Γιὰ τὴν Παγκόσμια Ἡμέρα
Μουσικῆς-21η Ἰουνίου
Βιολοντσέλλο*
Ὁ μυκώμενος γίγας τοῦ πάθους
Στὸν
δεξιοτέχνη τοῦ βιολοντσέλλου Σταῦρο Παργινό· τὸν μαθητὴ τοῦ Δημήτρη (Τάκη)
Παπαποστόλου τοῦ Αἰτωλοῦ, τοῦ μουσικολόγου καὶ μπαλλαδόρου.
Ὁ λόγιος Καρπενησιώτης καὶ Ἀκαδημαϊκὸς
Ζαχαρίας Λ. Παπαντωνίου (1877-1940), μὲ
ἀπώτερη καταγωγὴ ἀπὸ τὴ Γρανίτσα τῶν Ἀγράφων, παρακολουθεῖ, τὴν Παρασκευὴ 5 Ἀπριλίου
1902, στὴν αἴθουσα ἐκδηλώσεων τοῦ φιλολογικοῦ συλλόγου «Παρνασσός», μουσικὴ ἐκδήλωση
μὲ τὸν νεαρό, μόλις 23 ἐτῶν,
Γάλλο δεξιοτέχνη τοῦ βιολοντσέλλου Μαρὶξ Λέβενσον. Ἐντυπωσιασμένος ἀπὸ τὴ
μουσική του κατάρτιση, τὴν ἐκτελεστική του δεινότητα, μὲ τὴν προσωπική του σφραγίδα
δημιουργικότητας ἀλλὰ καὶ τὴ σκηνική του παρουσία, μεταφέρει τὶς ἐντυπώσεις του
σὲ χρονογράφημά του μὲ τίτλο «Τὸ βιολοντσέλλον» στὴ στήλη «Καθημεριναὶ σελίδες»
‒ποὺ διατηρεῖ στὴν πρώτη σελίδα τῆς ἐφημερίδας «Σκρίπ»‒ τὴν Κυριακὴ 7 Ἀπριλίου
1902. Ὁ
Παπαντωνίου δημοσιεύει τὸ ἄρθρο του μὲ τὸ φιλολογικὸ ψευδώνυμό του «Ὁ ἄλλος».
Τὸ χρονογράφημα, ποὺ ἀρθρώνεται σὲ
ἕξη μικρὲς ἐπιμέρους ἑνότητες, δὲν ἔχει δημοσιευθεῖ σὲ ἐκδόσεις ἔργων τοῦ
Παπαντωνίου, καταλογογραφεῖται ὅμως στὴ διατριβὴ τῆς Φωτεινῆς Κεραμάρη, «Ὁ
Ζαχαρίας Παπαντωνίου ὡς πεζογράφος». Ὁ
Ζαχ. Παπαντωνίου, δεινὸς συντάκτης χρονογραφημάτων, χρησιμοποιεῖ δημοτικὴ γλῶσσα
μὲ ἐγκατεσπαρμένους λόγιους τύπους καὶ μὲ τὸ ἰδιαίτερο χρονογραφικό του ὕφος,
ποὺ ἀποκαλύπτει ἀθέατες ἀπὸ τοὺς πολλοὺς πτυχὲς καὶ ἀποχρώσεις τῶν γεγονότων, θίγει
καὶ σχολιάζει τὴ μουσικὴ πραγματικότητα στὴν πρωτεύουσα στὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰώνα,
προϊὸν τῆς ἔλλειψης μουσικῆς παιδείας. Μὲ ἀφορμὴ τὴν παράσταση τοῦ Μ. Λέβενσον
διατυπώνει γενικότερες εὔστοχες παρατηρήσεις καὶ σχόλια μουσικοῦ περιεχομένου, ἐνῶ
δὲν παύει νὰ ἀσκεῖ κριτικὴ σὲ νοοτροπίες καὶ συμπεριφορές. Γενικότερα τὸ θέατρο
καὶ ἡ μουσικὴ συγκαταλέγονται στὶς θεματικὲς τῶν χρονογραφημάτων του, ἀπότοκος
τῆς προσωπικῆς του καλλιέργειας καὶ τῶν πνευματικῶν ἀνησυχιῶν καὶ ἀναζητήσεών
του.
|
Πρoσωπογραφία τοῦ Μ. Λέβενσον·
Ἐφ.
Ἑστία, φ. 36 / 5. 4. 1902, σ. 1.
|
.
Εἶχε προηγηθεῖ καὶ ἄλλη
συναυλιακὴ παρουσία τοῦ Λέβενσον, στὸν ἴδιο χῶρο, τὴ Δευτέρα 1η Ἀπριλίου. Καὶ
οἱ δύο μουσικὲς ἐκδηλώσεις, οἱ ὁποῖες πραγματοποιοῦνται γιὰ τὴν ἐνίσχυση τῆς
Σχολῆς τῶν ἀπόρων παίδων τοῦ Συλλόγου, δὲν
φαίνεται νὰ εἶχαν ἰδιαίτερη ἐπιτυχία ἀπὸ πλευρᾶς προσελεύσεως κοινοῦ,
παρὰ τὸ ἑλκυστικὸ πρόγραμμα τῆς συναυλίας. Στὴ
συναυλία συμμετεῖχε καὶ ἡ γνωστὴ τότε λυρικὴ τραγουδίστρια τῆς ἐποχῆς Θ. Λ.
Φεράλδη,
ἀλλὰ καὶ ὁ Γάλλος πιανίστας Λουδοβῖκος Λιβόν. Τὸ
πρόγραμμα τῆς συναυλίας περιελάμβανε συνθέσεις τοῦ κλασικοῦ ρεπερτορίου ὀνομαστῶν
συνθετῶν:
«Οἱ δύο Γάλλοι καλλιτέχναι, ὁ Μαρὶξ
Λέβενσον καὶ ὁ Λουδοβῖκος Λιβόν, δίδουν εἰς τὸν ‘‘Παρνασσόν’’ τὴν ἐρχομένην
Παρασκευὴν συναυλίαν μὲ τὴν εὐγενῆ σύμπραξιν τῆς Κας Φεράλδη. Ὁ Μαρὶξ Λέβενσον
εἶναι ἔξοχος βιολοντσελλιστής· εἶναι ὁ Θάμσων
[μήπως Σάμψων;] τοῦ βιολοντσέλλου. Ἐπροκάλεσε
ζωηροτάτας ἐπευφημίας κατὰ τὴν πρώτην ἐμφάνισίν του. Τὴν Παρασκευὴ θὰ παίξῃ τὴν
‘‘Σονάταν’’ τοῦ Χαῖνδελ, τοὺς ‘‘Μεγάλους Ἀοιδούς’’ τοῦ Βάγκνερ, τὴν ‘‘Ὀνειροπόλησιν’’
τοῦ Σβένδσεν, τὸ ‘‘Τραγούδι τῆς Ἡλακάτης’’ τοῦ Πόππερ καὶ ἄλλας συνθέσεις τοῦ
Βάχ, Μπέκερ, Ρουβινστάϊν καὶ Περγκολέζε. Ὁ κ. Λιβὸν θὰ παίξῃ εἰς τὸ πιάνο τὴν ‘‘3ην
Ballade’’ τοῦ Σοπέν, τὴν
‘‘Ὑφάντριαν’’ τῆς Σαμινάθ καὶ ἄλλην σύνθεσιν τοῦ Δίμερ. Ἡ Κα Φεράλδη θὰ
τραγουδήσῃ τὸ ‘‘Γύρνα’’ τοῦ Σαμινάδ, τὸ ‘‘Ave
Maria’’
τοῦ Γκουνὼ καὶ ‘‘Ἄριαν’’ τοῦ ‘‘Βασιλέως Ὕς’’ τοῦ Λαλό. Ἡ συναυλία αὐτὴ θ᾿ ἀποτελέσῃ
μίαν ἀπὸ τὰς ἐκτάκτους μουσικὰς ἀπολαύσεις, αἱ ὁποῖαι δὲν εἶναι σπάνιαι τὴν ἐφετεινὴν
περίοδον εἰς τὰς Ἀθήνας»
|
Ἐφ.Σκρίπ,
«Καθημεριναὶ σελίδες.
Τὸ βιολοντσέλλον»,
φ.
2385 / 7. 4. 1902, σ. 1.
|
Ὁ Ζαχ. Παπαντωνίου ἀποδίδει
τὸ γεγονὸς τῆς μὴ ἱκανοποιητικῆς προσελεύσεως κοινοῦ στὴ συναυλία τῆς 5ης
Ἀπρ. 1902, στὴν ἀνεπαρκῆ προβολὴ τοῦ γεγονότος ἀπὸ τὸν Ἀθηναϊκὸ τύπο καὶ ἄλλα
διαθέσιμα μέσα προβολῆς, χωρὶς ὁ ἴδιος ὁ Λέβενσον νὰ ἔχει φροντίσει νὰ διαθέτει
κάποιον ἐπὶ τῶν δημοσίων σχέσεών του, ἀλλὰ καὶ στὴν οἰκονομικὴ δυσπραγία τοῦ
μουσικόφιλου Ἀθηναϊκοῦ κοινοῦ:
Ἀλλὰ διὰ νὰ ἔλθῃ μετὰ ἕνα οἰκονομικὸ κλονισμὸν τοῦ Ἀθηναϊκοῦ
κοινοῦ τοῦ ἀκούοντος τὰς συναυλίας, καὶ διὰ νὰ ἔλθῃ ἀδιαφήμιστος, ἄγνωστος, ἀνιμπρεσσάριος
δὲν ἠκούσθη ἀπὸ πολλούς.
