ τὴν περίοδο τῶν Χριστουγέννων.

Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης (1850-1929)
Ἀκρυλικὸ σὲ χαρτί.
 Ἔργο (2021) τοῦ Κώστα Ντιό.


Ὅμως ὁ Παπαντωνίου, στὸ χριστουγεννιάτικο χρονογράφημά του τοῦ 1902, ὁμολογεῖ μιὰν ἐξαίρεση: τὴν περίπτωση τῶν δύο Ἀλεξάνδρων, τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ τοῦ Μωραϊτίδη· τῶν δύο σκιαθιτῶν διηγηματογράφων, τῶν «Ἀληθινῶν Διοσκούρων ἐν τῷ ἑλληνικῷ διηγήματι», οἱ ὁποῖοι ὑπηρετῶντας σταθερὰ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση ἐξακολουθοῦν νὰ δημοσιεύουν χριστουγεννιάτικα διηγήματα, μὲ θέματα ἀπὸ τὸ ἑορταστικὸ Δωδεκαήμερο, τὰ ὁποῖα διακονοῦν τὸ πνεῦμα τῆς ἑορταστικῆς περιόδου μὲ ἁγνὴ ἑλληνικότητα καὶ μὲ χριστιανικὰ αἰσθήματα. Καθιερώνουν τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ ὀρθόδοξου θρησκευτικοῦ στοιχείου μὲ τὴν παράθεση πολιτισμικῶν ἐπεισοδίων τοῦ βίου τῆς ὀρθόδοξης κοινότητας καὶ τῶν ἐθίμων της. Τὸ Ἑορταστικὸ διήγημα ἀποκτᾶ πλέον ἕναν ἰδιαίτερο χαρακτῆρα χάρις στὸν Μωραϊτίδη καὶ τὸν Παπαδιαμάντη.

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911). 

Ἔργο (λεπτομέρεια) Ἀντώνη Κέπετζη

 γιὰ τὸ περιοδικὸ Λέξη (Μάρτιος 2001).

Ἐδῶ, βέβαια, πρωτοπόρος σ’ αὐτὴν τὴν κατεύθυνση ὑπῆρξε ὁ Μωραϊτίδης, μὲ τὴ δημοσίευση, τὸ 1884, στὴν Ἀκρόπολι, τῶν «Εἰκόνων» του: τὶς χριστουγεννιάτικες ἀναμνήσεις του ἀπὸ τὴν παιδική του ζωὴ στὴ Σκιάθο. Ἀπὸ τὸ 1887 δὲ καὶ μετά, ὅλες σχεδὸν οἱ ἐφημερίδες καὶ ἄλλα ἔντυπα τῆς ἐποχῆς καθιερώνουν τὴ δημοσίευση χριστουγεννιάτικων διηγημάτων. Ὅπως δηλώνει ὁ ἴδιος ὁ Μωραϊτίδης:

«μετέδωκα ὡς διὰ ρεύματος μαγικοῦ εἰς ὅλους τὰς ἰδικάς μου συγκινήσεις».

Τὰ ἑορταστικὰ διηγήματα τῶν Παπαδιαμάντη καὶ Μωραϊτίδη ἄντεξαν στὸν χρόνο,μέχρι καὶ τὶς ἡμέρες μας σὲ ἀντίθεση μὲ ὁμηλίκους καὶ μεταγενεστέρους τους. Τὸ ὁμολογεῖ κι ὁ Ζαχ. Παπαντωνίου στὸ χρονογράφημά του τῆς 25ης Δεκεμβρίου 1902:

«Ἔμειναν μόνον πιστοὶ εἰς τὴν παράδοσιν ὁ Παπαδιαμάντης καὶ ὁ Μωραϊτίδης, χωρὶς τὸ διήγημα τῶν ὁποίων δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ κάμω ἐγὼ Χριστούγεννα. Ἀλλ’ αὐτὰ δημιουργοῦν. Τὰ διηγήματά των εἴτε ἀναμνήσεις ἔχουν τῶν Χριστουγέννων, εἴτε ἕνα σφύριγμα αὐλοῦ ἀπὸ κάλαντα, εἴτε τὸ Δόξα Πατρί, εἶναι φιλολογία. Ὁ Θεὸς νὰ μὲ τιμωρήσῃ ἂν ᾐσθάνθην ποτὲ Χριστούγεννα χωρὶς νὰ κάμω ἕνα ψυχικὸν λουτρὸν μέσα εἰς τὰς Σκιαθικὰς θαλάσσας, αἱ ὁποῖαι μαγευμέναι ἀπὸ τὴν πένναν τῶν δύο αὐτῶν ἀληθινῶν συγγραφέων ρέουν, κάθε Χριστούγεννα, ἐντός μας δροσεραὶ καὶ βαπτιστικαί».

           

Ἐν κατακλείδι, θὰ λέγαμε ὅτι ἡ καθιέρωση τῶν χριστουγεννιάτικων ἄρθρων στὶς ἐφημερίδες τὸν 19ο αἰ. ἴσως ἐξυπηρετοῦσε ἕνα κοινωνικὸ αἴτημα τῆς ἐποχῆς: νὰ προσφέρουν στὸν ἀναγνώστη ἕνα διαφορετικὸ πρότυπο ζωῆς καὶ ἠθικῆς προσέγγισης μιᾶς ἄλλης, νέας, πραγματικότητας.

 

 

«Η ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

Ὑπῆρχεν ἕνα καιρὸν κάτι τι ποὺ ὠνομάζετο Χριστουγεννιάτικη φιλολογία. Δηλαδή: Ἔπρεπε νὰ δημοσιευθοῦν εἰς τὰς ἐφημερίδας αἱ παιδικαὶ ἀναμνήσεις 15 λογίων –δὲν ἦτο ἀνάγκη νὰ εἶναι καὶ λόγιοι δεκαπέντε ὀρθοδόξων χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι τέλος πάντων μίαν φορὰν ἦτο παιδιὰ πρὶν γίνουν ἄνδρες, καὶ εἶχον αἰσθανθῇ κάποιαν χαρὰν ἢ εἶχον φάγει μίαν τηγανήταν. Ἡ τηγανήτα αὐτὴ ἔπρεπε νὰ περιγραφῇ. Κατὰ ποῖον τρόπον τὴν ἔφαγαν, καὶ τί ᾐσθάνθησαν; Εἶχε πολὺ μέλι; Καὶ τί εἶπεν ἡ γιαγιά; Διότι ἔπρεπε νὰ ὑπάρχῃ γιαγιά, ἡ ὁποία τὴν ἐτηγάνισε κτλ. Ἠμποροῦσαν νὰ ἀποθάνουν οἱ ἄνθρωποι ἂν ἐστεροῦντο τῶν σπουδαίων αὐτῶν ἱστορικῶν γεγονότων. Καὶ ὁ ἀναγνώστης ὁ διαβάζων πολλάκις ἕνα γεγονὸς ἐξιστορούμενον ἀπὸ 30 ἀνθρώπους, ἀνεύρισκεν ὅτι ὅλοι οἱ διηγηματογράφοι ἦσαν ἔγγονοι μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς γιαγιᾶς, ἡ ὁποία διακρίνεται εἰς τὸ βάθος τῆς τελευταίας πεντηκονταετίας ὡς μυθικὸν καὶ μοιραῖον πρόσωπον προωρισμένον νὰ χρησιμεύῃ διὰ τὴν φιλολογίαν τῶν Χριστουγέννων.

Οἱ 30 διηγηματογράφοι ἦσαν ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ παιδίον πρὸ ἐτῶν, τοῦ ὁποίου αἱ λαιμαργίαι, οἱ φόβοι πρὸς τοὺς Καλικαντζάρους καὶ ἡ μικρὰ ἐπιτέλους ἡλικία ἔμελλον νὰ γίνουν κατόπιν ἀνάμνησις καὶ ἱστορία. Διηγοῦνται ὅμως οἱ γεροντότεροι δημοσιογράφοι ὅτι αἱ ἀναμνήσεις τῶν παιδικῶν Χριστουγέννων δὲν ἦσαν ἢ πλάσματα τῆς ἀνδρικῆς φαντασίας, γεννώμενα διὰ τῆς βίας. Συνήθως μορφώνομεν τὰς παιδικάς μας ἀναμνήσεις ὅπως τὸ ζητεῖ ἡ ἀνάγκη, αἱ ἀόριστοι δὲ ἐκεῖναι φωτοσκιαὶ ἀρχίζουν νὰ χορεύουν ἐνώπιόν μας, ὅταν τὰς βιάσωμεν, καὶ νὰ λαμβάνουν κατὰ τὰς περιστάσεις σχήματα διάφορα. Πόσαι παιδικαὶ ἀναμνήσεις, αἱ ὁποῖαι δὲν ἦσαν τίποτε ἄλλο ἢ μὴ μόνον μία μακρυνὴ ὁμίχλη ἐντός τῆς μνήμης, ἐβιάσθησαν νὰ γίνουν γεγονότα, εἰδύλλιον, δρᾶμα καὶ ἔπος.

Πρὸ ὀλίγου καιροῦ οἱ Ἕλληνες λόγιοι ἐλάμβανον κατὰ τὰς παραμονὰς τῶν Χριστουγέννων φετφᾶν νὰ γράψουν κάτι τι «Χριστουγεννιάτικον». Καὶ τὸ ἔγραφον. Ἄνθρωπος δὲ γράφων ἀνὰ μίαν Χριστουγεννιάτικην ἀνάμνησιν τὸ ἔτος ἐπὶ ἓν τέταρτον αἰῶνος, σημαίνει ὅτι ἀσχολεῖται εἰδικῶς νὰ καταρτίζῃ τὸ ἱστορικὸν ἀρχεῖον τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ εἶναι ἀξιοθαύμαστος. Ἀλλὰ καθὼς εἴπομεν ὅλα αὐτὰ τὰ τρομερὰ κατορθώματα τὰ διέπραξαν εἰς τὴν παιδικήν των ἡλικίαν οἱ λόγιοι τῶν Χριστουγέννων... ὅταν ἔγιναν ἄνδρες. Οὕτω δὲν λυποῦμαι τίποτε ἄλλο ἢ ὅτι ἡ παιδική μας ἱστορία, ἡ ἀθώα, ἡ ἄγνωστος βέβαια εἰς ἡμᾶς καὶ χαθεῖσα διὰ παντὸς εἰς τοὺς κυανοὺς οὐρανοὺς ποὺ δὲν τοὺς γνωρίζομεν, ἔγινε μία τρομακτικὴ μυθολογία, παράγουσα κατ’ ἔτος ἕνα διήγημα μὲ τὸν ἀνάλογο ἀριθμὸ ἡρώων.

Αὐτὸς εἶναι νόμος δυστυχῶς τῆς ἀνθρωπότητος. Διότι καὶ ἡ μυθολογία ἐπλάσθη ἀπὸ τὴν ἄγνωστον παιδικὴν ἡλικίαν τοῦ κόσμου, ἕως ὅτου ἔληξεν ἐκεῖ ὁποὺ οἱ μῦθοι ἤρχισαν νὰ ὑποχωροῦν εἰς τὰ γεγονότα.

— Τέλος πάντων, ἐφωνάξαμεν μίαν ἡμέραν, καλὰ εἶναι τὰ Χριστούγεννα, ἀλλὰ χωρὶς φιλολογίαν.

Ὅταν ἐβγάλαμεν τὸν τρομερὸν αὐτὸν στεναγμόν, ὁ ὁποῖος διέσεισε τὸ σύμπαν, ἦτο ἡ στιγμὴ ποὺ ὑποχρεούμεθα νὰ γράψωμεν διὰ χιλιοστὴν φορὰν ἕνα διήγημα ἀναγκαστικὰ Χριστουγεννιάτικον καὶ δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ εὑρευθῇ πλέον ἄλλη ἀνάμνησις. Ἡ Χριστουγεννιάτικη φιλολογία, δηλαδὴ τὸ ἀπαραίτητον τῆς τηγανήτας, τῆς γιαγιᾶς καὶ τοῦ Καλλικάντζαρου, κατηργήθη.

Τώρα πλέον ἀέρας, ἐλευθερία!

Διηγήματα κάθε εἴδους, τοῦ ἔρωτος, τοῦ συναχιοῦ, κάθε εἴδους πάθους ἢ ἀγαλλιάσεως, ἀλλὰ ὄχι τῶν Χριστουγέννων. Ἔμειναν μόνον πιστοὶ εἰς τὴν παράδοσιν ὁ Παπαδιαμάντης καὶ ὁ Μωραϊτίδης, χωρὶς τὸ διήγημα τῶν ὁποίων δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ κάμω ἐγὼ Χριστούγεννα. Ἀλλ’ αὐτὰ δημιουργοῦν. Τὰ διηγήματά των εἴτε ἀναμνήσεις ἔχουν τῶν Χριστουγένννων, εἴτε ἕνα σφύριγμα αὐλοῦ ἀπὸ κάλαντα, εἴτε τὸ Δόξα Πατρί, εἶναι φιλολογία. Ὁ Θεὸς νὰ μὲ τιμωρήσῃ ἂν ᾐσθάνθην ποτὲ Χριστούγεννα χωρὶς νὰ κάμω ἕνα ψυχικὸν λουτρὸν μέσα εἰς τὰς Σκιαθικὰς θαλάσσας, αἱ ὁποῖαι μαγευμέναι ἀπὸ τὴν πένναν τῶν δύο αὐτῶν ἀληθινῶν συγγραφέων ρέουν, κάθε Χριστούγεννα, ἐντός μας δροσεραὶ καὶ βαπτιστικαί.

Πάει λοιπὸν καὶ ἡ φιλολογία τῶν Χριστουγέννων, ἡ τυραννικὴ ἐκείνη διαταγὴ τῆς ἀνασκαφῆς εἰδικῶν ἀναμνήσεων. Τώρα εἴμεθα καλλίτερα ἢ χειρότερα ποὺ δὲν διαβάζομεν πῶς ἔφαγαν τὴν τηγανήταν ὅταν ἦσαν παιδιὰ οἱ χίλιοι καὶ εἷς διηγηματογράφοι, οἱ γεννώμενοι αὐτὴν τὴν ἡμέραν καὶ πλέον μὴ ἐμφανιζόμενοι; Μοῦ φαίνεται πὼς εἴμεθα χειρότερα. Τί τὰ θέλετε! Ἐγὼ τοὐλάχιστον ἀναζητῶ ἐκείνας τὰς διηγήσεις. Ἦταν αὐτὴν τὴν ἡμέραν ὅ,τι εἶναι ὁ ἦχος τῆς καμπάνας. Ἦσαν τὰ ἀφελῆ, τὰ μὴ ἔχοντα νὰ δώσουν λόγον, τὰ ἡδονικά, τὰ μελιτώδη, τὰ ὡραῖα δῶρα τῶν Χριστουγέννων.

Εἶχον μέσα των ὅλην τὴν ἀδυναμίαν τοῦ ἀνθρώπου ποὺ πιστεύει εἰς μίαν θρησκείαν. Ἦσαν ὅ,τι –πῶς νὰ τὸ εἰπῶ ὅ,τι εἶναι καὶ τὰ κάλαντα ποὺ εἶναι διαρκῶς τὰ ἴδια, ποὺ δὲν πρέπει νὰ ἀλλάξουν!

Καλὰ ἔλεγον ἐκεῖνοι οἱ διηγηματογράφοι τῆς ἡμέρας. Τὸ χιόνι, ἡ γιαγιά, τὸ μέλι, τὰ παπουτσάκια μὲ τὰ δῶρα, ἡ καλύβα, τὸ μαντρί, ὁ παπποῦς... Μάλιστα, ὁ σκυφτὸς παπποῦς μὲ τὰ ἄσπρα γένεια καταρρέοντα μέσ’ τὰ βάθη τῶν χρόνων...

Αὐτὰ εἶναι. Καὶ πάντοτε αὐτὰ καὶ αἰωνίως αὐτά, κάτω ἀπὸ τὰ ὁποῖα περνοῦμεν ἡμεῖς οἱ δοῦλοι, εἴτε ἀλιβάνιστοι εἴμεθα, εἴτε μπλαζέδες, εἴτε φιλόσοφοι, εἴτε σκοτωμένοι ἀπὸ τὴν ζωήν. Ἡμεῖς αἰωνίως σκύβομεν καὶ αὐτὰ περνοῦν πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι μας ὡς κλειστὰ δισκοπότηρα ποὺ φέρνουν μέσα των τὴν μετάληψιν τῆς ἀθανασίας.

                                                                                                             Ζ. Π.».

Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης

*πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὰ Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας (τῶν Γρεβενῶν), φ. 998/24.12.2022, σ. 22-23.




Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2022

ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ "ΟΙ ΝΙΚΟΛΑΟΙ"

                  Ἅγιος Νικόλαος, ὁ γλυκὺς ἅγιος τῶν θαλασσῶν *

 

 «Ὁ Ἅγιος Νικόλαος εἶναι ὁ Παπποῦς τοῦ ναυτικοῦ μας,

ἡ γλυκυτέρα τοῦ ναύτου παραμυθία· τῶν θαλασσῶν ὁ Ἅγιος»[1] 

                                             Στὸν κ. Νίκο Δ. Τριανταφυλλόπουλο, γιὰ τὰ ὀνομαστήριά του

Ζαχαρίας Λ. Παπαντωνίου (1877-1940).
Μολύβι σὲ χαρτί, ἔργο (2021) τοῦ Κώστα Ντιό. 

Ὁ καρπενησιώτης λογοτέχνης καὶ ἀκαδημαϊκὸς Ζαχαρίας Παπαντωνίου (Καρπενήσι 1877-Ἀθήνα 1940), μὲ ἀφορμὴ τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Νικολάου, δημοσιεύει στὴν ἐφημερίδα Σκρίπ, τὴν Παρασκευὴ 6 Δεκεμβρίου 1902, στὴ στήλη «Ἐντυπώσεις καὶ σκέψεις», χρονογράφημα μὲ τίτλο «Οἱ Νικόλαοι».[2] Στὸ ἄρθρο του σχολιάζει τὸν ἱστορικὸ καὶ θρησκευτικὸ χαρακτῆρα τῆς ἑορτῆς καὶ ἰδιαίτερα τὴν ὀρθόδοξη παράδοση ποὺ θέλει τὸν Ἅγιο
ὡς προστάτη τῶν ναυτικῶν καὶ τῶν θαλασσινῶν ταξιδευτῶν. Μὲ χαριτολογικὴ διάθεση ἀναφέρεται στὸ πλῆθος ὅσων φέρουν ὡς βαπτιστικὸ τὸ ὄνομα Νικόλαος, τὸ ὁποῖο ἀπαντᾶ χωρὶς διάκριση μὲ διαφορετικὸ ὅμως περιεχόμενο ἑορτασμοῦ σὲ ὅλες τὶς κοινωνικὲς τάξεις, ἀπὸ τοὺς πλέον εὔπορους ἕως καὶ τοὺς πλέον πτωχούς.

Δὲν ἀφήνει ἀσχολίαστη καὶ τὴν πολιτικὴ ζωὴ ὅταν ἀναφέρεται στὸν ὑπουργὸ Σπυρ.  Στάη,[3] τῆς παράταξης τοῦ Γ. Θεοτόκη, τὸν ὁποῖο ἡ κακοκαιρία κρατᾶ στὴ γενέτειρά του τὰ Κύθηρα, ἀπ’ ὅπου, καὶ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Ἁγίου, προσδοκᾶ νὰ ἐπιστρέψει μὲ ἀσφάλεια στὴν Ἀθήνα. Ἀναφέρεται καὶ στὶς δύο μεγάλες πολιτικὲς παρατάξεις τῆς ἐποχῆς τῶν ὁποίων ἡγοῦνται ὁ Θεόδ. Δηλιγιάννης καὶ ὁ Γ. Θεοτόκης. Ὁ «κορδονικὸς συζητητής» εἶναι ὀπαδὸς τοῦ κόμματος του Δηλιγιάννη (ποὺ εἶχε ὡς σῆμα του τὸ κορδόνι), ἐνῶ οἱ «σανίδες» ὑπονοοῦν τὰ ἐπεισόδια, μὲ σανίδες παρακειμένων οἰκοδομῶν, ποὺ προκάλεσαν οἱ ὁπαδοί του στὸ κέντρο τῶν Ἀθηνῶν, μετὰ τὶς ἐκλογὲς τῆς 17ης Νοεμβρίου 1902. Ἐνδιαφέρον παρουσιάζει τὸ σχόλιό του γιὰ τὸ φαινόμενο τῆς οἰκοπεδοφαγίας τῶν κατεχόντων, ποὺ φαίνεται πὼς εἶχαν, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἀκόμη, τρόπους καὶ μεθόδους νὰ οἰκειοποιοῦνται, πρὸς ἴδιον ὄφελος, ἐκτάσεις τοῦ Δημοσίου.

Μὲ πνεῦμα λεπτῆς εἰρωνίας καὶ μὲ δεινότητα περιγραφικὴ ὁ Ζαχαρίας Παπαντωνίου δίδει μιὰν εἰκόνα τοῦ κοινωνικοῦ καὶ λαογραφικοῦ χαρακτῆρα τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὸν ἀστικὸ ἱστὸ τῆς ἑλληνικῆς Πρωτεύουσας στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰώνα· σὲ μιὰν Ἀθήνα ἡ ὁποία, ὅπως καὶ σήμερα, συνταράσσεται ἀπὸ ἔντονα πολιτικὰ καὶ κοινωνικὰ πάθη, ἀντιθέσεις καὶ ἀντιπαλότητες, ποὺ φτάνουν ἕως καὶ σὲ ἀκρότητες μὲ ἀποτέλεσμα ὅπως γράφει ὁ ἀρθρογράφος:

  «ἀποκαλυφθέντων τῶν πολιτικῶν φρονημάτων ἑκάστου ἡ σάλα ἔγινε Βουλή»!

 

Τὸ χρονογράφημα, ποὺ δημοσιεύει ὁ Ζαχαρίας Παπαντωνίου μὲ τὸ δημοσιογραφικό του ψευδώνυμο «Ὁ ἄλλος»  στὴν πρώτη σελίδα τοῦ Σκρίπ, καταλογογραφεῖται στὴ διατριβὴ τῆς Φωτεινῆς Κεραμάρη Ὁ Ζαχαρίας Παπαντωνίου ὡς πεζογράφος, ἀλλὰ δὲν ἔχει ἔκτοτε ἐπαναδημοσιευθεῖ σὲ ἄλλο ἔντυπο. [4]

Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Ζαχ. Παπαντωνίου, μορφὴ εὐγενικὴ καὶ ψυχὴ εὐαίσθητη,  κατάγεται ἀπὸ τὰ ψηλὰ βουνά, δὲν παύει νὰ τιμᾶ τὸν Ἅγιο τῶν θαλασσῶν καὶ τῶν θαλασσινῶν. Τὸ ἴδιο κάνει καὶ ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, ὁ θαλασσινώτερος πάντων Ἑλλήνων, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο  «Ὁ Ἅγιος Νικόλαος εἶναι ἡ τρυφερωτέρα τῶν νησιωτικῶν ἑορτῶν. Δὲν ὑπάρχει σχεδὸν οἰκία ἐν τῇ νήσῳ νὰ μὴ ἔχῃ καὶ ἕνα ναύτην, καὶ δὲν ὑπάρχει ναύτης νὰ μὴ ὀνομάζεται Νικόλαος».[5] Ὁ γνώριμος καὶ καλὸς φίλος τοῦ Ζαχαρία Παπαντωνίου, ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης εἶχε δημοσιεύσει στὶς 6.12.1888 στὴν Ἑσπερινὴ Ἀκρόπολι τοῦ Βλ. Γαβριηλίδη τὸ διήγημα «Τὸ θαῦμα τοῦ Ἁγίου Νικολάου», ποὺ ἀργότερα τοῦ ἔδωσε τὸν τίτλο «Τῶν Θαλασσῶν ὁ Ἅγιος».[6] Ὁ ἴδιος μὲ τὴν ὑπογραφὴ «Ὁ Ταξειδιώτης», εἶχε δημοσιεύει τὴν προηγούμενη χρονιὰ στὶς 6 Δεκεμβρίου 1901, στὴν Ἀκρόπολι, στὴ στήλη «Ἐπισκέψεις καὶ περίπατοι» ἕνα μικρὸ σχόλιο ἀναλόγου περιεχομένου γιὰ τὴν ἑορτὴ τῆς ἡμέρας, γιὰ τὸν ἅγιο Νικόλαο Ἀρχιεπίσκοπο Μύρων τῆς Λυκίας τὸν θαυματουργό:[7]

«Σήμερον δὲ εἶναι ἡ φαιδροτέρα ἑορτὴ τῆς θαλασσινῆς Ἑλλάδος ἡ ὁποία μὲ τόσην δόξαν καὶ τόσην θαυμαστὴν αἴγλην περιβάλλει τὸν ἅγιον Νικόλαον, τὸν ἐξόχως θαλασσινὸν ἅγιον, μὲ τὸ ὄνομα τοῦ ὁποίου κοσμοῦνται τὰ περισσότερα Ἑλληνικὰ πλοῖα, καὶ τοῦ ὁποίου τὴν σεπτὴν εἰκόνα φέρουν μετὰ σεβασμοῦ ἐν τῷ πρυμναίῳ, ἀποδίδοντα βαθυτάτην εὐγνωμοσύνην εἰς τὸν πολιὸν τῶν Μυρέων Ἱεράρχην, ὅστις ἀκούραστος πάντοτε τρέχει καλούμενος καὶ προφθάνει πανταχοῦ, ὅταν ἡ ἀδυσώπητος τρικυμία ἀφαιρεῖ πᾶσαν ἐλπίδα ἀπὸ τὸν θαλαττεύοντα. Διὰ τοῦτο τὰς λευκοτέρας προσφορὰς θὰ κομίσουν εἰς τοὺς ναοὺς αἱ εὐσεβεῖς νησιωτοποῦλαι καὶ τὰς μεγαλυτέρας λαμπάδας θὰ ἀνάψουν εἰς τὴν εἰκόνα τοῦ Ἱεράρχου τὰ ναυτόπουλα, σχολάζοντα σήμερον, ὅπου κι ἂν εἶναι, καὶ τρέχοντα νὰ ἀνακαλύψουν μίαν ἐκκλησίτσαν κι ἕνα ἅγιον Νικόλαον μέσα εἰς τὴν ὅλην πνευματικὴν ἀκαταστασίαν, ἥτις τοὺς χρόνους αὐτοὺς σαλεύει τὰ πάντα.»

 

Ἐφ. Σκρίπ, φ. 6/12/1902, σ.1.

«NIKOΛΑΟΙ

Οἱ μυριοπληθεῖς Νικόλαοι ἑορτάζουν σήμερον μαζὶ μὲ τὰς ὀρθοδόξους θαλάσσας. Παντοῦ ὅπου ὁ ἀτμὸς ἀφῆκε μερικὰς λωρίδας ὕδατος ἐλευθέρας εἰς τὴν πτωχὴν ἱστιοφόρον μας, ἄλμπουρα καὶ πανιὰ καὶ μικραὶ ταλαιπωρημέναι κυανόλευκοι προσκυνοῦν τὸν γλυκὺν ἅγιον τῶν θαλασσῶν, ὁ ὁποῖος ἀντικατέστησε τὸν Ἥλιον τῶν ἀρχαίων εἰς τὴν προστασίαν τῶν Ναυτικῶν. Οἱ ἀρχαῖοι μὲ τὴν βαθέως φυσικήν των θρησκείαν ἕναν Θεὸν τῶν θαλασσῶν ἀνεγνώρισαν, περισσότερον ἴσως ἀπὸ τὸν Ποσειδώνα. Τὸν Ἥλιον, ὁ ὁποῖος ἐτόξευε μὲ τὴν ἀκτίνα του τὰς τρικυμίας καὶ ἔλυε τὰ σχοινία τῶν πλοίων τῶν δεμένων εἰς τοὺς λιμένας ἀπὸ τοὺς πάγους. Σήμερον δὲ μὲ τὴν ἡλιοφώτιστον αὐτὴν ἡμέραν φαίνεται ὡς νὰ ἐπέρχεται κάποια συνάντησις τοῦ ἀρχαίου προστάτου τῶν θαλασσῶν μὲ τὸν νεώτερον. Καὶ πολὺ πλέον εὐφρόσυνος ἀπὸ τὴν ἑορτὴν τῶν Νικολάων, τοὺς ὁποίους βλέπετε εἰς τὰ κοινωνικὰ τῶν ἐφημερίδων, εἶναι ἡ Ἑορτὴ τοῦ ξεκινήματος τῶν Ἑλληνικῶν ἱστιοφόρων διὰ τὸ ταξεῖδι, ἡ ὁποία σήμερον γίνεται εἰς θαλάσσας ποὺ δὲν γνωρίζομεν, πρὸς θαλασσινοὺς ἀγῶνας  τοὺς ὁποίους φρίττομεν καὶ νὰ μαντεύσωμεν ἡμεῖς οἱ ἀσφαλεῖς στεριανοί. Ἀκόμη καὶ τὸ κόμμα τοῦ κ. Θεοτόκη προστατεύει ὁ σημερινὸς ἅγιος, διότι ἤκουσα περὶ τοῦ κ. Στάη ὅστις τετράκις ἀπεπειράθη νὰ ἀναχωρήσῃ ἀπὸ τὰ Κύθηρα, ὅπου εἶναι κλεισμένος, ἀλλὰ πλοῖον δὲν κατόρθωσε νὰ προσεγγίσῃ ἐκεῖ. Σήμερον βεβαίως θὰ τὸ κάμῃ, ἐὰν δὲν ἀναχώρησε ἀκόμη. Καμμία δύναμις δὲν μπορεῖ νὰ κατισχύσῃ  τῆς πίστεως τῶν ναυτικῶν πρὸς τὸν σημερινὸν ἅγιον. Ἐξ οὗ καὶ τὰ χαριτωμένα τῶν λαϊκῶν παραδόσεων:

— Ἅγιε Νικόλα μου, εἶπε κάποιος καπετάνιος ἐν ὥρᾳ φρικτῆς τρικυμίας, Ἅγιε Νικόλα μου βόηθα καὶ θὰ σοῦ ἀνάψω μία λαμπάδα ἴσα μὲ τὸ ἄλμπουρο.

— Ἴσα μὲ τὸ ἄλμπουρο; Ἐρωτᾷ ἕνας ναύτης. Καπετάνιε, τάξε καμμιὰ μικρότερη λαμπάδα, γιὰ νὰ μπορέσῃς νὰ τὴν ἀνάψῃς.

Καὶ ὁ καπετάνιος μυστικῶς εἰς τὸ αὐτὶ τοῦ ναύτου

— Βρὲ ἀδελφέ, στάσου τώρα νὰ τὸν γελάσωμε καὶ βλέπομε!

Ἐφ. Σκρίπ, φ. 6/12/1902, σ.1.

Κατὰ περίεργον ἐπίβλεψιν τῆς προνοίας ὅλαι αἱ ἑορταὶ τοῦ χειμῶνος καταλάμπονται ἀπὸ ἥλιον. Νομίζει κανείς, ὅτι ἡ ἀνωτέρα Πρόνοια εὐνοεῖ τοὺς δανδῆδες τῶν Ἀθηνῶν καὶ παρασκευάζει ἀτμοσφαίραν κατάλληλον, ὥστε νὰ λάμψουν οἱ τροχοὶ τῶν ἁμαξῶν οἱ φέροντες τοὺς ἐπισκέπτας, οἱ μικροὶ κομψοὶ κόμβοι τῶν λαιμοδετῶν, τὰ περίφημα ἐκεῖνα μακρουλὰ γάντια, τὰ ὁποῖα προωρισμένα ὄντα διὰ τὰς ἑορτάς, φέρονται εἰς χεῖρας καθ’ ὃν τρόπον ὁ  φ ε ι δ ᾶ ς τῶν ἐπαρχιῶν κρατεῖ τοὺς ἀκινδύνους ὄφεις. Ἀλλ’ ἡ θεία Πρόνοια πάντοτε εἶναι μεγαλοφυής. Ἐφρόντισε νὰ θέσῃ εἰς τὸ στόμα τῶν ἐπισκεπτῶν ἕτοιμον τὴν πρώτην φράσιν τῆς ἐπισκέψεως.

— Ὡραῖος καιρός!

Τί θὰ ἐγίνετο ἄνευ τοῦ ὡραίου καιροῦ; Θὰ ἐπήρχετο κατὰ τὴν ἐπίσκεψιν σιωπὴ ἑνὸς τετάρτου τῆς ὥρας καὶ σκέψις βαθεία. Ὅλοι θὰ ἔχετε ἀπολαύσει τὴν ἀγωνίαν δέκα πομπαδωμένων καὶ ἰσαρίθμων ἀνθοφορεμένων κεφαλῶν, εἰς αὐτὰς τὰς περιστάσεις, ἀγωνίαν διὰ νὰ εὑρεθῇ μία κουβέντα. Καὶ ἡ κουβέντα εἶναι συνήθως δύσκολον νὰ εὑρεθῇ, ἢ εὑρίσκεται ἀπὸ ὅλους μαζὶ ταυτοχρόνως.

— Λοιπόν, ὁ Δηλιγιά....

Ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τῶν σανίδων μέχρι σήμερον παρέστην εἴκοσι φορὰς εἰς τὴν σκηνὴν αὐτήν. Δέκα ἄνθρωποι ταυτοχρόνως ἤρχισαν νὰ ὁμιλοῦν περὶ τοῦ Δηλιγιάννη κατόπιν δὲ ἀμοιβαίων ὑποχωρήσεων ἐδόθη ὁ λόγος εἰς ἕνα καὶ κατόπιν ἀποκαλυφθέντων τῶν πολιτικῶν φρονημάτων ἑκάστου ἡ σάλα ἔγινε Βουλή!

— Λοιπόν, ὁ Δηλιγιάννης ἔχει τὴν πλειονοψηφίαν

— Ὄχι δά! Ἑκατὸ εἶναι μέχρι στιγμῆς αὐτῆς...

— Πῶς; Εἶσθε Θεοτοκικός.

— Ναὶ δὲν τὸ κρύπτω ἀλλά...

Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι εἶδος ἐκλογικῆς συμπλοκῆς, σκηνὴ καφενείου ἀρωματισμένη ὀλίγον, ἕνα κομμάτι διαδηλώσεως, εἰς τὴν ὁποίαν ὁ κορδονικὸς συζητητὴς δὲν σᾶς κτυπᾷ βεβαίως μὲ σανίδα, ἀλλὰ σᾶς λέγει εὐγενῶς.

— Εἶμαι τῆς ἰδέας ὅτι ὁ Θεοτόκης... δόστε μου ἕνα τσιγάρο.

Δηλαδή, κάτι χειρότερον ἀπὸ σανίδα.

Τὴν στιγμὴν αὐτὴν τὰ βλέπω ὅλα καθαρά, καὶ τὰ ἀκούω ὅλα καθαρὰ ὡσὰν νὰ εἶμαι χωμένος ὁπουδήποτε ὑπάρχει Νικόλαος ἑορτάζων, μέσα εἰς τὰς δαντελλοστολίστους αἰθούσας τῶν πτωχῶν σπιτιῶν αἱ ὁποῖαι ἔχουν εἰς τὸν τοῖχον καὶ φωτογραφίες εὐζώνων καὶ μέσα εἰς τοὺς μαλακωτάτης καθησιᾶς καναπέδες τοῦ ἐριτίμου πλουσίου Νικολάου, τοῦ καταφαγόντος δὲν ἠξεύρω ποῖον οἰκόπεδον.

Αἱ κινήσεις ποὺ θὰ γίνουν, αἱ φράσεις ποὺ θὰ ἀκουσθοῦν, εἶναι μετρημέναι μὲ τὰ ἑκατοστόμετρα. Φράσεις τριάντα ἑκατοστῶν, τσάϊ μὲ δύο κομμάτια ζάχαρι, δύο μακρουλοὶ δάκτυλοι βυθιζόμενοι εἰς τὰ φοντὰν καὶ ἁπτόμενοι διὰ τῶν ἄκρων, ἀτελεύτητος συζήτησις περὶ τοῦ βρασίματος ἢ ὄχι τοῦ νεροῦ ἐπ’ εὐκαιρίᾳ τοῦ κοιλιακοῦ τύφου, ἀποσακχαρωμένον μειδίαμα μιᾶς οἰκοδεσποίνης, ἡ ὁποία τρίβει τὰς χεῖρας, ἕνα γάντι ἐπάνω εἰς κάποιο γόνατον, ὡς χέρι τοῦ κ. Δηλιγιάννη ἀπολεσθὲν κατὰ τὴν ἐπιστράτευσιν, καὶ εὐφυολογίαι 40 βαθμῶν ὑπὸ τὸ μηδέν. Καὶ ὅμως ὀνομάζομεν τὸν Κρόνζε ἥρωα,[8] ἄνθρωπον ὁ ὁποῖος ἐπολέμησεν, ἀλλὰ δὲν ἔκαμε καμμίαν ἐπίσκεψιν.

Ὁ ἄλλος»

                                                                    Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης

 *: Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὰ Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας, τῶν Γρεβενῶν, φ. 995/2. 12. 2022, σ. 14-15.


 

 

 

 



[1]. Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, «Τῶν Θαλασσῶν ὁ Ἅγιος», Τὰ Διηγήματα, ἐκδόσεις Γνώση κ΄ Στιγμή, τόμ. Α΄, Ἀθήνα 1990, σ. 76.

[2] . Ἐφ. Σκρίπ, φ. 6/12/1902, σ. 1.

[3]. «Στάης Σπυρίδων, Ἕλλην  πολιτικὸς ἐκ Κυθήρων (1859-1932...»· Θ. Β. (=Θ. Βελλιανίτης), λῆμμα «Στάης Σπυρίδων», ΜΕΕ, τ. 22, σ. 270.

[4] Φωτεινὴ Κεραμάρη, Ὁ Ζαχαρίας Παπαντωνίου ὡς πεζογράφος, ἐκδ. Ἑστία, Ἀθήνα 2001, σ. 246.

[5] Μωραϊτίδης, Διηγήματα, τ. Α΄, σ. 66.

[6] Ἐπίσης, στὴν Ἀκροπόλι τῆς ἑπομένης 7ης Δεκ. 1888, στὴ σελ. 3, ὁ συντάκτης  της σημειώνει: «"Τὸ θαῦμα τοῦ Ἁγίου Νικολάου". Δὲν εἶναι ὑπερβολὴ ἐὰν εἴπωμεν ὅτι κατεμαγεύθησαν αἱ Ἀθῆναι χθὲς ἀπὸ τὸ ἐν Ἑσπερινῇ Ἀκροπόλει διήγημα ὑπὸ τὸν ἀνωτέρω τίτλο τοῦ ἀρχισυντάκτου αὐτῆς κ. Α. Μωραϊτίδου [...] ἡ δὲ λευκοπώγων εἰκὼν τοῦ ἁγίου Νικολάου, τοῦ Παπποῦ, τοῦ Πολιούχου τοῦ ναυτικοῦ μας κόσμου, ἐπιφαίνεται εὐλογοῦσα ἥμερος, ἐπιβλητική, τολμηρά». 

[7] Ἐφ. Ἀκρόπολις, φ. 6/12/1901, σ. 1.

[8]. Κρόνιε (Cronje), Πέτρος-Ἀρνόλδος, Νοτιοαφρικανὸς στρατηγός (1835-1911). Σὲ μάχη μὲ τοὺς Ἄγγλους, τὸ 1900, μετὰ ὀκταήμερον ἀγώνα, ἀναγκάστηκε νὰ παραδοθῇ. Οἱ Ἄγγλοι τὸν ἔστειλαν ἐξόριστο στὴ νῆσο Ἁγία Ἑλένη.