Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2024

ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ. [ΤΟ ΣΑΡΑΪ ΚΑΙ Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ]*

 

«Ὁ μέγιστος τῶν ναῶν τοῦ Ἄθωνος,

τὸ κάλλιστον κτίριον τοῦ αἰῶνος»

Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης

Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης,
ἔργο (2018)
τοῦ Κώστα Ντιό.

Στὶς 16 Ἱουνίου τοῦ 1900 τελοῦνται τὰ ἐγκαίνια τοῦ μεγαλοπρεποῦς νεοανεγερθέντος ναοῦ, τοῦ Καθολικοῦ τῆς ἐν Ἁγίῳ Ὄρει ρωσσικῆς σκήτης τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου, τῆς γνωστῆς ὡς «Σαράϊ» ἢ «Σεράγιον». Ὁ Ναὸς θεμελιώθηκε στὶς 16 Ἰουνίου 1867 ὑπὸ τοῦ μεγάλου δουκὸς τῆς Ρωσίας, Ἀλεξίου Ἀλεξάνδροβιτς. Οἱ ἐργασίες ἀνέγερσής του ἄρχισαν τὴν 4η Ἀπριλίου 1881 καὶ ἀποπεράτωθηκε τὴν 1η Ἰουλίου 1899. Αὐτὰ δηλοῦνται, ρωσσιστί, σὲ ἐντοιχισμένη μαρμάρνη στήλη δίπλα ἀπὸ τὴ δεξιὰ παραστάδα τῆς μεσαίας αὐτοῦ μεγάλης πύλης:[1]

«Οὗτος ὁ μεγαλοπρεπέστατος Ναὸς ἐθεμελιώθη αὐτοπροσώπως ὑπὸ τῆς Α. Α. Μεγαλειότητος τοῦ Μεγάλου Δουκὸς Ἀλεξίου Ἀλεξάνδροβιτς τῇ 16ῃ Ἰουνίου 1867 ἐπὶ τῇ μνήμῃ τῆς θαυμασίας σωτηρίας τοῦ γεννήτορος αὐτοὺ Αὐτοκράτορος Ἀλεξάνδρου τοῦ Β΄ ἐκ τῆς κατ’ αὐτοῦ κακούργου ἀποπείρας ἐν Παρισίοις τῇ 25ῃ Μαΐου 1867. Ἡ ἔναρξις τῶν κτιρίων ἐπηκολούθησε τῇ 4ῃ Ἀπριλίου 1881 ἐπὶ ἡγουμένου τοῦ ἀρχιμανδρίτου Θεοδωρήτου, ἅτινα ἀνυψώθησαν μέχρι τῆς ἐπιφανείας τοῦ ἐδάφους. Ἡ λοιπὴ ἐργασία ἤρξατο τῇ 3ῃ Μαΐου 1893 ἐπὶ ἡγουμένου ἀρχιμανδρίτου Ἰωσὴφ καὶ ἀπεπερατώθη τῇ τοῦ Θεοῦ βοηθείᾳ  ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ τῇ 1ῃ Ἰουλίου 1899. Ἡ δὲ καθιέρωσις τοῦ Ναοῦ τούτου συνετελέσθη τῇ 16ῃ Ἰουνίου 1900 ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ ἀρχιμανδρίτου Ἰωσὴφ μετὰ τῆς ἐν Χριστῷ ἀδελφότητος ὑπὸ τοῦ πρώην Κωνσταντινουπόλεως ἁγιωτάτου Πατριάρχου Ἰωακεὶμ τοῦ Γ΄».

Σχετικὰ μὲ τὶς δαπάνες καὶ τὸν ὑπεύθυνο τῆς ἀνεγέρσεώς του ἀρχιτέκτονα Χριστόδουλο Κορφιάτη,[2] ὁ ἐσφιγμενίτης ἱερομόναχος Γεράσιμος Σμυρνάκης ἀναφέρει:[3]

 «[...] Ἡ ἀξία ὁλοκλήρου τοῦ Ναοῦ ὑπολογίζεται εἰς 2.000.000 ρουβλίων ὡς ἔγγιστα ἢ 233.333 ὀθωμανικῶν λιρῶν. Ἡ κατασκευὴ τοῦ Ναοῦ καὶ τῶν ἐν γένει οἰκοδομῶν μετὰ τῶν παραρτημάτων τῆς σκήτης εἶχον ἀνατεθῇ τῷ ἐκ τῆς Γλώσσης τῆς νήσου Σκοπέλου ἀρχιτέκτονι κ. Χριστοδούλῳ».

Μὲ ἀφορμὴ τὴν εἴδηση τῶν ἐγκαινίων τοῦ νέου μεγαλορεποῦς ναοῦ τοῦ «Σεραγίου» ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης δημοσιεύει στὴν Ἀκρόπολι τῆς 23ης Ἰουνίου 1900 τὴν ἐπιφυλλίδα «Ἅγιον Ὄρος. Τὸ Σαράϊ καὶ ὁ Ναός του»[4]. Στὸ δημοσίευμά του ὁ Μωραϊτίδης,[5] ἀφοῦ ἀναφέρει λίγα ἱστορικὰ στοιχεῖα γιὰ τὴ Σκήτη (ἀξιοποιώντας καὶ στοιχεῖα ἀπὸ παλιότερο σχετικὸ δημοσίευμά του, ὅπως θὰ δοῦμε), στέκεται ἰδιαίτερα στὸν ἄρτι ἐγκαινιασθέντα παμμέγιστο ναὸ τῆς Σκήτης, ποὺ τὸν ἀποκαλεῖ ὡς:

«Τὸν μέγιστο τῶν ναῶν τοῦ Ἄθωνος. Τὸ κάλλιστον κτίριον τοῦ αἰῶνος, βαρὺ μνημεῖον τῆς μέχρι Ἀνατολῆς κατελθούσης ρωσσικῆς τέχνης».

Ἱερομόναχος Στέφανος, «Ἅγιον Ὄρος. Ἡ σκήτη τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου», Λεύκωμα τοῦ Ἁγίου Ὄρους  Ἄθω, Κελλίον Ἀποστόλου Θωμᾶ, Ἄθως 1913, σ. 28.

Τὸ χρονογράφημά του τὸ δημοσιεύει μὲ τὸ σύνηθες γιὰ τὰ ταξιδιωτικά του ἄρθρα ψευδώνυμο, «Ὁ ταξειδιώτης». Μετὰ τὸ πέρας τοῦ χρονογραφήματος ἡ σύνταξη τῆς ἐφημερίδος δημοσιεύει σύντομο χρονικὸ τῆς τελετῆς τῶν ἐγκαινίων:

«ΣΗΜ. ΑΚΡ. — Ἡ τελετὴ τῶν ἐγκαινίων ἤρχισε τὴν 8ην πρωϊνὴν ὥραν τῆς Παρασκευῆς. Ἡ πομπὴ ἐξεκίνησε προηγουμένων τῶν μοναχῶν καὶ τῶν ἱερέων ἐνδεδυμένων ἐπιχρύσους στολὰς καὶ ἀκολουθοῦντος τοῦ Πατριάρχου Ἰωακεὶμ τὸν ὁποῖον ὑπεβάσταζον ὁ αἰδεσιμώτατος κ. Ἀρσένιος καὶ εἷς διάκονος. Εἵποντο ὁ πρεσβευτὴς κ. Ζηννόβιεφ καὶ ὁ ναύαρχος Βίριλεφ ἀντιπροσωπεύων τὸν μέγαν δούκα Ἀλέξιον τὸν θεμελιωτὴν τοῦ ναοῦ. Εἶτα οἱ κυβερνῆται καὶ μετ’ αὐτοὺς οἱ ἀξιωματικοὶ τῶν σκαφῶν "Ἀλέξανδρος Β΄", "Ζαπορόζετο", "Τζεονομόρετζ", "Κολχίς". Ἄγημα ναυτῶν τοῦ θωρηκτοῦ "Ἀλέξανδρος Β΄"ἦτο παρατεταγμένον ἀπὸ τῆς κλίμακος μέχρι τοῦ ναοῦ.

Οἱ ἐπίσημοι εἰσῆλθον εἰς τὸν ναὸν ἐνῷ οἱ κληρικοὶ περιήρχοντο τὸ οἰκοδόμημα ψάλλοντες τὴν λιτανείαν, μετὰ τὴν ὁποίαν παρετέθη ἐπίσημον πρόγευμα εἰς τὸ ὁποῖον ὁ Ζηννόβιεφ ἔφερε πρῶτον πρόποσιν ὑπὲρ τοῦ Πατριάρχου Ἰωακείμ, τὴν ὁποίαν ἠκολούθησαν ἄλλαι, ἐξ ὧν αἱ πλειότεραι ὑπὲρ τοῦ μεγάλου δουκὸς Ἀλεξίου». 

                       Ἐφ. Ἀκρόπολις, φ. 23.6. 1900.

Ὅπως δηλώνει κι ὁ Μωραϊτίδης, θεμελιωτὴς τοῦ Ναοῦ θεωρεῖται ὁ μέγας δοὺξ Ἀλέξιος τῆς Ρωσίας, ὁ ὁποῖος:[6]

«μεταβὰς πρὸ χρόνων μετὰ χρυσοστολίστου καὶ ἐπιδεικτικῆς συνοδείας, εἰσῆλθεν εἰς τὴν ταπεινὴν τότε Σκήτην καὶ ἐχάραξε διὰ τῆς λεπτῆς βαΐνης ράβδου του τὰ θεμέλια τοῦ Καθολικοῦ [...] Ἐτέθησαν τὰ θεμέλια αὐτοῦ ὀγκώδη ὡς θεμέλια μεγάλου φρουρίου ὑπόγεια βαθέα, ὑψώθησαν πέντε μέτρα ἄνω τῆς ἐπιφάνειας τοῦ ἐδάφους».

Ὁ Μωραϊτίδης εἶχε ἐπισκεφθεῖ τὸ Ἅγιον Ὄρος τὸ 1888,[7] καὶ εἶχε μεταβεῖ στὴ Σκήτη τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου τὶς ἡμέρες τοῦ Δεκαπενταυγούστου τοῦ 1888.[8] Ἀργότερα δημοσιεύει στὴν Ἀκρόπολι στὰ φ. τῆς 31.3.1889 καὶ τῆς 3.4.1889, μὲ τίτλο «Ἡ Ἀκρόπολι ἐν Ἁγίῳ Ὄρει. Τὸ Σαράϊ», τὶς ἐντυπώσεις του ἀπὸ τὴ Ρωσικὴ σκήτη, τὸ Σαράϊ.[9] Τὰ ἄρθρα δημοσιεύονται ἀνυπόγραφα. Ὅμως, τὸ γεγονὸς ὅτι ἕνα μεγάλο μέρος αὐτῶν ἀναδημοσιεύονται στὸν Γ΄ τόμο τῶν ταξιδιωτικῶν ἐντυπώσεων τοῦ Μωραϊτίδη στὸ ἔργο του Μὲ τοῦ βορηᾶ τὰ κύματα,[10] πιστοποιεῖ ὅτι ὁ ἀρθρογράφος εἶναι ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης.

Ὁ Μωραϊτίδης τὸν Αὔγουστο τοῦ 1888 εἶδε, ὅπως δηλώνει, τὰ θεμέλια τοῦ ἀνεγειρομένου Ναοῦ:[11]

«Εἰσῆλθον εἰς τὴν μεγίστην αὐλήν του θαυμάζων τὰ ὀγκώδη τοῦ ἤδη ἀνεγειρομένου Ναοῦ θεμέλια, καὶ τὸν πλούσιον ἀρχιτεκτονικὸν τρόπον τῶν πτερύγων. Διότι τὸ Σαράϊ ὀνομάζεται μὲν καὶ εἶναι Σκήτη, ἀλλ’εἶναι κτισμένον ὡς ἕνα παμπάλαιον Μοναστήριον».

Ἐφ. Ἀκρόπολις, φ. 3.4.1889.

Ἀπὸ τὴν περιγραφὴ τοῦ Ναοῦ ἀπὸ τὸν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη, στὴν ἐπιφυλλίδα του στὴν Ἀκρόπολι τῆς 23ης Ἰουν. 1900, φαίνεται ὅτι ἐπισκέφτηκε πάλι τὴ Σκήτη τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου ἴσως, κατὰ τὴν δεύτερη ἐπίσκεψή του στὸ Ἅγιον Ὄρος τὸ καλοκαίρι τοῦ 1893.[12] Τότε, ὁ Ναὸς εἶχε ἀρχίσει ἤδη ἀπὸ τὸ 1891 νὰ ἀνεγείρεται, ἐπὶ ἡγουμένου τῆς Σκήτης τοῦ ἀρχιμανδρίτου Ἰωσήφ.[13]

Τύπος τῆς ἐποχῆς ἀναφέρεται στὴν τελετὴ τῶν ἐγκαινίων. Στὴν Ἀκρόπολι τῆς 21ης Ἰουνίου 1900, σημειώνεται:[14]

Ἐφ. Ἀκρόπολις, φ. 21.6.1900. 

«Θεσσαλονίκη, 20 Ἰουνίου. –(δι’ ἐμμέσου ὁδοῦ) Ὁ κοσμήτωρ τῆς θεολογικῆς σχολῆς τῆς Μόσχας κ. Ἀρσένιος μετέβη εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ περιῆλθε τὰς κυριωτέρας ἑλληνικὰς μονάς, ἐπισκεφθεὶς καὶ τὸν πατριάρχην Ἰωακείμ. Τὰ ἐγκαίνια τῆς νέας ρωσσικῆς ἐκκλησίας τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου θὰ τελεσθοῦν τὴν προσεχῆ Παρασκευήν, χοροστατοῦντος τοῦ Πατριάρχου Ἰωακεὶμ μετὰ τῶν λοιπῶν ἱεραρχῶν τῆς μονῆς Βατοπεδίου».

Τὸ Ἐμπρὸς στὶς 14 Ἰουνίου 1900 γράφει:[15]

«Ὡς εἴχομεν προαναγγείλει σήμερον ἀποπλέει ἐκ Πειραιῶς τὸ ρωσσικὸν θωρηκτὸν "Ἀλέξανδρος Β΄", ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἐπιβαίνει ὁ διοικητὴς τοῦ ρωσσικοῦ στόλου τῆς Μεσογείου ὑποναύαρχος κ. Βίριλωφ καὶ τὸ εὔδρομον "Ζαπαρόβετζ" κατευθυνόμενα εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπως διὰ τῆς παρουσίας των προσδώσουν μεγαλυτέραν λαμπρότητα εἰς τὰ τελεσθησόμενα ἐγκαίνια τοῦ δαπάναις τοῦ Τσάρου ἀνεγερθέντος ἐκεῖ ρωσσικοῦ ναοῦ».

Ἑστία τῆς 23 Ἰουνίου 1900 ἀναφέρεται ἐκτενῶς, μὲ ἕνα ἀνώνυμο ἄρθρο, στὸ χρονικὸ τῆς τελετῆς τοῦ ἁγιασμοῦ τοῦ νέου Ναοῦ, ποὺ ἀνήγειραν οἱ Ρῶσοι στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὴ Σκήτη τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου:[16]

«Οἱ Ρῶσσοι, ὡς μᾶς γράφει ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει πρεσβευτὴς τῆς Ρωσσίας κ. Ζηνόβιεφ καὶ ὁλόκληρος μοῖρα τοῦ ρωσσικοῦ στόλου ὑπὸ τὸν ναύαρχον Βιρίλιεφ ἐκπροσωποῦντα τὸν μέγα δούκα Ἀλέξιον τὸν καταθέσαντα πρὸ διετίας τὸν θεμέλιον τῆς ἐκκλησίας λίθον. Τῆς τελετῆς τοῦ ἁγιασμοῦ τῆς νέας Ρωσσικῆς ἐκκλησίας προΐστατο οὗτος ὁ Ὀρθόδοξος Ἕλλην οἰκουμενικὸς πατριάρχης Ἰωακεὶμ ὁ Γ΄, δεχθεὶς ἐπὶ τούτῳ κατόπιν τὰς θερμὰς εὐχαριστίας τοῦ κ. Ζηνόβιεφ.

Ἐπίσημον γεῦμα

Κατὰ τὰ ἐπιδόρπια τοῦ γεύματος, ὅπερ ὑπῆρξεν κατακλεὶς  τῶν Ρωσσικῶν τούτων ἑορτῶν, ὁ Ρῶσσος πρεσβευτὴς προέπιεν εἰς ὑγείαν τοῦ παναγιωτάτου Ἰωακεὶμ τοῦ Γ΄ ἀποκαλέσας αὐτὸν "Στῦλον τῆς Ὀρθοδοξίας". Κατόπιν ὁ κ. Ζηνόβιεφ προέπιεν ὑπὲρ τῆς εὐδαιμονίας ὅλων τῶν ἐν τῷ Ἄθῳ μοναστηρίων καὶ εἰς ὑγείαν τῶν παρακαθημένων ἐκπροσώπων τῶν μοναστηρίων τούτων.

Τί εἶπεν ὁ Πατριάρχης.

Εὐθὺς μετὰ τὸν Ρῶσσον πρεσβευτὴν ἠγέρθη ἡ Α. Παναγιότης, ὁ τέως Πατριάρχης, ὅστις δικαιολογῶν τὴν παρατυπίαν τῆς προπόσεως, τοῦ πράγματος ἀντικειμένου κατ’ ἀρχὴν εἰς ἐκκλησιαστικὰ γεύματα, εἶπεν ὅτι πράττει τοῦτο ὅπως ἐκπληρώσει καθῆκον ἱερᾶς εὐγνωμοσύνης πρὸς τὴν μονὴν Βατοπεδίου:

"Αἱ τελεταὶ καὶ αἱ ἑορταὶ εἰς εἰς ἃς παρέστητε σήμερον, εἶπεν, ἀποτελοῦν διὰ τὴν Σκήτην τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου κρηπίδα φωτεινὴν τῆς πλήρους δράσεως πεντηκονταετοῦς ἱστορίας της. Ἡ Σκήτη ἐκφράζει ἐπὶ τούτῳ  βαθεῖαν εὐγνωμοσύνην πρὸς πάντας ἐκείνους οἱ ὁποῖοι συνετέλεσαν εἰς τὴν πρόοδόν της, εἰς τὴν μονὴν Βατοπεδίου ἰδίᾳ καὶ ἰδιαίτατα πρὸς τὴν Α. Α. Μ. τὸν Τσάρον ὅστις πάντοτε ἐπέδειξε διαθέσεις εὐεργετικὰς πρὸς τὸ ἱερὸν ἵδρυμα."

Καὶ ἡ Παναγιότης του προσκαλεῖ ἐπὶ τούτῳ τοὺς παρισταμένους νὰ πίουν εἰς ὑγείαν τοῦ Τσάρου καὶ πασῶν τῶν Ρώσσων».

Ὁ Ναὸς ἦταν καὶ εἶναι ὄντως παμμέγιστος καὶ μεγαλοπρεπέστατος. Ὅπως σημειώνει ὁ π. Γερ. Σμυρνάκης: [17]

«Τῇ 18ῃ Ὀκτωβρίου 1891 ἀποβιώσαντος τοῦ Δικαίου Θεοκλήτου, ἀνέλαβε τὴν διοίκησιν τῆς Σκήτης ὁ ἀρχιμανδρίτης Ἰωσὴφ τῇ 1ῃ Φεβρουαρίου 1892, ἀνὴρ συνετὸς καὶ λίαν ἐνάρετος. Ἐπὶ τούτου δὲ ἀνηγέρθη ὁ πρὸ αὐτοῦ θεμελιωθεὶς καὶ μικρὸν ὑπὲρ τὴν ἐπιφάνειαν κτισθεὶς Καθολικὸς Ναὸς τῆς σκήτης, ὅστις εἶναι ρυθμοῦ γοτθικοῦ καὶ βυζαντινοῦ καὶ ἔχει πρὸ τῶν προπυλαίων, κωδωνοστάσιον ἐπιστεφόμενον ὑπὸ θόλου, ἐφ’οὗ, ὡς καὶ ἐπὶ τῶν θόλων τοῦ Ναοῦ, ὑπάρχουσιν ἐπίχρυσοι Σταυροί, ἀπὸ τῶν ὁποίων κρέμανται πρὸς διάκοσμον πάγχρυσοι σφαῖραι. Τό τε κωδωνοστάσιον καὶ ὁ κεντρῶος θόλος φέρουσιν ἀλεξικέραυνα. Τὸ μὲν μῆκος τοῦ Ναοῦ, μὴ συμπεριλαμβανομένου τοῦ κωδωνοστασίου, εἶναι 58.50 μ. τὸ δὲ πλᾶτος αὐτοῦ 33μ. καὶ τὸ ὕψος 29 μ. ἀπὸ τοῦ δαπέδου. Τὸ βάθος τοῦ κτιρίου κατὰ τὸ ἀνατολικὸν μέρος, τοῦ ἐδάφους ὄντος ἐπικλινοῦς, εἶναι ἕως 12 μέτρων. Τὸ ὑπόγειον αὐτοῦ εἶναι διηρημενον εἰς δύο εὐρύτατα διαμερίσματα μετὰ παχέων ἁψίδων, διασκευασθὲν τὸ 1902 οὕτως ὥστε χρησιμεύσῃ ὡς δεύτερος Ναός· κάτωθεν δὲ τούτου ὑπάρχει καὶ κατώγειον χρησιμεῦον ὡς ἀποθήκη. Ἡ ὕλη, ἐξ ἧς κατεσκευάσθη ὁ Ναὸς ἁπαρτίζεται ἐκ γρανίτου καὶ πλίνθων, τὰ δὲ διαζώματα ἐκ μαρμάρου 700 κυβικῶν μέτρων· καλλύνεται δ’ὁ Ναὸς δι ἐννέα πυργίσκων, ἐπιστεφομένων δι ἰσαρίθμων κομψῶν πρασινοβαφῶν θόλων. Τὸ κωδωνοστάσιον, ὃν ὕψους 37 μ., κατεσκευάσθη ἐκ γρανίτου καὶ μαρμάρου· ὑπάρχουσι δὲ ἐν αὐτῷ 25 κώδωνες καὶ δύο παμμεγέθεις, ὧν ὀγκωδέστερος εἶναι βάρους ὡς ἐλέχθη 4329 ὀκάδων ὡς ἔγγιστα, εὑρισκόμενοι ἅπαντες ἐν τῷ κατωτέρῳ ὀρόφῳ. Ἐν τῷ ἀνωτέρῳ ὀρόφῳ αὐτοῦ ὑπάρχει ὡρολόγιον δεικνύον τὰς ὥρας εὐρωπαϊστὶ μετὰ τεσσάρων ὄψεων, οὗτινος αἱ πλάκες εἶναι διαμέτρου ἑνὸς μέτρου καὶ ἔτι πλέον. Τὸ εἰκονοστάσιον τοῦ Ναοῦ, κατάχρσυον ὅν, ἐδωρήθη ὑπὸ πλουσίου ρώσσου, τοῦ μετέπειται γενομένου μοναχοῦ Ἰννοκεντίου, ἀξίας 25.000 ρουβλίων αἱ δὲ ἐπ’αὐτοῦ καλλιτεχνικώτατοι εἰκόνες ἐγένοντο ἐν Ρωσσίᾳ».

 

KEIMENO

 

«ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

[ΤΟ ΣΑΡΑΪ ΚΑΙ Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ][18]

Σαράϊ ἀποκαλεῖται κοινῶς ἡ ἐν Ἁγίῳ Ὄρει Ρωσσικὴ κοινοβιακὴ μονή, ἡ ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου πρώην Βατοπεδινὴ Σκήτη, ἧς ὁ νέος παμμέγιστος ναὸς οὗτινος τὰ ἐγκαίνια ἐτελέσθησαν ὡς τηλεγραφικῶς ἠγγέλθη ἡμῖν.

Ἐν τῷ κέντρῳ τῆς ἱερᾶς Χερσονήσου, ἐγγύτατα τῶν Καρεῶν, ὀλίγα βήματα ‒ἕνα περίπατον‒ πρὸς βορρᾶν τοῦ Πρωτάτου, ἐγείρονταιι τὰ τείχη τὰ ὑψηλά τοῦ Σεραγίου, ἑτέρου τούτου μελισσῶνος Ρωσσικοῦ, μετὰ τὸ μέγα κοινόβιον τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος. Μὲ τοὺς παχεῖς, ξανθούς, γαλανοὺς μοναχούς του, μὲ τὴν πληθὺν τῶν νεανιῶν ἀγενείων ξανθῶν δοκίμων του, μὲ τὰ ἄγρια εὐτραφῆ ὑποζύγιά του, τοῦ Σαραγιοῦ τὰ ὑποζύγια, μὲ τοὺς προγάστορας οἰκονόμους του, τοῦ Σαραγιοῦ τοὺς οἰκονόμους. Μὲ τὸν ἑκατομμυριοῦχον μοναχόν, ρῶσσον πρίγκηπα, κοινοβιάσαντα πρό τινων ἐτῶν, ὅστις ἦλθεν εἰς τοὺς ἐσχάτους τούτους καιροὺς νὰ ὑπομνήσῃ ὅτι δὲν εἶναι μῦθος τὰ λεγόμενα περὶ τῶν βυζαντινῶν ἐκείνων βασιλέων, οἵτινες μὲ ὅλην τὴν παλατινήν των χλιδὴν ἤρχοντο τῷ καιρῷ ἐκείνῳ  μετὰ τοῦ θείου καὶ ἀγγελικοῦ σχήματος νὰ «μετονομασθῶσιν…» ἐν ταῖς ἐρημικαῖς τοῦ Ἄθωνος καλύβαις, ἃς μετεποίουν εἰς μικρὰς βασιλικς μονάς. Οἱ βατοπεδινοὶ πατέρες οὐδέποτε ἐφαντάζοντο, ὅταν ἀπεμπόλουν τὴν σκήτην των, ὅτι ἀπὸ τὰς πενιχρὰς ἐκείνας καλύβας, θ’ ἀνέκυπτον αἱ μεγαλοπρεπεῖς καὶ πανύψηλοι κόρδαι τῶν κελλίων τοῦ Σαραγιοῦ, τῶν ἀδιακόπως πληθυνομένων καὶ καταλαβόντων ὅλην τὴν κλιτὺν τοῦ λόφου, ἐφ’ οὗ ἐξαπλοῦται ἀληθὲς καὶ πραγματικὸν Σεράγιον τὸ ρωσσικὸν Σαράϊ.

Ἀφότου ὁ τελευταῖος αὐτὸς ἡγούμενος καὶ ὁ πρῶτος ἐκρωσσίσας τὴν βατοπεδινὴν σκήτην, κολακεύων τοὺς πάντας μὲ τὰς εὐπροσηγορίας του καὶ τὰς δωρεάς του «φέλει φελόνι, φέλει πετραχεῖλι, ὅ,τι φέλει» κατώρθωσε νὰ συμπήξῃ πολύφθογγον καλιὰν ρώσσων ἀβάδων, παρουσιάσθη ἡ ἀνάγκη ἱδρύσεως νέου Κυριακοῦ, ἤτοι ναοῦ. Ἔκτοτε, πρὸ εἰκοσαετίας ἴσως ἐτέθησαν τὰ θεμέλια τοῦ νέου τούτου ναοῦ, παρουσίᾳ τοῦ μεγάλου δουκὸς Ἀλεξίου, οὗ τὸ κροκκοβαφὲς καὶ βελούδινον κελλίον μὲ τὴν χρυσόπαστον κλίνην ἐπιδείκνυται τοῖς προσκυνηταῖς μετ’ ἰδιαιτέρας ὐπερηφανείας. Ἡ βαρεία οἰκοδομὴ μὲ τὰ φρουριακὰ θεμέλια βραδύτατα ἐπροχώρει, κατ’ ἄλλους μὲν διὰ λόγους ἀρχιτεκτονικούς, στερεώσεως τῶν θεμελίων, κατ’ ἄλλους δὲ διὰ λόγους ἀργυρολογίας ἐκ μέρους τῶν ρώσσων προσκυνητῶν. Τέλος ἐπερατώθη τὸ παρελθὸν θέρος ὁ ναός, μέγας, μαρμάρινος, τρισυπόστατος, τρίκογχος, μὲ τρεῖς ὑψηλοὺς θόλους βυζαντινορρωσικοῦ ρυθμοῦ, τρεῖς καταπρασίνους θόλους μολυβδοσκεπάστους, μὲ τρεῖς χρυσοὺς σταυροὺς ἐπ’ αὐτῶν, λάμποντας εἰς τὴν ἀκτινοβολίαν τοῦ ἡλίου, ὁρατοὺς ἀπὸ τῶν ἀνατολικῶν τῆς Χερσονήσου ἀκτῶν. Οἱ τρεῖς οὗτοι παμμέγιστοι θόλοι μὲ τοὺς ἄλλους τοὺς πολυπληθεῖς  τῶν ἐν Καρεαῖς Χιλιανδαρινῶν κελλίων τῶν ἐξαγορασθέντων ὑπὸ ρώσσων, προσδίδουσιν ὄψιν ρωσσικής καλογερικῆς κωμοπόλεως εἰς τὰς σεμνὰς Καρεὰς, ἧς τὰ βυζαντινὰ τῶν ἄλλων εἴκοσιν ἑλληνικῶν μονῶν κελλία, ἀραχνιασμένα, κισσοστεφῆ, προβάλλουσιν ἀπὸ μέσα ἀπὸ τοὺς πυκνοὺς λεπτοκαρυῶνας, ἔκπληκτα, τρίβοντα τοὺς ὀφθαλμούς των ἐνώπιον τῆς ἀπέφθου λάμψεως τοῦ ρωσσικοῦ ἡλίου, τοῦ τόσον ἐκτυφλωτικοῦ ἐν τῇ Ἀνατολῇ.

Ὁ ναὸς οὗτος τοῦ Σαραγιοῦ, ἐπὶ μαρμαρίνου ὑψηλοῦ βάθρου, μὲ λαμπρὰ προπύλαια, μὲ ὁλόχρυσον τέμπλεον κ’ εὐρυτάτους χοροὺς εἶναι ἤδη ἕτοιμος διὰ τὰ ἐγκαίνια, τὸ δάπεδόν του ὅλον ἐκ τετραγωνιδίων πολυτίμου σκληροῦ ξύλου, οἷα τὰ τῶν ἀνακτορικῶν αἰθουσῶν χορευτικὰ δάπεδα, ξύλινον ψηφιδωτόν. Οἱ τοῖχοι του πάλευκοι, ἀναμένοντες τοὺς ἁγιογράφους. Οἱ θόλοι του ὑψηλοὶ τρεῖς, κατάφωτοι. Ὅταν τεθῶσι καὶ τὰ ὁλόχρυσα εἰκονοστάσια, οἱ χρυσοὶ πολυέλαιοι καὶ αἱ πολυτελεῖς ρωσσικαὶ εἰκόνες θὰ καταστῇ ὁ ναὸς οὗτος τῆς ἄλλοτε πενιχρᾶς βατοπεδινῆς σκήτεως, ὁ μέγιστος τῶν ναῶν τοῦ Ἄθωνος, τὸ κάλλιστον κτίριον τοῦ αἰῶνος, βαρὺ μνημεῖον τῆς μέχρις Ἀνατολῆς κατελθούσης ρωσσικῆς τέχνης.

Ὁ ταξειδιώτης»



[1]. Γεράσιμος Σμυρνάκης, Ἅγιον Ὄρος, τυπ. Ἀνέστη Κωνσταντινίδου, Ἀθήνα 1903, σ. 457.

[2]. «Ὅμως στὸ Ὄρος συναντοῦμε στὰ τέλη τοῦ 19ου αἰ. μὲ ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰ. τὸν Γλωσσιώτη ἀρχιτέκτονα Χριστόδουλο Κορφιάτη, ὁ ὁποῖος ἐργάστηκε στὴν Βατοπεδινὴ σκήτη τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα, τὴ γνωστὴ ὡς "Σεράγιον"  [...] Ὁ Χριστόδουλος Κορφιάτης, ποὺ διέμενε στὸν Κάτω Μαχαλᾶ τοῦ δήμου τῆς Γλώσσας, γεννήθηκε περίπου τὸ 1824-5 καὶ ἀπεβίωσε στὴ Γλώσσα τὸν  Φεβρουάριο τοῦ 1912»· π. Κωνσταντῖνος Ν. Καλλιανός, Σύμμεικτα ἱστορικὰ καὶ λαογραφικὰ γιὰ τὴ Γλώσσα τῆς Σκοπέλου (17ος-19ος αἰ.), ἐκδ. Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2023, σ. 154-5,158.

[3]. Σμυρνάκης, σ. 457.

[4]. Ἐφ. Ἀκρόπολις, φ. 23.6.1900.

[5]. Τὸ δημοσίευμα εἶναι ἀβιβλιογράφητο καὶ φυσικὰ δὲν περιλαμβάνεται στὴν ἔκδοση τῶν ταξιδιωτικῶν τοῦ Μωραϊτίδη, Μὲ τοῦ βορηᾶ τὰ κύματα. Ταξείδια, Περιγραφαί, Ἐντυπώσεις.

[6]. Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, Μὲ τοῦ βορηᾶ τὰ κύματα. Ταξείδια, Περιγραφαί, Ἐντυπώσεις, σειρὰ Γ΄, ἐκδ. Ἰω. Σιδέρη, Ἀθήνα 1924 σ. 144.

[7]. Ἰω. Ν. Φραγκούλας, Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης (1850-1929), Βοστώνη 1950, σ. 15.

[8]. «Ἦσαν ὅλοι ἁπλούστατα ἐνδεδυμένοι [...]· ἐπειδὴ ἦτο νηστεία τὴν ἡμέραν ἐκείνην (τεσσαρακοστὴ τοῦ Δεκαπενταυγούστου) τὸ φαγητὸν ἦτο ὅλως λιτόν»· Μὲ τοῦ βορηᾶ τὰ κύματα, τ. Γ΄, σ. 139.

[9]. Ἀνώνυμος «Ἡ Ἀκρόπολις ἐν  Ἁγίῳ Ὄρει. Τὸ Σαράϊ», ἐφ. Ἀκρόπολις, φ. 31.3.1889 καὶ Ἀκρόπολις φ. 3.4. 1900.

[10]. Μὲ τοῦ βορηᾶ τὰ κύματα, «Τὸ ΣαράΪ», τ. Γ΄, σ. 137-148.

[11]. Στὸ ἴδιο, σ. 138.

[12].  Βλ. Φώτιος Δημητρακόπουλος, Ὁ μοναχὸς Ἀνδρόνικος, ἐκδ. Ergo, Ἀθήνα 2002, σ. 118.· Φραγκούλας, σ. 15.

[13]. Σμυρνάκης, σ. 455.

[14]. Ἀνώνυμος, «Τὰ ἐγκαίνια τοῦ Ρωσσικοῦ ναοῦ είς τὸ Ἅγιον Ὄρος», ἐφ. Ἀκρόπολις, φ. 21.6.1900.

[15]. Ἀνώνυμος, «Ἀπόπλους ρωσσικῶν πολεμικῶν. Κατευθύνονται εἰς Ἅγιον Ὄρος», ἐφ. Ἐμπρός, φ.14.6.1900.

[16]. Ἀνώνυμος, «Οἱ Ρῶσσοι εἰς τὸν Ἄθω. Ἰωακεὶμ ὁ Γ΄, ἐπικεφαλῆς τῶν ἑορταζόντων», ἐφ. Ἑστία, φ. 23.6.1900.

[17]. Σμυρνάκης, σ. 455-6.

[18]. Ἐφ. Ἀκρόπολις, φ. 23.6.1900.

Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης

* Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὴν ἐφημερίδα Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας τῶν Γρεβενῶν, φ. 1057, φ. 23. 2. 2024, σ. 15-18.





Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2024

ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ ΘΕΟΔΩΡΟΥ-ΤΕΝΕΝΤΕ (1931 - †5. 2. 2024)

 


Φτωχότερο πλέον τὸ «Ἑλληνομουσεῖον Ἀγράφων» μετὰ τὴν κοίμηση μιᾶς μούσας του, τῆς ἑλληνοδιδασκάλισσάς του, Ἐλισσάβετ Θεοδώρου-Τενέντε (+ 5. Φεβρ. 2024). Ἦταν καὶ εἶναι ἕνας κρίκος μιᾶς μακρᾶς ἁλυσίδας παιδαγωγῶν, ποὺ ἀνάγεται στοὺς διδασκάλους τοῦ Γένους Εὐγένιο Γιαννούλη τὸν Αἰτωλὸ καὶ Ἀναστάσιο τὸν Γόρδιο, οἱ ὁποῖοι ξεκίνησαν, ἤδη ἀπὸ τὸν 17ο αἰώνα, τὴ διακονία τῶν Γραμμάτων στὰ ἱστορικὰ Ἄγραφα. Ἀφιέρωσε τὴ ζωή της στὴ διδασκαλικὴ καὶ τὴ γενικότερη παιδευτικὴ ἀρωγὴ τῶν παιδιῶν τῆς σχολικῆς ἡλικίας ἀλλὰ καὶ τῶν ἀναλφαβήτων συμπατριωτῶν της. Μεγάλη καὶ ἡ κοινωνικὴ προσφορά της στὴ φροντίδα τῶν νέων ποὺ ἀντιμετώπιζαν προβλήματα καὶ δυσκολίες, ἐμπόδια ἀλλὰ καὶ ἄτυχες στιγμές,  στὴν πορεία τῆς ζωῆς τους. Τὸ «Ἑλληνομουσεῖον Ἀγράφων» κλίνει εὐλαβικὰ καὶ εὐγνώμονα τὸ γόνυ στὴ μνήμη της καὶ εὔχεται ἡ ψυχή της νὰ καταταχθῇ μεταξὺ τῶν ὁσίων γυναικῶν.

Τρίτη 2 Ιανουαρίου 2024

3 IANOYAΡΙΟΥ 1911, ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

 

Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης

Ἀφιέρωμα τοῦ περιοδικοῦ Ἀθηναῖος τοῦ Κολλεγίου Ἀθηνῶν

στὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη

Θ. Β.  (=Θᾶνος Βερέμης),  
«Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης». 

Οἱ μαθητὲς τοῦ Κολλεγίου Ἀθηνῶν ἀφιέρωσαν τὸ τεῦχος 4 (ἔτος 33ον) τῆς 31ης Μαρτίου 1961 τοῦ μηνιαίου περιοδικοῦ τους Ἀθηναῖος (
The Athenian) στὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Ὅπως δηλώνεται στὸ προλογικὸ σημείωμα τοῦ Ἀντώνη Ἰ. Ἐφραιμίδη, ἀρχισυντάκτη περιοδικοῦ:

«ἡ ἰδέα μας ἦταν πηγαία· θελήσαμε ἐπ’ εὐκαιρίᾳ τῆς συμπληρώσεως μιᾶς πεντηκονταετίας ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ θεμελιωτῆ τῆς πεζογραφίας μας, νὰ ἀνασύρουμε στὸ καθαρὸ φῶς τῶν νέων ψυχῶν μας τὸν ἀγωνιστὴ αὐτὸν καὶ νὰ λαμπρύνουμε ‒ὅσο μᾶς ἐπιτρέπουν τὰ μικρά μας μέσα‒ τὴν μορφή του [...] Σὰν ἕνα ταπεινότατο δεῖγμα σεβασμοῦ στὴ μνήμη του, οἱ ἐργασίες ποὺ ἀκολουθοῦν ἂς ρίξουν λίγο φῶς στὴ μεγάλη του προσφορὰ πρὸς τὴν Νέα Ἑλλάδα»

Τὸ τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ ἀφιερώνει τὶς 16 ἀπὸ τὶς 58 σελίδες του στὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη καὶ περιλαμβάνει πλὴν τοῦ προλογικοῦ ἄρθρου καὶ τὰ ἑξῆς:

1. Ὁ Ἀθηναῖος, «Δυὸ λόγια»,

2. Μιχάλης Γιαννόπουλος Jr D., «Παπαδιαμάντης: Μία μορφή».

3. Α. Ι. Ε. (=Ἀντώνης Ἰ. Ἐφραιμίδης), «Ἡ ζωὴ τοῦ Παπαδιαμάντη».

4. Θᾶνος Μ. Βερέμης Junior A , «Παπαδιαμάντης: Προέκτασις τοῦ Βυζαντίου στὴ σύγχρονη Ἑλλάδα».

5. Ἄγγελος Ε. Χάλαρης Senior Α, «Ὁ λυρισμὸς τοῦ Παπαδιαμάντη».

6. Γιῶργος Μαυρογορδᾶτος Sophomore A. , «Ὁ ἠθογράφος Παπαδιαμάντης»

7. Γιῶργος Παράσογλου Freshman A΄, «Γύρω ἀπὸ τὸν Παπαδιαμάντη. Ἡ ἐκφραστική του τέχνη».

8. Ἡρακλῆς Λιόκης Junior C΄ , «Ὁ ποιητὴς Παπαδιαμάντης.  Μία νεανική του τάσι».

9 Γιῶργος Μαυρογορδᾶτος Sophomore A., «Τὸ χιοῦμορ τοῦ Παπδιαμάντη».

10. Σταμάτης Στούρνας Junior d, «Ὁ Παπαδιαμάντης καὶ οἱ ἥρωές του».

Δημοσιεύεται, ἐπίσης, στὸ ἀφιέρωμα τοῦ περιοδικοῦ, τὸ γνωστὸ διήγημα τοῦ Παπαδιαμάντη «Τὸ μοιρολόγι τῆς φώκιας» καὶ δύο στιχουργήματά του, ἕνα ἀπὸ τὸ διήγημα «Τὰ ρόδινα ἀκρογιάλια» καὶ ἕνα ἀπὸ τὸ ποίημά του «Τὸ ὡραῖον φάσμα»:

«Εἰς ἕνα μνῆμ’ ἀγνώριστον,

μικροῦ κοιμητηρίου

δὲν θέλω νὰ μὲ βλέπωσιν

ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου·

μηδὲ κυπάρισσος σκαιά,

μηδ’ ἀπεχθὴς ἰτέα

νὰ τὸ σκιάζῃ·...»

 

«Κάλλιο εἶχα σκλάβος νά ’μουνα σιμά σου

παρὰ νὰ ἐβασίλευα μακριά σου·

δίπλα σου κάλλιο νά ’πεφτα στὸ χῶμα,

παρὰ ν’ἀνέβω στ’ oὐρανοῦ τὸ δῶμα.

Ἄχ, ναί, γλυκύ μου μαραμμένο πλάσμα

σ’ ἐπόνεσε ἡ ψυχή μου, ὡραῖο φάσμα!»

 

Τὸ ἀφιέρωμα τοῦ Ἀθηναίου στὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη κοσμεῖται  ἀπὸ ζωγραφικὸ ἔργο μὲ τὴ μορφὴ τοῦ Παπαδιαμάντη τὸ ὁποῖο ὑπογράφεται ὡς «Θ. Β.», ποὺ προφανῶς παραπέμπει στὸν βοηθὸ ἀρχισυντάκτη τοῦ περιοδικοῦ καὶ γνωστὸ ἱστορικὸ καὶ πανεπιστημιακὸ Θάνο Μ. Βερέμη (γένν. 1943), ὁ ὁποῖος ἦταν μαθητὴς τοῦ Κολλεγίου Ἀθηνῶν καὶ ἀρθρογράφος τοῦ ἀφιερώματος γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη στὸν Ἀθηναῖο. Ὁ Θάνος Βερέμης εἶναι καὶ ὁ ζωγράφος, ποὺ ὑπογράφει, ὡς «διὰ χειρὸς Ἀθ. Βερέμη», τὸ ζωγραφικὸ ἔργο ποὺ φέρει τὸ ἐξώφυλλο τοῦ Ἀθηναίου, τὸ ὁποῖο παριστᾶ ἄγγελο ὁ ὁποῖος φέρνει τὸ μήνυμα τῆς Ἀνάστασης τοῦ Κυρίου.

Ἀπὸ τὸ ἀφιερωματικὸ 16σέλιδο τοῦ Ἀθηναίου ἀναδημοσιεύουμε τὸ ἄρθρο τοῦ Θάνου Βερέμη μὲ τίτλο «Παπαδιαμάντης: προέκτασις τοῦ Βυζαντίου στὴ σύγχρονη Ἑλλάδα».

 

Ἀθηναῖος 4 (1961),
ἐξώφυλλο.


«ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ:

ΠΡΟΕΚΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΑΔΑ

Πῶς νὰ ἀρχίσω νὰ γράφω γιὰ τὸν ταπεινὸ κύρ-Ἀλέξανδρο χωρὶς νὰ νοιώσω κάποια ντροπὴ γι’ αὐτὸ ποὺ κάνω στὴ μνήμη του. Χωρὶς νὰ νοιώσω ἔνοχος γιατὶ πρέπει νὰ γεμίσω ματαιόδοξα λίγες ἀράδες μὲ τὴ "σοφία" μου, ἀντλώντας τὸ θέμα ἀπὸ μιὰ τέτοια ἐπέτειο. Μιὰ ἐπέτειο ποὺ κάλλιο τῆς ἔπρεπε ἡ σιωπὴ καὶ τὸ ἡμίφως μιᾶς ἐκκλησίας.

Τὸ Βυζάντιο στάθηκε γιὰ μᾶς τοὺς νέους Ἕλληνες σὰν κάποιος φτωχὸς καὶ καταφρο-νεμένος συγγενής, ποὺ δὲν τὸν καταδεχόμαστε μπροστὰ στὸν πλούσιο καὶ ξακουσμένο παπποῦ μας, τὸν ἀρχαῖο Ἕλληνα...». Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια ὥρισε ὁ ἁγιογράφος Φ. Κόντογλου, ὁ δεύτερος μεγάλος σύγχρονος Βυζαντινός, μιὰ θλιβερὴ ἀλήθεια. Καὶ εἶναι ἀστεῖο νὰ σκέπτεται κανείς ὅτι χρειάστηκαν οἱ ὑποδείξεις ξένων πνευματικῶν ἀνθρώπων γιὰ νὰ στραφῇ μόλις τὰ τελευταῖα χρόνια τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ τόπου μας στὴν πνευματικὴ καὶ καλλιτεχνικὴ παραγωγὴ τοῦ "καταφρονεμένου συγγενῆ". Χρειάστηκε νὰ γίνῃ πρῶτα στὸ ἐξωτερικὸ ἡ ἀναγνώριση τῆς ἀξίας τῆς λειτουργικῆς τέχνης, ἀφοῦ τίποτε κοινὸ δὲν εἶχε μὲ τὴν κλασσικὴ παράδοση. Ὅσο γιὰ τὸ πλούσιο γλωσσικὸ ἰδίωμα τῆς Βυζαντινῆς φιλολογίας, ποὺ βρίσκεται ριζωμένο μέσα σὲ ὅλα τὰ τραγούδια καὶ τὶς παραδόσεις τοῦ λαοῦ μας, ὣς καὶ στὰ Ἀπομνημονεύματα τοῦ Μακρυγιάννη, αὐτὸ τὸ δεχθήκαμε πάντα μὲ συμπάθεια ἀλλὰ χωρὶς καμμιὰ διάθεση μιμήσεως. Λίγοι εἶχαν καταλάβει ὣς πρόσφατα ὅτι μία γνήσια, ἀνεπανάληπτη στιγμὴ τῆς νεοελληνικῆς λογοτεχνίας δὲν ἦταν παρὰ αὐτὴ ἡ ἀπόμακρη ἠχὼ τοῦ Βυζαντίου.

Οἱ ἠθογραφίες τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη εἶναι ἕνας μοναδικὸς λυρικὸς κραδασμὸς στὰ νεοελληνικὰ γράμματα. Μιὰ γλῶσσα βγαλμένη μέσα ἀπὸ τὰ συναξάρια ποὺ ὁ κοσμοκαλόγερος Σκιαθίτης φυλλομετροῦσε ἀπ’ τὰ μικρά του χρόνια καὶ ποὺ μόνον ἕνας ἄνθρωπος μὲ τὴ δικιά του ξεχωριστὴ εὐαισθησία κατώρθωσε νὰ ξαναζωντανέψῃ, παρεξηγήθηκε συχνὰ γιὰ τὸ λογοτεχνικὸ παρακλάδι τῆς καθαρεύουσας. Ἀκούγοντας τὰ προϊόντα τῆς Βυζαντινῆς ὑμνογραφίας νὰ ψέλνονται τὶς μέρες αὐτές, θὰ καταλάβουμε πόσο κοντὰ βρίσκονται στὸ πνεῦμα τοῦ μεγάλου Σκιαθίτη. Γιατὶ τὸ ὀρθόδοξο Πάσχα εἶναι πάντα μιὰ εὐκαιρία γιὰ νὰ ξαναζῇ ἡ θρησκευτικὴ ζωὴ τοῦ Βυζαντίου καὶ οἱ πνευματικὲς ἐκδηλώσεις  ποὺ ἔχουν τὴν ρίζα τους ἐκεῖ:*

«...  καὶ ἤστραψεν ἐπάνω εἰς τὸν θόλον ὁ Παντοκράτωρ μὲ τὴν μεγάλην κ᾽ ἐπιβλητικὴν μορφήν, [...] Καὶ ὁλόγυρα αἱ μορφαὶ τῶν Μαρτύρων, Ὁσίων καὶ Ὁμολογητῶν. Ἵστανται ἐπὶ τῶν τοίχων ἠρεμοῦντες, ἀπαθεῖς, ὁποῖοι ἐν τῷ Παραδείσῳ, εὐθὺ καὶ κατὰ πρόσωπον βλέποντες, ὡς βλέπουσι καθαρῶς τὴν Ἁγίαν Τριάδα [...] Καὶ εἰς τὴν χιβάδα τοῦ ἱεροῦ βήματος, ὑψηλά, ἐφαίνετο στεφανουμένη ὑπὸ ἀγγέλων ἡ τῶν Οὐρανῶν Πλατυτέρα. Καὶ κατωτέρω περὶ τὸ θυσιαστήριον ἵσταντο ἄρρητον σεμνότητα ἀποπνέουσαι αἱ μορφαὶ τῶν μεγάλων Πατέρων, τοῦ Ἀδελφοθέου, τοῦ Βασιλείου, τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τοῦ Θεολόγου, κ᾽ ἐφαίνοντο ὡς νὰ ἔχαιρον διότι ἔμελλον ν᾽ ἀκούσωσι καὶ πάλιν τὰς εὐχὰς καὶ τοὺς ὕμνους τῆς Εὐχαριστίας, οὓς αὐτοὶ ἐν Πνεύματι συνέθεσαν...»

Μὰ ὅπως δὲν εἶναι τὰ ράσα ποὺ κάνουν τὸν παπᾶ, ἔτσι δὲν εἶναι καὶ ἡ γλῶσσα μόνον ποὺ κάνει τὸν Παπαδιαμάντη γνήσιο ἀπόγονο τοῦ Βυζαντίου.

Γιὰ νὰ καταλάβει κανεὶς τὴ διαμόρφωση τῆς τόσο ἰδιότυπης ἰδιοσυγκρασίας τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ, πρέπει ἀπ’ ὅλα νὰ τὸν τοποθετήσει μέσα στὰ πλαίσια ποὺ γεννήθηκε: Περιβάλλον ἱερατικό. Ἡ πατρικὴ οἰκογένεια εἶχε βγάλει κάμποσους διαδοχικοὺς παπάδες, ὁ πατέρας του ὁ ἴδιος ἦταν κληρικὸς ὅπως καὶ ἄλλοι πολλοὶ συγγενεῖς τους. Ἡ γενέτειρά του ἡ Σκιάθος, νησὶ ποὺ κατώρθωσε νὰ μείνει σχεδὸν ἀπάτητο ἀπὸ ξένες ἐπιδρομές, μόρφωσε ἕνα χαρακτῆρα μὲ βαθειὰ ἑλληνολατρεία. Ἀπὸ μικρός, μελετητὴς τῆς βυζαντινῆς ποίησης, ἀποφάσισε στὰ 17 του χρόνια νὰ καλογερέψῃ στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἡ παραμονή του ὅμως ἦταν μόνον προσωρινή.

Μιὰ παιδική του κλίση στὴ ζωγραφική, καὶ ἰδιαίτερα στὶς ἁγιογραφίες, ἔπαιξε ἀποφασιστικὸ ρόλο στὸ συγγραφικό του ταλέντο. Καὶ πραγματικὰ ἡ πλοκὴ τῶν ἔργων του εἶναι ἐπιμελημένα τοποθετημένη πάντα μέσα σὲ μιὰ θαυμάσια ζωγραφικὴ σύνθεση.

Κέντρον ὅμως τῆς δημιουργίας του εἶναι τὰ πρόσωπα. Ἕνα, ἕνα προβάλλουν μέσα ἀπὸ τὸ τοπεῖο τὰ σκαμμένα πρόσωπα τοῦ θαλασσινοῦ ἀγωνιστῆ, τοῦ ταπεινοῦ ἱερέα, τῆς χαροκαμένης γριᾶς μάνας. Γνήσιες βυζαντινὲς φιγοῦρες, διαγραμματικές, σκυθρωπές, μὲ βαθειὰ θητεία στὸν ἀνθρώπινο πόνο. Στὴν ἀπίστευτη ἐγκαρτέρηση ποὺ τοὺς χαρακτηρίζει, μοιάζουν σιγὰ-σιγὰ σὰν νὰ ἀκινητοποιοῦνται μέσα σὲ μιὰ σοβαρὴ ἱεροπρέπεια. Τὸ δεξὶ χέρι μὲ τόσο ἀδύνατα δάχτυλα κινεῖται σὲ σχῆμα εὐλογίας.

Οἱ ἥρωές του ὅπως καὶ οἱ προσωπογραφίες τῆς Βυζαντινῆς Ζωγραφικῆς, εἶναι περιωρισμένες μέσα σὲ ἕνα αὐστηρὸ κύκλο θεμάτων. Εἶναι τὰ πρόσωπα ποὺ ἀξίζει νὰ ἱστορηθοῦν, γιατὶ μὲ τὸν πόθο κέρδισαν δικαιωματικὰ μιὰ θέση στὸ ἔργο τοῦ λογοτέχνη. Ἔτσι ἔχουμε πάντα τὴν ἐντύπωση ὅτι βλέπουμε τὸ ἴδιο πρόσωπο, ἐνῶ δὲν εἶναι παρὰ τὸ σῶμα ποὺ μοιάζει μὲ τὰ ἄλλα. Ἂν ἐξαιρέσουμε τὴν «Φόνισσα», ἔργο μὲ Ντοστογιεφσκικὴ ἐπιρροή, ὅπου γίνεται προσπάθεια νὰ δημιουργηθοῦν τύποι μὲ πολύπλοκο ψυχολογικὸ ὑπόβαθρο, οἱ τύποι τοῦ Παπαδιαμάντη εἶναι ἁπλοί. Ἁπλοὶ ὅσο ἡ καθημερινὴ πράξη, παγκόσμιοι σὲ ἀνθρωπιὰ καὶ εὐαισθησία.

Πολλὰ ἔχουν γραφεῖ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἡ ἰδωτική του ζωὴ κέντρισε  τὴν ποιητικὴ φαντασία τῶν μεταγενεστέρων ποὺ φωναχτὰ τὸν ἀποκάλεσαν «Ἅγιο τῶν νεοελληνικῶν γραμμάτων». Ὁ Θεὸς μόνον ξέρει πόσο θὰ θύμωνε ὁ ἴδιος ὁ ταπεινὸς κυρ-Ἀλέξανδρος ἂν ἄκουγε νὰ γίνεται λόγος γι’ αὐτό. Ἡ πραγματικότητα εἶναι ἁπλούστερη. Οἱ λίγοι ὁρισμοὶ ποὺ δίνω παρακάτω συνθέτουν πρόχειρα τὰ στοιχεῖα  ποὺ ἀποτελοῦσαν τὸν χαρακτῆρα τοῦ δημιουργοῦ.

Ὁ λαϊκὸς θρησκευτισμὸς ἔδινε διέξοδο σὲ μιὰ φύση μοναχικὴ μὲ ἄφθονα τὰ στοιχεῖα τῆς μυστικοπάθειας.

Ἡ ἐνδοστρέφειά του, ποὺ ἐκδηλώνεται σὰν ἔντονη ἀποστροφὴ πρὸς τὰ ἐγκόσμια.

Ἡ ἀντιπάθειά του σὲ κάθε φτιαχτὸ μοντερνισμὸ καὶ ὁ ἀγώνας του γιὰ μιὰ ἐθνικὴ ἀνασύνταξη μὲ "πολίτευμα ἀπολυταρχικὸ καὶ βασιλιά Βυζαντινό".

Μόνη μιὰ φωνὴ ποὺ ἀκούγεται σιγανὴ νὰ ψέλνῃ μέσα σὲ ἔρημο ἀπὸ κουφούς, βιαστικοὺς καὶ φιλοπρόδους ἀνθρώπους. Μιὰ μονῳδία, μιὰ βυζαντινὴ μονῳδία σὲ χαμηλὸ κατανυκτικὸ τόνο.

Θᾶνος Μ. Βερέμης

Junior A

* Ἀπὸ τὸ διήγημα τοῦ Παπαδ. «Στὸ Χριστὸ στὸ Κάστρο».

**Εὐχαριστῶ πολὺ τὸν καλὸ φίλο Γιάννη Μάκκα γιὰ τὴν ὑπόδειξη τοῦ περιοδικοῦ  Ἀθηναῖος.

*** Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὴν ἐφημερίδα Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας τῶν Γρεβενῶν, 29.12.2023, φ. 1049, σ. 13-14.

 



Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2023

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ 60 ΕΤΗ ΑΠΟ ΤΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΝΟΜΠΕΛ


 Ἀπὸ τὴ γνωστὴ πλέον «Φαιδρὰ συντεχνία» τῶν Γρεβενῶν κυκλοφορήθηκε τὸ 22ο  φύλλο τοῦ τερπνοῦ ἐντύπου  Τ ύ ρ β η,   ἀφιερωματικὸ στὸν Γ. Σεφέρη μὲ ἀφορμὴ τὰ 60 ἔτη ἀπὸ τὴν ἀπονομὴ τοῦ βραβείου Νόμπελ στὸν μεγάλο ποιητή μας. 

 Στὸ ἀφιέρωμα ἔγινε ἡ τιμὴ νὰ μετέχει –μὲ ἐκπρόσωπό του- καὶ τὸ ἱστολόγιό μας
ellinomouseionagrafon.blogspot.com. Δεῖτε τὸ νέο φ. 22 ἐδῶ:

https://drive.google.com/file/d/1STUIZToZ6i1yA8KvDCMx1EFwXEm78kW2/view?fbclid=IwAR0Epd623tsX4QYlOwaXsQB97OTGBtsi2LNapVd3xPrISiITBukG2e05vuU