Ἐνδεχομένως
αὐτὸ ὀφείλεται καὶ στὴν ὑψηλὴ τιμὴ τῶν εἰσιτηρίων, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ
δημοσιογράφος Πολύβιος Δημητρακόπουλος, μὲ τὸ ψευδώνυμο «Ὁ γελωτοποιός»,
στὴ στήλη ποὺ διατηρεῖ στὴν ἐφ. «Ἐμπρός» μὲ τίτλο «Ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν» :
«Καὶ τὸ κοινὸν ἐξ
ἄλλου, μεθ᾿ ὅλην τὴν ὑπερτίμησιν τῶν εἰσιτηρίων … ἐδείχθη ἀληθῶς ἀνεξάντλητον εἰς
γενναίαν προμήθειαν εἰσιτηρίων, ἀδιάφορον ἂν εἰς ταῦτα ἀντιστοιχεῖ χρηματικὸν
ποσὸν σχετικῶς ὑπέρογκον … καὶ διότι ἐπλήρωσαν 10 δραχμὰς δι᾿ ἕκαστον κάθισμα».
|
Ἐφ. Σκρίπ,
«Καθημεριναὶ σελίδες.
Τὸ βιολοντσέλλον»,
φ.
2385 / 7. 4. 1902, σ. 1.·
«Ὁ ἄλλος»,
δημοσιογραφικὸ ψευδώνυμο τοῦ Ζαχ.
Παπαντωνίου.
|
Μάλιστα, ὁ Καρπενησιώτης
λογοτέχνης ἀναφέρεται κολακευτικὰ στὸ κοινὸ αὐτό, τὸ ὁποῖο συντηρεῖ καὶ
στηρίζει τὶς Καλὲς Τέχνες στὴν Ἀθήνα, ἀλλὰ καὶ στὰ ἐπιτυχημένα παραδείγματα
προηγουμένων καλλιτεχνικῶν ἐκδηλώσεω,ν ποὺ εἶχαν καλὴ προβολὴ καὶ ἐπιτυχία, ὅπως
τοῦ Βέλγου βιολιστὴ Σεζὰρ Τόμσον καὶ τῆς Γαλλίδας ἠθοποιοῦ Ζὰν Ἄντιγκ:
Ἂν ἤρχετο ὀλίγον ἐνωρίτερον θὰ ἐγίνετο
καὶ δι᾿ αὐτὸν ὅ,τι ἔγεινε διὰ τὸν Τόμσον. … Τὸ κοινὸν αὐτὸ μόλις ἀρκεῖ διὰ νὰ
γεμίσῃ μίαν αἴθουσαν. Εἶναι τὸ ἴδιον τὸ ὁποῖον ἀκούει τὴν Ζάν-Ἄδιγκ,
τὸν Τόμσον,
τὸν Λέβενσον … ἡ μουσικὴ πρέπει νὰ σκύψῃ ταπεινῶς καὶ νὰ τοῦ ἐκδηλώσῃ εὐγνωμοσύνην.
|
Ἐφ. Νέον Ἄστυ, φ. 115 /4. 4. 1902, σ. 1. Φωτογραφία τοῦ
Λουδοβίκου Λιβόν· πιανίστα στὴ συναυλία τοῦ Μ. Λέβενσον |
Ὁ Ζαχ. Παπαντωνίου ὑπογραμμίζει πὼς
τὴν ἐποχὴ ἐκείνη τὸ βιολοντσέλλο ἦταν ἕνα δημοφιλὲς μουσικὸ ὄργανο στὴν
πρωτεύουσα, ἀλλὰ ἐλάχιστοι εἶχαν τὶς δυνάμεις καὶ τὴ θέληση νὰ τὸ ὑπηρετήσουν
πιστὰ σὲ βάθος χρόνου, καθὼς θεωρεῖ πὼς πρέπει νὰ ὑπάρχει μία ἰδιαίτερη
καλλιτεχνικὴ κλήσις τῆς Τέχνης πρὸς τὸν καλλιτέχνη γιὰ νὰ ἀναδειχθεῖ ἡ δύναμη τῆς
καλλιτεχνικῆς δημιουργίας του μέσα ἀπὸ τὸ μουσικὸ ὄργανό του. Ἀκόμη, ἀναφέρεται
καὶ στὴν ἀρχαία βάρβιτο, ἕνα πολύχορδο μουσικὸ ὄργανο τῆς ἀρχαιότητος, ποὺ σὲ
παραλλαγές του ‒ὅπως τὸ βιολοντσέλλο‒ ἐνθουσιάζει μέχρι σήμερα ὅσους ἀκοῦν, ἀπολαμβάνουν
καὶ γοητεύονται ἀπὸ τὸν ἦχο του:
Ἐνῷ ἔγεινεν ἀπὸ τὰ ἀγαπητότερα τῶν ὀργάνων,
καὶ ἐνῷ ὅλοι οἱ γονεῖς φιλοδοξοῦν νὰ φορτώσουν εἰς τὰ παιδιά των αὐτὸν τὸν
μυκώμενον γίγαντα τοῦ πάθους, δὲν εὑρίσκονται δάκτυλα ἰσχυρὰ νὰ τὸ κρατήσουν … ὅτι
ἡ τέχνη πηγαίνει πρὸς τὸν ἄνθρωπον καὶ ὄχι ὁ ἄνθρωπος πρὸς τὴν τέχνην … Εἰς τὴν
Ἑλλάδα ὑπῆρχεν ἕνας ἱστορικὸς λόγος νὰ ἀκμάζῃ ἡ βάρβιτος … ποίαν θαλασσοταραχὴν
πάθους θὰ ἀνέδιδεν ὑπὸ τοὺς ἀνθρωπίνους δακτύλους τὸ κῦτος τῆς βαρβίτου μετὰ
χιλιάδας αἰώνων.
Ἐντυπωσιασμένος ἐμφανίζεται ὁ
Παπαντωνίου καὶ ἀπὸ τὴ φυσικὴ παρουσία, τὴν σκηνικὴ συμπεριφορά, τὴν ἐκτελεστικὴ
δεινότητα,
ἀλλὰ καὶ τὴν «ἐρωτική» ἐσωτερικὴ σχέση τοῦ Λέβενσον μὲ τὸ βιολοντσέλλο, τὸ
ἀγαπημένο του ὄργανο:
Ὑψηλὸς, μὲ μίαν κόμην φουντωμένην ἐπάνω εἰς τὴν
ὡραίαν κεφαλήν, νευρικός, ἀνατινασσόμενος, γελῶν ὅταν δὲν πρέπῃ, σοβαρὸς ὅταν
πρέπῃ νὰ μειδιάσῃ, χαριτωμένος, μισότρελλος, κουρδισμένος, ἀγκαλιάζων τὸ
βιολοντσέλλον ὡς νὰ γίνεται ἕνα μαζί του ὅταν παίζῃ, κύπτων ἐπάνω του ὡς νὰ τοῦ
κρυφομιλῇ. Εἶναι ὁ Λέβενσον … καθήμενος,
ἀκίνητος, ἀναπαύων τὴν χεῖρα ἐπὶ τοῦ λαιμοῦ τοῦ βιολοντσέλλου καὶ μειδιῶν ἀπαθέστατα.
|
Βιολοντσελλίστας·
ὑδατοπενογράφημα (2018),
ὑπὸ
Σπ. Σιατούφη |
Τέλος ὁ Ζαχ.
Παπαντωνίου, μὲ ὕφος λεπτῆς εἰρωνείας καὶ διακριτικότητας, σχολιάζει τὴν ‒κατὰ
τὴ γνώμη του‒ ἑρμηνευτικὴ ἀνεπάρκεια τοῦ
Λουδοβίκου Λιβόν, τοῦ
Γάλλου πιανίστα ποὺ συνόδευε τὸν Λέβενσον στὶς συναυλίες τοῦ «Παρνασσοῦ»:
Περὶ τοῦ κ. Λιβὸν συντρόφου τοῦ
Λέβενσον πιανιστοῦ, ἀναφέρουν τὰ προγράμματα ὅτι ἀνήκει εἰς τὸ κοντσέρτο τοῦ
Κολόν.
Πολλοὶ ἐξ Ἀθηνῶν σκέπτονται νὰ γράψουν εἰς τὸ Παρίσι ζητοῦντες νὰ μάθουν ἐὰν ἡ
εἴδησις ἔχεται ἀκριβείας.
Γενικά, πάντως, ὁ Ἀθηναϊκὸς τύπος ἀναφέρεται μὲ κολακευτικὰ
σχόλια γιὰ τὸν Λέβενσον καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς συναυλίας, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἄλλους
συντελεστές της, ὅπως ὁ πιανίστας Λ. Λιβὸν καὶ ἡ λυρικὴ τραγουδίστρια Φ. Λ. Φεράλδη.
|
Ἐφ. Νέον Ἄστυ, φ. 115 /4. 4. 1902, σ. 1. Φωτογραφία τοῦ Μάριξ
Λέβενσον. |
Χαρακτηριστικά, στὴν ἐφ. «Νέον Ἄστυ» τῆς 6ης Ἀπριλίου 1902 γράφεται:
«Ἡ
χειμερινὴ περίοδος κλείει μὲ τὰ τελειωτέρας
μουσικὰς ἀπολαύσεις. Χθὲς τὸ βράδυ εἰς τὸν ‘‘Παρνασσόν’’ ὁ Μάριξ
Λέβενσον ὁ θαυμάσιος βιολοντσελλιστὴς καὶ ὁ πιανίστας των συναυλιῶν Λαμοῦρε τῶν
Παρισίων Λιβόν,
ἔδωσαν μουσικὴν συναυλίαν μὲ πρόγραμμα, τὸ ὁποῖον προσφάτως ἐποίκιλλε τὸ γλυκὺ ᾆσμα
τῆς κ. Φεράλδη. Ὁ Μάριξ Λέβενσον ὁ βιολοντσελλιστὴς ἐπροκάλεσε ἀληθῆ ἐνθουσιασμὸν
μὲ τὸ ἰσχυρότατον τάλαντόν του. Τὸ βιολοντσέλλον, τοῦ ὁποίου ὁ ἦχος τόσον
πλησιάζει μὲ τὴν ἀνθρωπίνην φωνὴν ὅταν εὑρίσκεται εἰς τὰς χεῖρας τέτοιου
καλλιτέχνου, ἐπλήρωσε τὴν αἴθουσαν ἀπὸ ἁρμονίας καὶ ἀπήχησεν εἰς ὅλην τὴν κλίμακα
καὶ ἐπροκάλεσε βαθείας ἐντυπώσεις καὶ ἠκούετο ἄλλοτε λεπτὸν καὶ αἰθέριον ὅπως εἰς
τὴν ‘‘Σικελικήν’’ τοῦ Περγκολέζε καὶ ἄλλοτε βαθὺ καὶ συνταρακτικόν, ὅπως εἰς τοὺς
ἀριστοτεχνικοὺς ‘‘Ἁοιδούς’’ τοῦ Βάγκνερ … Ὅλη ἡ ἑσπερὶς χθὲς ἀπετέλεσε μίαν ἀπὸ
τὰς σπανιωτέρας τῆς περιόδου».
Ὁ
Λέβινσον παρέμεινε στὴν Ἀθήνα τοὐλάχιστον μέχρι τὶς 11 Ἀπριλίου 1902. Μάλιστα,
κατὰ τὶς ἡμέρες παραμονῆς του παρέδιδε μαθήματα βιολοντσέλλου μὲ ὑψηλὴ τιμή. Ὁ
Λέβενσον φαίνεται πὼς ἐμφανίστηκε καὶ ἀρκετοὺς μῆνες ἀργότερα στὴν Ἀθήνα, στὸν «Παρνασσό»,
στὶς 5 Δεκεμβρίου 1902, συνοδευόμενος πάλι ἀπὸ τὸν Λουδ. Λιβόν, μὲ ἑρμηνεῖες
μουσικῶν συνθέσεων τῶν Μπάχ, Μπετόβεν, Πόππερ, κλπ.
Δύο λέξεις ἁπλῶς
χρονογραφικαὶ ἐντελῶς εἰδησιολογικαὶ διὰ τὸν ποιητὴν βιολοντσέλλου, τοῦ ὁποίου ὁ
δοξαριὰ ἐπέρασεν ὡς τρικυμία ἀπὸ τὴν ἀκοήν μας, διὰ τὸν Λέβενσον. Ἐν πρώτοις ἤθελα
νὰ τοῦ τραβήξω ὀλίγον τὰ αὐτιὰ τοῦ ἀπερισκέπτου, διότι δὲν φαίνεται καθόλου καλὸς
ἰμπρεσσάριος τοῦ ἑαυτοῦ του ἐλθὼν εἰς τὰς Ἀθήνας χωρὶς νὰ σκεφθῇ ὅτι καὶ τὰ
ρόδα καὶ ὁ οὐρανός, καὶ τέχνη ἔχουν ἀνάγκην ρεκλάμας. Ἂν ἤρχετο ὀλίγον ἐνωρίτερον
θὰ ἐγίνετο καὶ δι᾿ αὐτὸν ὅ,τι ἔγεινε διὰ τὸν Τόμσον. Ἀλλὰ διὰ νὰ ἔλθῃ μετὰ ἕνα
οἰκονομικὸ κλονισμὸν τοῦ Ἀθηναϊκοῦ κοινοῦ τοῦ ἀκούοντος τὰς συναυλίας, καὶ διὰ
νὰ ἔλθῃ ἀδιαφήμιστος, ἄγνωστος, ἀνιμπρεσσάριος δὲν ἠκούσθη ἀπὸ πολλούς. Ἐπὶ
τέλους καὶ αὐτὸ τὸ κοινὸν τῶν Ἀθηνῶν ἐγονάτισε πλέον. Τὸ ἔπνιξαν αἱ συναυλίαι.
Σκεφθῆτε τί ἤκουσεν ἐπὶ ἕνα ὁλόκληρον χειμῶνα, δηλαδὴ τί ἐπλήρωσε. Τὸ κοινὸν αὐτὸ
μόλις ἀρκεῖ διὰ νὰ γεμίσῃ μίαν αἴθουσαν. Εἶναι τὸ ἴδιον τὸ ὁποῖον ἀκούει τὴν
Ζάν-Ἄδιγκ, τὸν Τόμσον, τὸν Λέβενσον, τὸ ὁποῖον συντηρεῖ τὸ «Β΄ Θέατρον», τὸ «Ὠδεῖον»,
τὴ «Μουσικὴν Ἑταιρείαν», τὸν «Παρνασσόν», τοὺς γυμναστικοὺς συλλόγους, τὰ
φιλανθρωπικὰ καταστήματα, τὰς Καλλιτεχνικὰς Ἐκθέσεις. Δὲν εἰξεύρω ποῖα
δικαιότατα παράπονα ἠμπορεῖ νὰ ἔχουν ἀπὸ τὸ κοινὸν αὐτὸ τὸ θέατρον, ἡ
ζωγραφική, ἡ γλυπτικὴ καὶ τὸ βιβλίον ἐν Ἑλλάδι, ἀλλὰ ἡ μουσικὴ πρέπει νὰ σκύψῃ
ταπεινῶς καὶ νὰ τοῦ ἐκδηλώσῃ εὐγνωμοσύνην.
Tὸ
βιολοντσέλλον εἰς τὰς Ἀθήνας ἔχει μίαν περίεργον τύχην. Ἐνῷ ἔγεινεν ἀπὸ τὰ ἀγαπητότερα
τῶν ὀργάνων, καὶ ἐνῷ ὅλοι οἱ γονεῖς φιλοδοξοῦν νὰ φορτώσουν εἰς τὰ παιδιά των αὐτὸν
τὸν μυκώμενον γίγαντα τοῦ πάθους, δὲν εὑρίσκονται δάκτυλα ἰσχυρὰ νὰ τὸ
κρατήσουν. Βιολισταί, πιανίσται, φλαουτίσται, ἀναφαίνονται ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλον
εἰς τὴν κοινὴν γραμμὴν τῶν ὑποσχομένων νὰ παίξουν καλὰ μίαν ἡμέραν, βιολοντσελλισταὶ
ὅμως ὀλίγιστοι καὶ μεταξὺ τῶν ὀλιγίστων αὐτῶν ὀλίγιστοι πάλιν εἶναι οἱ ὑποφερτοί.
Ἔπειτα ὁ Ρωμηὸς ἔχει καὶ τὴν γνωστὴν συνήθειαν νὰ πιάνῃ κἄτι τι διὰ νὰ τὸ ἀφήσῃ
ἀσφαλῶς μετ᾿ ὀλίγον. Εἰς τὰς Ἀθήνας ὑπάρχουν πολλοί, οἱ ὁποῖοι θὰ ἔπαιζαν
βιολοντσέλλον ἐὰν πρὸ 15 ἐτῶν δὲν τὸ ἄφηναν. Περιττὸν νὰ εἴπω ὅτι οἱ
περισσότεροι ἔκαμαν καλά.
Εἰς τὴν Ἑλλάδα ὑπῆρχεν ἕνας ἱστορικὸς
λόγος νὰ ἀκμάζῃ ἡ βάρβιτος, ἕνα ὄργανον, τὸ ὁποῖον εἶχε τόσην ἐπήρειαν ἐπὶ τῆς
μελικῆς ποιήσεως τῆς Λέσβου, ὥστε ν᾿ ἀποδίδεται ἡ ἐφεύρεσίς του εἰς τὸν Ἀνακρέοντα.
