Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 2023

ΗΡΩ ΝΙΚΟΠΟΥΛΟΥ, "ΕΛΛΗΝΙΣΤΙ: Ο ΓΡΙΦΟΣ"

 

Ἡ κλίμακα τῆς αὐτογνωσίας καὶ οἱ ἀναβαθμοί της

Ἡρὼ Νικοπούλου, Ἑλληνιστί: ὁ γρίφος,

ἐκδ. Γαβριηλίδη, Ἀθήνα 2013

 

 

«Πάθη τοῦ ἀνθρώπου! Στὸ σιδερένιο κλουβὶ τῆς

Ἠθικῆς ρυάζεσθε καὶ γυρνᾶτε ἀπελπισμένα

— ὡραῖα θηρία τῆς θερμῆς Ἀφρικῆς»

 

                        Ζαχ. Παπαντωνίου, Πεζοὶ Ρυθμοί

 

Οἱ ὁμολογουμένως ἐκλεκτὲς «ἐκδόσεις Γαβριηλίδη» δὲν ὑφίστανται –γιὰ πολλοὺς λόγους πλέον. Μένουν ὅμως τὰ ἔργα τους. Τὰ ἔντυπα τεκμήρια λόγου καὶ τέχνης τῆς πολύχρονης παρουσίας τους στὸν ἐκδοτικὸ χῶρο. Ἕνα ἐξ αὐτῶν εἶναι ἀσφαλῶς καὶ ἡ συλλογὴ διηγημάτων τῆς Ἡρὼς Νικοπούλου, Ἑλληνιστί: ὁ γρίφος.


Τὰ εἴκοσι διηγήματα τοῦ καλαίσθητου τόμου γοητεύουν, τέρπουν, ταξειδεύουν –σὰν μὲ σκαμπαβία θαλασσινή τὸν ἀναγνώστη στὰ πελάγη τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων, μὲ βαρκάρισσα τὴν συγγραφέα καὶ πλοηγὸ τὴ γραφίδα της.

Γρίφος, πνευματικὸ σταυρόλεξο γιὰ δυνατοὺς λύτες, γιὰ ἀπαιτητικοὺς ἀναγνῶστες ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ περιηγηθοῦν στὸν κόσμο τῶν οἰκογενειακῶν σχέσεων ἢ νὰ σχολιάσουν τὴν ἀπουσία τους, τὴν ἔλλειψή τους, ἀποτελοῦν τὰ διηγήματα ποὺ φιλεύει ἡ Ἡρὼ Νικοπούλου σὲ ὅλους ὅσοι τὰ διαβάζουν. Χωρὶς νὰ στοχεύει νὰ γαλβανίσει τὴν περιέργεια τοῦ ἀναγνώστη, ἀναζητεῖ ρωγμές, πόρτες καὶ παραπόρτια, γιὰ νὰ εἰσέλθει στὰ συναισθήματα καὶ νὰ ἀποκρυπτογραφήσει τοὺς γρίφους, τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τῶν ἡρώων καὶ τῶν ἡρωΐδων της. Τὸ σκηνικὸ τῶν διηγημάτων της εἶναι ἁπλό, λιτό, ἀλλὰ μὲ μαστορικὴ γραφὴ ἐπενδυμένο σὰν πνευματικὸ παιγνίδι γιὰ τὰ μυστικὰ καὶ τὰ μεγάλα πάθη τῶν σχέσεων αἵματος. Στέλνει μηνύματα σὲ γεννήτορες καὶ τέκνα, ζωγραφίζει καὶ χρωματίζει μὲ μοναδικὲς πινελιὲς τὸν ἐσωτερικό τους κόσμο καὶ τὶς ἐκδηλώσεις του.

Ἀσυμπτωματικοὶ χαρακτῆρες ποὺ βολεύονται νὰ συμφωνοῦν, ἐκπτώσεις ἀκόμη καὶ ἂν τὶς μισοῦν, στὶς σχέσεις, γυναῖκες ποὺ ὅλο πλένουν, σιδερώνουν καὶ τακτοποιοῦν ἀλλὰ γαλήνη δὲν βρίσκουν· ἔνοχα μυστικὰ ποὺ οἱ φόβοι τους τοὺς τρῶνε τὴ ζωή, πρωτοκυτταρικὲς μνῆμες καὶ παιχνίδια λογικῆς, ὑπολογισμοὶ καὶ λογισμοί· ψυχικὰ τραυματικὰ ἀποτυπώματα ἀκόμη κι ἀπὸ τὴ βρεφικὴ ἡλικία συνθέτουν τὸ αἰνιγματικὸ βελούδινο ψηφιδωτὸ τῶν διηγημάτων τῆς συγγραφέως. Μετὰ τὴν περίοδο τῆς ἀθωότητος μία πεπρωμένη δύναμη κινητοποιεῖ νυκτερινὲς φαντασίες, ἀνόσια σχέδια, κατάξερα σωθικὰ ποὺ ἀποζητοῦν ζῶντα ὕδατα, ζηλοτυπίες, σκιρτήματα καρδιᾶς καὶ σάρκας, βλέμματα ταπεινὰ ἀλλὰ καὶ ἄλλα ὑψιπετῆ, ἀναζητοῦν συναντήσεις μοιραῖες, πολλὲς φορὲς αὐτοκαταστοφικές· προσωπεῖα πάγου ἐπὶ σοβαρᾶς μορφῆς, τὸ ὑψηλὸν ἀναμεμειγμένο ἐν συμπλέγματι μὲ τὸ χαριτολογικό. Προφορικὲς ὑποσχέσεις χωρὶς ἀντίκρυσμα, τριγμοὶ καὶ μνησικακίες. Προσωπεῖα ποὺ ἀλλάζουν ἀνὰ πᾶσα στιγμήν, ἀνατροπὲς συνειδήσεως, πείσματα, σφοδρὰ πάθη.

Ἡ Ἡρὼ Νικοπούλου θηρεύει ἀνθρώπινα πάθη καὶ σχέσεις, φαιδροὺς ἀλλὰ καὶ μελαγχολικοὺς λογισμούς, ἐρείπια ψυχικὰ ποὺ κρύβουν συντρίμματα καρδιᾶς, μέθης τοῦ πεπρωμένου, ἀλλὰ καὶ τύψεις τῆς συνειδήσεως ὡς ἕνα μεγάλο ἀνθρώπινο βασανιστήριο.

Πὰζλ ἀτέλειωτα, σπαζοκεφαλιὲς ἄλυτες, γόρδιοι δεσμοὶ ποὺ δὲν κόπηκαν οἱ ἀνθρώπινες, οἱ οἰκογενεικὲς σχέσεις, οἱ δεσμοὶ αἵματος, οἱ ὁποῖοι καρπίζουν χωρὶς νὰ ὡριμάσουν «καὶ ὑπὸ τὴν δρόσον καὶ ἐν τῷ σκότει»· ἀναπτύσσουν ἀφ’ ἑαυτῶν θερμότητα, βγάζουν φτερὰ σὰν χρυσαλίδες, πετοῦν ἀλλά «ἡ πτῆσις ἔχει καὶ πτῶσιν».

Στὸ διήγημα «Σίνγκερ» ὁ ἥρωας ὑποχωρεῖ συναισθηματικὰ καὶ δὲν βάζει στὸν τοῖχο τὴν κεντημένη «μπάντα» τῆς μητέρας του, ἢ ὅ,τι ἄλλο ἔχει σχέση μὲ ἐκείνη. Ὅμως, τὸ αἴσθημα τοῦ ἱεροῦ ἔχει, ὡς ψυχικὸ ἀποτύπωμα, γιὰ τὸν ἥρωα τοῦ διηγήματος, ἕνα ὅριο: τὴν μηχανὴ Σίνγκερ τῆς μητέρας του. Ἀρνεῖται νὰ τὴν πετάξει:

 

—Ἔ, ὄχι νὰ πετάξω καὶ τὴ «Σίνγκερ»!

Τὴν εἶχε γυαλίσει, τὴν εἶχε λιπάνει, τὴν εἶχε βάψει, τὴν εἶχε κάνει κουκλί, μπιμπελό!

Τὸ εἶπε συγκινημένος κι ὁ Ντῖνος Ἡλιόπουλος, ὁ «Μελέτης» τῆς ταινίας «Θανασάκης ὁ πολιτευόμενος»:

— Ὄχι καὶ τὴ φωτογραφία τοῦ γέρου, Μαίρη! Ὄχι καὶ τὴ φωτογραφία τοῦ γέρου!!

ὅταν ὁ μνηστήρας τῆς ἀδελφῆς του, ὁ «Θανασάκης» ἀφαίρεσε τὴ φωτογραφία τοῦ πατέρα τους ἀπὸ τὸ σπίτι τους.

Αὐτὸ τὸ αἴσθημα τοῦ ἱεροῦ ἰδιαίτερα τὸ αἴσθημα τῆς ἀπουσίας του εἶναι πολλὲς φορὲς τὸ κλειδὶ ποὺ ἀνοίγει τοὺς γρίφους τῆς ζωῆς, τὰ αἰνίγματα ποὺ ζητοῦν λύσεις: γιὰ κάθε τὶ ποὺ εἶναι περίπολοκο καὶ δύσκολο νὰ ἑρμηνευτεῖ, γιὰ τὶς νυκτερινὲς παρασπονδίες ποὺ ἀναζητοῦν λύτρωση. Ἕνα διαδραστικὸ τυπωμένο «Μουσεῖο γρίφων» ἀποτελοῦν τὰ διηγήματα τῆς Ἡρὼς Νικοπούλου, μὲ τὴν ἴδια νὰ μᾶς ξεναγεῖ στὰ ἐκθέματά του τὰ ἀποθησαυρισμένα ἀπὸ τὴν ἴδια, γιὰ νὰ βροῦμε τὸν δικό μας δρόμο, τὸ δικό μας μονοπάτι στὴν πορεία τῆς ζωῆς: νὰ βροῦμε τὰ δικά μας κλειδιὰ ποὺ θὰ ἀποκωδικοποιήσουν τοὺς δικούς μας γρίφους τῆς ψυχῆς καὶ τῶν σχέσεών μας.

Ἐν τέλει, οἱ ὑπαρξιακὲς ἀναζητήσεις, τὸ ἐλάχιστο τῆς ὕπαρξης, δὲν παύουν νὰ φοβίζουν καὶ νὰ κάνουν τὶς ψυχὲς εὔθραυστες, νὰ μοιάζουν ὅτι βουλιάζουν στὸν χυλό τους, νὰ μὴν ἔχουν λυτρωτικὸ ὕπνο. Λυτρωτικὴ μόνο ἡ ἀνακούφιση, τὸ ὀνειροπόλημα στὸ λυκαυγὲς προαίσθημα  τῆς ἀγάπης:

«Γιὰ νὰ μαλακώσουν οἱ ἁρμοὶ στὸ ὥριμο σῶμα καὶ νὰ ἀνοίξουν τὰ βουλωμένα περάσματα· νὰ βρεῖ ἡ ροὴ τοῦ αἵματος τὰ σωστὰ μονοπάτια, νὰ γίνει τὸ μέσα ρεῦμα ἀναπνοὴ καὶ νὰ ἀρθρώσει λέξεις».   

Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης

Σημ. : πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὰ Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας τῶν Γρεβενῶν, φ. 1034, 15.9.2023,  σ. 15.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου