Δαμάζοντας, τὶς
Θάλασσες τῆς Χαλκίδας καὶ τῆς
Σκιάθου
Cafe-Letta, ‒Καμένα
Βούρλα, Β. Εὐβοϊκός‒ καθιερωμένος, ἀπὸ χρόνια, σταθμὸς παρὰ θῖν’ ἁλός, στάση γιὰ
ἀνάπαυση, διάλειμμα ταξειδιωτικὸ στὸν δρόμο, στὸ ταξείδι ἀπὸ καὶ πρὸς τὰ Ἄγραφα.
Ἀπέναντι οἱ βόρειο-Εὐβοϊκὲς ἀκτὲς μὲ τὸ Καντήλι τους στὸ πέρας τῶν ὁποίων
σμίγουν ἀγαπητικά, ‒ὑδάτινη,
ἁλμυρὴ θαλασσινὴ σμίξη‒
οἱ θάλασσες τῆς Χαλκίδας καὶ τῶν Σποράδων. Βλέποντας κατὰ τὴ σμίξη, τὸ βλέμμα ἀκολουθεῖ
τὴν κίνηση τῆς θάλασσας κατὰ τὰ μέρη ὅπου ἔκανε, σὲ παλαιοτερους χρόνους καὶ
καιρούς, τὸ τακτικὸ δρομολόγιό του ἀπὸ τὴ Χαλκίδα στὸν Βόλο, ὁ «Κύκνος», τὸ ὡραῖο
καὶ ταχύπλοον κατάλευκο καραβάκι, ποὺ δρομοῦσε
δελφινάτο στὸν ἀφρό. Ἔχει τὴ φευγαλέα αἴσθηση ὅτι δὲν βρίσκει ἰδανικότερο
μέρος γιὰ τὴν ἀνάγνωση ‒ἀληθινή,
ἀμύθητη ἀπόλαυση‒ τῶν δεκατριῶν διηγημάτων τοῦ τόμου
Θάλασσες τῆς Χαλκίδας καὶ τῆς Σκιάθου
τοῦ Νίκου Δ. Τριανταφυλλόπουλου.
Φυσικά,
ὁ «Κύκνος» ἔχει τὴν τιμητική του στὸν τόμο, μὲ ξεχωριστὸ διήγημα τὸ «Ἦταν ἕνα
μικρὸ καράβι»: πῶς ἡ ἀμερικανὶς θαλαμηγός, τὸ "θαλασσοπούλι"
«Σύλβια», μεταμορφώθηκε γιὰ πέντε χρόνια στὸ πολεμικὸ θαλασσογέρακο «Τουρμαλίνα»·
γιὰ νὰ ντυθεῖ τελικά ‒μεταρρυθμισθείσα, κατὰ
τὸν ἑλληνικὸν ναυτικὸν τρόπον‒ ἄσπρα, κάτασπρα ροῦχα γιορτινὰ καὶ νὰ
ταξιδεύει ὡς «Κύκνος» πλέον στοὺς «Εὐβοϊκοὺς τοῦ ὀνείρου». Νὰ μεταφέρει κάθε
λογῆς μπαγάζια καὶ ψυχὲς ἀπ’ τὰ περίεργα νερὰ τοῦ Εὐρίπου –μὲ ἐνδιάμεσιους
σταθμοὺς ὅπως ἡ ἀγαπημένη Λίμνη τοῦ συγγραφέως‒ μέχρι τὸν Βόλο, τὸν ἄρχοντα τοῦ
Παγασητικοῦ, ἀλλὰ καὶ τὶς Σποράδες. Ὁ «Κύκνος» ἔφερε στὰ μέρη μας, στὰ Ἄγραφα,
στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ ’60, τὸν δάσκαλο Κωνσταντῖνο Σκοπελίτη, ἀπὸ τὴν
Στροφιλιὰ τῆς Εὐβοίας· ἀπὸ τὴ Λίμνη Εὐβοίας στὸν Βόλο καὶ κατόπιν πορεία πρὸς τὰ
Ἄγραφα. Καὶ ἀντίστροφα, ἔφερνε τὸν καλὸ ἐκπαιδευτικό, ὁ ὁποῖος ἀγάπησε τὰ Ἄγραφα
περισσότερο κι ἀπ’ τοὺς Ἀγραφιῶτες, πίσω στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του, στὶς θερινὲς
διακοπὲς ἀλλὰ καὶ σὲ ἐκεῖνες τοῦ Πάσχα καὶ τῶν Χριστουγέννων. Κι ὁ ἴδιος ὁ ΝΔΤ
φαντασιώνεται ταξείδι στὸ κατάστρωμα τοῦ «Κύκνου», Ἰούλιο μῆνα, σὲ νέες
περιπέτειες ὡς «πυρέσσων σημαιοφόρος» μὲ προορισμὸ τὸν Βόλο.
Ἡ τέως ἀμαζονοειδὴς Γκρέττα, ἀλλὰ
διατηροῦσα μέρος τῆς παλαιᾶς της καλλονῆς, ἀπαντᾶ στὸν δικαστὴ Χαλκίδας μὲ εἰλκρίνεια
ἀφοπλιστικὴ ἐνῶ, ὡς ἄλλη Χρίστινα ἡ Δασκάλα
τοῦ διηγήματος «Χωρὶς στεφάνι» τοῦ Παπαδιαμάντη, «ὑπερεκτείνει τὸν
βραχίονά της γιὰ νὰ στολίσῃ μὲ λαμπρὸν ρόδον τὸν σταυρὸ τοῦ κουβουκλίου τοῦ ἐπιταφίου»·
θαμώνας δὲ τῶν πάμπ «διακηρύσσει τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ», κι ὁ
διηγηματογράφος ΝΔΤ ἀνακαλεῖ τὴν ἀρχικὴ ἀπόφασή του καὶ προτίθεται τελικά:
«Ὅταν
μὲ τὸ καλὸ θὰ ἄνοιγαν τὰ σχολεῖα νὰ ἀναγνώσω εἰς τὰς μαθητρίας μου τὴν περικοπὴν
τῆς πόρνης, τεμάχιά τινα ἐκ τοῦ περιπαθοῦς Φιοντόρ, καὶ τὴν ἀποπτᾶσαν εἰς
λειμώνα φωτεινὸν Χριστίναν τὴν Δασκάλαν».
Δὲν
λησμονεῖ καὶ τὴν ἀδυναμία του, τὴν ἀγάπη του και γιὰ τὸν ἄλλον Ἀλέξανδρο, αὐτὸν
τοῦ διηγήματος «Βαρκαρογιάννης», καὶ ὁμολογεῖ πώς:
«Γιὰ
χάρη του σχεδὸν τὰ χάλασα μὲ παλαιοὺς φίλους ποὺ τὸν ἔχουν γιὰ κουλουρᾶ ἢ
στραγαλατζῆ τῆς λογοτεχνίας».
Δηλώνει καὶ τὴ
συμπάθειά του στὰ θρυλικὰ γκαβοντόλια, τὰ θαλάσσια κήτη ποὺ ἀγνοοῦν πόση ὀμορφιὰ
περιφέρουν στὰ πελάγη.
Δεκ.
’60. Ὠρεοί-Εὐβοίας. Σκιαθίτες προσκυνητὲς μεταβαίνουν στὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Ρῶσο
μὲ τὸ ἐπιβατηγὸ «Κύκνος»· Ἰωάννης Θεοδοσ. Παρίσσης, «Φωτομνῆμες ποὺ μᾶς ταξιδεύουν...», Μουσεῖο Ναυτικῆς καὶ Πολιτιστικῆς
Παράδοσης Σκιάθου, Σκιάθος 2019, σ. 143.
Ἡ συμπαθὴς Ἀννιὼ τοῦ διηγήματος «Μὲ τὴν θηλειὰ στὸν Παράδεισο», ἀληθινὴ παπαδιαμαντικὴ ἡρωίδα, βρίσκει ἕναν θάνατο ποὺ τῆς ὑπέβαλε ὁ γεννήτοράς της. Εἶναι πλέον «πρῦμα στὸν Παράδεισο». Ἀπὸ ἐκεῖ, ἡ ἀθώα ψυχή της, θὰ συγχωρέσει τὸν πατέρα της ὅπως ἡ Ἀρετὼ τὸν δικό της πατέρα τὸν γέρο-Κουμενῆ, στὴν «Στοιχειωμένη καμάρα» τοῦ Παπαδιαμάντη. Ἂν συναντοῦσε κάποιος τὸ διήγημα σὲ κανένα ξεχασμένο Μπουκέτο θὰ ἀναφωνοῦσε ἀπὸ χαρά:
—Ἀνεύρετο τοῦ Παπαδιαμάντη!
Τόσο κοντὰ σὲ πνεῦμα
καὶ περιεχόμενο παπαδιαμαντικὸ εἶναι τὸ διήγημα, μὲ ἡρωϊδα τὴν Ἀννιώ, τὴν
δεκαετὴ παιδίσκη, τελευταία τῶν πέντε τέκνων τοῦ Θωμᾶ Κάβουρα, ποὺ σχοινιάζεται,
μακριὰ ἀπὸ τὴν τύρβη τοῦ κόσμου, ὑπὸ τὶς πατρικὲς ἀπειλὲς ἀλλὰ καὶ τὴν ἀπογοήτευση
ἀπὸ τὴ στέρηση τῶν γραμμάτων.
Φαντασιοκόπημα,
δύναμη ὀνειροφαντασίας ἡ συνάντηση τοῦ μωραϊτιδικοῦ ἥρωα, τοῦ Λαλεμήτρου μὲ τὸν
Παπαδιαμάντη σὲ ζαχαροπλαστεῖο τῶν Ἀθηνῶν. Ὁ ἄλλος Ἀλέξανδρος κατάφερε καὶ μπῆκε
στὸ διήγημα ἀπὸ παραπόρτι διηγηματογραφικό. Κέρασμα στὸν Παπαδιαμάντη μὲ λουκουμᾶδες
ἀρωματικοὺς καὶ ἡδύτατους. Τὸ ἴδιο ὀνειρικὴ καὶ ἡ συνάντηση μὲ τὸν Βλάση
Γαβριηλίδη, ὁ ὁποῖος τοῦ ζητεῖ ἐπειγόντως ἑορταστικὸν διήγημα ἐν ὄψει τῆς ἑορτῆς
τῶν Φώτων· γιατὶ οἱ ἀναγνῶστες ἀπειλοῦν μὲ μποϋκοτὰζ τὴν Ἀκρόπολιν. Ὁ Παπαδιαμάντης ταξειδεύει φανταστικὰ στὴ Σκιάθο γιὰ νὰ ἐμπνευσθεῖ·
ἀποκλείεται ὅμως ἀπ’ τὸν καιρὸ στὶς «Τρεῖς Μποῦκες» τῆς Σκύρου, ποὺ τὶς ἀθανάτισε
ὁ «Ταξειδιώτης», ὁ τριτοξάδελφός του στὸ ὁμώνυμο διήγημά του. Τὸ κοινὸν ἐν θυέλλῃ καταφύγιον τῶν ναυτικῶν,
τὸ ὁποῖο ἔσωσε κάποια φορὰ καὶ τὸν καπετὰν-Περμάχο μὲ τὴ «Μανουήλα» του. Τὸ ἴδιο
ὀνειρικὰ ὁ συγγραφέας παρελαύνει εὐθυτενής, ἀεράτος, κομψεπίκοσμος πλωτάρχης, ἀγηματάρχης
σπαθοφόρος κοντὰ στὸ Κόκκινο Σπίτι δίπλα στὰ "ἐπιληπτικὰ νερά"· καὶ ὁ
Πέτρος Χριστούλιας ὁ ζωγράφος τὸν εἰκονίζει χαριτολογικὰ στὸ ἀνέβασμα τῆς
παραλιακῆς λεωφόρου
Μὲ
διάθεση λεπτῆς εἰρωνείας, ἀντιμετωπίζει τὶς περὶ συστηματικῆς λογοκλοπῆς ἐπιθέσεις.
Ἀλλά, ὄχι μόνον αὐτό, σὰν ἄλλος Μπεκενπάουερ κατεβαίνει μέχρι τὴν ἐπίθεση καὶ
σημειώνει νικητήριο γκόλ ἐπὶ τοῦ κατηγόρου σὲ φανταστικὸ τέρμα!
Τὰ
διηγήματα, ὅπως ἀναμένεται, παπαδιαμαντοκρατοῦνται· ἀλλὰ δὲν παύουν νὰ
παρελαύνουν σ’ αὐτὰ καὶ ἄλλες ἀγάπες τοῦ συγγραφέως, ὅπως ὁ Μωραϊτίδης, ὁ
Σκαρίμπας, ὁ Ἐπαχτίτης Γιάννης Βλαχογιάννης, ἡ ἀμφιθεατρικὴ Λίμνη κι ἡ συκοβριθὴς
Λῆμνος, ἡ Παναγία ἡ Λιμνιά· μέχρι κι ὁ Γιάννης ὁ Λιάπης ὁ νῦν ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν,
καθὼς καὶ τὰ κολύμπια στὸν Εὐβοϊκὸ καὶ οἱ ἔκτυποι κυματισμοὶ τῶν παρειῶν του ἀπὸ
ἀγαπημένα φιλήματα ἐπὶ πτυχίῳ.
Κόσμοι
ποὺ ἀνοίγονται καὶ ἐπιδιώκουν νὰ σοῦ ἀποκαλυφθοῦν. Πινακοθήκη ὁλόκληρη μορφῶν
καὶ τόπων, στρώματα τοῦ χρόνου, ἱστορίες ἀπὸ τὸ παρελθὸν ποὺ ἐρεθίζουν τὴν
φαντασία καὶ τὸ συναίσθημα τοῦ ἀναγνώστη καὶ κατακλύζουν τὶς αἰσθήσεις του μὲ αὔρα
γαλήνης ἀπ’ τὶς θάλασσες τῆς Χαλκίδας καὶ
τῆς Σκιάθου. Στὴ δεύτερη στάση, αὐτὴ τῆς ἐπιστροφῆς ἀπὸ τὰ Ἄγραφα, στὸ ἀνωτέρω Café, ὁλοκληρώνεται, μὲ τὸ σύριγμα πραΐας αὔρας ἀποπνεούσης ἅλμην θαλασσινήν καὶ μὲ τὸ κῦμα
τῆς θαλάσσης νὰ φλοισβίζῃ εἰρηνικά, ἡ ἀνάγνωση τῶν δεκατριῶν διηγημάτων τοῦ Νίκου
Τριανταφυλλόπουλου καὶ τοῦ καταληκτικοῦ ἐπιμέτρου τοῦ Λεωνίδα Ἰωαννίδη, ποὺ
βοηθεῖ τὸν ἁπλὸ ἀναγνώστη στὴν κατανόηση τοῦ κειμένου τῶν διηγημάτων. Ὅμως, ἡ ἀνάγνωση
τῶν τόσο ἰσχυρῶν δεσμῶν τοῦ διηγηματογράφου μὲ τὴ θάλασσα, γεννᾶ μιὰ λαχτάρα· νὰ ταξειδέψει κι ἴδιος σ’ αὐτὲς
τὶς θάλασσες, τώρα ποὺ τὶς γνώρισε ἀλλιῶς: ἀπὸ τὴν παρακαταθήκη τοῦ γραπτοῦ
λόγου τοῦ ΝΔΤ. Τὸ μελτεμάκι δυναμώνει καὶ κλείνει τὸ βιβλίο καθὼς ὁ ἀναγνώστης τοῦ
Cafe-Letta ὀνειροπολεῖ,
κοιτάζοντας κατὰ τὴν σμίξη τῶν θαλασσῶν τῆς Χαλκίδας καὶ τῆς Σκιάθου. Τότε, πολλοὶ
ρεμβασμοὶ ἀνελίχθησαν κι αὐτός, ὡς ἄλλος πελεγρίνος τῆς γραφῆς τοῦ Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου
‒τοῦ τερπνοῦ καὶ εὐθύμου καλάμου
τοῦ μετὰ πάθους λατρεύοντος τὴ θάλασσα συγγραφέως τοῦ τόμου‒ ταξειδεύει στὶς θάλασσες τῆς
Χαλκίδας καὶ τῆς Σκιάθου, καθὼς τοῦ ἀρέσουν ἰδιαιτέρως τὰ ταξείδια ποὺ
γράφονται μὲ "ει" ἤ, ἐπὶ τὸ ἀκριβέστερον, κατὰ δήλωσιν τοῦ ΒΠΚ τῆς Παρεμβάσεως: «τὰ ταξείδια ποὺ ἀγαπῶ τὰ
γράφω μὲ "ει"»!
Μὲ τὴν ἐπικουρία τοῦ καλλιτεχνικοῦ ζωγραφικοῦ καλάμου τοῦ Πέτρου Χριστούλια, τοῦ νέου εἰκονογράφου, ὁ τόμος δείχνει ἄκρως εὐμορφοπελεκημένος, ὡραιόμορφος, μ ο ρ φ ο σ λ ο ύ π ι α σ τ ο ς!
Κωνσταντῖνος
Σπ.Τσιώλης
*Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὴν ἐφημερίδα Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας, φ. 1031, 25.8.2023, σ. 15-16.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου