Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2023

ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΠΑΝ. ΤΣΙΩΛΗΣ (ΓΑΛΑΝΗΣ)

 

Ἀριστείδης Παν. Τσιώλης ἢ Γαλάνης

(Μεγ. Βραγγιανά, 1890 – Πέμπτη, 23 Φεβρ. 1973) 

Ἀριστείδης Παν. Τσιώλης
(† 23. 2. 1973)

Σ
ὰν σήμερα, πρὶν ἀκριβῶς πενῆντα χρόνια, ἴδια ἡμέρα (Πέμπτη) τῆς ἑβδομάδας, ἄφησε τὸν μάταιο αὐτὸν κόσμο, στὴ γενέτειρά του, τὰ Μεγάλα Βραγγιανὰ τῶν Ἀγράφων, ὁ Ἀριστείδης Τσιώλης τοῦ Παναγιώτου καὶ τῆς Καλλιόπης σὲ ἡλικία 83 ἐτῶν. Ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ ἐννέα τέκνα τοῦ Παναγιώτη Ἰωάν. Τσιώλη ( 1914) ἀπὸ τοὺς δύο γάμους του μὲ τὴν Καλλιόπη καὶ τὴ Μαρία. Μεταξὺ τῶν ἀδελφῶν του καὶ ὁ Κωνσταντῖνος ὁ ὁποῖος ἔπεσε ἡρωϊκὰ μαχόμενος, σὲ ἡλικία μόλις 22 ἐτῶν, στὸ Μικρασιατικὸ μέτωπο, στὶς 18 Μαρτίου 1921. Τὰ ὑπόλοιπα ἀδέλφια του ἦσαν ὁ Γεώργιος, ὁ Βασίλειος, ἡ Ἀλεξάνδρα, ἡ Θεοδώρα, ἡ Ἀγλαΐα, ἡ Ἀρετὴ καὶ ἡ Ἑλένη ἡ ὁποία πέθανε σὲ πολὺ μικρὴ ἡλικία.

Ἦταν βετεράνος τῶν Βαλκανικῶν πολέμων ὑπηρετώντας περίπου ὀκτὼ ἔτη στρατιωτικῆς θητείας. Ἡ μονάδα του εἰσῆλθε θριαμβευτικὰ στὴ Θεσσαλονίκη στὶς 26-27 Ὀκτ. 1912. Τραυματίστηκε στὴν φονικὴ μάχη Κιλκίς –Λαχανᾶ τὸν Ἰούνιο τοῦ 1913. Στὴ διάρκεια τῆς νοσηλείας σὲ στρατιωτικὸ νοσοκομεῖο δέχθηκε, κατὰ προφορικὴ διήγησή του,  αὐτὸς καὶ οἱ ἄλλοι τραυματίες στρατιῶτες, τὴν ἐπίσκεψη τοῦ πρωθυπουργοῦ Ἐλευθερίου Βενιζέλου. Μάλιστα ἀνέφερε ὅτι τὸν χαϊδεψε στὴν κεφαλὴ εὐχόμενος καλὴ ἀνάρρωση μαζὶ μὲ τοὺς ἐπαίνους του γιὰ τὴ γενναιότητά του στὶς στρατιωτικὲς ἐπιχειρήσεις.

Ἡ παλαιὰ οἰκία 
τοῦ Παναγ. Ἰω. Τσιώλη
στὰ Μεγ. Βραγγιανά,
ὅπου γεννήθηκε ὁ Ἀριστείδης
στὰ 1890.

Ἔφερε τὸ οἰκογενειακὸ προσωνύμιο «Γαλάνης», μὲ τὸ ὁποῖο ἦταν περισσότερο γνωστὸς παρὰ μὲ τὸ κοσμικό του ἐπώνυμο, καὶ τὸ ὁποῖο μεταφέρθηκε καὶ στὰ παιδιά του. Χαρακτηριστικὰ ὁ ἴδιος σὲ ἐπιστολή του ἀπὸ τὴν Ἀθήνα ὅπου εἶχε βρεθεῖ γιὰ ὑποθεσή του πρὸς τὸν γιό του Θωμᾶ στὰ Μεγ. Βραγγιανά, τὸν ἀποκαλεῖ «Θωμᾶν Τσιώλην ἢ Γαλάνην».

Εὐέξαπτος ἀλλὰ ἀκέραιος ὡς χαρακτήρας καὶ ἀληθινὰ ἔντιμος, ἀλλὰ καὶ δίκαιος ὅπως ὑπαγόρευε καὶ τὸ βαπτιστικό του ὄνομα. Ἀσχολήθηκε μὲ τὴν τέχνη τοῦ ξυλουργικῆς τὴν ὁποία ἔμαθε ἀπὸ μοναχοὺς ξυλουργοὺς σὲ μοναστήρι στὸ Βέρνικο τῆς Εὐρυτανίας, κοντὰ στὸ Κεράσσοβο (νῦν Κερασοχώρι Ἀγράφων). Σὲ πλῆθος κατοικιῶν στὰ Ἄγραφα ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες περιοχὲς τοῦ θεσσαλικοῦ χώρου σώζονται ἔργα τῆς χειρός του. Εἰδίκευση μοναδικὴ καὶ περιζήτητη εἶχε στὶς περιστροφικὲς ξυλόσκαλες ἐσωτερικοῦ χώρου. Μάλιστα, σὲ πολλὲς περιπτώσεις ζητοῦσαν τὶς γνώσεις του ἀλλὰ καὶ τὴν συνδρομή του  ἀκόμη καὶ συναδελφοί του.

"Θωμᾶν Τσιώλην ἢ Γαλάνην, Βραγγιανά"

Ἀπὸ αὐτὸν σώζεται καὶ ἡ προφορικὴ μαρτυρία περὶ ὕπαρξης τῆς «κοσσάνας», τῆς μοναχικῆς κόμης τοῦ Ἀναστασίου Γορδίου, μέσα στὸν ναὸ τῆς Ἁγ. Παρασκευῆς. Μετὰ τὴν ἀπόλυση του ἀπὸ τὸν Στρατὸ ἐπανερχόμενος στὰ Μεγάλα Βραγγιανὰ ἡ «κοσσάνα» τοῦ Γορδίου πάλι κατὰ δήλωσή του δὲν ὑπῆρχε.

Ἡ ὑπογραφή του

Ἀπὸ τὴν πρώτη σύζυγό του τὴ συγχωριανή του Ἀλεξάνδρα Ἀργυρίου  ἀπέκτησε δύο παιδιὰ τὴν Ἀναστασία († 2013) καὶ τὸν Παναγιώτη († 1985). Ἀπὸ τὴν δεύτερη σύζυγό του, τὴ Μαρία Καψάλη († 1989) ἀπ[ο τὸ ὅμορο Πετρῆλο, ἀπέκτησε τρία παιδιὰ τὸν Σπυρίδωνα († 2013), τὸν Σωκράτη († 2010) καὶ τὸν Θωμᾶ († 2015) ἐνῶ τὴν οἰκογένεια συμπλήρωνε καὶ ὁ Ἰωάννης Τσιαχρῆς, τέκνο τῆς Μαρίας.

Μὲ τὴν σύζυγό του
Μαρία, στὰ 1971, στὴν Ἀθήνα

Ἀναφέρεται στὸ φύλλο τῆς 1ης Δεκ. 1929 τῆς ἐφημερίδας Εὐρυτανία καὶ ἀπὸ τὸν εὐρυτάνα ἱστορικὸ Πάνο Βασιλείου, ὅταν αὐτὸς ἐπισκέφθηκε τὰ Μεγ. Βραγγιανὰ τὸν Αὔγουστο τοῦ 1929, ὡς ἕνας ἐκ τῶν ἑπτὰ τῆς ὁμάδας (Σπ. Ζαμπάκας, Εὐαγγ.  Γούλας, Ἀρ. Τσιώλης, Γ. Τσιώλης, Κ. Γούλας, Βασιλ. Τσιώλης, Γ. Μπετχαβᾶς καὶ ὁ ἱερέας τῆς Κοινότητας) ποὺ εἶχαν ἀναλάβει –κατόπιν προτροπῆς τοῦ ἰδίου τοῦ Πάνου Βασιλείου τὴν ἐπίβλεψη καὶ τὶς ἐργασίες τῆς ἀνακαίνισης καὶ τοῦ εὐπρεπισμοῦ τοῦ ἱστορικοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, στὴν πλαϊνὴ θύρα τοῦ ὁποίου σώζεται, μέχρι σήμερα, ἡ ὑπογραφή του μὲ μολύβι.

Ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ εἰρηνικὰ τὸ ἀπόγευμα, 7 μ.μ. τῆς 23ης Φεβρουαρίου 1973, καὶ ἐτάφη τὴν ἑπομένη στὸν κοιμητηριακὸ χῶρο τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, τοῦ καθολικοῦ τῆς ὁμωνύμου Μονῆς, ὅπου καὶ κατὰ τὸν 17ο αἰ. ἡ ὀνομαστὴ σχολὴ Γούβας Βραγγιανῶν Ἀγράφων τοῦ Εὐγενίου Γιαννούλη .

Μὲ τὸν γιό του Παναγιώτη
καὶ τὴν σύζυγο τοῦ Παναγιώτη, Βασιλικὴ
στὸ τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ
1940 στὴν Ἀθήνα.

Σύμφωνα μὲ μαρτυρίες παρόντων, στὴ διαδρομὴ ἀπὸ τὴν κατοικία του πρὸς τὸν ναὸ χιόνιζε διαρκῶς. Νιφετὸς συνόδευσε τὴν πορεία του γιὰ τὴν ἐξόδιο ἀκολουθία καὶ τὴν ταφή του στὸ παρακείμενο μικρὸ κοιμητήριο, ὅπου ἑνώθηκε καὶ πάλι, ἀλλὰ ἀλλιῶς, μὲ τοὺς προγόνους του. Τὸ δὲ χιόνι ἔγινε σεντόνι, σάβανο καὶ κάλυψε τὸ σῶμα καὶ τὸ πρόσωπό του· καὶ ὁ παπποῦς Ἀριστείδης Τσιώλης ἢ Γαλάνης «ἄσπρισεν ὅλος» γιὰ νὰ μὴν –κατὰ τὴν παπαδιαμαντικὴν ρῆσιν «παραστῇ γυμνὸς καὶ τετραχηλισμένος, αὐτὸς καὶ ἡ ζωή του καὶ αἱ πράξεις του, ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν τοῦ Τρισαγίου».

Τὸ χιόνι ποὺ τὸν κάλυψε εἶχε ἀσπρίσει, εἶχε ἐξαγνίσει, εἶχε ἀπαλείψει ὅλες τὶς ἁμαρτίες του, ὅλα τὰ περασμένα.

Μετὰ τῶν δικαίων

Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης [ἢ Γαλάνης],

ἐγγονός του

Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2023

ΧΡΟΝΙΚΑ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, φ. 1.000

 (τ ῶ ν     Γ ρ ε β ε ν ῶ ν) 


Ὡς πολύτιμο ἐκδοτικὸ κόσμημα γιὰ τὸν ἐπαρχιακὸ τύπο καὶ ὄχι μόνον θεωρεῖται ἡ ἐφημερίδα Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας. Αὐτὸ τὸ ἑβδομαδιαῖο τυπογραφικὸ στολίδι τῶν Γρεβενῶν καὶ πάσης Δυτικῆς Μακεδονίας ἀνοίγει τὴν φιλόξενη ἀγκαλιά του καὶ δέχεται στοὺς κόλπους του συνεργασίες καὶ ἀπὸ ἄλλους χώρους καὶ τόπους μακρυνοὺς καὶ κοντινούς· ἀκόμη κι ἀπ’ τὰ δυσπρόσιτα Ἄγραφα μὲ τὸ «Ἑλληνομουσεῖον» τους. Δικαίως, λοιπόν, χαρακτηρίζεται ὡς φιλαγραφιώτικο ἔντυπο καθὼς ἁπλώνει τὰ δίχτυα του καὶ ἁλιεύει συχνά, πολὺ συχνά, δημοσιεύματα ποὺ ἀφοροῦν τὸν τόπο μας, τὰ ἱστορικὰ Ἄγραφα. Οἱ ἐκδότες τῶν ΧΔΜ, Θεολογία Τσουκαλᾶ καὶ Ἀντώνης Παπαβασιλείου, μᾶς τιμοῦν μὲ τὴ φιλία, τὴν ἀγάπη, τὴ συμπάθειά τους γιὰ τὸν τόπο μας καὶ τοὺς ἀνθρώπους του καὶ μᾶς φιλοξενοῦν τακτικὰ στὶς σελίδες τους. Τὸ φύλλο τῆς 6ης Ἰανουαρίου 2023 ἦταν τὸ χιλιοστὸ καὶ τὸ γιόρτασαν μὲ ἕνα ἀκόμη ὀκτασέλιδο ἔνθετο, ἀφιερωματικὸ στὸ γεγονὸς αὐτό, μὲ τὴν συμμετοχὴ φίλων καὶ συνεργατῶν τῶν ΧΔΜ. Παροῦσα καὶ ἡ ἡμετέρα ἐξ Ἀγράφων συμμμετοχὴ μὲ τὸ ἄρθρο μας «Μille e tre». Τὸ ἱστολόγιό μας ellinοmouseionagrafon.blogspot.com καὶ ἡ σελίδα Fb «Ἑλληνομουσεῖον Ἀγράφων» εὔχονται ἀπὸ καρδιᾶς, μακροημέρευση στὸ μοναδικὸ γιὰ τὸ περιεχόμενό του τρυφερὸ αὐτὸ ἔντυπο μέλος τοῦ ἐπαρχιακοῦ Τύπου καὶ ἔτη πολλὰ στοὺς ἐκδότες, εὐχόμενοι ὡς νέο πλέον στόχο τὴν ἐπίτευξη τῆς κυκλοφορίας τοῦ φύλλου μὲ ἀριθμὸ. 2.000: νὰ λάβουν νέο παράσημο ἐκδοτικοῦ ἄθλου μαζὶ μὲ τὸν βαθμὸ τοῦ τυποεκδοτικοῦ χιλιάρχου Β΄ Τάξεως.

Κ. Σπ.Τ.

Μille e tre

Ἡ ἀγάπη τοῦ Ἀντώνη Παπαβασιλείου γιὰ τὸν ἔντυπο λόγο, τὰ τυπογραφεῖα καὶ τοὺς ἐκδοτικοὺς τόπους εἶναι αὐτὴ ποὺ δημιούργησε τὰ ‒μέχρι στιγμῆς‒ 1.000 φύλλα τῆς ἱστορικῆς πλέον καὶ μοναδικῆς στὰ χρονικὰ τοῦ ἐπαρχιακοῦ τύπου ἑβδομαδιαίας ἐφημερίδας τῶν Γρεβενῶν, τὰ Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας: 

«ὄασις ἀναψυχῆς, ἐν τῇ ἐπαρχιακῇ ἐφημεριδογραφίᾳ» 

Ἔντυπο ποὺ θὰ ζήλευαν καὶ ἐφημερίδες μεγάλων ἐκδοτικῶν μονάδων τῆς πρωτευούσης καὶ τῆς συμπρωτευούσης· ἔντυπο ποὺ «ὅσο τὴν διαβάζεις τόσο νοστιμίζει», ποὺ θὰ ἔλεγε ὁ κοινός μας φίλος, ὁ ΝΔΤ. Σὲ κάθε φύλλο δὲν παρελαύνουν μόνον εἰδήσεις, ἱστορίες καὶ θέματα ποὺ ἀφοροῦν –μὲ τὴ στενὴ ἔννοια τοῦ ὅρου‒ τὸν τόπο καὶ τοὺς ἀνθρώπους του ἀλλὰ ἀφοροῦν καὶ κάθε ἐπιμελῆ ἀναγνώστη, καθὼς τὴν ἐφημερίδα κοσμοῦν στῆλες καὶ θέματα ποὺ παραπέμπουν στὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις καὶ τοὺς ἀνθρώπους ὅλου τοῦ ἑλληνισμοῦ· ἀκόμη καὶ αὐτοῦ τῆς ἀλλοδαπῆς. Μέχρι καὶ τὰ ἱστορικὰ μὲν ἀλλὰ σχεδὸν ἄγραφα ἀκόμη Ἄγραφα ἔχουν θέση στὶς σελίδες του. Ἂν καὶ ἐκδίδεται στὰ ἠπειρωτικὰ Γρεβενά, μοσχομυρίζει αὔρα θαλασσινὴ καθὼς οἱ Σποράδες μὲ τὸν Παπαδιαμάντη τους καὶ τὸν Μωραϊτίδη τους ἀλλὰ καὶ ἡ Χαλκίδα μὲ τὰ παλίμβουλα νερά της καὶ τοὺς δικούς της λογίους, μὲ τὸν ἕναν ἢ ἄλλον τρόπο, σχεδὸν σὲ κάθε φύλλο, δίδουν τὸ παρὼν ‒πολὺ περισσότερο κι ἀπ’ τὴν πατρίδα τῶν δύο Ἀλεξάνδρων‒ στὶς σελίδες τῶν ΧΔΜ, ποὺ ὡς γαλήνιες αὖρες ὀρεινές, παραμυθοῦν καὶ θεραπεύουν τὰ σπλάχνα μας.


Κορωνίδα τοῦ ἐντύπου ὁ «Ἔμφρων» τῆς 2ης σελίδας, ὅπου ἀποστάζονται ἑβδομαδιαῖες σκέψεις καὶ στοχασμοί, θηράματα ὀμορφιᾶς τοῦ Ἀντώνη Παπαβασιλείου. Ὁ «Ἔμφρων» συγκοινωνεῖ διασελιδικῶς μὲ τὸ μοναδικὸ «Ἀνεμοδούριον», στὴ 12η σελίδα: δείκτης τοῦ κατὰ ποῦ καὶ μὲ ποιὰ ταχύτητα καὶ ἔνταση φυσοῦν οἱ ἄνεμοι τῶν Γραμμάτων καὶ τῶν Τεχνῶν. Μὲ λογισμοὺς ποὺ συνήθως δὲν χωροῦν στὰ στενὰ ὅρια τοῦ «Ἔφρονα» καὶ παροχετεύονται στὴν 12η σελίδα ἀλλά ‒ὄχι λίγες φορές‒ ξεδιπλώνονται ἄνετα καὶ ἀναπαυτικὰ καὶ τροφοδοτοῦν καὶ πληροῦν καὶ τὴν 13η σελίδα: ἂν σπάσουν τὰ φράγματα τοῦ «Ἔμφρονα» ἀπὸ τὰ ζῶντα ὕδατα τῶν ποιητικῶν καὶ ἀποφθεγματικῶν ὑπαινικτικῶν συλλογισμῶν καὶ σχολίων τοῦ ΑΝΠ. Τὸ δηλώνει κι ὁ σχολιαστικὸς τοῦ τίτλου ὑπότιτλος, ἁλιευμένος ἀπὸ τὸν ἀγαπημένο του Christofer Morley:

—The swift stenography of daily life.

Μὲ σβελτάδα καὶ μαστοριὰ μοναδικὴ συρράπτει σκέψεις, γνῶμες, ἀναγνώσματα καὶ συνθέτει ἕναν ἱστὸ πνευματικὸ γιὰ νὰ συλλάβει τὰ ἀναγνωστικὰ "κοσσυφάκια" ποὺ ἀναζητοῦν γευστικοὺς πνευματικοὺς καρπούς, μέσα στὸν ἀπέραντο κόσμο τῆς ἄνοστης συγγραφικῆς καὶ δημοσιογραφικῆς ἐρημίας.

Τὸ «Μηνολόγιον», ὁ «Χρονοκαλικάτζαρος», οἱ «ἐνΤΥΠώσεις», τὰ ἀφιερωματικὰ ἐπετειακὰ τετρασέλιδα καὶ κάποτε ὀκτασέλιδα, οἱ συνεργασίες μὲ ἐκτὸς Δυτικῆς Μακεδονίας ἀρθρογράφους νοστιμίζουν τὸ ὑπόλοιπο περιεχόμενο τοῦ ἐντύπου, ποὺ περιλαμβάνει ἐπίκαιρα τοπικὰ καὶ μὴ γεγονότα καὶ δημοσιεύματα, καὶ συνθέτουν τὸν γαλαξία τῶν ἀστεροειδῶν τῶν ΧΔΜ καὶ τῶν ἀνθρώπων τους.


Σὲ τρεῖς ἑβδομάδες ὁ αὔξων ἀριθμὸς τῶν φύλλων θὰ φτάσει τὰ 1.003 καὶ σὲ τέσσερις ἑβδομάδες θὰ ξεπεράσει ‒ἀριθμητικῶς, πάντα‒ καὶ αὐτὲς τὶς 1.003 ἱσπανίδες ἐρωμένες τοῦ Don Giovanni, τῆς ὁμώνυμης ὅπερας τοῦ Amadeus Mozart:

—Ma in Ispagna son già mille e tre, μᾶς πληροφορεῖ τὸ λιμπρέττο.

Κι ἔχει χρόνο καὶ δρόμο μπροστά του γιὰ νὰ ξεπεράσει ‒ἀριθμητικῶς καὶ πάλι‒ τὸν μοτσαρτικὸ ἥρωα, ἂν προσθέσουμε στὶς 1.003 τὸν ἀριθμὸ τῶν 640 ἰταλίδων, τῶν 225 γερμανίδων καὶ τῶν 105 γαλλίδων, ὁπότε θὰ ἀγγίξει τὰ 2.000 φύλλα καὶ θὰ τὰ πανηγυρίσουμε καὶ πάλι καὶ τότε δεόντως.

Τὰ Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας τῶν Γρεβενῶν, τίτλος ποὺ παραπέμπει συνειρμικὰ σὲ ἡρωϊκὲς στιγμὲς τοῦ Ἑλληνισμοῦ, μὲ τὸ θελκτικό τους περιεχόμενο γοητεύουν καὶ δὲν ἀπογοητεύουν τὸν ἀναγνώστη: σὰν τὶς περίτεχνες ποδοσφαιρικὲς ἐνέργειες τοῦ βραζιλιάνου Giovanni (Silva de Oliveira), συνονόματου τοῦ μοτσαρτικοῦ Don Giovanni, ποὺ σαγηνεύουν τοὺς ἀληθινοὺς λάτρεις καὶ ἁγνοὺς θεατὲς τοῦ ποδοσφαίρου. 

Τὰ φύλλα τῶν ΧΔΜ, μὲ τὴν «ποικιλωτάτην τερπνήν των ὕλην»‒φροντίδι τοῦ Ἀντώνη ἀλλὰ καὶ τῆς ἀθόρυβης Θεολογίας‒ ἔχουν κατακτήσει τὶς καρδιὲς τῶν ἀναγνωστῶν καὶ τῶν συνδρομητῶν τους. Παραφράζοντας ὅσα ἔγραφε ὁ παλαιὸς ἐκδότης Βλάσης Γαβριηλίδης, ὁ πρωτοπόρος ἐκσυγρονιστὴς τοῦ ἑλληνικοῦ τύπου, γιὰ τὰ ἀναγνώσματα τοῦ Ἀλεξάνδρου Μωραϊτίδη, τὰ ὁποῖα δημοσίευε ἡ ἐφημερίδα Ἀκρόπολις, τὰ ΧΔΜ: 

«συλλαμβάνουν ὡς διὰ τσιγγελίου τοὺς ἀναγνώστας ὅλων τῶν τάξεων» 

καὶ τοὺς τραβοῦν μαζί τους!

Τεκμήρια ἐπικοινωνίας, ὀμορφιᾶς καὶ εὐαισθησίας, ποὺ παραμένουν πάντα χλωρά, ὑπηρετοῦν καὶ μνημειώνουν τὸν χρόνο: κληρονομιὰ καὶ παρακαταθήκη τῆς ἱστορίας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ τῆς Δυτικῆς Μακεδονίας καὶ ὄχι μόνον, σὲ χρόνους ἀνήσυχους καὶ ἀνιαρούς.

Ὁ Κωνσταντῖνος Δημίδης (Γρεβενὰ 1789-Ἀθήνα 1869), ὁ ἐκ Γρεβενῶν τυπογράφος τοῦ Ἀγώνα, ἀγάλλεται ἐν οὐρανοῖς, καθὼς βλέπει τὸν ὁμοπάτριό του Ἀντώνη Παπαβασιλείου, ὁδίτη στὰ βήματα καὶ στοὺς δρόμους τῆς γραφῆς καὶ τῆς τυπογραφίας ποὺ χάραξε ἐκεῖνος σὲ ἄλλες ἐποχὲς πιὸ δύσκολες καὶ πλέον ἡρωϊκές.

Ἀλλά, καὶ τὰ 1.000 φύλλα τῶν ΧΔΜ δὲν εἶναι ἡρωϊκὸ κατόρθωμα;

 

Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης