Στὴν ἱερὴ μνήμη τοῦ ἐκ
Σκοπέλου
ὁρμωμένου π.
Κωνσταντίνου Ν. Καλλιανοῦ
(† 27. 4. 2024)
Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης,
«Τὰ Φῶτα, ἡ θαλασσινή μας ἑορτή»
Ἀλέξ. Μωραϊτίδης
(1950-1929)
Ἀκρυλικὸ σὲ χαρτί,
Ἔργο (2018) τοῦ Κώστα Ντιό.
Στὶς 6 Ἰανουαρίου
τοῦ 1902, ἡμέρα τῶν Θεοφανείων, ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης κατέρχεται στὸν Πειραιᾶ
ὅπου παρακολουθεῖ καὶ μετέχει στὴν ἀκολουθία τοῦ Ἁγιασμοῦ τῶν Ὑδάτων. Τὴν ἄλλη ἡμέρα,
σὲ χρονογράφημά του μὲ τίτλο «Χαρὰ στὰ φῶτα τὰ στεγνά», στὴν ἐφημερίδα Ἀκρόπολις, τὸ ὁποῖο ὑπογράφει μὲ τὸ
δημοσιογραφικό του ψευδώνυμο «Ὁ ταξειδιώτης»,[1] καταγράφει
τὶς ἐντυπώσεις του ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τῶν Θεοφανείων στὸν Πειραιᾶ· χωρὶς νὰ παύει νὰ
ἀναφέρεται καὶ σὲ ἀντίστοιχες ἀναμνήσεις του ἀπὸ τὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του, τὴ Σκιάθο.
Τὸ
χρονογράφημα ἐπαναδημοσιεύεται, στὰ 1928, στὸ περιοδικὸ Τρεῖς Ἱεράρχες,[2] μὲ
μικρὲς ἀλλαγὲς στὸ κείμενο· ἐνδεχομένως ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Μωραϊτίδη, ὁ ὁποῖος
τότε ζοῦσε στὴν Ἀθήνα.
Ἦταν μία ἡλιόλουστη, νήνεμη,
λαμπερή, σχεδὸν ἀνοιξιάτικη μέρα,[3] μὲ
χιονισμένη τὴν Πάρνηθα καὶ μὲ ἕναν πολύχρωμο, σημαιοστολισμένο Πειραιᾶ. Ἐκεῖ, πολλὰ
πλοῖα ἦσαν ἐλλιμενισμένα· ἀτμόπλοια πολεμικά, ἐμπορικὰ ἀλλὰ καὶ μικρότερα: σκοῦνες,
γολέτες, λεμονάδικα καὶ κρασάδικα, ξυλάδικα καὶ τρεχαντήρια, λαδάδικα, ἀλλὰ καὶ
πλοῖα τῆς ἀλλοδαπῆς (Ἰταλικά, Ἀγγλικά, Γερμανικὰ ἀκόμη καὶ Τουρκικά)· διεθνές,
μεγάλο λιμάνι, τὸ Μάντσεστερ τῆς Μεσογείου ἦταν τότε ὁ Πειραιᾶς.
Ἡ τελετὴ τοῦ Ἁγιασμοῦ
τῶν Ὑδάτων μὲ τὰ συνοδευτικὰ ἑορταστικὰ δρώμενα στὸ μεγάλο λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ ἐντυπωσιάζει
ὅσους τὴν παρακολουθοῦν, καὶ γιὰ τὴ λαμπρότητα της ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ διάρκειά της,
καθὼς ὁλοκληρώνεται σχεδὸν μέ τὴ δύση τοῦ ἡλίου.Τὴν εἰκόνα ποὺ εἶχε ὁ Πειραιὰς
τὴν ἡμέρα τῶν Θεοφανείων μᾶς παραδίδει, ἐπίσης, καὶ σχετικὸ δημοσίευμα τῆς ἐφημ.
Ἐμπρός:[4]
«Ἡ
κυανὴ ἑορτή, ὅπως δύναται προσφυῶς νὰ χαρακτηρισθῇ, τοῦ ἁγιασμοῦ τῶν ὑδάτων
συνεκέντρωσεν ὄχι μόνον τὸν ναυτικὸν πληθυσμόν, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ τὸ τρίτον τοῦ
Πειραιῶς, ἀλλὰ καὶ ὅλην σχεδὸν τὴν πόλιν, ἡ ὁποία ἐνωρὶς συνεκεντρώθη εἰς τὰς
παραλίας τοῦ λιμένος. Πρὸ δὲ τῆς βασιλικῆς ἀποβάθρας εἶχε περιφραχθῆ διὰ δοκῶν
τετράγωνος χῶρος, ἐντὸς τοῦ ὁποίου ἐπρόκειτο νὰ καταδυθῇ ὁ Σταυρός. Ἀπὸ τὸ ἓν δὲ
καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος οἱ ἀτμομυοδρόμωνες καὶ τὰ ὁλόλευκα ἀτμόπλοια "Ὕδρα"
καὶ "Πύλαρος" μὲ τὸν πλουσιώτατον σημαιοστολισμόν των ἐπλαισίουν τὸ ὅλον
ἁρμονικώτατα. Πρὸ τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀπὸ τῆς 9ης π.μ., εἶχε
παραταχθῆ ἄγημα ἐξ 100 εὐσταλῶν ἀνδρῶν τοῦ ναυτικοῦ καὶ ἡ φιλαρμονικὴ μουσικὴ
τοῦ Δήμου [...] Μετ’ ὀλίγον, τὴν 10 ¼ π.μ. ἀκριβῶς, ἀφοῦ ἐψάλη ἐντὸς τοῦ ναοῦ ἡ
δοξολογία ὑπὸ τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀβερκίου, ἐσχηματίσθη θρησκευτικὴ πομπὴ [...] ἥτις
[...] κατέληξε εἰς τὴν βασιλικὴν ἀποβάθραν [...]. Ὅταν ἡ θρησκευτικὴ πομπὴ ἔφθασεν
εἰς τὴν βασιλικὴν ἀποβάθραν τὸ θέαμα ἦτο μαγευτικώτατον [...].Ἡ κατάδυσις τοῦ
Τ. Σταυροῦ ἔγινεν τὴν 11 π. μ. ὑπὸ τοὺς κρότους τῶν τηλεβόλων».
Περιγράφοντας τὶς ἐντυπώσεις
του, ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῶν Φώτων στὸν Πειραιά, ὁ Ἀλέξ. Μωραϊτίδης ἀναφέρει τὴν παρουσία,
στὴν προκυμαία τοῦ Πειραιῶς, ἀξιωματικῶν, ναυτῶν καὶ ναυτεργατῶν καὶ παντὸς εἴδους
ναυτιλομένων. Ἰταλοί, Ἐγγλέζοι, Ρῶσοι ἀπολαμβάνουν τὸ τελετουργικὸ τῆς ρίψης τοῦ
Σταυροῦ καὶ τὸν γενικότερο πανηγυρικὸ χαρακτῆρα τῆς ἡμέρας. Κόσμος πολύς,
μουσικοὶ μὲ τὰ ὄργανά τους, μικροπωλητὲς παντὸς εἴδους μὲ τὶς φωνές τους νὰ
στολίζουν τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς γιορτῆς, διαλαλώντας τὰ ἐμπορεύματά τους καὶ τὶς
καλλιτεχνικές τους δημιουργίες. Ἀκόμη καὶ τραγουδιστὲς ἑρμηνεύουν ἡρωϊκὰ
πατριωτικὰ ἄσματα.
Ἡ κατάδυσις τοῦ Τιμίου Σταυροῦ,
στὸν λιμένα τοῦ Πειραιῶς,
στὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰ.
Σχετικὰ μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ πομπή
‒μὲ
τὴν συμμετοχὴ μάλιστα τῆς φιλαρμονικῆς μουσικῆς τοῦ Δήμου‒ τὸ Ἄστυ τῶν Ἀθηνῶν σημειώνει:[5]
«Μετὰ
τὴν κατάδυσιν ἡ ἐκκλησιαστικὴ πομπὴ ἐπανῆλθεν εἰς τὸν ναόν, αἱ δὲ χιλιάδες τοῦ
συναθροισθέντος πλήθους διεχύθησαν ἀνὰ τὰς παραλιακὰς ὁδοὺς καὶ ἰδία εἰς τὸν
Τιτάνειον κῆπον, ἔνθα μέχρι τῆς μεσημβρίας ἡ Φιλαρμονικὴ μουσικὴ ἐπαιάνιζεν ἐκλεκτὰ
μουσικὰ τεμάχια».
Πράγματι,
θὰ ἐνόμιζε κανεὶς ὅτι ὁ ὡραῖος λιμένας τοῦ Πειραιὰ εἶχε μεταβληθεῖ σὲ Ἰορδάνη
ποταμό, τὰ νερὰ τοῦ ὁποίου, ἑλκύουν ὅλο τὸν χρόνο, χιλιάδες προσκυνητές. Αὐτὰ
καταθέτει, μὲ τὴν ὑπογραφὴ «Ἡρ.», ὁ δημοσιογράφος τῆς ἐφημ. Σφαίρας τοῦ Πειραιῶς, ὁ Ἡρακλῆς
Παπαμανώλης: [6]
«Ἀνέτειλεν ἡ χθεσινὴ ἡμέρα τόσον
γλυκεῖα, τόσον τερπνή, καθαρῶς ἀνοιξιάτικη, καὶ παρέσυρε τὸν κόσμον ὅλον εἰς τὴν
μεγάλην θρησκευτικὴν πανήγυριν ἡ ὁποία, ἰδίως εἰς τὴν πόλιν μας, προσλαμβάνει
τόσην μεγαλοπρέπειαν καὶ ἀποτελεῖ μίαν ἀπὸ τὰς ὡραιοτέρας τὰς πλέον ποιητικὰς ἑορτάς.
Καὶ ἐνόμιζεν κανεὶς ὅτι ἕνα χαμόγελον ἐπλανᾶτο ἐπὶ τοῦ στερεώματος, χαμόγελον μὲ
τὴν ἀντανάκλασίν του ἐπὶ τῆς γαληνιαίας θαλάσσης, ἐπὶ τῶν χαρωπῶν μορφῶν τῶν εὐλαβῶν
καὶ μὴ προσκυνητῶν, ἐὰν αὕτη ἡ ὀνομασία προσήκει εἰς τὴν περίστασιν νὰ δοθεῖ
προκειμένου περὶ ἐκείνων, ἐξ ἀμφοτέρων τῶν φύλων, οἵτινες τὰ νάματα τοῦ Ἰορδάνου
διὰ τῶν βλεμμάτων των εἰς ἑτέρους ὀφθαλμοὺς ἀνεζήτησαν [....]».
Στὸν
Πειραιᾶ, πλέον, ἀπὸ τὸν μητροπολιτη Ἀβέρκιο, ὁ Σταυρὸς ρίπτεται στὴ θάλασσα, ἀλλὰ
δεμένος μὲ κορδέλλα καὶ ἀνασύρεται γρήγορα. Αἰτία ἔγινε, τὸ γεγονὸς τῶν ἐπεισοδίων
καὶ τῶν διαπληκτισμῶν, μεταξὺ ὅσων ἔπεφταν στὴ θάλασσα, κατὰ τὴν προσπάθειά
τους νὰ πιάσουν πρῶτοι τὸν Τίμιο Σταυρό:
«Γιὰ
νὰ μὴν σκοτώνονται οἱ ἄνθρωποι ποιὸς θὰ τὸν πρωτοπάρῃ».
Μὲ
ἀποτέλεσμα νὰ ἐπαληθεύεται ‒μὲ
ἄλλη, διαφορετικὴ τῶν καιρικῶν συνθηκῶν, ἑρμηνεία‒ ἡ λαϊκὴ δίστιχος παροιμία:[7]
Χαρὰ στὰ φῶτα τὰ
στεγνὰ καὶ τὶς Λαμπρὲς βρεμένες
Νὰ φᾶμε σιμίθια[8] φτάζυμα κουλοῦρες
ζαχαρένιες.
καθώς,
κατὰ τὸν Μωραϊτίδη, μὲ τὴ διὰ τῆς κορδέλλας καταδύσεως τοῦ Σταυροῦ στὸν
Πειραιά, οἱ ἐπίδοξοι ἁλιευτὲς τοῦ Τ. Σταυροῦ δὲν εἶχαν πλέον τὴ δυνατότητα
κάποιας οἰκονομικῆς φύσεως ἀπολαβῆς· ἔμεναν δηλ. "στεγνοί":
«Οὕτω σὰν λυπημένοι χθὲς ἐθεώρουν ἀθλητικοί
τινες τὸ καταργηθὲν ἔθιμον, "στεγνὰ" δι ἄλλον αὐτοὶ λόγον ἀποκαλέσαντες
τὰ Φῶτα, διότι δὲν ἠμπόρεσαν νὰ βγάλουν τίποτε ἀπὸ τὴν θάλασσαν, ἀναμένουν δὲ
τώρα λοιπὸν οὗτοι τὴν ἐκπλήρωσιν τοῦ ἑτέρου ἡμίσεως μέρους τῆς λαϊκῆς
παροιμίας, νὰ ἔλθουν τοὐλάχιστον "βρεγμένες οἱ Λαμπρές" γιὰ νὰ
"φάγουν σιμίθια, φτάζυμα, κουλούρια
ζαχαρένια"».
Ὁ
Ἀ. Μωραϊτίδης, στὴ συνέχεια τοῦ χρονογραφήματός του, ἐπιστρέφει μέσω τῶν ἀναμνήσεών
του, στὴν ἀντίστοιχη τελετὴ τῆς χαρμόσυνης ἡμέρας τῶν Φώτων, στὴν πατρίδα του,
τὴ Σκιάθο. Θυμᾶται παραδοσιακοὺς στίχους τῆς ἡμέρα αὐτῆς γιὰ τὶς "Κυράδες"
τοῦ νησιοῦ του καὶ τὸν καλλωπισμό τους, προκειμένου νὰ ἐμφανιστοῦν, μὲ ὅλα τὰ στολίδια
τους, στὴν τελετὴ τοῦ Ἁγιασμοῦ τῶν Ὑδάτων:[9]
Βάλει τὸν ἥλιο πρόσωπο καὶ τὸ
φεγγάρι ἀστῆθι
καὶ τοῦ κοράκου τὸ φτερὸ βάλλει
καμαροφρύδι....
Ἐνθυμεῖται τὸν
παπα-Νικόλα, ἱερέα τῆς Σκιάθου ὅταν ὁ Μωραϊτίδης ἔμενε στὸ νησί, καὶ τὸ
περιστατικὸ ὅπου ὁ ἱερέας φρόντιζε –μὲ διάφορα τεχνάσματα‒ νὰ πιάνει τὸν Σταυρό, μὲ τὴ ρίψη
του στὴ θάλασσα, ἕνα φτωχὸ παιδὶ μὲ κινητικὰ προβλήματα, προκειμένου κατόπιν αὐτός,
περιφέροντας τὸν Σταυρὸ στὴν πολίχνη τῆς Σκιάθου, νὰ καταφέρει νὰ συλλέξει λίγα
χρήματα γιὰ τὶς πολλὲς ἀνάγκες του.
Στὸν παπα-Νικόλα ἀναφέρεται ὁ Ἀλέξ.
Μωραϊτίδης καὶ στὴν περιγραφὴ τῆς πανηγύρεως τῆς μονῆς τῆς Εἰκονίστριας στὴ
Σκιάθο στὴ συλλογὴ ταξειδιωτικῶν του, Μὲ
τοῦ βορηᾶ τὰ κύματα:[10]
«Ὁ
παπα-Νικόλας, ἕνας ὑψηλὸς καὶ εὐμορφοκαμωμένος παπᾶς, ὅπου τόσον εὔμορφα τοῦ
πηγαίνουν τὰ ράσσα, ὅσον τὸν εὐμορφαίνει ἡ λευκὴ καὶ μακρὰ γενειάδα του, βαστάζων
τὴν Παναγίαν τὴν Κονίστριαν, μὲ τὸ πετραχῆλι τὸ ἀναποδογυρισμένον εἰς τὸν δεξιόν
του ὧμον σπεύδει ἐν ὥρᾳ ἑσπερινοῦ νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὴν Παναγίαν τὴν Κονίστριαν».
Ἐπίσης, ὁ λόγιος τῆς Σκιάθου Ἰω. Ν. Φραγκούλας
(Σκιάθος 1906 - Βόλος 1901) σημειώνει γιὰ τὸν παπα-Νικόλα:[11]
«Ὁ Νικόλαος ἱερεὺς ἦταν παπποῦς τοῦ πατέρα μου
ἀπὸ τὴν μητέρα του καὶ τὸ ἐπίθετό του ἦταν Πρωτόπαππας – Παπανικολάου. Ἔπειτα ἀπὸ
τὴν χηρεία του ἔγινε ἱερομόναχος καὶ ὀνομάστηκε Νικηφόρος. Ἔκαμε καὶ δύο φορὲς
(1871-1783) καὶ (1874-1878) ἡγούμενος στὸ μοναστήρι τοῦ Εὐαγγελισμοῦ στὴ Σκιάθο».
Ὁ
παπα-Νικόλας εἶναι ἐπίσης ὁ ἱερέας ποὺ τελεῖ τὸ μυστήριο τῆς βαπτίσεως τοὺ Ἀλέξανδρου
Παπαδιαμάντη στὶς 9 Ἀπριλίου 1851 καθὼς καὶ τοῦ Ἀλέξανδρου Μωραϊτίδη στὶς 25
Νοεμβρίου 1850 http://καὶ ὑπογράφει τὴ ληξιαρχικὴ πράξη βαπτίσεώς τους ὡς «Νικόλαος ἱερεύς».[12]
Ἡ
ὑπογραφὴ «Νικόλαος ἱερεύς» στὴ ληξιαρχικὴ πράξη βαπτίσεως τοῦ Ἀλέξ.
Παπαδιαμάντη··Φώτης Δημητρακόπουλος, Λεύκωμα Παπαδιαμάντη, ἐκδ. ERGO, Ἀθήνα 2002, σ. 27.
Ἀκόμη ὁ
π. Γεώργιος Σταματᾶς, ἐφημέριος τοῦ ναοῦ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν Σκιάθου, γράφει
σχετικὰ μὲ τὸν παπα-Νικόλα:[13]
«Πρόκειται
γιὰ τὸν ἱερέα Νικόλαο Φάλκο-Πρωτόπαπα-Παπανικολάου (Σκίαθος 1797-1883). Ἦταν θεῖος
τοῦ Ἀλέξανδρου Μωραϊτίδη καὶ ἱεράτευσε στο Κάστρο ἀλλὰ καὶ στὴν πολίχνη τῆς
Σκιάθου. Εἶναι ὁ ἱερέας ποὺ βάφτισε τὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη καὶ εἶχε τὸ ὀφφίκιο
τοῦ Σακελλάριου. Τὸν ἀναφέρει στὰ διηγήματά του ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης καὶ ὁ
Μωραϊτίδης. [...]. Ὁ Μωραϊτίδης γιὰ τὸν θεῖο του παπα-Νικόλα, στὸ διήγημά του
"Χριστούγεννα στὸν ὕπνο μου" γράφει χαρακτηριστικὰ γι αὐτόν:
"Ὁ ἕνας ἐφημέριος, ὑψηλός, στερεός,
μὲ τὰ χρυσᾶ του ἄμφια καὶ τὴν χρυσῆν του στόφαν, ὁ γέρο-Παπανικόλας ὁ θεῖος
μου, ὁποὺ εἰς τὰς μεγάλας ἑορτὰς ἄλλαζεν ὄχι μόνον τὰ ράσα του, ἀλλὰ καὶ τὴν
φωνήν του καὶ ὅλην τὴν παράστασίν του ἐν γένει· ὡμοίαζε μὲ τὸν ἀρχιστράτηγον
Μιχαήλ».
Ὁ
παπα-Νικόλας ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη σὲ ἕξι διηγήματά του:[14] «Ἅγια
καὶ πεθαμένα», «Οἱ Ἐλαφροΐσκιωτοι», «Ρεμβασμὸς τοῦ δεκαπενταυγούστου, «Μάνα καὶ
κόρη», «Ἡ Φόνισσα», «Ἡ Ντελησυφέρω».
Ἐφ. Ἀκρόπολις,
φ.7.1.1902, σ. 2.
ΚΕΙΜΕΝΟ
«ΑΠΟ ΤΗΝ
ΘΑΛΑΣΣΙΝΗΝ ΕΟΡΤΗΝ
ΧΑΡΑ ΣΤΑ
ΦΩΤΑ ΤΑ ΣΤΕΓΝΑ
Εἶναι
ἡ ποθεινοτέρα τῶν λαϊκῶν παροιμιῶν, τῆς ὁποίας ἡ ἐπαλήθευσις φέρει ὅλην τῆς γῆς
τὴν εὐκαρπίαν:
Χαρὰ στὰ φῶτα τὰ στεγνὰ καὶ τὶς
Λαμπρὲς βρεμένες
Νὰ
φᾶμε σιμίθια φτάζυμα κουλοῦρες ζαχαρένιες.
Καὶ ἦταν ἀληθῶς
στεγνὰ τὰ Φῶτα, μ’ ἕνα οὐρανὸν ἁμιλλόμενον πρὸς τὰ καταγάλανα βουνὰ τῆς Ἀττικῆς,
μ’ ἕνα χρῶμα τοῦ Πεντελικοῦ, τὸ ὁποῖο θαρρεῖς καὶ ἦτο μαγικὴ ἀνταύγεια τοῦ
Φαληρικοῦ κόλπου.
Τὴν
πρωΐαν ὅτε μόλις ἐχάραζεν ἡ Ἀνατολή, τὴν ὥραν ὅπου οἱ φανοκόροι ἔσβυναν τοὺς
φανοὺς καὶ μόλις ἔφθασαν τὰ κάρρα εἰς τὴν ἀγορὰν ἀπὸ τὸ λαχανοπάζαρον, ὁ ἄνεμος
ἤρχετο παγωμένος ἀπὸ τὸν χιονισμένον Πάρνηθα. Ἀλλὰ μετ’ ὀλίγον, ὅσον ἐξάνοιγεν ἡ
ἡμέρα, ἀφοῦ ἀνέβη δυὸ καντάρια ὁ ἥλιος ἀπάνω εἰς τὸν ὁρίζοντα, ἐξεδιπλώθη ἀπὸ
μέσα ἀπὸ τὴν πρωτοχρονιάτικην ἀπειλὴν τοῦ χειμῶνος μία ἡμέρα θερμὴ καὶ νήνεμος
καὶ ἡλιόλουστος, διὰ τὴν ὁποίαν ἠδύνατο νὰ κινήσῃ κατὰ τοῦ χειμῶνος ἡ ἄνοιξις
μίαν ἀγωγὴν ἐπὶ ἰδιοποιήσει ξένης ἰδιοκτησίας.
*
Ἀλλὰ ἡ χθεσινὴ ἡμέρα
ἀνῆκεν ὁλόκληρος εἰς τὴν δικαιοδοσίαν τῶν γειτόνων μας Πειραιωτῶν. Αὐτοὶ τὴν ἀπήλαυσαν
καὶ ὅσοι κατῆλθον νὰ παρακολουθήσουν ἐκ τοῦ πλησίον τὴν θαλασσινήν μας ἑορτήν,
συνοδεύοντες τὴν μεγαλοπρεπῆ πομπὴν τοῦ Ἁγιασμοῦ τῶν ὑδάτων. Ἐκεῖ κάτω εἰς τοὺς
λιμένας τῆς γείτονος πόλεως καὶ εἰς τὰς μαρμαρίνους προκυμαίας της ἐλαμποκοποῦσεν
ἡ χαρὰ τῆς ἑορτῆς μέχρι τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου.
Ὡς
θὰ ἐλαμποκοποῦσεν συγχρόνως εἰς ὅλας τὰς Ἑλληνικὰς ἀκτὰς καὶ τὰς Ἑλληνικὰς
νήσους ἡ χαρμόσυνος τῶν Φώτων ἡμέρα, ἀπὸ τὴν εὔμορφην σκούναν, ἐκείνην τὴν
κυανόπρωρον μὲ τὸ ἄσπρο μποῦρδο ὁποῦ ἐσημαιοστολίσθη ὡς νύμφη, ἕως τὴν πλέον εὔμορφην
"Κυράν", τοῦ τραγουδιοῦ, ἡ ὁποία πρωῒ-πρωῒ σηκώνεται καὶ στολίζεται νὰ
πάει "στὰ Φῶτα καὶ στὸν Ἁγιασμό", καὶ ἡ ὁποία μαζὶ μὲ ὅλα τὰ ἄλλα
στολίδια της:
Βάλει τὸν ἥλιο πρόσωπο καὶ τὸ
φεγγάρι ἀστῆθι
καὶ τοῦ κοράκου τὸ φτερό βάλλει
καμαροφρύδι....
**
Μ’ἐκεῖνον
τὸν ἥλιον καὶ ἐκείνην τὴν πανηγυρικὴν νηνεμίαν τῆς χθεσινῆς ἑορτῆς, ὁποῦ θαρροῦσε
κανεὶς ὅτι ἡ φύσις ὅλη ἔκθαμβος καὶ ἐξεστηκυία ἔβλεπε τῆς Γαλιλαίας τὸ ἱερὸν
μυστήριον καὶ τοῦ Ἰορδάνου τὴν εὐδαιμονίαν, ὁ λιμὴν τοῦ Πειραιῶς ἦτο πολὺ
γελαστὸς μὲ τὸν πολύχρωμον στολισμόν του. Ὅλα τὰ ἀτμόπλοια, πολεμικὰ καὶ ἐμπορικά,
νὰ ἐν αὐτῷ ἐλλιμενισμένα, ἡ Μοῖρα τῶν Ποταμῶν ἡ πρὸ τῆς βασιλικῆς προκυμαίας, τὰ
κάτασπρα ρωσσικά, πέραν πρὸς τὴν εἴσοδον, ὅλα ἦσαν σημαιστόλιστα. Τὰ δὲ ἱστιοφόρα
γύρω-γύρω εἰς τοὺς δύο λιμένας, μικρὰ καὶ μεγάλα ὅλα μὲ τὰς σημαίας των καὶ τὰ
σινιάλα των. Μπάρκα- μπέστια, σκοῦνες καὶ γολετάκια, λεμονάδικα καὶ
κρασάδικα, ξυλάδικα καὶ σιταράδικα εἰς ὅλας τὰς προκυμαίας καὶ τὰς ἀποβάθρας ἑώρταζον
σημαιοφοροῦντα. Ἡ "Κατίνα" καὶ ἡ "Μαριγὼ" δίπλα εἰς τὸν
"Μιαούλην", ἡ "Ευαγγελίστρια" εἰς τὸ πλευρὸν τοῦ
"Ταξιάρχη", χίλια δυὸ ὀνόματα καὶ χίλια δυὸ τρεχαντήρια λαδάδικα, ὅλα
ἐπανηγύρισαν καὶ ἔβλεπες ὅλων τῶν ἐθνῶν ἀδελφωμέναι αἱ σημαῖαι νὰ ἀερίζονται πρὸς
τὰς ἐλαφρὰς ἐκείνας αὔρας τῆς χθεσινῆς γαλήνης. Ἰταλικαὶ καὶ Αὐστριακαὶ μέσα εἰς
τὴν πληθὺν τῶν Ἀγγλικῶν, Ἑλληνικῶν καὶ Γερμανικῶν
καὶ αὐτὴ ἡ Τουρκικὴ ἀκόμη καὶ αὐτὴ ἀνεμίγνυε τὸ κατακόκκινο χρῶμα της μέσα εἰς
τὴν τόσην πολύχρωμον ποικιλίαν.
***
Ἔξω εἰς τὰς μαρμαρίνους
προκυμαίας τὰ ναυτόπουλα, οἱ γιομητζῆδες τῆς Ἑλλάδος ὅλης, καθαροντυμένοι ἐπεριεφέροντο
ἀπάνω-κάτω ἡλιαζόμενοι, εὐθυμοῦντες πανηγυρίζοντες. Τῶν ἱστιοφόρων λοστρόμοι ἀγκαλιασμένοι
μὲ διόπους τοῦ πολεμικοῦ ναυτικοῦ, Ἰταλοὶ μὲ τὶς πίπες, Ἐγγλέζοι λεπτοκαμωμένοι
καὶ ξανθοὶ βόρειοι, ἐνῷ σ’ ἅμαξα περνοῦσαν οἱ Ρῶσσοι ὀκτὼ-ὀκτώ, ἐν φαιδρᾷ
διαχύσει πανηγυρικῇ μὲ τὰ ἐρυθροκίτρινα σειρητάκια τῶν κούκων των ἀνεμιζόμενα.
***
Καὶ τί δὲν ὑπῆρχον μέχρι τῆς
δύσεως τοῦ ἡλίου καθ’ ὅλην τὴν προκυμαίαν ἀπὸ τοῦ Τζελέπη μέχρι τοῦ Τελωνείου. Ὀργανέττα,
γκάϊδες, φυσαρμόνικες, τὰ ὁποῖα μὲ τοὺς ποικίλους σκοπούς των ἐσχημάτιζον ὁμίλους
πολυαρίθμους. Στραγαλατζῆδες, γλυκατζῆδες, πανοράματα, τηλέφωνα, φωνογράφοι,
τόσοι ἄλλοι πωληταὶ πωλοῦντες ἡμεροδείκτας καὶ μανδηλάκια, ἀνέκοπτον τὸν
περίπατον τὸν πολυθόρυβον προθέτοντες νέας φωνὰς καὶ νέαν τύρβην
—Μιὰ
πεντάρα! Μιὰ πεντάρα!
Ἤκουες
ἐδῶ.
—
Αὐτὴ εἶναι ἡ Βενετία ἡ ξακουστὴ μὲ τὶς γόνδολές της.
Ἐξηκολούθει ὁ ἄλλος.
Ἐνῷ
ἕνας τυφλὸς ραψῳδὸς σχηματίσας πυκνὸν κύκλον παρὰ τὸν Τιτάνειον κῆπον, ἐξετραγῴδει
τὰς σφαγὰς καὶ τὰς δηώσεις τοῦ ’21, ὑψώνων θλιβερῶς τὴν πονεμένην φωνήν του καὶ
δακρύων μυστηριωδῶς ἀπὸ τὰς σφαλιστὰς κόγχας του.
***
Ἕως οὗ οἱ σύγχρονοι πυροβολισμοὶ
τῶν πολεμικῶν πλοίων καὶ αἱ σάλπιγγες τῶν Ποταμῶν ἀνήγγειλαν τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου,
ὅτε οὑτοστιγμεὶ ὡς διὰ μιᾶς κλωστῆς συνδεδεμένα
κατεβιβάσθησαν ὅλα μαζὶ τὰ σινιάλα τῶν πολεμικῶν σκαφῶν.
—Ποῖος ἐπῆρε τὸν Σταυρόν; Ἠρώτησα
ἀπερχόμενος.
—Κανένας.
Τώρα ὁ Δεσπότης ἔχει δεμένον τὸν Σταυρὸν μὲ μίαν κορδέλλαν, τὸν ρίπτῃ τρεῖς φορὲς
εἰς τὴν θάλασσαν καὶ τὸν τραβᾷ κατόπιν. Γιὰ νὰ μὴν σκοτώνονται οἱ ἄνθρωποι ποιὸς
θὰ τὸν πρωτοπάρῃ.
Ἄλλ’
ὁ παπα-Νικόλας εἰς τὴν πατρίδα μου ἦτο εὐφυέστερος ἀπὸ τὸν Δεσπότην τοῦ Πειραιῶς.
Ἐκεῖνος ὁ μακαρίτης δὲν ἔδενεν τὸν Σταυρόν, ἀλλ’ ἔδενεν ἕνα μισερόν, ἕναν
σακάτην πάμπτωχον. Τὸν ἔδενε μὲ ἕνα σχοινὶ ἀπὸ τὴν μέση, ἔδενε καὶ τὸν Σταυρὸν
στὰ χέρια τοῦ μισεροῦ καὶ τὸν σφενδόνιζε μὲ τὰς μακράς του χεῖρας εἰς τὸ
πέλαγος. Ἕως οὗ δὲ οἱ κολυμβηταὶ οἱ βυθιζόμενοι εἰς τὰ ὕδατα συλλάβωσιν τὸν
σακάτην καὶ ἁρπάσουν τὸν Σταυρὸν ἀπὸ τὰς χεῖρας του, ὁ παπα-Νικόλας ἔσυρεν ἔξω,
διὰ τοῦ σχοινίου, τὸν πτωχὸν ἐκεῖνον, ὅστις μετ’ὀλίγον ἀλλαγμένος, μὲ τὰ στραβὰ
ποδαράκια του, τὰ στραβὰ χεράκια του, κοντούτσικος, τόσος δά, περιήρχετο τὴν
πόλιν, συνάζων σφάντσικα, βαστάζων ἐπὶ δίσκου ἐντὸς δενδρολίβάνου καὶ
ταμπαρρόριζας τὸν Σταυρόν..... Ὁ Χταπόδης ὅμως ὁ μονόχειρ, ἀπολέσας τὴν χεῖραν
του εἰς τὴν διὰ δυναμίτιδος ἁλιείαν, ἕνας ἀθλητὴς ἕως ἐκεῖ ἐπάνω, μιὰ χρονιὰ τοῦ
τὴν κατάφερε καλὰ τοῦ Παπανικόλα.
Ἁρπάσας
τὸν σακάτην μόλις ἐκσφενδονισθέντα, ἐξήγαγεν αὐτὸν εἰς τὴν ἀκτήν. Εἶτα περιαγαγὼν
τὸν Σταυρὸν ἐστολισμένον ἐν τῷ δίσκῳ ἐμοίρασε μὲ τὸν πτωχὸν τὰ συναχθέντα ἀργυρὰ κέρματα....
***
Οὕτω
σὰν λυπημένοι χθὲς ἐθεώρουν ἀθλητικοί τινες τὸ καταργηθὲν ἔθιμον, "στεγνὰ"
δι ἄλλον αὐτοὶ λόγον ἀποκαλέσαντες τὰ Φῶτα, διότι δὲν ἠμπόρεσαν νὰ βγάλουν
τίποτε ἀπὸ τὴν θάλασσαν, ἀναμένουν δὲ τώρα λοιπὸν οὗτοι τὴν ἐκπλήρωσιν τοῦ ἑτέρου
ἡμίσεως μέρους τῆς λαϊκῆς παροιμίας, νὰ ἔλθουν τοὐλάχιστον "βρεγμένες οἱ Λαμπρές"
γιὰ νὰ "φάγουν σιμίθια, φτάζυμα,
κουλούρια ζαχαρένια"...
Ὁ
ταξειδιώτης»
[1] . Ὁ ταξειδιώτης , «Χαρὰ στὰ Φῶτα
τὰ στεγνά», ἐφ. Ἀκρόπολις, φ.
7.1.1902, σ. 2.
[2]. Ἀλ. Μωραϊτίδης, «Χαρὰ στὰ Φῶτα
τὰ στεγνά», Τρεῖς Ἱεράρχαι, 672 (1928)
12-13.
[3].
Ἡ ἐφ. Σκρίπ, (φ. 7. 1. 1902, σ. 2.), ἀναφερόμενη
στὶς κλιματικὲς συνθῆκες τῆς ἡμέρας σημειώνει, μεταξὺ ἄλλων, ὅτι: «Ἡ ἔκτακτος
διαύγεια τοῦ οὐρανοῦ συνέβαλεν εἰς τὴν μεγαλοπρεπεστέραν διεξαγωγὴν αὐτῆς». Καὶ
στὴν ἐφ. Ἐμπρός, ὁ ἀνώνυμος ἀρθρογράφος
της δηλώνει σχετικὰ μὲ τὶς κλιματικὲς συνθῆκες τῆς ἡμέρας: «Ὑπὸ τὴν χαρμονὴν
φωτὸς καὶ θαλπωρῆς γλυκυτάτης ἐτελέσθη χθὲς εἰς τὴν γείτονα πόλιν ἡ ποιητικὴ ἑορτὴ
τῆς καταδύσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ»· Ἀνώνυμος, «Ἡ χθεσινὴ ἑορτὴ τῆς καταδύσεως
τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ὁ Ἁγιασμὸς τῶν Ὑδάτων ἐν Πειραιεῖ», ἐφ. Ἑμπρός, φ. 7.1 1902, σ 2.
[4].
Βλ. Ἀνώνυμος, «Ἡ χθεσινὴ ἑορτὴ τῆς καταδύσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ὁ Ἁγιασμὸς τῶν
Ὑδάτων ἐν Πειραιεῖ», ἐφ. Ἐμπρός, φ. 7.1.1902,
σ. 2,ὅπου ὁ ἀνώνυμος ἀρθρογράφος τοῦ Ἐμπρὸς
σημπληρώνει: «Μετὰ τὸ πέρας τῆς δοξολογίας ἐγένετο μετὰ ἐκκλησιαστικῆς πομπῆς ἡ
περιφορὰ τοῦ Σταυροῦ συνοδεύοντος ναυτικοῦ ἀγήματος ἐξ ὀγδόντα ναυτῶν ὑπὸ τὸν ἀνθυποπλοίαρχον
κ. Ρεδιάδην καὶ προπορευομένης τῆς ὑπὸ τὸν ἀρχιμουσικὸν κ. Σάιλερ φιλαρμονικῆς
μουσικῆς».
[5] Βλ. Ἀνώνυμος, «Ἡ χθεσινὴ ἑορτὴ. Ὁ
Ἁγιασμὸς τῶν Ὑδάτων. Εἰς τὸν Πειραιά», Ἐφ. Ἄστυ,
φ. 7.1.1902, σ. 2, ὅπου ὁ ἀνώνυμος συντάκτης ἀναφέρει ἐπίσης ὅτι: «Ἡ πομπὴ
διελθοῦσα διὰ τῶν ὁδῶν Ἀθηνᾶς, Σωκράτους καὶ Σωτείρας ἔφθασεν πρὸ τῆς Βασιλικῆς
ἀποβάθρας ἔνθα περὶ τὴν 10 ½ ὥραν ἐγένετο ὑπὸ τοῦ ἀρχιερέως ἡ κατάδυσις τοῦ
Σταυροῦ εἰς τὴν θάλασσαν, ὑπὸ τοὺς κανονιοβολισμοὺς τῶν ἐν τῷ λιμένι πολεμικῶν
πλοίων καὶ τοὺς ἤχους τῆς φιλαρμονικῆς μουσικῆς».
[6]
Βλ. Ἐφ. Σφαίρα, φ. 7. 1. 1902, σ. 1-2, ὅπου ἐπίσης δηλώνεται ὅτι: «Τὴν
101/2 ἐγένετο ἔξοδος τῆς Λιτανείας ἐκ τοῦ ναοῦ
καὶ εἵπετο ὁ ἱερὸς κλῆρος οὗτινος ἡγεῖτο ὁ Σεβασμιώτατος Ἀρχιεπίσκοπος πρὼην
Πατρῶν κ. Ἀβέρκιος, οἱ κ. κ. Πρόξενοι, ὁ Δήμαρχος κ. Τρ. Μουτζόπουλος μετὰ τοῦ Δημοτικοῦ
σώματος, αἱ ἀρχαὶ τῆς πόλεως καὶ χιλιάδες λαοῦ. Ἄγημα ἐξ ὀγδοήκοντα ναυτῶν ἀπήρτιζε
τὴν τιμητικὴν φρουρὰν τῆς πομπῆς, ἡ δὲ Φιλαρμονικὴ μουσική τοῦ Δήμου ἐπαιάνιζε κατάλληλα
ἐμβατήρια. [...] Ἅμα τῆς καταδύσει τοῦ Σταυροῦ ἐγένετο σημεῖον δι ἐρυθρᾶς μικρᾶς
σημαίας ἐκ τοῦ ἀνωτέρου πυργίσκου τῆς Δημαρχίας καὶ πάντα τὰ πλοῖα ἐκανονιοβόλησαν
ἐνῷ τὰ πλήθη ἔκαμαν τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ.
Καὶ μετεῖχε τόσης θρησκευτικῆς ἐξάρσεως ἡ
στιγμὴ ἐκείνη.
Μετὰ τὴν λῆξιν τῆς τελετῆς ὅλος ὁ κόσμος
ἐξεχύθη εἰς τὸν Τιτάνειον κῆπον ἔνθα ἐπαιάνιζε μέχρι τῆς μεσημβρίας ἡ
φιλαρμονικὴ τοῦ Δήμου. Καὶ ἐνεθυμεῖτο κανεὶς παλαιῶν ἡμερῶν εὐκλείας τοῦ
Τιτανείου κατὰ τὴν χθεσινὴν πανήγυριν, μὲ τὸν φοβερὸν συνωστισμόν, μὲ τὴν τόσην
κίνησιν, τὴν τόσην φαιδρότητα [...].
"Ἡρ."
(=Ἡρακλῆς Παπαμανώλης)».
[7]. Δίστιχο γνωμικὸ μετεωρολογικοῦ
περιεχομένου, ἀλλὰ ἐδῶ μὲ μεταφορικὴ ἔννοια. Ἀπαντᾶ μὲ πολλὲς παραλλαγές.
[8]. Σιμίτι< σιμίτ< ἀρχαία ἑλλην.
σεμίδαλις (ἀντιδάνειο)· κουλούρι μὲ σουσάμι γύρω-γύρω, κουλούρι Θεσσαλονίκης.
[9]. Στερεοτυπικὸ δίστιχο ποὺ ἀπαντᾶ
σὲ δημοτικὰ ταργούδια, ἰδιαίτερα στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ Πηλίου, καὶ ἐξυμνεῖ
τὴ γυναικεία ὀμορφιά.
[10]
Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, Μὲ τοῦ βορηᾶ τὰ
κύματα. Ταξείδια, περιγραφαί, ἐντυπώσεις, ἐκδ. Σιδέρη, τ. Δ΄, σ. 97. Στὸ ἔργο
αὐτό, ἐπίσης, ὁ Μωραϊτίδης, στὶς σελ. 97-101, περιγράφοντας τὶς ἐντυπώσεις του ἀπὸ
τὴν πανήγυρι τοῦ μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας τῆς Κονίστριας, ἀναφέρει γιὰ τὸν
παπα-Νικόλα:
«Ἀφοῦ
τὸ Μοναστηράκι της τὸ διέλυσαν, ἡ εἰκὼν ἡ θαυματουργὸς μένει εἰς τὸ χωρίον, καὶ
μία φορὰ τὸν χρόνον, κατὰ τὴν πανήγυριν τῶν Εἰσοδίων, ὁ παπᾶ-Νικόλας τὴν φέρει
μὲ δόξαν καὶ τόσην λαμπρότητα εἰς τὸ ἀρχαῖόν της τέμενος [...] Ἀλλ ’ἡ γρηὰ ἡ Ἀχτίτσα
[...] κοντανασαίνουσα καὶ ποθοῦσα να συνοδεύσῃ τὴν λιτανείαν παρὰ τὸ πλευρὸν τῆς
Παναγίας, ὡς παρθένος λαμπαδηφοροῦσα, ὅταν ὁ παπᾶ-Νικόλας θὰ πατήσῃ τὸ
κατώφλιον τοῦ ναοῦ, εἰσάγων τὴν Παναγίαν εἰς τὸ Ἱερόν, ἀπαράλλαχτα ὡς ὁ ἀρχιερεὺς
Ζαχαρίας εἰσήγαγε τὴν Θεοτόκον εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων. Νὰ εἶναι ἡ γρηὰ ἡ Ἀχτίτσα
δίπλα του τότε, ἀπαράλλακτα, ὡς αἱ λαμπαδηφόροι παρθένοι τότε συνώδευσαν εἰς τὸν
ναὸν τὴν Ἀειπάρθενον. Καὶ εἶχε τὸ δικαίωμα τοῦτο ἡ γρηὰ-Ἀχτίτσα, κάθε χρόνον νὰ
ἐντρυφᾷ εἰς τὴν θείαν αὐτὴν ἀπόλαυσιν, παρθενεύουσα καὶ ἁγνεύουσα ἐν μοναξίᾳ. Αἴφνης
ὁ παπᾶ -Νικόλας ἐγονάτισεν ἐπανω εἰς μίαν κορυφήν, ἀπὸ κάτω ἀπὸ ἕνα ὑπερύψηλον
πεῦκον [...] Ὀλίγον ἀκόμη καὶ τὸ ἔρημον ἀσκητήριον σείεται ἐκ θεμελίων ἀπὸ τὰ
βροντοφωνήματα τοῦ παπᾶ-Νικόλα, εἰσάγοντος τὴν Παναγίαν τὴν Κονίστριαν εἰς τὸν
ναὸν καὶ ψάλλοντος μὲ τὴν ἑορταστικὴν φωνήν του :
"—Ὁ καθαρώτατος ναὸς
τοῦ Σωτῆρος, ἡ πολυτίμητος παστὰς καὶ παρθένος, τὸ ἱερὸν θησαύρισμα τῆς δόξης
τοῦ Θεοῦ, σήμερον εἰσάγεται ἐν τῷ οἴκῳ Κυρίου, τὴν χάριν συνεισάγουσα τὴν ἐν
Πνεύματι θείῳ ἣν ἀνυμνοῦσιν Ἄγγελοι Θεοῦ. Αὕτη ὑπάρχει σκηνὴ ἐπουράνιος".
Ἡ
γρηὰ Ἀχτίτσα, ἀνάψασα τὴν λάμπαδίτσα της, εἰσῆλθεν εἰς τὸν ναόν, παρὰ τὸ πλευρὸν
τοῦ παπᾶ-Νικόλα, ἐνῶ ὁ μπαρμπα-Δημητρός, ἐπιβραδύνας ἱκανὴν ὥραν, δὲν ἐπρόφθασεν
οὐδὲ τὸ τρίτον τσίπουρον, τὸ ὁποῖον ἐμοίρασεν εἰς τοὺς προσκυνητὰς ὁ δήμαρχος
τοῦ χωρίου, τρισσεύσαντας πλέον καὶ διασπαρέντας διὰ τὸ δεῖπνον. Μόλις δὲ εὗρε
μίαν σταγόνα διὰ νὰ βρέξῃ τὸ στόμα του, ξηρὸν ἀπὸ τὴν ὁδοιπορίαν, ἀδειάζων τὸ παγοῦρι
τοῦ παπα-Νικόλα καὶ ψιθυρίζων πάλιν:
—Καλὰ σὲ εἶπαν Παπατρέχα!...».
[11] . Ἰω. Ν. Φραγκούλας, Σκιαθίτικα Β΄, ἐκδ. Ἰωλκός, Ἀθήνα 1979, σ.
105.
[12].
Βλ. Φώτης Δημητρακόπουλος, Ὁ μοναχὸς Ἀνδρόνικος,
ἐκδ. ERGO, Ἀθήνα 2002, σ. 35· Φώτης
Δημητρακόπουλος, Λεύκωμα Παπαδιαμάντη,
ἐκδ. ERGO, Ἀθήνα
2002, σ. 27.
«Ἀρ. πράξ. 33
25 Νοεμβρίου 1850
Ἐβαπτίσθη
ὁ υἱὸς τοῦ Δημ. Γ. Μωραϊτίδου καὶ Συνιώρας νομίμου συζύγου του ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τῶν
Τριῶν Ἱεραρχῶν, γεννηθεὶς τὴν 15ην Ὀκτωβρίου ἐ ἔ. Καὶ ὠνομάσθη Ἀλέξανδρος,
ἀνεδέξατο αὐτὸν ἐκ τῆς Ἱερᾶς Κολυμβήθρας ὁ Εὐαγγέλης Λιβαδᾶς, ὡς μαία δὲ
παρευρέθη ἡ μαία Συραϊνὼ Παλαλᾶ.
Νικόλαος ἱερεύς».
«Ἀρ. πράξ. 10
9 Ἀπριλίου 1851
Ἐβαπτίσθη
ὁ υἱὸς τοῦ Ἀδαμαντίου ἱερέως καὶ Γκουλιῶς νομίμου συζύγου αὐτοῦ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ
τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, γεννηθεὶς τὴν 4ην Μαρτίου ἐ. ἔ. καὶ ὠνομάσθη Ἀλέξανδρος,
ἀνεδέξατο αὐτὸν ἐκ τῆς Ἱερᾶς Κολυμβήθρας ὁ Κωνσταντῖνος Ἀλ. Μωραΐτου, καὶ ὡς
μαία δὲ παρευρέθη ἡ μαία Συραϊνὼ Παλαλᾶ.
Νικόλαος ἱερεύς».
[13]. π. Γεώργιος Ἀθ.Σταματᾶς, Ὁ ἱερὸς μητροπολιτικὸς ναὸς Τριῶν Ἱεραρχῶν
Σκιάθου, ἐκδ. Τροχαλία, Σκιάθος 1998, σ. 49-50,ὅπου ἐπίσης προσθέτει ὅτι: «Ὁ
παπα-Νικόλας ἀπεβίωσε στὶς 4 Αὐγούστου 1883, πλήρης ἡμερῶν,σὲ ἡλικία 86 ἐτῶν».
[14].Στὸ ἴδιο σ. 50.
Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης
*Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὴν ἐφημ. Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας (τῶν Γρεβενῶν) φ. 1100, σ. 15-18.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου