Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Τετάρτη 23 Αυγούστου 2023

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΡΟΥΣΣΟΥ. 23 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2002. ΑΠΟΔΟΣΗ ΕΟΡΤΗΣ ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ.

 

ΛΟΓΟΣ ΚΗΡΥΓΜΑΤΙΚΟΣ ΥΠΟ, (†) πρωτοπρεσβυτέρου Παναγιώτου Δ. Τζιράχη ἐκ Ξυλοκάστρου Κορινθίας.

Κάθε χρόνο στὶς 23 Αὐγούστου, ἡμέρα Ἀποδόσεως τῆς ἑορτῆς τῆς κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ἑορτάζει, μὲ κάθε ἐκκλησιαστικὴ καὶ βυζαντινὴ μεγαλοπρέπεια, ἡ ἱερὰ μονὴ Προυσσοῦ τῆς Εὐρυτανίας, ἡ ἀποκαλούμενη καὶ ὡς "Παλλάδιον τῶν Ἀγράφων", ὅπου φυλάσσεται ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς ἐπονομαζομένης Προυσιωτίσσης.

Στὶς 23 Αὐγούστου 2002 τὸν πανηγυρικὸ κηρυγματικὸ λόγο τῆς ἡμέρας ἔκαμε ‒κατὰ παράκλησιν καὶ προτροπὴν τοῦ μακαριστοῦ πλέον μητροπολίτου Καρπενησίου Νικολάου Δρόσου († 25. 1. 2019)‒, ὁ φιλοαγραφιώτης πρωτοπρεβύτερος, προϊστάμενος τοῦ ἱεροῦ ναοῦ ἁγίου Μακαρίου Ξυλοκάστρου, μακαριστὸς ἐπίσης, Παναγιώτης Δ. Τζιράχης († 1. 4. 2004).  Εἴχαμε τὴν ἀγαθὴ τύχη νὰ γνωρίσουμε διὰ ζώσης ‒ἔστω καὶ γιὰ μικρὸ χρονικὸ διάστημα‒ τὸν ἀοίδιμο αὐτὸν λειτουργὸ τοῦ Ὑψίστου καὶ νὰ ἀπολαύσουμε τὸν χαρισματικό του λόγο, τὶς πατρικὲς εὐχές του, ἀλλὰ καὶ τὴν ἁβραμιαία φιλοξενία του μαζὶ μὲ τὴν ἀκάματη πρεσβυτέρα του, Μαρίνα. Στὸ πλαίσο αὐτὸ τῆς προσωπικῆς ποιμαντικῆς μας σχέσης, ἀλλὰ καὶ ἕνεκα τῆς ἡμετέρας ἀγραφιώτικης καταγωγῆς, μᾶς χάρισε δακτυλόγραφο ἀντίγραφο τοῦ λόγου αὐτοῦ τῆς 23ης Αὐγούστου 2002 στὴν ἱ. Μονὴ Προυσσοῦ, τὸν ὁποῖο καὶ δημοσιεύουμε εἰς μνήμην αἰώνιον αὐτοῦ ἀλλὰ καὶ ὡς χρέος ὀφειλόμενο σὲ ὅλα ὅσα μᾶς χάρισε ἡ γνωριμία μὲ τὴν μορφὴ καὶ τὸ ἔργο του.

                                                                                                               Κων.Σπ. Τσιώλης

"Τῇ Θεοτόκῳ ἐκτενῶς νῦν προσδράμωμεν,ἁμαρτωλοὶ καὶ ταπεινοὶ καὶ προσπέσωμεν ἐν μετανοίᾳ, κράζοντες ... Δέσποινα βοήθησον..."

Ὁ ἀείμνηστος ἐκ Ξυλοκάστρου Κορινθίας
ἱερέας π. Παναγιώτης Τζιράχης,
στὸν ἱερὸ μητροπολιτικὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Τριάδος
 Καρπενησίου, 
σὲ  ἀρχιερατικὴ Θεία Λειτουργία, στὸ πλαίσιο τοῦ 
 
«Σύναξις Εὐγένιος Γιαννούλης ὁ Αἰτωλὸς
 καὶ ἡ ἐποχή του», 
Καρπενήσιον, 12-14 Ὀκτωβρίου 1984.
Δίπλα ὁ ἐπίσης κοιμηθεὶς († 19.4.2022) 
π. Δημήτριος Παπασπύρου
 ἀπὸ τὸ Στένωμα  Καρπενησίου. 

Καθημερινά, Σεβασμιώτατοι Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, Ἅγιε Καθηγούμενε τῆς λειψάνδρου  πλὴν οὐριοδρομούσης Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Προυσσοῦ,καθημερινὰ προσδιοριστικὴ τοῦ εἶναι μας καὶ δεητικὴ ἀνεβαίνει ἡ κραυγή μας, μέσῳ τοῦ Παρακλητικοῦ Κανόνος πρὸς τὴν Δέσποινα τοῦ Κόσμου καὶ μητέρατοῦ Θεοῦ, ἰδιαίτερα ὅμως τὸν μῆνα αὐτὸν τὸν Αὔγουστο "Δέσποινα, Κυρά, Θεοτόκε, Μάνα τοῦ Θεοῦ καὶ καθενός μας Μάνα, βοήθησον ..."Καὶ σ’ αὐτὴν τὴν κραυγὴ καὶ σ’αὐτὴ τὴν κίνησι πρὸς Ἐκείνη" οὐδεὶς προστρέχων κατησχυμένος ἐκπορεύεται " ὅπως διατυπώνει ἡ Ἐκκησία τὴν πεῖρα της καὶ   ψάλλει ὁ Ὑμνωδός της.

Ὅμως τίθεται τὸ ἐρώτημα: μποροῦν ὅλοι νὰ προσδράμουν πρὸς τὴν Θεοτόκο; Καὶ ἐὰν εἶναι ἔτσι γιατὶ ὁ Ὑμνογράφος της συγκαλεῖ νὰ προσπέσουν στὴν Χάρι της ἁμαρτωλοὶ καὶ ταπεινοί

; Ποιοί εἶναι αὐτοί οἱ ἁμαρτωλοί;

Ὁ Κύριός μας, παρ’ ὅσα πιστεύουμε, δὲν ἦλθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ καλλίρτερεύσῃ τὶς συνθῆκες τῆς παρούσης ζωῆς, δὲν ἦλθε γιὰ νὰ προτείνει, κανένα πολικτικό, κοινωνικὸ ἢ οἰκονομικὸ σύστημα. Οὔτε γιὰ νὰ μᾶς διδάξῃ καμμιὰ μέθοδο ψυχοσωματικῆς ἰσορροπίας. Ἦλθε γιὰ νὰνικήσῃ τὸν θάνατο καὶ νὰ φέρῃ τὴν αἰώνια ζωή. Καὶ αὐτὴ ἡ αἰώνια ζωὴ δὲν εἶναι ὑπόσχεσι μεταιστορικὴ εὐτυχίας, δὲν εἶναι μία μεταθανάτια ἐπιβίωσι, οὔτε παράταση αἰώνια τῶν παρόντων. Αἰώνια ζωὴ εἶναι ἡ Χάρι ποὺ φωτίζει ἀπὸ τώρα παρὸν καὶ μέλλον καὶ νοηματίζει ἀνθρώπινα σῶμα καὶ ψυχή. Ὁ Χριστὸς μετὰ τὴν Ἀνάστασί του βεβαιώνει ποικιλοτρόπως τὴν κοινότητα τῶν μαθητῶν του καὶ δι’ αὐτῶν τὴν Ἐκκλησία σύνολη ὅτι βασιλεύει ἀλλ’ οὐκ αἰωνίζει’’ ὁ θάνατος. Αὐτὴ ἡ μετοχὴ στὴν αἰώνιότητα καὶ τὴν ἀθανασία, ἡ κοινωνία τῆς Ἀναστάσεως εἶναι ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου. "Ὁ φιλῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἀπωλέσει αὐτὴν καὶ ὁ μισῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἐν τῷ κόσμῳ  ούτῳ εἰς ζωὴν αἰώνιον φυλλάξει αὐτὴν’’ (Ἰωαν. 12, 25)

Ἡ ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ εἶναι μία ἀπώλεια καὶ μία εὕρεσι. Δὲν εἶναι οὖτε ψυχοτεχνικὲς οὔτε δίαιτες, οὔτε συμπεριφορές, οὔτε κατορθώματα ἀρετῆς. Αὐτὰ τὰ ὑπόσχονται καὶ τὰ πραγνματώνουν, ἴσως μάλιστα καλλίτερα ἀπὸ ἐμᾶς, ἄλλοι, χωρὶς ὅμως νὰ ξεπεράσουν τὸν θάνατο καὶ νὰ δώσουν τὴν χαρὰ τῆς μετοχῆς στὴν ἀνάστασι. Ὁ Χριστιανὸςκαλεῖται νὰ γίνῃ ἕνα ζωντανό, περιφερόμνενο στὸν κόσμο Κήρυγμα ὅτι νικήθηκε ὁ θάνατος. Εἶναι μία διαρκῶς λιτανευόμενη εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως. Δὲν εἶναι ἡ ἐργασία του – τὸ ἐργόχειρό του- νὰ χτίζῃ οἰκοδομές ἔστω Ναούς οὔτε νὰ μελετᾷ ἢ νὰ συμμελετᾷ Γραφὲς καὶ Πατέρες καὶ νὰ ἀδολεσχῇ εὐσεβῶς,οὔτε νὰ γράφῃ ὡραῖα πράγματα. Ἡ δουλειά μου ειναι νὰ ἀποθάνω ἐν Χριστῷ Ἀναστάντι. Τότε κάνω τὰ πάντα , περνῶ ἀπὸ παντοῦ, ἀλλὰ ἡ στοχοθεσία μου εἶναι τὸ ἕ ν α. Ἀλλοιῶς χτίζοντας αὐγαρίζω τὶς ἀποθῆκες τοῦ ἄφρονα πλουσίου, γράφοντας ἀφήνω φτερὰ στὸν ἄνεμο, μελετώντας κάνω τὸ μυστήριο ἐγκεφαλικότητα. Ὁ Χριστιανὸς πετυχαίνει τὴν ἐν κόσμῳ αὐτὴ ἀποστολή του ζώντας ὅπως θέλῃ ἡ Ἐκκλησία καὶ ὄχι ὅπως θέλῃ ὁἴδιος. Αὐτὴ ἡ ζωὴ εἶναι ἡ κλίμακα ποὺ ὁδηγεῖ στὸν οὐρανό, ὁ κανόνας ποὺ ἀποκλείει τὰ στραβώματα καὶ ὁδηγεῖ στὴν ἐλευθερία. Ἡ ζωή μας τότε καὶ μόνον τότε εἶναι γεμάτη θεοστρέφεια· ὁχρόνος μας εἶναι ὁΘεός. Ἡ προσευχὴ ἡ μελέτη, ἡ ἀκολουθία ἀποτελοῦν τὸ νόημα τοῦ ἀγώνα γιὰ τὴν περιφορὰ γύρω ἀπὸ τὸν Ἀναστημένο Θεάνθρωπο Ἰησοῦ. Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ἡ ἔξοδος ἀπὸ τὴν αὐτάρκεια καὶ νοσηρότητα τοῦ ἐγώ καὶ ἡ προσχώρησι στὸ ἐ μ ε ῖ ς  μὲ τὸν Ἀναστάντα, τοὺς φίλους Του τοὺς Ἁγίους, τοὺς συναμαρτωλοὺς καὶ συνπένητες· βαπτισμένους ὅμως καὶ διὰ τοῦτο  π α ι δ ι ὰ  τοῦ Θεοῦ. Ἄτακτα , ἀνυπάκουα, στραβά, κουτσά, παράλυτα, ἀλλὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Ποὺ ἔλυσαν "μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων" ,ἢ περισσότερες,ἢ ὅλες ,ποῦ ἀστόχησαν σὲ προσωπικὸ ἐπίπεδὴ ἐδίδαξαν "οὕτω τοὺς ἀνθρώπους" ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν ἀπέρριψε καὶ δὲν ἀπέκλεισε καὶ ἔστω σὰν ἐλαχίστους τοὺς δέχεται στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.(Μτθ. 5, 19). Ἡ εὐτέλειά μας δὲν κάνει τὸν Βασιληὰ νὰ μᾶς ἀποστρέφεται, οὔτε καὶ χρειάζεται νὰ φορᾶμε τὰ καλά μας γιὰ νὰ πᾶμε . Τὰ κουρέλια μας βάζουμε τὰ "ὡς ῥακος ἀποκαθημένης" καὶ ξεκινᾶμε. Τὸ "πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός" (Λουκ. 15, 17) συνειδητοποιοῦμε καὶ φεύγουμε. Μὲ ὁδηγὸ Ἐκεῖνον, μὲ δρόμο Ἐκεῖνον μὲ συγκοιταζόμενον Ἐκεῖνον. Καὶ μὲ τέρμα Ἐ κ ε ῖ ν ο ν. "Ἐγω εἰμι ἡ  ὁ δ ὸ ς  (Ἰωάν 14, 6), καὶ τέρμα καὶ ἡ δύναμη νὰ περπατήσουμε.

Τὸ δακτυλόγραφο

Κι ἀλοίμονο σ’ ὅποιον δοκηθῆ  ἀλλοιῶς. Φωνάζει ὁ Ἅγιος τῆς Θεσσαλονίκης Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς "τοῦ Θεοῦ μὴ ἐνεργοῦντος ἐν ἡμῖν πᾶν τὸ παρ’ ἡμῶν γενόμενον ἁμαρτία". Ἑπομένως ἁμαρτία δὲν εἶναι ἡ ἀστοχία στὴ ζωή, ἀλλὰ ἡ ἀποσύνδεση ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς Ζωῆς, τὸν Ἀναστάντα Χριστόν, καὶ ἡ ἀποσύνθεσι γιὰ τοῦτο καὶ ἡ φθορά μας. Ὁ ἁμαρτωλὸς κοντὰ στὸν Θεὸ διαφέρει ριζικὰ ἀπὸ τὸν ἁμαρτωλὸ μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό, γιατὶ ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο ἀρρώστους πλησιάζει τὸν θεράποντα γιατρό, ἐνῷ ὁ ἄλλος οὐτε κἂν ὑποπτεύεται τὴν ἀσθένειά του. Ὁ Τελώνης καὶ ὁ Φαρισαῖος  ἦσαν ἐξ ἴσου ἄρρωστοι, εἶχαν ὅμως διαφορετικὲς ἀναφορὲς καὶ ἀντιλήψεις. Ὁ Μίλαν Κούντερα γράφει ὅτι  ὅ λ ο ι  εἴμαστε στὸν ἴδιο λάκκο καὶ πατᾶμε τὶς ἴδιες λάσπες. Ἡ διαφορά μας ἔγκειται στὸ ὅτι κάποιοι, σηκώνουν ποὺ καὶ πού, στρέφουν τὰ μάτια στὸν οὐρανὸ  καὶ ζητοῦν ἕνα ἀστέρι. Τὸν πολικὸ ποὺ δείχνει τὸν δρόμο ποὺ βγάζει ἀπὸ τὴν περιπέτεια.

Στὴν Ἀνάστασι ὅπως ὀρθόδοξα εἰκονίζεται, ὁ Χριστὸς συνέθλασε τὰ κλεῖθρα καὶ τὶς πύλες τοῦ θανάτου καὶ τράβηξε γαλήνεια καὶ σωτήρια πρὸς τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως τοὺς πρωτοπλάστους καὶ πρωταμαρτωλούς, καὶ τοὺς ὑπολοίπους πεπεδημένους καθ’ ὅμοιο τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἀνασύρει πρὸς τὸ Φῶς καὶ τὴ Ζωὴ κάθε μετανοοῦντα ἁμαρτωλὸ καὶ ταπεινό. Σ’αὐτοὺς ἀκριβῶς τοὺς ταπεινοὺς καὶ ἁμαρτωλοὺς, ποὺ λάμπουν ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ,  νοιώθεις νὰ ἱερουργοῦνται μέσα τους δύο μυστήρια: τῆς μετανοίας καὶ τῆς ἀγάπης. Εἶναι οἱ μετανοοῦντες συνεχῶς, αὐτοὶ ποὺ δομοῦν τὴ ζωή τους κάτω ἀπὸ τὸν ἀστερισμὸ τοῦ Προδρομικοῦ "Μ Ε Τ Α Ν Ο  Ε Ι Τ Ε", ποὺ μετέχουν μὲ μετάνοια στὴν ἀναστάσιμη Λειτουργία καὶ κοινωνοῦν τὸν ἀναστημένο Χριστὸ καὶ ἀθανατίζονται. Αὐτοὶ ποὺ περιφέρουν  "τὴν νέκρωσιν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ φανερωθῇ ἐν τῇ θνητῇ σαρκί’’ των. (Β΄ Κορ.4, 10). Καὶ ἔρχεται τότε καὶ ἡ ἀγάπη, ὅπως ὁεὐαγγελιστὴς καὶ Θεολόγος λέγει "ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι μεταβεβήκαμεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν, ὅτι ἀγαπῶμεν τοὺς ἀδελφούς" (Α΄ Ἰωαν. 3.14).

Ἐ! Λοιπόν, αὐτοὶ οἱ ἁμαρτωλοί προστρέχουν στὴν Παναγία μας, τὴν βάζουν μεσίτρια γιὰ νὰ μὴν χάσουν τὸ ἕνα "οὗ ἐστὶ χρεία". Αὐτοὶ εὑρίσκουν τὸν μαργαρίτη τὸν πολύτιμο (Ματθ.13, 46) καὶ ἀφοῦ πουλήσουν ὅτι ἔχουν καὶ τὸν ἀγοράσουν διὰ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τὸν κατέχουν καὶ συσσωματοῦνται καὶ συναιματοῦνται μὲ τὸν σαρκωμένο Θεό, τὸν πολύτιμο μαργαρίτη, καὶ Υἱό της καὶ ζοῦν γιὰ πάντα.

Σεβασμιώτατοι ἀρχιερεῖς τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, ὅσοι πιστοὶ εὔσημοι καὶ ἄσημοι, Αὔγουστος καὶ Δεκαπενταύγουστος. Κοίμησις καὶ Ζωή. Ναζαρέτ, Βηθλεέμ, Γεσθημανῆ, Θάνατος, Πανηγῦρι, Τάφος καὶ Οὐρανός. Ἐπιτάφια μῦρα καὶ οὐράνιες στρατιὲς Ἀγγέλων, Δάκρυα ἀποχωρισμοῦ καὶ μολπὲς οὐρανοσύνθετες. Κρίνοι τοῦ Εὐααγγελισμοῦ καὶ οὐρανόδρομα κυπαρίσσια. Νέκρωσι καὶ Ἀνάστασι. Αὔγουστος καὶ οἱ τσοπαναραῖοι τῶν βουνῶν κι ἁλίχτυποι ψαράδες  καὶ οἱ Καλόγεροι τῆς χαρμολύπης, κι ὁ Κλῆρος κι ὁ Λαὸς τοῦ Θεοῦ καὶ οἱ ἀλυγαριὲς καὶ τὰ μποστάνια καὶ τὰ μυριστικὰ στὶς γλάστρες καὶ τὰ ἔλατα στὶςςἀπάτητες κορφές, πλέκουν μὲ τὰ χρώματα, τ’ ἀρώματα, τὸν λόγο καὶ τὴν σιωπή, τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς Ἀναστάσεως τὸ νεκροστέφανο τῆς Κυρᾶς. Σημάδι ἀναγνώρισης στὴν ἐξόδιο ὥρα τοῦ καθενός μας. Ἀνθοπλοκὴ καὶ στιχοπλοκή, ὅλα γρήγορα καὶ μὲ βία. Νἆναι ἕτοιμα στὴν ἐξόδιο ὥρα της.Τότε ποὺ ἐκείνη θὰ φωνάξει: "Υἱὲ καῖ Θεέ μου παρέλαβέ μου τὸ Πνεῦμα". Τὸτε ποὺ κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῆς συνείδησης τῶν πεπραγμένων μας καὶ γιὰ νὰ μὴν χάσουμε τὸν Θεὸ καὶ χαθοῦμε, θὰ τὴν ἱκετεύσουμε:

«Καὶ σὲ μεσίτριαν ἔχω πρὸς τὸν Φιλάνθρωπον Θεόν, μὴ μοῦ ἐλέγξῃ τὰς πράξεις ἐνώπιον τῶν Ἀγγέλων. Παρακαλῶ σε, Παρθένε, βοήθησόν μοι ἐν τάχει».

Ὑπακοῇ τῷ Σεβασμιωτάτῳ Μητροπολίτῃ Καρπενησίου κ. κ. Ν ι κ ο λ ά ῳ  ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ Προυσσοῦ Εὐρυτανίας, Αὐγούστου 23 / 2002.

                                                                Πρωτοπρεσβύτερος, Παναγιώτης Δ. Τζιράχης »

 

Σάββατο 12 Αυγούστου 2023

ΤΥΡΒΗ 21- ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

 Νέα Τύρβη, ἀρ. 21. Μόλις κυκλοφόρησε τὸ τερπνό, ἱστορικὸ πλέον, μονόφυλλο ἔντυπο τῶν Γρεβενῶν. Ἀφιερωμένη στὴ μεγαλόπολη Θεσσαλονίκη, τὴν γοητευτικὴ ἱστορικὴ πόλη τοῦ Θερμαϊκοῦ μὲ τὰ φυσικὰ κάλλη της καὶ τὴν πνευματική της παράδοση. Ἡ σελίδα μας  «Ἑλληνομουσεῖον Ἀγράφων»  ἔχει τὴν τιμὴ νὰ μετέχει μὲ τὸ ἄρθρο «Τὸ "ὕδωρ" τῆς μεγαλοπόλεως Θεσσαλονίκης».   

Τὸ "ὕδωρ" τῆς μεγαλοπόλεως Θεσσαλονίκης


Ἡ Θεσσαλονίκη, ἡ Πόλη τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, ἔχει τὸ πανθομολογούμενο γνώρισμα ὅτι συλλαμβάνει ὡς διὰ τσιγγελίου τοὺς ἐπισκέπτες ὅλων τῶν τάξεων καὶ τοὺς τραβᾶ μαζί της. Θηράματα τῆς γοητείας της ἦσαν –πῶς ὄχι ἄλλωστε; καὶ οἱ Ἀγραφιῶτες, οἱ ὁποῖοι ἀπ’ τὰ ψηλὰ βουνά, ἀπ’ τοὺς ἀπάτητους τῶν βουνῶν δρόμους, βρέθηκαν στὰ γλαυκὰ τοῦ Θερμαϊκοῦ νερά, μὲ τὸν δροσιστικὰ εὐεργετικώτατο –ἰδιαίτερα κατὰ τοὺς θερινοὺς μῆνες μπάτη του. Οἰκονομικὸ καὶ ἐμπορικὸ κέντρο ἡ ἱστορικὴ μητρόπολη τῆς Μακεδονίας, προσελκύει, ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 16ου αἰ., τὶς ἐμπορικοχρηματικὲς δραστηριότητες τῶν φιλαπόδημων Ἀγραφιωτῶν. Ὅμως, παραλλάσσοντας τὸν ἀρχαῖο μύθο, πίνοντας τὸ νερὸ τῆς Θεσσαλονίκης, σὰν ἐκεῖνο τοῦ μυθολογικοῦ ὕδατος τῆς Λήθης, λησμονοῦν ἢ δὲν μεριμνοῦν ὅσο πρέπει γιὰ τὴν ἰδιαίτερη πατρίδα τους, τὰ Ἄγραφα. Τὸ δηλώνει κι ὁ λόγιος τῶν Ἀγράφων, ὁ Ἀναστάσιος Γόρδιος, σὲ γράμμα του ἀπὸ τὰ Βρανιανὰ τῶν Ἀγράφων στὸν ἀπόδημο ὁμοχώριο του, τὸν ἱερέα Κυρίτζη στὴ Θεσσαλονίκη:

«Ἡ ἁγιωσύνη σου, ἀφ’ οὗ ἀπεδήμησε καὶ ἔπιε τὸ ὕδωρ τῆς μεγαλοπόλεως Θεσσαλονίκης, τὸ ἀμέλησεν, ὡσὰν νὰ ἔπιε τὸ ὕδωρ, ὁποῦ λέγουν οἱ μύθοι τῶν Ἑλλήνων, τῆς λήθης».

Τὸ γράφει ἄλλωστε κι Παπαδιαμάντης στὸ διήγημά του «Γυνὴ πλέουσα»· ὅτι οἱ ξενιτεμένοι, «"ξεπονοῦν" εἰς τὰ δέκα ἔτη» καὶ δὲν "ἀκούονται" πλέον.


Ἀλλὰ δὲν ἔπιναν μόνο τὸ νερὸ τῆς λησμονιᾶς. Φαίνεται πὼς ἔπιναν πάλι κατὰ τὸν ἀρχαῖο μῦθο καὶ τὸ νερὸ τῆς Μνήμης καὶ θυμοῦνται μόνο ὅσα βλέπουν καὶ βιώνουν στὸν νέο τόπο, στὴ Θεσσαλονίκη.

Ἔτσι, στὸν ἐπίσης ὁμοχώριό του χατζη-Ἀποστόλη, γράφει ὁ Γόρδιος:

«Γράψας πρὸς τὴν ἐντιμότητά σου διὰ τοῦ προλαβόντος μου γράμματος πολλά, ἔλαθον ἐμαυτόν, διατὶ τώρα ἡ ἐντιμότης σου δὲν εἶναι, καθὼς φαίνεται, Βρανιανίτης ἢ Ἀγραφιώτης ἁπλῶς ἀλλὰ Θεσσαλονικεύς».

Ἄλλη φορὰ ἀπογοητευμένος ἀπὸ τὴ στάση του, τοῦ γράφει ἐπιτιμητικὰ καὶ εἰρωνικά:

 «Χαίρεσθε, λοιπόν, τὴν Θεσσαλονίκην, καὶ ἡ χαρά σας ἂς γένῃ παντοτεινή».

Οἱ ἔμποροι διὰ τοῦ χατζη-Χρήστου τοῦ ἐξ Ἀγράφων, τοῦ πρώτου τῇ τάξει τῆς συντεχνίας τους, προσκαλοῦν τὸν Γόρδιο στὴ Θεσσαλονίκη ἀλλὰ ὁ ταπεινὸς ἱερομόναχος δὲν τὸ ἀποφασίζει:

«Ἀλλὰ τί νὰ κάμω, ὁποῦ ὁ καιρὸς εἶναι ἀπάνου εἰς τὴν ἀκμήν, καὶ πολλὰ ἀντίξους εἰς τὴν ἐδικήν μου μετάβασιν [...] Διὰ τοῦτο μένω σὺν Θεῷ κατὰ χώραν, ἕως ὁποῦ νὰ ἰδοῦμεν τί θέλει δείξει ὁ καιρός».

Κι ὁ δάσκαλός του, ὁ Εὐγένιος Γιαννούλης, σὲ παρελθόντα χρόνο, ἐνῶ δηλώνει τὴν πρόθεσή του νὰ ἐπισκεφθῇ τὴν «παυλοδίδακτον καὶ θεοφιλῆ πολιτείαν», τὴ Θεσσαλονίκη, θεωρεῖ ὅτι ἂν συμβεῖ αὐτὸ δὲν θὰ ἐπιστρέψει πάλι στὰ Ἄγραφα:

«Κὺρ-Παναγιώτη, [...] Ἂν γοῦν ἡ ἀγάπη σου δὲν ἔλθῃ φέτος εἰς Βρανιανά, ἐλπίζω [...] νὰ ἔλθω κι ἐγὼ αὐτοῦ εἰς τὴν περιφανῆ Θεσσαλονίκην νὰ συνεορτάσομεν τὴν εὐημερίαν ἀντάμα μὲ τοὺς λοιποὺς φίλους. Ἡ ἀγάπη σου νὰ ξεύρῃ ὅμως καὶ τοῦτο, ὅτι ἂν ἔλθω, πλέον δὲν θέλω γυρίσει εἰς τὰ Ἄγραφα, ὡσὰν ὁ κόρακας τοῦ Νῶε εἰς τὴν κιβωτὸν τοῦ κατακλυσμοῦ».

Ψάρια, ρύζι, ξυλοκέρρατα, κερί, χαβιάρι καὶ κυρίως λάδι γιὰ τοὺς ναοὺς τῶν Ἀγράφων εἶναι τὰ τίμια,τὰ τερπνὰ δῶρα μέριμνας καὶ φροντίδας τους γιὰ τὰ Ἄγραφα καὶ τοὺς ἀνθρώπους τους, ποὺ στέλνουν οἱ ἀπόδημοι Ἀγραφιῶτες τῆς Θεσσαλονίκης, ἀπὸ τὴν τοῦ μεγαλομάρτυρος καὶ θαυματουργοῦ Δημητρίου πόλιν· μὲ τὰ ὁποῖα οἱ παραλῆπτες τους μυρώνουν τὴν ἀνάμνηση τῶν ἀπόντων ἀποδήμων συμπατριωτῶν τους.

Καὶ σήμερα ἡ ἐπὶ τὸ λαϊκώτερον Σαλονίκη διακρατεῖ τὸν σαγηνευτικό της χαρακτῆρα: γοητεύει μὲ τὰ θέλγητρά της, μὲ τὰ φυσικὰ κάλλη της, μὲ τὶς τρυφερὲς χάρες της, μὲ τὴν πνευματική της παράδοση, ὅποιον τὴν ἐπισκέπτεται καὶ πίνει τὸ νερό της· κι ἂς εἶναι καὶ νερὸ τῆς ΕΥΑΘ! 

Ντῖνος Ἀγραφιώτης