Ὄασις, μαγευτικὴ ἐν γῇ
ἀνύδρῳ*
«Τὸ κορίτσι τοῦ 17»
Στὴ μοναχικὴ
πορεία πρὸς τὸ σχολεῖο του ὁ δωδεκαετὴς μαθητὴς περνοῦσε πάντα μπροστὰ ἀπὸ τὸν
τόπο, ἀπ’ ὅπου ἀνεμόσκαλα μεταξωτή,
τυλιγμένη σπειροειδῶς, τὸν ταξίδευε ἀπὸ τὴν ὀθόνη προβολῆς σὲ μέρη μακρινὰ
κι ὀνειρεμένα. Ἦταν ὁ κινηματογράφος τοῦ τόπου, τὸ θρυλικὸ σ ι ν ὲ Ὄ α σ ι ς. Ὡς διὰ τσιγκελίου τὸν ἅρπαζαν τὰ Προσεχῶς
τῶν κινηματογραφικῶν προαναγγελιῶν· αἰσθανόταν ἀσυνήθη ἐλαφρότητα καὶ ὁ νοῦς
του νοερῶς ἐτύρβαζε στὴν αἴθουσα προβολῆς. Μὲ λαχτάρα ἀληθινὴ ἀνέμενε τὴν ὥρα
καὶ τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ δρασκελοῦσε τὰ λίγα σκαλοπάτια καὶ μετὰ μικρὴ στάση στὸ
ταμεῖο ‒γιὰ
τὸ τίμημα εἰσόδου‒
θὰ ὠθοῦσε μιὰ βαριὰ ξύλινη πόρτα, γιὰ νὰ βρεθεῖ στὴν αἴθουσα προβολῆς μὲ τὴν
θεόρατη, ὅπως τοῦ ἔμοιαζε, ὀθόνη. Τότε, πολλοὶ ρεμβασμοί, πόθοι θρύλλων καὶ
μύθων ὑπερήδιστοι ξετυλίγονταν, ἀοράτως ἀνερχόμενοι
ἀπὸ τὸ κινηματογραφικὸ στερέωμα τῆς μεγάλης ὀθόνης. Μερικὲς φορὲς προτιμοῦσε καὶ
τὸν ἐξώστη· γιὰ νὰ παρακολουθεῖ ἀφ’ ὑψηλοῦ. Ἀλλὰ καὶ στὴν ἐπάνοδο ἀπ’ τὸ σχολεῖο
στὴν κατοικία του ὁ μικρὸς μαθητὴς κοντοστεκόταν γιὰ λίγη ὥρα μπροστὰ στὸν τόπο
τῶν ὀνείρων του, στὰ ΣΗΜΕΡΟΝ,
τὰ ΑΥΡΙΟΝ
καὶ τὰ ΠΡΟΣΕΧΩΣ στὰ ταμπλὼ μὲ τὶς σκηνὲς τῶν ἔργων
καὶ τὶς γοητευτικὲς φωτογραφίες τῶν πρωταγωνιστῶν καὶ τῶν πρωταγωνιστριῶν τῶν
ταινιῶν.
Μιὰν
ἡμέρα ὅμως παρακοντοστάθηκε σὲ ἕνα ἐκ τῶν ΠΡΟΣΕΧΩΣ.
Τὸν γοήτευσε, παρότι λιανοπαίδι, ἡ μορφὴ ἀλλὰ κυρίως τὸ βλέμμα τῆς
πρωταγωνίστριας. «Τὸ κορίτσι τοῦ 17» ὁ τίτλος τῆς ταινίας, Σοφία Ρούμπου ἡ πρωταγωνίστρια,
βραβεῖο Α΄γυναικείου ρόλου στὸ Φεστιβὰλ Θεσσαλονίκης ἔγραφε μέσα σὲ ἔντονο πλαίσιο.
