Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2020

Δημήτριος Δ. Τριανταφυλλόπουλος* Ὁ Σκιαθίτης Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης (1850 – 1929): ἕνας ἀπόκληρος τῆς λογοτεχνίας μας;


Μς περιποιε μεγάλη τιμ τ γεγονς πς στος φίλους το στολογίου μας κα ερύτερα το τόπου μας συγκαταλέγεται Καθηγητς Βυζαντινς ρχαιολογίας κ. Δημήτριος Δ. Τριανταφυλλόπουλος. Δημοσιεύουμε μ τν δειά του στ στολόγιό μας να ρθρο του π τν φημερίδα «Κυριακάτικη Δημοκρατία» τς 9ης Φεβ. 2020, που σχολιάζει τν παράδοξη, διότυπη γραμματολογικ φάνεια το λεξάνδρου Μωραϊτίδη, μ φορμ τ 170 τη π τ γέννησή  του.  

"Κλείνουν φέτος 170 χρόνια ἀπὸ τὴ γέννηση τοῦ Σκιαθίτη Ἀλέξανδρου Μωραϊτίδη, ποὺ γεννήθηκε τὴν περίπου τὴν ἴδια χρονιὰ μὲ τὸν τριτεξάδελφό του Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη (1851-1911), ἔκλεισε ὅμως τὰ μάτια του ἀρκετὰ ἀργότερα (1929) ὡς μεγαλόσχημος μοναχὸς Ἀνδρόνικος, ἔχοντας δρέψει ἄφθονες δάφνες γιὰ τὴ λογοτεχνική του συνεισφορὰ καὶ ἔχοντας ἐκλεγεῖ τρία χρόνια πρὶν πρόσεδρο μέλος τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν. Καὶ ἄς μὴ λησμονεῖται, ὅτι συναναστράφηκε μὲ ὁσιακὲς μορφὲς τοῦ ἁγιορειτικοῦ μοναχισμοῦ ἀλλὰ καὶ τοῦ ἐν κόσμῳ κλήρου, ὅπως ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Πλανᾶς καὶ ἄλλοι!

Πέρυσι, τὰ ἐνενήντα χρόνια ἀπὸ τὸν θάνατό του πέρασαν σχεδὸν ἀπαρατήρητα – ἀπὸ τὶς λίγες ἐξαιρέσεις τὰ ἑβδομαδιαῖα Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας τοῦ Γρεβενιώτη Ἀντώνη Παπαβασιλείου, μὲ συχνὲς συμβολὲς καὶ ἀνέκδοτα κείμενα ἀπὸ τὸν Καρπενησιώτη ὀδοντίατρο κ. Κωνσταντίνο Σπ. Τσιώλη. Μνημονεύω ἐπίσης τὶς ἐκδηλώσεις τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Χαλκίδος, Ἱστιαίας καὶ Βορείων Σποράδων ὑπὸ τὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη κ. Χρυσόστομο Β´ καὶ ἄλλες στὸ γενέθλιο νησί, καθὼς καὶ ἐκείνη τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης Ἑλλάδος στὶς 31.10.2019. Σὲ εὐρύτερο κοινὸ ἀπευθυνόταν καὶ τὸ ἀφιέρωμα τῆς ἐφημερίδας αὐτῆς τὸν Μάϊο 2019 ἀπὸ τὸν ἐμψυχωτὴ αὺτῶν τῶν σελίδων Ν. Παπουτσόπουλο.
Θὰ χαθεῖ καὶ ἡ φετινὴ εὐκαιρία ἀνάδειξής του; Ὁ ὑπογράφων δὲν κατέχει τίτλους στὸν χῶρο τῆς νεοελληνικῆς λογοτεχνίας, ἐμπιστεύεται ὅμως τὴ γνώμη εἰδικῶν, ποὺ μικρὸ ἀπάνθισμά τους μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ τομίδιο Ὁμόπλουν πλοῖον. 5 κείμενα γιὰ τὸν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη. Τέλλος Ἄγρας, Κωστής Παλαμάς, Παῦλος Νιρβάνας, Κώστας Στεργιόπουλος, Ν. Γ. Πεντζίκης, Ἀθήνα 1990, τοῦ Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου, ἐκδότη τῶν Διηγημάτων τοῦ συγγραφέα (φιλολογικὴ ἔκδοση, 3 τόμοι, Ἀθήνα 1990-1993). Ὁ φιλαναγνώστης ὡστόσο θὰ βρεθεῖ σὲ δυσάρεστη θέση, ἅμα ἀρχίσει νὰ ψάχνει στὴν ἀγορά. Θὰ δυσκολευτεῖ ἀρκετά, τρέχοντας σὲ παλαιοβιβλιοπωλεῖα, νὰ βρεῖ καὶ τοὺς τρεῖς τόμους τῶν Διηγημάτων (τὸν πρῶτο μάλιστα ἀνατυπωμένον μίζερα, ἐν ἀγνοίᾳ τοῦ ἐπιμελητῆ!)· σχεδὸν ἄφαντα τὰ ἕξι προπολεμικὰ τομίδια τῶν θρυλικῶν ταξιδιωτικῶν κειμένων του μὲ τίτλο Μὲ τοῦ Βορηᾶ τὰ κύματα (Ἀθήνα 1922-1927)· ἐξίσου δυσπρόσιτα τὰ θεατρικά του, τὰ μεταφράσματά του, σκόρπια ἄρθρα καὶ ἐπιφυλλίδες του σὲ ἐφημερίδες καὶ περιοδικὰ, ἄγνωστη ἡ ἀλληλογραφία του! Καὶ δυστυχῶς ἐξαφανισμένο καὶ τὸ παλαιότερο Λεύκωμα τοῦ Ὁμότ. Καθηγ. τοῦ ΕΚΠΑ κ. Φώτη Δημητρακόπουλου (Ἀθήνα 2002) .Καὶ νὰ σκεφθεῖ κανείς, ὅτι ὁ συγγραφέας μας εἶχε τιμηθεῖ ἤδη τὸ 1914 μὲ τὸ Ἀριστεῖο Γραμμάτων καὶ Τεχνῶν!
Ὀ βιαστικὸς ἀναγνώστης τοῦ αἰώνα μας θὰ ἀντιτείνει, τί σημασία ἔχουν πιὰ πράγματα ποὺ ἀνήκουν σὲ ἕνα χαμένο παρελθόν; Μιὰ τέτοια ἐπιπόλαια κρίση καταδικάζει σὲ ἀφάνεια καὶ τὸν ἐξάδελφό του, τὸν Μεγαλέξανδρο τῆς νεοελληνικῆς λογοτεχνίας διὰ φωνῆς Ἐλύτη, ποὺ πλέει πλησίστιος τοῦ χρόνου γιὰ τὸ Τέταρτο Διεθνὲς Συνέδριο στὴ μνήμη του. Καὶ εἶναι παράδοξο, στὰ τρία μέχρι σήμερα συνέδρια τῆς Ἑταιρείας Παπαδιαμαντικῶν Σπουδῶν ἡ φωνὴ καὶ ἡ μνήμη τοῦ Παπαδιαμάντη νὰ μὴ διαχωρίζεται ἀπὸ ἐκείνη τοῦ ἐξαδέλφου, τοῦ «ἐλάσσονος» Ἀλεξάνδρου, ἀλλὰ ἡ παρουσία τοῦ τελευταίου νὰ εἶναι μονίμως ἐξοστρακισμένη ἀπὸ τὶς προθῆκες τῶν βιβλιοπωλείων, ἂν ἐξαιρέσει κανεὶς μερικὰ μεμονωμένα διηγήματά του, ὅπως τὰ χριστουγεννιάτικα ἢ τὸ ὀνομαστό, ἐκτενὲς Τὸ τάξιμον. Διόλου δὲν μὲ παραξενεύει ἡ ψυχρὴ ἐκτίμηση τοῦ ἔργου του ἀπὸ τὸν ὄψιμο Διαφωτιστῆ Κ. Θ. Δημαρά, μὲ ἐνοχλεῖ ὅμως, ἐδῶ καὶ χρόνια, ἡ ἀπαξιωτικὴ κρίση τοῦ Ζήσιμου Λορεντζάτου, πού παραδόξως συμπλέει μὲ ἐκείνη τοῦ προηγουμένου του.
Ναί, δίκαιο εἶχε προφανῶς ὁ ποιητής, ὅταν ξεχώριζε Σολωμὸ καὶ Παπαδιαμάντη ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν Νεοελλήνων λογοτεχνῶν· ἀλλὰ –γιὰ νὰ μετατοπισθεῖ τὸ κέντρο βάρους ἀλλοῦ–γιὰ σκεφθεῖτε νὰ εἶχε φάει τὸ μαῦρο σκοτάδι τὸν Παλεστρίνα, τὸν Βιβάλντι, τὸν Σοῦμπερτ, τὸν Σοπέν, ἐπειδὴ δὲν εἶχαν τὸ ἀνάστημα ἑνὸς Μπάχ, ἑνὸς Μότσαρτ, ἑνὸς Μπετόβεν! Γιατί, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, αὐτὸ θαρρῶ συμβαίνει μὲ τὸν Μωραϊτίδη. Εἶναι ἐνδεικτικό, πὼς ὅ,τι κυκλοφορεῖ σήμερα στὴν ἀγορά εἶναι, ὅπως εἴπαμε, κυρίως ἀνατυπώσεις ἐπετειακῶν κειμένων του καὶ δύσκολα σχηματίζει κανεὶς μιὰ ὁλοκληρωμένη εἰκόνα γιὰ τὸν ἀτυχῆ συγγραφέα.
Ὑπάρχει ἐλπίδα νὰ κηρυχθεῖ τὸ τρέχον ἔτος ὡς ἔτος (καὶ) τοῦ Μωραϊτίδη; Πιστεύω ὅτι εἶναι χρέος τῆς Ἑταιρείας Παπαδιαμαντικῶν Σπουδῶν, ποὺ διοργάνωσε τὰ τρία διεθνῆ συνέδρια γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη (1991, 2001, 2011), νὰ τὸ προτείνει ἐπισήμως στὴν Πολιτεία καὶ νὰ ὑποδείξει συγκεκριμένες δράσεις. Καὶ ἔχει παράλληλο χρέος ἡ Ἑταιρεία νὰ συμπεριλάβει ρητὰ καὶ τὸν Μωραϊτίδη στὸ Δ´ διεθνὲς παπαδιαμαντικὸ συνέδριο ποὺ προγραμματίζει γιὰ τὸ 2021. Θὰ πρότεινα μάλιστα ὡς τίτλο του: Παπαδιαμάντης καὶ Μωραϊτίδης: βίων παραλληλίες καὶ ἐκλεκτικὲς συγγένειες.
Εἴθε!
*τ. Καθηγητὴς Βυζαντινῆς Ἀρχαιολογίας Πανεπιστημίου Κύπρου

Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2020

ΜΩΡΑΪΤΙΝΔΗΣ II


—Κι ἐσὺ τέκνον Βῶλε;

Ἀναγνωστικῶς, καὶ μόνον συμπλωτὴρ τοῦ ‘‘ἄλλου’’ Ἀλεξάνδρου, ταξίδεψε πρὸς τὴν πάλαι ποτε Δημητριάδα πόλιν, νῦν ‘‘Μπεόπολιν’’. Ὄχι μὲ τὸ «Ἤπειρος» τῆς ‘‘Πανελληνίου’’ ὅπως «Ὁ ταξειδιώτης», ἀλλὰ μὲ ταξιδιωτικὴ ἅμαξα 112 ἵππων ἀπὸ τὴν Χώρα τοῦ Ἀνατέλλοντος Ἡλίου. Καρκινικὴ ἡ ἡμέρα 02.02.2020. Ἀπ’τὸ 1111 μ. Χ. εἶχε νὰ ξαναφανεῖ! Τὴν ἄλλη μέρα θὰ παρίστατο –κατόπιν τιμητικωτάτης προσκλήσεως– συνδαιτυμὼν στὴν ἰδιαίτερη φωτογραφικὴ τράπεζα τοῦ καπετὰν Παρίση, μὲ ἐδέσματα φωτομνῆμες: εἰκόνες ἀπὸ μιὰ Σκιάθο καὶ τοὺς ἀνθρώπους της ἀλλοτινῶν καιρῶν.
Εἰκόνες ἀσπρόμαυρες, ὅπως ἀκριβῶς φωτογραφίζει ἡ μνήμη:

Δὲν λένε ψέμματα οἱ παλιὲς φωτογραφίες.
Ψεύτικος εἶναι ὁ πακτωλὸς τόσων χρωμάτων, σήμερα.

Ἔκαμε μιὰ περιήγηση στὴν πόλη, ὅπου τιμᾶται ὁ Ἀλέξανδρος Ἀδαμαντίου μὲ δεσπόζουσαν πάλλευκον προτομήν, ἑποπτεύουσαν τὸν ναὸν τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου, ἀπ’ ὅπου περιθέατος ὁ ἱστορικὸς λιμὴν τῆς πόλεως. Ἀλλά, τιμᾶται καὶ μὲ ὁδόν, μακράν, μεγάλην, ἐγγύτατα τοῦ περικαλλοῦς σιδηροδρομικοῦ σταθμοῦ· στόλισμα περίκομψον τοῦ τόπου. Ὁ ‘‘ἄλλος’’ Ἀλέξανδρος –πιστὸς στὴν μοίρα του ὡς ‘‘ἄλλου’’– περιορίζεται ὡς ὁδωνυμικὸ σὲ ἕνα μικρό, ταπεινό, ἥσυχο δρομάκι στὰ βόρεια τῆς πόλεως καὶ μάλιστα, ἐπὶ τὸ λογιώτερον: ὁδὸς Μ ω ρ α ϊ τ ί  δ ο υ· ἀπ’ ὅπου ἀντικρύζει τὰ γαλανίζοντα κύματα τοῦ Παγασητικοῦ. Μᾶλλον, ὅμως, τοῦ πάει γάντι. Μοναχὸς Ἀνδρόνικος γάρ, ἤγουν, φιλέρημος τρυγών.

Κι ἂς τίμησε, ὁ ἄδολος «Σφίγξ» τοῦ ‘‘Μὴ χάνεσαι’’, τὴν πόλη στὰ ἔργα του, κάπως περισσότερο ἀπὸ τὸν δεξιὸ ψάλτη τοῦ Ἁγ. Ἐλισσαίου,.
Οὔτε ἐδῶ ὅμως ὁ ταξιδευτὴς τοῦ Καρπενησίου κατάφερε ν’ ἀποφύγει τὴν σύμφυρση μὲ τὸν συμπαθῆ νεότερό του ἀθηναιογράφο Τίμο Μωραϊτίνη. Τὸ γνωστὸν ὡς μωραϊτινδικὸν σύνδρομο ἐνεφάνη σὲ δρόμο τῆς πόλεως: ὁδὸς ΑΛ. ΜΩΡΑΪΤΙΝΗ, πολὺ κοντὰ στὴν ὁδὸ Μωραϊτίδου. Δὲν κατάφερε νὰ συγκρατηθῇ καὶ ἀναφώνησε:

—Κι ἐσὺ τέκνον Βῶλε;
Μήπως, θὰ ἦταν δόκιμο, μὲ νομοθετικὴ πρωτοβουλία, νὰ θεσπισθῇ μιὰ Ἀνεξάρτητη Ἀρχὴ τόσες καὶ τόσες Ἀνεξάρτητες Ἀρχὲς ὑφίστανται προστασίας ἀπὸ τὶς Δημοτικὲς ἐπιτροπὲς ὀνοματοδοσίας;


Ντῖνος Ἀγραφιώτης
*Πρώτη δημοσίευση στὰ Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας τῶν Γρεβενῶν, φ. 861 / 7.2.2020, σ.18

Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2020

Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΩΡΑΪΤΙΔΗΣ,



κ. Πετρίδη,  ἐπέπρωτο νὰ ἐκσφενδονισθῇ εἰς Χαλκίδα;


Κοντὰ τριάκοντα ἐνιαυτούς, καίτοι ἐξ ὀρέων ὁρμώμενος, γιάλευε ‒τυρβαζόμενος περὶ πολλά‒ στὶς ἀκτὲς τοῦ Κορινθιακοῦ, στὰ μέρη τῶν Νοταράδων ἀπ’ ὅπου, κατὰ τὸν ὁμοχώριό του Ἀναστάσιο τὸν Γόρδιο:
«τῆς ἐνεγκαμένης ἀεὶ ἱμερόμενος, ἧς δήπου καὶ ὁ πολυμήτις ἥρως, εἰ αὐτῷ ἐξεγένετο, καὶ καπνὸν ἀνωθρώσκοντα νοῆσαι θανέειν ἱμείρετο. Οὕτω φύσει πᾶσιν ἀνθρώποις ἡ πατρὶς φίλη»,
μυρώνων μὲ τὸν λόγο ἀπουσίας τοῦ Γορδίου, ὁ ὁποῖος καθηδύνει ἰδιαιτέρως τοὺς Ἀγραφιῶτες, τὴν ἀνάμνηση τῆς ἀπούσης πατρίδος. 
Στὴ διαδρομὴ γιὰ τὸν Ἅγιο Μακάριο τὸν Νοταρᾶ τὸν ναὸ τοῦ παπα-Γαλάνη, τὸν ἀφιερωμένο στὸν Ἅγιο ποὺ ἦταν ὑποτακτικὸς τοῦ ἁγιορείτου ἱερομονάχου Παρθενίου τοῦ ζωγράφου τοῦ ἐκ Φουρνᾶς τῶν Ἀγράφων, ἐνορία πρὶν χρόνια τοῦ μακαριστοῦ, φιλαγραφιώτου λογιωτάτου παπα-Τζιράχη,  συναντοῦσε τὴ διασταύρωση τῶν ὁδῶν Νοταρᾶ καὶ Πετρίδη. Καλά, γιὰ τὴν Νοταρᾶ γνώριζε πὼς παραπέμπει στὴν ἱστορικὴ ἀρχοντικὴ οἰκογένεια τῶν Νοταράδων. Στὰ μέρη τους διακονοῦσε τὴν  ἰατρικὴ τέχνη στὰ τέλη τοῦ 18ου αἰ. ἡ μετέπειτα προυχοντικὴ τοῦ Καρπενησίου οἰκογένεια τῶν Ἰατρίδη. Ἀλλὰ ἡ Πετρίδη δὲν ‘‘κολλοῦσε’’, κατὰ τὴν μαλλιαρικήν, σὲ κάτι γνώριμό του. Τὸ μόνο ποὺ τοῦ θύμιζε, ἦταν τὸν θρυλικὸ πλέον μουσικὸ παραγωγὸ Γιάννη Πετρίδη, ποὺ τὸν συντρόφευσε μουσικὰ τόσες δεκαετίες. Δὲν τὸ ἔψαξε περαιτέρω. Μόνο ὕψωσε τὴν κάμερά του καὶ ἀθανάτισε φωτογραφικὰ τὴν ἀκαλλῆ ὁδωνυμικὴ πινακίδα. Ἡ διαίσθηση; ἄλλη μιὰ ἔνδειξη περὶ ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ; τὸ πνεῦμα τὸ μωραϊτιδικὸ τὸ ὁποῖο κρυφίως τὸν ἔθελγε; ἄλλο τί; Ποιός ξέρει, γιατὶ ἔκαμε τὴ λήψη τῆς εἰκόνας.
Ἐφ. Ἀκρόπολις, 12.8. 1895
Ἐπὶ χρόνια συναντοῦσε τὸν δρόμο. Ἔριχνε, πάντα σχεδόν, μιὰ ματιὰ στὴν πινακίδα.  Διαισθανόταν πὼς κάτι γνώριμο ὑποστασίαζε. Λίγες μέρες μετὰ τὴν κυκλοφορία τῆς 13ης, πλήρως μωραϊτιδικῆς, «Τύρβης», ἀφίχθη ἐκ τῆς μεγαλοπόλεως Θεσσαλονίκης, μὲ τὸ ἀόρατο ταχυδρομεῖο  τοῦ διαδικτύου καὶ τῶν ὑπολογιστῶν, ὡς χάρισμα, μιὰ μικρὴ εἴδηση ἁλιευμένη ἀπὸ τὸν κ.  Λ.  Β. στὴν ἐφ.  «Ἀκρόπολις», στὸ φύλλο τῆς 12ης Αὐγούστου 1895, στὴ στήλη «ΑΘΗΝΑΙ».  Καθὼς τὸ διάβαζε κράτησε τὴ φωνή του νὰ μὴ ἐκραγῇ εἰς χαρμόσυνον ἀνακραύ γασμα! Ὁ συντάκτης τοῦ ἀνωνύμου δημοσιεύματος ψέγει τὸν ὑπουργὸ τῆς κυβέρνησης Δηλιγιάννη, τὸν κ.  Π ε τ ρ ί δ η, ὅπως τὸν ἀποκαλεῖ, διότι μετέθεσε, προφανῶς δυσμενῶς, τὸν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη ἀπὸ τὴν Ἀθήνα στὴ Χαλκίδα. Μάλιστα τὸν καλεῖ νὰ τὴν ἀναγνωρίσει ὡς λανθασμένη καὶ νὰ ἐπανορθώσει μὲ τὴν ἀνάκληση τῆς ἀποφάσεως:   

ΜΕΤΑ δεκαεξαετῆ λαμπρὰν εἰς τὰ ἐν Ἀθήναις γυμνάσια ὑπηρεσίαν, ὅθεν οὐδεὶς τῶν ὑπουργῶν τὸν μετεκίνησέ ποτε, ἐπέπρωτο νὰ ἐκσφενδονισθῇ εἰς Χαλκίδα ὁ καθηγητὴς καὶ συγγραφεὺς ἐπίλεκτος ἐν διηγηματογραφίᾳ κ. Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης. Ἀφορμὴ ὑπηρεσιακὴ εὔλογος δὲν ὑπῆρχε διὰ τὴν μετάθεσιν αὐτήν. Καρποὺς διδασκαλίας περιφανεῖς ἔδειξε πάντοτε ὁ κ. Μωραϊτίδης. Ἀλλ’ ἡ κομματικὴ ἐριννὺς  τῆς ἀναστασώσεως τῶν ἡμερῶν τούτων ἐρρίφθη ἐν τῇ ἀχαλινώτῳ μανίᾳ της κατὰ τοῦ εὐγενοῦς καὶ πολυμαθοῦς καὶ τιμῶντος τὸ ἀξίωμά του καθηγητοῦ· καὶ μᾶς τὸν ἀποδιώκει τὸν καλὸν φίλον ἐκ τῆς πρωτευούσης. Ἀλλὰ πρὸς τιμὴν τοῦ κ. Πετρίδου ὑποθέτομεν ἡμεῖς, ὅτι ἡ ἄγννοια τοῦ προσώπου καὶ τῶν χαρισμάτων του τὸν παρέσυρεν εἰς τὴν  ἄδικον αὐτὴν πρᾶξιν, τὴν ὁποίαν μανθάνων τὰ κατὰ τὸν μετατεθέντα καθηγητήν, ἐλπίζομεν ὅτι θέλει ταχέως ἐπανορθώσει.
Συντάκτης τοῦ δημοσιεύματος μποροῦμε βάσιμα νὰ ὑποθέσουμε πὼς εἶναι ὁ λόγιος ἱστορικὸς ἐκδότης τῆς ἐφ. «Ἀκρόπολις» Βλάσης Γαβριηλίδης, τοῦ ὁποίου προσωπικὸς φίλος καὶ συνεργάτης, ἐπὶ μακρόν, ὑπῆρξε ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης. Εἶχε προηγηθεῖ ἡ δημοσίευση στὴν ἐφ. «Ἀκρόπολις» τῆς 7ης Αὐγούστου 1895 τοῦ καταλόγου μεταθέσεων τῶν ἐκπαιδευτικῶν ἐκείνης τῆς περιόδου, ὅπου καὶ ἡ περίπτωση τοῦ Μωραϊτίδη.
Ἐφ. Ἀκρόπολις, 7.8.1895
Ὁ Γαβριηλίδης ἔχανε ἕναν ἀπὸ τοὺς πολύτιμους συνεργάτες του, τοῦ ὁποίου τὰ δημοσιεύματα, κατὰ δήλωσίν του, «συλλαμβάνουν ὡς διὰ τσιγγελίου τοὺς ἀναγνώστας ὅλων τῶν τάξεων».  
Ἀπέφυγε τὴν πεπατημένη τοῦ Google –πολλάκις νόθος ὁ πλοῦς μὲ τὶς μηχανὲς ἀναζήτησης τοῦ διαδικτύου– καὶ προσέφυγε σὲ πιὸ κλασσικὴ προσέγγιση· ἄνοιξε τὸν Ἐλευθερουδάκη του:

«Πετρίδης. 1) Δημήτριος. Πολιτικὸς καὶ ἐκπαιδευτικὸς λειτουργός, γενν. τῷ 1837 ἐν Τρικκάλοις Κορινθίας ... Ἀναμειχθεὶς εἰς τὴν πολιτικὴν ἀπὸ τοῦ 1885 ἐγένετο ἐπὶ κυβερνήσεως Δηλιγιάννη ὑπουργὸς Παιδείας (1895)...2) Παναγιώτης. Ἕλλην  πολιτικὸς ἀνήρ, υἱὸς τοῦ προηγουμένου, γενν. τῷ 1868 ἐν Τρικκάλοις Κορινθίας... Διετέλεσε τῷ 1928 ἐπὶ α΄ κυβερνήσεως Βενιζέλου ὑπουργὸς τῆς Δικαιοσύνης».
Ὁ πατήρ, λοιπόν, εἶναι αὐτὸς ποὺ μετέθεσε γιὰ πολιτικοὺς λόγους, ἡ κομματικὴ ἐριννύς, γάρ, κατὰ τὸν συντάκτη τοῦ ἄρθρου τὸν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη στὴ Χαλκίδα, ὡς φιλοτρικουπικόν. Ἡ ὁδωνυμικὴ πινακίδα, ὅμως, δὲν φέρει βαπτιστικό. Ἐνδεχομένως, νὰ ἀφορᾶ τὸν υἱό. Ὅμως, καὶ σ’ αὐτὸ τὸ ἐνδεχόμενο μᾶλλον ἰσχύει τὸ πασίγνωστο παροιμιολογικόν: «ἁμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα»· μὲ τὴν ὅποια ἑρμηνεία του. Μπορεῖ, ἴσως, ἡ ὁδὸς Πετρίδη νὰ παραπέμπει εἰς ἀμφοτέρους. Ποιός γνωρίζει; Ἐκ πείρας, εἶχε τὴν πεποίθηση πὼς δὲν πρέπει, στὴν περιοχὴ αὐτή, νὰ ἐλπίζει σὲ Πρακτικὰ ὀνοματοδοσίας.
Ὁ Μωραϊτίδης, κατὰ τὸν ἀνεψιό του, δρ. Ἰω. Ν. Φραγγούλα, ὁ ὁποῖος ἦταν κάτοχος τῶν καταλοίπων του,  ὑπηρέτησε ὡς ἐκπαιδευτικὸς στὴ Χαλκίδα γιὰ τρεῖς μῆνες. Φαίνεται πὼς ἡ προτροπὴ τοῦ ἀνωνύμου συντάκτου τοῦ μικροῦ δημοσιεύματος τῆς ἐφ. «Ἀκρόπολις» ἔγινε δεκτὴ καὶ  ὁ ἐκσφενδονισμένος ἐν Χαλκίδι Σκιαθίτης, ὁ ἐπίλεκτος ἐν διηγηματογραφίᾳ κ. Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης,  ἐπανῆλθε στὴν Ἀθήνα, στὸ δυναμικὸ τῆς ἐφ. «Ἀκρόπολις», ὁπότε ἀνεκλάλητος χαρὰ ἐζωγραφήθη στὸ πρόσωπο τοῦ μανιώδους σαιξπηριστοῦ, «Καλιμπάν».
Ντῖνος Ἀγραφιώτης

*Εὐχαριστίες πολλὲς στὸν καθηγητὴ τοῦ ΑΠΘ κ. Λάμπρο Βαρελᾶ γιὰ τὸ δημοσίευμα τῆς ἐφ. «Ἀκρόπολις» τῆς 12. 8. 1895.
** Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση, ἄνευ εἰκόνων, στὸ μονόφυλλο τῆς περιοδικῆς ἔκδοσης «Τύρβη» τῶν Γρεβενῶν τῆς Δυτ. Μακεδονίας, στὸ φ. 14 ‒ἐξ ὁλοκλήρου Μωραϊτιδικόν‒,  Χειμώνας 2019.





Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2020

ΛΟΥΚΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΠΑΠΑΔΑΚΗ: ‘‘Ὁ μπάρμπα-Δήμαρχος’’


Ἀπὸ τὸν πολὺ καλὸ φίλο τοῦ ἱστολογίου μας καὶ τῶν Ἀγράφων, τὸν λογοτέχνη καὶ συγγραφέα σπουδαίων μελετῶν Λουκᾶ Δ. Παπαδάκη, δημοσιεύτηκε ἡ κάτωθι κριτικὴ προσέγγιση τῆς ἔκδοσης:
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΩΡΑΪΤΙΔΗΣ
Ο ΜΠΑΡΜΠΑ-ΔΗΜΑΡΧΟΣ
Προλόγισμα – ἐπίμετρο: Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης
μὲ πλουμίδια τοῦ Νικόλα Δημητριάδη
Ἐκδόσεις manifesto, 2019.


Τὸν «Μπάρμπα-δήμαρχο», τὸ ἠθογραφικὸ αὐτὸ διήγημα τοῦ Ἀλέξανδρου Μωραϊτίδη, τοῦ ἐξαδέλφου τοῦ Παπαδιαμάντη, γραμμένο τὸ 1892, παρουσιάζει στὸ σημερινὸ ἀναγνωστικὸ κοινὸ ὁ ρέκτης τῆς Ἱστορίας καὶ τῆς Λογοτεχνίας, καὶ συνάδελφός μου στὴν Ὀδοντιατρικὴ ἐπιστήμη, Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης. Τὴ βιβλιοθήκη μου κοσμοῦν σημαντικὲς μελέτες του καὶ ἀνάμεσά τους «Ἡ περιοχὴ τῆς Τριχωνίδος στὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἀναστασίου Γορδίου. Ἡ σχέση τοῦ Ἀναστασίου Γορδίου μὲ τὸν ἡγούμενο τῆς Ι. Μ. Μυρτιᾶς Γεννάδιο» καὶ «Τὸ Πετρῆλὸ τῶν Ἀγράφων κατὰ τὴν Τουρκοκρατία» (παρουσίαση στὶς 19.11.2018). Ὡς πρὸς τὴ λογοτεχνία οἱ αἰσθητικές του προτιμήσεις τὸν ἔχουν ὁδηγήσει στὸ νὰ ἐπικεντρώσει τὸ ἐνδιαφέρον του ἰδίως στὸ ἔργο τοῦ Μωραϊτίδη. Χαιρόμαστε τὰ εὑρήματα καὶ τὶς ἀναγνώσεις του στὶς σελίδες τῆς καλῆς ἐφημερίδας “Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας” τῶν Γρεβενῶν. Καί, βέβαια, τὸ 2018 ἀπολαύσαμε σὲ ἐπιμέλειά του καὶ τὸ «Ὅλα τὰ ἐν Καρπενησίῳ μεγαλοπρεπῆ», ὅπου ὁ «ἀδικημένος» Ἀλέξανδρος καταγράφει τὰ τοῦ ταξιδιοῦ του γιὰ τὸ Καρπενήσι τὸ 1901 (παρουσίαση στὶς 22.11.2018).
Ἀλέξ. Μωραϊτίδης
Αὐτὴ ἐδῶ ἡ ἱστορία διαδραματίζεται σὲ μία κώμη, τὴν περίοδο τῶν Χριστουγέννων. Μία πάμφτωχη οἰκογένεια ἔχει μία κόρη τῆς παντρειᾶς, ἀλλὰ ὁ ἀρραβωνιαστικός της βρίσκει συνεχῶς δικαιολογίες, γιὰ νὰ ἀναβάλει τὸν γάμο. Τὸν σύζυγο, τὸν Γιωργό, ὁ συγγραφέας μας τὸν περιγράφει ὡς «ἕνα μικροκαμωμένον ἄνθρωπον, λεπτὸν καὶ λιγνὸν καὶ ξηρὸν ὡς φαγωμένον ἀπὸ τὰς αἴγας γηραιὸν θήλιασμα, τὸ ὁποῖον οὔτε μεγαλώνει πλέον, ἀλλ’ οὔτε καὶ ἀναθάλλει». Αὐτὸς λοιπὸν ὁ Γιωργὸς τὸ μόνο ποὺ κάνει εἶναι νὰ κόβει κλάρες γιὰ τὸν φοῦρνο τῆς γυναίκας του, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἄλλωστε καὶ βιοπορίζονταν. Γι’ αὐτὴ τὴ δουλειὰ «ἦτο γεννημένος καὶ κατὰ λάθος τὸν ὑπάνδρευσαν». Ἔπειτα «τὸν ἔπιανεν ἡ τεμπελιά, ἐκάθητο εἰς τὸ καφενεῖον τῆς ἀγορᾶς τραβῶν τὸν ναργιλέ του καὶ διαλεγόμενος περὶ τῶν ὑδάτων τῆς κώμης ὡς πρωτόγερος τοῦ χωρίου, μὲ τί μέσον θὰ φέρουν εἰς τὸ χωρίον τὸ τρεχάμενο νερό». Γιὰ τοῦτο καὶ ὁ κόσμος τοῦ κόλλησε τὸ παρανόμι Μπάρμπα-δήμαρχος.

Ἡ σύζυγος, ἡ Μιλάχρω, εἶναι «μία γυναίκα ὡς ἐκεῖ ἀπάνω, μὲ δυὸ χέρια μακρὰ ὡς τὸ φουρνόξυλο, διὰ τοῦ ὁποίου διηυθέτει τὶς κλάρες ἐν τῷ ἀναμμένῳ φούρνῳ, ἂν καὶ πολλάκις αἱ γυναῖκες αἱ φουρνίζουσαι τὰ ψωμία, τὴν εἶδον ἀπάνω εἰς τὴν ὀχλοβοὴν νὰ τὰ διευθετῇ μὲ τὰς μακρὰς καὶ ξηρὰς χείρας της, ἀψηφοῦσα τὸ πῦρ».
Ἡ μαύρη φτώχεια τοῦ ζευγαριοῦ αὐτοῦ ἀποδίδεται ἀριστουργηματικὰ ἀπὸ τὸν συγγραφέα: «Καὶ ποντικὸν νὰ ἔκαμνε γαμβρόν, καὶ ὁ ποντικὸς θὰ ἔκαμνε παρατηρήσεις διὰ τὰς τρύπας τῆς σαθρᾶς οἰκίας».

Τὸ ζευγάρι μὲ τὸν ράθυμο ἄντρα καὶ τὴ δουλευταροῦ γυναίκα εἶναι εἰκόνα συνηθισμένη στὶς ἀνεξέλικτες κοινωνίες. Μοῦ διηγεῖται ὁ φίλος Σαρακατσάνος Νίκος Σταμούλης: «Ὅλη μέρα ὁδηγούσαμε τὰ πρόβατα γιὰ τὸ χειμαδιό. Βιαζόμασταν νὰ φτάσουμε ἐκεῖ ποὺ ἦταν κανονισμένο, πρὶν σουρουπώσει. Τότε ἡ γυναίκα ἔψαχνε κι εὕρισκε μέρος στραγγερό, ἔστηνε τὴν τέντα, ἔστρωνε στὸ χῶμα κλάρες ἀπὸ κέδρα, ντοῦσκο (=δρῦς) ἢ πλάτανο, ἔσκαβε γύρω-γύρω ἓν’ αὐλάκι, μὴν κάνει μπόρα καὶ τὰ παρασύρει ὅλα, ὕστερα μάζευε ξύλα κι ἄναβε φωτιά, ζύμωνε, ἔβγαζε τὸ ψωμὶ κι ἔφτιαχνε τὸ φαΐ. Τὴν ἴδια ὥρα οἱ ἄντρες ὄρθιοι μὲ τὶς παλάμες στὴ γκλίτσα κι ἀπὸ πάνω τὸ πηγούνι, χαζολόγαγαν, ἀγναντεύοντας τὰ βουνά. Καὶ τὴ νύχτα θέλαν’ νὰ κάνουνε καί…».
Ἀλλὰ ἂς ἐπιστρέψουμε στὴν ἱστορία μας. Ἀπὸ ἐκεῖνο λοιπὸν «τὸ ἀταίριαστον καὶ ἄχαρι ἀνδρόγυνον», ὅπως ἄλλωστε εἶναι ὅλα τὰ ἐκτὸς παραμυθιοῦ, ἴσως καὶ σὲ ὅλο τὸν κόσμο, γεννήθηκε μία κόρη, τὸ Χρυσῶ, ποὺ ἔτσι τὴν περιγράφει ὁ συγγραφέας, διασώζοντας καὶ τὰ κριτήρια ὡραιότητος τῆς ἐποχῆς του: «νεάνιδα εὔμορφον, μὲ μαῦρα μάτια, μὲ μαῦρα πολλὰ καὶ μακρυὰ μαλλιά, εἰκοσιδυὸ ἐτῶν κορίτσι, μετὰ χάριτος φέρον τὴν λαδιὰν μανδήλαν καὶ τὸ λευκότατον κολόβιον, σὰν τὸ χιόνι ἄσπρο καὶ τὸ κορίτσι καὶ τὸ κολόβιον, ἐνῶ ἐπιχαρίτως οἱ λεπτοκαμωμένοι πόδες τῆς ὡραίας κόρης φέροντες παλλεύκους περικνημίδας ἔσυρον κομψῶς τὰς κεντητὰς ἐμβάδας –τὶς κουντοῦρες– βροντώσας φαιδρῶς ἐπὶ τῶν μισοσπασμένων βαθμίδων τῆς σαθρᾶς κλίμακος».

Καὶ οἱ γαμπροί, γαμπροὶ εἶναι, πάντοτε γυρεύουνε πανωπροίκια, γιατί ἅμα μπεῖ τὸ στεφάνι ὅ,τι πῆραν, πῆραν. Βούιξε ὁ κόσμος πὼς ὁ Μπάρμπα-δήμαρχος εἶχε βρεῖ, κεῖ ποὺ ξερίζωνε μία κλάρα, ἕνα ντενεκὲ μὲ φλουριά, κάτι ποὺ ὁ ἴδιος πεισματικὰ ἀρνιόταν, κι ἀπαίτησε ὁ μνηστήρας χίλιες δραχμὲς ἐπιπλέον προίκα.
Ἡ λύση δίδεται μὲ τὸ ἐνύπνιο ὅραμα. Γράφει στὸν πρόλογό του ὁ Τσιώλης: «Τὸ ἐνύπνιον ὅραμα, τ’ ὀνείρεμα, εἶναι γνωστὸ –συνήθως σὲ συνάφεια μὲ τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ παράδοση– διηγηματογραφικὸ εὕρημα στὰ ἔργα τοῦ Ἀλεξάνδρου Μωραϊτίδη. Μὲ τὴν ὀνειρικὴ διάθεση τῶν ἡρώων του δίδει διέξοδο ἀλλὰ καὶ νόημα στὴ διηγηματογραφική του δομή· καὶ ὡς ἄλλος ἀπὸ μηχανῆς θεὸς τὸ ὄνειρο προσφέρει λύση στὴν ὁλοκλήρωση τοῦ διηγήματός του». Ἀλλὰ ἡ λίαν ἐνδιαφέρουσα πλοκὴ στὸ κείμενο.

Κεῖ ποὺ χαιρόμουν τοὺς διαλόγους στὸ τοπικὸ ἰδίωμα («Ἀρή! Μουλύβια!», «Δὲν ξέρω ἐγὼ τὴ δ’λειὰ μ!»), χαιρόμουν καὶ τὸ γλωσσάρι, βρῆκα μία σπουδαία λέξη, ξεχασμένη στὶς μέρες μας, τὴ λέξη κολῶ: «Καὶ ἐξηκολούθει καὶ μετὰ τὸ δειλινὸν ἀκόμη νὰ κολᾶ τὸν φοῦρνον της ἐκείνην τὴν ἡμέραν – παραμονὴν τοῦ Ἁγίου Βασιλείου…». Καὶ θυμήθηκα τὸν μακαρίτη τὸν πεθερό μου ποὺ ἔλεγε: «Πάω νὰ κολήσω τὸ καντήλι τῆς μάνας μου», δηλαδὴ νὰ τὸ ἀνάψω. Συνδέεται ἐτυμολογικὰ μὲ τὸ κολάπτω (= κτυπῶ, δαγκώνω, σκαλίζω, ραμφίζω, χαράσσω, λαξεύω), κόλαφος (=χαστούκι), καὶ σημαίνει χτυπῶ, δέρνω, βαράω («τοῦ κόλησα μία»), ἀνάβω φωτιά, μεταφορικὰ δὲ πυροβολῶ. Λέξη ποὺ τὴν εἶχα χρησιμοποιήσει σ’ ἕνα μου ποίημα: «αἷμα νεκρὸ σταλάζει / στὴ σκέψη σου κι ἡ φωτιὰ / κολάει στὶς σάρκες». Αἷμα τοῦ Νέσσου ποὺ κολλάει καὶ κολάει  στὶς σάρκες.
Λ. Δ. Παπαδάκης
ΠΡΩΤΗ ΕΝΤΥΠΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΣΤΑ ''ΧΡΟΝΙΚΑ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ'' τῶν Γρεβενῶν, φ. 860 / 31.1.2020, σ. 17.