Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2018

7 ΟΚΤ. 2018, ΕΝΑΣ ΜΗΝΑΣ ΜΕΤΑ


Σώζων, Μανιάτικος

                                                       «Μὴν ξεχωρίζεστε, μιὰ σμίξη εἴμαστε, ἔχουμε τὴν ἀνάγκη καὶ τοῦ μερμηγκιού»
Σωτήρης Δημητρίου, Σὰν τὸ λίγο τὸ νερό
 
Ξένος, ἀπαξιωμένος τοῦ κόσμου του –καὶ τῆς σαρκός– κατῆλθε, κατέλυσε σὲ Λακωνικὸ παράλιο. Παραμυθώντας ἑαυτόν, ψέλλισε:
—Δὲν πειράζει, «σὰν τὸ λίγο τὸ νερό… ἡ ἀγάπη διπλασιάζει τὸ καλὸ καὶ μοιράζει τὸ κακό»,  
Δὲν διέθετε πτέρυγες νὰ τὶς συστείλει, μήτε νὰ τὶς τανύσει. Δὲν ἦτο ὁ καλὸς ἄγγελος τοῦ κόσμου τούτου κι ἂς ἐξήρχετο πνοὴ γαλήνης ἀπὸ τὸ στόμα του. Δὲν ἔφερνε δῶρα ἀπὸ ἄλλα βασίλεια, ἁπλὰ πῆγε νὰ δεῖ τὰ μέρη τοῦ Λυμπεράκη Γερακάρη, ποὺ ἡ χάρη του καὶ ἡ ἐξουσία του ἔφτασε ὥς τ᾿ Ἄγραφα, ὥς τὴν Τατάρνα, ἀλλὰ καὶ τοῦ stradioto Κοστριᾶ, ὁ ὁποῖος, πρὸς ἐξιλέωσιν τῶν ἁμαρτημάτων του, ἔκτισε τὴν Ἁγία Τριάδα Καρπενησίου· αὐτὴν ποὺ βρῆκε κι ἀνακαίνισε ὁ Γιαννούλης.
 Κατῆλθε ἐποχούμενος ὀκτὼ ψευδοΐππων. Εἶδε τὴ θάλασσα. Εὐρεία καὶ γαλανὴ πλὴν ἀνήσυχη, φουρτουνιασμένη. Δὲν τὸν καλοδέχτηκε:
—Τί θέλεις ἐδῶ; Ἐσὺ εἶσαι ἀπ᾿ τὰ ψηλά βουνά.
—Ναί, μὰ ἀπ᾿ ἐδῶ εἶναι ἡ γενιὰ ἡ Μωραΐτικη ποὺ ἐνοφθάλμισε τὶς Σποράδες· καὶ ὅλον τὸν Ἑλληνισμό, καὶ τ᾿ Ἄγραφα, ψιθύρισε.
Μετὰ τοῦ ἐφάνη πὼς εἶδε τὸν Ἰούλιο Βέρν, τὸν ἀγάπημένο τοῦ κ. Λαονίκου, νὰ βαδίζει γιαλό-γιαλό καὶ νὰ ἱστορεῖ μυθιστορηματικὰ τὴν Μανιάτικη πειρατικὴ δράση, στὸ «Τὸ Αἰγαῖο στὶς φλόγες». Θυμήθηκε καὶ τὸν δικό του περιπετειώδη ‘‘Χριστουγεννιάτικο Ἰούλιο’’· γεράζει ὁ ἄνθρωπος κι ἡ μαυροκαρδιὰ δὲν γεράζει.
Ξημέρωνε ἡ 7η Σεπτ. Ὕπνο δὲν εἶχε. Βαθυπολυμέριμνος γάρ. Εἶπε νὰ περιηγηθεῖ τοὺς Μάνηους ἐλαιῶνες. Ἡ «ΙΡΙΔΑ» περίμενε κάτι τί γιὰ τὰ Πεισιστράτεια. Τότες στοὺς πόδας τῶν ἐλαιῶν εἶδε, κατακηλούμενος νὰ ἔχουν ξεμυτίσει, νὰ ἀναβλύζουν ἰόχρωα κυκλάμινα. Ποῦ βρῆκαν τὸ κουράγιο ν’ ἀνθίσουν μετὰ τὴ θερινὴ ξηρασία; Πῶς τοῦ ἀποκαλύφτηκαν μετὰ τόσον αὐχμηρὸν ψυχῆς; Πάλι τὸ ἐξυπνοτηλέφωνο τὸν βοήθησε. Ἔκανε τὴ λήψη καὶ τὴν ἔστειλε στὸν ἰδαλγό-πρωτοπαλλήκαρο τῆς ΙΡΙΔΑΣ, τὸν πολύπλαγκτο  Ν.
—Ἐγκρίνεται, ἀπάντησε.
Ἄχ, αὐτὲς οἱ νέες τεχνολογίες, ὅσο προβλήματα δημιουργοῦν τόσα καὶ περισσότερα λύνουν. Εἶναι τὸ γνωστό: πῶς θὰ χρησιμοποιήσεις τὴν μάχαιραν...
Τότε, στῆς πρωΐας τὴ σιγαλιά, ἀκούστηκε ἡδύλαλος ἦχος χειροκρουομένης καμπάνας. Ἡ χρόνια διατριβὴ στὸ Λεκανοπέδιο εἶχε ἀλλοτριώσει ἠλεκτρικά  τὸ αἰσθητήριο τῆς ἀκοῆς του. Τοῦ ἐφάνη ὡς δρόσος ἐν καύσωνι. Ὡς θάλπος αὔρας πρωϊνῆς. Σκέφτηκε λίγο. Τοῦ Ἁγ. Σώζοντος.
—Ναί! Πῶς τοῦ διέφυγε;  
Πάτησε τὸ χρωμοψαχτήρι του καὶ εἶδε: Ὁ Ἅγιος Σώζων (ὁ σωζώτης τῶν Λαβουρεντιάνων) στὸ Οἴτυλο, 13ου αἰ. καί, Ἅγιος Σώζων στὸ Λιμένι τῶν Μαυρομιχαλαίων,  18ου αἰ. Τότε, ἀντελήφθη πὼς ἵστατο, μόνος, ἀόρατος ἀπὸ ἕναν κόσμο κακό, βαρύ, ἀνάλγητο  ἀκριβῶς κάτωθεν ἑνὸς Ἁγίου Σώζοντος καὶ κατέναντι ἑτέρου Ἁγίου Σώζοντος. Μόνο ποὺ δὲν παρεμβαλόταν θάλασσα μεταξὺ ξηρᾶς καὶ Ἁγ. Σώζοντος· ἴσως, τότες, εὕρισκε λύση μεταξὺ τῆς ἐλεητικῆς θείας καὶ τῆς ἀνηλεοῦς ἀνθρωπίνης δικαιοσύνης.

Ἡ ὁμήγυρις πρότεινε: Σπήλαιο Διροῦ. Πῶς ὄχι; Κατέπλευσε τοὺς κρυερούς, σιωπηλοὺς σπηλαιώδεις διαδρόμους καὶ ἐξῆλθε πάλι σὲ ἁρμυρισμένο Λακωνικὸ κόλπο. Τότε εἶδε ὡς ἐν θαύματι βάρκαν, θαλαττευομένην, λικνιζομένην ἐν κύματι, γαλανολευκοφορεμένην, ποὺ ἐβολτατζάριζεν στὸν κόλπο. Ὄνομα: ΑΓΙΟΣ ΣΩΖΩΝ Λ. Γ. 1926. Τυχαῖο; δὲν νομίζω. Συνειρμικὰ θυμήθηκε τὸν Ἅγιο Σώζοντα, στὸ νησάκι, σιμὰ στὸ Αἰτωλικό, ὅπου ὁ ὁμοπάτριός του Ἀναστάσιος ὁ Γόρδιος συνέθετε τὰ πασχάλινά του ἐπιγράμματα:
«͵αψθ΄: ἀπριλλλίῳ -κδ΄, ἐν τῷ ἁγ. Σώζοντι. 
Ἂψ ἀνόρουσε μένος Χριστοῖο τάχος νεκύηθεν….»
Νοερά, συνειρμικὰ ταξίδεψε καὶ στὸν Ἅγιο Σώζοντα Μυλοποτάμου, στὴ χώρα τῆς κ. Χάρου μὲ τὴν πραείαν καὶ μελιχρὰν ὁμιλίαν της, ὅπου ἀντιγράφηκε στὰ 1756 τὸ ἔργο τοῦ Γορδίου «Περὶ Μωάμεθ καὶ κατὰ Λατείνων». Χάθηκε, κάηκε λέει στὸν ‘‘συνωστισμό’’. Ἔμεινε ὅμως ἡ μνεία του ἀπ᾿ τὸν πολὺν Παπαδόπουλο-Κεραμέα:
«Βιβλίον Κυρίου Ἀναστασίου Γορδίου, τὸ ὁποῖον ἀντιγράφεται εἰς τοὺς 1756, ͵αψνϚ΄  ἐν νήσῳ Κυθήρῳ, ἐν χώρᾳ Μυλοποτάμου»
ὅπου ὁ γραφέας συνθέτει 24στιχη ἀθησαύριστη ἀλφαβητικὴ ἀκροστιχίδα γιὰ τὸ ἔργο αὐτὸ τοῦ Γορδίου:
πας εὐσεβὴς καὶ ὀρθόδοξος τοίνυν
Βλεπέτω καλῶς τήν δε Γορδίου βίβλον
Γόρδιος γὰρ ἦν, ὁμιλῶν ἐκ τῆς βίβλου.
Δεῦρο τὸ λοιπόν, καὶ ἀνάγνωσον τάχος,
παρον εὐθύς, τὴν βίβλον ἐπὶ χεῖρας
Ζήτησον ὀρθῶς, καὶ θέλεις καταλάβης
συνέχεια, λέγει τῆς ἱστορίας
Θέλεις θαυμάσεις, τῇ ἀληθείᾳ φίλε.
δοὺ ποῦ σούπα, καὶ στοχάσου νὰ φρίξῃ,
Κακίαν ἐχθροῦ, καὶ βροτοκτόνου πάλαι
Λατίνους ἅμα, μὲ τὸν ἐκείνοις πάπαν
Μωαμεθιστάς, παραστένει ἐνταῦθα
Νέους τυρράνους, πρόσωπον Ἀντιχρίστου
Ξίφος κοπτερόν, ἀπειλοῦν ὀρθοδόξους.
εἷς ὥρμησεν ἐξ Αἰθιοπίας
Πάπας δὲ πάλιν, ἀπὸ τῆς Ἰταλίας
ώμης ὁ δεινός, Ἀντίχριστος δ᾿ οὖν πάπας,
Σῶσαι θέλοντες πάντας τοὺς ὀρθοδόξους
Τύραννοι δεινοί, ἐχθροὶ τῆς ἐκκλησίας,
φαίνουν δεινά, δόγματα ἀσεβείας,
Φανεροὶ ἐχθροί, τοῦ θειανθρώπου λόγου,
Χύνοντες αἷμα, τῶν ἀθλίων Ρωμαίων
Ψευδόχριστοί τε, οἱ δύο ἀποστάται,
υἱὲ Θεοῦ, λύτρωσαί μας ἐκ τούτων. 
 
 Μάζεψε τ᾿ ‘‘ἄλογά’’ του, ἐνῶ αὔρα θαλασσινή, ἰαματικὴ ἔμπαινε στὰ σπλάχνα του γιὰ νὰ ξορκίσει τὸν κακὸ τὸν ὑπαινικτικὸ λόγο καὶ ἐπανῆλθεν ἔνθα διατρίβει: μόνος, ἔγκλειστος στὸ ἐργαστήριό του: ἐργοτάξιο τῶν βασάνων του καὶ καταγώγιο τῶν ὅποιωνἀρετῶν του·  ''συνοδείᾳ''  τῆς  Taylor Swift καὶ τοῦ Ματθαίου Σταυρόπουλου...
Τὴν ἄλλη μέρα, στὸ καθαρὸ φῶς τοῦ πρωϊνοῦ, ποὺ διακρατοῦσε ἀκόμη Αὐγουστιάτικα ἴχνη μελτεμιοῦ, βρέθηκε στὸ ἡσυχαστήριο τοῦ Μπιζανιώτη ζωγραφοδιδάσκαλου· στὴν ἕδρα, τὴ «Λεωφόρο Ἀλεξάνδρας», τῆς «ΙΡΙΔΑΣ». Κάθησε στὴ συνήθη θέση στὸ χαμηλὸ καθιστικό, ποὺ ἀπὸ τὶς πολλὲς φορές,εἶχε  σχεδὸν κατοχυρώσει ὡς προσωπική του. Ἀπέναντι του ὁ καλλιτέχνης ἔφτιαχνε τσιγάρο. Ἄρχισε λόγος καρδιακός, παραμυθίας, ἀφτιασίδωτος. Ὁ Αὔγουστος δὲν εἶχε «διακοπή» ἀπὸ τὰ ἔργα του σὲ κάποιον τόπο διαθερισμοῦ. Λίγες μέρες μόνο στὴν ἀρχὴ τοῦ Τρυγητῆ, γιὰ ἀντιοξειδωτικὰ τῆς ζωῆς βιώματα. Τοῦ ἐξιστόρησε καὶ περὶ τοῦ Ἁγ. Σώζοντος.

—Ἀπὸ πάνω σου βρίσκεται ὁ ἅγιος Σώζων· ἀναφώνησε ὁ ζωγράφος.
Ἔστρεψε τὸ σῶμα, ὕψωσε τὸ βλέμμα καὶ πράγματι εἶδε, παρατήρησε πὼς τὸ μικρὸ εἰκόνισμα ποὺ κρεμόταν στὸν τοῖχο πάνω ἀπὸ τὸ ‘‘καθιστικό του’’, ἔφερε τὴν εἰκόνιση τοῦ ἁγ. Σώζοντος. Τόσα χρόνια καὶ δὲν τὸ εἶχε προσέξει.
—Ὥστε, δέκα καὶ πλέον χρόνια βρίσκομαι, κάθε φορά, χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζω, ὑπὸ τὴν σκέπην τοῦ ἁγ. Σώζοντος, εἶπε ἡ φωνὴ τῆς ψυχῆς του· τοῦ σώζοντος ἀπὸ τῆς ἀπανθρωπίνης δικαιοσύνης, προσέθηκεν.
Ναί, δὲν ἦτο ἔρημος εἰς τὸν κόσμον....

Ντῖνος Ἀγραφιώτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου