Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2023

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ 60 ΕΤΗ ΑΠΟ ΤΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΝΟΜΠΕΛ


 Ἀπὸ τὴ γνωστὴ πλέον «Φαιδρὰ συντεχνία» τῶν Γρεβενῶν κυκλοφορήθηκε τὸ 22ο  φύλλο τοῦ τερπνοῦ ἐντύπου  Τ ύ ρ β η,   ἀφιερωματικὸ στὸν Γ. Σεφέρη μὲ ἀφορμὴ τὰ 60 ἔτη ἀπὸ τὴν ἀπονομὴ τοῦ βραβείου Νόμπελ στὸν μεγάλο ποιητή μας. 

 Στὸ ἀφιέρωμα ἔγινε ἡ τιμὴ νὰ μετέχει –μὲ ἐκπρόσωπό του- καὶ τὸ ἱστολόγιό μας
ellinomouseionagrafon.blogspot.com. Δεῖτε τὸ νέο φ. 22 ἐδῶ:

https://drive.google.com/file/d/1STUIZToZ6i1yA8KvDCMx1EFwXEm78kW2/view?fbclid=IwAR0Epd623tsX4QYlOwaXsQB97OTGBtsi2LNapVd3xPrISiITBukG2e05vuU

Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2023

ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, "ΕΙΝΑΙ';" ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 1904

 

Ζαχαρίας Παπαντωνίου: Ὁ Ἀττικὸς ἥλιος καὶ οἱ Τοσουλάκηδες τῶν Χριστουγέννων

 

Ζαχαρίας Παπαντωνίου,
ἀκρυλικὸ σὲ χαρτί,
 ἔργο (2021) τοῦ Κώστα Ντιό.


Τὸ Σάββατο, 25 Δεκεμβρίου 1904, ὁ ἐκ Καρπενησίου καταγόμενος λογοτέχνης, δημοσιογράφος καὶ ἀκαδημαϊκὸς Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877-1940) δημοσιεύει, στὴν ἐφημερίδα Σκρίπ, στὴ στήλη «Ἐντυπώσεις καὶ σκέψεις», ἐπίκαιρο χριστουγεννιάτικο χρονογράφημα, μὲ τίτλο «Εἶναι;», τὸ ὁποῖο ὑπογράφει ὡς «Ζ. Π.». Πραγματεύεται τὸ ζήτημα τῶν ἤπιων καιρικῶν συνθηκῶν ποὺ ἐπικρατοῦν τὴν περίοδο τῶν Χριστουγέννων τὴ χρονιὰ ἐκείνη ἀλλὰ καὶ ἄλλες χρονιές στὴν Ἀθήνα, ποὺ παραπέμπουν περισσότερο σὲ ἀνοιξιάτικο καιρό. Μὲ τὴ γνωστὴ διάθεση λεπτῆς εἰρωνίας καὶ αὐτοσαρκασμοῦ, ποὺ χαρακτηρίζουν τὰ χρονογραφήματά του, σημειώνει ὅτι, ἐνῶ παιδιόθεν μεγαλώνει κάποιος μὲ τὴν παράδοση τῶν «χιονισμένων Χριστουγέννων» ἐν τούτοις ἡ ἡλιοφάνεια τῆς ἐποχῆς παρακινεῖ τὰ πτηνὰ νὰ κελαϊδοῦν χαρούμενα καὶ τὰ ἀντικείμενα νὰ ἀντανακλοῦν μὲ χάρι τὶς ἀκτίνες τοῦ ἥλιου. Μάλιστα, παρουσιάζει ὡς χρυσίζουσες τὶς ἀντανακλάσεις τοῦ ἥλιου σὲ γυάλινα ἢ μεταλλικὰ ἀντικείμενα καὶ ὁραματίζεται τὸν Γεώργιο Βιζυηνὸ (1849-1896), ἀπὸ τὸ φρενοκομεῖο ὅπου νοσηλευόταν, νὰ τὰ φαντασιώνεται ὡς πράγματι χρυσᾶ, καθὼς εἶναι γνωστὴ ἡ χρεοκοπία τοῦ Βιζυηνοῦ μετὰ ἀπὸ τὴν περιπετειώδη ἀποτυχημένη ἐνασχόλησή του μὲ ἐπιχείρηση μεταλλείων στὴν Ἀνατολικὴ Θράκη.

Ἀναρωτιέται, λοιπόν, ὁ Ζαχ. Παπαντωνίου, πῶς  ε ἶ ν α ι  δυνατὸν νὰ εἶναι Χριστούγεννα ὅταν ὁ ἥλιος λάμπει;

Ἀναφέρεται καὶ στὶς διηγήσεις τοῦ γερμανοσπουδαγμένου δημοσιογράφου Ἀριστείδη Ρούκη (1854-1903), ὁ ὁποῖος μὲ ἐνθουσιαμὸ μικροῦ παιδιοῦ διηγοῦνταν «τὴν παράδοσιν τῶν χιονοσκεπῶν Χριστουγέννων» τῆς Εὐρώπης.

Μᾶς γνωστοποιεῖ ὅτι στὸ ἱστορικὸ καφενεῖο τοῦ «Ζαχαράτου» στὴν πλατεία Συντάγματος, τὸ βράδυ τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων, τὰ μέλη τῆς παροικίας τῶν ἐκ Νάξου κατοίκων τῶν Ἀθηνῶν, κάθε χρονιά, παραδοσιακά, χορεύουν καὶ διασκεδάζουν μὲ ἰδιαίτερο καὶ μοναδικὸ τρόπο καὶ χάρι: «ὡς σύμφυρμα παλαιᾶς καὶ νεωτέρας χορευτικῆς ἑλληνικῆς μέθης».

. Οἱ «Τοσουλάκηδες»·
(λεπτομέρεια)
ἀπὸ σχολικὸ ἐγχειρίδιο τοῦ ’50. 

Τέλος, καταθέτει τὴ χαρά του καὶ τὸν ἐνθουσιασμό του γιὰ τοὺς παιδικοὺς καλαντιστές, τοὺς «Τοσουλάκηδες» ὅπως τοὺς ἀποκαλεῖ, οἱ ὁποῖοι μὲ τὸ «δροσερόν, τὸ γάργαρον κῦμα τῶν παιδικῶν φωνῶν τους», ὁρμοῦν στὴν εἴσοδο τῆς κατοικίας του καὶ ψάλλουν τὰ κάλαντα· καὶ οἱ φωνὲς τους εἶναι, «μελῳδία πίστεως καὶ ἀγάπης».

 

 

Ἐφ. Σκρίπ, 25.12.1904, σ.1.

«ΕΙΝΑΙ;

Μίαν ἐρώτησιν ἐν πρώτοις πρὸς τὸν ράθυμον αὐτὸν ἥλιον. Τί θέλει; Εἶναι Χριστούγεννα καὶ αὐτὸς λάμπει δημιουργῶν εἰδωλολάτρας. Ἐν τούτοις ἐμεγαλώσαμεν μὲ τὴν αἰωνίαν παράδοσιν τῶν χιονοσκεπῶν Χριστουγέννων, τὰ ὁποῖα μὲ χαρὰν παιδίου, διηγεῖτο καὶ ὁ μακαρίτης Ρούκης, ἐπανελθὼν ἐκ Γερμανίας. Καὶ εἰς μίαν ἑορτὴν ἐπὶ τῆς ὁποίας ἡ παράδοσις ἐστοίβαξε πάγους καὶ χιόνας, ἕνας ἥλιος Ἀττικός, Εὐριπίδειος, ἱκανὸς νὰ γαργαλήσῃ τὸν λάρυγγα τῆς ἀηδόνος, κάμνει τὰς Ἀθήνας ξανθὰς καὶ κατάχρυσον τὸ σπασμένον γυαλὶ ἢ τὸ πεταγμένον καρφὶ τοῦ δρόμου, ὡς ὅταν τὰ ἔβλεπεν ἐπὶ τῶν ἀγρῶν ὁ Βιζυηνὸς ἀπὸ τὸ παράθυρον τοῦ φρενοκομείου καὶ ὠνειρεύετο ὅτι εἶναι ὁ ἐκχωθεὶς χρυσὸς τῶν μεταλλείων του. Τόση ἀντίθεσις πρὸς τὴν παράδοσιν, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ μᾶς κάμῃ παιδιά; Τσάϊ ἀχνίζον, τζάκι πυρπολούμενον, καὶ οἰκογένεια γύρω, εἶναι τύποι ποὺ δὲν ἔχουν πλέον καμμίαν ψυχήν, ὅταν ὁ ἥλιος καίει.

Δι’ αὐτὸ ‒ἐλέγαμεν χθὲς μὲ σεβαστὸν κύριον γλυκαινόμενον ἀπὸ τὴν Χριστουγεννιάτικην ἀνάμνησιν τῶν γερμανικῶν χιόνων‒ οἱ κάτω Ἰταλοὶ καὶ οἱ Ἕλληνες, οἱ εὐτυχεῖς καταδικασμένοι εἰς αἰωνίαν ἄνοιξιν, χάνουν τὴν ψυχὴν πολλῶν ἑορτῶν, ὅπως ὁ βορεινὸς ἄνθρωπος χάνει τὴν ψυχὴν τόσων ἄλλων.

— Εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχετε Χριστούγεννα, εἶπεν ὁ συνομιλητής μου, εἰς τόπον ὅπου ὁ χορός, ἡ μεγίστη μέθη τοῦ ἀνθρώπου, θεωρεῖται προσβολὴ δι’ ἄνθρωπον ποὺ ἔφθασε τὰ 30 ἔτη;

Καὶ ὅμως ἐνθυμοῦμαι, ὅτι εἰς τὸ Μόναχον τὰ Χριστούγεννα ἐχόρευαν γέροι ἄσπροι.

Ἐπ’ εὐκαιρίᾳ τῶν λόγων αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι χαρακτηρίζουν ὁλόκληρον κοινωνίαν μὴ ἐγγίσασαν ἀκόμη τὸν πολιτισμὸν διὰ νὰ δύναται γνησίως νὰ χαρῇ, ἐνθυμήθην καὶ πάλιν τὸ αἰώνιον καφενεῖον, εἰς τὸ ὁποῖον ὅλοι σήμερον μοιραίως θὰ καταλήξουν. Τὸ καφενεῖον τοῦ Ζαχαράτου ἔχει μίαν Χριστουγεννιάτικην παράδοσιν, τοὺς Ἀξιῶτες. Οἱ εὔθυμοι καὶ ροδοκόκκινοι βρακοφόροι τῆς Νάξου ἔρχονται κάθε χρόνον ἐκεῖ καὶ χορεύουν τὸ βράδυ τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων.μὲ τὴν γκάϊδαν. Ὁ χορός των εἶναι σύμφυρμα παλαιᾶς καὶ νεωτέρας χορευτικῆς ἑλληνικῆ μέθης, κάτι παράφορον , τρελλόν, ἀνεξάντλητον, χαρμοσύνως βάρβαρον.

Χορεύουν δύο ἢ ἕνας μόνος ἐνῶ ἡ γκάϊδα πτερώνει τὴν βράκαν καὶ τοὺς πόδας, ἐπάνω εἰς τὸ δάπεδον ὅπου ἔχουν σκορπισθῇ σπίρτα κόκκινα κροτοῦν ὑπὸ τὸ πάτημα τῶν ἀελλοπόδων* χορευτῶν. Γύρω διάφοροι καπνισταί, καφεπόται, ἀρθριτικοί, σκαιοί, χαίρονται τὸ ἀναμμένον τοῦτο αἷμα, τὸν ἀνυπότακτον ρυθμόν ,τὸ πήδημα, τὴν ἀγρίαν ἀλλὰ γνησίαν χαράν.

Αὐτὸ εἶναι ποὺ βλέπομεν καὶ ἀκούομεν τὰ Χριστούγεννα.

Ἔπειτα ἔρχονται τὰ κάλαντα. Ἄγριοι τραγουδισταί, πρόχειροι χορῳδίαι, τὰ μεταβάλλουν εἰς ἁπλῆν δεκαρολογίαν, καὶ ἀπομένουν μόνον οἱ Τοσουλάκηδες, τὰ βρέφη,διὰ νὰ σώσουν τὰ κάλαντα. Οἱ Τοσουλάκηδες ἦλθον χθὲς πρωῒ στὸ σπίτι μου καὶ μὲ ἐξύπνησαν.

Ἐφώναξα.

— Νὰ ἀνοίξῃ ἡ πόρτα!

Καὶ τὸ δροσερὸν τὸ γάργαρον κῦμα τῶν παιδικῶν φωνῶν ὥρμησε διὰ τῆς θύρας εἰς τὸν ὕπνον μου, μελῳδία πίστεως καὶ ἀγάπης.

—Τοσουλάκη! Ἐφώναξα.Ἔλα νὰ σὲ ἰδῶ, ἔλα, ἔλα! Πόσα ἐμαζέψατε;

Ὁ Τοσουλάκης, μὲ τὸν σκοῦφόν του ἕως τ’ αὐτιὰ, μοῦ εἶπε θριαμβευτικῶς.

—Μία καὶ πέντε!

—Ἐγὼ τί νὰ σοῦ δώσω Τοσουλάκη; Ἐξαγοράζεται μὲ δεκάρες αὐτὴ ἡ πρωϊνὴ φωνὴ ποὺ ψάλλει; Πάρε.

—Εὐχαριστῶ.                                                           

—Τίποτα.

Ζ. Π.»

*ἀελλόπους· ὁ ταχὺς κατὰ τοὺς πόδας ὡς ἡ θύελλα,ταχὺς ὡς ἄνεμος.

** Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση Στὰ Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας τῶν Γρεβενῶν, φ.1048, 22. 12.1904,  σ. 25

Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 2023

1823-2023 ΔΙΑΚΟΣΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΜΠΟΤΣΑΡΗ

 



Ἡ ἐφημερίδα «Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας» τῶν Γρεβενῶν, σὲ συνεργασία μὲ τὸ «Ἑλληνομουσεῖον Ἀγράφων», δημοσιεύει, στὸ χριστουγεννιάτικο φ. 1048 τῆς 22ας Δεκεμβρίου 2023, ὀκτασέλιδο ἔνθετο ἀφιέρωμα γιὰ τὴν ἐπέτειο τῶν 200 ἐτῶν ἀπὸ τὸν ἡρωϊκὸ θάνατο τοῦ Μάρκου Μπότσαρη, στὸ Καρπενήσι, στὶς 9 Αὐγούστου 1823· καταληκτικὴ συμβολὴ στὶς ἐπετειακὲς ἐκδηλώσεις καὶ τὰ ἀφιερώματα στὸν Σουλιώτη ἥρωα τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821. Γράφουν: Στέφανος Καβαλλιεράκης, Κωνσταντῖνος Μπλάθρας, Παντελὴς Μπουκάλας, Ἀντώνης Ν. Παπαβασιλείου, Κώστας Ἀντ. Παπαδόπουλος, Κωνσταντῖνος Τσιώλης. Μπορεῖτε νὰ δεῖτε καὶ νὰ ἀποθηκεύσετε τὸ ἀφιέρωμα ἀπὸ ἐδῶ

https://drive.google.com/file/d/1UlDyRrEuGFx1OxNjY442DNrdK3-jeC_t/view?fbclid=IwAR1L8UgtJsOEpoNFAnIwIiw4j7GB1ne5Jh47hUCh8wGxCbPhFBcol0DFp40











Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2023

ΓΡΑΒΙΕΡΑ ΑΓΡΑΦΩΝ

 Ἑλβετικὸ τυρὶ ἀπ’ τ’ Ἄγραφα* 



Λέγεται ὅτι τὰ Ἄγραφα, καὶ εὐρύτερα ἡ Εὐρυτανία, εἶναι ἡ Ἑλβετία τῆς Ἑλλάδος. Ἔτσι, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ μὴν παράγει καὶ ἑλβετικὸ τυρί, πιστοποιημένο ὅμως ὡς «Γραβιέρα Ἀγράφων». Ὀνοματολογικῶς γιὰ τὴ λέξη «γραβιέρα» ὁ Νῖκος Σαραντάκος, σὲ δημοσίευμά του μὲ τίτλο, «Τὴ γραβιέρα τὴ φέρνει ὁ γερανός;» (https://sarantakos.wordpress.com/2021/10/18/gruyere/), σημειώνει ὅτι:

«Ὡς πρὸς τὴ λέξη, ἡ gruyère ἔγινε γραβιέρα μέσω ἰταλικῶν. Ἡ ἰταλικὴ λέξη εἶναι groviera / gruviera. Στὸ λεξικό Μπαμπινιώτη ἀλλὰ καὶ στὸ ΛΚΝ εἰκάζεται ὅτι ἡ ἰταλικὴ λέξη ἴσως προέκυψε ἀπὸ παρανάγνωση τοῦ γαλλικοῦ gruyère, δηλαδὴ τὸ y διαβάστηκε σὰν v. Μπορεῖ βέβαια νὰ μεσολάβησε κάποιος διαλεκτικὸς τύπος, ἂς ποῦμε πιεμοντέζικος ἢ καὶ τοπικὸς ἑλβετικός –αὐτό τὸ βρίσκω πιὸ πιθανό».

Ἡ Γραβιέρα Ἀγράφων παράγεται, ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 19ου αἰ. στὰ ὀρεινὰ τῶν Ἀγράφων, ὅπου τὸ ἰδαίτερο, ψυχρὸ κλίμα τῶν ὀρεινῶν ὄγκων καὶ ἡ μοναδικὴ χλωρίδα τοῦ βουνοῦ προσδίδουν ξεχωριστὴ γεύση καὶ ἄρωμα σ’αὐτὸ τὸ τυροκομικὸ προϊὸν τῶν Ἀγράφων. Ἀπὸ παλαιότερες ἐποχὲς ἡ Γραβιέρα Ἀγράφων εἶχε τὴν προτίμηση τῶν καταναλωτῶν σὲ μεγάλα ἀστικὰ κέντρα τῆς ἡμεδαπῆς ἀλλὰ καὶ τῆς ἀλλοδαπῆς μέσῳ τῶν λιμένων Βόλου, Ἑρμουπόλεως καὶ Πειραιῶς.

Ἡ πρώτη προσπάθεια παρασκευῆς εὐρωπαϊκοῦ τυριοῦ τύπου γραβιέρας ἔγινε στὰ 1888 στὸ χωριὸ Πετρῆλο τῶν Ἀγράφων (νῦν τῶν Ἀγράφων τῆς Θεσσαλιώτιδος), στὸ βουνὸ Γκαβέλ, (ὑψόμετρο 2133 μ.) ἀπὸ τὸν γεωπόνο-γαλακτολόγο Ραϊμόνδο Δημητριάδη, ὁ ὁποῖος ἵδρυσε ἐκεῖ τυροκομεῖο. Χρησιμοποιώντας πρόβειο γάλα προσπάθησε νὰ παρασκευάσει τυρὶ κατ’ ἀπομίμησιν τοῦ ἑλβετικοῦ. Τὸ ἰδιαίτερο τοπικὸ κλίμα τῆς περιοχῆς ἔδωσε ἕναν τύπο ἑλληνικοῦ  τυριοῦ ποὺ ἀπεκλήθη καὶ «τυρὸς Ἀγράφων»

 

Ἐπίσης, ὁ ἐκ Μαράθου τῶν Ἀγράφων Γιάννης Μάκκας μᾶς δήλωσε προφορικὰ ὅτι:

 

«—Τυρὸς Ἀγράφων εἶναι ἡ ὀνομαστὴ Γραβιέρα Ἀγράφων. Τὴν ἔκανε ὁ παππούλης μου Νίκος Μπουμπουρῆς μὲ πολλὰ κοπάδια πρόβατα γύρω στὶς 2000, στὰ χειμαδιὰ τοῦ Βάλτου τὶς δεκαετίες 1900-30 ὅπως μοῦ διηγόταν ἡ μάνα μου. Τὰ διάφορα σκεύη καὶ λοιπὰ καὶ ὁ χῶρος ποὺ ἔπηζαν τὸ τυρὶ αὐτὸ τὰ ὀνόμαζαν “τὰ παντζαριά”...τὸ τυρὶ τὸ ἔβαφαν κιτρινωπὸ χρῶμα χρησιμοποιώντας λουλούδια ἀπὸ κρόκο»

 

Ἐφ. Ἀκρόπολις, φ.18.11. 1889

Στὴν ἐφ. Ἀκρόπολις τῆς 18ης Δεκ. 1889, στὸ δημοσίευμα μὲ τίτλο «ΑΓΟΡΑ ΒΩΛΟΥ»,  ἀναφερόμενο στὴ διακίνηση ἀγροτοκτηνοτροφικῶν προϊόντων ἀπὸ τὴν πόλη καὶ τὸν λιμένα τοῦ Βόλου τῆς Μαγνησίας, μία παράγραφος ἀναφέρεται στὴ «Γραβιέρα Ἀγράφων», τὸ ὀνομαστὸ τυρὶ τῶν ὀρεινῶν Ἀγράφων, τὸ ὁποῖο μὲ τὴν ποιότητά του εἶχε κατακτήσει τὶς Ἀγορές.τῆς ἐποχῆς. Αὐτὸ μαρτυρεῖ καὶ ὁ τιμοκατάλογος τῶν τυροκομικῶν προϊόντων ποὺ διακινοῦνται ἀπὸ τὴν ἀγορὰ τοῦ Βόλου, ὅπου ἡ «Γραβιέρα Ἀγράφων» διατηρεῖ τὴν ὑψηλότερη τιμή. Τὸ δημοσίευμα ὑπογράφεται ἀπὸ τὸν Δ.Α.Τ., προφανῶς κάποιον ἀνταποκριτὴ τῆς Ἀκροπόλεως στὸν Βόλο· ἴσως κάποιος ἀπὸ τὴν ἀρχοντικὴ οἰκογένεια Τοπάλη τοῦ Βόλου:

«ΑΓΟΡΑ ΒΩΛΟΥ

[...]

Τ υ ρ ι ά.  Ἡ Γραβιέρα Ἀγράφων, ἡ καταπληκτικῶς ὁμοιάζουσα μὲ τὴν Εὐρωπαϊκήν, κατακτᾷ κάθ’ ἑκάστην ἔδαφος προτιμωμένη ταύτης διότι εἶναι εὐθηνοτέρα καὶ διότι ἔχει ἀρίστην γεῦσιν. Πεντακόσιαι ταύτης ὀκάδες ἀπεστάλησαν προχθὲς εἰς Σῦρον, ἰσόποσον δὲ εἰς Πειραιᾶ. Ἐπίσης ἐγένετο ἐξαγωγὴ καὶ ἀρκετοῦ ποσοῦ βουτύρου ἐξ οὗ καὶ μικρά τις ὑπερτίμησις αὐτοῦ.

 

Γραβιέρα Ἀγράφων, ποιότ. ἐξ. δρ.4—

Κασέρι ὀρεινὰ Α.  δρ. 2.80-2.85

Κασέρια ὀρεινὰ Β΄. δρ. 2.35-2.45

Κεφαλοτῦρι Α.΄π. (οὖζο Θηβ.) δρ.2.20-2.30

Κεφαλοτῦρι Β.΄ π. (ἀνοιξιάτικα) δρ. 1.90-2.00

Βαρελίσια Α΄. δρ. 1.75-1.80

Βαρελίσια Β΄. δρ. 1.50-1.60

Μανούρια δρ. 3.80-4.00

Μιζίθρα δρ. 3.00»

 

Στὸν ἀθηναϊκὸ Τύπο τῆς ἐποχῆς συναντοῦμε καταχωρήσεις γιὰ τόπους ὅπου πωλεῖται ἡ «Γραβιέρα Ἀγράφων», ὁ γνωστὸς «Τυρὸς Ἀγράφων», ἐν Ἀθήναις. Ἔτσι, στὴν ἐφημερίδα Σκρὶπ τῶν Ἀθηνῶν στὶς 22 Δεκ. 1901 ἀναφέρεται:

Ἐφ. Σκρίπ, φ.22.12.1901.

 

«ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΙΣ

ΕΚΟΜΙΣΘΗΣΑΝ ΕΛΑΙΑ καὶ ΟΙΝΟΙ Σκιάθου πρώτης ποιότητος, ΤΥΡΙ Ἀγράφων, ἐκλεκτοὶ ΟΙΝΟΙ Κεφαλληνίας γλυκεῖς καὶ μπροῦσκοι, ΒΟΥΤΥΡΟΝ ἐξαίσιον καὶ πωλοῦνται εἰς τὸ κατάστημα τοῦ κ. Β. Τσατσαρώνη, ὁδὸς Ὀφθαλμιατρείου ἀριθμὸς 7, πλησίον τοῦ Συλλόγου Παρνασσοῦ».

 

Καὶ στὴν ἐφημερίδα Ἐμπρὸς στὶς 7.Ὀκτ. 1902 ἀναφέρεται:

«Τυρὶ Ἀγράφων, Σπάροι Μεσολογγίου, Μανούρι Μακεδονίας εἰς τὸ παντοπωλεῖον Ι. Κουκούλη ὁδὸς Αἰόλου καὶ Πανεπιστημίου (Χαυτεῖα)».

 

Στὸ Ἐμπρὸς ἐπίσης,στὶς 4. Νοε. 1904 ἀνακοινώνεται ὅτι:

«Στὸ «ΝΕΟΝ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑ ΑΠΟΙΚΙΑΚΩΝ ΚΑΙ ΘΕΣΣΑΛΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΑΝΤΥΠΑ, Διασταύρωσις  ὁδῶν Ἀθηνᾶς – Σοφοκλέους. Βούτυρα γάλακτος ἁγνά, τυριὰ Ἀγράφων Γραβιέρα, τυριὰ παντὸς εἴδους Θεσσαλικὰ ὄσπρια πολὺ βραστερά, ἀποικιακὰ παντὸς εἴδους, μὲ τιμὰς ἀνεπιδέκτους συναγωνισμοῦ».

 

Πάλι στὸ Ἐμπρός, στὶς 3. Νοε. 1909 σημειοῦται:

«Μανούρια Μακεδονίας. Γραβιέρες καὶ κασσέρια Ἀγράφων, καθὼς καὶ βούτυρα γνήσια γάλακτος, θὰ εὕρητε εἰς τὴν μεγάλην ἀποθήκην Δ. ΒΟΥΖΑ ὁδὸς Εὐρυπίδου 15».

Ἐφ. Ἐμπρός, φ. 3.11.1909

 

Ἀκόμη, στὸ Σκρίπ, στὶς 13. Μαρτ. 1912 γράφεται:

«Στοῦ ΒΟΥΖΑ, Εὐρυπίδου 15. Ἔφθασαν ΜΕΖΙΘΡΕΣ καὶ ΓΡΑΒΙΕΡΕΣ ΑΓΡΑΦΩΝ. Ποιότης ἀρίστη. Ἐφετεινὴ ἐσοδεία».

 

Ἑπομένως, τὰ τυροκομικὰ προϊόντα τῶν Ἀγράφων, τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, εἶχαν μιὰν ἰδιαίτερη καὶ προνομιοῦχα θέση στὴν Ἀθηναϊκὴ ἀγορὰ καὶ ἴσως τὸ ἀγοραστικὸ κοινὸ τὰ προτιμοῦσε ἀπὸ τὰ ἀντίστοιχα εὐρωπαϊκὰ λόγῳ τῶν ἐξαιρετικῶν ἰδιοτήτων τους ἀλλὰ καὶ τῆς καλῆς τιμῆς τους.


Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης

  * Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὰ Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας τῶν Γρεβενῶν, φ. 1044, σ. 18.     


                                      

Πέμπτη 26 Οκτωβρίου 2023

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΩΡΑΪΤΙΔΗΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΑΙΓΙΝΗΣ

 

Στὸν καθηγητὴ

Δημήτριο Δ. Τριανταφυλλόπουλο,

γιὰ τὰ ὀνομαστήριά του

 

Ὁ μήνας Ὀκτώβριος μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ‒ὄχι ἀδικαιολόγητα‒ ὡς μήνας Ἀλεξάνδρου Μωραϊτίδη. Ὁ τριτεξάδελφος καὶ ὁμότεχνος τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη (Σκιάθος 1851-1911), ὁ Ἀλέξ. Μωραϊτίδης, γεννήθηκε στὶς 15 Ὀκτωβρίου 1850 στὴ Σκιάθο τῶν Β. Σποράδων καὶ ἐκοιμήθη ἐκεῖ, ὡς μοναχὸς Ἀνδρόνικος πλέον, στὶς 25 Ὀκτωβρίου 1929. Ἂς σημειωθεῖ ὅτι τὸ μοναχικό του ὄνομα ἑορτάζει ἐπίσης Ὀκτώβριο μήνα, στὶς 9 Ὀκτωβρίου, ἐνῷ τὴν ἴδια ἡμέρα ἑορτάζει τὸ μοναχικὸ ὄνομα Ἀθανασία, τὸ ὄνομα τῆς ἐν τῷ κόσμῳ συμβίας τοῦ Μωραϊτίδη, τῆς Βασιλικῆς Φουλάκη. Τέλος, ὁ Μωραϊτίδης ἦταν πατρὸς Δημητρίου Μωραϊτίδη, ποὺ ἑόρταζε στὶς 26 Ὀκτωβρίου τὴν ἡμέρα τιμῆς τῆς μνήμης τοῦ μεγαλομάρτυρος καὶ μυροβλήτου Δημητρίου, ποὺ θεωρεῖται ἡ κορωνίδα τῶν ἑορτῶν τοῦ μηνὸς Ὀκτωβρίου. Τέλος, ὁ Ἀλέξ. Μωραϊτίδης γιὰ τὸν μήνα Ὀκτώβριο, τὸν «Ἅη-Δημητρίτη» μῆνα ‒ὅπως τὸν ὀνομάζει‒ ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν ἅγιο Δημήτριο ἔχει ἀρθρογραφήσει σὲ ἐφημερίδες καὶ περιοδικὰ τῆς ἐποχῆς. Ἕνα ἀπὸ τὰ σωζόμενα χρονογραφήματά του σχετικὸ μὲ τὴν 26η Ὀκτωβρίου, ἡμέρα τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου Δημητρίου, εἶναι καὶ ἐκεῖνο τῆς 29ης Ὀκτ. 1903, τὸ ὁποῖο δημοσιεύεται μὲ τίτλο «Μία δεσποτικὴ ἀγρυπνία», στὴ στήλη «Πρόσωπα καὶ πράγματα», στὴν πρώτη σελίδα τῆς ἐφημερίδας Ἀθῆναι.* Ἡ ὁλονύκτιος ἀγρυπνία λαμβάνει χώραν, ἀπὸ τῆς 8ης μ.μ. τῆς 25ης Ὀκτ. 1903 μέχρι τὴν 5η π.μ. τῆς ἑπομένης ἡμέρας. Τὸ ἰδιαίτερο χαρακτηριστικό της εἶναι ὅτι λειτουργὸς τοῦ Ὑψίστου σ’ αὐτὴν τὴν ἀκολουθία ἦταν ὁ σεβασμιώτατος ἐπίσκοπος Πενταπόλεως, Νεκτάριος Κεφαλᾶς (1846 -1920) ὁ λαοφιλὴς ἱεράρχης καὶ παιδαγωγός, διευθυντὴς τότε τῆς Ριζαρείου Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς, ὁ ἅγιος πλέον Νεκτάριος Αἰγίνης. Τὸ δημοσίευμα εἶναι ἀκαταλογογράφητο καὶ ἀναδημοσιεύεται γιὰ πρώτη φορὰ μετὰ ἀπὸ τὴν πρώτη δημοσίευσή του στὴν ἐφημερίδα Ἀθῆναι, πρὶν ἀπὸ 120 χρόνια.

Τῷ Κυρίῳ Ἀλεξάνδρῳ Μωραϊτίδῃ /
τῷ λίαν μοι ἀγαπητῷ /
εὐχετικῶς
ὁ Πενταπόλεως. 

Ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, περίπου συνομίληκος τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, φαίνεται ὅτι διατηροῦσε προσωπικὴ σχέση μὲ τὸν τότε ἱεράρχη. Τεκμήριο, ἀμάχητο, αὐτῆς τῆς σχέσης εἶναι, ἡ ἀχρονολόγητη ἰδιόχειρη ἀφιέρωση τοῦ ἐπισκόπου Νεκταρίου (Κεφαλᾶ) στὴ σελίδα τίτλου τοῦ βιβλίου:

Νεκτάριος Κεφαλᾶς, Μητροπολίτης Πενταπόλως καὶ Διευθυντὴς τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ριζαρείου Σχολῆς, Ὀρθόδοξος Ἱερὰ Κατήχησις, ἐκδ. Σπυρίδωνος Κουσουλίνου, ἐν Ἀθήναις 1899

(τὸ ὁποῖο προφανῶς ὁ ἱεράρχης Νεκτάριος δώρισε στὸν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη):

Τῷ Κυρίῳ Ἀλεξάνδρῳ Μωραϊτίδῃ

τῷ λίαν μοι ἀγαπητῷ

εὐχετικῶς

ὁ Πενταπόλεως.

Ὅπως φαίνεται ἀπὸ ἰδιόχειρες κτητορικὲς ὑπογραφές, ποὺ σώζονται μαζὶ μὲ τὴν ἀφιέρωση στὴ σελίδα τίτλου τοῦ βιβλίου, αὐτὸ περιῆλθε ἀρχικὰ στὸν Δρ. Ἰω. Ν. Φραγκούλα καὶ στὴ συνέχεια, ἀπὸ αὐτόν, στὸν ἀρχιμανδρίτη Ἀλέξανδρο, τὸν κατὰ κόσμον, Κωνσταντῖνο Κανταράκια.

 Ὁ Μωραϊτίδης, γνωστὸς γιὰ τὴν περιγραφικὴ δύναμη τῆς γραφίδας του, μεταφέρει, μὲ θαυμαστὸ λογοτεχνικὸ λόγο, τὴν κατανυκτικὴ ἀτμόσφαιρα καὶ τὸ λειτουργικὸ καὶ ποιμαντικὸ εἰδικὸ βάρος τῆς μορφῆς τοῦ μητροπολίτου Νεκταρίου, ποὺ κυριαρχοῦσε σ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς ὁλονύκτιας ἀγρυπνίας:

«στύλος ἀκλόνητος προσευχῆς καὶ ἔξαρχος πανέντιμος τῆς ψαλμῳδίας, ἀπὸ τῆς 8 ἑσπερινῆς μέχρι τῆς 5 πρωϊνῆς»

ἡ ὁποία παρέπεμπε σὲ Ἁγιορείτικες ἢ Βυζαντινὲς ἀγρυπνίες. Δὲν θὰ ἦταν ὑπερβολή, κατὰ τὸν Μωραϊτίδη, νὰ εἰπωθεῖ ὅτι αὐτὴ ἡ ἱερὰ ἀγρυπνία ἔμοιαζε μὲ προσευχητικὴ σύναξη πρωτοχριστιανικῶν χρόνων, ὅπου μέ:

«ὕμνους καὶ προσευχὲς διήρχοντο ὅλην τὴν νύκτα οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ ὑπὸ τὴν ἡγεσίαν τῶν κατὰ τόπους ἐπισκόπων»

Ὁ ναὸς τῆς (Παναγίας) Καπνικαρέας
στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰ.
. [arthur_conan_doyle_
athens_-  
 
2-_2.jpg 1907].

Ἱεροψάλτης στὴν ὀκτάωρη ἀγρυπνία διετέλεσε ὁ Ἰωάννης Τσόκλης, πρωτοψάλτης τοῦ ναοῦ τῶν Ἁγίων Θεοδώρων Ἀθηνῶν καὶ διευθυντὴς τοῦ ἱστορικοῦ μουσικοῦ περιοδικοῦ Φόρμιγξ. Στὸν κηρυγματικό του λόγο:

«Ὁ σεβασμιώτατος Μητροπολίτης ὡμίλησεν ἀπὸ τοῦ Δεσποτικοῦ περὶ καθαρότητος καρδίας, ἀναπτύξας τὸν μακαρισμὸν "μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ", μὲ ὅλην τὴν προσιδιάζουσαν αὐτῷ διαλεκτικὴν γλυκύτητα καὶ χάριν»

Ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης ὁλοκληρώνει τὸ χρονογράφημά του μὲ τὴν εὐχή, οἱ χριστιανοὶ τῶν Ἀθηνῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης νὰ μποροῦν νὰ ἀπολαμβάνουν τὶς τόσο κατανυκτικὲς καὶ ψυχωφελεῖς αὐτὲς ἀκολουθίες ἀρκεῖ νὰ ἔχουν ἀνάλογες συνήθειες καὶ ἀνησυχίες.

 

Ἐφ. Ἀθῆναι, 29.10. 1903, 
σ. 1. 

«ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΑ

ΜΙΑ ΔΕΣΠΟΤΙΚΗ ΑΓΡΥΠΝΙΑ

Δὲν ἦτο ὀπτασία ἡ ὁλονύκτιος Ἀκολουθία ἡ τελεσθεῖσα ἐπὶ τῇ προχθεσινῇ πανηγύρει τοῦ μεγαλομάρτυρος Δημητρίου ἐν τῷ ναῷ τῆς Καπνικαρέας, ἀλλ’οὐδὲ ὄνειρον ὁρκολήπτου ἦτο ἡ νυκτερινὴ ἐκείνη ψαλμῳδία, ἀνθρώπου ὁποῦ νὰ εἶχε διαβάσει περιγραφὰς βυζαντινῶν ἀγρυπνιῶν, ἢ νὰ εἶχεν ἰδῇ τοιαύτας εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀλλ’ ἦτο Ἀγρυπνία, μὲ ὅλας τὰς διατυπώσεις της καὶ ὅλας τὰς διατάξεις τῶν Ἐκκλησιαστικῶν τυπικῶν, φέρουσα ἐπὶ πλέον ἓν ἔκλαμπρον ἐπισφράγισμα, ὅπερ θὰ μείνῃ ὡς τὸ ὡραιότερον χρυσόβουλλόν της, τὴν συμμετοχὴν τοῦ πανιερωτάτου Μητροπολίτου Πενταπόλεως καὶ διευθυντοῦ τῆς Ριζαρείου Σχολῆς κ. Νεκταρίου, ὅστις προεξῆρχε καθ’ ὅλον τὸ ὀκτάωρον διάστημα, στύλος ἀκλόνητος προσευχῆς καὶ ἔξαρχος πανέντιμος τῆς ψαλμῳδίας, ἀπὸ τῆς 8 ἑσπερινῆς μέχρι τῆς 5 πρωϊνῆς, θελήσας οὕτω ἐπαινετῶς νὰ ἀπολαύσῃ τὸ ἀνέκφραστον κάλλος μιᾶς νυκτερινῆς προσευχῆς καὶ ἐπαναγάγῃ εἰς τὴν μνήμην μας, τῶν ἀρχαίων χριστιανῶν τὰς ἱερὰς Συνάξεις, αἱ ὁποῖαι ἐγίνοντο,κατὰ τὰς μνήμας τῶν μαρτύρων εἰς τοὺς ἀθλητικούς των ναούς, ὅτε μὲ ὕμνους καὶ προσευχὲς διήρχοντο ὅλην τὴν νύκτα οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ ὑπὸ τὴν ἡγεσίαν τῶν κατὰ τόπους ἐπισκόπων

**

Ἤδη ἀπὸ τῆς 8 ἑσπερινῆς ὥρας ὁ ναὸς τῆς Καπνικαρέας εἶχε πληρωθῆ εὐλαβῶν ἀγρυπνητῶν ἐν συνωστισμῷ ὅμως πανηγυρικῷ, ὁποῦ οἱ πλεῖστοι ὄρθιοι, ὅλην τὴν νύκτα, παρέστησαν θεαταί, πρόχειροι καὶ ἀτέλεστοι μύσται, μιᾶς ἐκ τῶν ἀθανάτων ἀκολουθιῶν τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ ἑσπερινὸς ἐψάλη πρωτοστατοῦντος τοῦ πρωτοψάλτου τῶν Ἁγίων Θεοδώρων καὶ ἐκδότου τῆς μουσικῆς ἐφημερίδος «Φόρμιγγος». Τὸν ἑσπερινὸν διεδέχθη ἀμέσως ὁ Ὄρθρος, ἀναγνόντος ἐν ἀσκητικῇ κατανύξει τὸν ἑξάψαλμον τοῦ πανιερωτάτου Ἱεράρχου, μεθ’ ὃ ἐπηκολούθησαν αἱ σκιρτικαὶ μελῳδίαι τῶν Πολυελαίων καὶ τέλος μετὰ τοὺς Αἴνους ἤρχισεν ἡ θεία λειτουργία ὁλόφωτος ἡ πασχαλινή, ἱερουργοῦντος τοῦ σεβ. Νεκταρίου. Ἡ λιτὴ τοῦ Ἑσπερινοῦ, ὅτε ἔγινεν ἐντὸς τοῦ ναοῦ ἡ κατανυκτικὴ λιτανεία τῆς εἰκόνος τοῦ Μυροβλήτου Μεγαλομάρτυρος, τῶν ἐκκλησιαζομένων βασταζόντων κηρία καὶ γονυπετούντων καὶ τοῦ σεβ. Μητροπολίτου ψάλλοντος τὸ τροπάριον τοῦ Ἁγίου, εἶχε τι τὸ ἄκρως γοητευτικὸν συγκινοῦν μέχρι δακρύων. Ἀλλ’ ὅτε, εἰς τὸ τέλος τῆς θείας λειτουργίας, οἱ χριστιανοὶ προσερχόμενοι μετελάμβανον τῶν θείων Μυστηρίων παρ’ αὐτοῦ τοῦ ἀρχιερέως, ὅστις περιχαρὴς ἀπὸ πνευματικὴν χαρὰν ἐπὶ ὥραν μετέδιδε τὰ Ἄχραντα, ἡ ἐντύπωσις ἦτο ἀπεριγράπτως ὑψηλὴ μιᾶς σκηνῆς ἱερᾶς θεωρία, τὴν ὁποίαν μόνον εἰς κύκλους ἐρημικῶν χριστιανῶν θὰ ἠδύνατο κανεὶς νὰ συναντήσῃ σήμερον, ἢ εἰς ἀσκητήρια καὶ μονάς.

*

Οἱ θόλοι οἱ σκοτεινοὶ καὶ πολυσχιδεῖς τοῦ βυζαντινοῦ ναΐσκου, τὰ τόξα τῶν χορῶν τὰ ἡμιφώτιστα, αἱ ἁγιογραφίαι αἱ θαμβαὶ ἀπὸ τοὺς καπνοὺς τῶν κηρίων, προσέδιδον κατ’ἀρχὰς εἰς τὸν αἴφνης εἰσερχόμενον ἀπὸ τῆς ἔξω θορυβώδους τῆς πόλεως κινήσεως, ὄψιν κατακόμβης τινὸς ρωμαϊκῆς, ὅπου οἱ χριστιανοὶ τῶν πρώτων αἰώνων φεύγοντες τοὺς διώκτας ἐτρύπωνον μυστικὰ εἰς τὰ ὑποχθόνια σκότη νὰ τελέσωσι τὰς προσευχάς των.

Ἀλλ’ ὅταν ἔμενεν ὀλίγον καὶ ἔβλεπεν τὴν ἀκτινοβολοῦσαν χαρὰν τῶν προσευχομένων, τὴν παρρησίαν ἐκείνην τῆς ψαλμῳδίας καὶ τὴν δόξαν τὴν ἐπίσημον τῆς τελετῆς, κατενόει ὅτι εὑρίσκεται εἰς ἄκρως εὐσεβοῦσαν πόλιν, ἡ ὁποία ἀπὸ ἀπείρως θείαν συγκατάβασιν ἠξιώθη νὰ ἔχῃ εἰς τοὺς κόλπους της τοιούτους εὐλαβητικοὺς κύκλους, ἀναμιμνήσκοντας μὲ τὸν πόθον των τὸν χριστιανικόν, τοὺς χρόνους τοὺς λαμπροὺς τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅτε ὁ μέγας τῆς Καππαδοκίας Ἱεράρχης, ἡγούμενος πολυπηθοῦς ἱεροῦ θιάσου ἠγρύπνει εἰς τοὺς ναοὺς τῶν Μαρτύρων κατὰ τὰς μνήμας αὐτῶν, ὅτε ἀπήγειλλε καὶ τοὺς ἀθανάτους αὐτοῦ λόγους. Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἐντύπωσιν ἐλάβομεν, ὅτε τὴν δευτέραν ὥραν μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ἐν τῇ στ΄ ᾠδῇ τοῦ κανόνος, ὁ σεβασμιώτατος Μητροπολίτης ὡμίλησεν ἀπὸ τοῦ Δεσποτικοῦ περὶ καθαρότητος καρδίας, ἀναπτύξας τὸν μακαρισμὸν «μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ», μὲ ὅλην τὴν προσιδιάζουσαν αὐτῷ διαλεκτικὴν γλυκύτητα καὶ χάριν. Τὰς στιγμὰς ἐκείνας, ὅπου ὁ σεβασμιώτατος Ἱεράρχης μειλειχίως καὶ πραέως διελέγετο, οὕτως εἰπεῖν, μὲ τὸ Ἐκκλησίασμα μὲ τὸ ἀσκητικὸν ἐκεῖνο παράστημά του, τὸ ὁποῖον ὑπὸ τὰ φῶτα ἐλάμβανε βυζαντινῆς ἁγιογραφίας στιλβηδόνας παρηγορούσης καὶ τὴν πλέον θλιμμένην ψυχήν, ἐθαρρούσαμεν πὼς ὀνειρευόμεθα τὸν Ἱεράρχην τῆς Καππαδοκίας, ἀγρυπνοῦντα ἐπὶ τῇ μαρτυρικῇ μνήμῃ τοῦ Μυροβλήτου, ἐν μέσῳ παρελθόντων αἰώνων χριστιανικοῦ κόσμου. Ἀλλ’ ὅταν αἴφνης εἰς τὸ τέλος ἐνωτίσθημεν τὸν παραμυθητικὸν χαιρετισμὸν τοῦ σεβ. διευθυντοῦ τῆς Ριζαρείου εὑρέθημεν εἰς μέσαις Ἀθήναις καὶ εἴδαμεν ὅτι δὲν εἶναι ἐμπόδιον ἡ ἐποχὴ τοῦ νὰ στερούμεθα τοιούτων ἀπολαύσεων, ἀλλ’ οἱ ἄνθρωποι τοὺς ὁποίους ψυχραίνει ἡ ἔλλειψις αὐτῶν τῶν τόσον παραμυθητικῶν συνηθειῶν τῆς Ἐκκλησίας μας.

ΑΛ. ΜΩΡΑΙΤΙΔΗΣ» 

*Τὸν ἐντοπισμὸ τοῦ χρονογραφήματος τοῦ Ἀλέξ. Μωραϊτίδη ὀφείλω, μετ’ εὐχαριστιῶν, στὴ Λαμπρινὴ Τριανταφυλλοπούλου.

** Γιὰ τὴν αὐτόγραφη ἀφιέρωση τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, εὐχαριστῶ θερμὰ στὸν σκιαθίτη Γιάννη Παρίσση, πρόεδρο τοῦ Μουσείου Ναυτικῆς καὶ Πολιτιστικῆς Παράδοσης Σκιάθου.

 ***Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὴν ἐφ. Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας, φ.1040, 27.10.2023, σ. 15-16.




Τετάρτη 4 Οκτωβρίου 2023

ΣΤΕΦΑΝΟΚΑΣΣΕΛΑΚΕΙΟΝ**

 

«Στέφους, Στιφανής, Στιφανάκους,

Φανάκους, Στέφανους, Στέφανος:

ἀπὸ τὸ οὐσ. στέφανος (στεφάνι),

ποὺ σημαίνει τὸν νικητή,τὸν ἀθλοφόρο,

τὸν ἁγνό, τὸν ἄξιο καὶ ἔντιμο ἄνθρωπο»·

(Νικόλαος Γ. Ἀλεξάκης,

Τὸ Ἀγραφιώτικο ἰδίωμα, Ἀθήνα 2008, σ. 286)

 


M
ιᾶς καὶ διανύουμε ἡμέρες δόξης ἐκλογικῆς, καὶ ὄχι μόνον, τοῦ  Στέφανου Κ α σ σ ε λ ά κ η, ‒μὲ 2 "σ" παρακαλῶ‒, θυμηθήκαμε τὸ διήγημα τοῦ Ἀλεξάνδρου Μωραϊτίδη «Ὁ Μπάρμπα-δήμαρχος», δημοσιευμένο στὶς 31 Δεκ. 1891 καὶ 1η Ἰαν.1892 στὴν ἐφημερίδα Ἀκρόπολις τοῦ Βλάση Γαβριηλίδη, τὸ ὁποῖο ἐπανεκδώσαμε, σχολιασμένο, τὸ 2019 στὶς ἐκδόσεις manifesto. Ἐκεῖ, ὁ ἥρωας τοῦ διηγήματος, ὁ Στέφανος, ὁ χαριτολογικὰ ἀποκαλούμενος «Στεφανάκης», πολύφερνος γαμπρὸς καὶ ἀρραβωνιαστικὸς τῆς Χρυσῶς, ‒τῆς ὡραίας λευκῆς κόρης, «τοῦ Χρυσοῦ» ὅπως τὴν ἀναφέρει ὁ Μωραϊτίδης‒ ἀρνούμενος τὸν γάμο ἂν δὲν τοῦ δοθεῖ ἡ προῖκα, τὸ λεγόμενον «μέτρημα», ἀπὸ «χίλιες δραχμές», κυκλοφοροῦσε στὸ νησὶ μὲ τὴν «κ α σ σ ε λ ί τ σ α»  του καὶ τὴν «τσεργίτσα» του. Ἡ προῖκα βρέθηκε θαυματουργικῶς, κι ὁ Στεφανάκης, ὁ γαμπρὸς ‒«νέος τριάκοντα ἐτῶν»‒ ἐξεξάκιωσε καὶ ἐδέησε νὰ ἔλθει εἰς γάμου κοινωνίαν· νὰ  σ τ ε φ α ν ω θ ε ῖ:

 

« [...] Ἦλθεν ἕνας χειμῶνας, ἦλθεν ἕνα καλοκαῖρι, ἦλθεν ἄλλος χειμῶνας, ἦλθεν ἄλλο καλοκαῖρι, ὁ Στεφανάκης τοὺς ἔστελνεν ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα εἰς τὴν Λαμπρή, καὶ ἀπὸ τὴν Λαμπρὴ στὰ Χριστούγεννα, τὴν ἡμέραν δ᾿ ἀκριβῶς τὴν ὁρισθεῖσαν ὑπὸ τοῦ ἰδίου διὰ τὸν γάμον, ἔκαμνε τὸν θυμωμένον, ἐκάκιωνε μὲ τὸ παραμικρόν, ἐλάμβανε τὴν κ α σ σ ε λ ί τ σ α* του καὶ τὴν τσεργίτσα του καὶ ἐπήγαινε καὶ ἐκοιμᾶτο εἰς τὸ καφενεῖον.

Τί νὰ σοῦ κάμῃ καὶ ἡ Μιλάχρω; Τὰ χρήματα, καθὼς ἔλεγε καὶ ὁ Μπάρμπα- δήμαρχος, δὲν κόπτονται ἀπὸ τὸν τοῖχον. Καὶ ἀπὸ τὸν τοῖχον ἂν ἐκόπτοντο, τῆς Μιλάχρως τὸ σπίτι οὔτε τοίχους σχεδὸν εἶχε, τὸ ἐρείπιον! Εἶχεν ὅμως φοῦρνον ἡ Μιλάχρω, καὶ ἀπὸ τὸν φοῦρνον ἐσύναζε φουρνιάτικα. Ἀπὸ τὰ φουρνιάτικα λοιπὸν κατεσκεύαζεν ὡραῖα ἀφράτα ψωμιὰ μὲ τὸ σησάμι, τὸ Χρυσὼ ἔκαμνε νόστιμα καὶ ἐπιτυχημένα γλυκύσματα, ἔψηναν καμμιὰ κόττα παχειά, ἐγέμιζον καὶ μιὰ μποτίλια μοσχάτο εὐῶδες καὶ τὰ κουβαλοῦσεν ἡ Μιλάχρω ὕστερον ἀπὸ ὀλίγες ἡμέρες εἰς τὸν γαμβρόν της· καὶ ὁ "σημαδιακὸς" ἐξεκάκιωνε, καὶ ἐκουβαλοῦσε πάλιν τὴν κ α σ σ ε λ ί τ σ α  καὶ τὴν τσεργίτσα του εἰς τὴν οἰκίαν τῆς ἀρραβωνιαστικῆς του, ἥτις μὲ τὰ δάκρυα τὸν ὑπεδέχετο τὸν ἄκαρδον ἀρραβωνιαστικόν της.

 — Θὰ γέν᾿ πλειὸ ὁ γάμος, Μιλάχρω! Ἔλεγαν μετὰ πεποιθήσεως αἱ γειτόνισσαι.

 — Σὰ θέλ᾿ ὁ Θεός! ἀπῆντα ἡ μήτηρ μετ᾿ ἀμφιβολίας.

Πλὴν ὁ Θεὸς δὲν ἤθελε· καὶ τὴν ἐπαύριον κλειστὸς ὁ φοῦρνος καὶ κατάκλειστον τὸ σπίτι.

Ἡ Μιλάχρω μετὰ τῆς κόρης ἐπήγαιναν νύκτα-νύκτα εἰς τὸ ἀμπέλι νὰ συνάξουν λάχανα καὶ νὰ ξεσκάσουν μετὰ τὴν ἄρνησιν πάλιν τοῦ "στερημένου", ὅστις ἔχων τὰ βιολιὰ ὅλην τὴν ἡμέραν ἐχόρευεν εἰς τὸ καφενεῖον του μόνος του, διότι οἱ φίλοι του ἤρχισαν νὰ τὸν ἐγκαταλείπουν διὰ τὴν διαγωγὴν του αὐτὴν καὶ νὰ τὸν εἰρωνεύωνται.

— Τὸ προικιό σ᾿ εἶν᾿ αὐτό, Στεφανάκη;

Τὸν ἠρώτων, βλέποντες ἐπὶ τῆς ξυλίνης παγκιέτας τοῦ καφενείου του μίαν  κ α σ σ ε λ ί τ σ α  καὶ μίαν τσεργίτσα.

Καὶ ὅμως ὁ Στεφανάκης φαίνεται νὰ τὴν ἠγάπα τὴν ὡραίαν κόρην ἀληθῶς, διότι πάντοτε τὴν ἡμέραν τοῦ κακιώματος ἔπαιρνε τὰ βιολιὰ καὶ ἐμέθυεν ὄχι ἀπὸ τὴν χαράν του, ἀλλ᾿ ἀπὸ τὴν λύπην του.

[...]

Ὁ νέος δήμαρχος, δραστήριος καὶ ἱκανὸς ἄνθρωπος, ἀνάδοχος τοῦ Χρυσοῦ, θεωρῶν ἐντροπὴν ἰδικήν του νὰ συμβαίνωσι τοιαῦται ἐντροπαὶ εἰς τὸ χωρίον του, νὰ εἰσέρχωνται δηλαδὴ οἱ γαμβροὶ εἰς τὰς οἰκίας τῶν ἀρραβωνιαστικῶν καὶ ὕστερον νὰ κακιώνουν ἀναβάλλοντες ἐπ᾿ ἀόριστον τὸν γάμον, εἶχεν ἀποφασίσει, ὅταν τὸν ξεκακιώσουν τὸν Στεφανάκην καὶ ἐπανέλθῃ πάλιν εἰς τὴν οἰκίαν τῆς μνηστῆς του μὲ τὴν κ α σ σ ε λ ί τ σ α  ν καὶ μὲ τὴν τσεργίτσαν του, νὰ σπεύσῃ τὴν νύκτα ὁ κύριος δήμαρχος κρυφὰ μὲ τὸν παπᾶ καὶ νὰ τὸν στεφανώσῃ τὸν Στεφανάκην ἕνα βράδυ ὅσο νὰ πῇς κρεμμύδι.

—Ἔτσι θέλουν αὐτοί! ἔλεγεν ὁ κ. δήμαρχος πρὸς τὴν Μιλάχρω ἐκείνας τὰς ἡμέρας.

Ὅσον δι᾿ ἄδειαν ἐπισκοπικήν, ὀλίγον ἐφρόντιζεν. Ἠδύνατο αὐτὸς νὰ  σ τ ε φ α ν ώ σ ῃ καὶ ξεστεφανώσῃ πολλοὺς τέτοιους σὲ μιὰ βραδυά, φθάνει μόνον νὰ προέκυπτεν ἀγαθὸν εἰς τὸ χωρίον».

 

Τὸ Χρυσὼ καὶ ὁ ἀρραβωνιαστικός της, ὁ Στεφανάκης. Σχέδιο Νικόλα Δημητριάδη.


Καὶ ἡ Μιλάχρω, ἡ σύζυγος τοῦ Γιωργιοῦ τοῦ Μπάρμπα-δήμαρχου, ἡ πενθερὰ τοῦ Στεφανάκη, ἡ θέλουσα νὰ ἰδεῖ στεφανηφοροῦσα τὴν θυγατέρα της τὸ Χρυσώ:

 

 «μία ἀνδρογυναῖκα ὡς ἐκεῖ ἀπάνω, μὲ δύο χέρια μακρὰ ὡς τὸ φουρνόξυλο, διὰ τοῦ ὁποίου διηυθέτει τὶς κλάρες ἐν τῷ ἀναμμένῳ φούρνῳ, ἂν καὶ πολλάκις αἱ γυναῖκες αἱ φουρνίζουσαι τὰ ψωμία, τὴν εἶδον τὴν Μιλάχρω ἀπάνω εἰς τὴν ὀχλοβοὴν νὰ διευθετῇ μὲ τὰς μακρὰς καὶ ξηρὰς χεῖρας της, ἀψηφοῦσα τὸ πῦρ, τὸ ὁποῖον, λέγεις, τὰς εἶχε ψήσει καὶ μεταβάλει εἰς φουρνόξυλο

[...]

.Εἶχε καταλάβει ἡ Μιλάχρω ὅτι ὁ Στεφανάκης τὸ ἀγαποῦσε τὸ Χρυσὼ καὶ θὰ ἐπερνοῦσαν πολὺ καλὰ αὐτὸν τὸν ψεύτικον κόσμον. Ὁ δὲ Στεφανάκης πάλιν διὰ νὰ λησμονηθῇ ἡ τόση ἀπονιά του προσεπάθει νὰ πείσῃ τὴν κυρὰ-Μιλάχρω λέγων ὅτι τὸ εἶχε σὲ ντροπή του νὰ μὴ πάρῃ καὶ αὐτὸς λίγο μέτρημα, ἀφοῦ ὅλοι παίρνουν·ἔπειτα μήπως, κυρὰ Μητέρα, τῆς ἔλεγε,  μ α ζ ὺ  δ ὲ ν  θ ὰ  τ ὰ  φ ᾶ μ ε  τ ὰ  φ λ ω ρ ι ά;»

 

Καί, «οὕτως ἔλαβεν ἑκάτερος τὸ ἴδιον αὐτοῦ πρᾶγμα». Ὁ Στέφανος Κασσελάκης ἄνετη, ἰσχυρὴ πλειονοψηφία στὴν κάλπη· ὁ Στεφανάκης τὸ "μέτρημά" του μαζὶ μὲ τὸ Χρυσώ· καί, ἡ Μιλάχρω καὶ ὁ σύζυγός της ὁ Γιωργὸς ὁ Μπάρμπα-δήμαρχος  σ τ ε φ ά ν ω σ α ν  τὴ θυγατέρα τους μὲ τὸν τριαντακονταετῆ Στεφανάκη, «ναυτικὸν κατὰ πρῶτον καὶ ἤδη διατηρῶν καφενεῖον, ὡς ἀκινδυνωδέστερον στάδιον τοῦ βίου».

 

Ντῖνος Ἀγραφιώτης

 

* Οἱ ἀραιογραφήσεις εἶναι τοῦ ὑπογράφοντος

** Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὴν ἐφημ. Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας τῶν Γρεβενῶν, φ. 1036, σ. 18.