ΛΟΓΟΣ
ΚΗΡΥΓΜΑΤΙΚΟΣ ΥΠΟ, (†) πρωτοπρεσβυτέρου Παναγιώτου Δ. Τζιράχη ἐκ Ξυλοκάστρου
Κορινθίας.
Κάθε χρόνο στὶς 23
Αὐγούστου, ἡμέρα Ἀποδόσεως τῆς ἑορτῆς τῆς κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ἑορτάζει, μὲ
κάθε ἐκκλησιαστικὴ καὶ βυζαντινὴ μεγαλοπρέπεια, ἡ ἱερὰ μονὴ Προυσσοῦ τῆς Εὐρυτανίας,
ἡ ἀποκαλούμενη καὶ ὡς "Παλλάδιον τῶν
Ἀγράφων", ὅπου φυλάσσεται ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς ἐπονομαζομένης
Προυσιωτίσσης.
Στὶς
23 Αὐγούστου 2002 τὸν πανηγυρικὸ κηρυγματικὸ λόγο τῆς ἡμέρας ἔκαμε ‒κατὰ
παράκλησιν καὶ προτροπὴν τοῦ μακαριστοῦ πλέον μητροπολίτου Καρπενησίου Νικολάου
Δρόσου († 25. 1. 2019)‒, ὁ φιλοαγραφιώτης πρωτοπρεβύτερος, προϊστάμενος τοῦ ἱεροῦ
ναοῦ ἁγίου Μακαρίου Ξυλοκάστρου, μακαριστὸς ἐπίσης, Παναγιώτης Δ. Τζιράχης (†
1. 4. 2004). Εἴχαμε τὴν ἀγαθὴ τύχη νὰ γνωρίσουμε
διὰ ζώσης ‒ἔστω καὶ γιὰ μικρὸ χρονικὸ διάστημα‒ τὸν ἀοίδιμο αὐτὸν λειτουργὸ τοῦ
Ὑψίστου καὶ νὰ ἀπολαύσουμε τὸν χαρισματικό του λόγο, τὶς πατρικὲς εὐχές του, ἀλλὰ
καὶ τὴν ἁβραμιαία φιλοξενία του μαζὶ μὲ τὴν ἀκάματη πρεσβυτέρα του, Μαρίνα. Στὸ
πλαίσο αὐτὸ τῆς προσωπικῆς ποιμαντικῆς μας σχέσης, ἀλλὰ καὶ ἕνεκα τῆς ἡμετέρας ἀγραφιώτικης
καταγωγῆς, μᾶς χάρισε δακτυλόγραφο ἀντίγραφο τοῦ λόγου αὐτοῦ τῆς 23ης
Αὐγούστου 2002 στὴν ἱ. Μονὴ Προυσσοῦ, τὸν ὁποῖο καὶ δημοσιεύουμε εἰς μνήμην αἰώνιον
αὐτοῦ ἀλλὰ καὶ ὡς χρέος ὀφειλόμενο σὲ ὅλα ὅσα μᾶς χάρισε ἡ γνωριμία μὲ τὴν μορφὴ
καὶ τὸ ἔργο του.
Κων.Σπ. Τσιώλης
"Τῇ Θεοτόκῳ ἐκτενῶς νῦν
προσδράμωμεν,ἁμαρτωλοὶ καὶ ταπεινοὶ καὶ προσπέσωμεν ἐν μετανοίᾳ, κράζοντες ...
Δέσποινα βοήθησον..."
Καθημερινά, Σεβασμιώτατοι
Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, Ἅγιε Καθηγούμενε τῆς λειψάνδρου πλὴν οὐριοδρομούσης Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Προυσσοῦ,καθημερινὰ
προσδιοριστικὴ τοῦ εἶναι μας καὶ δεητικὴ ἀνεβαίνει ἡ κραυγή μας, μέσῳ τοῦ
Παρακλητικοῦ Κανόνος πρὸς τὴν Δέσποινα τοῦ Κόσμου καὶ μητέρατοῦ Θεοῦ, ἰδιαίτερα
ὅμως τὸν μῆνα αὐτὸν τὸν Αὔγουστο "Δέσποινα, Κυρά, Θεοτόκε, Μάνα τοῦ Θεοῦ
καὶ καθενός μας Μάνα, βοήθησον ..."Καὶ σ’ αὐτὴν τὴν κραυγὴ καὶ σ’αὐτὴ τὴν
κίνησι πρὸς Ἐκείνη" οὐδεὶς προστρέχων κατησχυμένος ἐκπορεύεται " ὅπως
διατυπώνει ἡ Ἐκκησία τὴν πεῖρα της καὶ ψάλλει
ὁ Ὑμνωδός της.
Ὅμως τίθεται τὸ ἐρώτημα: μποροῦν ὅλοι νὰ προσδράμουν πρὸς τὴν Θεοτόκο; Καὶ ἐὰν εἶναι ἔτσι γιατὶ ὁ Ὑμνογράφος της συγκαλεῖ νὰ προσπέσουν στὴν Χάρι της ἁμαρτωλοὶ καὶ ταπεινοί
; Ποιοί εἶναι αὐτοί οἱ ἁμαρτωλοί;
Ὁ
Κύριός μας, παρ’ ὅσα πιστεύουμε, δὲν ἦλθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ καλλίρτερεύσῃ τὶς συνθῆκες
τῆς παρούσης ζωῆς, δὲν ἦλθε γιὰ νὰ προτείνει, κανένα πολικτικό, κοινωνικὸ ἢ οἰκονομικὸ
σύστημα. Οὔτε γιὰ νὰ μᾶς διδάξῃ καμμιὰ μέθοδο ψυχοσωματικῆς ἰσορροπίας. Ἦλθε γιὰ
νὰνικήσῃ τὸν θάνατο καὶ νὰ φέρῃ τὴν αἰώνια ζωή. Καὶ αὐτὴ ἡ αἰώνια ζωὴ δὲν εἶναι
ὑπόσχεσι μεταιστορικὴ εὐτυχίας, δὲν εἶναι μία μεταθανάτια ἐπιβίωσι, οὔτε
παράταση αἰώνια τῶν παρόντων. Αἰώνια ζωὴ εἶναι ἡ Χάρι ποὺ φωτίζει ἀπὸ τώρα παρὸν
καὶ μέλλον καὶ νοηματίζει ἀνθρώπινα σῶμα καὶ ψυχή. Ὁ Χριστὸς μετὰ τὴν Ἀνάστασί
του βεβαιώνει ποικιλοτρόπως τὴν κοινότητα τῶν μαθητῶν του καὶ δι’ αὐτῶν τὴν Ἐκκλησία
σύνολη ὅτι βασιλεύει ἀλλ’ οὐκ αἰωνίζει’’ ὁ θάνατος. Αὐτὴ ἡ μετοχὴ στὴν αἰώνιότητα
καὶ τὴν ἀθανασία, ἡ κοινωνία τῆς Ἀναστάσεως εἶναι ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου. "Ὁ
φιλῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἀπωλέσει αὐτὴν καὶ ὁ μισῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἐν τῷ κόσμῳ ούτῳ εἰς ζωὴν αἰώνιον φυλλάξει αὐτὴν’’ (Ἰωαν.
12, 25)
Ἡ
ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ εἶναι μία ἀπώλεια καὶ μία εὕρεσι. Δὲν εἶναι οὖτε ψυχοτεχνικὲς
οὔτε δίαιτες, οὔτε συμπεριφορές, οὔτε κατορθώματα ἀρετῆς. Αὐτὰ τὰ ὑπόσχονται καὶ
τὰ πραγνματώνουν, ἴσως μάλιστα καλλίτερα ἀπὸ ἐμᾶς, ἄλλοι, χωρὶς ὅμως νὰ
ξεπεράσουν τὸν θάνατο καὶ νὰ δώσουν τὴν χαρὰ τῆς μετοχῆς στὴν ἀνάστασι. Ὁ
Χριστιανὸςκαλεῖται νὰ γίνῃ ἕνα ζωντανό, περιφερόμνενο στὸν κόσμο Κήρυγμα ὅτι
νικήθηκε ὁ θάνατος. Εἶναι μία διαρκῶς λιτανευόμενη εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως. Δὲν εἶναι
ἡ ἐργασία του – τὸ ἐργόχειρό του- νὰ χτίζῃ οἰκοδομές ‒ἔστω Ναούς‒ οὔτε νὰ μελετᾷ ἢ νὰ συμμελετᾷ Γραφὲς
καὶ Πατέρες καὶ νὰ ἀδολεσχῇ εὐσεβῶς,οὔτε νὰ γράφῃ ὡραῖα πράγματα. Ἡ δουλειά μου
ειναι νὰ ἀποθάνω ἐν Χριστῷ Ἀναστάντι. Τότε κάνω τὰ πάντα , περνῶ ἀπὸ παντοῦ, ἀλλὰ
ἡ στοχοθεσία μου εἶναι τὸ ἕ ν α. Ἀλλοιῶς χτίζοντας αὐγαρίζω τὶς ἀποθῆκες τοῦ ἄφρονα
πλουσίου, γράφοντας ἀφήνω φτερὰ στὸν ἄνεμο, μελετώντας κάνω τὸ μυστήριο ἐγκεφαλικότητα.
Ὁ Χριστιανὸς πετυχαίνει τὴν ἐν κόσμῳ αὐτὴ ἀποστολή του ζώντας ὅπως θέλῃ ἡ Ἐκκλησία
καὶ ὄχι ὅπως θέλῃ ὁἴδιος. Αὐτὴ ἡ ζωὴ εἶναι ἡ κλίμακα ποὺ ὁδηγεῖ στὸν οὐρανό, ὁ κανόνας
ποὺ ἀποκλείει τὰ στραβώματα καὶ ὁδηγεῖ στὴν ἐλευθερία. Ἡ ζωή μας τότε καὶ μόνον
τότε εἶναι γεμάτη θεοστρέφεια· ὁχρόνος μας εἶναι ὁΘεός. Ἡ προσευχὴ ἡ μελέτη, ἡ ἀκολουθία
ἀποτελοῦν τὸ νόημα τοῦ ἀγώνα γιὰ τὴν περιφορὰ γύρω ἀπὸ τὸν Ἀναστημένο Θεάνθρωπο
Ἰησοῦ. Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ἡ ἔξοδος ἀπὸ τὴν αὐτάρκεια καὶ νοσηρότητα τοῦ ἐγώ
καὶ ἡ προσχώρησι στὸ ἐ μ ε ῖ ς μὲ τὸν Ἀναστάντα,
τοὺς φίλους Του τοὺς Ἁγίους, τοὺς συναμαρτωλοὺς καὶ συνπένητες· βαπτισμένους ὅμως
καὶ διὰ τοῦτο π α ι δ ι ὰ τοῦ Θεοῦ. Ἄτακτα , ἀνυπάκουα, στραβά, κουτσά,
παράλυτα, ἀλλὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Ποὺ ἔλυσαν "μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων"
,ἢ περισσότερες,ἢ ὅλες ,ποῦ ἀστόχησαν σὲ προσωπικὸ ἐπίπεδὴ ἐδίδαξαν "οὕτω
τοὺς ἀνθρώπους" ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν ἀπέρριψε καὶ δὲν ἀπέκλεισε καὶ ἔστω σὰν ἐλαχίστους
τοὺς δέχεται στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.(Μτθ. 5, 19). Ἡ εὐτέλειά μας δὲν κάνει τὸν
Βασιληὰ νὰ μᾶς ἀποστρέφεται, οὔτε καὶ χρειάζεται νὰ φορᾶμε τὰ καλά μας γιὰ νὰ πᾶμε
. Τὰ κουρέλια μας βάζουμε τὰ "ὡς ῥακος ἀποκαθημένης" καὶ ξεκινᾶμε. Τὸ
"πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός" (Λουκ. 15, 17) συνειδητοποιοῦμε καὶ
φεύγουμε. Μὲ ὁδηγὸ Ἐκεῖνον, μὲ δρόμο Ἐκεῖνον μὲ συγκοιταζόμενον Ἐκεῖνον. Καὶ μὲ
τέρμα Ἐ κ ε ῖ ν ο ν. "Ἐγω εἰμι ἡ ὁ
δ ὸ ς (Ἰωάν 14, 6), καὶ τέρμα καὶ ἡ
δύναμη νὰ περπατήσουμε.Τὸ δακτυλόγραφο
Κι
ἀλοίμονο σ’ ὅποιον δοκηθῆ ἀλλοιῶς.
Φωνάζει ὁ Ἅγιος τῆς Θεσσαλονίκης Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς "τοῦ Θεοῦ μὴ ἐνεργοῦντος
ἐν ἡμῖν πᾶν τὸ παρ’ ἡμῶν γενόμενον ἁμαρτία". Ἑπομένως ἁμαρτία δὲν εἶναι ἡ ἀστοχία
στὴ ζωή, ἀλλὰ ἡ ἀποσύνδεση ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς Ζωῆς, τὸν Ἀναστάντα Χριστόν, καὶ ἡ ἀποσύνθεσι
γιὰ τοῦτο καὶ ἡ φθορά μας. Ὁ ἁμαρτωλὸς κοντὰ στὸν Θεὸ διαφέρει ριζικὰ ἀπὸ τὸν ἁμαρτωλὸ
μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό, γιατὶ ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο ἀρρώστους πλησιάζει τὸν θεράποντα
γιατρό, ἐνῷ ὁ ἄλλος οὐτε κἂν ὑποπτεύεται τὴν ἀσθένειά του. Ὁ Τελώνης καὶ ὁ
Φαρισαῖος ἦσαν ἐξ ἴσου ἄρρωστοι, εἶχαν ὅμως
διαφορετικὲς ἀναφορὲς καὶ ἀντιλήψεις. Ὁ Μίλαν Κούντερα γράφει ὅτι ὅ λ ο ι εἴμαστε στὸν ἴδιο λάκκο καὶ πατᾶμε τὶς ἴδιες
λάσπες. Ἡ διαφορά μας ἔγκειται στὸ ὅτι κάποιοι, σηκώνουν ποὺ καὶ πού, στρέφουν τὰ
μάτια στὸν οὐρανὸ καὶ ζητοῦν ἕνα ἀστέρι.
Τὸν πολικὸ ποὺ δείχνει τὸν δρόμο ποὺ βγάζει ἀπὸ τὴν περιπέτεια.
Στὴν
Ἀνάστασι ὅπως ὀρθόδοξα εἰκονίζεται, ὁ Χριστὸς συνέθλασε τὰ κλεῖθρα καὶ τὶς
πύλες τοῦ θανάτου καὶ τράβηξε γαλήνεια καὶ σωτήρια πρὸς τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως
τοὺς πρωτοπλάστους καὶ πρωταμαρτωλούς, καὶ τοὺς ὑπολοίπους πεπεδημένους καθ’ ὅμοιο
τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἀνασύρει πρὸς τὸ Φῶς καὶ τὴ Ζωὴ κάθε μετανοοῦντα ἁμαρτωλὸ καὶ
ταπεινό. Σ’αὐτοὺς ἀκριβῶς τοὺς ταπεινοὺς καὶ ἁμαρτωλοὺς, ποὺ λάμπουν ἀπὸ τὸ φῶς
τοῦ Χριστοῦ, νοιώθεις νὰ ἱερουργοῦνται
μέσα τους δύο μυστήρια: τῆς μετανοίας καὶ τῆς ἀγάπης. Εἶναι οἱ μετανοοῦντες
συνεχῶς, αὐτοὶ ποὺ δομοῦν τὴ ζωή τους κάτω ἀπὸ τὸν ἀστερισμὸ τοῦ Προδρομικοῦ "Μ
Ε Τ Α Ν Ο Ε Ι Τ Ε", ποὺ μετέχουν μὲ
μετάνοια στὴν ἀναστάσιμη Λειτουργία καὶ κοινωνοῦν τὸν ἀναστημένο Χριστὸ καὶ ἀθανατίζονται.
Αὐτοὶ ποὺ περιφέρουν "τὴν νέκρωσιν
τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ φανερωθῇ ἐν τῇ θνητῇ
σαρκί’’ των. (Β΄ Κορ.4, 10). Καὶ ἔρχεται τότε καὶ ἡ ἀγάπη, ὅπως ὁεὐαγγελιστὴς
καὶ Θεολόγος λέγει "ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι μεταβεβήκαμεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν
ζωήν, ὅτι ἀγαπῶμεν τοὺς ἀδελφούς" (Α΄ Ἰωαν. 3.14).
Ἐ!
Λοιπόν, αὐτοὶ οἱ ἁμαρτωλοί προστρέχουν στὴν Παναγία μας, τὴν βάζουν μεσίτρια γιὰ
νὰ μὴν χάσουν τὸ ἕνα "οὗ ἐστὶ χρεία". Αὐτοὶ εὑρίσκουν τὸν μαργαρίτη τὸν
πολύτιμο (Ματθ.13, 46) καὶ ἀφοῦ πουλήσουν ὅτι ἔχουν καὶ τὸν ἀγοράσουν διὰ τῆς Ὑπεραγίας
Θεοτόκου τὸν κατέχουν καὶ συσσωματοῦνται καὶ συναιματοῦνται μὲ τὸν σαρκωμένο Θεό,
τὸν πολύτιμο μαργαρίτη, καὶ Υἱό της καὶ ζοῦν γιὰ πάντα.
Σεβασμιώτατοι ἀρχιερεῖς τοῦ Θεοῦ
τοῦ Ὑψίστου, ὅσοι πιστοὶ εὔσημοι καὶ ἄσημοι, Αὔγουστος καὶ Δεκαπενταύγουστος.
Κοίμησις καὶ Ζωή. Ναζαρέτ, Βηθλεέμ, Γεσθημανῆ, Θάνατος, Πανηγῦρι, Τάφος καὶ Οὐρανός.
Ἐπιτάφια μῦρα καὶ οὐράνιες στρατιὲς Ἀγγέλων, Δάκρυα ἀποχωρισμοῦ καὶ μολπὲς οὐρανοσύνθετες.
Κρίνοι τοῦ Εὐααγγελισμοῦ καὶ οὐρανόδρομα κυπαρίσσια. Νέκρωσι καὶ Ἀνάστασι. Αὔγουστος
καὶ οἱ τσοπαναραῖοι τῶν βουνῶν κι ἁλίχτυποι ψαράδες καὶ οἱ Καλόγεροι τῆς χαρμολύπης, κι ὁ Κλῆρος
κι ὁ Λαὸς τοῦ Θεοῦ καὶ οἱ ἀλυγαριὲς καὶ τὰ μποστάνια καὶ τὰ μυριστικὰ στὶς
γλάστρες καὶ τὰ ἔλατα στὶςςἀπάτητες κορφές, πλέκουν μὲ τὰ χρώματα, τ’ ἀρώματα, τὸν
λόγο καὶ τὴν σιωπή, τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς Ἀναστάσεως τὸ
νεκροστέφανο τῆς Κυρᾶς. Σημάδι ἀναγνώρισης στὴν ἐξόδιο ὥρα τοῦ καθενός μας. Ἀνθοπλοκὴ
καὶ στιχοπλοκή, ὅλα γρήγορα καὶ μὲ βία. Νἆναι ἕτοιμα στὴν ἐξόδιο ὥρα της.Τότε
ποὺ ἐκείνη θὰ φωνάξει: "Υἱὲ καῖ Θεέ μου παρέλαβέ μου τὸ Πνεῦμα". Τὸτε
ποὺ κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῆς συνείδησης τῶν πεπραγμένων μας καὶ γιὰ νὰ μὴν χάσουμε
τὸν Θεὸ καὶ χαθοῦμε, θὰ τὴν ἱκετεύσουμε:
«Καὶ
σὲ μεσίτριαν ἔχω πρὸς τὸν Φιλάνθρωπον Θεόν, μὴ μοῦ ἐλέγξῃ τὰς πράξεις ἐνώπιον τῶν
Ἀγγέλων. Παρακαλῶ σε, Παρθένε, βοήθησόν μοι ἐν τάχει».
Ὑπακοῇ
τῷ Σεβασμιωτάτῳ Μητροπολίτῃ Καρπενησίου κ. κ. Ν ι κ ο λ ά ῳ ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ Προυσσοῦ Εὐρυτανίας, Αὐγούστου
23 / 2002.
Πρωτοπρεσβύτερος, Παναγιώτης Δ. Τζιράχης
Μνημειακὸς λόγος. Τὴν εὐχή Του νὰ ἔχουμε π.κ
ΑπάντησηΔιαγραφή