«Ἐγὼ ἐνδίδω μόνον διὰ τὸν Φραγκίσταν» (ΝΙΚ.
ΚΑΣΟΜΟΥΛΗΣ)
Στὸ πρῶτο ἔτος τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821, πλαίσιο τῆς πολιτικῆς ὀργάνωσης τῆς
Ἀνατολικῆς Στερεᾶς Ἑλλάδος, ἀποφασίζεται, στὴν Ἄμφισσα, μετὰ ἀπὸ τὴν
πραγματοποίηση, ἀπὸ 15 ἕως 20 Νοεμβρίου 1821, συνέλευσης ἀντιπροσώπων τῶν πέριξ
περιοχῶν (Στερεᾶς, Θεσσαλίας καὶ Μακεδονίας) ‒τὴ γνωστὴ ὡς «Συνέλευση τῶν
Σαλώνων»‒ ἡ συγκρότηση ἑνὸς πολιτικοῦ σώματος ποὺ ὀνομάστηκε «Ἄρειος Πάγος».
Συνίστατο ἀπὸ δύο τμήματα, τὸ πολιτικὸ καὶ τὸ δικανικό, ἕκαστο τῶν ὁποίων εἶχε
ἕξη μέλη καὶ ἀνὰ ἕνα πρόεδρο. Μάλιστα, τὰ Ἄγραφα ἐκπροσωποῦσε
στὸ νέο δωδεκαμελὲς σχῆμα ὁ βαρῶνος Θεοχάρης Ὀλύμπιος Κεφαλᾶς, τὸν ὁποῖο ἐν τῇ ἀπουσίᾳ του ἐκπροσωποῦσε ὁ
Κωνσταντῖνος Σακελλίων.
 |
Γιάννης Γ. Φραγκίστας, Μολύβι σὲ χαρτί. Σύγχρονο (2021) ἔργο τοῦ Κώστα Ντιό. |
Σὲ συνεδρίαση τῶν
μελῶν τοῦ πολιτικοῦ τμήματος τοῦ «Ἀρείου Πάγου», στὶς 29 Μαρτίου 1822, ἕναν
χρόνο μετὰ τὴν ἔναρξη τῆς Ἐπανάστασης, ἀποφασίζεται νὰ τιμηθεῖ ὁ Ἀγραφιώτης ὁπλαρχηγὸς
Ἰωάννης (Γιαννάκης) Φραγκίστας, ἀναγνωρίζοντας τὶς ὑπηρεσίες
ποὺ προσέφερε καὶ συνεχίζει νὰ προσφέρει στὸν μεγάλο Ἀγῶνα. Τοῦ ἀπονέμει,
λοιπόν, τὸν στρατιωτικὸ βαθμὸ τοῦ Πεντακοσιάρχου, μὲ τὴ δήλωση μάλιστα πὼς αὐτὸ
τὸ ἀξίωμα:
[...]
μένει διὰ παντὸς ἀναπόσπαστον.
Ἀκόμη, στὴν ἴδια
συνεδρίαση τοῦ πολιτικοῦ τμήματος τοῦ «Ἀρείου Πάγου», ἡ ὁποία πραγματοποιήθηκε
στὴ Λιθάδα τῆς Β. Εὐβοίας ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ ἐπισκόπου Ταλαντίου Νεοφύτου, τὸ
Σῶμα ἀναλαμβάνει ἐπίσης νὰ τοῦ καταβάλει τὸν μισθὸ ποὺ ἀντιστοιχεῖ στὸν στρατιωτικὸ
βαθμό του. Ἀκόμη, ὑπόσχεται ὅτι μετὰ τὸ τέλος τῆς Ἐπανάστασης καὶ μὲ τὴν
δημιουργία τοῦ νέου Ἑλληνικοῦ Κράτους θὰ
τὸν τιμήσει μὲ ἀκόμη μεγαλύτερα ἀξιώματα καὶ περισσότερες ἀνταμοιβές:
Ὁ Ἄρειος Πάγος θέλει ἀνταμείψῃ τὸν εἰρημένον μὲ
λαμπρὰς ἀνταμοιβὰς μετὰ τὴν ἀποκατάστασιν τῶν πραγμάτων ἀναλόγως μὲ τὰς ἐκδουλεύσεις
του.
Τὴν
ἀπόφαση, πλὴν τοῦ προέδρου τοῦ πολιτικοῦ τμήματος τοῦ Ἀρείου Πάγου ἐπισκόπου Ταλαντίου Νεοφύτου, ὡς ἀντιπροσώπου
τῆς Ἀταλάντης, ὑπογράφουν ὁ Ἄνθιμος Γαζῆς ‒(ὡς ἀντιπρόσωπος)‒ τῆς Θεσσαλίας, ὁ Ἰωάννης
Φίλωνος τῆς Λεβαδείας, ὁ Ἰωάννης Εἰρηναῖος τῶν Ἀθηνῶν, ὁ Κωνσταντῖνος Ἰωάννου
τοῦ Εὐρίπου καὶ ὁ Γεώργιος Αἰνιὰν τῆς Ὑπάτης.
 |
Σφραγίδες Ἐλευθερίας
1821-1832, ἔγγραφο 9 |
Ὡς
ἀγωνιστὴς τοῦ ’21, ὁ Γ. Φραγκίστας, ὅπως δηλώνει ὁ Κασομούλης στὰ Ἐνθυμήματά του, ἦταν ἕνας ἀπὸ τοῦς τρεῖς
προσωπικοὺς πρωτεύοντες ὁπλαρχηγοὺς τοῦ στρατιωτικοῦ σώματος ποὺ διατηροῦσε ὁ
Γεώργιος Καραϊσκάκης:
«Οἱ ὑπὸ τὴν ὁδηγίαν
τοῦ Καραϊσκάκη ἐπίσημοι <ὁπλαρχηγοί> καὶ <προσωπικὰ> στηρίγματά του αης
τάξεως ἦσαν: Ὁ Σωτήρης Σεντεκνιώτης, ὁ Ἀντώνης Ζαραλῆς καὶ ὁ <Γιάννης> Φραγκίστας».
Ὁ Γ. Φραγκίστας καὶ ὁ
Καραϊσκάκης διατηροῦσαν μία ἰδιαίτερη σχέση: ἄλλοτε φιλικὴ καὶ ἄλλοτε σχέση ἀντιπαλότητας.
Στὴ μάχη τῆς Νευρόπολης, κοντὰ στὸ Στοῦγκο
(νῦν Κρυονέρι) τῶν
Ἀγράφων, ἡ ὁποία τοποθετεῖται στὶς ἀρχὲς Ἰουνίου τοῦ 1823, τὸ Ἀρματωλικὸ σῶμα
τοῦ Καραϊσκάκη, ὀργανωμένο σὲ τρεῖς πτέρυγες ἐπιθέσεως, ἠττήθηκε ἀπὸ τὸ Τουρκικὸ
στράτευμα ποὺ εἶχε στρατοπδεύσει στὴν περιοχή, κυρίως λόγῳ τῆς ὀπισθοχώρησης
–μετὰ ἀπὸ ἐπίθεση τοῦ τουρκικοῦ ἱππικοῦ– τῆς δεξιᾶς πτέρυγας ποὺ διοικοῦσε καὶ
καθοδηγοῦσε ὁ Φραγκίστας, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ Καραϊσκάκης νὰ ἐπιστρέψει ἡττημένος
στὴν ἕδρα τοῦ στρατοπέδου του στὴν Ὀξυὰ τῆς Θεσσαλιώτιδος, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ σὲ κοντινὸ
μοναστήρι:
«Οἱ Τοῦρκοι, πρῶτον
δειλιάσαντες, τοὺς καρτέρεσαν εἰς τὰ ὀχυρώματά των· ἔχοντες καὶ ἱππικόν, ἐβοηθήθησαν,
κάμπος ὤν, ἐδίωξαν τὴν δεξιὰν πτέρυγα ὁποῦ διοικοῦσεν ὁ <Γιάννης> Φραγκίστας.
Βαλόντες εἰς ἀταξίαν μὲ τὸ ἱππικὸν τὸ κέντρον καὶ τὸ ἀριστερόν, ὀπισθοδρόμησεν ὁ
Καραϊσκάκης μὲ κίνδυνον τῆς ζωῆς του. Ἐβράδυασεν καὶ ἡ νὺξ διεσκέδασεν τὴν
λύπην του. Ἐτοποθετήθη <πάλιν> εἰς τὴν Ὀξυάν [...]».
 |
Βenjamin Mary, “Zorojanidis Agra<fa>”· Δήμητρα Κουκίου, «Ἀναγνώστης Ζωρογιαννίδης», Ἡ Ἱστορία ἔχει πρόσωπο.
Μορφὲς τοῦ 1821 στὴν Ἑλλάδα τοῦ
Ὄθωνα ἀπὸ τὸν βέλγο
διπλωμάτη Βenjamin Mary, [Ἐθνικὸ Ἱστορικὸ Μουσεῖο], Ἀθήνα 2020, σ. 183, 286. |
Ὁ Καραϊσκάκης θέλοντας,
λόγῳ ‒κυρίως‒ ἀσθένειάς του, νὰ
προτείνει καὶ νὰ ὑπογράψει προσωρινὴ εἰρήνη μὲ τοὺς Τούρκους καὶ στὴν
προσπάθειά του νὰ κάμψει τὶς ὅποιες ἀντιρρήσεις κάποιων ἐκ τῶν ὁπλαρχηγῶν, ἐπιρρίπτει
ὅλη τὴν εὐθύνη γιὰ τὴν ἧττα στὴ μάχη τῆς
Νευρόπολης στὸν Φραγκίστα καὶ τὴν ὀπισθοχώρησή του, μετὰ ἀπὸ ἐπέλαση τοῦ
τουρκικοῦ ἱππικοῦ. Μάλιστα, ὑποστήριξε ὅτι συνέλαβε τὸν Φραγκίστα καὶ τὸν εἶχε ὡς
κρατούμενο. Ἔτσι, σὲ σχετικὴ ἀγόρευσή του στὴν σύνοδο τῶν καπεταναίων. ποὺ ὁ ἴδιος
συγκάλεσε, φέρεται κατὰ τὸν Ν. Κασομούλη νὰ
δηλώνει:
«‒Ἀδελφοὶ
Καπιταναῖοι...Παρόντος ἐμοῦ, ὁ κερατᾶς ὁ Φραγκίστας προχθὲς ἔκαμε τὴν ἀρχήν, καὶ
ἐτζάκισεν χωρὶς αἰτίαν,καὶ τὸν ἔχω ἀρεστάδον.
Καὶ <φανταθῆτε> τί θὰ γίνῃ ὅταν λείψω».
Ὅμως, ὁ Φραγκίστας
μόλις πληροφορήθηκε τὰ λεγόμενα τοῦ Καραϊσκάκη: περὶ τῆς ἀποδοκιμασίας του καὶ
τῆς συλλήψεώς του, καὶ εἰσερχόμενος στὴ σκηνὴ τῶν ὁπλαρχηγῶν δηλώνει ὅτι ἡ ἀποτυχία
καὶ ἡ ἧττα στὴ μάχη τῆς Νευρόπολης ὀφείλεται ἀφ’ ἑνὸς μὲν στὸν ὀξύθυμο καὶ
παρορμητικὸ τοῦ χαρακτῆρα τοῦ Καραϊσκάκη, ἀφ’
ἑτέρου δὲ στὴ φυσική του ἀδυναμία ‒λόγῳ προφανῶς τῆς κακῆς κατάστασης τῆς ὑγείας
του‒ νὰ φέρει εἰς πέρας ἕνα
τέτοιο στρατιωτικὸ ἐπιχειρησιακὸ σχέδιο. Μάλιστα, ἐμφατικὰ καὶ ἀπερίφραστα, διαψεύδει τὰ περὶ τῆς σύλληψής του
καὶ τῆς κράτησής του ἀπὸ τὸν Καραϊσκάκη. Τονίζει δὲ πὼς διαθέτει ὑπὸ τὶς
διαταγές του 400 ἄνδρες, ποὺ μποροῦν ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ νὰ ἀποτρέψουν κάτι τέτοιο,
ἐνῷ θεωρεῖ καὶ τὸν ἴδιο τὸν Καραϊσκάκη θύμα κάποιων αὐλοκολάκων του, οἱ ὁποῖοι
διαβάλλουν τοὺς ἐντίμους καὶ ἀληθινοὺς φίλους καὶ ὑποστηρικτές του. Ἀκόμη, τὸν
κατηγορεῖ πὼς μόνος του, αὐθαίρετα, χωρὶς νὰ ἐρωτηθοῦν οἱ ἄλλοι ὁπλαρχηγοί,
προχώρησε σὲ σύναψη εἰρηνευτικῆς συνθήκης μὲ τοὺς Τούρκους:
«
[...] Εἰς τὴν σκηνήν μας < πρὸ τῆς ἀναχωρήσεως> ἦλθεν ὁ <Γιάννης>
Φραγκίστας καὶ ὅλοι οἱ περὶ τὸν Καραϊσκάκην.
Ὁ
Φραγκίστας τροπολογῶν τὸ τζάκισμά του, ἔδιδεν τὴν αἰτίαν τοῦ χαλασμοῦ του εἰς τὸ
ἄσκεπτον τοῦ Καραϊσκάκη καὶ ὀξύθυμον, καὶ ὄχι εἰς τὴν <ἰδικήν του> ἀδυναμίαν.
Εἶπε μάλιστα παρρησίᾳ ὅτι:
—Καθὼς ἄρχισεν, θὰ πάρ’ ὁ διάολος καὶ αὐτὸν καὶ τὰ Ἄγραφά
του. Ἀρκετὰ τὸν ὑποφέραμεν, κ’ἐγὼ καὶ <οἱ> ἄλλοι.
Μάλιστα
εἶπεν <ἀκόμη> :
—
Ἐρώτησεν κανέναν ἀπὸ ἡμᾶς καὶ κάμνει συνθῆκας; Ἢ μήπως δὲν γνωρίζομεν διατὶ ταῖς
ἐπιθυμεῖ; Ἂς κάμει <ὅμως> ὅπως θέλει, καὶ <τότε> θὰ ἰδοῦμεν ποῖος θὰ
μετανοήσῃ. Δὲν ἐντρέπεται νὰ λέγῃ μὲ ἔχει ἀρέστο, ἐνῷ ἔχω 400 ὑπὸ τὴν ὁδηγίαν μου,
καὶ τὸν πολιορκῶ αὐτὴν τὴν στιγμὴν καὶ τὸν καίγω; Φροντίζει, λέγει <ὁ
Φραγκίστας>, νὰ μᾶς σηκώσῃ τὴν ἐπιρροήν, ‒πόθεν; Ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς μας; <Ὅμως>
ἀκούγει τοὺς ἀχρείους σαχανογλύπτας καὶ περιφρονεῖ ὅλους ὅσους τὸν στήριζαν καὶ
τὸν στηρίζουν».
Ὁ Νικόλαος Κασομούλης
παραδέχεται πὼς μόνον ὁ Γ. Φραγκίστας ἀπὸ τοὺς ὁπλαρχηγοὺς τοῦ ἀρματωλικοῦ
σώματος τοῦ Καραϊσκάκη εἶχε τὸ σθένος νὰ κρίνει κ νὰ ἐπικρίνει τὶς ἐνέργεις τοῦ
Καραϊσκάκη. Θεωρεῖ δὲ ὁ Κασομούλης ὡς ἰδιοτελῆ τὴν ἐνέργεια τοῦ Καραϊσκάκη νὰ ἀπομακρύνει
ἀπὸ τὸ Ἀρματωλίκι τῶν Ἀγράφων τὸν ταμία του, τὸν λογιώτατον Κερασσοβίτην ὅπως τὸν
εἶχε ἀποκελεῖ, στέλνοντάς τον στὴν Ἐθνοσυνέλευση τοῦ Ἄστρους. Ἐπιδίωξη του ἦταν
νὰ διαχειρίζεται ὁ ἴδιος τὰ οἰκονομικὰ τῆς περιοχῆς, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ
προκαλέσει τὴ δυσαρέσκεια τῶν Ἀγραφιωτῶν:
«Τὸν ταμίαν τῆς ἐπαρχίας
τὸν ἔστειλεν πληρεξούσιον εἰς
τὴν ἐν Ἄστρει συνέλευσιν. Ὥστε παράλυσεν τὸ σύστημα ἐκεῖνο τὸ πρῶτον, ὅπου ὑπεσχέθη
εἰς τοὺς ’Αγραφιώτας νὰ <τὸ> φυλάξῃ μόνος του πλέον, <καὶ> ἤξερεν τὸ
ἔσοδον καὶ τὸ ἔξοδον <τοῦ Ἀρματωλικίου>. Οἱ πολῖται ἦταν ψυχραμένοι διὰ
τοῦτο, πλὴν εἰσέτι δὲν ξεμυστηρεύοντο. Καὶ μόνον ὁ Φραγκίστας ὡμιλοῦσεν καὶ τὸν
κατέκρινεν παρρησίᾳ διὰ τοὺς σφερτερισμοὺς τούτους καὶ ἄλλους τῆς ἐπαρχίας».
Μετὰ
τὴν ἄφιξη τοῦ Ἰωάννη Καποδίστρια στὸ Ναύπλιο,
στὶς 8 Ἰαν. 1828, ‒μὲ τὸ πλοῖο «Warspite», τὸ ὁποῖο τὸν μετέφερε ἀπὸ τὴ Μάλτα‒
καὶ
κατόπιν στὴν Αἴγινα στὶς 12
Ἰαν.
τοῦ ἰδίου ἔτους ὡς πρώτου Κυβερνήτη τοῦ νεοσύστατου Ἑλληνικοῦ Κράτους,
προτέραιότητά του ἦταν ἡ ὀργάνωση ἀξιόμαχου Τακτικοῦ Στρατοῦ. Δηλαδή, τὴ μετατροπὴ τοῦ στρατοῦ ἀπὸ ἄτακτα σώματα σὲ μονάδες σύγχρονου
τακτικοῦ στρατοῦ. Μὲ
δύο διατάγματά του, τῆς 4ης καὶ τῆς 7ης Φεβρουαρίου 1828,
ὅριζε τὴν ὀργάνωση τοῦ στρατοῦ σὲ "Χιλιαρχίες". Σκοπὸς τῆς νέας ὀργανωτικῆς δομῆς τοῦ στρατεύματος ἦταν νὰ συνειδητοποιήσουν
οἱ στρατιῶτες ὅτι, ὡς μαχητές, ἀνῆκαν πλέον στὴ νέα πατρίδα, τὴν ἑλληνική, καὶ ὄχι
στὴν ὑπηρεσία τοῦ κάθε ἀρχηγοῦ ἀτάκτου σώματος τὸν ὁποῖο ἀκολουθοῦσαν καὶ στὸ ὁποῖο
μετεῖχαν μέχρι τότε μαχόμενοι τοὺς Τούρκους. Παρ’ ὅλα αὐτὰ οἱ ἀγωνιστικοὶ καὶ
προσωπικοὶ δεσμοί τους μὲ τοὺς ἀρχηγοὺς τῶν ἀτάκτων σωμάτων δὲν καταργήθηκαν
πλήρως καθὼς ὡς ἀξιωματοῦχοι τῶν νέων μονάδων
τοποθετήθηκαν ἀγωνιστὲς καθιερωμένοι καὶ ἀναγνωρισμένοι ἀπὸ τοὺς ἀγῶνες τῆς ἑπταετοῦς
τῆς ἐπανάστασης ἢ γνωστοὶ φιλέλληνες.
Παρὰ τὶς παρεξηγήσεις,
τὴ δυσαρέσκεια, καὶ τὶς δυσχέρειες περὶ τὴν ἐκλογὴ προσωπικοῦ, ἡ ὀργάνωση τῆς Β΄
Χιλιαρχίας πραγματοποιήθηκε μὲ τὴν ἐκλογὴ ἑνὸ Χιλιάρχου, δύο Πεντακοσιάρχων καὶ
δέκα Ἑκατοντάρχων. Οἱ ἀξιωματικοὶ τῆς Β΄Χιλιαρχίας ἦσαν ἀποκλειστικὰ μέλη τῆς Φρουρᾶς τοῦ Μεσολογγίου, οἱ ὁποῖοι ἀπὸ τὴν ἐποχὴ
τῆς Πολιορκίας καὶ τῆς Πτώσεως τῆς Ἱερᾶς Πόλεως καὶ μέχρι τότε ζοῦσαν καὶ ἀγωνίζονταν
μαζί. Μεταξὺ τῶν Ἑκατόνταρχων ἦταν καὶ ὁ
Ἀγραφιώτης ἀγωνιστὴς καὶ Ἐξοδίτης, Ἰωάννης Φραγκίστας (1764-1861). Μάλιστα, ὁ
Νικόλαος Κασομούλης στὰ Ἐνθυμήματα Στρατιωτικὰ»
ἀναφέρει πὼς λόγῳ τῶν διαφωνιῶν στὴν ἐκλογὴ τῶν ἀξιωματούχων ‒τοῦ Χιλιάρχου, τῶν
Πεντακοσιάρχων καὶ τῶν Ἑκατοντάρχων‒ τῆς Χιλιαρχίας, καὶ προκειμένου νὰ κάμψει
τὶς ἀντιρρήσεις τους, ἀναγκάστηκε, στὴ σχετικὴ συνάντηση καὶ προκειμένου νὰ συμφωνηθεῖ ὁ ὁρισμὸς τῶν θέσεων
ποὺ καταλαμβάνουν οἱ διάφοροι ἀξιωματοῦχοι, νὰ δηλώσει:
«—Σύντροφοι Ἀξιωματικοί,
παρατηρῶ ὅτι ὅλοι θέλομεν νὰ εἴμεσθεν πεντακοσίαρχοι· ἐγὼ ἐνδίδω μόνον εἰς τὸν
Φραγκίσταν, καὶ ὕστερα ἀπ’αὐτὸν νὰ γίνω ἐγώ. Ἐὰν δὲν τὸ δέχεσθε λοιπὸν ἐσεῖς, οὔτε
ἐγὼ δέχομαι ἄλλον, καὶ τότε ἂς ἐκλέξωμεν ἄλλους (ὥστε) νὰ μὴ πειραχθῇ ἡ φιλοτιμία
μας».
Ἐπείσθησαν ὅλοι ἀπὸ τὸν
περὶ Φραγκίστα λόγο τοῦ Κασομούλη καὶ ἐξέλεξαν πεντακοσίαρχους τὸν Σπύρο
Μίλου ( ἐκ Χειμάρας ἐτῶν 32 καὶ τὸν
<Γ.> Βάγιαν ἐξ Ἰωαννίνων ἐτῶν 30,
μὲ χιλίαρχο τὸν Χριστόδουλο Χατζηπέτρου (ἐτῶν 35 ἀπὸ Ἀσπροπόταμο). Ὡς ἑκατόνταρχος ἐκλέγεται ὁ Γιάννης Γ. Φραγκίστας, 8ος στὴ σειρὰ ἐτῶν
40 ἀπὸ τὰ Ἄγραφα, μὲ 10ο τὸν Κασομούλη ἐτῶν 29 ἀπὸ τὴν Κοζάνη. Ἴσως φανεῖ παράδοξο πῶς ἕνα χιλίαρχος ὅπως ὁ Κασομούλης
ἢ ἕνας πεντακοσίαρχος ὅπως ὁ Γιάννης Φραγκίστας, ἐκλέγονται
στὴν νέα ὀργανωτικὴ δομὴ ὡς ἑκαντόνταρχοι.
Ὅμως, ὁ Γιάννης Βλαχογιάννης στὴν εἰσαγωγὴ
τοῦ ἔργου Ἐνθυμήματα Στρατιωτικά, μὲ τίτλο «Ὁ συγγραφέας καὶ τὸ ἔργο του.
Προδιάθεση» σημειώνει:
« [...] ὁ ἀναγνώστης
ἴσως ἀπορεῖ γιατὶ ὁ χιλίαρχος ἔγινε ἑκατόνταρχος. Στὸν ὀργανισμὸ τῶν Χιλιαρχιῶν,
οἱ χιλίαρχοι ἦταν παλαιοὶ στρατηγοί, οἱ πεντακοσίαρχοι παλαιοὶ ἀξιωματικοὶ β΄τάξης
(ἀντιστράτηγοι ἢ χιλίαρχοι κατὰ τὸν χαρακτηρισμὸ τῶν χρόνων τῆς Ἐπανάστασης) καὶ
οἱ ἑκατόνταρχοι παλαιοὶ χιλίαρχοι ἢ πεντακοσίαρχοι».
 |
Σφραγίδες Ἐλευθερίας
1821-1832, ἔγγραφο 19. |
Τὴν ἀπόφαση μὲ τὸν ὁποία ὁ Φραγκίστας τιμᾶται μὲ τὸν βαθμὸ
τοῦ 8ου Ἑκατόνταρχου τῆς Β΄χιλιαρχίας ἀποδέχεται καὶ ὑπογράφει ὁ Κυβερνήτης Ἰωάννης Καποδίστριας καὶ ὁ Γραμματεὺς Ἐπικρααείας
Σπ. Τρικούπης, στὶς 13 Μαρτίου 1828, στὸ Πόρο:
«ὄχι μόνον
θέλεις δικαιώσει τὴν ἐκλογήν της ταύτην, ἀλλὰ πολλὰ ὀγλήγορα θέλει λάβει νέας ἐνδείξεις
τοῦ ἐνθέρμου ζήλου σου καὶ τῆς ἱκανότητός σου, ὥστε νὰ σοὶ ἐμπιστευθῇ βαθμοὺς ἀνωτέρους».
Πράγματι
ὁ ’Ιωάννης Φραγκίστας τὸ 1830 φέρει τὸν βαθμὸ
τοῦ Ἀντισυνταγματάρχη καὶ ἀποστρατεύεται μὲ τὸν βαθμὸ τοῦ Συνταγματάρχη. Πεθαίνει
πλήρης ἡμερῶν στὴ Λαμία στὶς 25 Μαρτίου 1861, ἀνήμερα τῆς τεσσαρακοστῆς ἐπετείου
ἀπὸ τὴ ἔναρξη τῆς Ἐπανάστασης.
Τὸν
Γιάννη Φραγκίστα ἀναφέρει ὁ Κασομούλης καὶ στὸ Ἡμερολόγιόν του. Ὁ Κοζανίτης ἀπομνημονευματογράφος τοῦ Ἀγώνα, ὅταν ἦταν
διορισμένος στὴν Ὑπηρεσία τοῦ σώματος Ἐθνοφυλακῆς, ὡς «ἀξιωματικὸς τῶν Γενικῶν Ἐπιτελῶν
πλησίον τοῦ συνταγματάρχου Βάσου Μαυροβουνιώτου», τὸ ὁποῖον ὑπὸ τὸν Βάσο
Μαυροβουνιώτη καταδίωκε τὴ ληστεία καὶ τὴν ἀνταρσία στὴ μερθοριακὴ Φθιώτιδα καὶ
τὶς γειτονικὲς περιοχές, ἀναφέρει, στὶς 13 Μαρτίου 1836, γράμμα του πρὸς τὸν
Γιάννη Φραγκίστα, τὴν ἀποστολὴ τοῦ ὁποίου καταγράφει στὶς ἡμερολογιακές του σημειώσεις:
«... Τὴν αὐτήν,ὥρας
2 τῆς νυκτός, 8 π. μ., ἐγράψαμεν ἐπισήμως πρὸς τὸν Ἰωάννην Φραγκίσταν καὶ τοὺς
λοιποὺς ὁπλαρχηγοὺς εἰς Φουρνᾶν, νὰ κινηθοῦν κατὰ τῶν ληστῶν καὶ νὰ μᾶς εἰδοποιήσουν
καὶ νὰ τοὺς συντρέξωμεν»
Ἡ λαϊκὴ μοῦσα διὰ
χειλέων τοῦ διαπρεπέστερου τῶν προεπαναστικῶν ἀρματωλῶν, τοῦ ἥρωα Κατσαντώνη, προτρέπει
τὸν Γιάννη Φραγκίστα, ‒καὶ
τ’ ἄλλα παλληκάρια τοῦ μπουλουκιοῦ του‒ νὰ ἐκδικηθοῦν τὸν μαρτυρικὸ θάνατό του
καὶ νὰ ξεσκλαβώσουν τὴν Πατρίδα:
«[...]Ποὖσαι, ἀδέλφι
μου πιστό,καϋμένε Λεπενιώτη
Καὶ
σύ, Φραγκίστα μ’ ἀδελφέ, πιστό μου παλληκάρι;
Ἐμᾶς
θὰ μᾶς σκοτώσουνε, καὶ σεῖς μένετε πίσω.
Τὸ
γαἷμα μας ποὺ θὰ χυθῇ, ἐκδίκησι ζητάει.
Μὴ
πάψετε τὸν πόλεμο, καὶ μὴ λιγοκαρδῆτε,
Συνάξτε
τὰ μπουλούκια μου, τ’ ἄξια μου παλληκάρια,
Καὶ
πέστε τους, ἂν μ’ ἀγαπᾶν’ τὸ γαῖμά μου νὰ πάρουν.
Καὶ
ἂν ἐμεῖς πεθάνωμε, ἐσεῖς ποὺ μέντε πίσω,
Τὴ
δύστυχη Πατρίδα μας θὰ τήνε ξεσκλαβῶστε».
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Ἀ γ α θ ὴ Τ
ύ χ η.
Κατὰ τὰς ὑψηλὰς διαταγὰς
τῆς ὑπερτάτης Ἐθνικῆς Βουλῆς
ὁ Ἄρειος Πάγος ἐψηφίσατο τάδε.
Αον Διὰ τὰς
λαμπρὰς ἐκδουλεύσεις τὰς ὁποίας ἔκαμεν ὁ
κύριος Ἰωάννης Φραγγίστας εἰς τὸ Γένος, ἀγωνισθεὶς εἰς τὸν ἱερὸν ὑπὲρ ἐλευθερίας
ἀγῶνα, καὶ πολεμήσας ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος, τὸν τιμᾷ μὲ τὸ λαμπρὸν τῆς
Πεντακοσιαρχίας ἀξίωμα τὸ ὁποῖον μένει διὰ παντὸς ἀναπόσπαστον.
Βον Ὁ Ἄρειος
Πάγος θέλει πληρώσῃ εἰς τὸν εἰρημένον τὸν παρὰ τῆς ὑπερτάτης Ἐθνικῆς Βουλῆς
διορισθέντα μισθόν.
Γον Ὁ Ἄρειος
Πάγος θέλει ἀνταμείψῃ τὸν εἰρημένον μὲ λαμπρὰς ἀνταμοιβὰς μετὰ τὴν ἀποκατάστασιν
τῶν πραγμάτων ἀναλόγως μὲ τὰς ἐκδουλεύσεις του
Τῇ 29 Μαρτίου 1822 ἐν
Λιθάδι
Οἱ ἀρεοπαγῖται
Ἐπισκ. Ταλαντίου
Νεόφυτος Πρόεδρος καὶ
Ἄνθιμος Γαζῆς
Ἰωάννης Φίλων
Ἰωάννης Εἰρηναῖος
Κωνσταντῖνος Ἰωάννου
Γεώργιος Αἰνιάν
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
Ἀριθ. 963
Ο ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ ΤΗΣ
ΕΛΛΑΔΟΣ
Πρὸς τὸν Κύριον Ἰωάννην
Φραγκίσταν
Διὰ
τὰς πρὸς τὴν πατρίδα πιστὰς ἐκδουλεύσεις σου, διὰ τὴν πρὸς τοὺς νόμους εὐπείθιάν
σου καὶ διὰ τὴν ἀξιότητά σου ἡ Κυβέρνησις σὲ τιμᾷ μὲ τὸν βαθμὸν τοῦ ὀγδόου ἑκατοντάρχου
τῆς Βας Χιλιαρχίας.
Ἔχει δὲ ὅλην τὴν πεποίθησιν, ὅτι ὄχι
μόνον θέλεις δικαιώσει τὴν ἐκλογήν της ταύτην, ἀλλὰ πολλὰ ὀγλήγορα θέλει λάβει
νέας ἐνδείξεις τοῦ ἐνθέρμου ζήλου σου καὶ τῆς ἱκανότητός σου, ὥστε νὰ σοὶ ἐμπιστευθῇ
βαθμοὺς ἀνωτέρους.
Τῇ 13 Μαρτίου 1828, ἐν
Πόρῳ
Ὁ Κυβερνήτης
Ἰωάννης Καποδίστριας
Ὁ Γραμματεὺς τῆς Ἐπικρατείας
Σ. Τρικούπης
. Ὁ Θεοχάρης Ὀλύμπιος Κεφαλᾶς, ὁ ἐπονομαζόμενος βαρῶνος
Θεοχάρης Ὀλύμπιος Κεφαλᾶς, ὑπῆρξε πλούσιος Ἕλληνας προεστὸς τῆς Θεσσαλίας.
Ὑπογραφόταν ὡς "Barone Kephalas von Olympie". Κατὰ τὴν περίοδο τῆς
Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης ὑπῆρξε μέλος τῆς Α΄ Ἐθνοσυνέλευσης καὶ ἱδρυτὴς τῆς
Γερμανικῆς Λεγεώνας. Πρὶν τὸν θάνατό του τοῦ ἀπονεμήθηκε ὁ βαθμὸς τοῦ στρατηγοῦ
τιμῆς ἕνεκεν (Ἐγκυκλοπαιδικὸ Λεξικὸ
Ἐλευθερουδάκη, 1961, τ. Ζ,΄σ. 559-560).
Σύντομο βιογραφικὸ μὲ σχετικὴ
βιβλιογραφία γιὰ τὸν Ἀγραφιώτη ὁπλαρχηγὸ τοῦ Ἀγώνα Ἰωάννη Φραγκίστα (Ἀνατολικὴ
Φραγκίστα Ἀγράφων 1764-Λαμία1861), βλ. Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης, « "...καὶ
μὲ τρέμοντα χείλη...". Ἀθησαύριστον Ἀλέξάνδρου Παπαδιαμάντη», Ἐφ. Χρονικὰ
Δυτικῆς Μακεδονίας τῶν Γρεβενῶν, φ. 730/9.6.2017, σ. 18, σημ. 26 καὶ Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης, «Ὁ ἀγραφιώτης ὁπλαρχηγὸς
Γιάννης Φραγκίστας (1764-1861) στὴ μάχη τῆς Βαρνάκοβας», ἐφ. Τὰ Μεγάλα Βραγγιανά (ἙλληνομουσεῖονἈγράφων), φ. 85 / Ἰαν.-Φεβρ.-Μάρτ.
2021, σ. 5.
. Τὸ ὀξύθυμο καὶ ἀπρόβλεπτο τοῦ
χαρακτῆρα τοῦ Καραϊσκάκη βεβαιώνει καὶ ὁ Κασομούλης μετὰ τὴν πρώτη συνάντησή
τους, τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1822, στὴν Καστανιὰ τῶν Ἀγράφων, χωρὶς ὅμως νὰ
παραλείψει νὰ περιγράψει καὶ τὶς ἀρετὲς καὶ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἀγραφιώτη ἀρχιστρατήγου
τοῦ Ἀγώνα:
«Ἡ δραστηριότης του, τὸ ὀξύθυμον,
τὸ ἀστεῖον του, τὸ προβλεπτικόν του καὶ τὸ παρρησιακὸν εἰς τὸ νὰ δίδῃ ἀπολογίας εἰς τὰς ἀναφορὰς τόσον τῶν στρατιωτῶν
καθὼς καὶ τῶν ἐπαρχιωτῶν, ἔδειχναν τὸν μέγαν ἄνδρα, ὅστις <μίαν ἡμέραν> ἔπρεπεν
νὰ φανῇ, καθὼς ἐφάνη» (Κασομούλης, Ἐνθυμήματα,
τ. Α΄, σ. 251· πρβλ. Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης , «Ὁ Νικόλαος Κασομούλης στὰ Ἄγραφα
τὸ 1822», Ἁλιάκμονος ῥοῦς 5 (2021)
178.
. Ὁ Γιάννης Βλαχογιάννης, σὲ
σχόλιό του στὰ Ἐνθυμήματα Στρατιωτικά, δηλώνει ὅτι πρόκειται γιὰ τὸν Ἀναγνώστη
Ζωρογιαννίδη, ἕναν ἐκ τῶν δύο πληρεξουσίων τῶν Ἀγράφων στὴ Συνέλευση τοῦ Ἄστρους
(Κασομούλης, Ἐνθυμήματα, τ. Α΄, σ.
312, σημ. 2). Ὁ ἕτερος τῶν πληρεξουσίων τῶν Ἀγράφων, ἦταν ὁ Κωνσταντῖνος Ζῶτος,
ὁ προεστὸς τῆς Φουρνᾶς μὲ ἀπώτερη καταγωγὴ ἀπὸ τὴ Φλώρινα τῆς Δυτ. Μακεδονίας (Ἀνδρέας
Ζ. Μάμουκας, Τὰ κατὰ τὴν Ἀναγέννησιν τῆς Ἑλλάδος,
ἤτοι συλλογὴ τῶν περὶ τὴν Ἀναγεννωμένην Ἑλλάδα συνταχθέντων Πολιτευμάτων, νόμων
καὶ ἄλλων ἐπισήμων πράξεων, ἀπὸ τὸ 1821 μέχρι τέλους τοῦ 1823, Πειραιὰς 1839,
τ. Α΄, σ. 155). Βέβαια ὁ Ἀναγνώστης Ζωρογιαννίδης (ἢ Ζωρογιαννόπουλος) φέρεται
νὰ γεννήθηκε περὶ τὸ 1797 στὸ Νεοχώρι Κοστριάδος τῆς ἐπαρχίας Φθιώτιδος, καὶ ὄχι
στὸ Κεράσσοβο τῶν Ἀγράφων. Ἐπίσης, ἔλαβε μέρος καὶ στὴν Ἐθνικὴ Συνέλευση τοῦ
1843-44, ἀπὸ τὶς ἐργασίες τῆς ὁποίας σώζεται προσωπογραφία του φιλοτεχνημένη ἀπὸ
τὸν Βέλγο διπλωμάτη Benjamin Mary
(Ἡ Ἱστορία ἔχει πρόσωπο. Μορφὲς τοῦ 1821
στὴν Ἑλλάδα τοῦ Ὄθωνα ἀπὸ τὸν βέλγο διπλωμάτη
Βenjamin
Mary, Ἐθνικὸ Ἱστορικὸ Μουσεῖο, Ἀθήνα
2020, σ.183, 286. Πιθανῶς,
ὁ Βλαχογιάννης δὲν εἶχε σωστὴ ἐνημέρωση γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ ταμία τοῦ Καραϊσκάκη ἤ,
ἐνδεχομένως, ὁ Ἀναγνώστης Ζωρογιαννίδης εἶχε ἀπώτερη καταγωγὴ ἀπὸ τὸ Κεράσσοβο,
τὸ Μέγα Κεράσσοβο τῶν Ἀγράφων.