Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Τετάρτη 25 Οκτωβρίου 2017

24 ΟΚΤ. 2017. ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΚΩΣΤΑ ΔΗΜΟΥ ΜΑΡΑΓΙΑΝΝΗ

Βαθειὰ συγκίνηση ἁπλωμένη στὴν ψυχή μας καὶ ὅλη τὴν περιοχὴ τῶν Ἀγράφων ἔκαμε ἡ εἴδηση τῆς κοιμήσεως τοῦ Κώστα Δήμου Μαραγιάννη ἑνὸς διακριμένου ἐπιστήμονα στενοῦ φίλου καὶ ὑποστηρικτὴ τῶν Ἀγράφων, ἰδιαίτερα τῶν Μεγ. Βραγγιανῶν, τοῦ «Ἑλληνομουσείου Ἀγράφων», τόπου κοιμήσεως τοῦ ὁμοχώριού του ὁσίου Εὐγενίου Γιαννούλη τοῦ Αἰτωλοῦ.     

Πάντα ἡ σκέψη του ἦταν στὰ ἀπόκρημνα καὶ βαθύσκια βουνὰ τῶν Ἀγράφων μέρη ὅπου δίδαξε καὶ καθαγίασε ὁ ὅσιος Εὐγένιος: «ἐκεῖ στὴν ‘‘Φοντάνα’’ αἰωροῦνται τὰ χνῶτα τοῦ Ἁγίου», ἔλεγε. Εἴχαμε τὴν τιμὴ νὰ τὸν γνωρίσουμε, αὐτὸν καὶ τὴν οἰκογένειά του, τόσο ἀπὸ τὶς προσκυνηματικὲς ἐπισκέψεις του στὸν τόπο μας ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν δική μας παρουσία ἐκεῖ ὅπου ζοῦσε καὶ νὰ ἀντιληφθοῦμε μὲ λόγο καὶ ἔργο τὴν ἀγάπη, τὸ ἐνδιαφέρον καὶ τὴν μέριμνά του γιὰ τὸν τόπο μας καὶ τὴν ἱστορία του. Οἱ ὡραῖοι βλαστοὶ τοῦ οἴκου του, ποὺ δικαιώνουν ὅλες τὶς ἐλπίδες ποὺ στήριζε σ᾿ αὐτοὺς ὁ ἀείμνηστος καὶ ἦταν ἡ χαρὰ καὶ τὸ καύχημά του, ἀποτελοῦν γιὰ μᾶς παρακαταθήκη συνέχειας τῆς πνευματικῆς μας σχέσης, ποὺ ὑποστασιάζεται ἀπὸ τὴ σχέση τοῦ Εὐγενίου Γιαννούλη μὲ τὸν φιλοστόργως βιογραφήσαντα τὸν διδάσκαλό του Ἀναστάσιο Γόρδιο, τὸν ὁμοχώριο μας. Ὁ Θεὸς ἂς παρηγορεῖ τοὺς οἰκείους του καὶ ἂς ἀναπαύσῃ τὴν ψυχή του ἐν σκηναῖς τῶν Δικαίων.

Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης

Τρίτη 24 Οκτωβρίου 2017

ΜΝΗΜΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΩΡΑΪΤΙΔΟΥ († 25 ΟΚΤ. 1929). Ο ΜΩΡΑΪΤΙΔΗΣ ΣΤΟ ΚΑΡΠΕΝΗΣΙ (1901)

Τὸ Εὐρωπαϊκὸ Κέντρο Εὐρυτανικῶν Σπουδῶν καὶ Ἐρευνῶν (ΕΥΚΕΣΕ) σὲ συνεργασία μὲ τὴν ἱστορική «Πανευρυτανικὴ Ἕνωση», τὰ Γενικὰ Ἀρχεῖα τοῦ Κράτους (ΓΑΚ) Ἀρχεῖα Ν. Εὐρυτανίας καὶ τὸν σύλλογο Καρπενησιωτῶν «Τὸ Βελούχι» πραγματοποίησε στὸ Καρπενήσι,  ἀπὸ18 ἕως 21 Ὀκτωβρίου 2017, ἐπιστημονικὸ συνέδριο μὲ θέμα:
«Τὸ Καρπενήσι στὴ διαχρονική  του πορεία, ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ὡς τὶς μέρες μας»
Ἀπὸ τὶς ἐργασίες τοῦ Συνεδρίου παραθέτουμε τὴν προφορική μας εἰσήγηση σχετικὰ μὲ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Ἀλεξ. Μωραϊτίδη  ὅπως ἀνακοινώθηκε στὶς 20 Ὀκτωβρίου, στὰ χρονικὰ περιθώρια τοῦ 12λέπτου τῶν εἰσηγήσεων:


Ὅλα ἐν τῷ Καρπενησίῳ μεγαλοπρεπῆ
Τὸ ταξίδι τοῦ  Ἀλεξάνδρου  Μωραϊτίδη στὸ Καρπενήσι

Ἡ ἀπάντηση στὸ χαριτoλογικὸ ἐρώτημα: ποιό «νησί» δὲν περιβάλλεται ἀπὸ θάλασσα; εἶναι, ὡς γνωστόν, τὸ Καρπε – νῆσι! Αὐτὸ βέβαια παρὰ τὸν ἀνεκδοτολογικό του χαρακτῆρα ἔχει καὶ «σπέρμα ἀληθείας» καθὼς τὸ Καρπενῆσι δὲν περιβάλλεται μὲν ἀπὸ θάλασσα ἔχει ὅμως ἐπίνειον. Αὐτὸ τὸ δηλώνει ἕνας ἀπὸ τὰ γεννοφάσκια του νησιώτης, ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης (Σκιάθος 1850-1929) ὅταν, ὡς «δημοσιογραφικὸς ταξειδιώτης», ὅπως ὁ ἴδιος ἀποκαλεῖ τὸν ἑαυτό του, προκειμένου νὰ μεταβεῖ ἀπὸ τὸν Πειραιᾶ στὸ Καρπενῆσι ἀποβιβάζεται στὴ Στυλίδα. Σημειώνει πὼς ἡ Στυλίδα:
«Ἔχει τὴν τιμὴν νὰ εἶναι τὸ ἐπίνειον ὄχι μόνον τῆς Λαμίας, ἀλλὰ καὶ τοῦ Καρπενησίου ἀκόμη.
—Σιγά, σιγὰ παρακαλῶ, μὴ μᾶς ἀκούσῃ κανένας ἀμερικάνος καὶ μᾶς πάρῃ γιὰ παλαβούς.
Καὶ ὅμως εἶναι ἀληθές.
Ἀπὸ τὴν Στυλίδα πρέπει νὰ προχωρήσει κανεὶς διὰ τὸ Καρπενήσιον.
—Ἀλήθεια βρὲ παιδιά!
—Ἀλήθεια κι᾿ ἀλήθεια!
Καὶ εἰς ὅλον τὸ ταξεῖδί μου ἕως ἐδῶ, πρόβλημα ἄλυτον κατέτρωγε τὸν λογισμό μου:
—Ἀπὸ ποῦ τάχα νὰ πᾶνε στὸ Καρπενῆσι;
Ἕως ὅτου κατάλαβα πὼς ἀπὸ ἐδῶ πᾶνε στὸ Καρπενῆσι!»
(Διατηρεῖται ἡ ὀρθογραφία τῆς πρώτης δημοσιεύσεως στὴν ἐφ. «Ἀκρόπολις»)
Ἐδῶ, παρενθετικά, ἐπιβεβαιοῦντες τὸν Μωραϊτίδη, καὶ σχετιζόμενο μὲ τὴ γενέτειρά του Σκιάθο, παραθέτουμε ἕνα ἔγγραφο, μία συμβολαιογραφικὴ πράξη τοῦ 1838, μεταξὺ τοῦ Σκιαθίτη πλοιάρχου Ἀναγνώστη Τζανάκου καὶ πολιτοχωριτῶν τοῦ Καρπενησίου γιὰ μεταφορὰ 50 περίπου μεταναστῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς, μὲ τὸ ἱστιοφόρο «Ποσειδών», [προφανῶς ἀπὸ τὴ Στυλίδα]  μὲ προορισμὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Μάλιστα στὸ συμβόλαιο προβλέπεται μετὰ τὴν ἀναχώρηση, στάση καὶ παραμονὴ τριῶν περίπου ἡμερῶν στὴ Σκιάθο γιὰ ἀνεφοδιασμό. Ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες δηλ. οἱ πολιτοχωρίτες τοῦ Καρπενησιοῦ φιλοξενήθηκαν στὴν πατρίδα τοῦ Μωραϊτίδη καὶ τοῦ Παπαδιαμάντη:
Περῶντες δὲ ἀπὸ τὴν Σκιάθον θέλει μείνει ἐκεῖ δύο, ἕως τρεῖς ἡμέρας διὰ νὰ ἑτοιμάσῃ τροφάς, εἰ δὲ καὶ μείνει περισσότερον, τὰ ἔξοδα τῶν ἐπιβατῶν ἐννοοῦνται εἰς βάρος τοῦ πλοιάρχου.  
Τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1901 ὁ διηγηματογράφος, δημοσιογράφος, θεατρικὸς συγγραφέας καὶ μεταφραστὴς Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης πραγματοποιεῖ ἕνα περιπετειῶδες καὶ κοπιαστικὸ ταξίδι  ἀπὸ τὴν Ἀθήνα στὸ Καρπενῆσι. 

Μὲ τὸ ἀτμόπλοιο «Ἤπειρος» τῆς Ἑταιρείας «Πανελλήνιος»  ἀπὸ τὸν Πειραιᾶ μεταβαίνει μέσῳ Χαλκίδος στὴ Στυλίδα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ὁδικῶς μὲ ἅμαξες ἱππήλατες, μέσῳ Λαμίας, περνῶντας ἀπὸ χιονισμένα βουνὰ καὶ πελώρια ἔλατα, φτάνει στὸ Καρπενῆσι.

Τὸ ταξιδιωτικὸ τοῦ Μωραϊτίδη στὸ Καρπενήσι δημοσιεύεται στὴν ἐφημερίδα «Ἀκρόπολις» τοῦ Βλάση Γαβριηλίδη, μιᾶς μεγάλης δημοσιογραφικῆς, καὶ ὄχι μόνον μορφῆς τῆς ἐποχῆς, στενοῦ φίλου καὶ συνεργάτη καὶ τῶν δύο ἐκ τῆς πνευματικῆς ξυνωρίδος τῆς Σκιάθου: τοῦ Μωραϊτίδη καὶ τοῦ Παπαδιαμάντη. 
Δημοσιεύεται σέ «πρώτη θέση», στὴν πρώτη σελ. τῆς Τρίτης 15ης Ἰαν. 1902 μὲ τὸ φιλολογικὸ ψευδώνυμο «Ὁ ταξειδιώτης» καὶ εἶναι ἐντυπωσιακὸ πὼς μόνο του καταλαμβάνει σὲ χῶρο τὴν μισὴ ἔκταση τῆς 1ης σελίδας· ἔνδειξη τῆς δύναμης τῆς δημοσιογραφικῆς γραφίδος τοῦ Μωραϊτίδη. Στὴν ἐφ. «Ἀκρόπολις» δημοσιεύεται μὲ ὑπέρτιλο «Ἀπὸ τὰ χειμερινὰ ταξείδια», τίτλο «Μέσα ᾿στὰ χιόνια. Ἀπὸ ποῦ πᾶνε γιὰ τὸ Καρπενῆσι» καὶ ὑπότιτλο τὶς ἐπὶ μέρους ἐνότητες τοῦ ταξιδιωτικοῦ: «Θάλασσα καὶ ξηρά – Χαλκίς – Τὸ Κανδῆλι – Στυλίς – Καὶ ἕνας ἄλλος Λυκαβητός – Χωριὰ καὶ χάνια – Διὰ μέσου βουνῶν καὶ ποταμῶν καὶ χιόνων – Τὸ Βελοῦχι – Τὸ Καρπενήσιον καὶ τὰ καλά του». Εἰκοσιπέντε χρόνια ἀργότερα, τὸ 1926, δημοσιεύται ἀπὸ τὸν ἐκδοτικὸ οἶκο τοῦ Ἰωάννου Σιδέρη στὸν Ε΄ τόμο ( σ. 77-93) τοῦ 6τομου ἔργου του «Μὲ τοῦ βορηᾶ τὰ κύματα», ὅπου περιλαμβάνεται τὸ μεγαλύτερο μέρος τῶν ταξιδιωτικῶν του κειμένων. Ἐκεῖ δημοσιεύται μὲ ἀλλαγὴ τοῦ ὑπερτίτλου ὡς: «Ἕνα πολὺ περίεργον ταξείδιον», τίτλο ποὺ θὰ ζήλευε καὶ Ἰούλιος Βέρν καὶ τίτλου ὡς «Ἀπὸ ποῦ πᾶνε ᾿σ τὸ Καρπενῆσι» ἀλλὰ καὶ κάποιες μικρὲς ἀλλαγὲς στὸ κείμενο προϊὸν ἐπιμέλειας τοῦ  συγγραφέως, ὅπως ὁ ἴδιος δηλώνει στὸν πρόλογό του. Στὴν τελευταία σελίδα (σ. 93) δημοσιεύεται φωτογραφία μὲ ἄποψη τοῦ Καρπενησίου σαφῶς μεταγενέστερη τοῦ ταξιδιού του.   
Ὁ ἀκριβὴς χρόνος μεταβάσεως τοῦ Μωραϊτίδη στὸ Καρπενῆσι δὲν εἶναι γνωστός. Μὲ βάση ὅμως τὴ δημοσίευση τῶν ταξιδιωτικῶν του στὴν ἐφ. «Ἀκρόπολις», ἀλλά κυρίως, σὲ κάποιες ἀναφορὲς περὶ περιόδου νηστείας τῶν Χριστυγέννων καὶ χειμερινοῦ καιροῦ τὸ χρονοθετοῦμε, συμβατικά, στὸ χρονικὸ διάστημα 21 Νοεμβρίου – 24 Δεκεμβρίου 1901 καθὼς ὁ Μωραϊτίδης ἀναφέρει πὼς στὴν Χαλκίδα, ὅπου στάθμευσε τὸ ἀτμόπλοιο,  ἀγόρασε θαλασσινὰ γιὰ νὰ φάγει γιατὶ ἦταν περίοδος νηστείας:
«—ἠγόρασα νωπὰς χιβάδας –νηστεία γὰρ ἦν».

Πιθανότατα μετέβη μεταξὺ 10-17 Δεκεμβρίου γιατὶ ἀναφέρει πιθανὴ παρουσία ζωεμπόρων μεταβαινόντων στὴ Θεσσαλία γιὰ  ἑορταστικὲς προμήθειες ἐν ὄψει τῶν  Χριστουγέννων.
Ξεκίνησε ἀπὸ τὸν Πειραιᾶ τὴν 9η βραδυνή, μὲ κακὲς καιρικὲς συνθῆκες, καὶ ἔφθασε στὴν Χαλκίδα τὴ 10η πρωϊνὴ τῆς ἑπομένης. Μετὰ τὴ Χαλκίδα, ἑπόμενος σταθμὸς ὅπου καὶ ἀποβιβάζεται τὶς βραδυνὲς ὥρες, ὡς «δημοσιογραφικὸς ταξειδιώτης» ὅπως αὐτοαποκαλεῖται, εἶναι ἡ Στυλίδα, «τὸ ἐπίνειον τοῦ Καρπενησίου» ὅπως προανεφέρθηκε. Διέμεινε σὲ πανδοχεῖο στὸ λιμάνι ὅπου διανυκτέρευσε καὶ τὴν ἑπομένη ξεκίνησε γιὰ νὰ μεταβεῖ στὴ Λαμία, πρῶτο ἐνδιάμεσο σταθμὸ στὴν πορεία του γιὰ τὸ Καρπενῆσι. Ὁ Μωραϊτίδης ἀναφέρεται στὴν ἀσφάλεια τοῦ ταξιδιού του ἀπὸ τὴ Στυλίδα πρὸς τὸ Καρπενῆσι καὶ σημειώνει:
«Ὁ καταδιωκτικὸς Θησεὺς τῆς Φθίας, ὁ νόμος ὁ αὐστηρὸς περὶ λῃστείας, ἐκαθάρισεν ὅλον τὸ πεδίον τοῦ Σπερχειοῦ ἀπὸ τὰ κακοποιὰ στοιχεῖα».
Ὅταν φθάνει στὴ Λαμία διαμένει στὸ ξενοδοχεῖο «Εὐρώπη» ἔναντι τοῦ ὁποίου στέκει ἡ ἱστορικὴ Ἀκρολαμία, ἡ ὁποία τὸν γοητεύει καθὼς τοῦ θυμίζει τὸν Λυκαβητό τῶν Ἀθηνῶν:
«Δὲν ἤθελα νὰ ξεκολλήσω τὰ μάτια μου ἀπὸ τὸ βουνάκι αὐτό. Θαῤῥοῦσα πῶς εἶμαι ἀκόμη εἰς τῆς κυρα-Χαραλάμπαινας τὸ σπιτάκι, ὁδὸς Ἐρεσοῦ καὶ ἔβλεπα τὸν ἀγαπημένον μου Λυκαβητόν».

Ἐκεῖ διαπραγματεύεται τὴ μετάβασή του μὲ ἱππήλατη ἅμαξα στὸ Καρπενῆσι:
«—Πόσα θέλεις ἁμαξᾶ γιὰ τὸ Καρπενῆσι;
—50 φράγκα!
—Ἄϊντε μπακαλούμ!»
Ἀπὸ τὴ Λαμία σὲ 4 ὧρες φθάνει στὴ Μακρακώμη καὶ μετὰ 1 ὥρα στὸ ἱστορικὸ ὀνομαστὸ χάνι τοῦ Ποντικοῦ. Ἀπὸ τὸ χαγιάτι τοῦ χανιοῦ βλέπει γοτευμένος τὰ χιονισμένα βουνά καὶ γράφει:
«Τὸ λευκὸν αὐτὸ θέαμα τῶν χιονισμένων βουνῶν ἐν νυκτί, αὐτὸ εἶναι ἀπερίγραπτον, δεόμενον πέννας χηνίσιας, παλαιᾶς, νὰ βουτᾷ εἰς ἄσπρο μελάνι καὶ νὰ γράφῃ χιονάτας εἰκόνας λευκὰς σἂν τὴν κάτασπρη φλοκάτα».
Γιὰ τὴν συνέχεια λόγῳ ἀλλαγῆς τῆς γεωμορφολογίας τοῦ ταξιδιοῦ, ἀλλάζει ἅμαξα καὶ παίρνει ἐλαφρὰ ταχυδρομικὴ ἅμαξα μὲ τρεῖς ἵππους. Μετὰ τρεῖς ὧρες διαδρομῆς ἐν ἀνωφερείᾳ, περιγράφωντας μὲ λυρικὰ λεκτικὰ σχήματα τὰ βουνά, τὰ δάση τὰ δένδρα, τὰ νερὰ φθάνει στὴν Κάψη ὅπου καταλύει ἐπ᾿ ὀλίγον στὸ χάνι τοῦ χωριοῦ.
Φθάνει στὴ Ράχη τοῦ Τυμφρηστοῦ:
«Οἱ τροχοὶ τῆς ἁμάξης τριζοκοποῦσι ἐπὶ τῆς χιόνος. Ἡ ὁδὸς εἶναι μία λευκὴ κρυσταλλωμένη ἐπίστρωσις. Ἀρχίζει δὲ νὰ πίπτῃ ψιλό-ψιλὸ χιόνι ὡς ἄχνη παγωμένης δρόσου, τὴν ὁποίαν ὡς προϋπαντὴν χαρμόσυνον μοῦ ἀποστέλλει τὸ χιονισμένον Βελοῦχι ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὴν κάτασπρην φλοκάταν του, ἀγαλλόμενον διὰ τὴν ὑπερβάλλουσαν τιμήν, νὰ γίνῃ νομαρχία τώρα στὰ γεράματά του».
Πράγματι τὸ 1899 ἱδρύεται ἡ νομαρχία Καρπενησίου καὶ Πρωτοδικεῖο. Νομάρχης τὴν ἐποχὴ τῆς ἐπισκέψεως τοῦ Μωραϊτίδη ὁ διορισθεὶς τὸν Μάρτιο (Σκριπ 7.3.1901) τοῦ 1901 Ι. Κανάρης, μετατεθεὶς ἀπὸ τὴν Νομαρχία Τριφυλίας.
Τὸ ἀπόγευμα φθάνει στὸ Καρπενήσι.
Ὅταν φτάνει, τὸν ἐντυπωσιάζουν οἱ κατάλευκες πλαγιὲς τῶν πέριξ τοῦ Καρπενησίου βουνῶν, τὰ δάση του, τὸ ψῦχος ποὺ ἐπικρατεῖ στὴν κωμόπολη, οἱ κάτοικοί του μὲ τὶς ἐνδυμασίες τους, τὰ τοπικὰ προϊόντα, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀπομόνωση τοῦ τόπου λόγῳ τῆς γεωμορφολογίας του ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη Ἑλλάδα:
 «…μίαν ὡραίαν βουνίσιαν κωμόπολιν εἰς τὴν πλαγιὰν τοῦ Τυμφρηστοῦ, ἔχουσαν τὴν τιμὴν νὰ φιλοξενῇ ὑπὸ τὰ μαῦρά του ἔλατα τὰ γραφικὰ ὅλας τὰς ἀρχὰς καὶ ὅλας τὰς ἐξουσίας. Ἐπίσκοπον μὲ ἱεραρχίαν κληρικήν, νομάρχην μὲ γραμματεῖς καὶ μὲ γραφεῖα, Πρωτοδικεῖον μὲ δικαστὰς καὶ εἰσαγγελεῖς, καὶ ὅλην τὴν συμπαρομαρτοῦσαν ταῖς ἀρχαῖς ἐπίσημον λάμψιν. Καὶ ἡ δικαία αὐτὴ χαρὰ τῆς ὀρεινῆς κωμοπόλεως εἶναι μεγαλοπρεπής, ὡς εἶναι μεγαλοπρεπῆ καὶ ὅλα τὰ καλά του. Μεγαλοπρεπὴς ὁ χειμών του. Μεγαλοπρεπεῖς καὶ αἱ κατάλευκοι κλιτύες τῶν ὑψικορύφων βουνῶν του. Μεγαλοπρεπεῖς καὶ αὐτοὶ οἱ ὀρεινοὶ ἀγρόται, ὀγκώδεις ἀπὸ τὰς βαρείας χλαίνας  καὶ σκληριπτύχους λιάρας. Ἀλλὰ καὶ ἡ φθήνια τῶν πραγμάτων εἶναι μεγαλοπρεπὴς καὶ αὐτὴ ἐν τῇ εὐτελείᾳ της. Τέλος, ὅλα ἐν τῷ Καρπενησίῳ μεγαλοπρεπῆ, τὰ ψύχη του, τὰ δάση του, τὰ κυνήγια του. Μεγαλοπρεπὴς ἀκόμη καὶ ἡ μόνωσις τῆς σφριγώσης πολίχνης, θλιβομένης διὰ τὴν ἔλλειψιν τὴν ἔνοχον τῆς συγκοινωνίας, ἥτις τὴν ἀποκλείει ἀπὸ τῆς Ἑλλάδος χειρότερον τῆς χιόνος, καταδικάζουσα αὐτὴν νὰ ζῇ ὡς ἐρημίτης μέσα εἰς τὰ μαῦρα πένθη τῆς μοναξίας καὶ μέσα εἰς τὰ μαῦρα ἔλατα…»
Ἐπίσκοπος Καρπενησίου ἦταν ὁ Βοιωτὸς νεωστὶ ἐκλεγεὶς Σεραφεὶμ Δομβοΐτης (1901-1914) ἡ θητεία τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε πρότυπο ἀληθοῦς καὶ πνευματικὰ συγκροτημένου ποιμενάρχη.

Μὲ διάταγμα τῆς 20ης Αὐγούστου 1901 Πρόεδρος πρωτοδικῶν Εὐρυτανίας ὁρίζεται ὁ Π. Ἰατρίδης, Εἰσαγγελεὺς ὁ Φ. Ἁρμυριώτης καὶ Γραμματέας ὁ Ι. Σακελλαριάδης.
Στὸν ἴδιο τόμο τῆς σειρᾶς «Μὲ τοῦ βορηᾶ τὰ κύματα» στὴ θεματική «Παναγιογραφία»   ὁ Μωραϊτίδης ἀναφέρεται καὶ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Προυσιώτισσας καὶ τὴν τοποθετεῖ στὶς 3  πλέον τιμώμενες εἰκόνες, ποὺ  λατρεύονται ἕνεκα τῆς Θαυματουργίας τους καὶ τῆς ἀρχαιότητός τους, μαζὶ μὲ τὴν Μεγαλοσπηλαιώτισσα καὶ τὴν Παναγία τῆς Ξενιᾶς. Χαρακτηρίζει τὴν εἰκόνα  ζωγραφισμένη ὡς:
«γλυκυτάτης καὶ θελτικῆς παραστάσεως, ἡ πανηγυρίζουσα ἐν τῇ Αἰτωλίᾳ παμμεγίστη καὶ ὑπέρφορτος ἀναθημάτων». 
Ἀκόμη, στὰ 1926 ἐπίσης στὴν  2η ἔκδοση τῆς Ἱστορίας τῆς Παναγίας τῆς Εἰκονίστριας τοῦ Ἐπιφανίου Δημητριάδη, μὲ ἐπιστασία τοῦ Ἀλ. Παπαδιαμάντη καὶ νέα ἐπιμέλεια ἀπὸ τὸν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη, σὲ σημείωση στὴ σελ. 9 περὶ τῆς εὑρέσεως τῆς εἰκόνας τῆς Εἰκονίστριας, ὁ Μωραϊτίδης ἀναφέρει πάλι περὶ Παναγίας Προυσιωτίσσης:
«Ἡ εὕρεσις τῆς ἁγίας αὐτῆς Εἰκόνος φαίνεται ὅτι ἐγένετο λήγοντος τοῦ ΙΖ΄αἰῶνος, περὶ τὸ 1660. Τὸ ἔτος ἐκεῖνο καὶ ἄλλαι θαυματουργαὶ εἰκόνες τῆς Θεοτόκου εὑρέθησαν ἀλλαχόσε καὶ ἰδίως ἡ Παναγία ἡ Προυσιώτισσα ἡ ἐν Εὐρυτανίᾳ»
Ἐπιπλέον, στὸ γνωστὸ καὶ ἀπὸ τὰ θελκιτότερα τῶν διηγημάτων τοῦ Μωραϊτίδη «Τὸ τάξιμον» ἡ ἡρωΐδα τοῦ διηγήματος, ἡ Φώτω ἦταν ἐκ μητρὸς Καρπενησιώτισσα θυγατέρα:
«…τῆς ἀτυχοῦς Καλούλας, θυγατρὸς μεγαλοκτηματίου τῆς Εὐρυτανίας, ἀποθανούσης κατὰ τὸν τοκετόν, τῆς ὡραίας Φώτως».
Πατέρας της,
«ὁ ταγματάρχης τοῦ Πεζικοῦ Εὐθύμιος Ντοῦσκος, υἱὸς ἀνδρείου ὁπλαρχηγοῦ τοῦ Σουλίου».
ὁ ὁποῖος μετὰ τὴν Ἐπανάστασιν
«διεκρίθη ἐνωρὶς εἰς τὴν καταδίωξιν τῆς λῃστείας … ἀποκτήσας ὄνομα δεξιοῦ ἀποσπασματάρχου».
Ὁ ὀρφανὴ Φώτω μεγάλωσε στὸ Καρπενῆσι μέχρι τὴν ἡλικία τῶν 12 ἐτῶν ὑπὸ τὴν αὐστηρὰ κηδεμονία τῆς ἀδελφῆς τῆς μητέρας της. Κατόπιν, ὁ πατέρας της τὴν μεταφέρει στὴν Ἀθήνα, σὲ Παρθεναγωγεῖο.
Στὴ σχέση τοῦ Μωραϊτίδη μὲ τὸ Καρπενῆσι μπορεῖ νὰ συναριθμηθεῖ καὶ ἡ προσωπική του γνωριμία μὲ τὸν Καρπενησιώτη λογοτέχνη καὶ Ἀκαδημαϊκὸ Ζαχαρία Παπαντωνίου. Συμμετεῖχαν στὶς ἀγρυπνίες τοῦ Ἁγίου Ἑλισσαίου, ὁ δὲ Μωραϊτίδης ἐκκλησιαζόταν στὸν ναὸ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς ὁδοῦ Ἀκαδημίας, ὅπου καὶ ὁ Παπαντωνίου ἦταν μέλος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπιτροπῆς, εἶχε δὲ δημοσιεύσει γιὰ τὸ ἔργο καὶ τὴν προσωπικότητα τοῦ Μωραϊτίδη στὸν Ἀθηναϊκὸ Τύπο.
Ζαχαρίας Παπαντωνίου

Ἴσως ἀναρωτηθεῖ κάποιος, γιατὶ  εἶναι σημαντικὸ ἕνα ταξιδιωτικὸ τοῦ Ἀλ. Μωραϊτίδη γιὰ τὴν ἱστορία τοῦ Καρπενησίου; Ποιούς ἀπασχολεῖ ὁ Μωραϊτίδης καὶ τὸ ἔργο του; «Τοὺς καθαροὺς καὶ τοὺς ἐλαφροΐσκιωτους» θὰ ἔλεγε ὁ τριτεξάδελφός του Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης· ἢ πῶς ὄχι; κάποιους, ὅπως ὁ σαϊτεύων λογισμοὺς ὡς «Ἔμφρων» ψευδωνυμοῦχος τῶν Χρονικῶν Δυτικῆς Μακεδονίας τῶν Γρεβενῶν, ἀλλὰ καὶ ὁ λειτουργὸς τοῦ Ὑψίστου ἀπὸ τὴν καταγάλανη ἀδελφούλα τῆς Σκιάθου, τὴν Πεπάρηθον, τὴν «νῆσον τῶν νοσταλγῶν», τὸ «πλακερὸν ψωμάκι» τὸ ριφθὲν ὑπὸ τοῦ Ὤτου ἀπὸ τῆς Ὄσσης εἰς τὸ Αἰγαῖον, καθὼς καὶ ὁ κὺρ Νῖκος ὁ Γρηπονησιώτης ἀπὸ τό «ρεῖθρον τοῦ Εὐρίπου τὸ δροσερόν».
Ὁ Βλάσης Γαβρηλίδης (1848-1920), μεγάλος ἀναμορφωτὴς τῆς ἑλληνικῆς δημοσιογραφίας καὶ πνευματικὸς ἡγέτης, ὁ «πατέρας» τῆς δημοσιογραφίας τῆς σύγχρονης Ἑλλάδας, διευθυντής, ἰδιοκτήτης καὶ ἐκδότης τῆς ἐφ. «Ἀκρόπολις», ὅπου δημοσιεύτηκε τὸ ταξίδι τοῦ Μωραϊτίδη στὸ Καρπενῆσι, ὁ ὁποῖος μεταξὺ ἄλλων ποὺ κατὰ καιροὺς ἔγραψε γιὰ τὸν Μωραϊτίδη, σημειώνει γι᾿ αὐτόν:
«Πρέπει νὰ ἀναγνωρισθῇ οἱονεὶ σήμερον … ὡς εἷς πρωταγωνιστὴς ἀπροσπελάστου ὕψους τῆς φιλολογικῆς σκηνῆς μας, ὣς ἓν πνεῦμα καταπληκτικῆς γονιμότητος καὶ πραξιτελείου κάλλους τοῦ γραμματικοῦ ἡμῶν κόσμου, ὡς ποιητὴς ὅστις θὰ ἐτίμα καὶ θὰ ἐδόξαζε καὶ θὰ ἐκάλλυνε πᾶσαν ξένην, νέαν ἢ παλαιὰν φιλολογίαν.
Οὐδὲν παρθενικώτερον, οὐδὲν λευκότερον τῆς φιλολογικῆς δυνάμεως τοῦ Μωραϊτίδου. Τὸν ὠνόμασαν, ὡς διηγηματογράφον, πολὺ δικαίως, Ἕλληνα Δίκενς»
Αὐτῆς τῆς ἐμβέλειας προσωπικότητα ἦταν ὁ πρωτοπόρος τῆς νεοελληνικῆς ταξιδιογραφίας Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, ποὺ ὅσο τὸν διαβάζεις τόσο νοστιμίζει· ὁ λαμπρὸς καὶ σπινθηροβόλος ἐπισκέπτης τοῦ Καρπενησιοῦ, ἔστω καὶ ὡς «δημοσιογραφικὸς ταξειδιώτης».
Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης.

Τρίτη 3 Οκτωβρίου 2017

H ΚΑΡΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, ΠΟΛΙΟΥΧΟΥ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ, ΣΤΟ ΚΑΡΠΕΝΗΣΙ


ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης (; -96 M.X.), πολιοῦχος τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν, καὶ προστάτης ἅγιος τῶν Δικαστικῶν, τοῦ ὁποίου ἡ μνήμη στὶς 3 Ὀκτωβρίου, καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Ἀθηνῶν. 

Ἔζησε καὶ μαρτύρησε τὰ χρόνια ποὺ αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Δομετιανός. Διακρίθηκε γιὰ τὴ φιλοσοφική του κατάρτιση καὶ τὴ βαθιά του καλλιέργεια.
Παναγιώτης  Η. Πουλίτσας  

Ὁ Παναγιώτης Πουλίτσας (Γεράκι Λακωνίας1881 - Ἀθήνα16 Ἰανουαρίου 1968) ἦταν Ἕλληνας ἀνώτατος δικαστικός, πρόεδρος τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείαςμέλος τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν καὶ προσωρινὸς πρωθυπουργὸς τῆς Ἑλλάδας. Στὰ 1909 ὑπηρετώντας ὡς πρωτοδίκης στὸ Καρπενήσι κατέγραψε καὶ συγκέντρωσε ἐπιγραφὲς ἐνθυμήσεις καὶ σιγίλλια ἀπὸ τὸ Καρπενήσι  καὶ τὶς πέριξ τοῦ Καρπενησίου περιοχές. Σὲ μία ἀπὸ αὐτές, ποὺ κατέγραψε στὴ μονὴ Κουμασίων (Γενέσιον τῆς Θεοτόκου) τοῦ Καρπενησίου, ἀναφέρεται ἡ ὕπαρξη στὴ Μονὴ τῆς «ἁγίας καὶ τρισολβίου Κάρας» τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου. Τὴν ἀχρονολόγητη αὐτὴ ἐνθύμηση κατέγραψε ἀπὸ χειρόγραφο τῆς Μονῆς, στὸ ὁποῖο εἶχε γραφεῖ ἀπὸ τὸν γνωστὸ λόγιος καὶ προεστὸ τοῦ Καρπενησίου Γεώργιο Ἀναγνώστη Ἰατρίδη (1789-1869) καὶ ἔχει ὡς ἑξῆς:

«Κανὼν παρακλητικὸς εἰς τὸν Ἅγιον Ἱερομάρτυρα Διονύσιον τὸν Ἀρεοπαγίτην, ψαλλόμενος ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ τῆς ὑπεραγίας Θκου, τῆς ἐπιλεγομένης τῶν Κουμασίων ἢ Καταφύγιον, ἔνθα κεῖται ἡ ἁγία καὶ τρισόλβιος αὐτοῦ Κάρα ….
Χεὶρ Γεωργίου Ἀναγνώστου Ἰατρίδου
τοῦ ἐκ Καρπενησίου».[1]
Γεώργιος Ἀναγνώστης Ἰατρίδης (1789-1869)

Ἡ Κάρα σωζόταν, σύμφωνα μὲ προφορικὲς μαρτυρίες, μέχρι τὰ χρόνια Κατοχῆς. Ὅπως σημειώνει ὁ ἐκ Καρπενησίου συγγραφέας Γιάννης Ἀνάργυρος Μαυρομύτης:
«Ὕστερα  ἀπὸ τὴν καταστροφὴ τοῦ Καρπενησιοῦ ἀπὸ τὰ Γερμανικὰ στρατεύματα κατοχῆς, μέσα Αὐγούστου 1944, οἱ Γερμανοὶ προχώρησαν νοτίως τοῦ Καρπενησιοῦ μὲ σκοπὸ νὰ καταστρέψουν τὸ μοναστήρι τῶν Κουμασιῶν (Καταφυγίου), τὸ ὁποῖο ὁ στρατὸς τοῦ ΕΛΑΣ χρησιμοποιοῦσε ὡς ἐργαστήριο ἐπισκευῆς ὅπλων. Οἱ Γερμανοὶ εἶχαν πληροφορίες γι’ αὐτὸ ἀπὸ κατάσκοπό τους, ποὺ διέμενε ἀπὸ καιρὸ στὸ χωριὸ Κορυσχάδες, προφασιζόμενος τὸν ἀντιχιτλερικό. Μία κοπέλα, ἡ Δήμητρα Εὐαγγέλου Μαυρομύτη, σύζυγος κατόπιν τοῦ Περικλῆ Ἀνδρ. Νούλα,16 περίπου ἐτῶν τότε, ποὺ διέμενε στὸ πλησιόχωρο πρὸς τὸ Μοναστήρι χωριὸ Βουτύρου, μαζὶ μὲ κάποιους ἄλλους, πῆγαν στὰ Κουμάσια καὶ πῆραν λειψανοθήκη, δισκοπότηρο, καὶ ἄλλα ἱερὰ λειτουργικὰ σκεύη, τὰ ὁποῖα τύλιξαν μὲ πανιὰ καὶ τὰ ἔθαψαν κοντὰ στὸ μοναστήρι.
Τὰ γράφω ὅπως μοῦ τὰ διηγήθηκε ἡ ἴδια ἡ θεία μου, ποὺ ἀπεβίωσε τὸ 2016.
   Καρπενήσι, 5-10-2017. Ἀνάργυρος-Γιάννης Μαυρομύτης».
8 Σεπτ. 1933. Τὸ Γενέσιον τῆς Θεοτόκου. Πανηγυριστὲς στὴ μονὴ Κουμασίων.(ἀρχεῖο Γιάννη Μάκκα)

Ἀπὸ τότε ἀγνοεῖται ὁ τόπος ὅπου πιθανὸν εὑρίσκεται. 
Σημείωση στὴν ὀπίσθια πλευρὰ τῆς φωτογραφίας.

Πάντως, στὸ Καρπενήσι καὶ στὶς πέριξ αὐτοῦ περιοχὲς ἀπαντᾶ συχνὰ τὸ ὄνομα Διονύσιος καὶ ἐνδεχομένως παραπέμπει στὴν ἰδιαίτερη τιμὴ τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου λόγῳ τῆς Κάρας του στὴ μονὴ Κουμασίων.
Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης




[1] Παναγιώτης Η. Πουλίτσας, «Ἐπιγραφαί, ἐνθυμήσεις καὶ σιγίλλια ἐξ Εὐρυτανίας», Ἐπετηρὶς Ἑταιρείας Εὐρυτάνων Ἐπιστημόνων, τ. 1, [Ἑταιρεία Εὐρυτάνων Ἐπιστημόνων], Ἀθήνα 1990, σ. 165.