Τοῦ γεννήθηκε ἡ ἔμμονη ἰδέα πὼς ἔπρεπε, ὅπωσδήποτε νὰ ἰδεῖ τὴν ταινία. Ὑπῆρχε ὅμως
ἕνα κώλυμα. Ἦταν κατάλληλη ἀπὸ 13. Βρισκόταν ὁριακὰ ἐκτὸς target
group. Κι ὁ δάσκαλος
δὲν ἐπέτρεπε τὴν εἴσοδο, μὲ ἀπειλὴ ποινῆς, σὲ μὴ κατάλληλα. Ἔκανε καὶ βραδυνὲς ἐφόδους.
Διέξοδο τοῦ ἔδωσε ὁ συμμαθητής του, ὥρα του καλή, Στέλιος Δ., ποὺ ἐργαζόταν ὡς
τὸ παιδὶ τοῦ μπὰρ στὰ διαλείμματα: πασατέμπο, σάμαλι, κώκ, ἀναψυκτικὰ κλπ.
—Θὰ
σὲ βάλω ἀπ’ τὴν πίσω πόρτα, τοῦ λέει, ποὺ μπαίνω κι ἐγώ.
Ἔτσι κι ἔγινε. Ἀπήλαυσε
σὲ ὅλο της τὸ μεγαλεῖο τὴν πρωταγωνίστρια, ὡς δῶρον οὐρανίου δρόσου. Ἀπ’ τὴν
ταινία λίγα τοῦ ἔμειναν, καθὼς ἦταν ἕνα ψυχολογικὸ δράμα ποὺ γιὰ τὴν ἡλικία του
δὲν ἦταν εὔκολο νὰ τὸ παρακολουθήσει. Ὅμως, ἡ θλιμμένη μορφὴ καὶ ὁ γλυκὺς καὶ πραῢς λόγος τῆς Σοφίας
Ρούμπου ἔμειναν στὴ μνήμη καὶ τὴν ψυχή
του.
Ἀλλά,
εἶχε τὸ τίμημά του τὸ ὅλον ἐγχείρημα. Στὸ διάλειμμα εἰσῆλθε στὴν αἴθουσα ὁ
δάσκαλός του. Τὰ βλέμματα διασταυρώθηκαν σιωπηρά. Ἦταν, βεβαίως, ἀποφασισμένος
νὰ ὑποστεῖ τὶς ἀνάλογες συνέπειες. Τὴν ἄλλη μέρα, μετὰ τὴν ἔναρξη τοῦ μαθήματος,
στὸ πρῶτο διάλειμμα,
τὸν κάλεσε στὸ γραφεῖο διευθυντοῦ.
—Δὲν
θὰ σὲ τιμωρήσω, τοῦ εἶπε, μὰ μὴν τὸ ξανακάνεις. Δὲν μοῦ πάει νὰ τιμωρήσω τὸν
καλλίτερο μαθητή μου. Τί παράδειγμα θὰ δείξω στὴν τάξη.
—Καὶ
εἶσαι καὶ ἀπὸ τ’ Ἄγραφα, τὰ μέρη τοῦ Κατσαντώνη, προσέθηκεν ὑπομειδιών.
Οὔτε
τοὺς κηδεμόνες του κάλεσε, ὅπως τὸ συνήθιζε σ’ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις.
Πέρασαν
σχεδὸν σαράντα χρόνια ὅταν μιὰν ἡμέρα εἶδε στὴν ἐφημερίδα, στὰ ψιλά, πὼς πέθανε
ἡ Σοφία Ρούμπου. Ἔφυγε ἀθόρυβα, ὅπως ἦταν καὶ ἡ παρουσία της στὴν 7η
Τέχνη. Δὲν μπόρεσε νὰ μὴν νοιώσει ἕναν κόμπο συγκινήσεως.
Ντῖνος Ἀγραφιώτης
Εἷς ἐκ τῶν 199.088
*Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὸ δίφυλλο
ΤΥΡΒΗ, ἀρ. 16, Χριστούγεννα 2020, σελ.
2.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου