Ὁ φιλαγραφιώτης,λόγιος λειτουργὸς
τοῦ Ὑψίστοῦ π. Κωνσταντῖνος Ν. Καλλιανός, ἀπὸ τὴ Σκόπελο τῶν Β. Σποράδων,
σχολιάζει τὴ σημερινὴ κατάσταση στὴ Σκιάθο, τὴ γενέτειρα τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ τοῦ
Μωραϊτίδη, καὶ μὲ ἀναφορὲς στὶς παραδόσεις καὶ τὴν ἁγιοπνευματικὴ μνήμη τοῦ
τόπου.
Ἡ Κανδήλα ἡ ἀκοίμητη,
ὅπως ἡ Σκιάθος τοῦ Θεοῦ...
Στὸν
Κων. Σπ. Τσιώλη, φίλεμα γιὰ τὰ ὀνομαστήριά του
Θέα κι αὐτὴ ἀπὸ τὸ ἐρημικὸ
παράθυρο τοῦ Χριστοῦ στὸ Κάστρο τῆς Σκιάθου!!. Ἰδανικὴ θέα, γιὰ νὰ παραγεμίζει τὴν ψυχή μας κατάνυξη,
παραμυθία καὶ εἰρήνη. Ἀφοῦ «ἐν εἰρήνῃ» Τοῦ τὴ ζητήσαμε. Καὶ ποῦ; Μά, ἐκεῖ, ὅπου
οἱ ἀρχὲς καὶ οἱ ἐξουσίες τοῦ σκότους ἐνεργοῦν τὰ τεράστια: τὴν ἁγιοπνευματικὴ ἀποψίλωση
δηλαδή, τῆς γείτονος νήσου ‒καὶ
ὄχι μόνο‒ μὲ σκοπὸ τὴν τάχα «ἀξιοποίηση». Ἀλήθεια, ποιά; Γιατὶ τὸ μόνο ποὺ στὶς μέρες
μας καλούμεθα νὰ ἀξιοποιήσουμε, εἶναι τὸ
νὰ σταθοῦμε σ᾿ αὐτὸ τὸ λιτό, πανάρχαιο καὶ συνάμα λυτρωτικὸ παράθυρο καὶ νὰ
παρατηρήσουμε τὸ μεγαλεῖο τῆς «μεσαιωνικῆς αὐτῆς πολίχνης», ποὺ ἂς εἶναι ἐρείπια
μονάχα, ἐν τούτοις διακρατεῖ μιὰν ἰδιαίτερη λαμπρότητα καὶ ἕνα μεταφυσικὸ ρῖγος, ποὺ συγκινεῖ,
φωτίζει καὶ ὑψώνει τὴν ψυχή. Κι ὕστερα
εἶναι κι αὐτὴ ἡ κανδήλα, ποὺ συνοδεύει ὄχι μοναχα τὴν εἰκόνα, μὰ καὶ τοὺς
στοχασμούς μας, καθὼς ἀκτινοβολεῖ «φῶς ἱλαρόν», «τῆς ἁγίας δόξης Του τὸ φῶς»,
γιὰ νὰ παρηγορεῖ τὸν κάθε ἐπισκέπτη τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ χώρου τοῦ Κάστρου καὶ
συνάμα νὰ τὸν φωτίζει, ὥστε νὰ βλέπει σωστὰ καὶ ὑπεύθυνα πίσω ἀπὸ τοὺς ἀτάκτως ἐρριμένους
λίθους τὴν ἄλλη Σκιάθο, τὴν ἀληθινή. Τὴ Σκιάθο τοῦ Θεοῦ, ποὺ τὴ μαρτυροῦν καὶ
διακυρήσσουν τὰ λιτὰ αὐτὰ ναΐδρια, τὰ ἀπέριττα μονήδρια, τὰ λησμονημένα
μονοπάτια, τὰ σιωπηλὰ ἐρείπια καὶ οἱ ἀπάτητοι δρυμοί...