Εἶναι δὲ τόσον σεβάσμιον εἰς τὴν ἡλικίαν, ὥστε ὁ Ἀριστοτέλης ἐθεώρει τὴν
βάρβιτον ὡς ἓν τῶν ἀχρήστων ἀρχαίων ὀργάνων, ἐγωϊστικώτατος ὁ μέγας Ἕλλην καὶ ἐδῶ,
νομίζων ὅτι ὅλα τὰ πράγματα λήγουν εἰς τὴν ἐποχήν του καὶ μὴ ὑποπτευόμενος
ποίαν θαλασσοταραχὴν πάθους θὰ ἀνέδιδεν ὑπὸ τοὺς ἀνθρωπίνους δακτύλους τὸ κῦτος
τῆς βαρβίτου μετὰ χιλιάδας αἰώνων.
Ὁ
Λέβενσον μοῦ παρουσίασε τὸν τύπον τοῦ καλλιτέχνου, τὸν ὁποῖον εἰς ἁπλὰς γραμμὰς
εἶχα διαμορφώσει ἀπὸ τὴν παιδικήν μου ἡλικίαν. Τοῦ καλλιτέχνου ποὺ ἔχει μέσα του
τὴν ἀνησυχίαν, ἡ ὁποία ὑπάρχει πρὸ τῆς σπουδῆς καὶ ὑπὸ τὴν ὁποίαν μίαν ἡμέραν θὰ
σπαράξῃ ἓν ὄργανον, ἐνῷ ἡ σπουδὴ καὶ ἡ μελέτη δὲν θὰ ἐκτελοῦν τὴν ὥραν ἐκείνην ἢ
τυπικὰς ὑπηρεσίας. Τὴν ὥραν ποὺ μοῦ ἐτύλιγεν ὁ καλλιτέχνης τὴν ὕπαρξιν μέσα εἰς
τὰ μελωδίας τοῦ Μπὰχ καὶ εἰς τὰ νήματα τοῦ «τραγουδιοῦ τῆς ἀνέμης» τοῦ Πόππερ, ἐσυλλογιζόμην
πόσοι θνητοὶ εἰς τὸν κόσμον πηγαίνουν καὶ μανθάνουν διὰ τῆς βίας ἓν ὄργανον αὐτόκλητοι
χωρὶς νὰ τοὺς καλέσει ἡ φύσις!
Εἶναι
μία ἀδιαντροπιά, μεγαλειτέρα βεβαίως ἀπὸ τοῦ νὰ παρουσιασθῇς εἰς γεῦμα εἰς τὸ ὁποῖον
δὲν ἔχεις κληθῇ. Γνωρίζω καὶ ἐδῶ νέους θηλυκοῦ καὶ ἀρσενικοῦ γένους, οἱ ὁποῖοι ἀποφάσισαν
νὰ μάθουν ἕνα ὄργανον, κυρίως πιάνο, καὶ ἀφοῦ ἔχασαν ἑπτὰ χρόνια τῆς ζωῆς των ἐντὸς
ἑνὸς ᾠδείου, ἀφοῦ ἐνήστευσαν, ἔκλαυσαν, ἐβασανίσθησαν, ἀφοῦ ἐκοπάνισαν τὰς χορδὰς
καὶ τὰ πλῆκτρα, ἔμαθαν ἐπιτέλους τελείως τὴν ἐπιστήμην τοῦ ὀργάνου, χωρὶς
βέβαια νὰ μάθουν οὔτε τὸ ἀλφάβητον τῆς ψυχῆς του. Ἄλλοι οἱ ὁποῖοι ἐκαλοῦντο ἀπὸ
τὴν φύσιν νὰ γίνουν καλλιτέχναι, ἔγειναν δικηγόροι ἢ παπραγγελιοδόχοι. Μεγάλες ἀναποδιὲς
γίνονται εἰς αὐτὸν τὸν κόσμον. Ἡ παλαιὰ ἀλήθεια, ὅτι ἡ τέχνη πηγαίνει πρὸς τὸν ἄνθρωπον
καὶ ὄχι ὁ ἄνθρωπος πρὸς τὴν τέχνην, ἀναποδογυρίσθη ἀσπλάχνως καὶ ἐκρεμάσθη μὲ τὴν
κεφαλὴν κάτω.
Ὑψηλὸς,
μὲ μίαν κόμην φουντωμένην ἐπάνω εἰς τὴν ὡραίαν κεφαλήν, νευρικός, ἀνατινασσόμενος,
γελῶν ὅταν δὲν πρέπῃ, σοβαρὸς ὅταν πρέπῃ νὰ μειδιάσῃ, χαριτωμένος, μισότρελλος,
κουρδισμένος, ἀγκαλιάζων τὸ βιολοντσέλλον ὡς νὰ γίνεται ἕνα μαζί του ὅταν παίζῃ,
κύπτων ἐπάνω του ὡς νὰ τοῦ κρυφομιλῇ. Εἶναι ὁ Λέβενσον. Ἰδοὺ διατὶ εἶπα ὅτι μοῦ
ὑπενθυμίζει τὸν σ τ ο ι χ ε ι ώ δ η τύπον τοῦ καλλιτέχνου, τὴν ἀνησυχίαν τῆς
ψυχῆς. Ἡ ὁποία ψυχὴ ἀνεπήδησε τόση, πλατειά, πολυτάραχος, μεγάλη, ὅταν ἠκούσθη ἡ
πρώτη του συνταρακτικὴ δοξαριά. Κάποιος ποὺ ἤκουσεν τὸν Τόμσον προχθές, πολὺ
καλὸς ἐρασιτέχνης βιολιστής, ἔσπασε τὸ βιολί του. Περιμένω νὰ ἰδῶ καὶ μερικὰ συντρίμματα βιολοντσέλλων ἐν Ἀθήναις
μετὰ τὸ ἄκουσμα τοῦ Λέβενσον.
Μία λεπτομέρεια. Πῶς χαιρετᾷ ὁ
Λέβενσον, ὅταν τὸν χειροκροτοῦν;
Ὁ
Λέβενσον … δὲν χαιρετᾷ!
Εἰς τὸν «Παρνασσόν» ἔβλεπε τὸ
μανιωδῶς χειροκροτοῦν κοινὸν καθήμενος, ἀκίνητος, ἀναπαύων τὴν χεῖρα ἐπὶ τοῦ
λαιμοῦ τοῦ βιολοντσέλλου καὶ μειδιῶν ἀπαθέστατα. Ὅταν τοῦ κατέβαινε ἔκαμνε καὶ
μίαν ὑπόκλισιν. Ἀλλ᾿ αὐτὸ σπανίως καὶ μόνον ὅταν ἦτο ἠναγκασμένος νὰ φύγῃ ἀπὸ τὴν
σκηνὴν διὰ νὰ γίνῃ διάλειμμα.
Περὶ
τοῦ κ. Λιβὸν συντρόφου τοῦ Λέβενσον πιανιστοῦ, ἀναφέρουν τὰ προγράμματα ὅτι ἀνήκει
εἰς τὸ κοντσέρτο τοῦ Κολόν. Πολλοὶ ἐξ Ἀθηνῶν σκέπτονται νὰ γράψουν εἰς τὸ
Παρίσι ζητοῦντες νὰ μάθουν ἐὰν ἡ εἴδησις ἔχεται ἀκριβείας.
Ὁ
ἄλλος
Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης
Γιὰ τὸν Ζαχαρία Παπαντωνίου βλ. ἐνδεικτικά,
Φωτεινὴ Κεραμάρη, Ὁ Ζαχαρίας Παπαντωνίου ὡς
πεζογράφος, ἐκδ. Ἑστία, Ἀθήνα 2001, σ. 11-359 · Ζαχαρίας Λ. Παπαντωνίου, Ἀλήθεια εἶναι ἐκεῖνο ποὺ δὲν πρέπει νὰ
λέγεται. 90 Παρισινὰ Γράμματα, ἐπιμ. – πρόλ. – εἰσαγωγὴ Νίκος Α.
Ζωρογιαννίδης, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 2010, σ. 7-57 · Διαβάζω, 285 (1992) 56-104.
Ἡ λυρικὴ
τραγουδίστρια Φ. Λ. Φεράλδη, μετέπειτα καθηγήτρια τοῦ Ὠδείου, [βλ. Ἐφ. Ἐμπρός, 8. 3. 1911] ἀναφέρεται καὶ στὸν
ἀπολογισμὸ τοῦ Καλλιτεχνικοῦ τμήματος τοῦ ‘‘Παρνασσοῦ’’ ὡς συμμετέχουσα στὴν ὀρχήστρα
γιὰ τοὺς εὐγενεῖς σκοποὺς τοῦ Συλλόγου· βλ. Κωνσταντῖνος Βοβολίνης, Τὸ χρονικὸν τοῦ Παρνασσοῦ, Ἀθήνα 1951, σ. 252-253.
*Πρώτη
δημοσίευση στὰ «Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας» τῶν Γρεβενῶν, φ. 780.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου