Νέα Τύρβη, ἀρ. 21. Μόλις κυκλοφόρησε τὸ τερπνό, ἱστορικὸ πλέον, μονόφυλλο ἔντυπο τῶν Γρεβενῶν. Ἀφιερωμένη στὴ μεγαλόπολη Θεσσαλονίκη, τὴν γοητευτικὴ ἱστορικὴ πόλη τοῦ Θερμαϊκοῦ μὲ τὰ φυσικὰ κάλλη της καὶ τὴν πνευματική της παράδοση. Ἡ σελίδα μας «Ἑλληνομουσεῖον Ἀγράφων» ἔχει τὴν τιμὴ νὰ μετέχει μὲ τὸ ἄρθρο «Τὸ "ὕδωρ" τῆς μεγαλοπόλεως Θεσσαλονίκης».
Τὸ "ὕδωρ" τῆς μεγαλοπόλεως Θεσσαλονίκης
Ἡ
Θεσσαλονίκη,
ἡ Πόλη τοῦ Ἁγίου
Δημητρίου, ἔχει τὸ πανθομολογούμενο γνώρισμα ὅτι συλλαμβάνει ὡς διὰ τσιγγελίου τοὺς ἐπισκέπτες ὅλων τῶν τάξεων καὶ τοὺς
τραβᾶ μαζί της. Θηράματα τῆς γοητείας της ἦσαν –πῶς ὄχι ἄλλωστε;‒ καὶ οἱ Ἀγραφιῶτες, οἱ ὁποῖοι ἀπ’
τὰ ψηλὰ βουνά, ἀπ’ τοὺς ἀπάτητους τῶν βουνῶν δρόμους, βρέθηκαν στὰ γλαυκὰ τοῦ
Θερμαϊκοῦ νερά, μὲ τὸν δροσιστικὰ εὐεργετικώτατο –ἰδιαίτερα κατὰ τοὺς θερινοὺς
μῆνες‒
μπάτη του. Οἰκονομικὸ καὶ ἐμπορικὸ κέντρο ἡ ἱστορικὴ μητρόπολη τῆς Μακεδονίας, προσελκύει, ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 16ου
αἰ., τὶς ἐμπορικοχρηματικὲς δραστηριότητες τῶν φιλαπόδημων Ἀγραφιωτῶν. Ὅμως,
παραλλάσσοντας τὸν ἀρχαῖο μύθο, πίνοντας τὸ νερὸ τῆς Θεσσαλονίκης, σὰν ἐκεῖνο τοῦ
μυθολογικοῦ ὕδατος τῆς Λήθης, λησμονοῦν ἢ δὲν μεριμνοῦν ὅσο πρέπει γιὰ τὴν ἰδιαίτερη
πατρίδα τους, τὰ Ἄγραφα. Τὸ δηλώνει κι ὁ λόγιος τῶν Ἀγράφων, ὁ Ἀναστάσιος
Γόρδιος, σὲ γράμμα του ἀπὸ τὰ Βρανιανὰ τῶν Ἀγράφων στὸν ἀπόδημο ὁμοχώριο του, τὸν
ἱερέα Κυρίτζη στὴ Θεσσαλονίκη:
«Ἡ
ἁγιωσύνη σου, ἀφ’ οὗ ἀπεδήμησε καὶ ἔπιε τὸ ὕδωρ τῆς μεγαλοπόλεως Θεσσαλονίκης,
τὸ ἀμέλησεν, ὡσὰν νὰ ἔπιε τὸ ὕδωρ, ὁποῦ λέγουν οἱ μύθοι τῶν Ἑλλήνων, τῆς λήθης».
Τὸ γράφει ἄλλωστε
κι Παπαδιαμάντης στὸ διήγημά του «Γυνὴ πλέουσα»· ὅτι οἱ ξενιτεμένοι,
«"ξεπονοῦν" εἰς τὰ δέκα ἔτη» καὶ δὲν "ἀκούονται" πλέον.
Ἀλλὰ δὲν ἔπιναν μόνο τὸ νερὸ τῆς λησμονιᾶς. Φαίνεται πὼς ἔπιναν ‒πάλι κατὰ τὸν ἀρχαῖο μῦθο‒ καὶ τὸ νερὸ τῆς Μνήμης καὶ θυμοῦνται μόνο ὅσα βλέπουν καὶ βιώνουν στὸν νέο τόπο, στὴ Θεσσαλονίκη.
Ἔτσι,
στὸν ἐπίσης ὁμοχώριό του χατζη-Ἀποστόλη, γράφει ὁ Γόρδιος:
«Γράψας
πρὸς τὴν ἐντιμότητά σου διὰ τοῦ προλαβόντος μου γράμματος πολλά, ἔλαθον ἐμαυτόν,
διατὶ τώρα ἡ ἐντιμότης σου δὲν εἶναι, καθὼς φαίνεται, Βρανιανίτης ἢ Ἀγραφιώτης ἁπλῶς
ἀλλὰ Θεσσαλονικεύς».
Ἄλλη φορὰ
ἀπογοητευμένος ἀπὸ τὴ στάση
του, τοῦ γράφει ἐπιτιμητικὰ καὶ εἰρωνικά:
«Χαίρεσθε, λοιπόν, τὴν
Θεσσαλονίκην, καὶ ἡ χαρά σας ἂς γένῃ παντοτεινή».
Οἱ
ἔμποροι διὰ τοῦ χατζη-Χρήστου τοῦ ἐξ Ἀγράφων, τοῦ πρώτου τῇ τάξει τῆς
συντεχνίας τους, προσκαλοῦν τὸν Γόρδιο στὴ Θεσσαλονίκη ἀλλὰ ὁ ταπεινὸς ἱερομόναχος
δὲν τὸ ἀποφασίζει:
«Ἀλλὰ
τί νὰ κάμω, ὁποῦ ὁ καιρὸς εἶναι ἀπάνου εἰς τὴν ἀκμήν, καὶ πολλὰ ἀντίξους εἰς τὴν
ἐδικήν μου μετάβασιν [...] Διὰ τοῦτο μένω σὺν Θεῷ κατὰ χώραν, ἕως ὁποῦ νὰ ἰδοῦμεν
τί θέλει δείξει ὁ καιρός».
Κι
ὁ δάσκαλός του, ὁ Εὐγένιος Γιαννούλης, σὲ παρελθόντα χρόνο, ἐνῶ δηλώνει τὴν
πρόθεσή του νὰ ἐπισκεφθῇ τὴν «παυλοδίδακτον καὶ θεοφιλῆ πολιτείαν», τὴ Θεσσαλονίκη,
θεωρεῖ ὅτι ἂν συμβεῖ αὐτὸ δὲν θὰ ἐπιστρέψει πάλι στὰ Ἄγραφα:
«Κὺρ-Παναγιώτη,
[...] Ἂν γοῦν ἡ ἀγάπη σου δὲν ἔλθῃ φέτος εἰς Βρανιανά, ἐλπίζω [...] νὰ ἔλθω κι ἐγὼ
αὐτοῦ εἰς τὴν περιφανῆ Θεσσαλονίκην νὰ συνεορτάσομεν τὴν εὐημερίαν ἀντάμα μὲ τοὺς
λοιποὺς φίλους. Ἡ ἀγάπη σου νὰ ξεύρῃ ὅμως καὶ τοῦτο, ὅτι ἂν ἔλθω, πλέον δὲν
θέλω γυρίσει εἰς τὰ Ἄγραφα, ὡσὰν ὁ κόρακας τοῦ Νῶε εἰς τὴν κιβωτὸν τοῦ
κατακλυσμοῦ».
Ψάρια, ρύζι,
ξυλοκέρρατα, κερί, χαβιάρι καὶ κυρίως λάδι γιὰ τοὺς ναοὺς τῶν Ἀγράφων εἶναι τὰ
τίμια,τὰ τερπνὰ δῶρα μέριμνας καὶ φροντίδας τους γιὰ τὰ Ἄγραφα καὶ τοὺς ἀνθρώπους
τους, ποὺ στέλνουν οἱ ἀπόδημοι Ἀγραφιῶτες τῆς Θεσσαλονίκης, ἀπὸ τὴν τοῦ μεγαλομάρτυρος καὶ θαυματουργοῦ Δημητρίου
πόλιν· μὲ τὰ ὁποῖα οἱ παραλῆπτες τους μυρώνουν τὴν ἀνάμνηση τῶν ἀπόντων ἀποδήμων συμπατριωτῶν τους.
Καὶ σήμερα ἡ ‒ἐπὶ τὸ λαϊκώτερον‒ Σαλονίκη διακρατεῖ τὸν σαγηνευτικό της χαρακτῆρα: γοητεύει μὲ τὰ θέλγητρά της, μὲ τὰ φυσικὰ κάλλη της, μὲ τὶς τρυφερὲς χάρες της, μὲ τὴν πνευματική της παράδοση, ὅποιον τὴν ἐπισκέπτεται καὶ πίνει τὸ νερό της· κι ἂς εἶναι καὶ νερὸ τῆς ΕΥΑΘ!
Ντῖνος Ἀγραφιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου