Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Τρίτη 2 Ιανουαρίου 2024

3 IANOYAΡΙΟΥ 1911, ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

 

Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης

Ἀφιέρωμα τοῦ περιοδικοῦ Ἀθηναῖος τοῦ Κολλεγίου Ἀθηνῶν

στὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη

Θ. Β.  (=Θᾶνος Βερέμης),  
«Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης». 

Οἱ μαθητὲς τοῦ Κολλεγίου Ἀθηνῶν ἀφιέρωσαν τὸ τεῦχος 4 (ἔτος 33ον) τῆς 31ης Μαρτίου 1961 τοῦ μηνιαίου περιοδικοῦ τους Ἀθηναῖος (
The Athenian) στὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Ὅπως δηλώνεται στὸ προλογικὸ σημείωμα τοῦ Ἀντώνη Ἰ. Ἐφραιμίδη, ἀρχισυντάκτη περιοδικοῦ:

«ἡ ἰδέα μας ἦταν πηγαία· θελήσαμε ἐπ’ εὐκαιρίᾳ τῆς συμπληρώσεως μιᾶς πεντηκονταετίας ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ θεμελιωτῆ τῆς πεζογραφίας μας, νὰ ἀνασύρουμε στὸ καθαρὸ φῶς τῶν νέων ψυχῶν μας τὸν ἀγωνιστὴ αὐτὸν καὶ νὰ λαμπρύνουμε ‒ὅσο μᾶς ἐπιτρέπουν τὰ μικρά μας μέσα‒ τὴν μορφή του [...] Σὰν ἕνα ταπεινότατο δεῖγμα σεβασμοῦ στὴ μνήμη του, οἱ ἐργασίες ποὺ ἀκολουθοῦν ἂς ρίξουν λίγο φῶς στὴ μεγάλη του προσφορὰ πρὸς τὴν Νέα Ἑλλάδα»

Τὸ τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ ἀφιερώνει τὶς 16 ἀπὸ τὶς 58 σελίδες του στὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη καὶ περιλαμβάνει πλὴν τοῦ προλογικοῦ ἄρθρου καὶ τὰ ἑξῆς:

1. Ὁ Ἀθηναῖος, «Δυὸ λόγια»,

2. Μιχάλης Γιαννόπουλος Jr D., «Παπαδιαμάντης: Μία μορφή».

3. Α. Ι. Ε. (=Ἀντώνης Ἰ. Ἐφραιμίδης), «Ἡ ζωὴ τοῦ Παπαδιαμάντη».

4. Θᾶνος Μ. Βερέμης Junior A , «Παπαδιαμάντης: Προέκτασις τοῦ Βυζαντίου στὴ σύγχρονη Ἑλλάδα».

5. Ἄγγελος Ε. Χάλαρης Senior Α, «Ὁ λυρισμὸς τοῦ Παπαδιαμάντη».

6. Γιῶργος Μαυρογορδᾶτος Sophomore A. , «Ὁ ἠθογράφος Παπαδιαμάντης»

7. Γιῶργος Παράσογλου Freshman A΄, «Γύρω ἀπὸ τὸν Παπαδιαμάντη. Ἡ ἐκφραστική του τέχνη».

8. Ἡρακλῆς Λιόκης Junior C΄ , «Ὁ ποιητὴς Παπαδιαμάντης.  Μία νεανική του τάσι».

9 Γιῶργος Μαυρογορδᾶτος Sophomore A., «Τὸ χιοῦμορ τοῦ Παπδιαμάντη».

10. Σταμάτης Στούρνας Junior d, «Ὁ Παπαδιαμάντης καὶ οἱ ἥρωές του».

Δημοσιεύεται, ἐπίσης, στὸ ἀφιέρωμα τοῦ περιοδικοῦ, τὸ γνωστὸ διήγημα τοῦ Παπαδιαμάντη «Τὸ μοιρολόγι τῆς φώκιας» καὶ δύο στιχουργήματά του, ἕνα ἀπὸ τὸ διήγημα «Τὰ ρόδινα ἀκρογιάλια» καὶ ἕνα ἀπὸ τὸ ποίημά του «Τὸ ὡραῖον φάσμα»:

«Εἰς ἕνα μνῆμ’ ἀγνώριστον,

μικροῦ κοιμητηρίου

δὲν θέλω νὰ μὲ βλέπωσιν

ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου·

μηδὲ κυπάρισσος σκαιά,

μηδ’ ἀπεχθὴς ἰτέα

νὰ τὸ σκιάζῃ·...»

 

«Κάλλιο εἶχα σκλάβος νά ’μουνα σιμά σου

παρὰ νὰ ἐβασίλευα μακριά σου·

δίπλα σου κάλλιο νά ’πεφτα στὸ χῶμα,

παρὰ ν’ἀνέβω στ’ oὐρανοῦ τὸ δῶμα.

Ἄχ, ναί, γλυκύ μου μαραμμένο πλάσμα

σ’ ἐπόνεσε ἡ ψυχή μου, ὡραῖο φάσμα!»

 

Τὸ ἀφιέρωμα τοῦ Ἀθηναίου στὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη κοσμεῖται  ἀπὸ ζωγραφικὸ ἔργο μὲ τὴ μορφὴ τοῦ Παπαδιαμάντη τὸ ὁποῖο ὑπογράφεται ὡς «Θ. Β.», ποὺ προφανῶς παραπέμπει στὸν βοηθὸ ἀρχισυντάκτη τοῦ περιοδικοῦ καὶ γνωστὸ ἱστορικὸ καὶ πανεπιστημιακὸ Θάνο Μ. Βερέμη (γένν. 1943), ὁ ὁποῖος ἦταν μαθητὴς τοῦ Κολλεγίου Ἀθηνῶν καὶ ἀρθρογράφος τοῦ ἀφιερώματος γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη στὸν Ἀθηναῖο. Ὁ Θάνος Βερέμης εἶναι καὶ ὁ ζωγράφος, ποὺ ὑπογράφει, ὡς «διὰ χειρὸς Ἀθ. Βερέμη», τὸ ζωγραφικὸ ἔργο ποὺ φέρει τὸ ἐξώφυλλο τοῦ Ἀθηναίου, τὸ ὁποῖο παριστᾶ ἄγγελο ὁ ὁποῖος φέρνει τὸ μήνυμα τῆς Ἀνάστασης τοῦ Κυρίου.

Ἀπὸ τὸ ἀφιερωματικὸ 16σέλιδο τοῦ Ἀθηναίου ἀναδημοσιεύουμε τὸ ἄρθρο τοῦ Θάνου Βερέμη μὲ τίτλο «Παπαδιαμάντης: προέκτασις τοῦ Βυζαντίου στὴ σύγχρονη Ἑλλάδα».

 

Ἀθηναῖος 4 (1961),
ἐξώφυλλο.


«ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ:

ΠΡΟΕΚΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΑΔΑ

Πῶς νὰ ἀρχίσω νὰ γράφω γιὰ τὸν ταπεινὸ κύρ-Ἀλέξανδρο χωρὶς νὰ νοιώσω κάποια ντροπὴ γι’ αὐτὸ ποὺ κάνω στὴ μνήμη του. Χωρὶς νὰ νοιώσω ἔνοχος γιατὶ πρέπει νὰ γεμίσω ματαιόδοξα λίγες ἀράδες μὲ τὴ "σοφία" μου, ἀντλώντας τὸ θέμα ἀπὸ μιὰ τέτοια ἐπέτειο. Μιὰ ἐπέτειο ποὺ κάλλιο τῆς ἔπρεπε ἡ σιωπὴ καὶ τὸ ἡμίφως μιᾶς ἐκκλησίας.

Τὸ Βυζάντιο στάθηκε γιὰ μᾶς τοὺς νέους Ἕλληνες σὰν κάποιος φτωχὸς καὶ καταφρο-νεμένος συγγενής, ποὺ δὲν τὸν καταδεχόμαστε μπροστὰ στὸν πλούσιο καὶ ξακουσμένο παπποῦ μας, τὸν ἀρχαῖο Ἕλληνα...». Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια ὥρισε ὁ ἁγιογράφος Φ. Κόντογλου, ὁ δεύτερος μεγάλος σύγχρονος Βυζαντινός, μιὰ θλιβερὴ ἀλήθεια. Καὶ εἶναι ἀστεῖο νὰ σκέπτεται κανείς ὅτι χρειάστηκαν οἱ ὑποδείξεις ξένων πνευματικῶν ἀνθρώπων γιὰ νὰ στραφῇ μόλις τὰ τελευταῖα χρόνια τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ τόπου μας στὴν πνευματικὴ καὶ καλλιτεχνικὴ παραγωγὴ τοῦ "καταφρονεμένου συγγενῆ". Χρειάστηκε νὰ γίνῃ πρῶτα στὸ ἐξωτερικὸ ἡ ἀναγνώριση τῆς ἀξίας τῆς λειτουργικῆς τέχνης, ἀφοῦ τίποτε κοινὸ δὲν εἶχε μὲ τὴν κλασσικὴ παράδοση. Ὅσο γιὰ τὸ πλούσιο γλωσσικὸ ἰδίωμα τῆς Βυζαντινῆς φιλολογίας, ποὺ βρίσκεται ριζωμένο μέσα σὲ ὅλα τὰ τραγούδια καὶ τὶς παραδόσεις τοῦ λαοῦ μας, ὣς καὶ στὰ Ἀπομνημονεύματα τοῦ Μακρυγιάννη, αὐτὸ τὸ δεχθήκαμε πάντα μὲ συμπάθεια ἀλλὰ χωρὶς καμμιὰ διάθεση μιμήσεως. Λίγοι εἶχαν καταλάβει ὣς πρόσφατα ὅτι μία γνήσια, ἀνεπανάληπτη στιγμὴ τῆς νεοελληνικῆς λογοτεχνίας δὲν ἦταν παρὰ αὐτὴ ἡ ἀπόμακρη ἠχὼ τοῦ Βυζαντίου.

Οἱ ἠθογραφίες τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη εἶναι ἕνας μοναδικὸς λυρικὸς κραδασμὸς στὰ νεοελληνικὰ γράμματα. Μιὰ γλῶσσα βγαλμένη μέσα ἀπὸ τὰ συναξάρια ποὺ ὁ κοσμοκαλόγερος Σκιαθίτης φυλλομετροῦσε ἀπ’ τὰ μικρά του χρόνια καὶ ποὺ μόνον ἕνας ἄνθρωπος μὲ τὴ δικιά του ξεχωριστὴ εὐαισθησία κατώρθωσε νὰ ξαναζωντανέψῃ, παρεξηγήθηκε συχνὰ γιὰ τὸ λογοτεχνικὸ παρακλάδι τῆς καθαρεύουσας. Ἀκούγοντας τὰ προϊόντα τῆς Βυζαντινῆς ὑμνογραφίας νὰ ψέλνονται τὶς μέρες αὐτές, θὰ καταλάβουμε πόσο κοντὰ βρίσκονται στὸ πνεῦμα τοῦ μεγάλου Σκιαθίτη. Γιατὶ τὸ ὀρθόδοξο Πάσχα εἶναι πάντα μιὰ εὐκαιρία γιὰ νὰ ξαναζῇ ἡ θρησκευτικὴ ζωὴ τοῦ Βυζαντίου καὶ οἱ πνευματικὲς ἐκδηλώσεις  ποὺ ἔχουν τὴν ρίζα τους ἐκεῖ:*

«...  καὶ ἤστραψεν ἐπάνω εἰς τὸν θόλον ὁ Παντοκράτωρ μὲ τὴν μεγάλην κ᾽ ἐπιβλητικὴν μορφήν, [...] Καὶ ὁλόγυρα αἱ μορφαὶ τῶν Μαρτύρων, Ὁσίων καὶ Ὁμολογητῶν. Ἵστανται ἐπὶ τῶν τοίχων ἠρεμοῦντες, ἀπαθεῖς, ὁποῖοι ἐν τῷ Παραδείσῳ, εὐθὺ καὶ κατὰ πρόσωπον βλέποντες, ὡς βλέπουσι καθαρῶς τὴν Ἁγίαν Τριάδα [...] Καὶ εἰς τὴν χιβάδα τοῦ ἱεροῦ βήματος, ὑψηλά, ἐφαίνετο στεφανουμένη ὑπὸ ἀγγέλων ἡ τῶν Οὐρανῶν Πλατυτέρα. Καὶ κατωτέρω περὶ τὸ θυσιαστήριον ἵσταντο ἄρρητον σεμνότητα ἀποπνέουσαι αἱ μορφαὶ τῶν μεγάλων Πατέρων, τοῦ Ἀδελφοθέου, τοῦ Βασιλείου, τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τοῦ Θεολόγου, κ᾽ ἐφαίνοντο ὡς νὰ ἔχαιρον διότι ἔμελλον ν᾽ ἀκούσωσι καὶ πάλιν τὰς εὐχὰς καὶ τοὺς ὕμνους τῆς Εὐχαριστίας, οὓς αὐτοὶ ἐν Πνεύματι συνέθεσαν...»

Μὰ ὅπως δὲν εἶναι τὰ ράσα ποὺ κάνουν τὸν παπᾶ, ἔτσι δὲν εἶναι καὶ ἡ γλῶσσα μόνον ποὺ κάνει τὸν Παπαδιαμάντη γνήσιο ἀπόγονο τοῦ Βυζαντίου.

Γιὰ νὰ καταλάβει κανεὶς τὴ διαμόρφωση τῆς τόσο ἰδιότυπης ἰδιοσυγκρασίας τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ, πρέπει ἀπ’ ὅλα νὰ τὸν τοποθετήσει μέσα στὰ πλαίσια ποὺ γεννήθηκε: Περιβάλλον ἱερατικό. Ἡ πατρικὴ οἰκογένεια εἶχε βγάλει κάμποσους διαδοχικοὺς παπάδες, ὁ πατέρας του ὁ ἴδιος ἦταν κληρικὸς ὅπως καὶ ἄλλοι πολλοὶ συγγενεῖς τους. Ἡ γενέτειρά του ἡ Σκιάθος, νησὶ ποὺ κατώρθωσε νὰ μείνει σχεδὸν ἀπάτητο ἀπὸ ξένες ἐπιδρομές, μόρφωσε ἕνα χαρακτῆρα μὲ βαθειὰ ἑλληνολατρεία. Ἀπὸ μικρός, μελετητὴς τῆς βυζαντινῆς ποίησης, ἀποφάσισε στὰ 17 του χρόνια νὰ καλογερέψῃ στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἡ παραμονή του ὅμως ἦταν μόνον προσωρινή.

Μιὰ παιδική του κλίση στὴ ζωγραφική, καὶ ἰδιαίτερα στὶς ἁγιογραφίες, ἔπαιξε ἀποφασιστικὸ ρόλο στὸ συγγραφικό του ταλέντο. Καὶ πραγματικὰ ἡ πλοκὴ τῶν ἔργων του εἶναι ἐπιμελημένα τοποθετημένη πάντα μέσα σὲ μιὰ θαυμάσια ζωγραφικὴ σύνθεση.

Κέντρον ὅμως τῆς δημιουργίας του εἶναι τὰ πρόσωπα. Ἕνα, ἕνα προβάλλουν μέσα ἀπὸ τὸ τοπεῖο τὰ σκαμμένα πρόσωπα τοῦ θαλασσινοῦ ἀγωνιστῆ, τοῦ ταπεινοῦ ἱερέα, τῆς χαροκαμένης γριᾶς μάνας. Γνήσιες βυζαντινὲς φιγοῦρες, διαγραμματικές, σκυθρωπές, μὲ βαθειὰ θητεία στὸν ἀνθρώπινο πόνο. Στὴν ἀπίστευτη ἐγκαρτέρηση ποὺ τοὺς χαρακτηρίζει, μοιάζουν σιγὰ-σιγὰ σὰν νὰ ἀκινητοποιοῦνται μέσα σὲ μιὰ σοβαρὴ ἱεροπρέπεια. Τὸ δεξὶ χέρι μὲ τόσο ἀδύνατα δάχτυλα κινεῖται σὲ σχῆμα εὐλογίας.

Οἱ ἥρωές του ὅπως καὶ οἱ προσωπογραφίες τῆς Βυζαντινῆς Ζωγραφικῆς, εἶναι περιωρισμένες μέσα σὲ ἕνα αὐστηρὸ κύκλο θεμάτων. Εἶναι τὰ πρόσωπα ποὺ ἀξίζει νὰ ἱστορηθοῦν, γιατὶ μὲ τὸν πόθο κέρδισαν δικαιωματικὰ μιὰ θέση στὸ ἔργο τοῦ λογοτέχνη. Ἔτσι ἔχουμε πάντα τὴν ἐντύπωση ὅτι βλέπουμε τὸ ἴδιο πρόσωπο, ἐνῶ δὲν εἶναι παρὰ τὸ σῶμα ποὺ μοιάζει μὲ τὰ ἄλλα. Ἂν ἐξαιρέσουμε τὴν «Φόνισσα», ἔργο μὲ Ντοστογιεφσκικὴ ἐπιρροή, ὅπου γίνεται προσπάθεια νὰ δημιουργηθοῦν τύποι μὲ πολύπλοκο ψυχολογικὸ ὑπόβαθρο, οἱ τύποι τοῦ Παπαδιαμάντη εἶναι ἁπλοί. Ἁπλοὶ ὅσο ἡ καθημερινὴ πράξη, παγκόσμιοι σὲ ἀνθρωπιὰ καὶ εὐαισθησία.

Πολλὰ ἔχουν γραφεῖ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἡ ἰδωτική του ζωὴ κέντρισε  τὴν ποιητικὴ φαντασία τῶν μεταγενεστέρων ποὺ φωναχτὰ τὸν ἀποκάλεσαν «Ἅγιο τῶν νεοελληνικῶν γραμμάτων». Ὁ Θεὸς μόνον ξέρει πόσο θὰ θύμωνε ὁ ἴδιος ὁ ταπεινὸς κυρ-Ἀλέξανδρος ἂν ἄκουγε νὰ γίνεται λόγος γι’ αὐτό. Ἡ πραγματικότητα εἶναι ἁπλούστερη. Οἱ λίγοι ὁρισμοὶ ποὺ δίνω παρακάτω συνθέτουν πρόχειρα τὰ στοιχεῖα  ποὺ ἀποτελοῦσαν τὸν χαρακτῆρα τοῦ δημιουργοῦ.

Ὁ λαϊκὸς θρησκευτισμὸς ἔδινε διέξοδο σὲ μιὰ φύση μοναχικὴ μὲ ἄφθονα τὰ στοιχεῖα τῆς μυστικοπάθειας.

Ἡ ἐνδοστρέφειά του, ποὺ ἐκδηλώνεται σὰν ἔντονη ἀποστροφὴ πρὸς τὰ ἐγκόσμια.

Ἡ ἀντιπάθειά του σὲ κάθε φτιαχτὸ μοντερνισμὸ καὶ ὁ ἀγώνας του γιὰ μιὰ ἐθνικὴ ἀνασύνταξη μὲ "πολίτευμα ἀπολυταρχικὸ καὶ βασιλιά Βυζαντινό".

Μόνη μιὰ φωνὴ ποὺ ἀκούγεται σιγανὴ νὰ ψέλνῃ μέσα σὲ ἔρημο ἀπὸ κουφούς, βιαστικοὺς καὶ φιλοπρόδους ἀνθρώπους. Μιὰ μονῳδία, μιὰ βυζαντινὴ μονῳδία σὲ χαμηλὸ κατανυκτικὸ τόνο.

Θᾶνος Μ. Βερέμης

Junior A

* Ἀπὸ τὸ διήγημα τοῦ Παπαδ. «Στὸ Χριστὸ στὸ Κάστρο».

**Εὐχαριστῶ πολὺ τὸν καλὸ φίλο Γιάννη Μάκκα γιὰ τὴν ὑπόδειξη τοῦ περιοδικοῦ  Ἀθηναῖος.

*** Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὴν ἐφημερίδα Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας τῶν Γρεβενῶν, 29.12.2023, φ. 1049, σ. 13-14.