Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2020

ΣΥΡΟΣ (τοῦ ἀνταποκριτοῦ μας)*

 

Μωραϊτιδικὴ ἀφάνεια ἀδικαιολόγητη βεβαίως καὶ ἐν Σύρῳ

Πανόραμα τῆς Σύρου στὶς ἀρχὲς τοῦ 1900,
ὅταν γιὰ 2η φορὰ (1902) ὁ Ἀλ. Μωραϊτίδης ἐπισκέπτεται τὸ νησί
(Βιομηχανικὸ μουσεῖο Σύρου).
Πάνω ἀριστερὰ διακρίνεται ἡ Ἁγ. Παρασκευὴ Σύρου.

Τί κι ἂν τὴν ἐπισκέφθηκε δύο φορές (τὸ 1872 καὶ τὸ 1902)· γράφει στὰ 1902 στὸ ταξιδιωτικό του «Εἰς τὴν Σύρον»:

«Δὲν θὰ λησμονήσω ποτέ μου τὸ ὀνειρῶδες λευκόν, τὸ χιονωδῶς κάτασπρον χρῶμα, τὸ ὁποῖον ἐκτύπησεν εἰς τοὺς ὀφθαλμούς μου, πρὸ τριακονταετίας, ὅτε ἀπεβιβάσθην μίαν αὐγὴν εἰς τὴν Σύρον».

Τί κι ἂν ἔγραψε στὰ ταξιδιωτικά του «Μὲ τοῦ βορηᾶ τὰ κύματα», τόσα καὶ τόσα γιὰ τὴν πολύφερνη νύφη τῶν Κυκλάδων, μὲ τὰ θέλγητρα καὶ τὰ κάλλη της:

«Τὰ ἀτμόπλοια φθάνουν πάντοτε αὐγὴν εἰς τὸν ὁλόλευκον αὐτὸν κύκνον τοῦ Αἰγαίου, ὅστις κοιμᾶται, θαρρεῖς, ἐπάνω εἰς τοὺς ἀφρούς, μὲ τοὺς ὁποίους ραντίζει ὁ ὀμβροποιὸς Καικίας, ὁ γραιβολεβάντες, τὰ ἀνατολικά της γυμνὰ πλευρά, τὰ ξακουσμένα Βαποράκια».

Τί κι ἂν ὕμνησε τὴν ἀγορά της μὲ τὰ ἐμπορεύματά της, τὸ Τελωνεῖο της, τὶς συριανὲς ταβέρνες, τὰ ἐργοστάσια μὲ τὶς καμινάδες τους, τὰ Βυρσοδεψεῖα, τὶς Ναυτιλιακὲς ἑταιρεῖες, τὰ Ναυπηγεῖα, τὰ Νηματουργεῖα, τὰ Ὑφαντήρια, τὰ ἀνθρακεύματά της καὶ τοὺς γλυκεῖς καρπούς της, τὰ λουκούμια Σύρου. 

 «Ἀλήθεια, τὰ συριανὰ λουκούμια εἶναι πασίγνωστα καὶ περιζήτητα εἰς ὅλην τὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν Ἀνατολήν. Νά, ἐκεῖ παραπέρα εἶναι τὰ τελειότερα ἐργοστάσια ὁποὺ τὰ κατασκευάζουν, τοῦ Σταματελάκη καὶ τῶν ἄλλων ζαχαροπλαστῶν. Ποῖον παιδίον, ποῖον ἑλληνόπουλο δὲν ἐδοκίμασε τὰ ζαχαρωτὰ τοῦ Σταματελάκη, τὰ εἰς μασούρια μικρὰ καὶ χρωματιστὰ περικλείοντα ἕνα χαρτάκι μὲ ἕνα δίστιχον; Ποία κόρη δὲν ἐδοκίμασε δι’ αὐτῶν τὴν τύχην της καὶ ποία νεόνυμφος τὸ ριζικόν της;»[Ἀλ. Μωραϊτίδης, «Εἰς τὴν Σύρον», (1902)]

Τί κι ἂν ἐπαίνεσε τοὺς ναούς της, ποὺ θεωρεῖ πὼς εἶναι: «οἱ εὐπρεπέστεροι, οἱ σεμνότεροι, οἱ πλουσιώτεροι ναοὶ ὅλης τῆς Ἑλλάδος», τὰ πολιτιστικὰ καὶ ἀρχιτεκτονικά της μνημεῖα, ὅπως τὸ ὀνομαστὸ θέατρο «Ἀπόλλων» καὶ τὸ κτήριο τοῦ Δημαρχείου. Ἀλλὰ καταγράφει καὶ τὸ ποικιλώνυμο ἀνθρωπολόγι της ἀπὸ διάφορους τόπους τοῦ εὐρύτερου Ἑλληνισμοῦ· κυρίως κατὰ καιροὺς θύματα, στοὺς τόπους προελεύσεώς τους, τοῦ μίσους τῆς ἐχθρότητας τῆς πολεμικῆς καὶ τοῦ φανατισμοῦ. Ἀκόμη καὶ οἱ ἐκλογικὲς διαδικασίες τῆς ἐποχῆς μὲ τὰ εὐτράπελά τους μνημονεύονται ἀπ’ τὴ δημοσιογραφικὴ γραφίδα τοῦ Μωραϊτίδη:

  

«Ἡ διαδήλωσις, ἡγουμένων λεμβούχων ὠρυομένων καὶ παίδων ὀξυφωνούντων, διηυθύνετο πρὸς τὴν μονάκριβον πλατεῖαν, ὁμοιάζουσα παρέλασιν Καρναβάλου, ἐν σπουδῇ καὶ κρότῳ, ἐνῷ κατὰ διαλείμματα ἐρρίπτοντο ροκέται. Τότε πλέον ἐγνώσθη ὁριστικῶς ὅτι κατέρχεται εἰς τὸν ἀγῶνα καὶ ὁ κ. Τσιροπινᾶς, ὑπὸ τὴν  προστασίαν τοῦ ὁποίου ἐτέθη ὅλος ὁ ἀντίπαλος τῶν κ. Μαυρογορδάτου καὶ Βαφειαδάκη συνδυασμός».

 

Ἡ ὁδὸς τῆς Σύρου τὸ 1902 (νῦν Ἐλ. Βενιζέλου), 
ποὺ ὁδηγεῖ ἀπὸ τὴν ὀνομαστὴ κεντρικὴ πλατεία 
τῆς Ἑρμουπόλεως
στὴν προκυμαία (amapola.gr). 

Τί κι ἂν μνημονεύει Συριανοὺς ἥρωες  στὰ διηγήματά του καὶ Σκιαθίτες νὰ ἐμπορεύονται  στὴν ἀγορὰ τῆς Σύρου (βλ. στὰ διηγήματά του «Χριστούγεννα στὶς τρεῖς Μποῦκες», «Ὁ Δεκατιστής», «Χρυσὴ Καδένα»)· ἡ μοίρα τοῦ Ἀλέξανδρου Μωραϊτίδη ἦταν καὶ ἐδῶ στὶς Κυκλάδες νὰ τελεῖ ἐν πλήρει ἀφανείᾳ.  Ὁ ἐξ Ἀγράφων ἀνταποκριτής μας, στὴν ἐπίσκεψή του στὴ Σύρο δὲν βρῆκε ἴχνος Μωραϊτιδικόν. Ἀντιθέτως, εἶδε νὰ τιμᾶται ὁ τριτεξάδελφός του μὲ ὁδὸν Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη παρακαλῶ. Δὲν μποροῦσε νὰ θυμηθεῖ κάτι περὶ Παπαδιαμάντη καὶ Σύρου καὶ κατέφυγε στὰ μνημειώδη Ἅπαντα τῶν ΝΔΤ-Μαυροπούλου καὶ δὴ στὸ εὑρετήριο τόπων. Οἱ μόνον δύο ἀναιμικὲς ἀναφορές:  στὸ διήγημα «Τὰ Φραγκλέικα» καὶ στὴν νεκρολογία γιὰ τὸν Γέροντα Διονύσιο τὸν θεῖο τοῦ Μωραϊτίδη, δὲν δικαιολογοῦν ἀσφαλῶς τὸ ὁδωνυμικόν. Μᾶλλον, εἶναι πολὺ δυνατό, μὴ μαχητόν, τὸ brand name τοῦ Παπαδιαμάντη...  Πάει αὐτὸ εἶναι. 

Σύρος, ὁδὸς ΑΛ. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ.

Ὁ Ἀγραφιώτης βρῆκε ἄλλον συμπατριώτη τῶν δύο Ἀλεξάνδρων νὰ τιμᾶται στὴν Ἑρμούπολη, μὲ πλατεία μάλιστα, τὸν Παῦλο Νιρβάνα.



Ἡ ἐκ Σύρου Σοφία Σιγάλα 
σύζυγος Παύλου Νιρβάνα
Ἐλαιογραφία (1932), ἔργο
τοῦ Στέλιου Μηλιάδη (1881-1965)





.

 


 Αὐτὸς δικαιολογεῖται ὅμως, καθὼς ἡ δεύτερη καὶ τελευταία σύζυγός του, ἡ εὐγενικὴ Σοφία Σιγάλα, μὲ τὴν ὁποία ἀποκτᾶ καὶ τρία τέκνα, ἦταν Συριανοπούλα, ὁ δὲ γάμος ἔγινε στὴν Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος, τὸν ὡραῖο μητροπολιτικὸ ναὸ τῆς Σύρου, στὶς 26 Ἰαν. 1926. 


Ἀλλὰ καὶ ὁ Καρπενησιώτης, μὲ καταγωγὴ ἀπὸ τὴ Γρανίτσα τῶν Ἀγράφων, λόγιος Ἀκαδημαϊκὸς Ζαχαρίας Παπαντωνίου δικαιολογημένα τιμᾶται καὶ αὐτὸς μὲ ὁδωνυμικὸ τῆς Ἑρμουπόλεως: διετέλεσε νομάρχης Κυκλάδων στὰ 1913. Ἦταν αὐτὸς ποὺ ἔπεισε τοὺς 2.000 ἐργαζομένους στὰ ἀκμάζοντα τότε ἐργοστάσια τῆς Σύρου νὰ ἱδρύσουν συνεργατικὸ ἑστιατόριο ὥστε νὰ ἔχουν καθημερινή, καθαρή, ὑγιεινὴ καὶ φθηνὴ τροφή. Ὅταν, στὶς 15 Ἰουνίου 1913, ἀναχώρησε λόγῳ μεταθέσεως ἀπὸ τὴν Σύρο γιὰ τὴ Ζάκυνθο. ἔγραψε μεταξὺ ἄλλων ὁ Τύπος:

 

« Η ΣΥΡΟΣ ΠΡΟΠΕΜΠΟΥΣΑ ΤΟΝ ΝΟΜΑΡΧΗΝ κ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ. ΣΥΡΟΣ, 15 Ἰουνίου. —Σήμερον τὸ ἑσπέρας ἀνεχώρησεν ὁ μετατεθεὶς εἰς Ζάκυνθον νομάρχης Κυκλάδων κ. Παπαντωνίου. Ἡ ἀπομάκρυνσις αὐτοῦ κατελύπησε σύμπασαν τὴν κοινωνίαν. Οἱ Διοικήσεις τῶν Συνδέσμων τῆς Πανεργατικῆς Ἑνώσεως προέπεμψαν αὐτόν, ἀκφράσασαι ἐκ μέρους τῶν ἐργατῶν ζωηροτάτην λύπην καὶ βαθυτάτην συγκίνησιν».

Φωτο τῆς Σύρου περὶ τὸ 1870,
κοντὰ στὴν πρώτη ἐπίσκεψη
 τοῦ Ἀλ. Μωραϊτίδη
στὴ Σύρο τὸ 1872 (
amapola.gr).

Ἀλλά, τὸ πλέον γοητευτικὸ καὶ συγκινητικὸ στὸν παρόντα, ἐν ἔτει 2020,  μωραϊτιδικὸ περίπατο στὴν Σύρο, ἦταν ὁ περικαλλὴς ναὸς τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, πάνω ἀπὸ τὴν Ἄνω Σύρο, στὴν Ἀληθινή, τὸ πάλαι ποτε ταπεινὸ μονύδριο τῆς Ἁγία Παρασκευῆς. Ἐκεῖ ποὺ διακονοῦσε γιὰ δεκαέξι συναπτὰ ἔτη (1866-1882) τοὺς Συριανούς, ὡς πνευματικός τους ὁ Γέροντας Διονύσιος ὁ Σκιαθίτης (Σκιάθος 1802-1887), ὁ θεῖος τοῦ Μωραϊτίδη. Μὲ ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου στὰ 1854 ἦταν νὰ μεταφερθεῖ "δυσμενῶς", γιὰ τὴν δράση του στὴν Θήρα, στὴ Ἱ. Μονὴ Τατάρνης τῶν Ἀγράφων τῆς Εὐρυτανίας. Γιὰ καλὴ τύχη τῶν Συριανῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν Ὑδραίων, ὅπου στὴν συνέχεια ὑπηρέτησε, ἡ ἀπόφαση δὲν ἐκτελέστηκε καὶ τὰ Ἄγραφα ἔχασαν τὸ προνόμιο τῆς εὐλογιτικῆς παρουσίας τοῦ Λογιωτάτου αὐτοῦ Γέροντος στὰ μέρη τοῦ ὁσίου Εὐγενίου Γιαννούλη τοῦ Αἰτωλοῦ καὶ τοῦ Ἀναστασίου τοῦ Γορδίου.

εὔμορφος Ἁγία Παρασκευὴ στὴν τοποθεσία Ἀληθινὴ Σύρου

Τὸ παλαιὸ μονύδριο δὲν σώζεται πλέον. Τότε ἦταν ἕνα ταπεινὸ ἐκκλησιδάκι. Ὁ νέος εὔμορφος, μὲ ἕνα εἶδος κομψῆς καλλονῆς, ναὸς τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς εἶχε ἤδη ἀνεγερθεῖ στὰ 1902,
δαπάναις τῆς χήρας Πιπίνου καὶ νῦν ἰδιοκτησία Ἀθανασίου Μαρτίνου, ποὺ τὸν διατηρεῖ, μὲ ἴδια ἔξοδα, εὐμορφώτατο καὶ σὲ ἀρίστη κατάσταση, ὅταν ἐπισκέφτηκε τὸ νησὶ γιὰ δεύτερη φορὰ ὁ «Ταξειδιώτης», ὁ «Σφίγξ» τοῦ Μὴ χάνεσαι.
Χαράγματα ἄλλων παλαιῶν ἐπισκεπτῶν,
 ἀπὸ τὸν 18ο αἰ. ἀκόμη,
στὸ παλαιὸ ἐξωτερικὂ πέτρινο
 καθιστικὸ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς


Ὁ ἀνταποκριτὴς τῶν Χρονικῶν Δυτικῆς Μακεδονίας τῶν Γρεβενῶν κάθησε στὸ ἴδιο πεζούλι, στὸ ὁποῖο εἶχε καθήσει ὁ Μωραϊτίδης γιὰ νὰ ξεκουραστεῖ ἀπὸ τὴν κοπιαστικὴ ἀνάβασή του καὶ γιὰ νὰ περιμένει νὰ τὸν δεχθεῖ ὁ θεῖος του ὁ Διονύσιος, ὅταν ὁ ἄλλος Ἀλέξανδρος, νεαρὸς ἀκόμη, μόλις 22 ἐτῶν, εἶχε κάνει τὴ σκέψη νὰ καλογερέψει κοντά στὸν θεῖο του, στὴ Σύρο. Τότε ὁ Λογιώτατος Γέροντας, διακρίνοντας τὴν ἔφεση τοῦ ἀνεψιοῦ του στὰ Γράμματα, τὸν ἀπέπεμψε: 

«—Πήγαινε νὰ μάθῃς γράμματα! Πήγαινε νὰ μάθῃς γράμματα!»

Ὁποία ποιητικὴ ἐμφάνισις, θέαμα ἄρρητον ἡ  θέαση πρὸς τὴν πόλη τῆς Σύρου, τὸ κατὰ Μωραϊτίδη Μικρὸ Μάνστεστερ:

«Ὡραία κατέβαινε πρὸς τὰ κάτω, μοιραζομένη εἰς τρία ρεύματα. Ἓν πρὸς τὸ κέντρον, ὅπου ἡ μονάκριβη πλατεῖα, ἓν ἄλλο πρὸς τὰ Ἐργοστάσια, ὁποὺ ἐκάπνιζαν ὁλονὲν καὶ ἓν ἄλλο πρὸς τὰ Βαποράκια, ὅπου διεκρίνοντο οἱ τροῦλοι τοῦ Ἁγίου Νικολάου».

Μετὰ ρᾳστώνης ἡδυπαθοῦς καθήμενος, παραδίπλα του, ἐπάνω στὶς παλαιὲς πλᾶκες τοῦ καθιστικοῦ τοῦ παλαιοῦ ἡσυχαστηρίου, τοῦ ἐξωτερικοῦ κήπου τοῦ νῦν ναοῦ τῆς Ἁγ. Παρασκευῆς, εἶδε ὡς σὲ ὄνειρο ξυπνητόν, μαζὶ μὲ χαράγματα ἄλλων παλαιῶν ἐπισκεπτῶν, ἀπὸ τὸν 18ο αἰ. ἀκόμη, τὰ ἀρχικὰ Α. Μ. Ἂν ἤθελε νὰ κάμει τὸ θέλημά του πραγματικότητα θὰ διάβαζε Α(λέξανδρος) Μ(ωραϊτίδης). Ποιὸς ξέρει ὅμως...

Α Μ, στὸ πεζούλι τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς Σύρου,
ὅπου κάθησε ὁ Μωραϊτίδης περιμένοντας
 νὰ συναντήσει τὸν Γέροντα Διονύσιο τὸν θεῖο του στὰ 1872


Στὸν δρόμο γιὰ τὴν Ἁγία Παρασκευὴ σταμάτησε καὶ στὴν φημισμένη ἀθάνατη Πηγή, ἄντρον σκιᾶς καὶ δρόσου, μὲ τὸ δροσερό, γλυκὸ σὰν ἁγίασμα νερό, ποὺ ἰδιαιτέρως, ἡδυπαθῶς γλυκαίνει καὶ νοστιμίζει τὸ πλέον ὀνομαστὸ προϊὸν τοῦ τόπου, τὸ Συριανὸ λουκούμι:  

«Κυκλοφορεῖ δὲ ὁ γλυκὺς τῆς Σύρου καρπός, γλυκύτερος καὶ ἀπὸ τὸ ξύλον τοῦ Παραδείσου, εἰς ὅλην τὴν Ἀνατολήν, μέχρι καὶ τῆς Ρουμανίας. Καὶ ὄχι μόνον εἰς τὴν Ἀνατολήν, ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ εἰς τὴν Ἀγγλίαν καὶ εἰς τὴν Ἀμερικὴν ἀκόμη. Εἰς μάτην δὲ προσεπάθησαν, καὶ ἐν Ἀθήναις καὶ ἀλλαχοῦ, νὰ προβῶσιν εἰς δοκιμὰς ἀπομιμήσεως. Ἀπέτυχον πάντοτε. Διότι ἡ ὅλη ἐπιτυχία τῆς κατασκευῆς τοῦ συριανοῦ λουκουμίου ἔγκειται εἰς τὸ νερὸ τῆς Πηγῆς». 

Ἡ δροσερὰ Πηγὴ τῆς Σύρου
ἄντρον σκιᾶς καὶ δρόσου,
στὴν τοποθεσία Ἁγιος Ἀθανάσιος

Σὲ μιὰ τελευταία, ἀπέλπιδα προσπάθειά του μπῆκε στὸν ὠκεανὸ τοῦ διαδικτύου μήπως ἁλιεύσει κάτι σχετικὸ Μωραϊτιδικόν. Τὸ ἀποτέλεσμα ἀκόμη πιὸ καταλυτικὰ ἀρνητικὸ καὶ ἀσφαλῶς ἄδικο γιὰ τὸν Μωραϊτίδη. Σὲ ἔρευνά του στὸν κατάλογο τῆς Δημοτικῆς Βιβλιοθήκης τῆς Σύρου εἶδε: 34 ἐγγραφὲς γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη (ἂς ὄψεται βέβαια ὁ ἀείμνηστος Μάνος Ἐλευθερίου ὁ Ἑρμουπολίτης) καὶ μόνον μία γιὰ τὸν Μωραϊτίδη· κι αὐτὴ κάτι ἀσήμαντο, ἤγουν, μιὰ μικρὴ βιογραφία μεταξὺ πολλῶν ἄλλων βιογραφουμένων λογοτεχνῶν ἐποχῆς. 

Μητροπολιτικὸς ναὸς 
Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Σύρου
. Ἐδῶ τελέστηκε, στὶς 16 Ἰαν. 1926 
ὁ γάμος τοῦ Σκοπελίτη Π. Νιρβάνα
μὲ τὴν Συριανοπούλα Σοφία Σιγάλα. 


Τὴν τιμὴ τῆς πρωτεύουσας τῶν Κυκλάδων σώζει, ἐν μέρει τοὐλάχιστον, ἡ συριανὴ ἱστοσελίδα, https://www.syros-agenda.gr ὅπου καταχωρίζονται δύο ἀναρτήσεις μὲ παραθέματα, ἐμπλουτισμένα μὲ εἰκόνες ἐποχῆς, ἀπὸ τὸ δεύτερο ταξίδι τοῦ Μωραϊτίδη στὴ Σύρο μὲ τίτλους: 

«Περπατώντας στὴν Ἑρμούπολη τὸ 1902»

«Μὲ τὴν ματιὰ ἑνὸς ἐπισκέπτη στὰ ἐργοστάσια τῆς Σύρου τὸ 1902» 

ὅμως, χωρὶς νὰ ἀναφέρεται τὸ ὄνομα τοῦ ταξιδευτῆ! Ὁ ἀναγνώστης πρέπει νὰ διεξέλθει ὅλο τὸ δημοσίευμα γιὰ νὰ πληροφορηθεῖ στὸ τέλος πὼς εἶναι ἐκτενῆ παράθεματα ἀπὸ τὸν Α΄ τόμο τῆς σειρᾶς τῶν ταξιδιωτικῶν «Μὲ τοῦ βορηᾶ τὰ κύματα» τοῦ Ἀλεξάνδρου Μωραϊτίδη.

Ὁποία ποιητικὴ ἐμφάνισις, θέαμα ἄρρητον ἡ  θέαση πρὸς τὴν πόλη τῆς Σύρου,
ἀπὸ τὴν Ἁγ. Παρασκευὴ στὴν τοποθεσία τῆς Ἀληθινῆς


Ὁ ἐκ  τοῦ Ἑλληνομουσείου Ἀγράφων ὁρμώμενος ἀνταποκριτὴς τῶν ΧΔΜ, καίτοι πείσμων, δὲν ἔκαμε ἄλλη προσπάθεια. Τὸ παραδέχτηκε ἀλλά, μιᾶς καὶ δὲν εἶναι κατὰ πῶς πρέπει, δὲν τὸ ἀποδέχθηκε. Ὁ ψευδωνυμοῦχος ὡς «Ὁ ταξειδιώτης» θὰ εἶναι ‒λογοτεχνικῶς‒ λάθρα βιώσας γιὰ λόγους δυσερμηνεύτους. Ἄγνωσται αἱ βουλαὶ τοῦ Κυρίου ἀλλὰ καὶ τῶν Γραμματολογικῶν καταστάσεων. Ὅμως ἔχουσιν γνῶσιν οἱ φύλακες· ἐφέτος ἴσως ἔχουμε μιὰ ἱστορικὴ χρηστικὴ μωραϊτιδικὴ ἐπανέκδοση: δι’ εὐχῶν Λαονίκου Διονυσίου καὶ τῇ συνδρομῇ φιλομωραϊτιδιστῶν τινων. 

Κωνσταντῖνος Σπ.Τσιώλης

 *Πρώτη δημοσίευση σὲ ἔντυπο, στὰ Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας τῶν Γρεβενῶν, στὸ φ. 885 /11.9.2020, σ. 15-18.