Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Δευτέρα 26 Απριλίου 2021

ΣΧΟΛΙΚΑ ΣΥΣΣΙΤΙΑ ΕΥΡΥΤΑΝΙΑΣ*

 Ἡ Σάλλυ Μαντούδη καὶ τὰ  "ΣΧΟΛΙΚΑ ΣΥΣΣΙΤΙΑ ΕΥΡΥΤΑΝΙΑΣ"

Ἡ περίπτωση τῶν Μεγάλων Βραγγιανῶν

Φυλλάδιο ἐπετειακὸ τῶν 20 ἐτῶν
ἀπὸ τὴν ἔναρξη τῶν συσσιτίων
Εὐρυτανίας

Μὲ τὴν πρωτοβουλία καὶ τὴ φροντίδα τῆς κ. Σάλλυς Μαντούδη ἄρχισαν ἀπὸ τὸ 1977 νὰ λειτουργοῦν τὰ πρῶτα σχολικὰ συσσίτια στὰ Mεγ. Βραγγιανά (κέντρο) ἀλλὰ καὶ στοὺς συνοικισμοὺς Βαλάρι καὶ Κουστέσα. Μὲ συνεργάτες τὸν τότε ἐφημέριο τοῦ χωριοῦ π. Παναγιώτη Τσιώλη, τοὺς ἐκπαιδευτικοὺς τῶν σχολείων, τῆς κοινοτικῆς αὐτοδιοίκησης ἀλλὰ  καὶ κατοίκων τοῦ τόπου μας λειτούργησαν, ὅπως καὶ σέ ἄλλα μέρη τῆς Εὐρυτανίας, Σχολικὰ συσσίτια μὲ εὐεργετικὰ ἀποτελέσματα γιὰ τὰ παιδιὰ τοῦ τόπου μας. Ἀπὸ ἐδῶ, τὴν ἐφημερίδα τῶν Μεγ. Βραγγιανῶν, ἐκφράζουμε, ὡς τοπικὴ κοινωνία, –ἂν καὶ μέ, ἀδικαιολογήτως, μεγάλη καθυστέρηση τὶς εὐχαριστίες μας καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη μας· ἀντίδωρο τῆς προσφορᾶς  τῶν ὀργανωτῶν τῶν Σχολικῶν συσσιτίων Εὐρυτανίας καὶ εἰδικότερα τῆς κ. Σάλλυς Μαντούδη, ἡ ὁποία ἀγάπησε αὐτὸν τὸν τόπο, τὰ Ἄγραφα καὶ τοὺς ἀνθρώπους τους, καὶ τοὺς ἔδωσε τὸ δῶρο τῆς φιλαλληλίας της  καὶ τῆς φιλάνθρωπης διάθεσής γιὰ τὴ νέα γενιὰ τῶν Ἀγράφων.

ΟΡΘΙΟΙ

Κωνσταντῖνος  Κούτης τοῦ Γεωργίου (10.12.1926-6.5.2011), π. Παναγιώτης Σωτ.Τσιώλης ἐφημέριος Μεγ. Βραγγιανῶν, Χρήστου Νικόλαος τοῦ Ἀλεξάνδρου (3.2.1936-22.7.1991)  Δημήτριος Ἀλεξάκης τοῦ Νικολάου (20.7.1917- 21.9.1993), Δάσκαλος(;).

ΚΑΘΗΜΕΝΟΙ (μαθητές)

Δέσποινα Γούλα τοῦ Παναγιώτου (11.6.1966-11.6.2007), Μπετχαβᾶ Δήμητρα τοῦ Θεοδώρου, Χαράλαμπος Κούτης τοῦ Κωνσταντίνου, Δημήτριος Χρήστου τοῦ Νικολάου (13.3.1972-3.8.2009), Εὐαγγελία Χρήστου τοῦ Νικολάου,  Παρασκευὴ Χρήστου τοῦ Νικολάου. 


Ἡ ὁμάδα ποὺ ἵδρυσε τὰ Σχολικὰ Συσσίτια Εὐρυτανίας πρωτοξεκίνησε νὰ προσφέρει ἐθελοντικὰ τὴ συμπαράστασή της ἀπὸ τὸ 1971, ὡς ἐκπρόσωπος ἀρχικὰ τῆς γνωστῆς ἑλβετικῆς ὀργάνωσης «Γῆ τῶν ἀνθρώπων».

Τὸ σωματεῖο ἱδρύθηκε γιὰ νὰ πάρει μέρος στὸ φιλάλληλο αὐτὸ ἔργο, ποὺ εἶναι κατὰ βάση σχολικὰ συσσίτια, ὅπου χρειάζονται σπουδαστικὰ ἐπιδόματα σὲ παιδιὰ γυμνασίου καὶ τεχνικῶν σχολῶν, ποὺ φοιτοῦν μακριὰ ἀπ’ τὰ σπίτια τους, οἰκονομικὴ ἐνίσχυση σὲ περιπτώσεις δαπανηρῆς ἀρρώστιας καὶ ἵδρυση σχολικῶν βιβλιοθηκῶν.

Ἀρωγοὶ στὴν προσπάθεια αὐτὴ ἦσαν ὁ «Σύνδεσμος Ἑλληνικῆς Ἀλληλοβοήθειας» τῆς Λωζάννης καὶ Ἕλληνες ἰδιῶτες. Σύμφωνα δὲ μὲ ἀνακοίνωση τῶν ὀργανωτῶν τῶν Σχολικῶν Συσσιτίων Εὐρυτανίας ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων συνοδῶν  πράξεων ἀλληλεγγύης (Ὑποτροφίες, Σχολικὲς βιβλιοθῆκες,) ἡ Εὐρυτανία ἐπελέγη διότι: 

«Ὅσοι ἔχουν γυρίσει τὴν Ἑλλάδα ξέρουν πὼς ἀπ’ τὶς πιὸ φτωχὲς καὶ μειονεκτικὲς περιοχές της εἶναι ἡ Εὐρυτανία.

Ὀρεινὴ –περισσότερο κι ἀπ’ τὴν Ἤπειρο καὶ τὴ Γορτυνία – ὄμορφη, μαγευτική, ἀλλὰ ἄγονη, ὅλο πέτρα καὶ βαθειὰ φαράγγια, μ’ ἐλάχιστες καλλιέργειες καὶ μόνο πόρο ζωῆς τὴν πενιχρὴ κτηνοτροφία της, δὲν ἔχει πάρει ἀκόμη τὸ μερίδιό της ἀπὸ τὴν γενικώτερη οἰκονομικὴ ἀνάπτυξη τῆς πατρίδας μας. Ἔχει ὅμως προσφέρει σ’ αὐτὴν σημαντικότατες προσωπικότητες στὰ γράμματα καὶ τὴν πολιτικὴ ζωή. Τὰ παιδιά της ἔχουν μεγάλη ἔφεση γιὰ μόρφωση καὶ σπουδές, ἀλλὰ χρειάζονται ἐφόδια, στήριξη, συμπαράσταση ὑλική, παρουσία ἐνεργητική, χειροπιαστὴ τῆς εὐρύτερης ἑλληνικῆς κοινωνίας δίπλα τους, ποὺ νὰ τὰ βοηθάει καὶ νὰ τὰ ἐγκαρδιώνει σὲ κάθε τους καλὴ προσπάθεια γιὰ τὸ ἀνώτερο.

 

"ΚΑΛΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΓΕΡΟ ΘΕΜΕΛΙΟ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΛΗ ΥΓΕΙΑ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΚΑΘΕ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ

ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ Σ’ ΟΛΗ ΤΟΥ ΤΗ ΖΩΗ"

 

Πῶς μπορεῖ αὐτὴ ἡ ἐπιστημονικὰ τεκμηριωμένη ἀλήθεια νὰ πραγματωθεῖ σὲ μέρη ὅπου ἡ ζωὴ ἀκόμη εἶναι τρομερὰ δύσκολη καὶ γιὰ τοὺς μεγάλους;

Στὶς ἄγονες περιοχὲς τοῦ τόπου μας, ὅπου κι ὁ ἐπιούσιος καλά-καλὰ δὲ βγαίνει, μὲ τόσο σκληρὴ δουλειὰ τῶν γονιῶν, πῶς θὰ τραφοῦν σωστὰ τὰ παιδιά;

Σὲ τέτοιους τόπους στερημένους, ποὺ ἡ κρατικὴ συμπαράσταση δὲν ἐπαρκεῖ, τὸ σωματεῖο μας παλεύει νὰ βοηθήσει τὰ παιδιὰ στὸ γερὸ θεμελίωμα στὴν ἀρχὴ τῆς ζωῆς τους, ἱδρύοντας σχολικὰ συσσίτια.

Στὰ χωριὰ ποὺ καταφέραμε νὰ στήσουμε καὶ νὰ λειτουργήσουν συσσίτια ἡ διαφορὰ –καὶ μέσα σ’ ἕνα χρόνο μόνο– ἦταν ὁλοφάνερη: ρόδισε ἡ ὄψη τῶν παιδιῶν, στηρίχτηκαν πιὸ γερὰ στὰ πόδια τους, βελτιώθηκε ἡ ἀπόδοσή τους στὸ σχολεῖο. Αὐτὰ τὰ παιδιὰ εἶναι οἱ αὐριανοὶ συμπολίτες. Ἕνα δυνατὸ μυαλό, ἔχει βασικὴ προϋπόθεση, κατὰ τὴν ἐπιστήμη, τὸ γερὸ καὶ ἄρτιο σῶμα.‘‘Νοῦς ὑγιὴς ἐν σώματι ὑγιεῖ’’». 

Δάσκαλος (;) , Ἀλέξανδρος Κραββαρίτης τοῦ Δημητρίου (13.10.1940-26.11.2020), 2 μέλη ἐκ τῶν διοργανωτῶν τοῦ συσσιτίου (;), Χρήστου Νικόλαος τοῦ Ἀλεξ. (3.2.1936-22.7.1991)    Πρόεδρος τῆς κοινότητος  Μεγ. Βραγγιανῶν, Κων/νος Ἀντωνίου τοῦ Περικλέους (3.5.1929-6.12.1995),Ἀντωνίου Ἀνδρέας τοῦ Ἠλία (2.2.1908-27.10.1990), Εὐαγγελῆ σύζ. Παναγ. Στούμπου (8.6.1928-5.8.2016), μαθητὲς Δημοτικοῦ σχολείου Κουστέσης.


Καὶ πάλι εὐχαριστίες πολλὲς καὶ εὐγνώμονες στὴν κ. Σάλλυ Μαντούδη καὶ τοὺς συνεργάτες της. Ἰδιαίτερα εὐχαριστοῦμε τὴν ἐκλεκτὴ θυγατέρα της Μαριάννα, ποὺ εἴχαμε τὴν τιμὴ τῆς ἐπισκέψεώς της πρὸ διετίας στὸ χωριό μας καὶ τὴν ἀγαθὴ τύχη τῆς γνωριμίας μαζί της, καρπὸς τῆς ὁποίας εἶναι τὸ ὀπτικὸ ὑλικὸ τοῦ δημοσιεύματός μας. Εὐχαριστίες, ἐπίσης καὶ στὸ καλό, φιλοπρόοδο συγχωριανό μας Ἀριστείδη Τσιώλη τοῦ Θωμᾶ γιὰ τὴν πολύτιμη βοήθειά του στὴν τεκμηρίωση.
 

Κωνσταντῖνος Σπ.Τσιώλης

*Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὴν ἐφ. Τὰ Μεγάλα Βραγγιανὰ (Ἑλληνομουσεῖον Ἀγράφων), φ. 85, σ. 6. 

Σάββατο 3 Απριλίου 2021

IΩΑΝΝΗΣ (ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ) ΦΡΑΓΚΙΣΤΑΣ

 

Ὁ ἀγραφιώτης ὁπλαρχηγὸς Γιάννης Φραγκίστας (1764-1861)

στὴ μάχη τῆς Βαρνάκοβας


Ἡ πολιορκία τῆς μονῆς Βαρνάκοβας Δωρίδος  

Ἰωάννης Φραγκίστας (1764-1861)
Ἀκρυλικὸ σὲ χαρτί. Σύγχρονο (2021) 
ἔργο τοῦ Κώστα Ντιό.
Διαστάσεις 34Χ 24 ἑκ. 
μιᾶς ἀπ’ τὶς ἱστορικώτερες Μονὲς τῆς Ρούμελης, ἡ ὁποία ἀποκαλεῖται καὶ ‘‘Ἁγία Λαύρα τῆς Ρούμελης’’ ἀπὸ ἕνα μέρος, κυρίως Ἀλβανῶν, τοῦ ἐκ 4.000 ἀνδρῶν στρατοῦ τοῦ Κιουταχῆ, ὑπὸ τοὺς Μουστάμπεη καὶ Κεχαγιάμπεη, ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ πλέον ἡρωϊκὰ πολεμικὰ ἐπεισόδια τοῦ Ἀγῶνος.

Ὁ κράτιστος τῶν στρατηγῶν τῆς Ἐπαναστάσεως Γεώργιος Καραϊσκάκης, μετὰ τὴν πτώση τῆς ἱερᾶς Πόλεως τοῦ Μεσολογγίου, ἦταν ἐξ ἐκείνων ποὺ ἀποφάσισαν νὰ ἀντισταθοῦν στὸν Κιουταχῆ σὲ στρατηγικὰ σημεῖα τῆς Δυτικῆς Στερεᾶς Ἑλλάδος. Σὲ ἕνα ἀπ’ αὐτά, τὴν ἐπίκαιρη γιὰ τὸν Ἀγώνα θέση τῆς μονῆς Βαρνάκοβας, στέλνει μαζὶ μὲ ἑκατὸν πενῆντα ἐκλεκτοὺς μαχητές, ὡς ὁπλιτάρχη, τὸν ἀγραφιώτη Ἰωάννη (Γιαννάκη) Φραγκίστα, πιστὸ σύντροφο τοῦ περιωνύμου, ἐπίσης ἀγραφιώτη, προεπαναστατικοῦ ἀρματωλοῦ Κατσαντώνη. Μαζί του καὶ ὁ ὁπλαρχηγὸς Κωνσταντῆς Καλύβας τοῦ ὁποίου ὁ ἀδελφὸς εἶχε φονευθεῖ στὴ μάχη τῆς Ἀλαμάνας, στὶς Θερμοπύλες, μαχόμενος δίπλα στὸν Ἀθανάσιο Διάκο.

Μονὴ Βαρνάκοβας Δωρίδος

Ἡ πολιορκία ἄρχισε στὶς 20 Μαΐου 1826. Οἱ πολιορκητὲς ματαίως προσπαθοῦσαν νὰ καταλάβουν τὴ Μονὴ. Ὁ Γιάννης Φραγγίστας καὶ οἱ μαχητές του ἀντιστέκονταν σθεναρὰ καὶ οἱ ἐπιτιθέμενοι Τουρκαλβανοὶ εἶχαν πολλὲς ἀπώλειες. Οἱ πολιορκούμενοι μὲ ἐντολὴ Φραγκίστα φώτιζαν  ὅλη τὴ νύκτα τὸν περίβολο τῆς Μονῆς καὶ τὰ πιὸ εὐάλωτα γιὰ εἰσβολὴ σημεῖα τοῦ περιβάλλοντος τείχους. Φωτισμὸς γινόταν μὲ πυρσοὺς ἀπὸ ξύλα  ἀλλὰ καὶ ἀνάπτοντες φωτιὰ σὲ φουστανέλλες, ἀφοῦ τὶς εἶχαν ποτίσει μὲ λάδι. Εἶχαν καὶ τὴν πνευματικὴ (μὲ παρακλήσεις) ἀλλὰ καὶ ἀγωνιστικὴ (διὰ τῶν ὅπλων) βοήθεια τοῦ ἡγουμένου καὶ τῶν μοναχῶν τῆς Μονῆς. Στὶς 21 Μαϊου 1826 οἱ πολιορκητὲς προσπάθησαν σκάβοντας λαγούμια νὰ εἰσβάλλουν στὴ Μονή. Ἡ ἐνέργειά τους ὅμως ἔγινε ἀντιληπτὴ ἀπὸ τοὺς πολιορκουμένους οἱ ὁποῖοι συνεδρίασαν ὑπὸ τὸν ἀρχηγό τους Γ. Φραγκίστα καὶ ἀποφάσισαν ἡρωϊκὴ ἔξοδο κατὰ τὴ διάρκεια τῆς νύκτας, καθὼς δὲν εἶχαν τρόφιμα, οὔτε πολεμοφόδια. Κατὰ τὴν ἔξοδο ἐφονεύθησαν τρεῖς καὶ τραυματίστηκαν ἑπτὰ μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἐπικεφαλῆς τῆς ἐξόδου Ἰωάννης Φραγκίστας. Σχετικὰ μὲ τὴν πολιορκία τῆς Βαρνάκοβας καὶ τὸν τραυματισμό του στὴν προσπάθεια τῆς ἐξόδου ὁ Ἰ. Φραγκίστας μετὰ ἀπὸ τέσσερα ἔτη, στὶς 22 Ἀπριλίου 1830, σὲ ἀναφορά του πρὸς τὸν Κυβενήτη  Ἰωάννη Καποδίστρια σημειώνει:

«Διωρισμένος ἐγὼ ἀπὸ τὸν ἀρχηγόν μου (Καραϊσκάκην) εἰς μοναστήριον Βαρνάκοβας μὲ 150 στρατιώτας καὶ μὲ τὸν μακαρίτην Καλύβαν  καὶ λοιποὺς σκαλτζαίους ἐκλείσθημεν· στεναχωρηθέντες ὅμως ἀπὸ τὴν ἔλλειψιν τροφῶν καὶ πολεμοφοδίων καὶ τὰς συχνὰς ὑπονόμους τῶν ἐχθρῶν ἀναχωροῦντες ἐκεῖθεν διὰ νυκτὸς μὲ γεροῦσι ἐπληγώθην καὶ εἰς τὴν κεφαλὴν καὶ ἀκολούθως μὴ δυνάμενοι νὰ βασταχθῶμεν εἰς τὸ μέρος τῆς Στερεᾶς Ἑλλάδος διὰ τὴν ἔλλειψιν τῶν ἀναγκάιων  μαζὶ μὲ τὸν ἀρχηγὸν ἐπεράσαμεν εἰς Ναύπλιον ὅπου εἶχον συναχθεῖ καὶ οἱ ἐν Μεσολογγίῳ ἄλλοι ὁπλαρχηγοί».

Κατόπιν, οἱ πολιορκηταὶ ἀνατίναξαν  τὸ Μοναστήρι  μέσῳ τῶν ὑπονόμων ποὺ ἔσκαψαν γιὰ νὰ εἰσβάλλουν σ’ αὐτό.  Ἡ μονὴ Βαρνάκοβας ἀργότερα ἀποκαταστάθηκε μὲ πρωτοβουλία τοῦ Κυβερνήτη Ἰω. Καποδίστρια.

Ἐφ. Ἐμπρός, 29.3.1909.

Γιὰ τὴν ἱστορικὴ αὐτὴ μάχη, ἄγνωστος ποιητής, πιθανὸν ἀπὸ ἐκείνους τοὺς 150 ἡρωϊκοὺς ὑπερασπιστὲς τῆς μονῆς Bαρνάκοβας, συνέθεσε ποίημα στὸ ὁποῖο καταγράφει στιχουργικῶς τὸ χρονικὸ τῆς πολιορκίας καὶ τῆς ἡρωϊκῆς ἐξόδου τῶν πολιορκημένων ὑπὸ τὸν ὁπλιτάρχη τους Ἰω. Φραγκίστα. Ὁ συνθέτης τοῦ ποιήματος ἀναφέρεται καὶ ὀνομαστικὰ ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἰδιότητά του στὸν Φραγκίστα:

 

«Σὰν ἔπεσε τ’ ἀθάνατο κι ἀνδρεῖο Μεσολόγγι,

κι ὁ Καραΐσκος ’βάλθηκε τοῦ Κιουταχῆ τὸ δρόμο

παλληκαρίσια κι ἄφοβα νὰ ἔκοβε μὲ τρόμο.

Τὸν καπετάνιο ἔστειλε Φραγκίστα Ἰωάννη

τοῦ Κατσαντώνη σύντροφο κι Ἀγράφων γιαταγάνι

μὲσ’ στὴ μονὴ Βαρνάκοβας μὲ ἄλλους νὰ κλεισθοῦνε

Τὸν Τοῦρκο νὰ κρατήσουνε νὰ μὴν παραδοθοῦνε».

 

Τὸ ποίημα δημοσιεύεται στὴν ἐφ. Ἐμπρός τῆς 29ης Μαρτίου 1909 μὲ ὑπέρτιλο «Μία χρυσὴ σελὶς ἀπὸ τὰ ἡρωϊκὰ χρόνια τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανστάσεως» καὶ τίτλο «Μάχη μονῆς Βαρνάκοβας (20 Μαΐου 1826)». Τὸ ποίημα φέρει στὸ τέλος του τὴν ἡμερομηνία «Ἀθῆναι 8 Δεκεμβρίου 1908», ποὺ προφανῶς εἶναι ἡ ἡμερομηνία καταγραφῆς του ἀπό, ἄγνωστο ἐπίσης,  ἐρανιστὴ  δημωδῶν ποιημάτων.

 

«ΜΙΑ ΧΡΥΣΗ ΣΕΛΙΣ

ΑΠΟ ΤΑ ΗΡΩΪΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗ ΣΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ

ΜΑΧΗ ΜΟΝΗΣ "ΒΑΡΝΑΚΟΒΑΣ" (20 Μαΐου 1826)

Δημοσιεύομεν τὸ ἀκόλουθον παλαιὸν ποίημα,γραφὲν φαίνεται ὑπό τινος τῶν μετασχόντων τῆς ἡρωϊκῆς ἐκείνης μάχης:

Ἀκόμα βογγαχνίζανε ἀπ’ τὴ φωτιὰ οἱ λόγγοι

Σὰν ἔπεσε τ’ ἀθάνατο κι ἀνδρεῖο Μεσολόγγι,

κι ὁ Καραΐσκος ’βάλθηκε τοῦ Κιουταχῆ τὸ δρόμο

παλληκαρίσια κι ἄφοβα νὰ ἔκοβε μὲ τρόμο.

Τὸν καπετάνιο ἔστειλε Φραγκίστα Ἰωάννη

τοῦ Κατσαντώνη σύντροφο κι Ἀγράφων γιαταγάνι

μὲσ’ στὴ Μονὴ Βαρνάκοβας μὲ ἄλλους νὰ κλεισθοῦνε

τὸν Τοῦρκο νὰ κρατήσουνε νὰ μὴν παραδοθοῦνε.

’Κατὸν πενῆντα ἤτανε, μιὰ χούφτα μ’ ἕνας κι ἕνας

καὶ θάνατο δὲ κιότευε ἀπ’ ὅλους τους κανένας!

Ὁ Κιουταχῆς σὰν τὤμαθε στὸν Κεχαγιὰ μπενιδίνει

σωστὲς χιλιάδες τέσσερις στρατό του τοῦ ἀφήνει,

μαζὶ μὲ τὸν Μουστάμπεη νὰ τοὺς πολιορκήσουν,

τὸ Μοναστήρι τρόγυρα κι ὁλοῦθε νὰ τὸ κλείσουν.

 

— Νὰ κι ἀπ’ἀγνάντια πρόβαλαν οἱ Τοῦρκοι σὰν μελίσσι

μέσα σὲ σκόνης σύννεφο ’ψηλὸ σὰν κυπαρίσσι

μ’ ἀπ’ τὴ Μονὴ καρτέραγαν τὴν κρίσιμη τὴν ὥρα

μιὰ μπαταριὰ τοὺς ρίχνουνε κι ἀρχίζει ἡ μάχη τώρα.

Λύσσα τοὺς Τούρκους ἔπιασε κι ἀπάνω του ριχθῆκαν

μὰ ὅσοι πρῶτοι ρίχθηκαν τὸν θάνατο εὑρῆκαν!

Οἱ Ἕλληνες ὁλοήμεροι ’σὰν τίγρεις πολεμοῦσαν

σὲ κάθε Τούρκων ἔφοδο αὐτοὶ τοὺς ’δεκατοῦσαν!

Ἡ νύχτα βαρειοπλάκωνε σκοτάδι καὶ μαυρίλα

κι ὁ Χάρος ὁλοτρόγυρα ’σκορποῦσ’ ἀνατριχίλα!

Μὲ βρόντο ’πέφταν πτώματα κι αἱμάτωναν τὸν τόπο

μὰ ’κεῖνοι νὰ εἰσβάλλουνε ζητοῦν μὲ κάθε τρόπο!

Ἐνῷ συνήθεια εἴχανε  ἡ νύχτα σὰν πλακώσῃ

νὰ παύαυνε τὸν πόλεμο ὡς ποῦ νὰ ’ξημερώσῃ

Οἱ Τοῦρκοι ’μανιωθήκανε κι ἐτράβηξαν τὴ μάχη

καὶ πέρ’ ἀπ’ τὰ μεσάνυχτα μὲ πεῖσμα, μὲ ἀμάχη!

Κι ὅσο ἡ νύχτα ’πέρναγε, κι ὅσο τοὺς ἐσκοτώναν

τόσο ἐκεῖνοι ’θέριευαν στὴ μάνδρα ’σκαρφαλώναν!...

Τότε οἱ δικοί μας λάδωσαν κι ἐτύλιξαν σὲ ξύλα

ἀπ’τὴ λερὴ ’ποὺ σχίζανε τῆς φουστανέλλας φύλλα,

τ’ ἄναψαν καὶ τὰ ’κάρφωσαν στῆς μάνδρας τὸ σαμάρι

καὶ τὸ καθένα φώτιζε τριγύρω ’σὰ φανάρι.

Καὶ στοῦ καπνοῦ τὰ σύννεφα ποὖταν ἡ φλόγα τόση

’κεῖ ποὺ ὁ καθένας πάλαιβε τὸν Τοῦρκο νὰ σκοτώσῃ!...

Π’ ὅλοι μαζὶ χυμίξανε οἱ Τοῦρκοι μανιωμένοι

κι ἀπάνω στὸ σκαρφάλωμα κυλάγαν σκοτωμένοι

’ποὺ μαῦρες μποῦκες ’κάπνιζαν σὰ νἄτανε φουγάρο

Κι ἀπ’τὰ μασγάλια σκόρπαγαν γοργόφτερο τὸ Χάρο

 ———————

Π’ ἀλλοῦ πληγὲς ’ματώνανε 

κι ἀλλοῦ ἀγκομαχοῦσαν!

κι ἀλλοῦ κορμιὰ μαζώνανε

κι ἀλλοῦ ἐξεψυχοῦσαν!

———————

 

Ἀκόμα κι οἱ Καλόγεροι ἐδείχθησαν γενναῖοι

ὅσοι ’κεῖ μέσα βρέθηκαν μαζὶ γέροι καὶ νέοι

Καὶ μέσ’ στὸ κοσμοχάλασμα, στῆς μάχης τὴ λαχτάρα

στῶν Τούρκων τὸ ἀλάλαγμα, στῆς νύχτας τὴν ἀντάρα.

Παράκλησι ἐψάλανε κι ἐκάναν τὸ Σταυρό τους,

ἁρπάξανε καὶ τ’ἄρματα κι ρίχναν στὸ πλευρό τους!

Κι ἐδῶ χτυποῦσαν σήμαντρα παρέκει οἱ καμπάνες,

κι ἀλλοῦ κουράγιο ’δίνανε  κι εὐχές τους οἱ παππᾶδες

κι ἐβούϊζε! κι ἐσειώτανε ! καὶ γῆ καὶ Μοναστῆρι

’σὰ νἄτανε ἡφαίστειο τοῦ ᾋδου πανηγύρι!

Κι ἀκόμα ’σὰν ἀνήμερα λιοντάρια πολεμᾶνε

καὶ τὴ Μονὴ ἀτρόμητοι στὰ δόντια τους κρατᾶνε!

— Ἡ νύχτα σὰ ἐπέρασε αἱματοκυλισμένη...

κι οἱ Τοῦρκοι νὰ εἰσβάλλουνε ἦσαν ἀπηλπισμένοι

λαγοῦμι ἐσκεφθήκανε ἀπόκρυφα νὰ σκάψουν

μπαροῦτι νὰ τὸ γέμιζαν καὶ ὅλους νὰ τοὺς κάψουν!

ὅλη τὴ ’μέρα σκάβανε ·σὰν ἄναψαν τὰ φῶτα

Τουρκαρβανίτης ζύγωσε καὶ τοὺς φωνάζει πρῶτα:

— Ἔ! Καπετάνιε! χώθηκε ὠρὲ χαντακωμένοι!

ποντίκι μέσ’ τὴν τρύπα σας  καὶ εἴσαστε χαμένοι!

ὡς τὸ πουρνὸ ἀπ’ὅλους σας δὲ θἆν’οὔτε ρουθούνι

κάμετε ὅ,τι θέλετε κι ἂν εἶσθε μιλλιοῦνι.

Τὸν Ἀρχηγὸ κεραύνωσαν τὰ λόγια τ’ Ἀρβανίτη

δὲν τὸν χωροῦσαν τ’ ἄρματα, τὸν ἔδιωχνε τὸ σπίτι!

Καὶ διεταξε τὴν ἔξοδο, γεροῦσι νὰ τοὺς κάνουν,

ὅσοι γλυτώσουν γλύτωσαν, κι ἄλλοι ἂς πεθάνουν !

Μιὰ ὥρ’ ἀπ’ τὰ μεσάνυχτα, μέσ’ τ’ ἄγριο σκοτάδι

μὲ γιαταγάνια ὥρμησαν σὰ λύκοι σὲ κοπάδι.

Μακέλεβαν καὶ φεύγανε κι οἱ Τοῦρκοι τοὺς βαροῦσαν

τρεῖς εἰς τὸν τόπο μείνανε ἑφτὰ ’ματοβατοῦσαν!

Ὁ Ἀρχηγὸς πληγώθηκεν ὁ πρῶτος στὸ κεφάλι

μὰ διάβηκαν ροβόλησαν καὶ πᾶνε ‘‘νἆταν κι ἄλλοι!’’

Κι ὅταν ’κεῖ πάνω βρέθηκαν στοῦ  «Κόρακα» τὴ ράχη

στὸν Καραΐσκο δώσανε μαντάτ’ ἀπὸ τὴ μάχη!

Τὸ δὲ πρωῒ σὰν ἔφεξε κι ἐγίνηκεν ἡμέρα,

τὸ Μοναστῆρι τίναξαν οἱ Τοῦρκοι στὸν ἀέρα!

Μὰ λίγα χρόνια πέρασαν ποὺ μ’ αἷμα ἐποτίσθη

κι ἀπὸ τὸ Καποδίστρια πάλι καινούργιο ἐκτίσθη !

 

Ἀθῆναι 8 Δεκεμβρίου 1908».

 

 

 

Πολλὲς πληροφορίες γιὰ τὴν δράση τοῦ Ἰω. Φραγκίστα κατὰ τὴν Ἐπανάσταση ὅπως ἡ  συμμετοχή του στὴ μάχη τῆς Βαρνάκοβας μᾶς παραδίδονται ἀπὸ τὸν δυτικομακεδόνα ἱστορικὸ καὶ ἀγωνιστὴ τοῦ ’21 Νικόλαο Κασομούλη (1795-1872) στὸ ἐμβληματικὸ ἔργο του Ἐνθυμήματα στρατιωτικὰ τῆς Ἐπαναστάσεως τῶν Ἑλλήνων. Οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰωάννη Φραγκίστα διέπρεψαν καὶ διαπρέπουν μέχρι σήμερα στὰ γράμματα, τὶς ἐπιστῆμες καὶ τὴν ἐπιχειρηματικότητα, τόσο στὴν ἡμεδαπὴ ὅσο καὶ στὴν ἀλλοδαπή, μὲ τὴν παρουσία τους δὲ στὴ Σκιάθο συνῆψαν καὶ συγγενικὴ σχέση μὲ τὸν μεγάλο λογοτέχνη μας Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη.  

Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης 

 

Σημ.1: Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὰ Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας τῶν Γρεβενῶν, φ. 914, 2.4.2021.

Σημ 2: ἀφιερωμένο στὸν Γιάννη Μάκκα γιὰ τὴ γόνιμη συνεργασία. Εὐχαριστίες πολλὲς στὸν δυτικομακεδόνα καλλιτέχνη Κώστα Ντιὸ γιὰ τὸ ὑπέροχο εἰκαστικό του ἔργο ἀλλὰ καὶ  στὸ φιλογενὲς ἔντυπο Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας τῶν Γρεβενῶν καὶ τὸν ἐκδότη του Ἀντώνη Παπαβασιλείου γιὰ τὴν ὑπεραβραμίαια  φιλοξενία του στὴν ἐφημερίδα.