Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2022

ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ-ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ 1902*

 

                 Ζαχαρίας Παπαντωνίου, 

«Τὰ μελιτώδη, ὡραῖα δῶρα τῶν Χριστουγέννων»

Στὴ μνήμη τοῦ Νίκου Ζωρογιαννίδη († 2018)· 

λογίου καὶ μικρανεψιοῦ τοῦ Ζαχαρία Παπαντωνίου.

. Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877-1940).
Ἀκρυλικὸ σὲ χαρτί.
Ἔργο (2021) τοῦ Κώστα Ντιό 
            Συνήθεια εἰσαγόμενη ἀπὸ τὴν Ἑσπερία ἀναγόμενη στὰ 1843, ὅταν ὁ Κ. Ντίκενς δημοσιεύει τὸ πρῶτον, χριστουγεννιάτικο διήγημα μὲ τίτλο A Christmas carol δημοσίευση πρωτότυπων διηγημάτων ντός τν ορτν το Δωδεκαήμερου ποτέλεσε προσφιλ τρόπο προκειμένου ο θηναϊκς φημερίδες ν αξήσουν τν κυκλοφορία τους. Τὰ ἑορταστικὰ διηγήματα γράφονταν, συνήθως κατ’ ἀνάθεση, ἀπὸ δημοσιογραφοῦντες λογίους. Ἡ ἔκδοση ἑορταστικῶν ἐν γένει φύλλων, ἄρθρων, ἐπιφυλλίδων στὸν Τύπο παρέπεμπε στὴν καταγραφὴ ἐθίμων τοῦ ἐπαρχιακοῦ  χώρου, τοῦ ἑορτασμοῦ στὴ βάση τῆς μικρῆς κοινότητας, ἀλλὰ καὶ πτυχῶν τοῦ ἀστικοῦ βίου. Ὅλα τοῦτα μὲ τὴν μορφὴ ἐπεισοδίων ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη θρησκευτικὴ παράδοση τῆς κοινότητας, μὲ ἔμφαση στὰ πολιτισμικὰ δεδομένα καὶ τοὺς ἐθνικοὺς δεσμοὺς τῶν μελῶν της. Ἀνταποκρινόμενοι, λοιπόν, στὸ αἴτημα τῶν ἐφημερίδων, οἱ κατ’ ἀνάθεση δημοσιογράφοι καθιέρωσαν στὰ τέλη τοῦ 19ου αἰ. τὸ ἑορταστικὸ διήγημα: ἕνα μικρὸ πεζὸ κείμενο, μιὰ ἐπιφυλλίδα, ποὺ ὁδήγησε προοδευτικὰ στὴ μόδα τῶν χριστουγεννιάτικων διηγημάτων.
Ἐφ. Σκρίπ, 25.12.1902, σ. 2.


Ὡστόσο, στὸ ξεκίνημα τοῦ 20οῦ αἰώνα, ἡ συνήθεια τῶν ἀθηναϊκῶν ἐφημερίδων νὰ δημοσιεύουν χριστουγεννιάτικα ἀφηγήματα, κυρίως ἠθογραφικοῦ καὶ λαογραφικοῦ περιεχομένου ‒ἀναμνήσεις τῶν Ἑορτῶν τῆς περιόδου τῶν Χριστουγέννων (Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Φῶτα), ἱστορικὰ καὶ θρησκευτικὰ κείμενα ποὺ ἀναφέρονται στὸ ἱερὸ Δωδεκαήμερο τῶν Χριστουγέννων, ἄρχισε νὰ ὑποχωρεῖ αἰσθητά. Αὐτὴ τὴν ἀλλαγὴ στάσης τοῦ ἀθηναϊκοῦ Τύπου στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰ. παρατηρεῖ καὶ σχολιάζει ὁ καρπενησιώτης λόγιος δημοσιογράφος Ζαχαρίας Παπαντωνίου (Καρπενήσι 1877-Ἀθήνα 1940) στὸ χρονογράφημά του μὲ τίτλο «Ἀπὸ τὴν Χριστουγεννιάτικην φιλολογίαν», ποὺ δημοσιεύει τὰ Χριστούγεννα τοῦ 1902 μὲ τὴν ὑπογραφὴ «Ζ.Π.» στὴν ἐφημερίδα Σκρίπ. Θεωρεῖ πὼς αὐτὸ ὀφείλεται

Ἐφ. Σκρίπ, 25.12.1902, σ. 2.
στὸ γεγονὸς ὅτι ἡ θεματολογία, ὁ τρόπος τῆς ἀφήγησης, ὁ μεγάλος ἀριθμὸς τῶν ἐν λόγῳ δημοσιευμάτων, καθὼς καὶ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο εἶχε ὀργανωθεῖ τὸ περιεχόμενό τους, εἶχαν κουράσει τὸ ἀναγνωστικὸ κοινό, τὸ ὁποῖο πλέον δὲν ἔδειχνε τὸ ἀνάλογο ἐνδιαφέρον, σὲ σύγκριση μὲ τὶς παλαιότερες ἐποχές. Τότε, οἱ ἐφημερίδες ἄρχισαν νὰ στρέφονται στὴ δημοσίευση ἄλλων, πιὸ ἑλκυστικῶν γιὰ τὸ εὐρὺ κοινό, χρονογραφημάτων, μὲ θέματα κάθε εἴδους «πάθους ἢ ἀγαλλιάσεως», καθὼς οἱ ἐποχὲς εἶχαν ἀλλάξει καὶ ἡ περίοδος τῆς ἑορταστικῆς διηγηματογραφίας καὶ ἐπιφυλλιδογραφίας ἔμοιαζε πλέον ξεπερασμένη.

Αὐτὸ ὁδήγησε καὶ τὸν ἴδιο τὸν Παπαντωνίου νὰ μὴν ἀσχοληθεῖ πιὰ μὲ τὴν ἑορταστικὴ χρονογραφία τῶν Χριστουγέννων καὶ τῶν ἡμερῶν ποὺ τὴ συνοδεύουν. Μὲ χαριτολογικὴ διάθεση καὶ πνεῦμα σατιρικὸ ἐπισημαίνει τὴν ἀφελῆ ἐπανάληψη τῶν ἴδιων θεμάτων ἀπὸ κάθε λογῆς λογογράφους τῶν ἑορτῶν αὐτῶν, ἀλλὰ ταυτόχρονα νοσταλγεῖ, ἀναπολεῖ αὐτὲς τὶς διηγήσεις: τὰ ἀφελῆ αὐτὰ δῶρα τῶν Χριστουγέννων, ποὺ ἀφήνουν στὴν ψυχὴ τῶν ἀναγνωστῶν τρυφερὲς ἀναμνήσεις. Αὐτὰ ποὺ κάθε χρόνο κατὰ τὸν Ζ. Παπαντωνίου:

 

«Αὐτὰ εἶναι. Καὶ πάντοτε αὐτὰ καὶ αἰωνίως αὐτά, κάτω ἀπὸ τὰ ὁποῖα περνοῦμεν ἡμεῖς οἱ δοῦλοι, εἴτε ἀλιβάνιστοι εἴμεθα, εἴτε μπλαζέδες, εἴτε φιλόσοφοι, εἴτε σκοτωμένοι ἀπὸ τὴν ζωήν. Ἡμεῖς αἰωνίως σκύβομεν καὶ αὐτὰ περνοῦν πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι μας ὡς κλειστὰ δισκοπότηρα ποὺ φέρνουν μέσα των τὴν μετάληψιν τῆς ἀθανασίας.»

 

Τὸ ἴδιο γεγονὸς εἶχε σχολιάσει ὁ Ζαχ. Παπαντωνίου κι ἕνα χρόνο πρίν, σὲ ἑορταστικὸ τῆς περιόδου τῶν Χριστουγέννων ἄρθρο του, μὲ τὴν ὑπογραφὴ «Ὁ ἄλλος», καὶ τίτλο «Πῶς ἐπεράσαμεν τὰ Χριστούγεννα», στὴν ἐφ. Σκρίπ, στὶς 27 Δεκεμβρίου 1901:

«Ἐσυνειθίζετο ἕως πέρυσι ἀπαραβάτως νὰ γίνεται μία ἐπιθεώρησις τῆς Χριστουγεννιάτικης φιλολογίας, ἡ ὁποία ἀφθόνως ἐφύτρωνεν εἰς τὰς ἐφημερίδας.

Ἐφέτο, μῶκο! Ἡ Χριστουγεννιάτικη φιλολογία ἐξηφανίσθη μετὰ τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ τοῦ Μωραϊτίδη. Διὰ πρώτην φορὰν οἱ δύο αὐτοὶ σεβάσμιοι ἱερουργοὶ τῆς ἑορτῆς, ὕστερον ἀπὸ τόσα ἔτη, δὲν ἔγραψαν διήγημα. Μᾶς κατέστρεψαν ὅλην τὴν ποίησιν. Μέγα μέρος συμπολιτῶν μας ἔκαμε τὰ Χριστούγεννά του εἰς τὰς θαλάσσας καὶ τὰς ἀκτὰς τῆς Σκιάθου μαζὶ μὲ τοὺς καταλαμπωμένους ἀπὸ παράδοξον αἴγλην ἥρωάς των».

Βέβαια μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες (30-31 Δεκεμβρίου 1901) ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης –λὲς καὶ ἄκουσε τὸν Παπαντωνίου δημοσιεύει στὴν Ἀκρόπολι, μὲ τὴν ὑπογραφὴ «Ὁ Ταξειδιώτης», τὸ διήγημά του «Παλατιανὰ Χριστούγεννα», ἕνα ἀκόμη ἑορταστικὸ διήγημα γιὰ τὴν περίοδο τῶν Χριστουγέννων.

Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης (1850-1929)
Ἀκρυλικὸ σὲ χαρτί.
 Ἔργο (2021) τοῦ Κώστα Ντιό.


Ὅμως ὁ Παπαντωνίου, στὸ χριστουγεννιάτικο χρονογράφημά του τοῦ 1902, ὁμολογεῖ μιὰν ἐξαίρεση: τὴν περίπτωση τῶν δύο Ἀλεξάνδρων, τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ τοῦ Μωραϊτίδη· τῶν δύο σκιαθιτῶν διηγηματογράφων, τῶν «Ἀληθινῶν Διοσκούρων ἐν τῷ ἑλληνικῷ διηγήματι», οἱ ὁποῖοι ὑπηρετῶντας σταθερὰ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση ἐξακολουθοῦν νὰ δημοσιεύουν χριστουγεννιάτικα διηγήματα, μὲ θέματα ἀπὸ τὸ ἑορταστικὸ Δωδεκαήμερο, τὰ ὁποῖα διακονοῦν τὸ πνεῦμα τῆς ἑορταστικῆς περιόδου μὲ ἁγνὴ ἑλληνικότητα καὶ μὲ χριστιανικὰ αἰσθήματα. Καθιερώνουν τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ ὀρθόδοξου θρησκευτικοῦ στοιχείου μὲ τὴν παράθεση πολιτισμικῶν ἐπεισοδίων τοῦ βίου τῆς ὀρθόδοξης κοινότητας καὶ τῶν ἐθίμων της. Τὸ Ἑορταστικὸ διήγημα ἀποκτᾶ πλέον ἕναν ἰδιαίτερο χαρακτῆρα χάρις στὸν Μωραϊτίδη καὶ τὸν Παπαδιαμάντη.

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911). 

Ἔργο (λεπτομέρεια) Ἀντώνη Κέπετζη

 γιὰ τὸ περιοδικὸ Λέξη (Μάρτιος 2001).

Ἐδῶ, βέβαια, πρωτοπόρος σ’ αὐτὴν τὴν κατεύθυνση ὑπῆρξε ὁ Μωραϊτίδης, μὲ τὴ δημοσίευση, τὸ 1884, στὴν Ἀκρόπολι, τῶν «Εἰκόνων» του: τὶς χριστουγεννιάτικες ἀναμνήσεις του ἀπὸ τὴν παιδική του ζωὴ στὴ Σκιάθο. Ἀπὸ τὸ 1887 δὲ καὶ μετά, ὅλες σχεδὸν οἱ ἐφημερίδες καὶ ἄλλα ἔντυπα τῆς ἐποχῆς καθιερώνουν τὴ δημοσίευση χριστουγεννιάτικων διηγημάτων. Ὅπως δηλώνει ὁ ἴδιος ὁ Μωραϊτίδης:

«μετέδωκα ὡς διὰ ρεύματος μαγικοῦ εἰς ὅλους τὰς ἰδικάς μου συγκινήσεις».

Τὰ ἑορταστικὰ διηγήματα τῶν Παπαδιαμάντη καὶ Μωραϊτίδη ἄντεξαν στὸν χρόνο,μέχρι καὶ τὶς ἡμέρες μας σὲ ἀντίθεση μὲ ὁμηλίκους καὶ μεταγενεστέρους τους. Τὸ ὁμολογεῖ κι ὁ Ζαχ. Παπαντωνίου στὸ χρονογράφημά του τῆς 25ης Δεκεμβρίου 1902:

«Ἔμειναν μόνον πιστοὶ εἰς τὴν παράδοσιν ὁ Παπαδιαμάντης καὶ ὁ Μωραϊτίδης, χωρὶς τὸ διήγημα τῶν ὁποίων δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ κάμω ἐγὼ Χριστούγεννα. Ἀλλ’ αὐτὰ δημιουργοῦν. Τὰ διηγήματά των εἴτε ἀναμνήσεις ἔχουν τῶν Χριστουγέννων, εἴτε ἕνα σφύριγμα αὐλοῦ ἀπὸ κάλαντα, εἴτε τὸ Δόξα Πατρί, εἶναι φιλολογία. Ὁ Θεὸς νὰ μὲ τιμωρήσῃ ἂν ᾐσθάνθην ποτὲ Χριστούγεννα χωρὶς νὰ κάμω ἕνα ψυχικὸν λουτρὸν μέσα εἰς τὰς Σκιαθικὰς θαλάσσας, αἱ ὁποῖαι μαγευμέναι ἀπὸ τὴν πένναν τῶν δύο αὐτῶν ἀληθινῶν συγγραφέων ρέουν, κάθε Χριστούγεννα, ἐντός μας δροσεραὶ καὶ βαπτιστικαί».

           

Ἐν κατακλείδι, θὰ λέγαμε ὅτι ἡ καθιέρωση τῶν χριστουγεννιάτικων ἄρθρων στὶς ἐφημερίδες τὸν 19ο αἰ. ἴσως ἐξυπηρετοῦσε ἕνα κοινωνικὸ αἴτημα τῆς ἐποχῆς: νὰ προσφέρουν στὸν ἀναγνώστη ἕνα διαφορετικὸ πρότυπο ζωῆς καὶ ἠθικῆς προσέγγισης μιᾶς ἄλλης, νέας, πραγματικότητας.

 

 

«Η ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

Ὑπῆρχεν ἕνα καιρὸν κάτι τι ποὺ ὠνομάζετο Χριστουγεννιάτικη φιλολογία. Δηλαδή: Ἔπρεπε νὰ δημοσιευθοῦν εἰς τὰς ἐφημερίδας αἱ παιδικαὶ ἀναμνήσεις 15 λογίων –δὲν ἦτο ἀνάγκη νὰ εἶναι καὶ λόγιοι δεκαπέντε ὀρθοδόξων χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι τέλος πάντων μίαν φορὰν ἦτο παιδιὰ πρὶν γίνουν ἄνδρες, καὶ εἶχον αἰσθανθῇ κάποιαν χαρὰν ἢ εἶχον φάγει μίαν τηγανήταν. Ἡ τηγανήτα αὐτὴ ἔπρεπε νὰ περιγραφῇ. Κατὰ ποῖον τρόπον τὴν ἔφαγαν, καὶ τί ᾐσθάνθησαν; Εἶχε πολὺ μέλι; Καὶ τί εἶπεν ἡ γιαγιά; Διότι ἔπρεπε νὰ ὑπάρχῃ γιαγιά, ἡ ὁποία τὴν ἐτηγάνισε κτλ. Ἠμποροῦσαν νὰ ἀποθάνουν οἱ ἄνθρωποι ἂν ἐστεροῦντο τῶν σπουδαίων αὐτῶν ἱστορικῶν γεγονότων. Καὶ ὁ ἀναγνώστης ὁ διαβάζων πολλάκις ἕνα γεγονὸς ἐξιστορούμενον ἀπὸ 30 ἀνθρώπους, ἀνεύρισκεν ὅτι ὅλοι οἱ διηγηματογράφοι ἦσαν ἔγγονοι μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς γιαγιᾶς, ἡ ὁποία διακρίνεται εἰς τὸ βάθος τῆς τελευταίας πεντηκονταετίας ὡς μυθικὸν καὶ μοιραῖον πρόσωπον προωρισμένον νὰ χρησιμεύῃ διὰ τὴν φιλολογίαν τῶν Χριστουγέννων.

Οἱ 30 διηγηματογράφοι ἦσαν ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ παιδίον πρὸ ἐτῶν, τοῦ ὁποίου αἱ λαιμαργίαι, οἱ φόβοι πρὸς τοὺς Καλικαντζάρους καὶ ἡ μικρὰ ἐπιτέλους ἡλικία ἔμελλον νὰ γίνουν κατόπιν ἀνάμνησις καὶ ἱστορία. Διηγοῦνται ὅμως οἱ γεροντότεροι δημοσιογράφοι ὅτι αἱ ἀναμνήσεις τῶν παιδικῶν Χριστουγέννων δὲν ἦσαν ἢ πλάσματα τῆς ἀνδρικῆς φαντασίας, γεννώμενα διὰ τῆς βίας. Συνήθως μορφώνομεν τὰς παιδικάς μας ἀναμνήσεις ὅπως τὸ ζητεῖ ἡ ἀνάγκη, αἱ ἀόριστοι δὲ ἐκεῖναι φωτοσκιαὶ ἀρχίζουν νὰ χορεύουν ἐνώπιόν μας, ὅταν τὰς βιάσωμεν, καὶ νὰ λαμβάνουν κατὰ τὰς περιστάσεις σχήματα διάφορα. Πόσαι παιδικαὶ ἀναμνήσεις, αἱ ὁποῖαι δὲν ἦσαν τίποτε ἄλλο ἢ μὴ μόνον μία μακρυνὴ ὁμίχλη ἐντός τῆς μνήμης, ἐβιάσθησαν νὰ γίνουν γεγονότα, εἰδύλλιον, δρᾶμα καὶ ἔπος.

Πρὸ ὀλίγου καιροῦ οἱ Ἕλληνες λόγιοι ἐλάμβανον κατὰ τὰς παραμονὰς τῶν Χριστουγέννων φετφᾶν νὰ γράψουν κάτι τι «Χριστουγεννιάτικον». Καὶ τὸ ἔγραφον. Ἄνθρωπος δὲ γράφων ἀνὰ μίαν Χριστουγεννιάτικην ἀνάμνησιν τὸ ἔτος ἐπὶ ἓν τέταρτον αἰῶνος, σημαίνει ὅτι ἀσχολεῖται εἰδικῶς νὰ καταρτίζῃ τὸ ἱστορικὸν ἀρχεῖον τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ εἶναι ἀξιοθαύμαστος. Ἀλλὰ καθὼς εἴπομεν ὅλα αὐτὰ τὰ τρομερὰ κατορθώματα τὰ διέπραξαν εἰς τὴν παιδικήν των ἡλικίαν οἱ λόγιοι τῶν Χριστουγέννων... ὅταν ἔγιναν ἄνδρες. Οὕτω δὲν λυποῦμαι τίποτε ἄλλο ἢ ὅτι ἡ παιδική μας ἱστορία, ἡ ἀθώα, ἡ ἄγνωστος βέβαια εἰς ἡμᾶς καὶ χαθεῖσα διὰ παντὸς εἰς τοὺς κυανοὺς οὐρανοὺς ποὺ δὲν τοὺς γνωρίζομεν, ἔγινε μία τρομακτικὴ μυθολογία, παράγουσα κατ’ ἔτος ἕνα διήγημα μὲ τὸν ἀνάλογο ἀριθμὸ ἡρώων.

Αὐτὸς εἶναι νόμος δυστυχῶς τῆς ἀνθρωπότητος. Διότι καὶ ἡ μυθολογία ἐπλάσθη ἀπὸ τὴν ἄγνωστον παιδικὴν ἡλικίαν τοῦ κόσμου, ἕως ὅτου ἔληξεν ἐκεῖ ὁποὺ οἱ μῦθοι ἤρχισαν νὰ ὑποχωροῦν εἰς τὰ γεγονότα.

— Τέλος πάντων, ἐφωνάξαμεν μίαν ἡμέραν, καλὰ εἶναι τὰ Χριστούγεννα, ἀλλὰ χωρὶς φιλολογίαν.

Ὅταν ἐβγάλαμεν τὸν τρομερὸν αὐτὸν στεναγμόν, ὁ ὁποῖος διέσεισε τὸ σύμπαν, ἦτο ἡ στιγμὴ ποὺ ὑποχρεούμεθα νὰ γράψωμεν διὰ χιλιοστὴν φορὰν ἕνα διήγημα ἀναγκαστικὰ Χριστουγεννιάτικον καὶ δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ εὑρευθῇ πλέον ἄλλη ἀνάμνησις. Ἡ Χριστουγεννιάτικη φιλολογία, δηλαδὴ τὸ ἀπαραίτητον τῆς τηγανήτας, τῆς γιαγιᾶς καὶ τοῦ Καλλικάντζαρου, κατηργήθη.

Τώρα πλέον ἀέρας, ἐλευθερία!

Διηγήματα κάθε εἴδους, τοῦ ἔρωτος, τοῦ συναχιοῦ, κάθε εἴδους πάθους ἢ ἀγαλλιάσεως, ἀλλὰ ὄχι τῶν Χριστουγέννων. Ἔμειναν μόνον πιστοὶ εἰς τὴν παράδοσιν ὁ Παπαδιαμάντης καὶ ὁ Μωραϊτίδης, χωρὶς τὸ διήγημα τῶν ὁποίων δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ κάμω ἐγὼ Χριστούγεννα. Ἀλλ’ αὐτὰ δημιουργοῦν. Τὰ διηγήματά των εἴτε ἀναμνήσεις ἔχουν τῶν Χριστουγένννων, εἴτε ἕνα σφύριγμα αὐλοῦ ἀπὸ κάλαντα, εἴτε τὸ Δόξα Πατρί, εἶναι φιλολογία. Ὁ Θεὸς νὰ μὲ τιμωρήσῃ ἂν ᾐσθάνθην ποτὲ Χριστούγεννα χωρὶς νὰ κάμω ἕνα ψυχικὸν λουτρὸν μέσα εἰς τὰς Σκιαθικὰς θαλάσσας, αἱ ὁποῖαι μαγευμέναι ἀπὸ τὴν πένναν τῶν δύο αὐτῶν ἀληθινῶν συγγραφέων ρέουν, κάθε Χριστούγεννα, ἐντός μας δροσεραὶ καὶ βαπτιστικαί.

Πάει λοιπὸν καὶ ἡ φιλολογία τῶν Χριστουγέννων, ἡ τυραννικὴ ἐκείνη διαταγὴ τῆς ἀνασκαφῆς εἰδικῶν ἀναμνήσεων. Τώρα εἴμεθα καλλίτερα ἢ χειρότερα ποὺ δὲν διαβάζομεν πῶς ἔφαγαν τὴν τηγανήταν ὅταν ἦσαν παιδιὰ οἱ χίλιοι καὶ εἷς διηγηματογράφοι, οἱ γεννώμενοι αὐτὴν τὴν ἡμέραν καὶ πλέον μὴ ἐμφανιζόμενοι; Μοῦ φαίνεται πὼς εἴμεθα χειρότερα. Τί τὰ θέλετε! Ἐγὼ τοὐλάχιστον ἀναζητῶ ἐκείνας τὰς διηγήσεις. Ἦταν αὐτὴν τὴν ἡμέραν ὅ,τι εἶναι ὁ ἦχος τῆς καμπάνας. Ἦσαν τὰ ἀφελῆ, τὰ μὴ ἔχοντα νὰ δώσουν λόγον, τὰ ἡδονικά, τὰ μελιτώδη, τὰ ὡραῖα δῶρα τῶν Χριστουγέννων.

Εἶχον μέσα των ὅλην τὴν ἀδυναμίαν τοῦ ἀνθρώπου ποὺ πιστεύει εἰς μίαν θρησκείαν. Ἦσαν ὅ,τι –πῶς νὰ τὸ εἰπῶ ὅ,τι εἶναι καὶ τὰ κάλαντα ποὺ εἶναι διαρκῶς τὰ ἴδια, ποὺ δὲν πρέπει νὰ ἀλλάξουν!

Καλὰ ἔλεγον ἐκεῖνοι οἱ διηγηματογράφοι τῆς ἡμέρας. Τὸ χιόνι, ἡ γιαγιά, τὸ μέλι, τὰ παπουτσάκια μὲ τὰ δῶρα, ἡ καλύβα, τὸ μαντρί, ὁ παπποῦς... Μάλιστα, ὁ σκυφτὸς παπποῦς μὲ τὰ ἄσπρα γένεια καταρρέοντα μέσ’ τὰ βάθη τῶν χρόνων...

Αὐτὰ εἶναι. Καὶ πάντοτε αὐτὰ καὶ αἰωνίως αὐτά, κάτω ἀπὸ τὰ ὁποῖα περνοῦμεν ἡμεῖς οἱ δοῦλοι, εἴτε ἀλιβάνιστοι εἴμεθα, εἴτε μπλαζέδες, εἴτε φιλόσοφοι, εἴτε σκοτωμένοι ἀπὸ τὴν ζωήν. Ἡμεῖς αἰωνίως σκύβομεν καὶ αὐτὰ περνοῦν πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι μας ὡς κλειστὰ δισκοπότηρα ποὺ φέρνουν μέσα των τὴν μετάληψιν τῆς ἀθανασίας.

                                                                                                             Ζ. Π.».

Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης

*πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὰ Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας (τῶν Γρεβενῶν), φ. 998/24.12.2022, σ. 22-23.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου