Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2021

O IATΡΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΜΑΥΡΟΓΕΝΗΣ, ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ ΤΟΥ 1821

 

Ὁ Ζαχαρίας Παπαντωνίου καὶ τὸ ἰωβηλαῖον τοῦ ἰατροῦ Ἀποστόλου Μαυρογένη, ἀγωνιστοῦ τοῦ ’21.

Καὶ πέθαιναν οἱ ἀγωνισταὶ ἐδῶ μέσα

στὰ παλιοκκλήσια ἀπὸ τὴν ταλαιπωρία

κι᾿ ἀπὸ τὸν βαρὺ χειμώνα

(Γ. Μακρυγιάννης, Ἀπομνημονεύματα)

 

Ὁ Καρπενησιώτης λόγιος Ζαχαρίας Λ. Παπαντωνίου (Καρπενήσι 1877 - Ἀθήνα 1940), μὲ ἀπώτερη καταγωγὴ ἐκ πατρός ἀπὸ τὴ Γρανίτσα τῶν Ἀγράφων, εἶχε τὴν ἰδαίτερη, τὴν ξεχωριστὴ τιμὴ  νὰ γνωρίσει προσωπικὰ  καὶ νὰ συνομιλήσει ἐπὶ συνεντεύξει, ὡς δημοσιογράφος, μὲ τὸν τελευταῖο ἐπιζώντα ἀγωνιστὴ τῆς Ἐπανάστασης τοῦ ’21, τὸν στρατιωτικὸ ἰατρὸ Ἀπόστολο Μαυρογένη (Πάρος 1892 - Ἀθήνα 1906). Ἡ συνομιλία τοῦ γηραιοῦ ἡλικίας 107 ἐτῶν ἀγωνιστοῦ μὲ τὸν Ζαχαρία Παπαντωνίου δημοσιεύτηκε πρωτοσέλιδα στὴν ἐφημερίδα Σκρίπ τῆς 17 Ἰαν. 1904 μὲ τίτλο «107 χρόνια» καὶ μὲ τὴν ὑπογραφὴ Ζ.Π.

Ἀπόστολος Μαυρογένης
 
(Πάρος 1792-Ἀθήνα 1906),
Παναθήναια 147 (1906) 95.
 

Ἡ συνάντηση πραγματοποιεῖται τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1904 στὴν Ἀθήνα στὴν ὁδὸ Μεθώνης 10, ὅπου κατοικοῦσε ὁ  «πρῶτος στρατιωτικὸς ἰατρὸς τῆς ἀναγεννηθείσης Ἑλλάδος, γεννηθεὶς εἰς τὰ 1797» ὅπως δηλώνει ὁ
Z. Παπαντωνίου. Παρὰ τὰ προβλήματα ὑγείας  κυρίως μὲ τὴν ὅρασή του  ποὺ ἀντιμετωπίζει ἡ Ἀπόστολος Μαυρογένης, καὶ παρὰ τὴν ἡλικία τῶν 107 ἐτῶν, δέχεται καὶ ἀπαντᾶ στὰ ἐρωτήματα τοῦ Ζ.Π. Τοῦ δηλώνει πὼς ἦλθε στὴν Ἑλλάδα τὸ 1826, ἀφοῦ εἶχε σπουδάσει Ἰατρικὴ στὴν Ἰταλία, μαζὶ μὲ Ἰταλοὺς φίλους του γιὰ νὰ πολεμήσουν στὸ πλευρὸ τῶν ἐπαναστατημένων Ἑλλήνων κατὰ τῶν Τούρκων:

« — Ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ τοῦ εὐτυχοῦς ἰωβηλαίου σας νὰ μοῦ κάμετε τὴν τιμὴν νὰ ἀκούσω ὀλίγας βιογραφικὰς σημειώσεις ἀπὸ τὸν ἴδιον. Πότε ἤλθατε εἰς τὴν Ἑλλάδα;

—Τὸ 1826.

— Μόνος;     

—Μὲ ἑπτὰ Ἰταλούς. Εἰς τὴν Ἰταλίαν εἶχα τελειώσει τότε τὰς ἰατρικάς μου σπουδάς. Ἐπήγαμεν εἰς τὴν Φλωρεντίαν καὶ ἀγοράσαμεν δίκαννα. Ἐπρομηθεύθημεν πολεμοφόδια καὶ ἤλθαμεν».

Ἀναφερόμενος μάλιστα στοὺς στόχους τῆς Ἐπανάστασης τοῦ ’21  ἀναφέρει:

«Ὁ λόγος περὶ τῆς ἐπαναστάσεως.

— Ἐπολεμούσαμεν, εἶπε, τοὺς Τούρκους χωρὶς οὔτε ἰδέα νὰ μᾶς ἔλθῃ ποτὲ ὅτι ἡ Ἑλλὰς πράγματι θὰ ἐλευθερωθῇ. Ἐλέγαμεν μόνον "ποῦ ξέρεις τί μπορεῖ νὰ γίνῃ"».

 

Δηλώνει τὴ συμμετοχή του στὶς ἱστορικὲς μάχες των Δερβενακίων καὶ τῆς Βέργας καὶ ἀργότερα τοῦ Κουτσελίου, στὴν ὁποία μαχόμενος ἔχασε ἕνα δάκτυλό του. Ἐπιδεικνύει στὸν Ζ.Π. τὸ πιστοποιητικὸ συμμετοχῆς του στὶς μάχες γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς πατρίδος. Ἀκόμη, παραθέτει κάποιο περιστατικὸ μονομαχίας του, στὴ Μεθώνη τῆς Μεσσηνίας, μὲ Γάλλο ἀξιωματικό, ὁ ὁποῖος συμπεριφέρθηκε ἀγενῶς στὴ σύζυγό του.

       Καταθέτει τὴν ἀπογοήτευσή του γιὰ τὴν ἔκρυθμη κατάσταση ποὺ ἐπικτρατεῖ αὐτὴν τὴν ἐποχὴ στὴ Ἑλλάδα, ἐνῶ κρίνει πὼς ὁ κυμερνήτης Ἰωάννης Καποδίστριας ἦταν ἐμμέσως θύμα τῶν ἀνθρώπων τοῦ  περιβάλλοντός του, δηλαδὴ τῶν συμβούλων καὶ συνεργατῶν του:

«Περὶ τοῦ Καποδίστρια ἔχει τὴν ἰδέαν ὅτι τὸν ἔφαγεν ἡ τάσις του πρὸς τὸ κόμμα. Ἡ καταφορὰ τῶν Μαυρομιχαλαίων ἐναντίον του δὲν ὠφείλετο εἰς αὐτὸν τόσον, ὅσον εἰς τὴν κακὴν ἀντίληψιν τῶν Καποδιστριακῶν. Ὁ διοικητὴς τοῦ Ναυπλίου –λέγει‒ μὲ ἐκάλεσε μίαν ἡμέραν καὶ μὲ ἐπέπληξε, διότι ἐπῆγα εἰς τὴν Μάνην νὰ θεραπεύσω τὴν πάσχουσαν σύζυγον τοῦ Πετρόμπεη».

 Στὸ τέλος τοῦ χρονογραφήματός του ὁ Παπαντωνίου παραθέτει κάποια ἀνεκδοτολογικοῦ περιεχομένου στιγμιότυπα ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ ὑπέργηρου ἀγωνιστοῦ τῆς Ἐπανάστασης τοῦ ’21.

Σκρίπ, 12.1.1904, σ.1.
 

Λίγες μέρες ἐνωρίτερα στὶς 12 Ἰαν. 1904 ὁ Ζαχαρίας Παπαντωνίου εἶχε πάλι ἀρθρογραφήσει στὴν ἐφημ. Σκρίπ γιὰ τὸ ζήτημα τῶν ἐπιζώντων ἀγωνιστῶν τοῦ ’21. Στὸ χρονογράφημά του μὲ τίτλο «Ἀγωνισταί» καὶ μὲ τὴν ὑπογραφὴ πάλι Ζ.Π. ἀναφέρει ἕνα ἄλλο περιστατικὸ συνάντησής του μὲ ἀγωνιστὴ τοῦ ’21, στὴν Ἄμφισσα, περὶ τὸ 1890, ὅπου διέμενε ὡς μαθητὴς ὁ Παπαντωνίου μὲ τὴν οἰκογένειά του, λόγω μεταθέσεως τοῦ δασκάλου πατέρα του Λάμπρου Παπαντωνίου:

Ζαχαρίας Λ. Παπαντωνίου
(Καρπενήσι 1877-Ἀθήνα 1940).
Ἀκρυλικὸ σὲ χαρτὶ.
Σύγχρονο (2021) ἔργο τοῦ Κώστα Ντιό. 

 

«Εἶδα πρὸ 15 ἐτῶν εἰς τὴν Ἄμφισσαν τὸν ἐπιζῶντα συναγωνιστὴν τοῦ Ἀντρούτσου, ἕνα ἀπὸ τὰ παλληκάρια ποὺ εἶχε κλεισθῇ στὸ χάνι.

Ἔτυχε νὰ εὑρίσκωμαι εἰς τὸ τυπογραφεῖον τῆς Ἀμφίσσης τὸ ἕνα καὶ μοναδικόν, παραπλεύρως χειροκινήτου πιεστηρίου, ὅταν ἔξαφνα περνοῦσε ὁ Γέρος ἀπέξω. Κἄποιος τότε τὸν ἐφώναξε καὶ ἐμπῆκε μέσα κτυπῶν τὴν βακτηρίαν του. Ἦτο ἕνα ἐρείπιον 95 ἐτῶν. Ἀλλὰ τὰ μάτια του ἔλαμπαν μὲ ἕνα φῶς ἰσχυρότατον. Ἕνας ἀπὸ ἡμᾶς τὸν ἠρώτησεν ἀφελέστατα πῶς ἔγιναν αὐτὰ ποῦ ἔγιναν στὸ χάνι τῆς Γραβιᾶς. Ὁ γέρος ἀπήντησε καταπίνων:

—Ἔ, παιδί μου! Ἐκεῖ γενότανε ἄντρας κι ὁ πλέον φοβιτσιάρης.

Ἡ ἀπάντησις ἐσμίκρυνε τὴν στιγμὴν ἐκείνην εἰς τὰ μάτια μας τὸν γέρον, διότι ἦτο ἀδύνατον νὰ ἐννοήσωμεν τὸ μέγεθος τῆς μετριοφροσύνης τοῦ ἐνδόξου ἀνθρώπου».

Στὸ ἴδιο ἄρθρο ἀναφέρει πάλι τὸν Ἀπόστολο Μαυρογένη καὶ τὴν παρουσία του στὴν πόλη τῶν Ἀθηνῶν, ὅπου συναντοῦσε τὸν παλαιὸ θαλλερὸ ἀκόμη ἀγωνιστὴ ἰατρὸ νὰ περιπατεῖ ἄσημος καὶ ταπεινὸς στοὺς δρόμους τῆς Πρωτευούσης :

 «Ἀκριβῶς μίαν τοιαύτην παιδικὴν ἀπορίαν ἔχω ὅταν βλέπω εἰς τοὺς δρόμους τῶν Ἀθηνῶν νὰ περιφέρεται μὲ τόσην ἀσημότητα καὶ ταπεινωσύνην ὁ ἀγωνιστὴς Μαυρογένης. Ὁ γηραιὸς ἀγωνιστὴς δὲν θέλει νὰ ἔχῃ τὴν δόξαν ἀκινήτου προσκυνηταρίου. Ἀπεναντίας κινεῖται ὅσον ἠμπορεῖ, φραγκοφορεμένος ὡς ἡμεῖς, ἄνθρωπος τῆς τύρβης καὶ τοῦ κόσμου, ἀναβαίνων συχνὰ εἰς τὸ τράμ –φαντασθῆτε ἄνθρωπος τοῦ ’21 εἰς τὸ τρὰμ τῶν Ἀθηνῶν! Κατὰ τὰς τελευταίας ἐκλογὰς ἐπῆγεν εἰς τὸν Πειραιᾶ καὶ ἐψήφισε, μόνος του χωρὶς συνοδόν.

Εἰς τὴν θύραν μάλιστα τοῦ ἐκλογικοῦ τμήματος κάποιος ρωμῃὸς ψηφοφόρος, ἀγνοῶν μὲ ποῖον ψηφίζει μαζί, τὸν ἔσπρωξε μὲ τοὺς ἀγκῶνας φωνάζων:

— Ὢχ ἀδελφέ, γέρο, μᾶς ἐσκότισες!

— Ἄϊντε νὰ χαθῇς ἀπὸ κεῖ, ἐφώναξε κάποιος κύριος ἀναγνωρίσας τὸν Μαυρογένην. Αὐτὸς ὁ γέρος σοῦ ἔδωκε τὸ σφαιρίδιον ποὺ κρατεῖς, καὶ τὸν προϋπολογισμὸν ἀπὸ τὸν ὁποῖον αὔριον θὰ πάρῃς μισθό».

Νέον Ἄστυ, 9. 11. 1906, σ. 1.



 

Ὁ Ἀπόστολος Μαυριογένης πεθαίνει στὶς 7 Νοεβρίου 1906. Ὁ Ζαχαρίας Παπαντωνίου ἦταν πλέον συνδιευθυντής, μαζὶ μὲ τὸν  νομικὸ καὶ δημοσιογράφο Γ. Βουτσινᾶ (Λευκάδα 1874 - Ἀθήνα 1938), τῆς ἐφημερίδας Τὸ Ἄστυ, ὅπου στὶς 9 Νοεμβρίου 1906 ἐπαναδημοσιεύεται ἀνωνύμως ἡ συνέντευξη τοῦ Ζ.Π. μὲ τὸν τελευταῖο ἀγωνιστὴ τοῦ 21, τὸν «Μαθουσάλα καὶ γίγαντα τῆς μακροβιότητος», ὅπως ἀποκαλεῖται, προφανῶς ἀπὸ τὸν Παπαντωνίουστὸ μικρὸ εἰσαγωγικὸ ποὺ προτάσσσεται ῆς ἐπαναδημοσίευσης:

«Ἀθηναῖος δημοσιογράφος εἰς τὰ 1904, ὅταν ὁ κηδευθεὶς χθὲς ἀγωνιστὴς Μαυρογένης ἑώρταζε τὴν 108ην ἐπέτειον τῆς γεννήσεώς του, μετέβη εἰς τὸν οἶκον τοῦ ἐπιζῶντος Μαθουσάλα καὶ ἔλαβε μαζί του τὴν κατωτέρω συνέντευξιν, εἰς τὴν ὁποίαν ὁ ἴδιος γίγας τῆς μακροβιότητος ὁμιλεῖ καὶ διηγεῖται τὴν ζωήν του. Ἀναδημοσιεύομεν σήμερον ὡς δίδον μίαν εἰκόνα τῆς ζωῆς τοῦ γέροντος τὸ ἄρθρον ἐκεῖνο, τὸ γραφὲν πρὸ δύο ἐτῶν».

Ἐφημ. Σκρίπ, 8.11.1906, σ.2.

 

Ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία  τοῦ Ἀπόστολου Μαυρογένη ψάλλεται τὴν ἑπομένη, στὶς 8 Νοε. 1906, στὸν ἱ. ν. Ἁγίου Νικολάου Πευκακίων. Ὅπως, ὅμως φαίνεται ἀπὸ δημοσιεύματα τοῦ Τύπου, ἡ Πολιτεία καὶ οἱ ἐπίσημοι φορεῖς ἀπουσίασαν ἐκκωφαντικά· ἔνδειξη ἀπαξίωσης τῆς προσφορᾶς τῶν ἐπιζώντων ἀγωνιστῶν στὸν Ἀγώνα. Χαρακτηριστικά, σὲ ἄρθρο μὲ πικρῆς εἰρωνίας περιεχόμενο τῆς ἐφ. Τὸ Ἄστυ, τῆς 10ης Νοε. 1906, ποὺ ἂν καὶ ἀνυπόγραφο θὰ μποροῦσε νὰ ἀποδοθεῖ στὸν Ζαχαρία Παπαντωνίου, ὡς ἐκ τῶν διευθυντῶν τῆς Ἐφημερίδος, ἀναφέρεται:

Τὸ Ἄστυ, 10.11.1906,  σ. 1 


«Εἰς τὴν κηδείαν τοῦ ἀγωνιστοῦ, τοῦ ἀνωτέρου ἀξιωματικοῦ, τοῦ ἀρχαιοτέρου στρατιωτικοῦ ἰατροῦ Ἀποστόλου Μαυρογένη ἐμετρήθησαν:

Στέφανοι 0,

Ἐπίσημοι 0,

Ἀξιωματικοὶ 3 ½,

Παράσημα 2.

Δὲν σημειώνομεν καὶ  ἓν (ἀριθ. 1)δυστύχημα τὸ ὁποῖον συνέβη. Οἱ περισυλλεχθέντες 10 ½ στρατιῶται οἱ ἀποτελέσαντες τὸ σύνταγμα τὸ λαβὸν μέρος εἰς τὴν κηδείαν, ἔχασαν τὸν δρόμον. Ἐσκαρφάλωσαν λοιπὸν εἰς τὸν Λυκαβητὸν, ἔπειτα κατέβηκαν πρὸς τὴν Ἀκαδημίαν, εἰσῆλθον εἰς τὴν ὁδὸν Σκουφᾶ καὶ ἐκεῖ ἀκούσαντες ψαλμῳδίας  διηυθύνθησαν πρὸς τὸν ναὸν τοῦ ἁγίου Νικολάου. Ἐὰν δὲν εὕρισκον ἐκεῖ τὸν νεκρὸν θὰ διηυθύνοντο εἰς τὸ Νεκροταφεῖον. Καὶ ἐὰν δὲν ἦτο καὶ ἐκεῖ θὰ ἐπεφυλάσσοντο νὰ ἀποδώσουν τὰς τιμὰς εἰς τὴν Δευτέραν Παρουσίαν.

Εὐτυχῶς εἰς τὸ μεταξὺ ὁ ἀείμνηστος Μαυρογένης ὁ ὁποῖος ἔζησε ἑκατὸν ἑπτὰ ἔτη διὰ νὰ ἰδῇ καὶ τὴν τελευταίαν διοργάνωσιν τοῦ στρατοῦ, εἶχε διευθυνθῇ μόνος του καὶ χωρὶς στρατιώτας εἰς τὸν Ἅγιον Νικόλαον καὶ τοὺς ἐπερίμενε ἐκεῖ μὲ τὴν πεποίθησιν ὅτι θὰ ἔλθουν. Καὶ οἱ στρατιῶται ‒ὅπως εἴπαμεν ἤδη‒ ἦλθον διὰ νὰ μὴ διαψεύσουν τὴν τελευταίαν αὐτὴν αἰσιοδοξίαν ἑνὸς ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος εἶχε διαφόρους ἀνοησίας, μεταξὺ τῶν ὁποίων μία ἦτο νὰ σπάσῃ τὸ χέρι του στὰ Δερβενάκια, ἐνῷ ἔπρεπε νὰ τὸ διατηρήσῃ ὑγιές, νὰ γίνῃ ταμίας, νὰ σηκώσῃ ὁλόκληρον τὸ ταμεῖον ὅτε εἰς τὴν κηδείαν του θὰ ἦσαν:

Στέφανοι 227,

Ἐπίσημοι 632,

Παράσημα 3.

 

Ὡρισμένως ὁ μακαρίτης Μαυρογένης εἰς τὰ Δερβενάκια ἔχασε ὄχι τὸ χέρι του ἀλλὰ τὸ κεφάλι του».

Ἐμπρός, 8.11.1906, σ. 2.

 

Ἀντίθετα, ὁ Τύπος τῆς ἐποχῆς, σχεδὸν στὸ σύνολό του, τίμησε ἰδιαίτερα, μὲ πολλὰ μεταθανάτια δημοσιεύματα καὶ νεκρολογίες, τὸν Ἀπόστολο Μαυρογένη –καὶ στὸ πρόσωπό του, ὡς τελευταίου ἐκ τῶν ἐπιζώντων ἀγωνιστῶν τῆς Παλλιγενεσίας, καὶ ὅλους τοὺς ἀγωνιστές‒ γιὰ τὶς πολύτιμες ὑπηρεσίες του στὴν Πατρίδα καὶ τὸ Γένος.  

Ἀκρόπολις δύο ἡμέρες μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἀπόστολου Μαυρογένη σὲ σχετικὸ ἄρθρο μὲ τὸν τίτλο «Ὁ τελευταῖος ἀγωνιστὴς Ἀπόστολος Μαυρογένης, Ἀντισυνταγματάρχης τῆς Φάλαγγος» ἀναφέρεται στὴν ἀποστροφή του στὶς τιμητικὲς διακρίσεις καὶ στὴν προσήλωσή του στὰ ἑλληνικὰ ἤθη καὶ ἔθιμα ἀλλὰ καὶ στὴν καλὴ  φυσική του κατάσταση, τὴν σωματικὴ ἀκμαιότητά του μέχρι τὶς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς του:

 «...Πρὸς τὰ παράσημα ἐδείκνυε ἰδιαιτέραν ἀποστροφήν, διότι ἔλεγεν ὅτι τὸ παράσημον τοῦ ἀγῶνος δὲν συγκρίνεται μὲ κανὲν ἄλλο. Καίτοι ἐβίωσεν εἰς ἐποχὴν πόρρω ἀπέχουσαν τῆς ἐποχῆς του, ἐν τοσούτῳ δὲν ἐννοοῦσε νὰ ἀπομακρυνθῇ ποσῶς ἀπὸ τὰ ἤθη καὶ ἔθιμα τῆς ἐποχῆς του. Ὡμίλει τὴν γλῶσσάν του ὅπου κι ἂν εὑρίσκετο... Μέχρι τῶν τελευταίων ἡμερῶν τοῦ βίου του διετήρη μίαν ἀκμαιότητα πρωτοφανῆ καὶ ἀξιοθαύμαστον, ἥτις ἐνεθύμιζε ἄλλην ἐποχὴν καὶ ἄλλον κόσμον ἐξλέξαντα φῶς διὰ παντός.

Ὁ Μαυρογένης μέχρι πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν ἀκόμη ἔκαμνε πεζῇ τὸν γύρον τῆς Ἀκροπόλεως».

Σκρίπ,  8.11.1906, σ. 2.

T
Σκρὶπ τὴν ἑπομένη τοῦ θανάτου του, στὶς 8 Νοε. 1906, σὲ ἀνώνυμο ἄρθρο μὲ τίτλο «Ὁ θάνατος τοῦ Ἀποστόλου Μαυρογένους. Βίος 114 ἐτῶν», πέραν τῶν ἄλλων, ἐξαίρει καὶ τὸ ἐπιστημονικὸ ἔργο τοῦ γηραιοῦ ἐκλιπόντος, μὲ τὶς ὑγειονομικὲς θέσεις ποὺ κατέλαβε στὸ νέο ἑλληνικὸ Κράτος ἀλλὰ καὶ τὸ συγγραφικό του ἔργο:

 

«Τὸ ἐπιστημονικὸν ἔργον του

Ὡς ὑγειονομικὸς ἀξιωματικὸς διέπρεψεν, ἐχρημάτισε δὲ κατόπιν ἐπὶ 45 ἔτη ὑγειονόμος Πειραιῶς.

Ὑπῆρξε μέλος τῆς ἐνεργοῦ φάλαγγος τοῦ Ὄθωνος, ἧς ἦτο συνταγματάρχης, ἔφθασε δὲ εἰς τὸν βαθμὸν ἀρχιάτρου, ὅτε καὶ ἀπεστρατεύθη.

Ἔκτοτε ἰδιωτεύων κατεγίνετο εἰς τὴν συγγραφὴν ἐπιστημονικῶν βιβλίων, ἀνακαλύψας καὶ τὴν σηπεδονώδη εὐλογίαν, εἶχε δὲ διαρκὲς παράπονον, ὅτι αἱ ἑκάστοτε κυβερνήσεις ἐδείκνυον πρὸς αὐτὸν ἀστοργίαν. Ἀποθνήσκων διετήρει πλήρεις τὰς αἰσθήσεις του μέχρι τῆς τελευταίας στιγμῆς, ὅτε ὄρθιος ἔκλινε πρός τινα ἕδραν τὴν κεφαλὴν καὶ παρέδωκεν τὸ πνεῦμα, περιστοιχιζόμενος ἀπὸ τὸν υἱόν του κ. Μαυρογένην, ἀπόστρατον ἀρχίατρον, τὰς θυγατέρας του καὶ τοὺς ἐγγονούς του».

Τὸ Ἐμπρός,, στὶς 8 Νοε. 1906, σὲ δημοσίευμα μὲ τίτλο «Ὁ θάνατοςτου ἀγωνιστοῦ Ἀπόστολου Μαυρογένη» ἐπισημαίνει, μεταξὺ ἄλλων, τὴν ἀπόφασή του νὰ ἀφήσει τὴν Εὐρώπη, τὶς σπουδές  του, τὴ σταδιοδρομία του καὶ νὰ ἔλθει στὴ Ἑλλάδα μὲ ἔνοπλο σῶμα ἀπὸ ἑπτὰ Ἰταλοὺς ἐθελοντὲς στὸν ὑπὲρ τῆς Ἀνεξαρτησίας ἀγώνα. Δηλώνεται ἐπίσης ἡ στενὴ συνεργασία τοῦ Ἀπ. Μαυρογένη μὲ τὸν Θ. Κολοκοτρώνη καὶ τὸν Γ. Καραϊσκάκη:

Καιροί, 8.11. 1906, σ.2.

«
Ἡ μεγάλη ἡμέρα τοῦ ’21 εἶχεν ἀνατείλει, ἡ ἰδέα τῆς ἀνεξαρτησίας εἶχεν ὡριμάσει πλέον καὶ ἡ σημαία αὐτῆς ἐκυμάτιζεν ἐπὶ τῆς Ἁγίας Λαύρας. Ὁ ἰατρὸς δὲν ἐδίστασε οὐδὲ στιγμήν. Ρίπτει μακρὰν τὰ βιβλία του, λαμβάνει μεθ’ ἑαυτοῦ ἑπτὰ ἐνθουσιώδεις νέους φίλους του, τέκνα εὐγενῶν οἰκογενειῶν τῆς Ἰταλίας καὶ μετὰ μικρὸν συναντᾶται ἐπὶ τῶν ὀρέων τῆς Πελοποννήσου μετὰ τῶν ἀπίστων, τῶν βαρβάρων κατακτητῶν, πρὸς οὓς μάχεται μετὰ τῶν συναδέλφων του ὡς λέων. Ἡ ἐποχὴ αὕτη κατέχει τὰς καλλιτέρας σελίδας τοῦ βίου του.

Διαδοχικῶς γνωρίζεται καὶ γίνεται ἀχώριστος φίλος τοῦ Κολοκοτρώνη καὶ τοῦ Καραϊσκάκη καὶ ἄλλων μεγάλων πρωτεργατῶν τῆς γιγαντομαχίας ἐκείνης τοῦ 1821. Καὶ πότε δράττει τὸ καρυοφύλλι καὶ μάχεται παρὰ τὸ πλευρὸν τῶν ἡρώων ἐκείνων καὶ πότε λαμβάνει τὰ χειρουργικά του ἐργαλεῖα διὰ νὰ ἐπιρράψῃ ἢ νὰ ἐπιδέσῃ τὰ τραύματα τῶν συμπολεμιστῶν του...» 

Ἑστία τῆς 8ης Νοε. 1906, σὲ ἀρθρογράφημα μὲ τίτλο «Ἀπόστολος Μαυρογένης», σχολιάζει τὴν περιγραφή, διὰ στόματος Ἀποστόλου Μαυρογένη, τῶν μαχῶν καὶ τῶν γεγονότων τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821, ἐνῶ σημειώνει γιὰ τὶς συνθῆκες τοῦ θανάτου του, ὅτι ἐκοιμήθη αἰφνιδίως ἀλλὰ ἡσύχως:

Ἑστία, 8.11.1906, σ. 2.

 
«Ἀπὸ τὰ τελευταῖα λείψανα τοῦ μεγάλου Ἀγῶνος, μία ἱστορία τῶν ἐνδόξων ἐθνικῶν γεγονότων, ὁ Ἀπόστολος Μαυρογένης ἐκοιμήθη χθὲς τὸν ὕπνον τοῦ δικαίου εἰς ἡλικίαν 114 ἐτῶν.

Ὅλοι οἱ ἐν Ἀθήναις ἐνθυμοῦνται τὸν σεβαστὸν γέροντα, ὅστις μέχρις ἐσχάτων ἐφαίνετο μόνος εἰς τὰς ὁδοὺς ἀκμαῖος καὶ ζωηρὸς παρ’ ὅλην τὴν ἐκ τῆς ἡλικίας πάθησιν τῶν ὀφθαλμῶν. Πολλοὶ ἤκουσαν ἐκ τοῦ στόματός του ζωηρὰς περιγραφὰς τῶν γεγονότων τῆς Ἐπαναστάσεως, εἰς τὴν ὁποίαν ὁ Μαυρογένης ὑπῆρξε σύντροφος καὶ στρατιώτης τοῦ Κολοκοτρώνη καὶ τοῦ Καραϊσκάκη.... Ὁ θάνατός του ἐπῆλθεν αἰφνίδιος καὶ ἥσυχος ὅπως τὸ σβύσιμον λυχνίας, τῆς ὁποίας ἐξέλιπε τὸ ἔλαιον»

 

Ἡ ἐφημερίδα Καιροί,  στὶς 8 Νοε. 1906,  σὲ δημοσίευμα μὲ τίτλο «Ὁ θάνατος τοῦ ἀγωνιστοῦ Μαυρογένη», ἀποκαλύπτει τὸ σοβαρὸ ἀτύχημα ποὺ εἶχε ὁ Ἀπ. Μαυρογένης κατὰ τὴ διάρκεια τῶν Ὀλυμπιακῶν ἀγώνων τοῦ 1906, ‒ τὴν γνωστὴ ὡς "Μεσοολυμπιάδα 1906", ποὺ διεξήχθη στὴν Ἀθήνα ἀπὸ 22 Ἀπρ.1906 ἕως 2 Μαΐου 1906‒ γεγονὸς ποὺ κατὰ τὸν ἀνώνυμο συντάκτη τοῦ δημοσιεύματος ἐπιδείνωσε τὴν κατάσταση τῆς ὑγείας του:

«Ὁ γηραιὸς ἀγωνιστὴς καὶ μὲ ὅλα του τὰ ἔτη ταῦτα θὰ ἔζη ἐπὶ πολὺ ἴσως ἀκόμη, ἐὰν δὲν ὑφίστατο σοβαρότατον ἀτύχημα κατὰ τοὺς τελευταίους Ὀλυμπιακοὺς Ἀγῶνας, πεσῶν ἔκ τινος κλίμακος. Ἐκ τοῦ κατάγματος τὸ ὁποῖον ὑπέστη τότε δὲν ἠδυνήθη πλέον νὰ ἀναλάβῃ τελείως.

Ἐν τούτοις ὁ θαλερὸς πρεσβύτης μέχρι τῆς χθὲς καὶ δύο ὥρας πρὸ τοῦ θανάτου του ἀκόμη, ἦτο ὄρθιος καὶ περιπάτει.

Ὁ μεγαλύτερος υἱὸς τοῦ μεταστάντος εἶναι ἐπίατρος ἐν ἀποστρατείᾳ, καὶ ἡλικίας περίπου 70 ἐτῶν».

Καιροί, 9.11. 1906, σ. 1.

 

Πάλι οἱ Καιροί, τὴν ἑπομένη, στὶς 9 Νοε. 1906, μὲ τὸ χρονογράφημα «Εὐθανασία» ποὺ ὑπογράφει μὲ τὸ δημοσιογραφικὸ ψευδώνυμο  «Φίλεας Φόγγ» ποὺ παραπέμπει σὲ ἥρωα τοῦ μυθιστορήματος τοῦ Ἰουλίου Βὲρν «Ὁ Γύρος τοῦ Κόσμου σὲ 80 ἡμέρες» ὁ δημοσιογράφος,  θεατρικός συγγραφέας, λογοτέχνης καὶ βιογράφος σημαντικῶν ἱστορικῶν προσωπικοτήτων Γεώργιος Τσοκόπουλος (Ἀθήνα 1871-1923), σχολιάζει τὴ μακροβιότητα καὶ τὴν καλὴ φυσικὴ ἀσκητικὴ ἐμφάνιση τοῦ Ἀπ. Μαυρογένη:

 

«Ὁσάκις ἐπερνοῦσεν πλησίον μου, ἴσιος, ὀστεώδης, ἀπηλλαγμένος ἀπὸ κάθε περιττὴν σάρκα, μουρμουρίζων ἕνα τραγούδι τῆς ἐποχῆς του, μοῦ ἐφαίνετο ὅτι ἐπερνοῦσε μία διαβεβαίωσις, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν πεθαίνει, ὅτι ἔχομεν διεστραμμένην τὴν ἰδέαν τῆς φθορᾶς εἰς αὐτὸν τὸν κόσμον.

Κἄποτε ὡμιλοῦσα μὲ τὸν Μαυρογένη εἰς ἕνα καφενεδάκι τῆς Νεαπόλεως, ὅταν ἐπέρασε μία κηδεία. Μέσα εἰς τὸ φέρετρον ἦτο ἐξηπλωμένος ἕνας νεώτατος ἄνθρωπος, μόλις ἔχων τὸ ἕνα πέμπτον τῆς ἡλικίας τοῦ συνομιλητοῦ μου. Ὁ Μαυρογένης ἐσηκώθη καὶ ἔβγαλε τὸ καπέλλο του. Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ὁ Μαυρογένης δὲν ἐχαιρετοῦσε τὸν νεκρόν, ὅπως ἔκαμνα ἐγώ.

Ἐχαιρετοῦσε τὸν θάνατον. Καὶ ὁ θάνατος ἐπερνοῦσε μακρυά του ἀπὸ τὸ ἄλλο πεζοδρόμιον».

 

Τὴν ἴδια ἡμέρα ὁ Γεώργιος Τσοκόπουλος  χρονογραφεῖ γιὰ τὸν Ἀπόστολο Μαυρογένη καὶ στὸ Νέον Ἀστυ, τοῦ ὁποίου ἦταν ἀρχισυντάκτης. Στὸ ἄρθρο του  μὲ τίτλο «Ὁ παπποῦς», ποὺ τὸ ὑπογράφει ὡς Γ.Τ.,  ἀνακηρύσσει τὸν Ἀπόστολο Μαυρογένη «παπποῦ ὅλων τῶν Ἑλλήνων» καὶ ἀναφέρεται ἐκτενῶς στὸ μυστήριο τῆς μακρόβιότητός του· στὸ γεγονὸς πὼς γεννήθηκε, ἔζησε καὶ ἐκοιμήθη σὲ τρεῖς διαφορετικοὺς αἰῶνες :

«Ἀπέθανε ὁ γέρος, ὁ ὁποῖος ὡρισμένως ἦτο ὁ παπποῦς ὅλων τῶν Ἑλλήνων. Ἐστέκετο ἀκόμη μεταξύ μας χάρις εἰς τὸν μυστηριώδη νόμον, ὁ ὁποῖος κρατεῖ ὄρθιον τὸ Θησεῖον, τὸν Λυκαβηττὸν ἢ τὸν πλάτανον τῆς Κηφισσιᾶς. Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι οἱ γονεῖς του τὸν κατεσκεύασαν εἰς μίαν ἐποχὴν ποὺ ὅ,τι κι ἂν ἔκαμναν οἱ ἄνθρωποι, ἔμψυχον ἢ ἄψυχον τὸ ἔκαμναν τέλειον καὶ προωρισμένον νὰ περιφρονήσῃ τὰ χρόνια.

Ἀπὸ τὴν ἐποχὴν ποὺ ὁ Μαυρογένης ἔβαλε τὴν πρώτην κραυγὴν, μὲ τὴν ὁποίαν ὁ ἄνθρωπος χαιρετᾶ τὸ φῶς, ἕως τώρα γενεαὶ ὁλόκληραι ἐξωντώθησαν, καὶ ἀπὸ τὰ ἀμέτρητα ἀθροίσματα ἀνθρώπων δὲν ἔμεινε οὔτε μιὰ χοῦφτα χῶμα. Ἂν ἡ γῆ ἐχόρταινε ἀπὸ τὰς σάρκας ποὺ τρώγει –ἀκούραστον σαρκοφάγον εἰς τὴν φύσιν– βεβαίως θὰ εἶχε χορτάσῃ ἀπὸ τὴν τροφὴν ποὺ τῆς στέλνει ἡ ἀνθρωπότης διαρκῶς. Μόνον ὁ Μαυρογένης ἐπερνοῦσε βραδὺς τὸν δρόμον του ἀπέναντι τῶν ἄλλων ὅλων ποὺ ἔτρεχαν βιαστικοὶ νὰ ζητήσουν τὴν αἰώνιον ἡσυχίαν. Καὶ τρεῖς αἰῶνες, ὡς τρεῖς Μάγοι βιβλικοί, ἐπέρασαν ἐμπρός του, τὸν εἶδαν μὲ ἀπορίαν καὶ τὸν ἄφησαν. Εἶναι κἄτι τι νὰ ξεψυχίσουν δύο αἰῶνες ἐμπρὸς εἰς ἕνα ἄνθρωπον καὶ ὁ ἀνθρωπος ν’ἀκούσῃ τὴν μωρουδιακὴν κραυγὴν τρίτου αἰῶνος γεννωμένου ἐμπρός του».

 

Νέον Ἄστυ, 9.11.1906, σ. 2.

Ἐπίσης, πάλι στὸ Νέον Ἀστυ, τὴν ἴδια ἡμερομηνία ‒9 Νοε. 1906‒ ἄλλος ἀρθρογράφος μὲ τὸ ψευδώνυμο Α. (ἴσως ὁ Παῦλος Νιρβάνας) ἀναφερόμενος, σὲ ἄρθρο του μὲ τίτλο «Πῶς ἐκηδεύθη», στὴ κηδεία τοῦ Ἀπ. Μαυρογένη καυτηριάζει, μὲ εἰρωνικὴ διάθεση, τὴν ἀπουσία  τῆς Πολιτείας καὶ τῶν ἐπισήμων φορέων  της ἀπὸ τὴν κηδεία τοῦ Ἀπ. Μαυρογένη, καὶ τὴν ἀντιπαραβάλλει μὲ τὴν αἴγλη τῆς ἐπισημότητας τῆς κηδείας  ἑνὸς ἁπλοῦ Ἄγγλου  ναύτη ποὺ μετεῖχε στὴ ναυμαχία τοπυ Ναυαρίνου:

 

«Μεγαλοπρεπῶς καὶ μὲ πᾶσαν τὴν ἐπιβαλλομένη ἐπίδειξιν ἐκηδεύθη χθὲς ὁ Ἀπόστολος Μαυρογένης,ὁ ἀρχαιότερος ἀπόστρατος ἀξιωματικὸς τοῦ στρατοῦ, ὁ ἀρχαιότερος Ἕλλην ἐπιστήμων, ὁ ἀρχαιότερος ἄνθρωπος.

Ἔλειπαν ἀπὸ τὴν κηδείαν: Ὁ ὑπουργὸς τῶν Στρατιωτικῶν τῆς Ἑλλάδος. Ὅλοι οἱ 637.822 στρατηγοὶ τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ, εἰς τοὺς ὁποίους ἐπρόκειτο νὰ προστεθοῦν καὶ πέντε ἀκόμη. Ὅλοι οἱ ἀξιωματικοὶ πλὴν ἑνὸς ἀνθυπασπιστοῦ, φιλοτιμώτατα ἀκολουθήσαντος ἕως τὸ νεκροταφεῖον. Ὅλοι οἱ τρατιωτικοὶ ἰατροί. Ὅλοι οἱ πολιτευόμενοι Ἀττικῆς. Τὰ ἐνενῆντα ἐννέα ἑκατοστὰ ἑνὸς συντάγματος, τοῦ ὁποίου ἓν ἑκατοστόν, εἰκοσιοκτὼ ἄνδρες, ἀπέδωκαν τὰς ἐπικηδείους τιμάς. Τέταρτος ἀξιωματικός, ζητηθεὶς διὰ νὰ κρατήσῃ τὴν τετάρτην ταινίαν τοῦ φερέτρου δὲν ὑπῆρχε καὶ παρεκλήθη ἕνας ταγματάρχης τοῦ οἰκονομικοῦ, ὁ ὁποῖος εὐτυχῶς ἐδέχθη, διότι ἄλλως ἡ τετάρτη ταινία θὰ ἐσύρετο κατὰ γῆς.

Ἀπέθανε πέρυσιν εἰς τὴν Ἀγγλίαν ἕνας ἀπόμαχος, ὁ ὁποῖος εἰς τὴν ναυμαχίαν τοῦ Ναυαρίνου ἔλαβε μέρος ὡς ἁπλοῦς ναύτης. Τὴν κηδείαν του ἠκολούθησεν ὅλον τὰ ἀγγλικὸν ναυαρχεῖον, ὁ δὲ ὑπουργὸς τῶν Ναυτικῶν, περιοδεύων δι’ ἐκλογικὰς ἐνεργείας, διέκοψε τὸ ταξεῖδι του, ἀνέβαλεν ἓν συλλαλητήριον, εἰς τὸ ὁποῖον ἐπρόκειτο ὰ ὁμιλήσῃ, κι ἔσπευσε ν’ἀκολουθήσῃ τὴν κηδείαν.

Ἰδοὺ οἱ Ἄγγλοι καὶ ἰδοὺ οἱ Ἕλληνες».

 

Παναθήναια,  157 (1906) 95.

Τέλος, στὰ Παναθήναια τοῦ  1906 [Παναθήναια 147 (1906) 95]  δημοσιεύεται, μὲ ἀφορμὴ τὸν θάνατο τοῦ Ἀπ. Μαυρογένη, χρονογράφημα μὲ τίτλο «Ὁ τελευταῖος τῶν ἀγωνιστῶν». Ὑπογράφεται μὲ τὸ λογοτεχνικὸ ψευδώνυμο «Κηφισσός» ποὺ παραπέμπει στὸν Πέτρο Ζητουνιάτη (Λειβαδιὰ 1875-Ἀθήνα 1909), δημοσιογράφο καὶ λογοτέχνη μὲ σοσιαλιστικὲς ἀρχὲς καὶ  ἰδέες. Τὸ χρονογράφημα ἀναδεικνύει τὰ ὄνειρα, τὰ ἰδανικὰ ποὺ ἐνέπνευσε καὶ ἐξέθρεψε, ἰδιαίτερα στοὺς νέους, ὁ Ἀπ. Μαυρογένης μὲ τὸ ἀγωνιστικὸ ἀλλὰ καὶ τὸ ἐπιστημονικό του παράδειγμα:

 

«Δὲν ἠξεύρω ἂν ὁ Μαυρογένης ὅστις ἦτο καὶ ἰατρός, ἦτο κάτοχος τῶν μυστηριωδῶν  βοτάνων ποὺ παρατείνουν τὴν ζωήν. Ὁ ὀργανισμός του ὅμως κἄτι θὰ εἶχεν ἀπὸ τὴν αἰωνίαν νεότητα τῆς φύσεως, ὅπως ἡ ψυχή του ἐνέκλειε κἄτι ἀπὸ τὰ ὄνειρα τῶν μεγάλων. Καὶ τώρα ποὺ ἔφυγεν ὑπὸ τὴν γῆν βλέπω ὅτι ἐξηφανίσθη μαζί του μία μεγαλειότης εἰς ἐνιαυτοὺς καὶ εἰς ὄνειρα. Τὰ ὄνειρα τὰ πάναγνα ποὺ ἐστύλωσαν τὴν νέαν δόξαν τῆς Ἑλλάδος. Τὸ ὄνειρον ποὺ ἦτο ζωὴ καὶ θάνατος μαζί.

Αὐτὴν τὴν ὀπτασίαν τῆς μεγάλης ζωῆς καὶ τοῦ μεγάλου θανάτου μοῦ παρουσίαζεν ἡ φυσιογνωμία τοῦ Μαυρογένη. Τῆς ζωῆς ἐπάνω εἰς τὰ Ἑλληνικὰ Βουνὰ καὶ τοῦ θανάτου μέσα εἰς τὰς κλιτύας των. Τὸ ἰδανικὸν αὐτῆς τῆς ζωῆς ποὺ πρέπει νὰ νοσταλγοῦν τὰ Ἑλληνόπουλα, ποὺ τὴν ἔβλεπα ζωντανὴν ἐμπρός μου ὁσάκις συναντοῦσα στὸν δρόμον τὸν Μαυρογένην.

Μὲ τὸν θάνατόν του τώρα ἆρα γε νὰ ἐσβέσθη ἡ ἁρμονία τῆς ἐποχῆς ποὺ ἐδόνει τὰ ψυχάς μας; Ἀλλοίμονον, δὲν θέλω νὰ τὸ πιστεύσω. Τὸ τραγούδι τῶν ἡρώων δὲν χάνεται εἰς τὸν ὠκεανὸν τῆς ζωῆς. Ἐσβέσθησαν οἱ ἄνθρωποι ἀλλὰ κἄπου θὰ μείνῃ τὸ ὄνειρόν των. Εἰς κἄποιαν μυστικὴν γωνίαν τῶν ψυχῶν μας θὰ ἐνεστάλαξαν τὸ ἄρωμα τῶν μύρτων καὶ τῶν ὑψηλῶν ἰδεῶν ποὺ ἀνέθρεψαν τὰς ἰδικάς των».

Ἀκρόπολις,  9.11.1906, σ. 4.

Ὁ Ἀπόστολος Μαυρογένης, ποὺ γεννήθηκε στὴ Πάρο τὸ 1797 (κατ’ ἄλλους τὸ 1792), εἶχε ἀπώτερη καταγωγὴ ἀπὸ τὴν Κρήτη, ἀπὸ τὴν ὀνομαστή, ἱστορική, μὲ μεγάλη οἰκονομικὴ ἐπιφάνεια, οἰκογένεια τῶν Μαυρογένηδων, τὸ παρελθὸν τῆς ὁποίας ἀνάγεται στὸ Βυζάντιο. Σπούδασε Ἰατρικὴ στὴν Πίζα τῆς Ἰταλίας. Ἐρχόμενος στὴν Ἑλλάδα τὸ 1826, μὲ Ἰταλοὺς συντρόφους του, προσέφερε τὶς ὑπηρεσίες του στὴν Ἑλλάδα τόσον ὡς ἰατρὸς ὅσο καὶ ὡς μαχόμενος στὴν πρώτη γραμμή τῶν πολεμικῶν ἐπιχειρήσεων τῶν ἐπαναστατημένων Ἑλλήνων. Διορίστηκε ἐπὶ Καποδίστρια ὡς πρῶτος στρατιωτικὸς ἰατρός, ἔλαβε τιμητικὴ σύνταξη ἐπὶ βασιλείας τοῦ Ὄθωνος καὶ παρασημοφορήθηκε ἀπὸ τὸν Γεώργιο Α΄. Συγγενής του ἦταν καὶ ἡ γνωστὴ ἡρωΐδα τῆς Ἐπαναστάσεως, Μαντὼ Μαυρογένους.

Εἶχε τὴν τύχη, τὸ σπάνιο καὶ μοναδικὸ προνόμιο, νὰ ζήσει σὲ τρεῖς αἰῶνες, τὸν 18ο, τὸν 19ο καὶ τὸν 20ο!

   Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης

 

Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὴν ἐφημ. Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας [τῶν Γρεβενῶν]

φ. 943, 5.11.2021, σ.15-17 / φ. 944, 12.11.2021, σ. 15-17

φ. 945, 19.11.2021, σ. 15-18.

 

ΤΥΡΒΗ 18. ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ 1821

 φ. Ἐπαναστατικόν! 

Δυὸ ἡμέρες μείνανε. Μέχρι τὸ νέον ἔτος. Τὸ 2022 ντέ. Ἐδῶ ποὺ τὰ λέμε οὔτε καὶ δυό. Τυπώνουμε λοιπὸν καὶ μοιράζουμε τοῖς ἐντευξομένοις τὴν Τύρβη, Φύλλο 18ον παρακαλῶ. Καὶ μάλιστα Ἐπαναστατικόν. Γιὰ τὸ 1821 μας, τὸ καντηλάκι ποὺ μᾶς πῆγε παραπέρα. Ἐκλεκταὶ συνεργασίαι φίλων καὶ ἀγαπημένων. Πίνουμε μιὰ ρακὴ στὴν ὑγειά τους καὶ στὴ δικιά σας. Μόνοι μας στὸ ἐργαστήρι μας (λόγῳ μέτρων καὶ καιρῶν), πλὴν ὅμως δὲν τὸ βάζουμε κάτω. Στὸ φύλλο αὐτὸ τῆς Τύρβης: Β. Π. Καραγιάννης, Γιῶργος Κεντρωτής, Δημήτρης Κοσμόπουλος, Ἄγγελος Μαντάς, Παντελὴς Μπουκάλας, Ἀντώνης Ν. Παπαβασιλείου, Σωτήρης Ραπτόπουλος, Γεωργία Τριανταφυλλίδου, Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης (ὁ ὁποῖος πάντα δίπλα μου, διόρθωσε μὲ ἐπιμέλεια καὶ Ἀγραφιώτικη φιλοτιμία). Μὲ σχέδιο γιὰ τὴν Τύρβη τοῦ Σπύρου Σιατούφη. Καλὴ χρονιά, μὲ χαμόγελα καὶ ἀγκαλιές. Νὰ εἶστε πάντα καλά. 


ΣΤΕΦ. ΓΡΑΝΙΤΣΑΣ- ΕΞΟΔΟΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ

Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης

«Δέκα χιλιάδες ἄνθρωποι ἠρραβωνίζοντο τὴν ἀθανασίαν»

Ὁ Στέφανος Γρανίτσας καὶ οἱ "πολιορκισμένοι" τοῦ Μεσολογγίου 

Ἀναμφίβολα, τὸ πλέον δραματικό, τὸ πιὸ συνταρακτικὸ γεγονὸς τῆς Ἐπανάστασης τοῦ ’21 εἶναι ἡ ἡρωϊκὴ Ἔξοδος τοῦ Μεσολογγίου, ποὺ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὸ Μεσολόγγι νὰ γίνει σύμβολο θυσιαστικῆς ὑπέρβασης τοῦ θανάτου. Οἱ πολιορκημένοι προτιμοῦν νὰ θυσιάσουν τὸ ἀγαθὸ τῆς ζωῆς γιὰ τὸ μεγαλεῖο τῆς ἐλευθερίας τῆς ψυχῆς. Ἕνα γεγονός, τὸ ὁποῖο, μὲ τὸ μέγεθος τῆς θυσίας τῶν πολιορκημένων, μὲ τὴν αὐτοθυσία, τὸ πεῖσμα, τὴν ἀντίσταση, τὴν πρωτόγνωρη ψυχική τους ἀντοχή, εἶχε διεθνῆ ἀπήχηση καὶ συγκίνησε ἰδιαίτερα τὸν πνευματικὸ κόσμο.

Στέφανος Γρανίτσας.
Ἀκρυλικὸ σὲ χαρτί.
Σύγγρονο (2020) ἔργο τοῦ Κώστα Ντιό

Ὁ Ἀγραφιώτης λόγιος δημοσιογράφος καὶ νομικὸς Στέφανος Γρανίτσας (1880-1915), μὲ ἰδιαίτερη καταγωγὴ ἀπὸ τὴ Γρανίτσα τῶν ἱστορικῶν Ἀγράφων, μὲ ἀφορμὴ τὴν ἐπέτειο τῆς θρυλικῆς Ἐξόδου τοῦ Μεσολογγίου (10 Ἀπριλίου 1926), ἀρθρογραφεῖ στὴν ἐφημερίδα Χρόνος στὶς 14 Ἀπριλίου 1907 γιὰ τὸ κορυφαῖο αὐτὸ γεγονὸς τῆς Ἐπανάστασης, ποὺ εἶχε καταλυτικὴ συμβολὴ στὴ δικαίωση τῶν ἀγώνων τῶν ἐπαναστατημένων Ἑλλήνων. Ὁ Γρανίτσας σὲ ἡλικία μόλις 27 ἐτῶν διατελεῖ ὑποδιευθυντὴς τῆς ἐφημερίδας Χρόνος καὶ ἐκ τῶν κυρίων ἀρθρογράφων της. Τὸ χρονογράφημά του γιὰ τὴν Ἔξοδο τοῦ Μεσολογγίου τὸ βασίζει στὸ γνωστὸ ἐμβληματικὸ ποιητικὸ ἔργο τοῦ Διονυσίου Σολωμοῦ «Ἐλεύθεροι πολιορκημένοι». Τὸ ἄρθρο, ποὺ τιτλοφορεῖται «Οἱ "Ἐλεύθεροι πολιορκημένοι"» καὶ τὸ ὑπογράφει μὲ τὰ ἀρχικὰ τοῦ ὀνοματεπωνύμου του Σ.Γ., εἶναι ὑμνητικὸ τῆς ὁμαδικῆς θυσιαστικῆς ἐνέργειας  τῶν πολιορκημένων τῆς Ἱερᾶς πόλεως τοῦ Μεσολογγίου.

Ὁ Σ.Γ. ἀξιολογεῖ ὡς τὰ κορυφαῖα, ὡς τὰ πλέον θρυλικὰ γεγονότα τῆς μακραίωνης πορείας τοῦ Ἑλληνισμοῦ: τὴν Ἅλωση τῆς Πόλης καὶ τὴν Ἔξοδο τοῦ Μεσολογγίου. Θεωρεῖ τὴν  ἡρωϊκὴ Ἔξοδο, τὴν ἀπόφαση αὐτοθυσίας χιλιάδων ἀνθρώπων, ὡς μιὰ νίκη τῆς ἠθικῆς θέλησης ἔναντι τῶν φυσικῶν ἐναντιοτήτων, ὡς ἕνα γεγονὸς μοναδικό, κυριολεκτικά, στὴν Ἱστορία. 


Ἐπισημαίνει, ὅτι μόνο ὁ Διονύσιος Σολωμὸς κατάφερε, μὲ τὴν ποίησή του, μὲ τὸ ἔργο του «Ἐλεύθεροι πολιορκημένοι», νὰ ἀποδώσει τὸ μέγεθος τοῦ μεγαλείου τῆς ἡρωϊκῆς Ἐξόδου. Παραθέτει στίχους ἀπὸ τὸ ἀριστουργηματικὸ ἔργο τοῦ Σολωμοῦ μὲ τοὺς ὁποίους περιγράφει τὸ δράμα τῶν πολιορκημένων: τὴν πάλη τους ἀνάμεσα στὴν μεγάλη ἀξία τῆς ζωῆς καὶ τὴ σκλαβιά, ἡ ὁποία καταργεῖ τὴν ἀξιοπρέπεια τοῦ ἀνθρωπίνου ὄντος καὶ τὴν ἠθικὴ ἐλευθερία του.

Οἱ ἡρωϊκοὶ πολιορκημένοι, μὲ τὴν Ἔξοδο, ἐπιτυγχάνουν ἕναν ἠθικὸ θρίαμβο, μιὰν ἐλευθερία διὰ τοῦ θανάτου. Παρὰ τὴ διακοπὴ τῶν δεσμῶν μὲ τὴ ζωὴ καὶ παρὰ τὴν καταστροφὴ κατακτοῦν ὡς ὑπέρτατο ἀγαθὸ τὴν ἠθικὴ ἀνεξαρτησία.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ*

 

                          Ἐφ. Χρόνος, φ. 1285/16.4.1907, σ. 1.


«OI "ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ"

Καὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ πολεμῶντας

ἐσκεπάσανε τὴ γῆ

πάνου εἰς τἅρματα βροντῶντας

Μὲ τὸ ἐλεύθερο κορμί.

Σολωμός

Δύο συμβάντα τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἐρωτεύθη τόσο πολὺ ὁ Θρύλος. Τὴν πτῶσιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τὴν Ἔξοδον τοῦ Μεσολογγίου. Καὶ διὰ τὰ μεσάνυκτα τῆς 10ης Ἀπριλίου τοῦ 1826 ζῇ εἰς τὴν Ρoύμελην μία παράδοσις ὁμοία μὲ τοὺς ὡραίους μύθους τῆς Ἁλώσεως: ὅτι ὁ οὐρανὸς ἐγέμισε τέρατα καὶ σημεῖα. Ἕνα τόσον τρομακτικὸν πλαίσιον ἐταίριαζεν εἰς τὴν νύκτα τοῦ Λαζάρου τοῦ 1826:

 

Νύχτα γεμάτη θαύματα

νύχτα σπαρμένη μάγια.

 

Κἄτι γιγάντειον, ἀπίστευτον, μυθικὸν ἐγεννᾶτο αὐτὴν τὴν νύκτα. Δέκα χιλιάδες ἄνθρωποι ἠρραβωνίζοντο τὴν ἀθανασίαν εἰς μίαν ἀνταμωμένην φεγγοβολὴν τῆς πλέον ὑπερόχου θυσίας. Εἶναι πολὺ κοινὸν τὸ θέαμα τῶν ἀτομικῶν θυσιῶν. Ἀλλά, δέσμη δέκα χιλιάδων ἀνθρώπων –κατὰ τὰ δύο-τρίτα γυναικοπαίδων βαδιζόντων τόσον ἀπτοήτως πρὸς τὸν ὑπερήφανον θάνατον, χωρὶς μίαν παραφωνίαν εἰς τὸν ὕμνον τῆς θυσίας, εἶναι φαινόμενον, ὅμοιον πρὸς τὸ ὁποῖον οὔτε εἰς τὴν μυθολογίαν ἠμπορεῖ νὰ ζητῇ κανείς.

Μόνον ὁ Σολωμὸς ἤγγισε τὸ μεγαλεῖον αὐτῶν τῶν ψυχῶν καὶ μόνον ἀναμέσον τῶν γραμμῶν τοῦ ἀναγλύφου του, τὸ ὁποῖον ἐβάπτισεν  "ἐ λ ε ύ θ ε ρ ο ι  π ο λ ι ο ρ κ η μ έ ν ο ι", ἠμποροῦμεν νὰ διαισθανθῶμεν τὴν ὡραιότητα τοῦ Παρθενῶνος αὐτοῦ τῆς ἀνθρωπίνης θυσίας, ὁ ὁποῖος λέγεται Πολιορκία καὶ Ἔξοδος τοῦ Μεσολογγίου. Ἐπάνω εἰς τὴν πλέον καλήν της ὥρα ἐσκέπαζεν ἡ Ἄνοιξις τὸ Μεσολόγγιον, ὅταν:

 

Στεριὰ τὸ ζώνει ὁ Κιουταχῆς

καὶ θάλασσα ὁ ’Μπραΐμης.

 

Καὶ μὲ ἕνα ὕμνον πρὸς τὴν ὡραιότητα τῶν ἐαρινῶν αὐτῶν ὡρῶν ἀνοίγει ὁ Σολωμὸς τὸν ὕμνον πρὸς τοὺς πολιορκημένους:

 

Μάγεμμα ἡ φύσις κι’ ὄνειρο

στὴν ὠμορφιὰ καὶ χάρι,

ἡ μαύρη πέτρα ὁλόχρυση

καὶ τὸ ξερὸ χορτάρι.

Μὲ χίλιες βρύσες χύνεται,

μὲ χίλιες γλῶσσες κρένει,

ὅποιος πεθαίνει σήμερα,

χίλιες φορὲς πεθαίνει...

 

Καὶ ἐνῷ ἐνορχηστρώνεται γύρῳ εἰς τοὺς πολιορκημένους ἡ πλέον αἰχμαλωτιστικὴ μουσικὴ τῆς Φύσεως καὶ ἀπειλεῖ νὰ ἐξυπνήσῃ εἰς τὴν ψυχήν των τὴν ἀγάπην πρὸς τὴν ζωήν, κἄποιος πολέμαρχος σαλπίζει πρόσκλησιν Συμβουλίου:

 

Κ’ ἡ περιπαίχτρα σάλπιγγα

μεσουρανὶς πετιέται,

γέλοιο στὸ σκόρπιο στράτευμα,

σφοδρὸ γεννοβολιέται.

Καὶ μὲ χαρούμενη πνοὴ

τὸ στῆθος τὸ χορτᾶτο,

τ’ ἀράθυμο, τὸ δυνατὸ

κι ὅλο ψυχὲς γιομᾶτο·

βαρῶντας γύρῳ ὁλόγυρα,

ὁλόγυρα καὶ πέρα,

τὸν ὤμορφο τρικύμισε

καὶ ξάστερον ἀέρα...

 

Ὅταν ὁ σαλπιγκτὴς ἔπαυσε νὰ σαλπίζῃ, μυριόφωνος χύνεται ἡ πληροφορία εἰς τὴν πόλιν, ὅτι ὁ ἐχθρικὸς στόλος ἔρχεται. Ἕως ἐκείνην τὴν στιγμὴν μία ἐλπὶς ὀλιγώστευε τῶν πολιορκημένων τὰ μαρτύρια καὶ τὴν τρομερὰν πεῖναν, πεῖναν, ὥστε ὅταν:

 

ἐκάθισε, κελάϊδισε γλυκόφωνο πουλάκι

ἡ μαύρη μάνα τὸ φθονεῖ

πῶς εὗρε ἕνα σπειράκι...

 

Καὶ ἦτο ἡ ἐλπὶς αὐτή, ὅτι εἰς τὰ νερά, ὅπου τώρα καθρεπτίζεται ὁ ἐχθρικὸς στόλος, θὰ ἐπρόφθαναν νὰ ἔλθουν τὰ φιλικὰ καράβια διὰ νὰ συντρίψουν τὸν κλοιόν, ὁ ὁποῖος τοὺς ζώνει πανταχόθεν. Ἀλλ’ ἀντ’ αὐτῶν ἦλθεν ὁ ἐχθρικὸς στόλος καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸν αἱ προτάσεις τῆς ἀλλαξοπιστίας.

Ἀλλὰ τὸ Μεσολόγγι:

 

Εἶν’ ἱερὸ προσκυνητάρι

καὶ δὲν θέλει πατηθῆ

ἀπὸ βάρβαρο ποδάρι

πάρεξ ὅταν χαλαστῇ...

 

Οἱ πρόκριτοι, οἱ ἥρωες καὶ τὰ γυναικόπαιδα ἀνταμώνονται διὰ νὰ σκεφθοῦν καὶ ν’ ἀποφασίσουν:

 

Στὰ μάτια καὶ τὸ πρόσωπο

φαίνονται οἱ στοχασμοί τους

Τοὺς λέει μεγάλα καὶ πολλὰ

ἡ τρίσβαθη ψυχή τους.

Ἀγάπη κι’ ἔρωτας καλοῦ

τὰ σπλάχνα τους τινάζουν

Τὰ σπλάχνα τους κ’ ἡ θάλασσα

ποτὲ δὲν ἡσυχάζουν...

 

 Καὶ ἡ ἀπόφασις ἡ μεγάλη συλλαμβάνεται. Αἱ γυναῖκες, ὅσαι δὲν ἠμποροῦν ν’ ἀκολουθήσουν τοὺς ἄνδρας των, μίαν παράκλησιν ἔχουν νὰ κάμουν πρὸς αὐτούς:

Νὰ κάμουν μαζὶ εἰς τὸ σπήλαιον τὴν ὑστερνὴν δέησιν.

Ἡ δέησις γίνεται καὶ οἱ Μεσολογγῖται βαδίζουν πρὸς τὴν τάφρον, ἐν μέσῳ μιᾶς στρατιᾶς τραγῳδιῶν. Ἐδῶ μία μητέρα εὐλογεῖ τὸ δρόμον τοῦ παιδιοῦ της, παρέκει μία ἐρωμένη δίδει τὸ γκόλφι της εἰς τὸν καλόν της καὶ ἔπειτα ὅλαι μαζὶ καίουν τὰ κρεββάτια μὲ ὅ,τι πολυτιμότερον ἔχουν.

Καὶ ἐνῷ ἐδῶ γίνεται ὁ "ὑστερνὸς χαιρετισμὸς καὶ θρῆνος", πρὸ τῆς τάφρου ἀναμένουν οἱ μάρτυρες τὴν ὥραν τῆς Ἐξόδου:

 

Μνήσθητι, Κύριε, εἶναι κοντά,

Μνήσθητι, Κύριε, ἐφάνη!...

ἐπάψαν τὰ φιλιὰ στὴ γῆ...

 

Οἱ ἥρωες τώρα δίνουν καὶ παίρνουν τὸν θάνατον μὲ τοὺς πολιορκητάς. Κ ι’   ὅ π ο υ    β ο υ λ ή  τ ο υ ς  σ υ φ ο ρ ά  κ ι’  ὅ π ο υ  τ ὸ  π ό δ ι  Χ ά ρ ο ς...

Χάρος ἐδῶ ὅπου φεύγουν αὐτοὶ ὑπὸ τὸν εὔμορφον ἀέρα τῆς ἀνδρείας καὶ Χάρος ἐκεῖ ὅπου τὰ γυναικόπαιδα καὶ οἱ γέροι κυκλώνουν τὸν Χρῖστον Καψάλην... Ἀλλὰ Χάρος, τὸν ὁποῖον:

 

Κι ὁ οὐρανὸς καμάρωνε

κι ἡ γῆ χειροκροτοῦσε....

....................................

 

Σ.Γ.»

Σημ: πρώτη ἔντυπη δημοσίευση, στὸ περιοδικὸ λόγου καὶ τέχνης Παρέμβαση, τεῦχος 205-206, Χειμώνας 2021-2022, σ. 25-28.

*Τὸ κείμενο καταχωρίζεται ὅπως ἀκριβῶς δημοσιεύτηκε στὴν ἐφημερίδα Χρόνος, στὴν πρώτη σελίδα, τὸ Σάββατον 14 Ἀπριλίου 1907. Ἐπαναδημοσιεύται, χωρὶς σχόλια, ἀπὸ τὸν Μάρκο Γκιόλια, στὰ Ἅπαντα Στέφανου Γρανίτσα (ἐκδ. Τυμφρηστός, Ἀθήνα 1970, σ. 295-297), ἀλλὰ μὲ πολλὲς ἀλλαγὲς τύπων τῆς καθαρεύουσας στὴ δημοτική.