Ὁ καλὸς φίλος τῶν Ἀγράφων καὶ τῆς Ἱστορίας τους, ὁ ποιητὴς καὶ δημοσιογράφος, ὁ μεταφραστὴς καὶ δοκιμιογράφος, ὁ συγγραφέας καὶ ἀρθρογράφος, ὁ Αἰτωλοακαρνὰν Παντελὴς Μπουκάλας ἀνακοίνωσε, μὲ ἄρθρο του στὴν Καθημερινή, τὴν ἐφημερίδα ὅπου ἐργάζεται, τὴν ἀποχώρηση του ἀπὸ τὴν ὑποχρεωτικὴ καθημερινὴ ἐργασία καὶ τὴν ἔνταξή του στὴν προαιρετικὴ μετ’ ἀποδοχῶν ἐργασία· κοινῶς, τὴ συνταξιοδότησή του μετὰ ἀπὸ σαραντάχρονη ἐργασιακὴ θητεία στὸ λειτούργημα τῆς δημοσιογραφικῆς ἀρθρογραφίας καὶ γενικὰ τῶν δρόμων τῆς γραφῆς. Δὲν εἶναι ὅμως ἀπόμαχος τῆς ζωῆς, ὅπως κάποιοι λογογράφοι ἀποκαλοῦν τοὺς συνταξιούχους. Παραμένει στὸν χῶρο ‒ ὅμως, μὲ χαμηλότερους ρυθμοὺς ἐργασίας‒ καὶ οἱ ἀναγνῶστες του δὲν θὰ στερηθοῦν τὸν λόγο τῆς γραφῆς του.
Ἐμεῖς εἴχαμε τὴν τύχη νὰ ἤμαστε μαζί του πρὶν τέσσερις καὶ πλέον δεκαετίες
σὲ ἄλλους χώρους, ἐκείνους τῶν Ἐπιστημῶν Ὑγείας, τὶς ὁποῖες δὲν καταφέραμε νὰ
"ἀποφύγουμε", ὅπως μὲ ἐπιτυχία ἔκαμε ἐκεῖνος. Χαθήκαμε στὸ πέρασμα τοῦ χρόνου, γιὰ ξαναβρεθοῦμε -μετὰ ἀπὸ πολλὰ-πολλὰ χρόνια- μέσω τῶν νέων ἐπικοινωνίας, τὰ ὁποῖα μᾶς ἔφεραν πάλι σὲ ἐπαφὴ μαζί του στοὺς χώρους
τῆς γραφῆς καὶ ἰδιαίτερα τῆς θεατρικῆς δημιουργίας του.
Τὸ ἱστολόγιό μας, μαζὶ μὲ τὶς εὐχές μας γιὰ καλή, γόνιμη καὶ δημιουργικὴ
νέα περίοδο τῆς πορείας του στὴ ζωή, ἀναδημοσιεύει τὸ ἄρθρο του ἀπὸ τὴ στήλη «Στάσεις»
τῆς Καθημερινῆς τῆς 29ης
Ἰουλίου 2023, ὅπου ἀνακοινώνει, μὲ τὸν εὑρηματικὸ τίτλο «Μεροδούλι-μερογράφι»,
τὸ γεγονὸς τῆς τυπικῶς ἐργασιακῆς συνταξιοδότησής του καθὼς καὶ τὶς προθέσεις
του γιὰ τὴν συνέχεια: τὴν παρουσία του στὰ Γράμματα καὶ τὸν Πολιτισμό.
Κων.Σπ. Τσιώλης
Μεροδούλι – μερογράφι
Οἱ σημερινὲς «Στάσεις», ἀγαπητοὶ ἀναγνῶστες, εἶναι οἱ τελευταῖες. Ἔπειτα ἀπὸ σαράντα χρόνια στὴ δημοσιογραφία κλείνει ὁ κύκλος «μεροδούλι – μερογράφι». Πλὴν ὄχι πλήρως. Ἀπὸ τὸν Σεπτέμβριο δὲν θὰ ἀρθρογραφῶ πιὰ κάθε μέρα στὴν «Κ». Θὰ γράφω μόνο τὶς «Ὑποθέσεις» τῆς Κυριακῆς καὶ τὸ πρωτοσέλιδο σχόλιο στὸ φύλλο τῆς Τρίτης.
Στὶς ἐφημερίδες ξεκίνησα ὡς διορθωτής. Κατ’ ἀρχὰς
μεροκάματα (νυχτοκάματα μᾶλλον, μέχρι τὰ χαράματα), ὡς ἀντικαταστάτης
συναδέλφων ποὺ ἔπαιρναν τὴν καλοκαιρινή τους ἄδεια ἢ ἔπρεπε νὰ λείψουν ἀπὸ τὸ
πόστο τους γιὰ ὁποιονδήποτε λόγο, τερπνὸ ἢ στενάχωρο. Κι ἔπειτα, τὸ 1979,
φοιτητὴς ἀκόμα, πλὴν βέβαιος ὅτι δὲν θὰ γίνω ποτὲ ὀδοντίατρος, στὴν «Πρωινὴ Ἐλευθεροτυπία»,
ἕως τὸν τερματισμὸ τῆς ἔκδοσής της, Μάϊο τοῦ 1981· κανονικὴ πρόσληψη, ἀλλὰ μὲ
μπλοκάκι. «Δημοσιογράφος» ἔλεγε τὸ μπλοκάκι τῆς ἐφορίας. Ἀπὸ νωρὶς πάντως
κατάλαβα ὅτι οἱ διορθωτές, ὅπως καὶ οἱ συντάκτες ὕλης, ὅσο κρίσιμη κι ἂν εἶναι ἡ
δουλειά τους, δὲν ὑπολογίζονται ἀπὸ ὅλους ὡς «κανονικοὶ» δημοσιογράφοι. Ἤμασταν
ἀκόμα στὴν ἐποχὴ τῆς λινοτυπίας καὶ τοῦ μαρμάρου. Ἡ διόρθωση γινόταν πάνω σὲ
νοτισμένο χαρτὶ μὲ μελανὶ μολύβι. Καὶ μὲ μεγάλη οἰκονομία στὸ χτύπημα τῶν λαθῶν.
Ἀκόμα κι ἂν τὰ ἐντόπιζες στὴν πρώτη σελίδα, λίγο πρὶν ἀπὸ τὰ καταληκτικὰ
μεσάνυχτα, ἔπρεπε νὰ ζητήσεις σιωπηρῶς συγγνώμη ἀπὸ τὸν Μανόλη Τριανταφυλλίδη
καί, σχεδὸν κρυφά, νὰ ξύσεις μὲ μιὰ λαβίδα τὸ γιῶτα ποὺ ἔπρεπε νὰ εἶναι ἦτα ἀλλὰ
δὲν ὑπῆρχε χρόνος νὰ διορθωθεῖ. Τὴν ἄλλη μέρα ὑπῆρχε κατιτὶς σὰν μπούκωμα στὸ
σημεῖο αὐτὸ τῆς ἐφημερίδας. Καλύτερα ἔτσι παρὰ καραμπινάτη ἀνορθογραφία.
Σὲ ἐφημερίδα πρωτοέγραψα τὸ φθινόπωρο τοῦ 1987, στὴν
«Πρώτη», ποὺ ἔκλεισε τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1990. Θὰ γράφω ἐλεύθερα; Ναί». Μέχρι
τότε εἶχα τὴν ἐμπειρία τοῦ περιοδικοῦ «Ὁ Πολίτης», ὅπου ἀρθρογραφοῦσα ἀπὸ τὸ
1979. Στὴν «Καθημερινὴ» ἦρθα τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1990, ὅταν τὰ χρόνια μου ἦταν ἀκριβῶς
τὰ μισὰ ἀπὸ τὰ 66 τωρινά μου. Μιὰ ζωὴ καὶ κάτι παραπάνω. Καὶ πάλι: «– Θὰ γράφω ἐλεύθερα;
Ναί». Μὲ ἐλάχιστα μικρὰ λευκὰ διαστήματα, ἀπὸ τὸ 1987 καὶ μέχρι σήμερα γράφω
κάθε μέρα, σχόλια καὶ βιβλιοκριτικές, μιὰ καὶ ἐπὶ 23 χρόνια, τὰ εἴκοσι στὴν
«Κ», εἶχα τὴν ἐπιμέλεια ἑβδομαδιαίας σελίδας βιβλίου.
Δὲν μὲ
φαντάστηκα ποτὲ συνταξιοῦχο. Ὅπως δὲν μὲ φαντάστηκα καὶ ποτὲ ξεσκολισμένο.
Σαράντα χρόνια, μὰ μὲ στυλὸ ἔγραφα μὰ σὲ γραφομηχανὴ ἢ κομπιοῦτερ, πρωτάκι ἔνιωθα.
Ποὺ ἔδινε κάθε μέρα ἐξετάσεις στὸν Δῆμο καὶ στὴ Γραφή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου