Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2022

ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ "ΟΙ ΝΙΚΟΛΑΟΙ"

                  Ἅγιος Νικόλαος, ὁ γλυκὺς ἅγιος τῶν θαλασσῶν *

 

 «Ὁ Ἅγιος Νικόλαος εἶναι ὁ Παπποῦς τοῦ ναυτικοῦ μας,

ἡ γλυκυτέρα τοῦ ναύτου παραμυθία· τῶν θαλασσῶν ὁ Ἅγιος»[1] 

                                             Στὸν κ. Νίκο Δ. Τριανταφυλλόπουλο, γιὰ τὰ ὀνομαστήριά του

Ζαχαρίας Λ. Παπαντωνίου (1877-1940).
Μολύβι σὲ χαρτί, ἔργο (2021) τοῦ Κώστα Ντιό. 

Ὁ καρπενησιώτης λογοτέχνης καὶ ἀκαδημαϊκὸς Ζαχαρίας Παπαντωνίου (Καρπενήσι 1877-Ἀθήνα 1940), μὲ ἀφορμὴ τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Νικολάου, δημοσιεύει στὴν ἐφημερίδα Σκρίπ, τὴν Παρασκευὴ 6 Δεκεμβρίου 1902, στὴ στήλη «Ἐντυπώσεις καὶ σκέψεις», χρονογράφημα μὲ τίτλο «Οἱ Νικόλαοι».[2] Στὸ ἄρθρο του σχολιάζει τὸν ἱστορικὸ καὶ θρησκευτικὸ χαρακτῆρα τῆς ἑορτῆς καὶ ἰδιαίτερα τὴν ὀρθόδοξη παράδοση ποὺ θέλει τὸν Ἅγιο
ὡς προστάτη τῶν ναυτικῶν καὶ τῶν θαλασσινῶν ταξιδευτῶν. Μὲ χαριτολογικὴ διάθεση ἀναφέρεται στὸ πλῆθος ὅσων φέρουν ὡς βαπτιστικὸ τὸ ὄνομα Νικόλαος, τὸ ὁποῖο ἀπαντᾶ χωρὶς διάκριση μὲ διαφορετικὸ ὅμως περιεχόμενο ἑορτασμοῦ σὲ ὅλες τὶς κοινωνικὲς τάξεις, ἀπὸ τοὺς πλέον εὔπορους ἕως καὶ τοὺς πλέον πτωχούς.

Δὲν ἀφήνει ἀσχολίαστη καὶ τὴν πολιτικὴ ζωὴ ὅταν ἀναφέρεται στὸν ὑπουργὸ Σπυρ.  Στάη,[3] τῆς παράταξης τοῦ Γ. Θεοτόκη, τὸν ὁποῖο ἡ κακοκαιρία κρατᾶ στὴ γενέτειρά του τὰ Κύθηρα, ἀπ’ ὅπου, καὶ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Ἁγίου, προσδοκᾶ νὰ ἐπιστρέψει μὲ ἀσφάλεια στὴν Ἀθήνα. Ἀναφέρεται καὶ στὶς δύο μεγάλες πολιτικὲς παρατάξεις τῆς ἐποχῆς τῶν ὁποίων ἡγοῦνται ὁ Θεόδ. Δηλιγιάννης καὶ ὁ Γ. Θεοτόκης. Ὁ «κορδονικὸς συζητητής» εἶναι ὀπαδὸς τοῦ κόμματος του Δηλιγιάννη (ποὺ εἶχε ὡς σῆμα του τὸ κορδόνι), ἐνῶ οἱ «σανίδες» ὑπονοοῦν τὰ ἐπεισόδια, μὲ σανίδες παρακειμένων οἰκοδομῶν, ποὺ προκάλεσαν οἱ ὁπαδοί του στὸ κέντρο τῶν Ἀθηνῶν, μετὰ τὶς ἐκλογὲς τῆς 17ης Νοεμβρίου 1902. Ἐνδιαφέρον παρουσιάζει τὸ σχόλιό του γιὰ τὸ φαινόμενο τῆς οἰκοπεδοφαγίας τῶν κατεχόντων, ποὺ φαίνεται πὼς εἶχαν, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἀκόμη, τρόπους καὶ μεθόδους νὰ οἰκειοποιοῦνται, πρὸς ἴδιον ὄφελος, ἐκτάσεις τοῦ Δημοσίου.

Μὲ πνεῦμα λεπτῆς εἰρωνίας καὶ μὲ δεινότητα περιγραφικὴ ὁ Ζαχαρίας Παπαντωνίου δίδει μιὰν εἰκόνα τοῦ κοινωνικοῦ καὶ λαογραφικοῦ χαρακτῆρα τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὸν ἀστικὸ ἱστὸ τῆς ἑλληνικῆς Πρωτεύουσας στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰώνα· σὲ μιὰν Ἀθήνα ἡ ὁποία, ὅπως καὶ σήμερα, συνταράσσεται ἀπὸ ἔντονα πολιτικὰ καὶ κοινωνικὰ πάθη, ἀντιθέσεις καὶ ἀντιπαλότητες, ποὺ φτάνουν ἕως καὶ σὲ ἀκρότητες μὲ ἀποτέλεσμα ὅπως γράφει ὁ ἀρθρογράφος:

  «ἀποκαλυφθέντων τῶν πολιτικῶν φρονημάτων ἑκάστου ἡ σάλα ἔγινε Βουλή»!

 

Τὸ χρονογράφημα, ποὺ δημοσιεύει ὁ Ζαχαρίας Παπαντωνίου μὲ τὸ δημοσιογραφικό του ψευδώνυμο «Ὁ ἄλλος»  στὴν πρώτη σελίδα τοῦ Σκρίπ, καταλογογραφεῖται στὴ διατριβὴ τῆς Φωτεινῆς Κεραμάρη Ὁ Ζαχαρίας Παπαντωνίου ὡς πεζογράφος, ἀλλὰ δὲν ἔχει ἔκτοτε ἐπαναδημοσιευθεῖ σὲ ἄλλο ἔντυπο. [4]

Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Ζαχ. Παπαντωνίου, μορφὴ εὐγενικὴ καὶ ψυχὴ εὐαίσθητη,  κατάγεται ἀπὸ τὰ ψηλὰ βουνά, δὲν παύει νὰ τιμᾶ τὸν Ἅγιο τῶν θαλασσῶν καὶ τῶν θαλασσινῶν. Τὸ ἴδιο κάνει καὶ ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, ὁ θαλασσινώτερος πάντων Ἑλλήνων, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο  «Ὁ Ἅγιος Νικόλαος εἶναι ἡ τρυφερωτέρα τῶν νησιωτικῶν ἑορτῶν. Δὲν ὑπάρχει σχεδὸν οἰκία ἐν τῇ νήσῳ νὰ μὴ ἔχῃ καὶ ἕνα ναύτην, καὶ δὲν ὑπάρχει ναύτης νὰ μὴ ὀνομάζεται Νικόλαος».[5] Ὁ γνώριμος καὶ καλὸς φίλος τοῦ Ζαχαρία Παπαντωνίου, ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης εἶχε δημοσιεύσει στὶς 6.12.1888 στὴν Ἑσπερινὴ Ἀκρόπολι τοῦ Βλ. Γαβριηλίδη τὸ διήγημα «Τὸ θαῦμα τοῦ Ἁγίου Νικολάου», ποὺ ἀργότερα τοῦ ἔδωσε τὸν τίτλο «Τῶν Θαλασσῶν ὁ Ἅγιος».[6] Ὁ ἴδιος μὲ τὴν ὑπογραφὴ «Ὁ Ταξειδιώτης», εἶχε δημοσιεύει τὴν προηγούμενη χρονιὰ στὶς 6 Δεκεμβρίου 1901, στὴν Ἀκρόπολι, στὴ στήλη «Ἐπισκέψεις καὶ περίπατοι» ἕνα μικρὸ σχόλιο ἀναλόγου περιεχομένου γιὰ τὴν ἑορτὴ τῆς ἡμέρας, γιὰ τὸν ἅγιο Νικόλαο Ἀρχιεπίσκοπο Μύρων τῆς Λυκίας τὸν θαυματουργό:[7]

«Σήμερον δὲ εἶναι ἡ φαιδροτέρα ἑορτὴ τῆς θαλασσινῆς Ἑλλάδος ἡ ὁποία μὲ τόσην δόξαν καὶ τόσην θαυμαστὴν αἴγλην περιβάλλει τὸν ἅγιον Νικόλαον, τὸν ἐξόχως θαλασσινὸν ἅγιον, μὲ τὸ ὄνομα τοῦ ὁποίου κοσμοῦνται τὰ περισσότερα Ἑλληνικὰ πλοῖα, καὶ τοῦ ὁποίου τὴν σεπτὴν εἰκόνα φέρουν μετὰ σεβασμοῦ ἐν τῷ πρυμναίῳ, ἀποδίδοντα βαθυτάτην εὐγνωμοσύνην εἰς τὸν πολιὸν τῶν Μυρέων Ἱεράρχην, ὅστις ἀκούραστος πάντοτε τρέχει καλούμενος καὶ προφθάνει πανταχοῦ, ὅταν ἡ ἀδυσώπητος τρικυμία ἀφαιρεῖ πᾶσαν ἐλπίδα ἀπὸ τὸν θαλαττεύοντα. Διὰ τοῦτο τὰς λευκοτέρας προσφορὰς θὰ κομίσουν εἰς τοὺς ναοὺς αἱ εὐσεβεῖς νησιωτοποῦλαι καὶ τὰς μεγαλυτέρας λαμπάδας θὰ ἀνάψουν εἰς τὴν εἰκόνα τοῦ Ἱεράρχου τὰ ναυτόπουλα, σχολάζοντα σήμερον, ὅπου κι ἂν εἶναι, καὶ τρέχοντα νὰ ἀνακαλύψουν μίαν ἐκκλησίτσαν κι ἕνα ἅγιον Νικόλαον μέσα εἰς τὴν ὅλην πνευματικὴν ἀκαταστασίαν, ἥτις τοὺς χρόνους αὐτοὺς σαλεύει τὰ πάντα.»

 

Ἐφ. Σκρίπ, φ. 6/12/1902, σ.1.

«NIKOΛΑΟΙ

Οἱ μυριοπληθεῖς Νικόλαοι ἑορτάζουν σήμερον μαζὶ μὲ τὰς ὀρθοδόξους θαλάσσας. Παντοῦ ὅπου ὁ ἀτμὸς ἀφῆκε μερικὰς λωρίδας ὕδατος ἐλευθέρας εἰς τὴν πτωχὴν ἱστιοφόρον μας, ἄλμπουρα καὶ πανιὰ καὶ μικραὶ ταλαιπωρημέναι κυανόλευκοι προσκυνοῦν τὸν γλυκὺν ἅγιον τῶν θαλασσῶν, ὁ ὁποῖος ἀντικατέστησε τὸν Ἥλιον τῶν ἀρχαίων εἰς τὴν προστασίαν τῶν Ναυτικῶν. Οἱ ἀρχαῖοι μὲ τὴν βαθέως φυσικήν των θρησκείαν ἕναν Θεὸν τῶν θαλασσῶν ἀνεγνώρισαν, περισσότερον ἴσως ἀπὸ τὸν Ποσειδώνα. Τὸν Ἥλιον, ὁ ὁποῖος ἐτόξευε μὲ τὴν ἀκτίνα του τὰς τρικυμίας καὶ ἔλυε τὰ σχοινία τῶν πλοίων τῶν δεμένων εἰς τοὺς λιμένας ἀπὸ τοὺς πάγους. Σήμερον δὲ μὲ τὴν ἡλιοφώτιστον αὐτὴν ἡμέραν φαίνεται ὡς νὰ ἐπέρχεται κάποια συνάντησις τοῦ ἀρχαίου προστάτου τῶν θαλασσῶν μὲ τὸν νεώτερον. Καὶ πολὺ πλέον εὐφρόσυνος ἀπὸ τὴν ἑορτὴν τῶν Νικολάων, τοὺς ὁποίους βλέπετε εἰς τὰ κοινωνικὰ τῶν ἐφημερίδων, εἶναι ἡ Ἑορτὴ τοῦ ξεκινήματος τῶν Ἑλληνικῶν ἱστιοφόρων διὰ τὸ ταξεῖδι, ἡ ὁποία σήμερον γίνεται εἰς θαλάσσας ποὺ δὲν γνωρίζομεν, πρὸς θαλασσινοὺς ἀγῶνας  τοὺς ὁποίους φρίττομεν καὶ νὰ μαντεύσωμεν ἡμεῖς οἱ ἀσφαλεῖς στεριανοί. Ἀκόμη καὶ τὸ κόμμα τοῦ κ. Θεοτόκη προστατεύει ὁ σημερινὸς ἅγιος, διότι ἤκουσα περὶ τοῦ κ. Στάη ὅστις τετράκις ἀπεπειράθη νὰ ἀναχωρήσῃ ἀπὸ τὰ Κύθηρα, ὅπου εἶναι κλεισμένος, ἀλλὰ πλοῖον δὲν κατόρθωσε νὰ προσεγγίσῃ ἐκεῖ. Σήμερον βεβαίως θὰ τὸ κάμῃ, ἐὰν δὲν ἀναχώρησε ἀκόμη. Καμμία δύναμις δὲν μπορεῖ νὰ κατισχύσῃ  τῆς πίστεως τῶν ναυτικῶν πρὸς τὸν σημερινὸν ἅγιον. Ἐξ οὗ καὶ τὰ χαριτωμένα τῶν λαϊκῶν παραδόσεων:

— Ἅγιε Νικόλα μου, εἶπε κάποιος καπετάνιος ἐν ὥρᾳ φρικτῆς τρικυμίας, Ἅγιε Νικόλα μου βόηθα καὶ θὰ σοῦ ἀνάψω μία λαμπάδα ἴσα μὲ τὸ ἄλμπουρο.

— Ἴσα μὲ τὸ ἄλμπουρο; Ἐρωτᾷ ἕνας ναύτης. Καπετάνιε, τάξε καμμιὰ μικρότερη λαμπάδα, γιὰ νὰ μπορέσῃς νὰ τὴν ἀνάψῃς.

Καὶ ὁ καπετάνιος μυστικῶς εἰς τὸ αὐτὶ τοῦ ναύτου

— Βρὲ ἀδελφέ, στάσου τώρα νὰ τὸν γελάσωμε καὶ βλέπομε!

Ἐφ. Σκρίπ, φ. 6/12/1902, σ.1.

Κατὰ περίεργον ἐπίβλεψιν τῆς προνοίας ὅλαι αἱ ἑορταὶ τοῦ χειμῶνος καταλάμπονται ἀπὸ ἥλιον. Νομίζει κανείς, ὅτι ἡ ἀνωτέρα Πρόνοια εὐνοεῖ τοὺς δανδῆδες τῶν Ἀθηνῶν καὶ παρασκευάζει ἀτμοσφαίραν κατάλληλον, ὥστε νὰ λάμψουν οἱ τροχοὶ τῶν ἁμαξῶν οἱ φέροντες τοὺς ἐπισκέπτας, οἱ μικροὶ κομψοὶ κόμβοι τῶν λαιμοδετῶν, τὰ περίφημα ἐκεῖνα μακρουλὰ γάντια, τὰ ὁποῖα προωρισμένα ὄντα διὰ τὰς ἑορτάς, φέρονται εἰς χεῖρας καθ’ ὃν τρόπον ὁ  φ ε ι δ ᾶ ς τῶν ἐπαρχιῶν κρατεῖ τοὺς ἀκινδύνους ὄφεις. Ἀλλ’ ἡ θεία Πρόνοια πάντοτε εἶναι μεγαλοφυής. Ἐφρόντισε νὰ θέσῃ εἰς τὸ στόμα τῶν ἐπισκεπτῶν ἕτοιμον τὴν πρώτην φράσιν τῆς ἐπισκέψεως.

— Ὡραῖος καιρός!

Τί θὰ ἐγίνετο ἄνευ τοῦ ὡραίου καιροῦ; Θὰ ἐπήρχετο κατὰ τὴν ἐπίσκεψιν σιωπὴ ἑνὸς τετάρτου τῆς ὥρας καὶ σκέψις βαθεία. Ὅλοι θὰ ἔχετε ἀπολαύσει τὴν ἀγωνίαν δέκα πομπαδωμένων καὶ ἰσαρίθμων ἀνθοφορεμένων κεφαλῶν, εἰς αὐτὰς τὰς περιστάσεις, ἀγωνίαν διὰ νὰ εὑρεθῇ μία κουβέντα. Καὶ ἡ κουβέντα εἶναι συνήθως δύσκολον νὰ εὑρεθῇ, ἢ εὑρίσκεται ἀπὸ ὅλους μαζὶ ταυτοχρόνως.

— Λοιπόν, ὁ Δηλιγιά....

Ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τῶν σανίδων μέχρι σήμερον παρέστην εἴκοσι φορὰς εἰς τὴν σκηνὴν αὐτήν. Δέκα ἄνθρωποι ταυτοχρόνως ἤρχισαν νὰ ὁμιλοῦν περὶ τοῦ Δηλιγιάννη κατόπιν δὲ ἀμοιβαίων ὑποχωρήσεων ἐδόθη ὁ λόγος εἰς ἕνα καὶ κατόπιν ἀποκαλυφθέντων τῶν πολιτικῶν φρονημάτων ἑκάστου ἡ σάλα ἔγινε Βουλή!

— Λοιπόν, ὁ Δηλιγιάννης ἔχει τὴν πλειονοψηφίαν

— Ὄχι δά! Ἑκατὸ εἶναι μέχρι στιγμῆς αὐτῆς...

— Πῶς; Εἶσθε Θεοτοκικός.

— Ναὶ δὲν τὸ κρύπτω ἀλλά...

Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι εἶδος ἐκλογικῆς συμπλοκῆς, σκηνὴ καφενείου ἀρωματισμένη ὀλίγον, ἕνα κομμάτι διαδηλώσεως, εἰς τὴν ὁποίαν ὁ κορδονικὸς συζητητὴς δὲν σᾶς κτυπᾷ βεβαίως μὲ σανίδα, ἀλλὰ σᾶς λέγει εὐγενῶς.

— Εἶμαι τῆς ἰδέας ὅτι ὁ Θεοτόκης... δόστε μου ἕνα τσιγάρο.

Δηλαδή, κάτι χειρότερον ἀπὸ σανίδα.

Τὴν στιγμὴν αὐτὴν τὰ βλέπω ὅλα καθαρά, καὶ τὰ ἀκούω ὅλα καθαρὰ ὡσὰν νὰ εἶμαι χωμένος ὁπουδήποτε ὑπάρχει Νικόλαος ἑορτάζων, μέσα εἰς τὰς δαντελλοστολίστους αἰθούσας τῶν πτωχῶν σπιτιῶν αἱ ὁποῖαι ἔχουν εἰς τὸν τοῖχον καὶ φωτογραφίες εὐζώνων καὶ μέσα εἰς τοὺς μαλακωτάτης καθησιᾶς καναπέδες τοῦ ἐριτίμου πλουσίου Νικολάου, τοῦ καταφαγόντος δὲν ἠξεύρω ποῖον οἰκόπεδον.

Αἱ κινήσεις ποὺ θὰ γίνουν, αἱ φράσεις ποὺ θὰ ἀκουσθοῦν, εἶναι μετρημέναι μὲ τὰ ἑκατοστόμετρα. Φράσεις τριάντα ἑκατοστῶν, τσάϊ μὲ δύο κομμάτια ζάχαρι, δύο μακρουλοὶ δάκτυλοι βυθιζόμενοι εἰς τὰ φοντὰν καὶ ἁπτόμενοι διὰ τῶν ἄκρων, ἀτελεύτητος συζήτησις περὶ τοῦ βρασίματος ἢ ὄχι τοῦ νεροῦ ἐπ’ εὐκαιρίᾳ τοῦ κοιλιακοῦ τύφου, ἀποσακχαρωμένον μειδίαμα μιᾶς οἰκοδεσποίνης, ἡ ὁποία τρίβει τὰς χεῖρας, ἕνα γάντι ἐπάνω εἰς κάποιο γόνατον, ὡς χέρι τοῦ κ. Δηλιγιάννη ἀπολεσθὲν κατὰ τὴν ἐπιστράτευσιν, καὶ εὐφυολογίαι 40 βαθμῶν ὑπὸ τὸ μηδέν. Καὶ ὅμως ὀνομάζομεν τὸν Κρόνζε ἥρωα,[8] ἄνθρωπον ὁ ὁποῖος ἐπολέμησεν, ἀλλὰ δὲν ἔκαμε καμμίαν ἐπίσκεψιν.

Ὁ ἄλλος»

                                                                    Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης

 *: Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὰ Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας, τῶν Γρεβενῶν, φ. 995/2. 12. 2022, σ. 14-15.


 

 

 

 



[1]. Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, «Τῶν Θαλασσῶν ὁ Ἅγιος», Τὰ Διηγήματα, ἐκδόσεις Γνώση κ΄ Στιγμή, τόμ. Α΄, Ἀθήνα 1990, σ. 76.

[2] . Ἐφ. Σκρίπ, φ. 6/12/1902, σ. 1.

[3]. «Στάης Σπυρίδων, Ἕλλην  πολιτικὸς ἐκ Κυθήρων (1859-1932...»· Θ. Β. (=Θ. Βελλιανίτης), λῆμμα «Στάης Σπυρίδων», ΜΕΕ, τ. 22, σ. 270.

[4] Φωτεινὴ Κεραμάρη, Ὁ Ζαχαρίας Παπαντωνίου ὡς πεζογράφος, ἐκδ. Ἑστία, Ἀθήνα 2001, σ. 246.

[5] Μωραϊτίδης, Διηγήματα, τ. Α΄, σ. 66.

[6] Ἐπίσης, στὴν Ἀκροπόλι τῆς ἑπομένης 7ης Δεκ. 1888, στὴ σελ. 3, ὁ συντάκτης  της σημειώνει: «"Τὸ θαῦμα τοῦ Ἁγίου Νικολάου". Δὲν εἶναι ὑπερβολὴ ἐὰν εἴπωμεν ὅτι κατεμαγεύθησαν αἱ Ἀθῆναι χθὲς ἀπὸ τὸ ἐν Ἑσπερινῇ Ἀκροπόλει διήγημα ὑπὸ τὸν ἀνωτέρω τίτλο τοῦ ἀρχισυντάκτου αὐτῆς κ. Α. Μωραϊτίδου [...] ἡ δὲ λευκοπώγων εἰκὼν τοῦ ἁγίου Νικολάου, τοῦ Παπποῦ, τοῦ Πολιούχου τοῦ ναυτικοῦ μας κόσμου, ἐπιφαίνεται εὐλογοῦσα ἥμερος, ἐπιβλητική, τολμηρά». 

[7] Ἐφ. Ἀκρόπολις, φ. 6/12/1901, σ. 1.

[8]. Κρόνιε (Cronje), Πέτρος-Ἀρνόλδος, Νοτιοαφρικανὸς στρατηγός (1835-1911). Σὲ μάχη μὲ τοὺς Ἄγγλους, τὸ 1900, μετὰ ὀκταήμερον ἀγώνα, ἀναγκάστηκε νὰ παραδοθῇ. Οἱ Ἄγγλοι τὸν ἔστειλαν ἐξόριστο στὴ νῆσο Ἁγία Ἑλένη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου