Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2023

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ († 3 Ἰαν. 1911)

  

Στοῦ Λάμπρου *

Νίκου Νομικοῦ,"Ὁ Παπαδιαμάντης''.

Στὶς 8 Νοεμβρίου 1921
, στὴ στήλη «Φιλολογία καὶ Τέχνη» τῆς ἐφημερίδας Πρωτεύουσα, ὁ λογοτέχνης-δημοσιογράφος Στέφανος Δάφνης δημοσιεύει, μὲ τὴν ὑπογραφὴ «Ἐνδυμίων», τὸ ἄρθρο «Πῶς ἀπέθανεν ὁ Παπαδιαμάντης».[1] Στὰ 1927 στὴν ἔκδοση τῆς Στ΄ σειρᾶς τῶν ταξιδιωτικῶν του μὲ τίτλο Μὲ τοῦ βορηᾶ τὰ κύματα, ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης ἐπαναδημοσιεύει τὸ κείμενο τοῦ δημοσιεύματος τῆς Πρωτευούσης,[2] καθὼς ὁ ἴδιος ὁ Στέφανος Δάφνης, ἀναφέρει ὅτι καταχωρίζει ὅσα τοῦ ἔστειλε ἀπὸ τὴ Σκιάθο ὁ Μωραϊτίδης κατὰ τὴ διάρκεια σύντομης ἐπισκέψεώς του στὴ γενέτειρά του. Μάλιστα, ὁ Στ. Δάφνης –μαθητής, κατὰ δήλωσίν του, τοῦ Μωραϊτίδη δηλώνει ὅτι τοῦ τὰ εἶχε στείλει γραμμένα στὰ περιθώρια ἄδηλου περιοδικοῦ ποὺ τοῦ ἔστειλε ἀπὸ τὴ Σκιάθο καὶ περιεῖχαν πληροφορίες γιὰ τὸ πῶς πέθανε ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης: ὁ ἀγαπημένος του Ἀλέξανδρῆς καὶ τριτεξάδελφός του. Στὴν ἐπαναδημοσίευση ὁ Μωραϊτίδης, ἔχοντας τὴν ἐπιμέλεια τῆς ἔκδοσης, προσθέτει καὶ ἕνα μικρὸ ἐπεισόδιο ποὺ δὲν ὑπάρχει στὸ δημοσίευμα τῆς Πρωτευούσης καὶ ἀφορᾶ τὶς τελευταῖες στιγμὲς τοῦ Παπαδιαμάντη. Ἀφοῦ, λοιπόν, ἀναφέρει πὼς «τοῦ ἁγίου Βασιλείου τὸ βράδυ μετάλαβε διὰ τελευταίαν φοράν», προσθέτει:[3]

 

«Ὅταν ἐβράδυασε καλά, ἀνεσηκώθη ὀλίγον ὡσὰν ἐνθουσιασμένος ἀπὸ κάποιαν ἀνάμνησιν. Ἠκροᾶτο σιωπῶν τὸ τραγούδι τοῦ ἁγίου Βασιλείου, ὁποῦ τὸ ἐτραγουδοῦσαν τὰ παιδιὰ εἰς τὸ ἀγαπημένον του καφφενεῖον, εἰς τὴν παραλίαν.

—Τί ὡραῖα ποὺ τὸ πᾶνε στοῦ Λάμπρου! εἶπε.

Καὶ   προσέθηκε

— Νὰ ἤμουν κ’ ἐγὼ κειδά!».
 

Ἐδῶ, κατὰ τὸν Μωραϊτίδη, ὁ ὁποῖος προφανῶς βασίζεται σὲ πληροφορίες ποὺ εἶχε ἀπὸ παρόντες τῶν τελευταίων στιγμῶν τοῦ Παπαδιαμάντη –πιθανώτατα ἀπὸ κάποια ἢ καὶ ἀπὸ τὶς τρεῖς ἀδελφές του, ἀναφέρεται ὡς ἀγαπημένο καφενεῖο τοῦ Παπαδιαμάντη, ὅπου ἐνδεχομένως σύχναζε τὶς περισσότερες φορές, αὐτὸ τοῦ «Λάμπρου».

Ὁ λόγιος τῆς Σκιάθου Ἰωάννης Φραγγούλας, συγγενὴς τοῦ Μωραϊτίδη, δημοσιεύει στὸ περιοδικὸ Μὲ τοῦ βορηᾶ τὰ κύματα κατάλογο μὲ τὰ παλιὰ καφενεῖα τῆς Σκιάθου τὴν ἐποχὴ τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ τοῦ Μωραϊτίδη. Στὰ καφενεῖα τὰ μὴ ἀναφερόμενα στὰ διηγήματα τοῦ Παπαδιαμάντη καταχωρίζει καὶ αὐτὸ τοῦ Κωνσταντίνου Γ. Λάμπρου, στὴ δυτικὴ παραλία, καὶ σημειώνει γι’ αὐτό:[4]

«ΚΑΦΕΝΕΙΟΝ Γ. I. Κυπαρισσοῦ», πρώην «Τοῦ Λάμπρου». Δεύτερο μισὸ τῆς δεκαετίας 1950. Στὴν εἴσοδο ὁ τότε μητροπολίτης Χαλκίδος, Ἱστιαίας καὶ Β. Σποράδων Γρηγόριος.

 

«Καὶ τὸ τελευταῖο, τοῦ Λάμπρου, ἦταν στὸ ἰσόγειο τῆς οἰκίας του, κατόπιν περιῆλθε στὸν Γιῶργο Ι. Κυπαρισσό, ἐκ δωρεᾶς τοῦ Λάμπρου, ἔπειτα ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ ἀνιψιοῦ του καὶ μοναδικοῦ κληρονόμου Κωστάκη Εὐαγ. Μαυρογιάννη, πολυκλαύστου παιδικοῦ μου φίλου ποὺ πέθανε σὲ ἡλικία 20 ἐτῶν, καὶ σήμερα εἶναι χρυσοχοεῖο καὶ ἀνήκει στὰ παιδιὰ τοῦ Γιώργου Κυπαρισσοῦ».

 

Ἐπίσης, τὸ ἐν λόγῳ καφενεῖο ἀναφέρει παραπέμποντας στὸν Στ΄ τόμο τῶν ταξιδιωτικῶν τοῦ Μωραϊτίδη ἡ Νίνα Δημητριάδου στὴ μελέτη της «Τὰ σκιαθίτικα καφενεῖα».[5]

Αὐτὸ τὸ καφενεῖο τοῦ Κωνσταντίνου Λάμπρου, τὸ ἀγαπημένο τοῦ Παπαδιαμάντη κατὰ τὸν Μωραϊτίδη, τὸ ὁποῖο βρισκόταν στὴ δυτικὴ παραλία τῆς πόλεως τῆς Σκιάθου, εἰκονίζεται σὲ δύο φωτογραφίες ἀπὸ ἀρχειακὸ φωτογραφικὸ ὑλικὸ τοῦ καλοῦ σκιαθίτη, πλοιάρχου τοῦ Ε. Ν. καὶ προέδρου τοῦ «Μουσείου Ναυτικῆς καὶ Πολιτιστικῆς παράδοσης Σκιάθου», Γιάννη Παρίσση. Ὁ φιλογενὴς σκιαθίτης ναυτικὸς εὐγενικὰ καὶ πρόθυμα μᾶς τὶς παραχώρησε γιὰ δημοσίευση, μαζὶ μὲ ἄλλες πολλὲς πολύτιμες πληροφορίες γιὰ πρόσωπα καὶ καταστάσεις ποὺ συνδέονται μὲ τὸν χῶρο.

Ἡ πρώτη φωτογραφία, ἡ ὁποία χρονικὰ τοποθετεῖται στὸ δεύτερο μισὸ τῆς δεκαετίας τοῦ 1950, εἰκονίζει τὸν χῶρο ἔξω ἀπὸ αὐτὸ τὸ καφενεῖο, ὅταν –τὴν περίοδο ἐκείνη, τὸ λειτουργοῦσε ὁ Γεώργιος Κυπαρισσός. Μὲ προσεκτικὴ παρατήρηση θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ διαβάσει στὴν ἐπιγραφὴ τοῦ καταστήματος:

 

«ΚΑΦΕΝΕΙΟΝ

Γ. Κυπαρισσοῦ».

 

Σὲ πρῶτο πλάνο διακρίνεται ὁ τότε μητροπολίτης Χαλκίδος, Ἱστιαίας καὶ Β. Σποράδων Γρηγόριος (Πλειαθός).[6] Δεξιὰ τῆς φωτογραφίας εἰκονίζεται ὁ ἀστυνόμος τοῦ Σταθμοῦ Χωροφυλακῆς Σκιάθου, Ἰωάννης Κλῆμος, μὲ καταγωγὴ ἀπὸ τὸ χωριὸ Καταφύγι τῶν ἱστορικῶν Ἀγράφων.[7] Στὸ βάθος, στὴν πόρτα, πίσω ἀπὸ τὸ παιδί, διακρίνεται ἁμυδρὰ ὁ γνωστὸς λόγιος κληρικὸς τῆς Σκιάθου π. Γεώργιος Ρήγας.

Σκιάθος, δυτικὴ παραλία. Ἀρχὲς δεκαετίας τοῦ 1960

Στὴ δεύτερη φωτογραφία, χρονολογημένη στὴ δεκαετία τοῦ 1960, τὸ κτίριο ὅπου στεγαζόταν τὸ καφενεῖο τοῦ «Λάμπρου» εἰκονίζεται στὴ δυτικὴ παραλία τῆς πόλεως τῆς Σκιάθου. Πρόκειται γιὰ αὐτὸ μὲ τὰ δύο πλαϊνὰ παράθυρα, στὴν ὁδὸ Ἀντωνίου Ρήγα, στὸ κάτω μέρος τοῦ ὁποίου καὶ σήμερα λειτουργεῖ σύγχρονο καφέ.

Παρεπιμπτόντως, οἱ ἀδελφὲς τοῦ Παπαδιαμάντη Σοφία, Κυρατσούλα καὶ Χαρίκλεια σὲ ἐπιστολή τους, στὶς 14 Ὀκτ. 1911, ἀπὸ τὴ Σκιάθο πρὸς τὸν Γ. Βλαχογιάννη ἀναφέρουν ὡς ἐπιθυμία του, λίγα λεπτὰ πρὶν φύγει ἀπὸ τὴ ζωή, νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸ γειτονικὸ παντοπωλεῖο τοῦ Ζιμπλοῦ:[8]

 

«Εἰς τὰς 2 Ἰανουαρίου, Κυριακή, ἦλθαν καὶ τοῦ εἶπαν διὰ τὸν σταυρόν, καὶ μετὰ 9 ὥρας, μία μετὰ τὸ μεσονύκτιον, ἐσηκώθη καὶ εἶπε:

— Νὰ πάγω μιὰ εἰς τοῦ Ζιμπλοῦ,[9]

γειτονικὸν παντοπωλεῖον, καὶ ἐπειδὴ ἐκλονίζετο, τὸν ἐκαθίσαμεν εἰς τὴν καρέκλαν, καὶ ἤρχισε νὰ κλαίῃ σὰ μικρὸ παιδί. Τὸν ἐβάλαμε δίπλα καὶ σὲ πέντε λεπτὰ ἐξέπνευσε. Ἔκλεισε μόνος τὰ μάτια, χωρὶς νὰ τὰ πιάσῃ ἄλλος. Τὴν Δευτέρα τὸν θάψαμε καὶ χάσαμεν τὴν τελευταίαν ἐλπίδα μας, 3 Ἰανουαρίου 1911».

 

Ἐπίσης, τὸ παντοπωλεῖο τοῦ Ζιμπλοῦ καὶ τὸν ὑπάλληλό του Πακέτον ἀναφέρει ὁ Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης καὶ στὸ διήγημά του «[Ὁ Καλούμπας]»: [10] 

 

«Τὸ κατώγι μας, ὅπως ὅλα τὰ κατώγεια, εἶχε πλημμυρήσει νερόν, κ’ εἴχομεν πληρώσει τρεῖς δραχμὰς εἰς τὸν Πακέτον, τὸν βαστάζον τῆς ἀγορᾶς, ὡς προσκολλημένον διαρκῶς εἰς τοῦ Ζιμπλοῦ τὸ μαγαζί, τὸ ἀντικρινό μας, διὰ νὰ τὸ ἀδειάσῃ. Μάταιος κόπος καὶ δαπάνη».

 

Ἐφ. Πρωτεύουσα, φ. 8.11.1021, σ.2.

Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ἂν καὶ μοναχικὴ μορφὴ καὶ παρουσία, φαίνεται ὅτι διατηροῦσε ἑνὸς εἴδους ζωντανὴ ἐπαφὴ μὲ τὸν κόσμο μέσα ἀπὸ τὰ καφενεῖα. Ἐκεῖ σύχναζε: σ’ αὐτὰ τὰ σκιαθίτικα μαγαζιά, ὅπου συνήθως ὁ κόσμος τῶν καφενείων, ὁ κόσμος τοῦ μόχθου, τοῦ κόπου καὶ τῆς ἐργασίας, εὕρισκε καταφύγιο. Δὲν δηλώνεται ἀπὸ τὸν Μωραϊτίδη γιὰ ποιὸν λόγο τὸ καφενεῖο τοῦ «Λάμπρου» ἦταν τὸ ἀγαπημένο καφενεῖο τοῦ Παπαδιαμάντη. Πιθανὸν τοῦ τὸ εἶχε ἀναφέρει σὲ παρελθόντα, πρὸ τοῦ θανάτου του, χρόνο ὁ ἴδιος ὁ Παπαδιαμάντης. Μᾶλλον, ὅμως, τὸ πληροφορήθηκε ἀπὸ σκιαθίτες θαμῶνες τοῦ καφενείου ἢ τὸ πλέον πιθανόν, ἀπὸ τὶς τρεῖς ἀδελφές τοῦ Παπαδιαμάντη. Ἴσως, ὁ κόσμος ποὺ διέτριβε ἐκεῖ ταίριαζε στὰ δικά του ἐνδιαφέροντα καὶ προτιμήσεις, ἦταν δηλαδὴ πιὸ φιλικὸς καὶ οἰκεῖος μαζί του. Ἴσως, πάλι, ὁ καφεπώλης νὰ ἦταν λιγότερο φιλοχρήματος ἀπὸ ἄλλους καὶ δὲν «ἐκέρνα νοθευμένα τοὺς πελάτας» οὔτε «ἐπώλει ξύκικα εἰς τοὺς ἀγοραστάς», ὁπότε θὰ εἶχε μιὰ πιὸ στενὴ σχέση μαζί του καὶ μὲ τὸν χῶρο. Ὁ χῶρος πάλι καὶ ἡ θέση τοῦ καφενείου μπορεῖ νὰ ταίριαζαν περισσότερο στὸν χαρακτήρα του καὶ νὰ τὸν ἐνέπνεαν στὴ συγγραφή· ἴσως νὰ ἦταν μιὰ στέγη εὐεργετικὴ γιὰ τὸν ἐσωτερικό του κόσμο, Ἴσως....

 Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης

 *Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὰ Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας τῶν Γρεβενῶν, φ. 999/31.12.2022, σ.15-16.



[1]. Ἐνδυμίων, «Πῶς ἀπέθανεν ὁ Παπαδιαμάντης, ἐφ. Πρωτεύουσα, 8.11.1921, σ. 2.

[2]. Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, Μὲ τοῦ βορηᾶ τὰ κύματα. Ταξείδια, Περιγραφαί, Ἐντυπώσεις, σειρὰ Στ΄, ἐκδ. Ι. Δ.Σιδέρη, Ἀθήνα 1927, σ. 4-5.

[3]. Στὸ ἴδιο,σ. 5.

[4]. Ἰω. Ν. Φραγκούλας, «Τὰ καφενεῖα καὶ τὰ μαγαζιὰ τῆς Σκιάθου στὰ χρόνια τοῦ Παπαδιαμάντη», Μὲ τοῦ βορηᾶ τὰ κύματα 9 (1995) 8.

[5]. Νίνα Δημητριάδου, «Τὰ σκιαθίτικα καφενεῖα», Παπαδιαμαντικὰ τετράδια 3 (1995) 150.

[6]. Βλ. Χρυσόστομος, ἐπίσκοπος Θαυμακοῦ, λῆμμα, «Ὁ Πλειαθός, μητροπολίτης Χαλκίδος, Ξηροχωρίου (Ἱστιαίας) καὶ Βορείων Σποράδων (Σκιάθου, Σκοπέλου, Ἁλονήσου)», ΘΗΕ, τ. 4, στ. 812-813, ὁ ὁποῖος ἀρχιεράτευσε ἀπὸ τὸ 1922 ἕως τὸ 1968. Ἀπὸ τὸν μητροπολίτη Γρηγόριο, στὶς 16 Σεπτεμβρίου 1929, στὸν ναὸ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν τῆς Σκιάθου, ἐκάρη μοναχὸς ὁ Ἀλέξ. Μωραϊτίδης μὲ τὸ ὄνομα Ἀνδρόνικος.

[7]. Ὁ Ἰωάννης Σπ. Κλῆμος (1912-1995) ὑπηρέτησε στὴ Χωροφυλακὴ ἀπὸ τὸ 1935 καὶ ἀποστρατεύτηκε ὡς ἀνθυπομοίραρχος. Τέλος Αὐγούστου τοῦ 1956 μετατέθηκε ἀπὸ τὴ Ρόδο στὸν Σταθμὸ Χωροφυλακῆς Σκιάθου· πληροφορίες ἀπὸ τὸν ἀνεψιό του, τὸν ἐκπαιδευτικὸ Γεώργιο Κλῆμο.

[8]. Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ἀλληλογραφία, φιλ. ἐπιμ. Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 1992, σ. 216.

[9]. Πρόκειται γιὰ τὸ παντοπωλεῖο τοῦ Κωνσταντῆ Ζαγοριανοῦ ἢ Ζιμπλοῦ. Τὸ παντοπωλεῖο-ταβέρνα βρισκόταν ἀπέναντι ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ Παπαδιαμάντη στὴ Σκιάθο· Παπαδιαμάντης, Ἀλληλογραφία, σ. 241.

[10] . Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης,  Ἅπαντα, ἐκδ. Δόμος, τ. Δ΄, Ἀθήνα 1985, σ. 549.