Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Παρασκευή 24 Μαρτίου 2023

Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΟΥ*

 

Ἐμμανουὴλ Στρατουδάκης, «Ὁ Σταυρὸς τοῦ Καραΐσκου»

«Ἀφιεροῦται τῷ φίλῳ μου ποιητῇ Ἀλεξ. Μωραϊτίδῃ»

. «Ἐμμανουὴλ Κ. Στρατουδάκης»,
Ποικίλη Στοὰ  Δ(1884)211.

 


Ὁ κρητικῆς καταγωγῆς ποιητὴς καὶ ἀγωνιστὴς τῆς Κρητικῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1877-1878 Ἐμμανουὴλ Κ. Στρατουδάκης δημοσιεύει τὸ 1875,[1] ὅπως σημειώνεται στὴν ἔκδοση τῆς ποιητικῆς συλλογῆς του Λυρικαὶ ἐμπνεύσεις,[2] ἕνα ἐπικολυρικοῦ καὶ πατριωτικοῦ περιεχομένου ποίημα μὲ τίτλο «Ὁ Σταυρὸς τοῦ Καραΐσκου». Ὁ ποιητὴς ἐμπνέεται στιχουργικῶς ἀπὸ τὴ δράση καὶ τὰ κατορθώματα τοῦ πρωτοκαπετάνιου στὸ Ἀρματολίκι τῶν Ἀγράφων καὶ ἀρχιστρατήγου τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821, Γεωργίου Καραϊσκάκη (†Φάληρο, 23 Ἀπριλίου 1827). Ὁ Ἐμμ. Κ. Στρατουδάκης, μὲ καταγωγὴ ἀπὸ τὰ Χανιὰ τῆς Κρήτης, γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα τὸ 1854 καὶ τὰ πρῶτα ποιήματά του τὰ ἔγραψε στὴ Ζάκυνθο, ὅπου εἶχε μετατεθεῖ ὑπηρεσιακὰ ὁ πατέρας του. Ἐπέστρεψαν οἰκογενειακῶς στὴν Ἀθήνα τὸ 1870.[3] Τὸ ποίημα «Ὁ Σταυρὸς τοῦ Καραΐσκου», ποὺ περιλαμβάνεται στὴν ποιητική του συλλογὴ Λυρικαὶ Ποιήσεις, ἀναδημοσιεύεται στὰ Ἅπαντά του, ποὺ ἐκδόθηκαν στὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰ. ἀπὸ τὸν συγγενῆ του Ἰωάννη Στρατουδάκη.[4]

Ἡ συλλογὴ Λυρικαὶ ποιήσεις εἶναι ἀφιερωμένη ἀπὸ τὸν Ἐμμ. Στρατουδάκη, μὲ ὁλοσέλιδο ἀφιερωματικὸ εἰσαγωγικὸ σημείωμα, στὸ ποιητικὸ ἴνδαλμά του, τὸν Ἀχιλλέα Παράσχο: [5]

«Ἀφιέρωσις, τῷ Ἐθνικῷ ποιητῇ, Ἀχιλλεῖ Παράσχῳ.

Ποιητά, [...] δέχθητι, γλυκεῖα καὶ ὑπερήφανος ἀηδών, τὴν πενιχρὰν προσφοράν μου, ἣν σοὶ δίδω ἐξ ὅλης καρδίας. Ἐὰν δὲ αὕτη δυνηθῇ νὰ σὲ ἐπαναφέρῃ πρὸς στιγμὴν εἰς τοὺς πρώτους τῆς νεότητός σου χρόνους, καὶ ἐὰν χύσῃς ἓν δάκρυ εἰς τὴν τρυφερὰν ἐκείνων ἀνάμνησιν ἐπὶ τῶν ἀσθενῶν στίχων μου θέλω λογισθῇ οὐχὶ μόνον εὐτυχὴς ἀλλὰ καὶ ὑπερήφανος διότι ἠδυνήθην νὰ ἐπισύρω τὸ βλέμμα Σου ἐπὶ τῶν πτωχῶν μου ποιήσεων...

Ἐν Ἀθήναις τῇ 25ῃ Μαρτίου 1877»

Τὸ συγκεκριμένο ποίημα, «Ὁ Σταυρὸς τοῦ Καραΐσκου», ἀφιερώνεται ἀπὸ τὸν Ἐμμ. Στρατουδάκη στὸν σκιαθίτη λόγιο καὶ δημοσιογράφο Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη (Σκιάθος 1850-1929), μὲ τὸν ὁποῖο φαίνεται ὅτι διατηροῦσε ἰδιαίτερη φιλικὴ σχέση:[6]

«Ἀφιεροῦται τῷ φίλῳ μου ποιητῇ Ἀλεξ. Μωραϊτίδῃ»

Νὰ ὑποθέσουμε ὅτι γνωρίστηκαν στοὺς φιλολογικοὺς κύκλους καὶ ὁμίλους τῶν Ἀθηνῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καὶ ἀνέπτυξαν φιλικὴ σχέση. Ἄδηλο ἐπίσης γιὰ ποιὸν λόγο ἀφιέρωσε τὸ συγκεκριμένο ποίημα τῆς συλλογῆς του στὸν Ἀλέξ. Μωραϊτίδη. Ἄλλωστε ὁ Ἐμμ. Στρατουδάκης, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὸ δημοσιευμένο ποιητικό του ἔργο, συνήθιζε νὰ ἀφιερώνει ποιήματά του καὶ σὲ ἄλλες λογοτεχνικὲς ἢ ἱστορικὲς μορφὲς τῆς ἐποχῆς.

Ὁ Ἐμμ. Στρατουδάκης καὶ σὲ ἄλλα ποιητικά του ἔργα ἔχει ἀναφορὲς στὸν Γ. Καραϊσκάκη καὶ τὴ δράση του ἀλλὰ καὶ στὸν Κατσαντώνη, τὸν ἀγραφιώτη προεπαναστατικὸ ἐπαναστάτη, σύντροφο καὶ πρωτοπαλλήκαρο τοῦ Καραϊσκάκη.

Λάζαρος Πάντος,  «Γεώργιος Καραϊσκάκης» (2021),
Λάδι καὶ μικτὴ τεχνικὴ σὲ καμβά. 

Στὴν ποιητικὴ συλλογὴ Κρητικαὶ ἐμπνεύσεις τοῦ Ἐμμ. Στρατουδάκη, ἡ ὁποία ἐκδίδεται στὴν Ἀθήνα τὸ 1880, στὴν εἰσαγωγικὴ ποιητικὴ προσφώνησή του πρὸς τὰ μέλη τοῦ Φιλολογικοῦ Συλλόγου «Βύρων», γράφει γιὰ τὸν Κατσαντώνη:[7]

«....Βαρὺς τὰ Ἰωάννινα μὲ φάλαγγα λεόντων

Ὁ Κατσαντώνης ἀπειλεῖ τοὺς ἀλβανοὺς τρομάζων...

Ὀρθοῦται... ρίπτεται ταχὺς κατὰ στιφῶν λυσσώντων

Καὶ τὰ συντρίβει τὰ πατεῖ τὸν Βελῆ-Γκέκαν σφάζων.

Καὶ τῆς Ἠπείρου δειλιᾶ, ἡ τίγρις ἡ ἀγρία...

— Σελὶς βιβλίου φέροντος τὸν τίτλον —Ἐν δουλείᾳ—

 

Κ’ ἐὰν ἡ νόσος φλογερὰ καθὼς τῆς εἰμαρμένης

Ὁ κεραυνὸς δὲν ἔκαιεν τὰ ἰσχυρὰ πτερά του,

Τὶς οἷδεν, ἂν ὁ ἀετὸς τῆς γῆς τῆς δουλομένης

Μὲ τὸν γαμψὸν δὲν ἥρπαζε τὰς κλεῖδας ὄνυχά του

Κ’ εἰσδύων εἰς τὸ σπήλαιον τῆς φοβερᾶς ἁρπυίας

Τὸ τέρας δὲν ἐσπάρασσε τῆς Χάμκως τῆς ἀγρίας [...].

Στὸ ποίημα τοῦ Ἐμμ. Στρατουδάκη «Ἡ Ἔξοδος τοῦ Μεσολογγίου», τὸ ὁποῖο ἀπήγγειλλε στὶς 25 Μαρτίου 1876 μὲ ἀφορμὴ τὴν ἑορτὴ τῆς ἐπετείου τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821, ἀναφερόμενος στὸν Γ. Καραϊσκάκη σημειώνει:[8]

«... Τοῦ Καραΐσκου τὸ σπαθὶ στὸ Δίστομο νὰ σφάζῃ

Καὶ στὴν Ἀκρόπολι  κρυφὴ αὐγούλα νὰ χαράζῃ

[...]

Στὸ πέρασμά του ὁ Βορειᾶς κρατεῖ τὸ φύσημά του

Μὴ σβύσῃ τὴν κεροδοσὰ καὶ δὲν τὴν δοῦν τ’ ἀστέρια.

Κεροδοσὰ τῆς λευτεριᾶς καὶ τοῦ πικροῦ θανάτου

Γιὰ νὰ τὴν δοῦν τὰ κλέφτικα τῆς Ρούμελης λημέρια

Γιὰ νὰ τὴν δεῖ τὸ Δίστομο μὲ τὸν Καραϊσκάκη

Καὶ τοῦ Νικήτα τὸ σπαθὶ γυμνὸ στὸ Δερβενάκι ... .»

Ὁ Ἐμμ. Στρατοδάκης συμμετεῖχε στὸν Βουτσιναῖο ποιητικὸ διαγωνισμὸ τοῦ 1873, χωρὶς νὰ βραβευθεῖ, μὲ τὴν συλλογὴ ποιημάτων του Παλμοὶ καὶ στόνοι, γιὰ τὴν ὁποία ὁ εἰσηγητὴς τῆς κρίσεως τοῦ διαγωνισμοῦ, Γεώργιος Μιστριώτης καθηγητὴς τῆς κλασσικῆς Φιλολογίας, μεταξὺ ἄλλων, σημειώνει: [9]

«Ὁ ποιητὴς ἔχει ἐλεγειακὸν χαρακτήρα· διότι τὸ πάθος τοῦ ἔρωτος, δεινῶς ὡς φαίνεται, καταβιβρώσκει τὴν καρδίαν του [...]. Δὲν ἔχει ὅμως πρωτότυπον λυρικὴν ἐποπτείαν, ἀλλὰ συνήθη καὶ τετριμμένην [...] Ἡ μεγαλυτέρα ἀρετὴ τῆς συλλογῆς ταύτης κεῖται ἐν τῇ εὐροίᾳ τῶν ρυθμῶν, δι ὃ μάλιστα ἐπαινοῦμεν τὸν ποιητήν». 

Ἐθεωρεῖτο ποιητικὸ ταλέντο, ὅμως ἡ σύντομη ζωή του δὲν τοῦ ἐπέτρεψε νὰ δείξει καὶ νὰ παρουσιάσει ἔργο ἀνάλογο τοῦ ταλέντου του.

.«Ἀφιεροῦται τῷ φίλῳ μου ποιητῇ
Ἀλεξ. Μωραϊτίδῃ»· Ἐμμανουὴλ Κ. Στρατουδάκης, 
Λυρικαὶ ποιήσεις, τυπ. ἀφῶν Βαρβαρρήγου,
Ἀθήνα 1877, σ. 9.

 

Τὸ 1877 μετέβη στὴν Κρήτη καὶ ἔλαβε μέρος στὴν Κρητικὴ Ἐπανάσταση τοῦ 1877-8 ὀργανώνοντας τὶς ἐπαναστατικὲς δυνάμεις στὴν περιοχὴ τῶν Χανίων. Τὰ περισσότερα ποιήματά του εἶναι ἐμπνευσμένα ἀπὸ τὸν ἀγώνα τῶν ἐπαναστατημένων Κρητικῶν. Μετὰ τὸ τέλος τῶν ἐπαναστατικῶν ἀγώνων ἐπέστρεψε στὴν Ἀθήνα. Διετέλεσε γραμματέας τοῦ ὑπουργείου δημοσίας ἐκπαιδεύσεως.

Πέθανε ἀπὸ ἀνακοπὴ καρδίας στὴν Ἀθήνα, στὶς 9 Μαΐου 1883, σὲ ἡλικία μόλις 29 ἐτῶν.

Λεπτομέρεια ἀπὸ τὴν βάση τοῦ
ἔφιππου ἀνδριάντα τοῦ Γεωργίου Καραϊσκάκη στὸν Πειραιά. 

Στὸν ἀθηναϊκὸ τύπο δημοσιεύτηκαν νεκρολογίες γιὰ τὸν συμπαθῆ νεαρὸ ποιητή, οἱ ὁποῖες μνημονεύουν τὸ ποιητικὸ ἔργο τοῦ ἐκλιπόντος, τὸ ὁποῖο ὅμως ἐν πολλοῖς μᾶλλον ἔχει λησμονηθεῖ. 


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ

«Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΟΥ

Ἀφιεροῦται τῷ φίλῳ μου ποιητῇ Ἀλεξ. Μωραϊτίδῃ

 

Γλυκειὰ βραδιὰ τῆς ἄνοιξης, τοῦ Μάρτη μυρωμένη

τὸ Φαληρέα ἐσκέπαζε ἀστροστεφανωμένη.

Ἔπαιζ’ ἡ αὔρα τοῦ γιαλοῦ μὲ τ’ ἀσημένιο κῦμα,

καὶ ἡ φλογέρα τοῦ βοσκοῦ νανάριζε τὸ μνῆμα.

Ὅπου κοιμᾶται ὁ ψυχογιὸς βαθειὰ τοῦ Κατσαντώνη,

τῆς Ρούμελης ὁ στρατηγός, τῆς Ἄρτας τὸ  μ ι λ ι ό ν ι ...

Τὸ μνῆμα ἐκοιμούντανε βαρειὰ στὴν ἀμμουδιά του,

κ’ ἕνας ὁλόμαυρος σταυρὸς μονάχη συντροφιά του,

βαμμένος ἀπὸ αἵματα καὶ δάκρυα, ἀγρυπνοῦσε

κ’ ἔχυνε παράπονα καὶ θλιβερὰ μιλοῦσε,

κ’ ἐκύτταζε τοῦ στρατηγοῦ μ’ ἀγάπη τὸ κρεββάτι

ἢ τὸ θολό του ἔρριχνε εἰς τὴν Ἀθήνα μάτι.

 

Μακριὰ μέσ’ ἀπ’ τὴ θάλασσα κι ἀπ’ τὴ στεριὰ ποὺ δοῦλοι

ψυχομαχοῦνε ἀδελφοί, ἕνα θαλασσοπούλι

ἐρχούμενο σὰν ἔννοιωσε κ’ ἐκεῖνο πικραμένο

τοῦ Καραΐσκου τὸ σταυρὸ χλωμὸ καὶ λυπημένο,

τὸ ξύλο τὸ παρήγορο τοῦ Γολγοθᾶ νὰ κλαίῃ

καὶ μυστικὰ παράπονα στὸν οὐρανὸ νὰ λέῃ

σταμάτησε τὸ δρόμο του, διπλώνει τὰ φτερά του

καὶ τέτοια λόγια ἔχυσε βγαλμέν’ ἀπ’ τὴν καρδιά του.

 

— Τώρα ποὺ ὁ κόσμος χαίρεται, στὸ μαῦρο σου λιθάρι

γιατί, σταυρέ μου, κλαίγεσαι, σταυρέ, παραπονιάρη;

Ἀκοῦς στὴν πέρ’ ἀκρογιαλιὰ τὸ μυρωδάτο κῦμα

πῶς ναναρίζει τ’ ἀκριβὸ τοῦ στρατηγοῦ σου μνῆμα;

Κ’ ἔχει δαφνοῦλες τὸ βουνό, καὶ τὸ λιβάδι κρῖνα

γιὰ νὰ σοῦ πλέξει στέφανα ἐλεύθερ’ ἡ Ἀθήνα.

Κάτου στὰ μέρη τὰ πικρὰ στὰ Ἄγραφα στὸ Σοῦλι

δὲν ἔχουν δάφνες καὶ μυρτιὲς κ’ ἐλευθεριὰ οἱ δοῦλοι.

Κ’ ἔχωμε τόσα μνήματα κ’ ἐμεῖς ἐκεῖ σκαμμένα...

ὅμως λιβάνι καὶ κερὶ δὲν ἔχομε κανένα.

 

— Κ’ εἶπε ὁ ἔρημος σταυρὸς  — Φτωχὸ θαλασσοπούλι,

δὲν ἔχουν πλάκα οὔτε σταυρὸ οἱ τάφοι Σας στὸ Σοῦλι

γιατὶ ποιὸ χέρι θὰ βρεθῇ μέσ’ στὴ σκλαβιὰ τὴν τόση

στὰ τιμημένα κόκκαλα ἕνα σταυρὸ νὰ δώσῃ;

Καὶ τῆς Τουρκιᾶς ἀφήνουνε ἀχόρταγοι οἱ λύκοι

ἕνα καντῆλι νεκρικὸ στὸ ἔρημο Γαρδίκι;

Κι ὅμως αὐτὰ τὰ κόκκαλα ἐγὼ καλοτυχίζω

Γι’ αὐτὸ μὲ βρίσκεις στὸ πυκνὸ σκοτάδι νὰ δακρύζω,

τοῦ Πίνδου ἡ πάχνη ἁπλώνεται στὸ μνῆμα του λιβάνι

κ’ ἔχουνε τ’ ἄστρα τοὐρανοῦ μαρτυρικὸ στεφάνι.

 

Καλλίτερα τὸ μνῆμα μας νἆταν μακρὰ σκαμμένο

στῆς Ἄρτας τ’ ἅγια χώματα φτωχό, λησμονημένο,

γιὰ νὰ μὴ βλέπωμε γενιὰ μὲ αἷμ’ ἀναστημένη

νὰ ζῇ ἀπὸ τὴν πρώτη μας τὴ δόξα ξεχασμένη·

θεότυφλη... νὰ μὴ θωρεῖ τὸ μαρασμό, τὴ φθίσι

ποὺ τρώγει τὸν Ἀσιανὸ καὶ θὲ νὰ τὸν σαπίσῃ...

Ὤ! νἆταν σἄλλονε καιρὸ ὁ Τοῦρκος καθὼς τώρα

ποὺ ἡ Βοσνία μιὰ μικρὴ τονὲ τρομάζει χώρα,

ποὺ ἡ Εὐρώπη ντρέπεται καὶ νὰ τονὲ κυττάξῃ

καὶ μελετᾷ τ’ ἀκάθαρτο κορμὶ ποῦ νὰ πετάξῃ.

Ὤ! νἆταν σ’ ἄλλονε καιρὸ στὰ χρόνια τὰ δικά μας

νὰ βλέπετε πῶς ἔφευγε μὲ μόνη μιὰ ματιά μας·

ἐμεῖς τὸν σταματήσαμε στὸ Δίστομο στοῦ Πέτα,

ὅταν ἀκόμη τ’ ἄτι του τ’ ἀράπικο ἐπέτα,

καὶ τὸν βαφτίσαμε δειλὸ στοῦ ποταμοῦ τὸ ρέμα,

ὅταν μπροστά του ἐκόβουνταν τ’ αὐστριακοῦ τὸ αἷμα

καὶ τὴν πληγὴ ἀνοίξαμε στὰ στήθια τὰ πλατειά του

κ’ ἐκόψαμε τὰ γόνατα καὶ τὴν παλληκαριά του.

Ἐμεῖς τὸν ἐμαράναμε, ἐμεῖς τὸν Τουρκομάνο

στὴ γαλανή μας θάλασσα καὶ στὸ βουνὸ ἐπάνω...

Καὶ τώρα ποὖρθε ἡ ὥρα του χλωμὸς νὰ ξεψυχήσῃ

ὅπου ἡ Δύση καρτερᾷ νὰ τὸν κληρονομήσῃ,

κακὰ παιδιὰ ἀστόχαστα μαλώνουν νύχτα μέρα

καὶ δὲν ἀκοῦν τὴ χλαλοὴ ποὺ γίνετ’ ἐκεῖ πέρα.

Οἱ γέροι δὲ μονιάζουνε... κ’ ἡ νιότη φραγκεμένη

δειλὴ πατεῖ τοὺς τάφους μας, χλωμὴ καὶ χτικιασμένη.

Κι ἂς καρτεροῦν ἡ Ἤπειρος καὶ ἡ Μακεδονία

ἡ Κρήτη, ἡ Σάμος, τὰ Ψαρὰ κ’ ἡ ἔρμη Θεσσαλία.

τὸ ἄστρο τῆς Ἀνατολῆς ἀπὸ ἐδῶ νὰ φέξῃ...

καὶ μὲ ἀχτίδες λευθεριᾶς κι ἀγάπης νὰ τοὺς βρέξῃ....!

Ἄχ! καταριέμαι τὴ γενιὰ π’ ἀχάριστη κοιμᾶται

καὶ τὸ βαθὺ σκοτάδι σας καθόλου δὲν θυμᾶται...

 

Σῦρε στὸν ἔρμο δρόμο σου, φτωχὸ θαλασσοποῦλι,

κι ὅταν διαβῇς τὴ θάλασσα καὶ φθάσῃς εἰς τὸ Σοῦλι,

εἰς τὰ παλιὰ λημέρια μας, στὰ κορφοβούνια πέτα

καὶ τὴν φτωχὴ μανούλα μας τὴν Ἤπειρο χαιρέτα.

 

Σκύφτει θλιμμένο τὸ πουλί, τὸ μάρμαρο φιλάει,

ἀνοίγει τ’ ἄσπρα του φτερὰ καὶ φεύγει καὶ πετάει.

 

Τότε σὰν ἕνας στεναγμός, σὰ στηθικὴ ἀντάρα,

ἀκούστηκε εἰς τοῦ  Σ τ α υ ρ ο ῦ  τὴν ἄφωνη κατάρα,

κ’ εἶδα σὰν ἄσπρο φάντασμα ὅπου γυρνᾷ τὸ βράδι

ἕνα μικρὸ τραγουδιστὴ νὰ φεύγῃ στὸ σκοτάδι.

Κρεμούντανε ἡ λύρα του εἰς τὸ δεξί του χέρι

καὶ στὶς χορδές της ταὐγινὸ ἐστέναζε ἀγέρι,

κ’ ἦταν τὸ ᾄσμα τὸ γλυκὸ ποὺ ἔχυνεν ἡ αὔρα

μνημόσυνο τῆς λειτουργιᾶς πἀνάστησε τὴ Λαύρα.

 

Τὴν ἄλλη μέρα ἐπέρασα ... ἕνα χλωρὸ στεφάνι

ἀπὸ δαφνούλα ἑλληνικὴ ποὺ δὲν θὰ τὴν μαράνῃ

ποτὲ τῆς ἀσυλλόγιστης ταύτης γενιᾶς τὸ κρῖμα,

ἐστόλιζε τοῦ στρατηγοῦ τ’ ἀγαπημένο μνῆμα! ...»

 

ΝΕΚΡΟΛΟΓΙΕΣ

Ἐφ. Αἰών, 10.5.1883

«Ἐν ἡλικίᾳ ἀνθηρᾷ, ὀκτωκαιεικοσαετὴς μόλις, ἀπέθανε χθὲς αἰφνιδίως ἐκ συγκοπῆς καρδίας ὁ Ἐμμανουὴλ Στρατουδάκης, γραμματεὺς ἐν τῷ ὑπουργείῳ τῆς δημοσίας ἐκπαιδεύσως. Καλλιεργῶν εὐδοκίμως τὰ γράμματα, κατέλαβεν ἐνωρὶς ἀξίαν λόγου θέσιν ἐν τῇ ἡμετέρᾳ φιλολογίᾳ, αἱ δὲ Κρητικαὶ ἐμπνεύσεις αὐτοῦ, ἐν αἷς ποιητικώτατα καὶ μετὰ δυνάμεως ἀπετύπωσε τὰς ἐντυπώσεις αὐτοῦ ἐκ τῆς Κρητικῆς ἐπαναστάσεως τοῦ 1878, ἧς μετέσχεν ἐθελοντής, εἰσὶν ἓν ἐκ τῶν καλλίστων ἔργων του. Πενθοῦντες οἱ γνωρίσαντες αὐτὸν παρηκολούθησαν πολυπληθεῖς τὴν κηδείαν του, γενομένην τὴν δείλην τοῦ χθές. Ἐπὶ τοῦ νεκροῦ κατατέθησαν στέφανοι τῶν ἐν τῇ Κρήτη συναγωνιστῶν του, τῶν ἐν τῷ ὑπαλλήλῳ συναδέλφων του καὶ ἄλλων φίλων. Ἐξεφώνησαν δ’ ἐπιταφίους λόγους οἱ κκ. Φαραντάτος, δικηγόρος, Κ. Ἀργυρόπουλος, βουλευτής, Κ. Σκόκος, καὶ ἀπήγγειλαν ἐλεγεῖα ὁ κ. Δ. Κόκκος ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ καὶ ὁ κ. Ἀναστασόπουλος πρὸ τοῦ τάφου αὐτοῦ».

Ἐφ. Νέα Ἐφημερίς, 10.5. 1883

«Ἐκηδεύθη δὲ χθὲς ὁ Στρατουδάκης, παρακολουθούντων φίλων καὶ σωματείων ἐν πενθίμῳ σιγῇ ὡς ἐκ τῆς καταπλήξεως, ἂν καὶ δὲν ἐδόθη αὐτοῖς καιρὸς ὡς ἐκ τοῦ αἰφνιδίου θανάτου του. Ἐπὶ τοῦ νεκροῦ του κατατέθησαν πέντε στέφανοι: τῶν ἐν Κρήτῃ συναγωνιστῶν του διὰ τοῦ κ. Ἀργυροπούλου, βουλευτοῦ Ἄνδρου, τῶν ἐν τῷ ὑπουργείῳ συναδέλφων του, τοῦ διευθυντοῦ τοῦ περιοδικοῦ Ποικίλης Στοᾶς κ. Ι. Ἀρσένη, τῶν φίλων του, καὶ τοῦ κ. Κ. Ξένου. Ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ λόγον ἀπήγγειλεν ὁ κ. Φαραντάτος, δικηγόρος, ποίημα δ’ ὡραῖον ὁ κ. Δ. Κόκκος· ἐν δὲ τῷ νεκροταφείῳ λόγον μὲν ὁ βουλευτὴς Ἄνδρου κ. Ἀργυρόπουλος, ὡς συναγωνιστής του ἐν Κρήτῃ, καὶ ὁ Κ. Σκόκκος, ποίημα δὲ ὁ φίλος του κ. Ἀναστασόπουλος. Ἀληθῶς ἦν σπαραξικάρδιον νὰ βλέπῃ τις τὸν δυστυχῆ ἀδελφόν του Ἰωάννην, μόνον ἐνταῦθα συγγενῆ του, τῆς μητρός του ἀτυχῶς ἀπούσης, ὡς καὶ τῶν λοιπῶν ἀδελφῶν του. Ἦτο ὡς τρελλὸς καὶ ἐφαίνετο ὁτὲ μὲν  ἀμφιβάλλων, ὁτὲ δὲ τὴν πραγματικότητα βλέπων καὶ ἐλύετο εἰς θρήνους γοερούς. Τὸν θάνατον προαισθανθεὶς ἔλεγεν ὁ ἀτυχὴς Στρατουδάκης τοῖς φίλοις του ἀναγινώσκων τελευταῖον ποίημά του: "αὐτὸ θὰ εἶναι τὸ τελευταῖον" καὶ δυστυχῶς ἦτο»!

Ποικίλη Στοὰ Δ(1884)218-219

«ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ Κ. ΣΤΡΑΤΟΥΔΑΚΗΣ

(Ἀπέθανεν τὴν 9ην Μαΐου 1883)

Δὲν εἶχεν εἰσέτι βλαστήσει ἡ φιλέρημος πόα ἐπὶ τοῦ νωποῦ τάφου τῆς Φωτεινῆς Οἰκονομίδου, ὅτε τὰ ρόδα τοῦ αὐτοῦ ἔαρος εἵμαρτο μετὰ μικρὸν νὰ στέψωσι νεκρὸν τὸν νεαρὸν ψάλτην τῶν Κρητικῶν ἀγώνων Ἐμμανουὴλ Στρατουδάκην, προσφιλῆ ἐπίσης συνεργάτην τῆς Ποικίλης Στοᾶς, ὃν προπέμπομεν ἐν εἰλικρινεῖ ἐκδηλώσει θλίψεως εἰς τὸν τάφον ἡ ὁμίληκος αἰσθηματικὴ νεότης τῆς πρωτευούσης.

Πόνος καὶ ᾆσμα ὑπῆρξεν ἡ σύντομος ἱστορία τοῦ βίου τοῦ Στρατουδάκη. Φλεγόμενος ἐξ ἐμφύτου πρὸς τὴν ποίησιν πυρὸς εἶχεν ἐκπονήσει πλεῖστα λυρικὰ ποιήματα, δι ὧν ἐκόσμει τὴν πενιχρὰν παρ’ ἡμῖν φιλολογίαν, χαρακτηριζόμενα διὰ τὴν τολμηρότητα καὶ τὴν ποικιλίαν τῆς ἐμπνεύσεως, τὴν ἔκφρασιν τοῦ πάθους καὶ τὴν πατριωτικὴν χροιὰν ἐν πολλοῖς. Τὴν κρατίστην τῶν λυρικῶν αὐτοῦ συλλογῶν τὰς Κρητικὰς Ἐμπνεύσεις συνέθετο ἐν μέσῳ τῆς πυρίτιδος καὶ τῶν φλογῶν τῆς τελευταίας κρητικῆς ἐπαναστάσεως, εἰς ἣν ἔδραμεν μετὰ τῶν πρώτων γενναῖος πολεμιστής, ὑπείκων εἰς τὴν φωνὴν τῆς προσφιλοῦς αὐτῷ μητρὸς Κρήτης, ἧς τὰ μαρτύρια καὶ ὑπὲρ ἐλευθερίας αἱματηροὶ ἀγῶνες, ὑπῆρξαν τὸ γλυκύτερον ὀνειροπόλημα καὶ ἡ προσφιλεστέρα πηγὴ τῶν ἐμπνεύσεων τοῦ ποιητοῦ.

Ἡ ποίησις τοῦ ἀτυχοῦς Ἐμμανουὴλ Στρατουδάκη διεκρίθη διὰ τὴν φυσικὴν αὐτῆς ἁρμονίαν καὶ ῥέουσαν στιχουργίαν. Ἐν τοῖς μέχρι τοῦδε γνωστοῖς ἔργοις αὐτοῦ, ἐν τοῖς ἡρωϊκοῖς ἰδίως, ὅπου ἐπιτυχῶς ἔψαλλε τῆς Κρήτης τοὺς θριάμβους, ἀναφαίνονται πλεῖστα ποιήματα ἰδίου λόγου ἄξια διά τε τὸ ἀπέριττον τοῦ αἰσθήματος καὶ τὸ ἀληθὲς ποιητικὸν πνεῦμα.

Ποικίλη Στοὰ μετὰ συντριβῆς καὶ ἄλγους χαράττει καὶ τὰς βραχείας ταύτας γραμμὰς  εἰς μνημόσυνον προσφιλοῦς συνεργάτου καὶ φίλου ποιητοῦ, οὗ τὸ νῆμα τῆς ἀνθηρᾶς ζωῆς ἔμελλε ν’ἀποκόψῃ οὕτω σκληρῶς ἡ Μοῖρα ἐν τῇ ἀκμῇ εἰσέτι τοῦ ποιητικοῦ σταδίου».

 

Ἐφ. Πρωΐα, 11.5. 1883

«Ἀπεβίωσεν ἐκ συγκοπῆς τῆς καρδίας ὁ καλὸς νέος καὶ πλήρης αἰσθήματος ποιητὴς Ἐμμανουὴλ Στρατουδάκης. Ἡ κηδεία αὐτοῦ ἐγένετο προχθές, πολλῶν παρακολουθούντων τὴν ἐκφοράν, διότι εἰς πάντας τοὺς γνωρίσαντας αὐτὸν ἦτο ἀγαπητὸς ὁ ἀτυχὴς νέος. Ἐπὶ τοῦ νεκροῦ του κατετέθησαν πέντε στέφανοι. Ἐν τῷ ναῷ προσεφώνησεν αὐτὸν ὁ κ. Φαραντάτος, ἀπήγγειλε δὲ βραχὺ ἐλεγεῖον πλῆρες πόνου ὁ κ. Δ. Κόκκος. Εἰς δὲ τὸ νεκροταφεῖον ἀπήγγειλαν ἐπιταφίους μὲν οἱ κ.κ. Κ. Ἀργυρόπουλος βουλευτὴς Ἄνδρου, καὶ ὁ Κ. Κόκκος, ἐλεγεῖον δὲ ὁ κ. Γ. Ἀναστασόπουλος».

Ἐφ. Στοά, 10.5.1883

«Χθὲς περὶ τὰ ξημερώματα ἀπεβίωσεν ἐκ συγκοπῆς τῆς καρδίας ὁ ποιητὴς Ἐμμανουὴλ Στρατουδάκης. Ἡ κηδεία αὐτοῦ ἐγένετο τῇ ὥρᾳ 5 μ.μ. πολλῶν παρακολουθούντων τὴν ἐκφοράν, διότι εἰς πάντας τοὺς γνωρίσαντας αὐτὸν ἦτο ἀγαπητὸς ὁ συμπαθὴς νέος».

                                                                  Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης

Σημ.: εὐχαριστίες πολλὲς στὴν κ. Χρυσούλα Ἀντωνακάκη, ἀπὸ τὴν Δημοτικὴ Βιβλιοθήκη Χανίων, καὶ στὸν ἐξ Ἀγράφων Γιάννη Μάκκα γιὰ τὴν πολύτιμη συνδρομή τους καθὼς καὶ στὰ Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας (τῶν Γρεβενῶν) γιὰ τὴ φιλοξενία.


* Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὴν ἐφημερίδα Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας (τῶν Γρεβενῶν), φ. 1010, 18.3.2023, σ. 13-16.

 

 



[1]. Αὐτὸ συνάγεται καὶ ἀπὸ τοὺς στίχους τοῦ ποιήματος ποὺ ἀφοροῦν τὴν ἐξέγερση τῆς Βοσνίας τὸ 1875: «Ὤ! νἆταν σἄλλονε καιρὸ ὁ Τοῦρκος καθὼς τώρα / ποὺ ἡ Βοσνία μιὰ μικρὴ τονὲ τρομάζει χώρα». Γιὰ τὶς Ἐπαναστάσεις στὴ Βοσνία -Ἐρζεγοβίνη κατὰ τῶν Τούρκων βλ. Δημήτριος Τσάμος, «Οἱ Ἐπαναστάσεις στὴ Βοσνία καὶ τὴν Ἐρζεγοβίνη (1875) καὶ τὰ γεγονότα ποὺ ἐπακολούθησαν», Ἡ Καβάλα καὶ τὰ Βαλκάνια, ἡ Καβάλα καὶ ἡ Θράκη. Ἱστορία –Τέχνη –Πολιτισμὸς ἀπὸ τὴν Ἀρχαιότητα μέχρι Σήμερα, Πρακτικὰ Γ΄ Διεθνοῦς Συνεδρίου Βαλκανικῶν Ἱστορικῶν Σπουδῶν, Καβάλα, 17 -18 Σεπτ. 2010, Καβάλα 2010, σ. 59-332. Ἡ ἐπανάσταση στὴν Βοσνία-Ἐρζεγοβίνη τὸ καλοκαίρι τοῦ 1875 δὲν ἐνέπνευσε μόνο τὴν ποιητικὴ γραφίδα τοῦ ἐν Ἀθήναις Ἐμμ. Στρατουδάκη, ἀλλὰ κινητοποίησε ὅλους τοὺς Κρητικοὺς οἱ ὁποῖοι σχεδίασαν καὶ ἀποστολὴ σώματος στρατιωτικοῦ ἐκ 500 ἀνδρῶν ὡς συνδρομὴ στὴν Ἐπανάσταση μὲ τὴν προοπτικὴ ὅτι αὐτὸ θὰ βοηθοῦσε τὶς ἐπαναστατικὲς ἐνέργειες στὴν Κρήτη· Ζαχ. Ν. Τσιρπανλῆς, «Οἱ Ἕλληνες καὶ ἡ Ἐπανάσταση στὴ Βοσνία καὶ τὴν Ἐρζεγοβίνη», Μακεδονικὰ 15(1975)1-14.

[2].  Ἐμμανουὴλ Κ. Στρατουδάκης, Λυρικαὶ ποιήσεις, τυπ. ἀφῶν Βαρβαρρήγου, Ἀθήνα 1877, σ. 12.

[3]. Βλ. Ἐμμανουὴλ Κ. Στρατουδάκης, Τὰ Ἅπαντα, ἐπιμέλεια Ἰωάννης Ν. Στρατουδάκης, Κάιρο, χ. χ., ἐκδ. Μενικίδου, σ. 3.

[4]. Στρατουδάκης, Λυρικαὶ ποιήσεις, σ. 9-12· πρβλ. Στρατουδάκης, Τὰ Ἅπαντα, σ. 95-98.

[5] . Στρατουδάκης, Λυρικαὶ ποιήσεις,  σ. 5.

[6]. Στὸ ἴδιο, σ. 9.

[7] Ἐμμανουὴλ Κ. Στρατουδάκης, Κρητικαὶ ἐμπνεύσεις, ἐκδ. ἀφῶν Βαρβαρρήγου, Ἀθήνα 1880,  σ. 6. Πρβλ Γ. Π. Ἐκκεκάκης, Τὰ Κρητικὰ βιβλία, τ. Β΄ 1864-1913, ἐκδ. Τυποσπουδή, Ρέθυμνο 1990, σ. 1880.

[8] Ἐμμανουὴλ Κ. Στρατουδάκης, «Ἡ Ἔξοδος τοῦ Μεσολογγίου», Ποίημα ἀπαγγελθὲν τῇ 25ῃ Μαρτίου 1876. Τὰ κατὰ τὴν ἐπέτειον ἑoρτὴν τοῦ πέμπτου ἔτους τῆς εἰκοστῆς πέμπτης Μαρτίου 1876, Φιλολογικὸς Σύλλογος «Ἑλληνικὴ Παλιγγενεσία», τύπ. ἀφῶν Βαρβαρρήγου, Ἀθήνα 1876, σ. 14, 20.

[9]. Κρίσις τοῦ Βουτσιναίου ποιητικοῦ ἀγῶνος τοῦ ἔτους 1873, τύπ. Ἰωάν. Ἀγγελοπούλου, Ἀθήνα 1873, σ. 21.

Πέμπτη 2 Μαρτίου 2023

KOZANH, ΚΟΒΕΝΤΑΡEΙΟΣ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, 4 ΦΕΒΡ. 2023*

 


 «Μύρτις ... τὸ κορίτσι ποὺ γεννήθηκε δύο φορές»

Στὸ πλαίσιο τῶν ἑορταστικῶν ἐκδηλώσεων γιὰ τὰ 100 χρόνια λειτουργίας τῆς Κοβενταρείου Δημοτικῆς Βιβλιοθήκης τῆς Κοζάνης καὶ στὴν ἑνότητα Μύρτις... Πρόσωπο μὲ πρόσωπο μὲ τὸ παρελθόν, πραγματοποιήθηκε, στὶς 4 Φεβρ. 2023, στὸν χῶρο τοῦ ἀμφιθεάτρου τῆς Βιβλιοθήκης, ἡ 6η ἐκδήλωση τῆς ἑνότητος μὲ τίτλο «Μύρτις ... τὸ κορίτσι ποὺ γεννήθηκε δύο φορές». Στὴν ἐκδήλωση μετὰ τὴν προβολὴ τοῦ βραβευμένου ντοκιμαντὲρ τοῦ Νίκου Λουπάκη γιὰ τὴν Μύρτιδα εἴχαμε τὴν τιμὴ νὰ μετέχουμε μὲ εἰσήγησή μας γιὰ τὸ ἔργο, ὡς πλαστουργοῦ τῆς Μύρτιδος, τοῦ καθηγητῆ Ὀρθοδοντικῆς τοῦ ΕΚΠΑ Μανώλη Παπαγρηγοράκη.

 

ΜΥΡΤΙΣ, ἡ ἄμοιρος ἀθηναία κορασίς

Ὅταν ὁ Γόρδιος συνάντησε τὴ Μύρτιδα

 

 

 [...] κι ἡ ζητιανιὰ χαράζει τὸν ἁρμυρὸ σταυρὸ στὰ χέρια τ᾽ ἁπλωμένα,

Τοῦ λοιμικοῦ καιροῦ τοὺς δρόμους,

 Ἐκεῖ
ποὺ οἱ ἄνθρωποι δὲ χωρατεύουν μὲ στιχάκια παρὰ μονάχα θέλουν θαύματα καὶ θαύματα χειροπιαστά
[...].

ΜΑΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ

 Ἡ συμμετοχή μου στὴ ἐκδήλωση «Μύρτις... τὸ κορίτσι ποὺ γεννήθηκε δύο φορές», μία παράλληλη ἐκδήλωση στὰ πλαίσια τοῦ ἑορτασμοῦ γιὰ τὰ ἑκατὸ χρόνια λειτουργίας τῆς Κοβενταρείου Βιβλιοθήκης τῆς Κοζάνης, δὲν παραπέμπει ἢ μᾶλλον δὲν αἰτιολογεῖται ἀπὸ κάποια ἐπιστημονική μου ἰδιότητα ἢ κάποιες ἀνάλογες ἀκαδημαϊκὲς περγαμηνές. Ἡ μετοχή μου στὸ γεγονὸς ὀφείλεται κυρίως στὴν ἰδιαίτερα τιμητικὴ ἰδιότητά μου ὡς παλαιοῦ, ἐκ τῶν πρώτων μάλιστα, φοιτητῆ τοῦ καθηγητῆ τῆς Ὀρθοδοντικῆς Μανώλη Παπαγρηγοράκη, περὶ τὸ 1980.


Ἔκτοτε, ἀπὸ τὸ 1982 περίπου, γιὰ ἄδηλους λόγους, δὲν ὑπῆρξε κάποια συνάντηση ἢ ἐπαφὴ μὲ τὸν καθηγητὴ Μανώλη Παπαγρηγοράκη, μὲ τὸν ὁποῖο τὴν ἐποχὴ τῆς φοίτησης μου εἴχαμε πολὺ ἀγαθὲς σχέσεις καὶ ἀπὸ τότε εἶχα ἰδεῖ, χωρὶς νὰ διαθέτω κάποιου εἴδους προορατικὸ χάρισμα, ὅτι χαρίσματα ἐπιστημονικὰ ἀλλὰ καὶ γενικότερης πνευματικῆς συγκρότησης συνοδευμένα μὲ τὶς ἀνάλογες ἀνησυχίες εἶχε αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Μανώλης Παπαγρηγοράκης. Βασιζόμενος σ’ αὐτὰ τὰ χαρίσματα θὰ μποροῦσε κάποιος εὔκολα νὰ μαντέψει πὼς ἡ πορεία του θὰ ἦταν λαμπρὴ σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς. Ἔτσι, ἡ περίπτωση τῆς "γέννησης" τῆς Μύρτιδος δὲν ἀποτέλεσε  προσωπικὴ ἔκπληξη ἀλλὰ ἀναμενόμενη ἐξέλιξη.

Ἡ συνάντηση μὲ ἕνα πρόσωπο, μὲ τὸ ὁποῖο ἔχεις συνδεθεῖ μαζί του στὰ χρόνια τῆς νεότητός σου, σαράντα καὶ πλέον χρόνια μετὰ τὴν τελευταία συνάντηση μαζί του, δὲν εἶναι κάτι σύνηθες. Ὅταν αὐτὸ δὲ γίνεται στὴν περίπτωση τοῦ Μανώλη Παπαγρηγοράκη τοῦ καλοῦ καθηγητή μου τῆς Ὀρθοδοντικῆς στὸ ΕΚΠΑ, καὶ μὲ τὸν τρόπο καὶ τὴν ἀφορμὴ ποὺ γίνεται, μὲ τὴν ἀνάπλαση τῆς Μύρτιδος δηλ., τὸ ἀνάγει στὰ ὅρια θεϊκοῦ θαύματος.

Βέβαια, σ’ αὐτὸ βοήθησαν τὸν Θεὸ καὶ τὰ λεγόμενα μέσα κοινωνικῆς δικτύωσης, τὰ ὁποῖα ἂν καὶ τόσο συκοφαντημένα –σὲ πολλὲς περιπτώσεις δικαίως‒ ἐν τούτοις γιὰ τὴν νέα ἐπαναγνωριμία μου μὲ τὸν Μανώλη Παπαγρηγοράκη ἡ συνδρομή τους ἦταν ἄκρως εὐεργετική!


Ὅμως, τὸ θαῦμα συνεχίστηκε καὶ λαμβάνει χώραν τώρα στὴν πόλη τῆς Κοζάνης, μὲ τὴν ὁποία συνδέομαι κυρίως λόγω τῶν Ἀγράφων, τόπο τῆς ἰδιαίτερης καταγωγῆς  μου μὲ πολλοὺς τρόπους καὶ δρόμους. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 17ου αἰ. ἔποικοι ἐξ Ἀγράφων ἐγκαταστάθηκαν στὴν Κοζάνη μὲ ἰδιαίτερη μάλιστα συνοικία τὰ «Ἀγραφιώτικα». Ἕνας σπουδαῖος Κοζανίτης παιδαγωγὸς τοῦ 19ου αἰώνα καὶ τῶν ἀρχῶν τοῦ 20ου, ἀφιερωτὴς βιβλίων στὴν Κοβεντάρειο Βιβλιοθήκη, ὁ Ζήσης Ἀγραφιώτης, εἶχε καταγωγή, ὅπως μαρτυρεῖ καὶ τὸ ἐπώνυμό του, ἀπὸ τὰ μέρη μας, τὰ ἱστορικὰ Ἄγραφα. Ἐπίσης, στὴν Κοβεντάρειο σώζεται ἕνα χειρόγραφο σπάνιο καὶ σπουδαῖο γιὰ ἐμᾶς ποὺ ἔχουμε καταγωγὴ ἀπὸ τὰ Ἄγραφα τῆς Εὐρυτανίας, γραμμένο στὰ 1675 ἀπὸ τὸν ἀγραφιώτη λόγιο Ἀναστάσιο Γόρδιο (1654-1729) στὰ Μ. Βραγγιανὰ τῶν Ἀγράφων, τὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του καὶ δική μου πατρίδα, τὸ ὁποῖο περιλαμβάνει σχόλια τοῦ Θεόφιλου Κορυδαλλέα στὴ Λογικὴ τοῦ Ἀριστοτέλους ἀπὸ μαθήματα τοῦ Εὐγενίου Γιαννούλη, διδασκάλου τοῦ Ἀναστασίου Γορδίου στὴ Σχολὴ τῆς Γούβας τῶν Ἀγράφων.

Ἔτσι, τὸ χέρι τοῦ Γορδίου ἀπὸ ἕναν ἄλλο αἰῶνα, τὸν 17ο μ.Χ. συναντᾶ γιὰ λίγες ἑβδομαδες τὴν Μύρτιδα τοῦ 5ου π. Χ. αἰῶνος στὸν ἴδιο χῶρο, στὴν φιλόξενη  Κοβεντάρειο Βιβλιοθήκη. Ἄλλωστε, ὁ Γόρδιος, ὅπως φανερώνει ἡ Ἀλληλογραφία του, εἶχε ἰατρικὲς γνώσεις ἀπὸ τὴν φοίτησή του στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Πάδοβας καὶ ὅπως προκύπτει πάλι ἀπὸ τὴν Ἀλληλογραφία του στὴν πορεία τῆς ζωῆς του ἦλθε πολλὲς φορὲς ἀντιμέτωπος μὲ λοιμοὺς ὅπως αὐτὸς τῆς ἐποχῆς τοῦ 5ου π. Χ. αἰῶνος στὴν Ἀθήνα: ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔχασε τὴ ζωή της ἡ ἄμοιρος κορασίς, ἡ Μύρτις. Γράφει ὁ Γόρδιος, γιὰ παράδειγμα, ἀπὸ τὸ Αἰτωλικὸ στὰ 1699:

 

«Λοιμικὸν νόσημα κατέχει τὴν ἁμαξιτὴν ὅλην. Ἐτελεύτησεν ὁ Δημητράκης τὸ παιδίον τῆς Ἀγγέλως. Ἀποθνήσκουσιν συχνοὶ καθ’ ἡμέραν».

Κῶδ. 76,
Δημοτικὴ Βιβλιοθήκη 
τῆς Κοζάνης,
χφ. Ἀναστασίου Γορδίου

 

Τὸ χειρόγραφο τοῦ Γορδίου θὰ μείνει παντοτινὰ στὴν Κοβεντάρειο Βιβλιοθήκη τῆς Κοζάνης. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἕνας Κοζανίτης, ὁ νῦν διευθυντὴς τοῦ Κέντρου Ἐρεύνης τοῦ Μεσαιωνικοῦ καὶ Νέου Ἑλληνισμοῦ τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, ὁ Χαρίτων Καρανάσιος, μᾶς χάρισε ‒μαζὶ μὲ τὴν πολύτιμη φιλία του‒ μετὰ ἀπὸ κοπιώδη ἔρευνα μιᾶς δεκαετίας καὶ πλέον, τὸ ὀγκῶδες δίτομο ἔργο τῆς κριτικῆς καὶ σχολιασμένης ἔκδοσης τῆς ἐπιστολογραφίας τοῦ Ἀναστασίου Γορδίου, τοῦ μοναδικοῦ αὐτοῦ λογίου τῆς Τουρκοκρατίας. Ἀπὸ τὴ σχέση αὐτὴ προέκυψαν οἱ πολλὲς ἐπισκέψεις στὴν Κοζάνη, ἡ συμμετοχὴ σὲ συνέδρια καὶ ἐκδηλώσεις τῆς ΕΔΥΜΜΕ (=Ἑπαιρεία Δυτικομακεδονικῶν Μελετῶν), ἀκόμη καὶ στὰ ὅμορα Γρεβενὰ τῆς Δυτ. Μακεδονίας, ὅπου κι ἐκεῖ λειτουργεῖ ἄλλο φιλαγραφιώτικο στέκι, τὰ Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας τοῦ καλοῦ ἐπίσης στενοῦ φίλου μας, Ἀντώνη Παπαβασιλείου.

Τὸ πρόσωπο τῆς Μύρτιδος βρῆκε, γιὰ κάποιο χρονικὸ διάστημα, φιλόξενη στέγη  στὴν Κοβεντάρειο Βιβλιοθήκη. Ἄραγε ἡ Μύρτις νὰ μελετᾶ Ἀριστοτέλη καὶ Πλάτωνα; Μήπως ἀναζητεῖ τὸν Σουίδα; Μπορεῖ πάντως νὰ ἱκανοποιήσει τὴν ἀναζήτησή της στὴ Βιβλιόθηκη  τοῦ Ζήση Ἀγραφιώτη, τὴν ὁποία δώρησε στὴν Κοβεντάρειο· δωρεὰ τοῦ Κοζανίτη παιδαγωγοῦ ποὺ μεγαλούργησε ὡς ἐκπαιδευτικὸς στὸ Πειραιᾶ, στὸ ἱστορικὸ Πόρτο Λεόνε

. Ἡ Μύρτις θὰ συνεχίσει τὸ ταξείδι της σ’ ἄλλους τόπους, σὲ ἄλλα μέρη: νὰ γοητεύσει κι ἄλλους, νὰ παραμυθήσει κι  ἄλλες παιδικὲς ψυχές.


Καὶ τώρα ἔρχεται ἡ ἀναπάντεχη συνάντηση μὲ τὸν Μανώλη Παπαγρηγοράκη ἐδῶ στὴν Κοζάνη τῆς Δυτικῆς Μακεδονίας καὶ στὴν ἱστορικὴ Κοβεντάρειο Βιβλιοθήκη μὲ τὸ σύγχρονο ἐμβληματικὸ περίβλημά της, ποὺ ἑορτάζει τὰ ἑκατόχρονα λειτουργίας της καὶ ὅπου φιλοξενεῖται ἡ ἐπιστημονικὴ-ἐρευνητικὴ θυγατέρα τοῦ Μαν. Παπαγρηγοράκη, ἡ Μύρτις. Μιὰ ἀνακάλυψη ἐπιστημονικὴ ποὺ βασίστηκε στὴν ἱκανότητα, τὸν μόχθο, τὸν ἐνθουσιασμὸ καὶ τὸ ἐρευνητικὸ πάθος τοῦ καθηγητὴ τῆς Ὀρθοδοντικῆς, ὁ ὁποῖος ἔχει τὴν ἰδιότητα νὰ σκέπτεται καὶ νὰ βλέπει μὲ κλειστὰ μάτια. Μὲ τὴ μνήμη. Νὰ ἀνακαλύπτει τὸ ἀνθρώπινο σχῆμα ὄχι ἐπειδὴ αὐτὸ τοῦ παραδίδεται ἀλλὰ ἐπειδὴ λατρεύει τὴν ἀναζήτηση· λατρεύει νὰ ξεδιψάσει περισσότερο, ὄχι ἀπὸ τὸ νερὸ μιᾶς πηγῆς ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν δίψα. Ὅπως λέει καὶ ὁ Μπρέχτ:

 

«θὰ πρέπει νὰ φανταστοῦμε κάποιον ποὺ προσέρχεται νὰ ἀκούσει τὰ χάλκινα πνευστὰ μιᾶς ὀρχήστρας ὄχι ἐπειδὴ τὸν ἐνδιαφέρει ἡ μουσικὴ ἀλλὰ ἐπειδὴ χρειάζεται καὶ ἀναζητᾶ χαλκό»

Τὸ μπρεχτικὸ αὐτὸ παράθεμα χρησιμοποιεῖ ἕνας ἄλλος μαθητὴς τοῦ κ. Παπαγρηγοράκη ὁ Γιῶργος Κοροπούλης, τὸν ὁποῖο τελικὰ τὸν κέρδισε ἡ τέχνη τῆς ποίησης καὶ ὄχι ἡ Ὀδοντιατρική, στὴν ὡραία ραδιοφωνική του ἐκπομπή, «Στοιχεῖα γιὰ τὴν ἀγορὰ χαλκοῦ», στὸ Τρίτο Πρόγραμμα τῆς ΕΡΑ.

Ἡ δραστηριότητα αὐτὴ τοῦ Μανώλη Παπαγρηγοράκη, ποὺ προϋποθέτει γνώση, μάθηση, ἱκανότητα, σοφία ἀλλὰ καὶ ἀντοχὴ στὶς ποικίλες καὶ ποικιλώνυμες ἀντιξοότητες θὰ ἦταν ἄδικος καὶ μάταιος κόπος ἂν δὲν ἀπευθυνόταν σὲ ἕνα εὐρύτερο κοινὸ καὶ δὲν ἀγκάλιαζε μὲ ἀγάπη καὶ ἀδελφότητα τὸν συνάνθρωπο, τοὺς νέους ἀνθρώπους, τὰ παιδιά, καὶ ἰδιαίτερα τὰ πιὸ ἀναγκεμένα ἐξ αὐτῶν. Παιδὶ ἄλλωστε εἶναι ἡ Μύρτιδα. Καὶ τὰ παιδιὰ γοητεύονται ἰδιαίτερα ἀπὸ τὴ γνωριμία μὲ ἕνα παιδὶ τοῦ 5ου αἰ., ποὺ πιθανώτατα ἔπαιζε κοντὰ στοὺς πρόποδες τοῦ ἱεροῦ βράχου τῆς Ἀκρόπολης μὲ ἄλλα παιδιὰ τῆς ἐποχῆς βλέποντας, συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα, τὴν ἀνέγερση τῶν οἰκοδομημάτων γιὰ τὴ δημιουργία τῆς ἱστορικῆς Ἀκροπόλεως τῶν Ἀθηνῶν.  

Μὲ βάση τὰ παραπάνω θὰ διατυπώσω κάποιες σκέψεις καὶ χωρὶς ἐπιστημονικὴ σκευὴ θὰ βοσκήσω σὲ λιβάδια θεωριῶν καὶ σκέψεων γεμᾶτα ἀπὸ λαμπερῆ γενικότητα. Μὲ βοηθεῖ καὶ τὸ γεγονὸς πὼς ὅταν γράφει κανείς, ἀκόμη κι ὅταν πληκτρολογεῖ στὸν ὑπολογιστή, οἱ σκέψεις καὶ οἱ ἰδέες τρέχουν πιὸ ἄνετα σ’ αὐτὰ τὰ χνάρια τῆς πορείας τοῦ Μανώλη Παπαγρηγοράκη: γιὰ νὰ μετατρέψει τὸ ἐφήμερο, ὅπως ἕνα ἄσημο ταφικὸ εὕρημα 2.500 ἐτῶν, σὲ αἰωνιότητα καὶ νὰ πραγματοποιήσει μέσα ἀπὸ μιὰ πορεία πέραν τῶν 30 ἐτῶν τὴν παράλληλη μὲ τὴν ἐπιστημονικὴ δραστηριότητά του ἔρευνα, ποὺ ἔχει λάβει πανευρωπαϊκὴ ἀλλὰ καὶ παγκόσμια διάσταση καὶ ταυτότητα.

 Ὁ δημιουργὸς τῆς Μύρτιδος δὲν ἄφησε στὸ χῶμα τὸ νέο κορίτσι ποὺ πέθανε ἀπὸ τὸν λοιμὸ καὶ τὸ παρέσυρε τὸ ρεῦμα τοῦ χρόνου. Ἕναν λοιμὸ τὸν αἰτιολογικὸ παράγοντα τοῦ ὁποίου ἐντόπισε ἡ ἐρευνητικὴ μαστοριὰ τοῦ Μαν. Παπαγρηγοράκη καὶ τῶν συμπλωτήρων του.

 salmonella enterika typhi ἀνακοίνωσε ἡ ἐρευνητικὴ ὁμάδα. Αὐτὴ ἦταν ἡ αἰτία ποὺ ἐπέφερε θημωνιὲς ἀνθρώπινου θερισμοῦ στὴν Ἀθήνα τοῦ 5ου αἰ.

Ὁ πολφὸς τῶν δοντιῶν τῆς Μύρτιδας καὶ τῶν ἄλλων θυμάτων τοῦ λοιμοῦ τοῦ 5ου π.Χ. αἰ. εἶχε κρατήσει ἀνέπαφα τὰ γενετικὰ χαρακτηριστικά της ἀλλὰ καὶ τοῦ λοιμογόνου παράγοντα ποὺ τῆς ἀφαίρεσε τὴ ζωή. Ὁ κ. Παπαγρηγοράκης θεώρησε ὡς χρέος του, ἡ νέα ποὺ πέθανε νὰ θελήσει νὰ ἀναστηθεῖ, γιατὶ ἔτσι ἡ ἴδια ἡ ζωὴ μένει δικαιολογημένη. Μὲ τὴν ἀνάπλαση εἶδε τὸ πρόσωπο τῆς νέας νὰ γεννιέται μέσα ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ σῶμα της: ἀπὸ τὰ ἴχνη τῆς ἐπιγείου ζωῆς της, ἀπὸ ὅ,τι δὲν μετεβλήθη σὲ χῶμα. Στὸ κομμάτι αὐτὸ ποὺ ἔζησε πέρα ἀπ’ τὸν χρόνο ἔδωσε μὲ πλαστουγὲς ἐνέργειες ἕνα εἶδος ζωῆς καὶ ἐπιγείου ὁμοιότητος στὴν ἑνδεκάχρονη Μύρτιδα. Ἡ ἄδολη φωνὴ τῆς Μύρτιδος μὲ τὸ μικρὸ ὀρθοδοντικὸ πρόβημα φιλοδοξεῖ νὰ γίνει πηγὴ ἔμπνευσης ποὺ θὰ ἐπηρεάσει τὰ ἑπόμενα χρόνια, τὶς ἐπόμενες ἑκατοντακοετηρίδες, τὴν ἑπόμενη χιλιετία.

Τὸ χάσμα μὲ τὴν αἰωνιότητα, ποὺ δημιούργησε ἡ ἀπώλεια τῆς ἐδῶ ζωῆς τῆς Μύρτιδος, προσπάθησε νὰ τὸ γεφυρώσει μὲ κάτι ἁπτὸ καὶ ὁρατό: μὲ τὶς ἐπιστημονικὲς χαρισματικὲς ἐνέργειες καὶ σκέψεις τοῦ ἰδίου καὶ τῶν συνεργατῶν του, οἱ ὁποῖοι ἀνέλαβαν νὰ φέρουν εἰς πέρας αὐτὴν τὴν λαμπρὴ ἰδέα, τὸ τολμηρὸ καὶ φιλόδοξο αὐτὸ σχέδιο καὶ ἐγχείρημα τῆς μορφολογικῆς ἀνάπλασης ἑνὸς κοριτσιοῦ τοῦ 5ου αἰῶνος, μὲ τὴν ὑπέρβαση τῶν ὁρίων τῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας καὶ τῆς καλλιτεχνικῆς δημιουργίας. Ἕνα ἐγχείρημα ποὺ φαίνεται ἐκ τῶν ὑστέρων ὅτι δικαιώθηκε· ἰδιαίτερα μὲ τὴν παγκόσμια διάσταση ποὺ ἔλαβε τὸ θέμα τῆς Μύρτιδος.


Ἔτσι, ἡ Μύρτιδα, μὲ τὶς ὡς εὔχυμα ροδάκινα χνοώδεις παρειές της, μποροῦμε νὰ εἰποῦμε πὼς εἶναι οὐσιαστικὰ χωρὶς ἡλικία, πὼς ζεῖ μετὰ θάνατον: λὲς καὶ ἕνα πρόγραμμα ἀπὸ τὸν ὑπολογιστὴ Ἑνὸς ἀόρατου Δημιουργοῦ ἔδωσε ἕναν ἄλλο τρόπο μετὰ θάνατον ὕπαρξης αὐτοῦ τοῦ κοριτσιοῦ, ὡς μιὰ παραλλαγὴ αὐτοῦ ποὺ ἔζησε στὴ  ζωή. Ἕνα εἶδος ποιητικῆς καὶ μὲ νοσταλγικὴ διάθεση ἔκφρασης τῆς ζωῆς, μὲ βλέμματα κατὰ χιλιάδες νὰ τὴν διαπερνοῦν σὰν μιὰ εἰκόνα ζωῆς, ἡ ὁποία θὰ ἔχει τὴ μορφὴ ἀρχειακοῦ ὑλικοῦ καὶ ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ θὰ μπορεῖ νὰ ἀναπλασθεῖ ὡς ψηλαφητὴ εἰκόνα.

Ἴσως, ὁ ἰδιαίτερος αὐτὸς τρόπος ἀναγέννησης τῆς Μύρτιδος, ἀπὸ ἕνα ὁρισμένο κομμάτι τοῦ ἑαυτοῦ της, νὰ παραπέμπει καὶ στὴν ἀνάγκη ὅλων μας νὰ ἐπιδιώκουμε, νὰ ἀναζητοῦμε τοὺς τρόπους νὰ ζοῦμε πέρα ἀπὸ τὸν χρόνο, ἂν εἶναι δυνατὸν χωρὶς ἡλικία, στὸν ἄχρονο χρόνο ἑνὸς συνεχοῦς παρόντος.

Ἡ Μύρτιδα, ἡ ἀθηναία κόρη, ἔστω καὶ μὲ ἄλλο ὄνομα ἀπὸ τὸ ‘‘βαπτιστικό’’ της, ἔτυχε μιᾶς ἀθανασίας ἰδιότυπης, ποὺ δὲν τὴν ἐπιδίωξε ἡ ἴδια, ἀλλὰ ἦταν προϊὸν τοῦ γεγονότος ὅτι ἐνῶ γιὰ κακή της τύχη ἔφυγε ἀπὸ τὴν ζωὴ νέο κορίτσι, προέφηβη ἀκόμη, ἀπὸ τὸν λοιμὸ τοῦ 5ου π.Χ. αἰ.  ἡ νύχτα τοῦ θανάτου μπορεῖ νὰ κάλυψε γιὰ πάντα τὰ μάτια της εἶχε τὴν «ἀγαθὴ τύχη» νὰ βρεθεῖ σὲ καλὴ κατάσταση τὸ κρανίο μὲ τὰ δόντια της, νεογιλὰ καὶ μόνιμα, καὶ τὴν ἀκόμη μεγαλύτερη τύχη νὰ βρεθεῖ ἕνας ἐπιστήμων μὲ τὰ ἐνδιαφέροντα τοῦ κ. Παπαγρηγοράκη, ποὺ ἀνέστησε ἢ πιὸ σωστὰ ἀναπαράστησε μοναδικὰ τὴν Μύρτιδα, παντρεύοντας πολλὲς τέχνες, ὅπως τὴν Ἰατρικὴ, τὴν Ἀρχαιολογία, τὴν Ἱστορία, τὶς εἰκαστικὲς τέχνες: εὐασθητοποιώντας σὺν τοῖς ἄλλοις καὶ τὸ κοινωνικὸ αἴτημα τῆς φροντίδας τῶν παιδιῶν καὶ κατὰ τὸ δυνατὸν τὴν ἀπάλειψη τῆς παιδικῆς θνησιμότητας καὶ τῆς βελτίωσης τῶν συνθηκῶν διαβίωσης τοῦ παιδικοῦ πληθυσμοῦ. Ὁ λοιμὸς μπορεῖ νὰ ἔθεσε τέλος στὴν ἐπίγεια ζωὴ τῆς μικρῆς Μύρτιδος, ἡ ‘‘δρεπανηφόρος’’ salmonella enterica typhi μπορεῖ νὰ εἶχε ἀσκήσει τὸ δρέπανό της στὴν κοπὴ τῆς ζωῆς τοῦ ἀθώου αὐτοῦ πλάσματος, τῆς ἁβρᾶς Μύρτιδος, ἀλλὰ δὲν ὑπολόγισε τὸν Μανώλη Παπαγρηγοράκη. Οὔτε ὁ θάνατος, οὔτε ἡ ἀθανασία λοιπὸν εἶναι εὐτυχῶς ἀκόμη προβλέψιμα.

Ὁ Μανώλης Παπαγρηγοράκης, τολμητίας ἐρευνητικός, μὲ τόλμη ποὺ νικοῦσε ἀκόμη καὶ τὴ φρόνηση, ἔκανε ἕνα δῶρο ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὴν ἐπιστήμη ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν κοινωνία ταυτόχρονα. Εἶναι σὰν νὰ προσέφερε ἕνα μέρος ἀπὸ τὸν ἑαυτό του ἕνα κομμάτι τῆς καρδιᾶς του σὲ ἕνα μέρος τῆς Ἱστορίας. Ἡ δημιουργία του ξεπέρασε τὸν ἑαυτό της καὶ τὸν χρόνο ἔστω καὶ μὲ αὐτὸν τὸν ξεχωριστὸ τρόπο. Ἄλλωστε αὐτοὶ ποὺ δημιουργοῦν, ὅπως ὁ Μανώλης  Παπαγρηγοράκης καὶ ἡ ὁμάδα του, ἀντιπροσωπεύουν καὶ προσφέρουν πολλὰ περισσότερα στὶς κοινωνίες, παρὰ οἱ ὅποιες ἐξουσίες ἢ πολιτικὲς ἰδεολογίες καὶ πρακτικές. Τὰ ἔργα τους εἶναι ἀθάνατα, ὄχι οἱ πόλεμοι οὔτε οἱ δεξιώσεις τῶν ποικιλωνύμων ἐπωνύμων. Ἀναπλάθοντας τὸ χθὲς ἐμπλούτισαν μὲ τὴν ἔρευνά τους μοναδικὰ τὸ σήμερα καὶ τὸ αὔριο καὶ ἔφεραν τὴν ἔρευνα κοντὰ σὲ εὐρύτερα κοινωνικὰ στρώματα. 

Τὸ νέο βαπτιστικό της ὄνομα, τὸ Μύρτις, μὲ τὸ ὁποῖο τὴν γνωρίσαμε, θὰ τὸ φέρει πλέον καὶ θὰ τὴν ἀκολουθεῖ καὶ θὰ τὴν κατευθύνει στὴ νέα "ζωή της", ἡ ὁποία εἶναι ἕνα εἶδος ζωῆς σὲ ράγες ὅπου θὰ μεταμορφώνεται σὲ κάτι σὰν κρήνη, σὰν πηγὴ ποὺ θὰ ἀναβλύζει ζῶντα ὕδατα ἀνθρωπισμοῦ. Τὰ βλέφαρα ἀπὸ τὰ καστανά της μάτια δὲν θὰ τὰ ὑγραίνουν πλέον δάκρυα χαρᾶς ἢ λύπης, οὔτε ξανάνοιξαν ἀναπλασμένα γιὰ νὰ ἰδοῦν· ἀλλὰ γιὰ νὰ τὰ ἰδοῦν ἄλλα μάτια καὶ νὰ ὑγρανθοῦν ἀπὸ συγκίνηση ἄλλα βλέφαρα καὶ βλέμματα, νὰ περιβραχοῦν ἄλλοι ἐσωτερικοὶ καὶ ἐξωτερικοὶ ὀφθαλμικοὶ χιτῶνες.

Ἡ Μύρτις ἢ ἐπὶ τὸ ὀρθώτερον Μυρτὶς δὲν εἶναι τυχαία –νομίζω θηλυκοῦ γένους. Εἶναι ταυτόχρονα μητέρα καὶ κόρη. Γεννᾶ συνεχῶς ἱστορίες, περιπέτειες, ἐπεισόδια, συνάξεις ὅπως ἡ σημερινή, ἀλλὰ καὶ γεννιέται ἀπὸ τὶς ἐπιστημονικὲς καὶ ἀνθρωπιστικὲς ἀρετὲς καὶ πρωτοβουλίες μορφῶν τῆς Ἐπιστήμης, τῶν Γραμμάτων καὶ τῶν Τεχνῶν ὅπως αὐτὲς τῆς ὁμάδας ποὺ ἀνάπλασε μὲ ὁμολογουμένως πρωτοποριακὸ τρόπο τὴν Μύρτιδα· καὶ συνεχίζει μὲ τὴν Αὐγὴ καὶ τὴν Ἡδύλη.

Τὸ πνεῦμα λοιπόν, ἀκόμη καὶ τὸ ἐπιστημονικό, εἶναι ἰδιαίτερα ἀνθεκτικὸ ἕως καὶ ἀθάνατο στὸν χρόνο. Ἀποτρίβει τὴν πέτρα καὶ σκαλίζει ἀκόμη καὶ τὸν βράχο· ἀνασταίνει, ἀναπλάθει, ἀναπαριστᾶ σώματα ἀπὸ λείψανα ζωῆς ἐνταφιασμένα στὴν ἀκρογιαλιὰ μιᾶς ἀτέρμονης θάλασσας, σὰν δεύτερες ἐκβλαστήσεις, σὰν ἀπολήξεις μιᾶς ἄλλοιώτικης ζωῆς, ποὺ ἀπαντᾶ σὲ ὑπαρξιακὲς ἀνησυχίες ἀλλὰ καὶ σὲ ἐρωτήματα γιὰ τὴν ἐξελικτικὴ πορεία –στὴν διαδρομὴ τοῦ χρόνου τῶν ἀνθρωπολογικῶν χαρακτηριστικῶν  στὸν Ἑλλαδικὸ χῶρο.

Οἱ σκέψεις αὐτές, γιὰ τὴν ἀκρίβεια, δὲν εἶναι ἐντελῶς δικές μου. Ἄλλωστε εἶναι γνωστὸν πὼς δὲν ὑφίσταται παρθενογένεση. Εἶναι ἕνα εἶδος ἀνάπλασης ὅπως αὐτὴ τῆς Μύρτιδος. Μὲ ἕναν τρόπο τὶς ἁλίευσα ἐντός μου ἀπὸ σκέψεις καὶ ἰδέες ποὺ γεννήθηκαν καὶ ἀναπλάστηκαν μέσα μου ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση δύο λογοτεχνικῶν ἔργων τὰ ὁποῖα, κατ’ ἐμὲ πάντα, κατὰ τὴν ταπεινή μου γνώμη, συνδέονται, ἐμμέσως, μὲ τὸ ζήτημα τῆς "γέννησης" τῆς νεαρῆς Μύρτιδος. Μεγάλα κατὰ γενικὴ ὁμολογία λογοτεχνικὰ ἔργα: ἕνα ἀπὸ τὴν παγκόσμια λογοτεχνία, Ἡ ἀθανασία τοῦ Μίλαν Κούντερα καὶ ἕνα τῆς ἡμεδαπῆς λογοτεχνίας, Ὁ Πεθαμένος καὶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Νίκου Γαβριὴλ Πεντζίκη.

Μιᾶς καὶ βρισκόμαστε στὸν χῶρο τῆς λογοτεχνίας ἐνδιαφέρον συνειρμὸς μὲ τὴν Μύρτιδα μπορεῖ νὰ γίνει μὲ ἕνα ἀπὸ τὰ ὡραιότερα καὶ δημοφιλέστερα ἀπὸ τὰ διηγήματα τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, «Τὰ τραγούδια τοῦ Θεοῦ». Ἡ ἡρωΐδα τοῦ διηγήματος, ἡ μικρὰ Κούλα, ἡ κατὰ κόσμον Ἀγγελικὴ Μπούκη, ἡ ροδίνη και καστανή, ἡ ἄκακος μικρὰ κόρη, βρίσκει τὸν θάνατο ἑνδεκαετὴς οὖσα ὅπως καὶ ἡ Μύρτιδα, μᾶλλον, κατὰ τοὺς ἰατρούς, ἀπὸ τυφοειδῆ πυρετό, ὅπως καὶ ἡ Μύρτιδα, ἐνῶ ζοῦσε κοντὰ στὴν Ἀκρόπολη, κοντὰ στὸν ἅγιο Ἐλισσαῖο, στὴν Πλάκα  ὅπως καὶ ἡ Μύρτιδα:

 

« Ἡ μικρὰ Κούλα, ἥτις ἦγε τώρα τὸ ἑνδέκατον ἔτος τῆς ἡλικίας της, ἦτον ἄρρωστη βαριά! Εἶχε δέκα ἡμέρας στὸ κρεβάτι, κι ὁ ἰατρὸς εἶπεν ὅτι ἦτο κακὸς πυρετός, ἴσως τυφοειδοῦς φύσεως. [...]  Μετὰ τρεῖς ἡμέρας τὴν προεπέμπομεν εἰς τὸν τάφον....»

 

Ὁ τάφος δὲν ἦταν ὁμαδικός· ἦταν ὅμως στὰ ἴδια χώματα, αὐτὰ τῆς Ἀττικῆς γῆς.

Ἡ μικρὰ Κούλα, ἡ Ἀγγελικὴ Μπούκη,
 ὑπαρκὴ ἡρωϊδα τοῦ διηγήματος
 "Τὰ τραγούδια τοῦ Θεοῦ"
τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη
 μὲ τὴν μητἐρα της Πολυξένη
.

Γιὰ τὴν ἑνδεκαετῆ Ἀγγελικούλα, ‒μιὰ τρόπον τινὰ προτύπωση τῆς Μύρτιδος‒ γράφει ὁ  Παῦλος Νιρβάνας:

«Ἐγὼ βλέπω εἰς τὸ πάνθεον τῶν γυναικῶν τοῦ Παπαδιαμάντη, τὸ γοητευτικὸν καὶ πλούσιον πάνθεον νὰ εἰσέχεται ἀκόμη ἕνα ἀγγελικὸν πλάσμα, μιὰ λευκὴ ἀκόμη ὀπτασία, ἡ ἄμοιρη Ἀγγελικούλα, ἡ Ἀγγελικούλα ἡ ἐρωτευμένη μὲ τὰ τραγούδια τοῦ Θεοῦ, τὰ τραγούδια ποὺ τὴν ἀνέβασαν ὡς πτερὰ ἀγγέλων εἰς τοὺς οὐρανούς»

Γιὰ τὴν ἑνδεκαετῆ Μύρτιδα, παραλλάσσοντας τὸν Νιρβάνα, θὰ ἦταν κοντὰ στὴν πραγματικότητα νὰ γραφεῖ ὅτι:

«Ἐγὼ βλέπω εἰς τὸ πάνθεον τῶν γυναικῶν τοῦ Μανώλη Παπαγρηγοράκη, τὸ γοητευτικὸν καὶ πλούσιον πάνθεον νὰ εἰσέρχεται ἀκόμη ἕνα ἀγγελικὸν πλάσμα, μιὰ λευκὴ ἀκόμη ὀπτασία, ἡ ἄμοιρη Μύρτις, ἡ Μύρτις ἡ κτυπημένη ἀπὸ τὴν salmonella enterika typhi, καὶ τὰ θρηνητικὰ τραγούδια τῆς μητέρας της τὴν ἀνέβασαν ὡς πτερὰ ἀγγέλων εἰς τοὺς οὐρανούς»      

Εὐχαριστίες πολλὲς στὸν κ. Μανώλη Παπαγρηροράκη γιὰ ὅλα: γιὰ τὰ παρελθόντα, γιὰ τὰ παρόντα, ἀκόμη καὶ γιὰ τὰ μέλλοντα κι ἂς δὲν τὰ ζήσαμε ἀκόμη. Τὰ φανταζόμαστε ὅμως καὶ τὰ ἀναπλάθουμε μὲ τὴ φαντασία μας.

Λέγεται πὼς καλὸς δάσκαλος, καλὸς καθηγητὴς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ τὸν ξεπερνᾶ ὁ μαθητής του· στὴν περίπτωση μου δὲν ἰσχύει βέβαια. Ὄχι κατὰ πάντα ὅμως· σὲ κάτι ξεπέρασα τὸν κ. Παπαγρηγοράκη: προηγήθηκα στὴ γνωριμία μου καὶ τὴ συμμετοχή μου στὶς δραστηριότητες τῆς περιπύστου ἱστορικῆς Κοβενταρείου Βιβλιοθήκης τῆς Κοζάνης!                                                                   

                                                                       Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης

*Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὴν ἐφημερίδα Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας τῶν Γρεβενῶν, φ.1007, 24.2. 2023, σ. 15-17.