Γιατὶ ἐκεῖ ἀπόμεινε
καὶ διασώθηκε ἡ γνησιότητα κι ἡ ἁπλότητα, γιὰ νὰ συναξαρίζει τὰ πάθια καὶ τοὺς
καημοὺς τοῦ κόσμου. Νὰ τὰ συναξαρίζει καὶ νὰ τὰ ζυμώνει μὲ τὶς εὐωδιὲς τῆς ἁρμύρας,
τοῦ θυμιάματος καὶ τοῦ δάσους, ἐπειδὴ αὐτὰ τὰ στοιχεῖα εἶναι ποὺ παράγουν τὸ αὐθεντικὸ
ὀξυγόνο γιὰ ἐπιβίωση.
Ποῦ νὰ πᾶς στ᾿ ἀλήθεια
μέσα στὸ νησί, στὶς παραλίες, στοὺς δρόμους, στὰ σοκκάκια, καὶ νὰ μὴ μυρίζουν τὰ
ἀντηλιακά, τὸ καυσαέριο, τὰ βαρειὰ ἀρώματα ‒ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν‒ καπνοὶ τσιγάρου καὶ ἀλλόκοτοι ἐπίσης
καπνοὶ ἐδεσμάτων ξένων μὲ τὸν τόπο καὶ τὴν πορεία του. Κι ὕστερα φῶτα πολλά, ἐκτυφλωτικά,
χρωματιστά, ψεύτικα φῶτα, ὅπως ψεύτικη εἶναι καὶ ἡ γύρω ἀτμόσφαιρα...Ὄχι ὀνειρική,
ἀλλὰ ψευδής, παραπλανητική, ἀνίερη καὶ σφόδρα ἱερόσυλος. Διότι ἐδῶ, σὲ αὐτοὺς
τοὺς δρόμους, σὲ αὐτὲς τὶς πλατεῖες, στὶς πλατύγυρες αὐλὲς «ἔστησαν οἱ πόδες» ἁγίων
Μορφῶν καὶ ἐναρέτων, ποὺ φώτισαν μὲ τὴν παρουσία καὶ τὴν πολιτεία τους ἀνθρώπους
καὶ χώρους μὲ τὸ «φῶς τὸ τῆς γνώσεως», τὸ ἀληθικὸν φῶς «τὸ φωτίζον πάντα ἄνθρωπον
ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον» (Ἰω.1, 9)
Κι ἔχει παράδοση,
καί, μάλιστα, πανίερη, εὐλογημένη παράδοση αὐτὸς ὁ τόπος τῆς Σκιάθου. Παράδοση
ποὺ τὴ περιλούζει φῶς ἅγιο, φῶς εὐκατάνυκτο, λυτρωτικὸ φῶς. Σὲ χρόνους παλιούς, τότε δηλαδή, ποὺ ὁ ἱερομόναχος
Συμεὼν «ἐκ τῆς αὐτῆς νήσου καταγόμενος, γηραλέος τὴν ἡλικίαν, ἀνὴρ ἐναρέτου
βίου καὶ ἡσυχαστής», Ὁ ἁγιασμένος αὐτὸς Γέροντας, λοιπόν, ἔβλεπε συχνὰ τὶς
νύχτες «φῶς περιεστράπτον», σ᾿ ἕνα ψηλὸ σύδενδρο στὰ ΒΑ τοῦ ἡσυχαστηρίου
του...Καὶ μιὰ νύχτα ἔφτασε στὸ δάσος καὶ «ἐκεῖ, ἐπάνω εἰς μίαν πεύκην βλέπει καὶ
ἐκρέματο μία εἰκὼν τῆς Θεοτόκου, περιαστραπτομένη ἀπὸ θεῖον φῶς». Ἦταν ἡ ἁγία εἰκόνα
τῆς Παναγίας τῆς Εἰκονίστριας ἢ Κουνίστρας, τῆς πολιούχου τοῦ νησιοῦ.
Ἐκεῖνο τὸ φῶς
συντροφεύει, λοιπόν αἰῶνες τώρα τοὺς ἁπλοὺς καὶ ταπεινοὺς Σκιαθίτες, ποὺ τὸ
θεωροῦν ἐλπίδα καὶ βακτηρία στὶς ὅσες τοῦ βίου καταιγίδες καὶ ἐντάσεις
προκύψουν. Γιατὶ ἐκείνη «ἡ ἀμυδρὰ γλυκεῖα ἀπολαμπὴ
τῶν κανδηλίων, ὁποὺ φέγγουν ἐμπρὸς εἰς τὰ παλαιὰ εἰκονίσματα τῶν ἀμαυρῶν
μελαγχολικῶν Ἁγίων, ποὺ ἐξέρχεται ἀπὸ τοὺς μικροὺς φεγγίτας»( Ἀλ.
Παπαδιαμαντης, Τὸ καμίνι), σὲ ἐκεῖνο
τὸ φῶς παραπέμπει, ὅπως ἐπίσης καὶ ἕνα ἄλλο φῶς, ἐκεῖνο ποὺ ἀκτινοβολοῦν οἱ
κανδῆλες τῶν σιωπηλῶν κι ἀπέριττων ἐξωκκλησίων.
«Πρῶτα πρῶτα τὸν συνήρπασεν ἡδέως τὸ φῶς τῶν κανδηλίων, τὰ ὁποῖα
ὅλα ἦσαν νεωστὶ ἀναμμένα. Φῶς ἥμερον καὶ γλυκύ. Σὰν ἄλλο φῶς, διαφορετικὸν ἀπὸ
τὸ φῶς τοῦ κόσμου, τὸ ὁποῖον ἄφθονον ἐχύνετο ἀπὸ τὰ κανδηλάκια, ἀναμμένα στὴν ἀράδα.
Ἐστάθη ἀκίνητος ἐν μέσῳ σὰν νὰ φοροῦσε τὸ φελόνι του, σὰν νὰ ἔκαμνεν «εἴσοδον».
Τὸ φῶς ἦτο γλυκὺ ἀληθῶς, ἦτο φῶς ἱλαρόν, φῶς ἁγίας Δόξης, θαρρεῖς, ψαλμικὸν φῶς.
Μία γλυκητάτη χαρὰ εἰσέδυσε πάραυτα εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ ἱερέως. Τὸ φῶς ἐκεῖνο τοῦ
ἔσβυσε πᾶσαν θλίψιν ἀπὸ τὴν καρδίαν, πάντα πόνον καὶ πᾶσαν κακότητα, καὶ τοῦ ἐπλήρωσε
τὴν ψυχὴν γαλήνης καὶ ἱλαρότητος. Τέτοια γαλήνη καὶ φῶς ἱλαρὸν θὰ εἶναι εἰς τὸν
Παράδεισον!» (Ἀλ. Μωραϊτίδης, Κουκίτσα)
Ἀνάφερα
παραπάνω ὅτι σήμερα πολλὰ καὶ ποικίλα φῶτα, φῶτα τεχνητά, ἔργα τῶν ἀνθρώπων καὶ
μόνο, πολιορκοῦν τὸ νησί, τὸ ἀλλοιώνουν, τὸ παραμορφώνουν καὶ συνάμα πασχίζουν
νὰ τὸ ἀπομακρύνουν ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ περιεστράπτον θεῖο φῶς ποὺ ἀντινοβολοῦσε ἡ
θαυματουργὸς εἰκόνα τῆς Θεομήτορος.
Εὐτυχῶς
ὅμως ποὺ σὲ κάποιες γωνιὲς τοῦ νησιοῦ φτωχά, ταπεινὰ καὶ ἀσήμαντα λαδοκάντηλα ἐπιμένουν
νὰ τὸ θυμίζουν στοὺς Σκιαθίτες κι ὄχι μόνο.
Μακάριοι,
λοιπόν, ὅσοι κατορθώνουν νὰ κρατήσουν
μέσα τους αὐτὸ τὸ φῶς ποὺ «φαίνει πᾶσι». Κι ἂς εἶναι ἀπὸ τὸ λαδοκάντηλο, ποὺ
συντροφεύει τοὺς ἀρχαίους ἴσκιους τοῦ Κάστρου, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀφανεῖς κι ἀγνώστους ἁγίους τῆς νήσου αὐτῆς, ὅπως εἶναι
ὁ «φτωχὸς ἄγιος», ἡ Κουμπίνα κι ἄλλοι πολλοί.
π. κ. ν. κ.
*Πρώτη δημοσίευση, συντομευμένη, στὸ ἱστολόγιο «Ἡμερολόγιο ἀποδημίας».
Βλ. http://anastasiosds.blogspot.com/2018/05/blog-post_21.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου