Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Τετάρτη 4 Οκτωβρίου 2023

ΣΤΕΦΑΝΟΚΑΣΣΕΛΑΚΕΙΟΝ**

 

«Στέφους, Στιφανής, Στιφανάκους,

Φανάκους, Στέφανους, Στέφανος:

ἀπὸ τὸ οὐσ. στέφανος (στεφάνι),

ποὺ σημαίνει τὸν νικητή,τὸν ἀθλοφόρο,

τὸν ἁγνό, τὸν ἄξιο καὶ ἔντιμο ἄνθρωπο»·

(Νικόλαος Γ. Ἀλεξάκης,

Τὸ Ἀγραφιώτικο ἰδίωμα, Ἀθήνα 2008, σ. 286)

 


M
ιᾶς καὶ διανύουμε ἡμέρες δόξης ἐκλογικῆς, καὶ ὄχι μόνον, τοῦ  Στέφανου Κ α σ σ ε λ ά κ η, ‒μὲ 2 "σ" παρακαλῶ‒, θυμηθήκαμε τὸ διήγημα τοῦ Ἀλεξάνδρου Μωραϊτίδη «Ὁ Μπάρμπα-δήμαρχος», δημοσιευμένο στὶς 31 Δεκ. 1891 καὶ 1η Ἰαν.1892 στὴν ἐφημερίδα Ἀκρόπολις τοῦ Βλάση Γαβριηλίδη, τὸ ὁποῖο ἐπανεκδώσαμε, σχολιασμένο, τὸ 2019 στὶς ἐκδόσεις manifesto. Ἐκεῖ, ὁ ἥρωας τοῦ διηγήματος, ὁ Στέφανος, ὁ χαριτολογικὰ ἀποκαλούμενος «Στεφανάκης», πολύφερνος γαμπρὸς καὶ ἀρραβωνιαστικὸς τῆς Χρυσῶς, ‒τῆς ὡραίας λευκῆς κόρης, «τοῦ Χρυσοῦ» ὅπως τὴν ἀναφέρει ὁ Μωραϊτίδης‒ ἀρνούμενος τὸν γάμο ἂν δὲν τοῦ δοθεῖ ἡ προῖκα, τὸ λεγόμενον «μέτρημα», ἀπὸ «χίλιες δραχμές», κυκλοφοροῦσε στὸ νησὶ μὲ τὴν «κ α σ σ ε λ ί τ σ α»  του καὶ τὴν «τσεργίτσα» του. Ἡ προῖκα βρέθηκε θαυματουργικῶς, κι ὁ Στεφανάκης, ὁ γαμπρὸς ‒«νέος τριάκοντα ἐτῶν»‒ ἐξεξάκιωσε καὶ ἐδέησε νὰ ἔλθει εἰς γάμου κοινωνίαν· νὰ  σ τ ε φ α ν ω θ ε ῖ:

 

« [...] Ἦλθεν ἕνας χειμῶνας, ἦλθεν ἕνα καλοκαῖρι, ἦλθεν ἄλλος χειμῶνας, ἦλθεν ἄλλο καλοκαῖρι, ὁ Στεφανάκης τοὺς ἔστελνεν ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα εἰς τὴν Λαμπρή, καὶ ἀπὸ τὴν Λαμπρὴ στὰ Χριστούγεννα, τὴν ἡμέραν δ᾿ ἀκριβῶς τὴν ὁρισθεῖσαν ὑπὸ τοῦ ἰδίου διὰ τὸν γάμον, ἔκαμνε τὸν θυμωμένον, ἐκάκιωνε μὲ τὸ παραμικρόν, ἐλάμβανε τὴν κ α σ σ ε λ ί τ σ α* του καὶ τὴν τσεργίτσα του καὶ ἐπήγαινε καὶ ἐκοιμᾶτο εἰς τὸ καφενεῖον.

Τί νὰ σοῦ κάμῃ καὶ ἡ Μιλάχρω; Τὰ χρήματα, καθὼς ἔλεγε καὶ ὁ Μπάρμπα- δήμαρχος, δὲν κόπτονται ἀπὸ τὸν τοῖχον. Καὶ ἀπὸ τὸν τοῖχον ἂν ἐκόπτοντο, τῆς Μιλάχρως τὸ σπίτι οὔτε τοίχους σχεδὸν εἶχε, τὸ ἐρείπιον! Εἶχεν ὅμως φοῦρνον ἡ Μιλάχρω, καὶ ἀπὸ τὸν φοῦρνον ἐσύναζε φουρνιάτικα. Ἀπὸ τὰ φουρνιάτικα λοιπὸν κατεσκεύαζεν ὡραῖα ἀφράτα ψωμιὰ μὲ τὸ σησάμι, τὸ Χρυσὼ ἔκαμνε νόστιμα καὶ ἐπιτυχημένα γλυκύσματα, ἔψηναν καμμιὰ κόττα παχειά, ἐγέμιζον καὶ μιὰ μποτίλια μοσχάτο εὐῶδες καὶ τὰ κουβαλοῦσεν ἡ Μιλάχρω ὕστερον ἀπὸ ὀλίγες ἡμέρες εἰς τὸν γαμβρόν της· καὶ ὁ "σημαδιακὸς" ἐξεκάκιωνε, καὶ ἐκουβαλοῦσε πάλιν τὴν κ α σ σ ε λ ί τ σ α  καὶ τὴν τσεργίτσα του εἰς τὴν οἰκίαν τῆς ἀρραβωνιαστικῆς του, ἥτις μὲ τὰ δάκρυα τὸν ὑπεδέχετο τὸν ἄκαρδον ἀρραβωνιαστικόν της.

 — Θὰ γέν᾿ πλειὸ ὁ γάμος, Μιλάχρω! Ἔλεγαν μετὰ πεποιθήσεως αἱ γειτόνισσαι.

 — Σὰ θέλ᾿ ὁ Θεός! ἀπῆντα ἡ μήτηρ μετ᾿ ἀμφιβολίας.

Πλὴν ὁ Θεὸς δὲν ἤθελε· καὶ τὴν ἐπαύριον κλειστὸς ὁ φοῦρνος καὶ κατάκλειστον τὸ σπίτι.

Ἡ Μιλάχρω μετὰ τῆς κόρης ἐπήγαιναν νύκτα-νύκτα εἰς τὸ ἀμπέλι νὰ συνάξουν λάχανα καὶ νὰ ξεσκάσουν μετὰ τὴν ἄρνησιν πάλιν τοῦ "στερημένου", ὅστις ἔχων τὰ βιολιὰ ὅλην τὴν ἡμέραν ἐχόρευεν εἰς τὸ καφενεῖον του μόνος του, διότι οἱ φίλοι του ἤρχισαν νὰ τὸν ἐγκαταλείπουν διὰ τὴν διαγωγὴν του αὐτὴν καὶ νὰ τὸν εἰρωνεύωνται.

— Τὸ προικιό σ᾿ εἶν᾿ αὐτό, Στεφανάκη;

Τὸν ἠρώτων, βλέποντες ἐπὶ τῆς ξυλίνης παγκιέτας τοῦ καφενείου του μίαν  κ α σ σ ε λ ί τ σ α  καὶ μίαν τσεργίτσα.

Καὶ ὅμως ὁ Στεφανάκης φαίνεται νὰ τὴν ἠγάπα τὴν ὡραίαν κόρην ἀληθῶς, διότι πάντοτε τὴν ἡμέραν τοῦ κακιώματος ἔπαιρνε τὰ βιολιὰ καὶ ἐμέθυεν ὄχι ἀπὸ τὴν χαράν του, ἀλλ᾿ ἀπὸ τὴν λύπην του.

[...]

Ὁ νέος δήμαρχος, δραστήριος καὶ ἱκανὸς ἄνθρωπος, ἀνάδοχος τοῦ Χρυσοῦ, θεωρῶν ἐντροπὴν ἰδικήν του νὰ συμβαίνωσι τοιαῦται ἐντροπαὶ εἰς τὸ χωρίον του, νὰ εἰσέρχωνται δηλαδὴ οἱ γαμβροὶ εἰς τὰς οἰκίας τῶν ἀρραβωνιαστικῶν καὶ ὕστερον νὰ κακιώνουν ἀναβάλλοντες ἐπ᾿ ἀόριστον τὸν γάμον, εἶχεν ἀποφασίσει, ὅταν τὸν ξεκακιώσουν τὸν Στεφανάκην καὶ ἐπανέλθῃ πάλιν εἰς τὴν οἰκίαν τῆς μνηστῆς του μὲ τὴν κ α σ σ ε λ ί τ σ α  ν καὶ μὲ τὴν τσεργίτσαν του, νὰ σπεύσῃ τὴν νύκτα ὁ κύριος δήμαρχος κρυφὰ μὲ τὸν παπᾶ καὶ νὰ τὸν στεφανώσῃ τὸν Στεφανάκην ἕνα βράδυ ὅσο νὰ πῇς κρεμμύδι.

—Ἔτσι θέλουν αὐτοί! ἔλεγεν ὁ κ. δήμαρχος πρὸς τὴν Μιλάχρω ἐκείνας τὰς ἡμέρας.

Ὅσον δι᾿ ἄδειαν ἐπισκοπικήν, ὀλίγον ἐφρόντιζεν. Ἠδύνατο αὐτὸς νὰ  σ τ ε φ α ν ώ σ ῃ καὶ ξεστεφανώσῃ πολλοὺς τέτοιους σὲ μιὰ βραδυά, φθάνει μόνον νὰ προέκυπτεν ἀγαθὸν εἰς τὸ χωρίον».

 

Τὸ Χρυσὼ καὶ ὁ ἀρραβωνιαστικός της, ὁ Στεφανάκης. Σχέδιο Νικόλα Δημητριάδη.


Καὶ ἡ Μιλάχρω, ἡ σύζυγος τοῦ Γιωργιοῦ τοῦ Μπάρμπα-δήμαρχου, ἡ πενθερὰ τοῦ Στεφανάκη, ἡ θέλουσα νὰ ἰδεῖ στεφανηφοροῦσα τὴν θυγατέρα της τὸ Χρυσώ:

 

 «μία ἀνδρογυναῖκα ὡς ἐκεῖ ἀπάνω, μὲ δύο χέρια μακρὰ ὡς τὸ φουρνόξυλο, διὰ τοῦ ὁποίου διηυθέτει τὶς κλάρες ἐν τῷ ἀναμμένῳ φούρνῳ, ἂν καὶ πολλάκις αἱ γυναῖκες αἱ φουρνίζουσαι τὰ ψωμία, τὴν εἶδον τὴν Μιλάχρω ἀπάνω εἰς τὴν ὀχλοβοὴν νὰ διευθετῇ μὲ τὰς μακρὰς καὶ ξηρὰς χεῖρας της, ἀψηφοῦσα τὸ πῦρ, τὸ ὁποῖον, λέγεις, τὰς εἶχε ψήσει καὶ μεταβάλει εἰς φουρνόξυλο

[...]

.Εἶχε καταλάβει ἡ Μιλάχρω ὅτι ὁ Στεφανάκης τὸ ἀγαποῦσε τὸ Χρυσὼ καὶ θὰ ἐπερνοῦσαν πολὺ καλὰ αὐτὸν τὸν ψεύτικον κόσμον. Ὁ δὲ Στεφανάκης πάλιν διὰ νὰ λησμονηθῇ ἡ τόση ἀπονιά του προσεπάθει νὰ πείσῃ τὴν κυρὰ-Μιλάχρω λέγων ὅτι τὸ εἶχε σὲ ντροπή του νὰ μὴ πάρῃ καὶ αὐτὸς λίγο μέτρημα, ἀφοῦ ὅλοι παίρνουν·ἔπειτα μήπως, κυρὰ Μητέρα, τῆς ἔλεγε,  μ α ζ ὺ  δ ὲ ν  θ ὰ  τ ὰ  φ ᾶ μ ε  τ ὰ  φ λ ω ρ ι ά;»

 

Καί, «οὕτως ἔλαβεν ἑκάτερος τὸ ἴδιον αὐτοῦ πρᾶγμα». Ὁ Στέφανος Κασσελάκης ἄνετη, ἰσχυρὴ πλειονοψηφία στὴν κάλπη· ὁ Στεφανάκης τὸ "μέτρημά" του μαζὶ μὲ τὸ Χρυσώ· καί, ἡ Μιλάχρω καὶ ὁ σύζυγός της ὁ Γιωργὸς ὁ Μπάρμπα-δήμαρχος  σ τ ε φ ά ν ω σ α ν  τὴ θυγατέρα τους μὲ τὸν τριαντακονταετῆ Στεφανάκη, «ναυτικὸν κατὰ πρῶτον καὶ ἤδη διατηρῶν καφενεῖον, ὡς ἀκινδυνωδέστερον στάδιον τοῦ βίου».

 

Ντῖνος Ἀγραφιώτης

 

* Οἱ ἀραιογραφήσεις εἶναι τοῦ ὑπογράφοντος

** Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὴν ἐφημ. Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας τῶν Γρεβενῶν, φ. 1036, σ. 18.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου