Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Πέμπτη 26 Οκτωβρίου 2023

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΩΡΑΪΤΙΔΗΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΑΙΓΙΝΗΣ

 

Στὸν καθηγητὴ

Δημήτριο Δ. Τριανταφυλλόπουλο,

γιὰ τὰ ὀνομαστήριά του

 

Ὁ μήνας Ὀκτώβριος μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ‒ὄχι ἀδικαιολόγητα‒ ὡς μήνας Ἀλεξάνδρου Μωραϊτίδη. Ὁ τριτεξάδελφος καὶ ὁμότεχνος τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη (Σκιάθος 1851-1911), ὁ Ἀλέξ. Μωραϊτίδης, γεννήθηκε στὶς 15 Ὀκτωβρίου 1850 στὴ Σκιάθο τῶν Β. Σποράδων καὶ ἐκοιμήθη ἐκεῖ, ὡς μοναχὸς Ἀνδρόνικος πλέον, στὶς 25 Ὀκτωβρίου 1929. Ἂς σημειωθεῖ ὅτι τὸ μοναχικό του ὄνομα ἑορτάζει ἐπίσης Ὀκτώβριο μήνα, στὶς 9 Ὀκτωβρίου, ἐνῷ τὴν ἴδια ἡμέρα ἑορτάζει τὸ μοναχικὸ ὄνομα Ἀθανασία, τὸ ὄνομα τῆς ἐν τῷ κόσμῳ συμβίας τοῦ Μωραϊτίδη, τῆς Βασιλικῆς Φουλάκη. Τέλος, ὁ Μωραϊτίδης ἦταν πατρὸς Δημητρίου Μωραϊτίδη, ποὺ ἑόρταζε στὶς 26 Ὀκτωβρίου τὴν ἡμέρα τιμῆς τῆς μνήμης τοῦ μεγαλομάρτυρος καὶ μυροβλήτου Δημητρίου, ποὺ θεωρεῖται ἡ κορωνίδα τῶν ἑορτῶν τοῦ μηνὸς Ὀκτωβρίου. Τέλος, ὁ Ἀλέξ. Μωραϊτίδης γιὰ τὸν μήνα Ὀκτώβριο, τὸν «Ἅη-Δημητρίτη» μῆνα ‒ὅπως τὸν ὀνομάζει‒ ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν ἅγιο Δημήτριο ἔχει ἀρθρογραφήσει σὲ ἐφημερίδες καὶ περιοδικὰ τῆς ἐποχῆς. Ἕνα ἀπὸ τὰ σωζόμενα χρονογραφήματά του σχετικὸ μὲ τὴν 26η Ὀκτωβρίου, ἡμέρα τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου Δημητρίου, εἶναι καὶ ἐκεῖνο τῆς 29ης Ὀκτ. 1903, τὸ ὁποῖο δημοσιεύεται μὲ τίτλο «Μία δεσποτικὴ ἀγρυπνία», στὴ στήλη «Πρόσωπα καὶ πράγματα», στὴν πρώτη σελίδα τῆς ἐφημερίδας Ἀθῆναι.* Ἡ ὁλονύκτιος ἀγρυπνία λαμβάνει χώραν, ἀπὸ τῆς 8ης μ.μ. τῆς 25ης Ὀκτ. 1903 μέχρι τὴν 5η π.μ. τῆς ἑπομένης ἡμέρας. Τὸ ἰδιαίτερο χαρακτηριστικό της εἶναι ὅτι λειτουργὸς τοῦ Ὑψίστου σ’ αὐτὴν τὴν ἀκολουθία ἦταν ὁ σεβασμιώτατος ἐπίσκοπος Πενταπόλεως, Νεκτάριος Κεφαλᾶς (1846 -1920) ὁ λαοφιλὴς ἱεράρχης καὶ παιδαγωγός, διευθυντὴς τότε τῆς Ριζαρείου Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς, ὁ ἅγιος πλέον Νεκτάριος Αἰγίνης. Τὸ δημοσίευμα εἶναι ἀκαταλογογράφητο καὶ ἀναδημοσιεύεται γιὰ πρώτη φορὰ μετὰ ἀπὸ τὴν πρώτη δημοσίευσή του στὴν ἐφημερίδα Ἀθῆναι, πρὶν ἀπὸ 120 χρόνια.

Τῷ Κυρίῳ Ἀλεξάνδρῳ Μωραϊτίδῃ /
τῷ λίαν μοι ἀγαπητῷ /
εὐχετικῶς
ὁ Πενταπόλεως. 

Ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, περίπου συνομίληκος τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, φαίνεται ὅτι διατηροῦσε προσωπικὴ σχέση μὲ τὸν τότε ἱεράρχη. Τεκμήριο, ἀμάχητο, αὐτῆς τῆς σχέσης εἶναι, ἡ ἀχρονολόγητη ἰδιόχειρη ἀφιέρωση τοῦ ἐπισκόπου Νεκταρίου (Κεφαλᾶ) στὴ σελίδα τίτλου τοῦ βιβλίου:

Νεκτάριος Κεφαλᾶς, Μητροπολίτης Πενταπόλως καὶ Διευθυντὴς τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ριζαρείου Σχολῆς, Ὀρθόδοξος Ἱερὰ Κατήχησις, ἐκδ. Σπυρίδωνος Κουσουλίνου, ἐν Ἀθήναις 1899

(τὸ ὁποῖο προφανῶς ὁ ἱεράρχης Νεκτάριος δώρισε στὸν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη):

Τῷ Κυρίῳ Ἀλεξάνδρῳ Μωραϊτίδῃ

τῷ λίαν μοι ἀγαπητῷ

εὐχετικῶς

ὁ Πενταπόλεως.

Ὅπως φαίνεται ἀπὸ ἰδιόχειρες κτητορικὲς ὑπογραφές, ποὺ σώζονται μαζὶ μὲ τὴν ἀφιέρωση στὴ σελίδα τίτλου τοῦ βιβλίου, αὐτὸ περιῆλθε ἀρχικὰ στὸν Δρ. Ἰω. Ν. Φραγκούλα καὶ στὴ συνέχεια, ἀπὸ αὐτόν, στὸν ἀρχιμανδρίτη Ἀλέξανδρο, τὸν κατὰ κόσμον, Κωνσταντῖνο Κανταράκια.

 Ὁ Μωραϊτίδης, γνωστὸς γιὰ τὴν περιγραφικὴ δύναμη τῆς γραφίδας του, μεταφέρει, μὲ θαυμαστὸ λογοτεχνικὸ λόγο, τὴν κατανυκτικὴ ἀτμόσφαιρα καὶ τὸ λειτουργικὸ καὶ ποιμαντικὸ εἰδικὸ βάρος τῆς μορφῆς τοῦ μητροπολίτου Νεκταρίου, ποὺ κυριαρχοῦσε σ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς ὁλονύκτιας ἀγρυπνίας:

«στύλος ἀκλόνητος προσευχῆς καὶ ἔξαρχος πανέντιμος τῆς ψαλμῳδίας, ἀπὸ τῆς 8 ἑσπερινῆς μέχρι τῆς 5 πρωϊνῆς»

ἡ ὁποία παρέπεμπε σὲ Ἁγιορείτικες ἢ Βυζαντινὲς ἀγρυπνίες. Δὲν θὰ ἦταν ὑπερβολή, κατὰ τὸν Μωραϊτίδη, νὰ εἰπωθεῖ ὅτι αὐτὴ ἡ ἱερὰ ἀγρυπνία ἔμοιαζε μὲ προσευχητικὴ σύναξη πρωτοχριστιανικῶν χρόνων, ὅπου μέ:

«ὕμνους καὶ προσευχὲς διήρχοντο ὅλην τὴν νύκτα οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ ὑπὸ τὴν ἡγεσίαν τῶν κατὰ τόπους ἐπισκόπων»

Ὁ ναὸς τῆς (Παναγίας) Καπνικαρέας
στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰ.
. [arthur_conan_doyle_
athens_-  
 
2-_2.jpg 1907].

Ἱεροψάλτης στὴν ὀκτάωρη ἀγρυπνία διετέλεσε ὁ Ἰωάννης Τσόκλης, πρωτοψάλτης τοῦ ναοῦ τῶν Ἁγίων Θεοδώρων Ἀθηνῶν καὶ διευθυντὴς τοῦ ἱστορικοῦ μουσικοῦ περιοδικοῦ Φόρμιγξ. Στὸν κηρυγματικό του λόγο:

«Ὁ σεβασμιώτατος Μητροπολίτης ὡμίλησεν ἀπὸ τοῦ Δεσποτικοῦ περὶ καθαρότητος καρδίας, ἀναπτύξας τὸν μακαρισμὸν "μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ", μὲ ὅλην τὴν προσιδιάζουσαν αὐτῷ διαλεκτικὴν γλυκύτητα καὶ χάριν»

Ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης ὁλοκληρώνει τὸ χρονογράφημά του μὲ τὴν εὐχή, οἱ χριστιανοὶ τῶν Ἀθηνῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης νὰ μποροῦν νὰ ἀπολαμβάνουν τὶς τόσο κατανυκτικὲς καὶ ψυχωφελεῖς αὐτὲς ἀκολουθίες ἀρκεῖ νὰ ἔχουν ἀνάλογες συνήθειες καὶ ἀνησυχίες.

 

Ἐφ. Ἀθῆναι, 29.10. 1903, 
σ. 1. 

«ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΑ

ΜΙΑ ΔΕΣΠΟΤΙΚΗ ΑΓΡΥΠΝΙΑ

Δὲν ἦτο ὀπτασία ἡ ὁλονύκτιος Ἀκολουθία ἡ τελεσθεῖσα ἐπὶ τῇ προχθεσινῇ πανηγύρει τοῦ μεγαλομάρτυρος Δημητρίου ἐν τῷ ναῷ τῆς Καπνικαρέας, ἀλλ’οὐδὲ ὄνειρον ὁρκολήπτου ἦτο ἡ νυκτερινὴ ἐκείνη ψαλμῳδία, ἀνθρώπου ὁποῦ νὰ εἶχε διαβάσει περιγραφὰς βυζαντινῶν ἀγρυπνιῶν, ἢ νὰ εἶχεν ἰδῇ τοιαύτας εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀλλ’ ἦτο Ἀγρυπνία, μὲ ὅλας τὰς διατυπώσεις της καὶ ὅλας τὰς διατάξεις τῶν Ἐκκλησιαστικῶν τυπικῶν, φέρουσα ἐπὶ πλέον ἓν ἔκλαμπρον ἐπισφράγισμα, ὅπερ θὰ μείνῃ ὡς τὸ ὡραιότερον χρυσόβουλλόν της, τὴν συμμετοχὴν τοῦ πανιερωτάτου Μητροπολίτου Πενταπόλεως καὶ διευθυντοῦ τῆς Ριζαρείου Σχολῆς κ. Νεκταρίου, ὅστις προεξῆρχε καθ’ ὅλον τὸ ὀκτάωρον διάστημα, στύλος ἀκλόνητος προσευχῆς καὶ ἔξαρχος πανέντιμος τῆς ψαλμῳδίας, ἀπὸ τῆς 8 ἑσπερινῆς μέχρι τῆς 5 πρωϊνῆς, θελήσας οὕτω ἐπαινετῶς νὰ ἀπολαύσῃ τὸ ἀνέκφραστον κάλλος μιᾶς νυκτερινῆς προσευχῆς καὶ ἐπαναγάγῃ εἰς τὴν μνήμην μας, τῶν ἀρχαίων χριστιανῶν τὰς ἱερὰς Συνάξεις, αἱ ὁποῖαι ἐγίνοντο,κατὰ τὰς μνήμας τῶν μαρτύρων εἰς τοὺς ἀθλητικούς των ναούς, ὅτε μὲ ὕμνους καὶ προσευχὲς διήρχοντο ὅλην τὴν νύκτα οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ ὑπὸ τὴν ἡγεσίαν τῶν κατὰ τόπους ἐπισκόπων

**

Ἤδη ἀπὸ τῆς 8 ἑσπερινῆς ὥρας ὁ ναὸς τῆς Καπνικαρέας εἶχε πληρωθῆ εὐλαβῶν ἀγρυπνητῶν ἐν συνωστισμῷ ὅμως πανηγυρικῷ, ὁποῦ οἱ πλεῖστοι ὄρθιοι, ὅλην τὴν νύκτα, παρέστησαν θεαταί, πρόχειροι καὶ ἀτέλεστοι μύσται, μιᾶς ἐκ τῶν ἀθανάτων ἀκολουθιῶν τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ ἑσπερινὸς ἐψάλη πρωτοστατοῦντος τοῦ πρωτοψάλτου τῶν Ἁγίων Θεοδώρων καὶ ἐκδότου τῆς μουσικῆς ἐφημερίδος «Φόρμιγγος». Τὸν ἑσπερινὸν διεδέχθη ἀμέσως ὁ Ὄρθρος, ἀναγνόντος ἐν ἀσκητικῇ κατανύξει τὸν ἑξάψαλμον τοῦ πανιερωτάτου Ἱεράρχου, μεθ’ ὃ ἐπηκολούθησαν αἱ σκιρτικαὶ μελῳδίαι τῶν Πολυελαίων καὶ τέλος μετὰ τοὺς Αἴνους ἤρχισεν ἡ θεία λειτουργία ὁλόφωτος ἡ πασχαλινή, ἱερουργοῦντος τοῦ σεβ. Νεκταρίου. Ἡ λιτὴ τοῦ Ἑσπερινοῦ, ὅτε ἔγινεν ἐντὸς τοῦ ναοῦ ἡ κατανυκτικὴ λιτανεία τῆς εἰκόνος τοῦ Μυροβλήτου Μεγαλομάρτυρος, τῶν ἐκκλησιαζομένων βασταζόντων κηρία καὶ γονυπετούντων καὶ τοῦ σεβ. Μητροπολίτου ψάλλοντος τὸ τροπάριον τοῦ Ἁγίου, εἶχε τι τὸ ἄκρως γοητευτικὸν συγκινοῦν μέχρι δακρύων. Ἀλλ’ ὅτε, εἰς τὸ τέλος τῆς θείας λειτουργίας, οἱ χριστιανοὶ προσερχόμενοι μετελάμβανον τῶν θείων Μυστηρίων παρ’ αὐτοῦ τοῦ ἀρχιερέως, ὅστις περιχαρὴς ἀπὸ πνευματικὴν χαρὰν ἐπὶ ὥραν μετέδιδε τὰ Ἄχραντα, ἡ ἐντύπωσις ἦτο ἀπεριγράπτως ὑψηλὴ μιᾶς σκηνῆς ἱερᾶς θεωρία, τὴν ὁποίαν μόνον εἰς κύκλους ἐρημικῶν χριστιανῶν θὰ ἠδύνατο κανεὶς νὰ συναντήσῃ σήμερον, ἢ εἰς ἀσκητήρια καὶ μονάς.

*

Οἱ θόλοι οἱ σκοτεινοὶ καὶ πολυσχιδεῖς τοῦ βυζαντινοῦ ναΐσκου, τὰ τόξα τῶν χορῶν τὰ ἡμιφώτιστα, αἱ ἁγιογραφίαι αἱ θαμβαὶ ἀπὸ τοὺς καπνοὺς τῶν κηρίων, προσέδιδον κατ’ἀρχὰς εἰς τὸν αἴφνης εἰσερχόμενον ἀπὸ τῆς ἔξω θορυβώδους τῆς πόλεως κινήσεως, ὄψιν κατακόμβης τινὸς ρωμαϊκῆς, ὅπου οἱ χριστιανοὶ τῶν πρώτων αἰώνων φεύγοντες τοὺς διώκτας ἐτρύπωνον μυστικὰ εἰς τὰ ὑποχθόνια σκότη νὰ τελέσωσι τὰς προσευχάς των.

Ἀλλ’ ὅταν ἔμενεν ὀλίγον καὶ ἔβλεπεν τὴν ἀκτινοβολοῦσαν χαρὰν τῶν προσευχομένων, τὴν παρρησίαν ἐκείνην τῆς ψαλμῳδίας καὶ τὴν δόξαν τὴν ἐπίσημον τῆς τελετῆς, κατενόει ὅτι εὑρίσκεται εἰς ἄκρως εὐσεβοῦσαν πόλιν, ἡ ὁποία ἀπὸ ἀπείρως θείαν συγκατάβασιν ἠξιώθη νὰ ἔχῃ εἰς τοὺς κόλπους της τοιούτους εὐλαβητικοὺς κύκλους, ἀναμιμνήσκοντας μὲ τὸν πόθον των τὸν χριστιανικόν, τοὺς χρόνους τοὺς λαμπροὺς τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅτε ὁ μέγας τῆς Καππαδοκίας Ἱεράρχης, ἡγούμενος πολυπηθοῦς ἱεροῦ θιάσου ἠγρύπνει εἰς τοὺς ναοὺς τῶν Μαρτύρων κατὰ τὰς μνήμας αὐτῶν, ὅτε ἀπήγειλλε καὶ τοὺς ἀθανάτους αὐτοῦ λόγους. Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἐντύπωσιν ἐλάβομεν, ὅτε τὴν δευτέραν ὥραν μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ἐν τῇ στ΄ ᾠδῇ τοῦ κανόνος, ὁ σεβασμιώτατος Μητροπολίτης ὡμίλησεν ἀπὸ τοῦ Δεσποτικοῦ περὶ καθαρότητος καρδίας, ἀναπτύξας τὸν μακαρισμὸν «μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ», μὲ ὅλην τὴν προσιδιάζουσαν αὐτῷ διαλεκτικὴν γλυκύτητα καὶ χάριν. Τὰς στιγμὰς ἐκείνας, ὅπου ὁ σεβασμιώτατος Ἱεράρχης μειλειχίως καὶ πραέως διελέγετο, οὕτως εἰπεῖν, μὲ τὸ Ἐκκλησίασμα μὲ τὸ ἀσκητικὸν ἐκεῖνο παράστημά του, τὸ ὁποῖον ὑπὸ τὰ φῶτα ἐλάμβανε βυζαντινῆς ἁγιογραφίας στιλβηδόνας παρηγορούσης καὶ τὴν πλέον θλιμμένην ψυχήν, ἐθαρρούσαμεν πὼς ὀνειρευόμεθα τὸν Ἱεράρχην τῆς Καππαδοκίας, ἀγρυπνοῦντα ἐπὶ τῇ μαρτυρικῇ μνήμῃ τοῦ Μυροβλήτου, ἐν μέσῳ παρελθόντων αἰώνων χριστιανικοῦ κόσμου. Ἀλλ’ ὅταν αἴφνης εἰς τὸ τέλος ἐνωτίσθημεν τὸν παραμυθητικὸν χαιρετισμὸν τοῦ σεβ. διευθυντοῦ τῆς Ριζαρείου εὑρέθημεν εἰς μέσαις Ἀθήναις καὶ εἴδαμεν ὅτι δὲν εἶναι ἐμπόδιον ἡ ἐποχὴ τοῦ νὰ στερούμεθα τοιούτων ἀπολαύσεων, ἀλλ’ οἱ ἄνθρωποι τοὺς ὁποίους ψυχραίνει ἡ ἔλλειψις αὐτῶν τῶν τόσον παραμυθητικῶν συνηθειῶν τῆς Ἐκκλησίας μας.

ΑΛ. ΜΩΡΑΙΤΙΔΗΣ» 

*Τὸν ἐντοπισμὸ τοῦ χρονογραφήματος τοῦ Ἀλέξ. Μωραϊτίδη ὀφείλω, μετ’ εὐχαριστιῶν, στὴ Λαμπρινὴ Τριανταφυλλοπούλου.

** Γιὰ τὴν αὐτόγραφη ἀφιέρωση τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, εὐχαριστῶ θερμὰ στὸν σκιαθίτη Γιάννη Παρίσση, πρόεδρο τοῦ Μουσείου Ναυτικῆς καὶ Πολιτιστικῆς Παράδοσης Σκιάθου.

 ***Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὴν ἐφ. Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας, φ.1040, 27.10.2023, σ. 15-16.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου