Ἐμμανουὴλ Στρατουδάκης, «Ὁ Σταυρὸς
τοῦ Καραΐσκου»
«Ἀφιεροῦται τῷ φίλῳ
μου ποιητῇ Ἀλεξ. Μωραϊτίδῃ»
. «Ἐμμανουὴλ Κ. Στρατουδάκης»,
Ποικίλη Στοὰ Δ(1884)211.
Ὁ κρητικῆς καταγωγῆς
ποιητὴς καὶ ἀγωνιστὴς τῆς Κρητικῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1877-1878 Ἐμμανουὴλ Κ. Στρατουδάκης
δημοσιεύει τὸ 1875,[1]
ὅπως σημειώνεται στὴν ἔκδοση τῆς ποιητικῆς συλλογῆς του Λυρικαὶ ἐμπνεύσεις,[2] ἕνα
ἐπικολυρικοῦ καὶ πατριωτικοῦ περιεχομένου ποίημα μὲ τίτλο «Ὁ Σταυρὸς τοῦ Καραΐσκου».
Ὁ ποιητὴς ἐμπνέεται στιχουργικῶς ἀπὸ τὴ δράση καὶ τὰ κατορθώματα τοῦ πρωτοκαπετάνιου
στὸ Ἀρματολίκι τῶν Ἀγράφων καὶ ἀρχιστρατήγου τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821, Γεωργίου
Καραϊσκάκη (†Φάληρο, 23 Ἀπριλίου 1827). Ὁ Ἐμμ. Κ. Στρατουδάκης, μὲ καταγωγὴ ἀπὸ
τὰ Χανιὰ τῆς Κρήτης, γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα τὸ 1854 καὶ τὰ πρῶτα ποιήματά του τὰ ἔγραψε
στὴ Ζάκυνθο, ὅπου εἶχε μετατεθεῖ ὑπηρεσιακὰ ὁ πατέρας του. Ἐπέστρεψαν οἰκογενειακῶς
στὴν Ἀθήνα τὸ 1870.[3]
Τὸ ποίημα «Ὁ Σταυρὸς τοῦ Καραΐσκου», ποὺ περιλαμβάνεται στὴν ποιητική του συλλογὴ
Λυρικαὶ Ποιήσεις, ἀναδημοσιεύεται στὰ
Ἅπαντά του, ποὺ ἐκδόθηκαν στὶς ἀρχὲς
τοῦ 20ου αἰ. ἀπὸ τὸν συγγενῆ του Ἰωάννη Στρατουδάκη.[4]
Ἡ
συλλογὴ Λυρικαὶ ποιήσεις εἶναι ἀφιερωμένη
ἀπὸ τὸν Ἐμμ. Στρατουδάκη, μὲ ὁλοσέλιδο ἀφιερωματικὸ εἰσαγωγικὸ σημείωμα, στὸ
ποιητικὸ ἴνδαλμά του, τὸν Ἀχιλλέα Παράσχο: [5]
«Ἀφιέρωσις,
τῷ Ἐθνικῷ ποιητῇ, Ἀχιλλεῖ Παράσχῳ.
Ποιητά,
[...] δέχθητι, γλυκεῖα καὶ ὑπερήφανος ἀηδών, τὴν πενιχρὰν προσφοράν μου, ἣν σοὶ
δίδω ἐξ ὅλης καρδίας. Ἐὰν δὲ αὕτη δυνηθῇ νὰ σὲ ἐπαναφέρῃ πρὸς στιγμὴν εἰς τοὺς
πρώτους τῆς νεότητός σου χρόνους, καὶ ἐὰν χύσῃς ἓν δάκρυ εἰς τὴν τρυφερὰν ἐκείνων
ἀνάμνησιν ἐπὶ τῶν ἀσθενῶν στίχων μου θέλω λογισθῇ οὐχὶ μόνον εὐτυχὴς ἀλλὰ καὶ ὑπερήφανος
διότι ἠδυνήθην νὰ ἐπισύρω τὸ βλέμμα Σου ἐπὶ τῶν πτωχῶν μου ποιήσεων...
Ἐν
Ἀθήναις τῇ 25ῃ Μαρτίου 1877»
Τὸ
συγκεκριμένο ποίημα, «Ὁ Σταυρὸς τοῦ Καραΐσκου», ἀφιερώνεται ἀπὸ τὸν Ἐμμ.
Στρατουδάκη στὸν σκιαθίτη λόγιο καὶ δημοσιογράφο Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη (Σκιάθος
1850-1929), μὲ τὸν ὁποῖο φαίνεται ὅτι διατηροῦσε ἰδιαίτερη φιλικὴ σχέση:[6]
«Ἀφιεροῦται τῷ φίλῳ μου ποιητῇ Ἀλεξ. Μωραϊτίδῃ»
Νὰ ὑποθέσουμε ὅτι
γνωρίστηκαν στοὺς φιλολογικοὺς κύκλους καὶ ὁμίλους τῶν Ἀθηνῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης
καὶ ἀνέπτυξαν φιλικὴ σχέση. Ἄδηλο ἐπίσης γιὰ ποιὸν λόγο ἀφιέρωσε τὸ συγκεκριμένο
ποίημα τῆς συλλογῆς του στὸν Ἀλέξ. Μωραϊτίδη. Ἄλλωστε ὁ Ἐμμ. Στρατουδάκης, ὅπως
φαίνεται ἀπὸ τὸ δημοσιευμένο ποιητικό του ἔργο, συνήθιζε νὰ ἀφιερώνει ποιήματά
του καὶ σὲ ἄλλες λογοτεχνικὲς ἢ ἱστορικὲς μορφὲς τῆς ἐποχῆς.
Ὁ
Ἐμμ. Στρατουδάκης καὶ σὲ ἄλλα ποιητικά του ἔργα ἔχει ἀναφορὲς στὸν Γ.
Καραϊσκάκη καὶ τὴ δράση του ἀλλὰ καὶ στὸν Κατσαντώνη, τὸν ἀγραφιώτη προεπαναστατικὸ
ἐπαναστάτη, σύντροφο καὶ πρωτοπαλλήκαρο τοῦ Καραϊσκάκη.Λάζαρος Πάντος,
«Γεώργιος Καραϊσκάκης» (2021),
Λάδι καὶ μικτὴ τεχνικὴ σὲ καμβά.
Στὴν ποιητικὴ συλλογὴ Κρητικαὶ ἐμπνεύσεις τοῦ Ἐμμ.
Στρατουδάκη, ἡ ὁποία ἐκδίδεται στὴν Ἀθήνα τὸ 1880, στὴν εἰσαγωγικὴ ποιητικὴ
προσφώνησή του πρὸς τὰ μέλη τοῦ Φιλολογικοῦ Συλλόγου «Βύρων», γράφει γιὰ τὸν
Κατσαντώνη:[7]
«....Βαρὺς τὰ Ἰωάννινα μὲ φάλαγγα λεόντων
Ὁ Κατσαντώνης ἀπειλεῖ τοὺς ἀλβανοὺς τρομάζων...
Ὀρθοῦται... ρίπτεται ταχὺς κατὰ στιφῶν λυσσώντων
Καὶ τὰ συντρίβει τὰ πατεῖ τὸν Βελῆ-Γκέκαν σφάζων.
Καὶ τῆς Ἠπείρου δειλιᾶ, ἡ τίγρις ἡ ἀγρία...
— Σελὶς βιβλίου φέροντος τὸν τίτλον —Ἐν δουλείᾳ—
Κ’ ἐὰν ἡ νόσος φλογερὰ καθὼς τῆς εἰμαρμένης
Ὁ κεραυνὸς δὲν ἔκαιεν τὰ ἰσχυρὰ πτερά του,
Τὶς οἷδεν, ἂν ὁ ἀετὸς τῆς γῆς τῆς δουλομένης
Μὲ τὸν γαμψὸν δὲν ἥρπαζε τὰς κλεῖδας ὄνυχά του
Κ’ εἰσδύων εἰς τὸ σπήλαιον τῆς φοβερᾶς ἁρπυίας
Τὸ τέρας δὲν ἐσπάρασσε τῆς Χάμκως τῆς ἀγρίας [...].
Στὸ
ποίημα τοῦ Ἐμμ. Στρατουδάκη «Ἡ Ἔξοδος τοῦ Μεσολογγίου», τὸ ὁποῖο ἀπήγγειλλε στὶς
25 Μαρτίου 1876 μὲ ἀφορμὴ τὴν ἑορτὴ τῆς ἐπετείου τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821, ἀναφερόμενος
στὸν Γ. Καραϊσκάκη σημειώνει:[8]
«... Τοῦ Καραΐσκου τὸ σπαθὶ στὸ Δίστομο νὰ σφάζῃ
Καὶ στὴν Ἀκρόπολι
κρυφὴ αὐγούλα νὰ χαράζῃ
[...]
Στὸ πέρασμά του ὁ Βορειᾶς κρατεῖ τὸ φύσημά του
Μὴ σβύσῃ τὴν κεροδοσὰ καὶ δὲν τὴν δοῦν τ’ ἀστέρια.
Κεροδοσὰ τῆς λευτεριᾶς καὶ τοῦ πικροῦ θανάτου
Γιὰ νὰ τὴν δοῦν τὰ κλέφτικα τῆς Ρούμελης λημέρια
Γιὰ νὰ τὴν δεῖ τὸ Δίστομο μὲ τὸν Καραϊσκάκη
Καὶ τοῦ Νικήτα τὸ σπαθὶ γυμνὸ στὸ Δερβενάκι ... .»
Ὁ
Ἐμμ. Στρατοδάκης συμμετεῖχε στὸν Βουτσιναῖο ποιητικὸ διαγωνισμὸ τοῦ 1873, χωρὶς
νὰ βραβευθεῖ, μὲ τὴν συλλογὴ ποιημάτων του Παλμοὶ
καὶ στόνοι, γιὰ τὴν ὁποία ὁ εἰσηγητὴς τῆς κρίσεως τοῦ διαγωνισμοῦ, Γεώργιος
Μιστριώτης καθηγητὴς τῆς κλασσικῆς Φιλολογίας, μεταξὺ ἄλλων, σημειώνει: [9]
«Ὁ ποιητὴς ἔχει ἐλεγειακὸν χαρακτήρα· διότι τὸ πάθος τοῦ ἔρωτος, δεινῶς ὡς φαίνεται, καταβιβρώσκει τὴν καρδίαν του [...]. Δὲν ἔχει ὅμως πρωτότυπον λυρικὴν ἐποπτείαν, ἀλλὰ συνήθη καὶ τετριμμένην [...] Ἡ μεγαλυτέρα ἀρετὴ τῆς συλλογῆς ταύτης κεῖται ἐν τῇ εὐροίᾳ τῶν ρυθμῶν, δι ὃ μάλιστα ἐπαινοῦμεν τὸν ποιητήν».
Ἐθεωρεῖτο
ποιητικὸ ταλέντο, ὅμως ἡ σύντομη ζωή του δὲν τοῦ ἐπέτρεψε νὰ δείξει καὶ νὰ
παρουσιάσει ἔργο ἀνάλογο τοῦ ταλέντου του.
.«Ἀφιεροῦται τῷ φίλῳ μου ποιητῇ
Ἀλεξ. Μωραϊτίδῃ»· Ἐμμανουὴλ Κ. Στρατουδάκης,
Λυρικαὶ ποιήσεις, τυπ. ἀφῶν Βαρβαρρήγου,
Ἀθήνα 1877, σ. 9.
Τὸ
1877 μετέβη στὴν Κρήτη καὶ ἔλαβε μέρος στὴν Κρητικὴ Ἐπανάσταση τοῦ 1877-8 ὀργανώνοντας
τὶς ἐπαναστατικὲς δυνάμεις στὴν περιοχὴ τῶν Χανίων. Τὰ περισσότερα ποιήματά του
εἶναι ἐμπνευσμένα ἀπὸ τὸν ἀγώνα τῶν ἐπαναστατημένων Κρητικῶν. Μετὰ τὸ τέλος τῶν
ἐπαναστατικῶν ἀγώνων ἐπέστρεψε στὴν Ἀθήνα. Διετέλεσε γραμματέας τοῦ ὑπουργείου
δημοσίας ἐκπαιδεύσεως.
Πέθανε
ἀπὸ ἀνακοπὴ καρδίας στὴν Ἀθήνα, στὶς 9 Μαΐου 1883, σὲ ἡλικία μόλις 29 ἐτῶν.Λεπτομέρεια ἀπὸ τὴν βάση τοῦ
ἔφιππου ἀνδριάντα τοῦ Γεωργίου Καραϊσκάκη στὸν
Πειραιά.
Στὸν ἀθηναϊκὸ τύπο δημοσιεύτηκαν νεκρολογίες γιὰ τὸν συμπαθῆ νεαρὸ ποιητή, οἱ ὁποῖες μνημονεύουν τὸ ποιητικὸ ἔργο τοῦ ἐκλιπόντος, τὸ ὁποῖο ὅμως ἐν πολλοῖς μᾶλλον ἔχει λησμονηθεῖ.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ
«Ο
ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΟΥ
Ἀφιεροῦται τῷ φίλῳ μου ποιητῇ Ἀλεξ. Μωραϊτίδῃ
Γλυκειὰ βραδιὰ τῆς ἄνοιξης, τοῦ
Μάρτη μυρωμένη
τὸ Φαληρέα ἐσκέπαζε ἀστροστεφανωμένη.
Ἔπαιζ’ ἡ αὔρα τοῦ γιαλοῦ μὲ τ’ ἀσημένιο
κῦμα,
καὶ ἡ φλογέρα τοῦ βοσκοῦ νανάριζε
τὸ μνῆμα.
Ὅπου κοιμᾶται ὁ ψυχογιὸς βαθειὰ
τοῦ Κατσαντώνη,
τῆς Ρούμελης ὁ στρατηγός, τῆς Ἄρτας
τὸ μ ι λ ι ό ν ι ...
Τὸ μνῆμα ἐκοιμούντανε βαρειὰ στὴν
ἀμμουδιά του,
κ’ ἕνας ὁλόμαυρος σταυρὸς μονάχη
συντροφιά του,
βαμμένος ἀπὸ αἵματα καὶ δάκρυα, ἀγρυπνοῦσε
κ’ ἔχυνε παράπονα καὶ θλιβερὰ
μιλοῦσε,
κ’ ἐκύτταζε τοῦ στρατηγοῦ μ’ ἀγάπη
τὸ κρεββάτι
ἢ τὸ θολό του ἔρριχνε εἰς τὴν Ἀθήνα
μάτι.
Μακριὰ μέσ’ ἀπ’ τὴ θάλασσα κι ἀπ’
τὴ στεριὰ ποὺ δοῦλοι
ψυχομαχοῦνε ἀδελφοί, ἕνα
θαλασσοπούλι
ἐρχούμενο σὰν ἔννοιωσε κ’ ἐκεῖνο
πικραμένο
τοῦ Καραΐσκου τὸ σταυρὸ χλωμὸ καὶ
λυπημένο,
τὸ ξύλο τὸ παρήγορο τοῦ Γολγοθᾶ νὰ
κλαίῃ
καὶ μυστικὰ παράπονα στὸν οὐρανὸ
νὰ λέῃ
σταμάτησε τὸ δρόμο του, διπλώνει
τὰ φτερά του
καὶ τέτοια λόγια ἔχυσε βγαλμέν’ ἀπ’
τὴν καρδιά του.
— Τώρα ποὺ ὁ κόσμος χαίρεται, στὸ
μαῦρο σου λιθάρι
γιατί, σταυρέ μου, κλαίγεσαι,
σταυρέ, παραπονιάρη;
Ἀκοῦς στὴν πέρ’ ἀκρογιαλιὰ τὸ
μυρωδάτο κῦμα
πῶς ναναρίζει τ’ ἀκριβὸ τοῦ
στρατηγοῦ σου μνῆμα;
Κ’ ἔχει δαφνοῦλες τὸ βουνό, καὶ τὸ
λιβάδι κρῖνα
γιὰ νὰ σοῦ πλέξει στέφανα ἐλεύθερ’
ἡ Ἀθήνα.
Κάτου στὰ μέρη τὰ πικρὰ στὰ Ἄγραφα
στὸ Σοῦλι
δὲν ἔχουν δάφνες καὶ μυρτιὲς κ’ ἐλευθεριὰ
οἱ δοῦλοι.
Κ’ ἔχωμε τόσα μνήματα κ’ ἐμεῖς ἐκεῖ
σκαμμένα...
ὅμως λιβάνι καὶ κερὶ δὲν ἔχομε
κανένα.
— Κ’ εἶπε ὁ ἔρημος σταυρὸς — Φτωχὸ θαλασσοπούλι,
δὲν ἔχουν πλάκα οὔτε σταυρὸ οἱ
τάφοι Σας στὸ Σοῦλι
γιατὶ ποιὸ χέρι θὰ βρεθῇ μέσ’ στὴ
σκλαβιὰ τὴν τόση
στὰ τιμημένα κόκκαλα ἕνα σταυρὸ νὰ
δώσῃ;
Καὶ τῆς Τουρκιᾶς ἀφήνουνε ἀχόρταγοι
οἱ λύκοι
ἕνα καντῆλι νεκρικὸ στὸ ἔρημο
Γαρδίκι;
Κι ὅμως αὐτὰ τὰ κόκκαλα ἐγὼ
καλοτυχίζω
Γι’ αὐτὸ μὲ βρίσκεις στὸ πυκνὸ
σκοτάδι νὰ δακρύζω,
τοῦ Πίνδου ἡ πάχνη ἁπλώνεται στὸ
μνῆμα του λιβάνι
κ’ ἔχουνε τ’ ἄστρα τοὐρανοῦ
μαρτυρικὸ στεφάνι.
Καλλίτερα τὸ μνῆμα μας νἆταν μακρὰ
σκαμμένο
στῆς Ἄρτας τ’ ἅγια χώματα φτωχό,
λησμονημένο,
γιὰ νὰ μὴ βλέπωμε γενιὰ μὲ αἷμ’ ἀναστημένη
νὰ ζῇ ἀπὸ τὴν πρώτη μας τὴ δόξα
ξεχασμένη·
θεότυφλη... νὰ μὴ θωρεῖ τὸ
μαρασμό, τὴ φθίσι
ποὺ τρώγει τὸν Ἀσιανὸ καὶ θὲ νὰ τὸν
σαπίσῃ...
Ὤ! νἆταν σἄλλονε καιρὸ ὁ Τοῦρκος
καθὼς τώρα
ποὺ ἡ Βοσνία μιὰ μικρὴ τονὲ
τρομάζει χώρα,
ποὺ ἡ Εὐρώπη ντρέπεται καὶ νὰ τονὲ
κυττάξῃ
καὶ μελετᾷ τ’ ἀκάθαρτο κορμὶ ποῦ
νὰ πετάξῃ.
Ὤ! νἆταν σ’ ἄλλονε καιρὸ στὰ
χρόνια τὰ δικά μας
νὰ βλέπετε πῶς ἔφευγε μὲ μόνη μιὰ
ματιά μας·
ἐμεῖς τὸν σταματήσαμε στὸ Δίστομο
στοῦ Πέτα,
ὅταν ἀκόμη τ’ ἄτι του τ’ ἀράπικο ἐπέτα,
καὶ τὸν βαφτίσαμε δειλὸ στοῦ
ποταμοῦ τὸ ρέμα,
ὅταν μπροστά του ἐκόβουνταν τ’ αὐστριακοῦ
τὸ αἷμα
καὶ τὴν πληγὴ ἀνοίξαμε στὰ στήθια
τὰ πλατειά του
κ’ ἐκόψαμε τὰ γόνατα καὶ τὴν
παλληκαριά του.
Ἐμεῖς τὸν ἐμαράναμε, ἐμεῖς τὸν
Τουρκομάνο
στὴ γαλανή μας θάλασσα καὶ στὸ βουνὸ
ἐπάνω...
Καὶ τώρα ποὖρθε ἡ ὥρα του χλωμὸς
νὰ ξεψυχήσῃ
ὅπου ἡ Δύση καρτερᾷ νὰ τὸν
κληρονομήσῃ,
κακὰ παιδιὰ ἀστόχαστα μαλώνουν
νύχτα μέρα
καὶ δὲν ἀκοῦν τὴ χλαλοὴ ποὺ
γίνετ’ ἐκεῖ πέρα.
Οἱ γέροι δὲ μονιάζουνε... κ’ ἡ
νιότη φραγκεμένη
δειλὴ πατεῖ τοὺς τάφους μας, χλωμὴ
καὶ χτικιασμένη.
Κι ἂς καρτεροῦν ἡ Ἤπειρος καὶ ἡ
Μακεδονία
ἡ Κρήτη, ἡ Σάμος, τὰ Ψαρὰ κ’ ἡ ἔρμη
Θεσσαλία.
τὸ ἄστρο τῆς Ἀνατολῆς ἀπὸ ἐδῶ νὰ
φέξῃ...
καὶ μὲ ἀχτίδες λευθεριᾶς κι ἀγάπης
νὰ τοὺς βρέξῃ....!
Ἄχ! καταριέμαι τὴ γενιὰ π’ ἀχάριστη
κοιμᾶται
καὶ τὸ βαθὺ σκοτάδι σας καθόλου δὲν
θυμᾶται...
Σῦρε στὸν ἔρμο δρόμο σου, φτωχὸ
θαλασσοποῦλι,
κι ὅταν διαβῇς τὴ θάλασσα καὶ
φθάσῃς εἰς τὸ Σοῦλι,
εἰς τὰ παλιὰ λημέρια μας, στὰ
κορφοβούνια πέτα
καὶ τὴν φτωχὴ μανούλα μας τὴν Ἤπειρο
χαιρέτα.
Σκύφτει θλιμμένο τὸ πουλί, τὸ
μάρμαρο φιλάει,
ἀνοίγει τ’ ἄσπρα του φτερὰ καὶ
φεύγει καὶ πετάει.
Τότε σὰν ἕνας στεναγμός, σὰ
στηθικὴ ἀντάρα,
ἀκούστηκε εἰς τοῦ Σ τ α υ ρ ο ῦ
τὴν ἄφωνη κατάρα,
κ’ εἶδα σὰν ἄσπρο φάντασμα ὅπου
γυρνᾷ τὸ βράδι
ἕνα μικρὸ τραγουδιστὴ νὰ φεύγῃ στὸ
σκοτάδι.
Κρεμούντανε ἡ λύρα του εἰς τὸ
δεξί του χέρι
καὶ στὶς χορδές της ταὐγινὸ ἐστέναζε
ἀγέρι,
κ’ ἦταν τὸ ᾄσμα τὸ γλυκὸ ποὺ ἔχυνεν
ἡ αὔρα
μνημόσυνο τῆς λειτουργιᾶς πἀνάστησε
τὴ Λαύρα.
Τὴν ἄλλη
μέρα ἐπέρασα ... ἕνα χλωρὸ στεφάνι
ἀπὸ δαφνούλα ἑλληνικὴ ποὺ δὲν θὰ
τὴν μαράνῃ
ποτὲ τῆς ἀσυλλόγιστης ταύτης γενιᾶς
τὸ κρῖμα,
ἐστόλιζε τοῦ στρατηγοῦ τ’ ἀγαπημένο
μνῆμα! ...»
ΝΕΚΡΟΛΟΓΙΕΣ
Ἐφ.
Αἰών, 10.5.1883
«Ἐν
ἡλικίᾳ ἀνθηρᾷ, ὀκτωκαιεικοσαετὴς μόλις, ἀπέθανε χθὲς αἰφνιδίως ἐκ συγκοπῆς
καρδίας ὁ Ἐμμανουὴλ Στρατουδάκης, γραμματεὺς ἐν τῷ ὑπουργείῳ τῆς δημοσίας ἐκπαιδεύσως.
Καλλιεργῶν εὐδοκίμως τὰ γράμματα, κατέλαβεν ἐνωρὶς ἀξίαν λόγου θέσιν ἐν τῇ ἡμετέρᾳ
φιλολογίᾳ, αἱ δὲ Κρητικαὶ ἐμπνεύσεις
αὐτοῦ, ἐν αἷς ποιητικώτατα καὶ μετὰ δυνάμεως ἀπετύπωσε τὰς ἐντυπώσεις αὐτοῦ ἐκ
τῆς Κρητικῆς ἐπαναστάσεως τοῦ 1878, ἧς μετέσχεν ἐθελοντής, εἰσὶν ἓν ἐκ τῶν
καλλίστων ἔργων του. Πενθοῦντες οἱ γνωρίσαντες αὐτὸν παρηκολούθησαν πολυπληθεῖς
τὴν κηδείαν του, γενομένην τὴν δείλην τοῦ χθές. Ἐπὶ τοῦ νεκροῦ κατατέθησαν
στέφανοι τῶν ἐν τῇ Κρήτη συναγωνιστῶν του, τῶν ἐν τῷ ὑπαλλήλῳ συναδέλφων του καὶ
ἄλλων φίλων. Ἐξεφώνησαν δ’ ἐπιταφίους λόγους οἱ κκ. Φαραντάτος, δικηγόρος, Κ. Ἀργυρόπουλος,
βουλευτής, Κ. Σκόκος, καὶ ἀπήγγειλαν ἐλεγεῖα ὁ κ. Δ. Κόκκος ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ καὶ ὁ
κ. Ἀναστασόπουλος πρὸ τοῦ τάφου αὐτοῦ».
Ἐφ. Νέα Ἐφημερίς, 10.5. 1883
«Ἐκηδεύθη
δὲ χθὲς ὁ Στρατουδάκης, παρακολουθούντων φίλων καὶ σωματείων ἐν πενθίμῳ σιγῇ ὡς
ἐκ τῆς καταπλήξεως, ἂν καὶ δὲν ἐδόθη αὐτοῖς καιρὸς ὡς ἐκ τοῦ αἰφνιδίου θανάτου
του. Ἐπὶ τοῦ νεκροῦ του κατατέθησαν πέντε στέφανοι: τῶν ἐν Κρήτῃ συναγωνιστῶν
του διὰ τοῦ κ. Ἀργυροπούλου, βουλευτοῦ Ἄνδρου, τῶν ἐν τῷ ὑπουργείῳ συναδέλφων
του, τοῦ διευθυντοῦ τοῦ περιοδικοῦ Ποικίλης
Στοᾶς κ. Ι. Ἀρσένη, τῶν φίλων του, καὶ τοῦ κ. Κ. Ξένου. Ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ
λόγον ἀπήγγειλεν ὁ κ. Φαραντάτος, δικηγόρος, ποίημα δ’ ὡραῖον ὁ κ. Δ. Κόκκος· ἐν
δὲ τῷ νεκροταφείῳ λόγον μὲν ὁ βουλευτὴς Ἄνδρου κ. Ἀργυρόπουλος, ὡς συναγωνιστής
του ἐν Κρήτῃ, καὶ ὁ Κ. Σκόκκος, ποίημα δὲ ὁ φίλος του κ. Ἀναστασόπουλος. Ἀληθῶς
ἦν σπαραξικάρδιον νὰ βλέπῃ τις τὸν δυστυχῆ ἀδελφόν του Ἰωάννην, μόνον ἐνταῦθα
συγγενῆ του, τῆς μητρός του ἀτυχῶς ἀπούσης, ὡς καὶ τῶν λοιπῶν ἀδελφῶν του. Ἦτο ὡς
τρελλὸς καὶ ἐφαίνετο ὁτὲ μὲν ἀμφιβάλλων,
ὁτὲ δὲ τὴν πραγματικότητα βλέπων καὶ ἐλύετο εἰς θρήνους γοερούς. Τὸν θάνατον
προαισθανθεὶς ἔλεγεν ὁ ἀτυχὴς Στρατουδάκης τοῖς φίλοις του ἀναγινώσκων τελευταῖον
ποίημά του: "αὐτὸ θὰ εἶναι τὸ τελευταῖον" καὶ δυστυχῶς ἦτο»!
Ποικίλη Στοὰ Δ(1884)218-219
«ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ
Κ. ΣΤΡΑΤΟΥΔΑΚΗΣ
(Ἀπέθανεν
τὴν 9ην Μαΐου 1883)
Δὲν εἶχεν εἰσέτι
βλαστήσει ἡ φιλέρημος πόα ἐπὶ τοῦ νωποῦ τάφου τῆς Φωτεινῆς Οἰκονομίδου, ὅτε τὰ
ρόδα τοῦ αὐτοῦ ἔαρος εἵμαρτο μετὰ μικρὸν νὰ στέψωσι νεκρὸν τὸν νεαρὸν ψάλτην τῶν
Κρητικῶν ἀγώνων Ἐμμανουὴλ Στρατουδάκην, προσφιλῆ ἐπίσης συνεργάτην τῆς Ποικίλης Στοᾶς, ὃν προπέμπομεν ἐν εἰλικρινεῖ
ἐκδηλώσει θλίψεως εἰς τὸν τάφον ἡ ὁμίληκος αἰσθηματικὴ νεότης τῆς πρωτευούσης.
Πόνος
καὶ ᾆσμα ὑπῆρξεν ἡ σύντομος ἱστορία τοῦ βίου τοῦ Στρατουδάκη. Φλεγόμενος ἐξ ἐμφύτου
πρὸς τὴν ποίησιν πυρὸς εἶχεν ἐκπονήσει πλεῖστα λυρικὰ ποιήματα, δι ὧν ἐκόσμει τὴν
πενιχρὰν παρ’ ἡμῖν φιλολογίαν, χαρακτηριζόμενα διὰ τὴν τολμηρότητα καὶ τὴν
ποικιλίαν τῆς ἐμπνεύσεως, τὴν ἔκφρασιν τοῦ πάθους καὶ τὴν πατριωτικὴν χροιὰν ἐν
πολλοῖς. Τὴν κρατίστην τῶν λυρικῶν αὐτοῦ συλλογῶν τὰς Κρητικὰς Ἐμπνεύσεις συνέθετο ἐν μέσῳ τῆς πυρίτιδος καὶ τῶν φλογῶν τῆς
τελευταίας κρητικῆς ἐπαναστάσεως, εἰς ἣν ἔδραμεν μετὰ τῶν πρώτων γενναῖος
πολεμιστής, ὑπείκων εἰς τὴν φωνὴν τῆς προσφιλοῦς αὐτῷ μητρὸς Κρήτης, ἧς τὰ
μαρτύρια καὶ ὑπὲρ ἐλευθερίας αἱματηροὶ ἀγῶνες, ὑπῆρξαν τὸ γλυκύτερον ὀνειροπόλημα
καὶ ἡ προσφιλεστέρα πηγὴ τῶν ἐμπνεύσεων τοῦ ποιητοῦ.
Ἡ
ποίησις τοῦ ἀτυχοῦς Ἐμμανουὴλ Στρατουδάκη διεκρίθη διὰ τὴν φυσικὴν αὐτῆς ἁρμονίαν
καὶ ῥέουσαν στιχουργίαν. Ἐν τοῖς μέχρι τοῦδε γνωστοῖς ἔργοις αὐτοῦ, ἐν τοῖς ἡρωϊκοῖς
ἰδίως, ὅπου ἐπιτυχῶς ἔψαλλε τῆς Κρήτης τοὺς θριάμβους, ἀναφαίνονται πλεῖστα
ποιήματα ἰδίου λόγου ἄξια διά τε τὸ ἀπέριττον τοῦ αἰσθήματος καὶ τὸ ἀληθὲς
ποιητικὸν πνεῦμα.
Ἡ
Ποικίλη Στοὰ μετὰ συντριβῆς καὶ ἄλγους
χαράττει καὶ τὰς βραχείας ταύτας γραμμὰς
εἰς μνημόσυνον προσφιλοῦς συνεργάτου καὶ φίλου ποιητοῦ, οὗ τὸ νῆμα τῆς ἀνθηρᾶς
ζωῆς ἔμελλε ν’ἀποκόψῃ οὕτω σκληρῶς ἡ Μοῖρα ἐν τῇ ἀκμῇ εἰσέτι τοῦ ποιητικοῦ
σταδίου».
Ἐφ. Πρωΐα, 11.5. 1883
«Ἀπεβίωσεν
ἐκ συγκοπῆς τῆς καρδίας ὁ καλὸς νέος καὶ πλήρης αἰσθήματος ποιητὴς Ἐμμανουὴλ
Στρατουδάκης. Ἡ κηδεία αὐτοῦ ἐγένετο προχθές, πολλῶν παρακολουθούντων τὴν ἐκφοράν,
διότι εἰς πάντας τοὺς γνωρίσαντας αὐτὸν ἦτο ἀγαπητὸς ὁ ἀτυχὴς νέος. Ἐπὶ τοῦ
νεκροῦ του κατετέθησαν πέντε στέφανοι. Ἐν τῷ ναῷ προσεφώνησεν αὐτὸν ὁ κ.
Φαραντάτος, ἀπήγγειλε δὲ βραχὺ ἐλεγεῖον πλῆρες πόνου ὁ κ. Δ. Κόκκος. Εἰς δὲ τὸ
νεκροταφεῖον ἀπήγγειλαν ἐπιταφίους μὲν οἱ κ.κ. Κ. Ἀργυρόπουλος βουλευτὴς Ἄνδρου,
καὶ ὁ Κ. Κόκκος, ἐλεγεῖον δὲ ὁ κ. Γ. Ἀναστασόπουλος».
Ἐφ.
Στοά, 10.5.1883
«Χθὲς
περὶ τὰ ξημερώματα ἀπεβίωσεν ἐκ συγκοπῆς τῆς καρδίας ὁ ποιητὴς Ἐμμανουὴλ
Στρατουδάκης. Ἡ κηδεία αὐτοῦ ἐγένετο τῇ ὥρᾳ 5 μ.μ. πολλῶν παρακολουθούντων τὴν ἐκφοράν,
διότι εἰς πάντας τοὺς γνωρίσαντας αὐτὸν ἦτο ἀγαπητὸς ὁ συμπαθὴς νέος».
Σημ.:
εὐχαριστίες πολλὲς στὴν κ. Χρυσούλα Ἀντωνακάκη, ἀπὸ τὴν Δημοτικὴ Βιβλιοθήκη
Χανίων, καὶ στὸν ἐξ Ἀγράφων Γιάννη Μάκκα γιὰ τὴν πολύτιμη συνδρομή τους καθὼς
καὶ στὰ Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας (τῶν Γρεβενῶν) γιὰ
τὴ φιλοξενία.
* Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὴν ἐφημερίδα Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας (τῶν Γρεβενῶν), φ. 1010, 18.3.2023, σ. 13-16.
[1]. Αὐτὸ συνάγεται καὶ ἀπὸ τοὺς στίχους τοῦ ποιήματος ποὺ ἀφοροῦν τὴν ἐξέγερση τῆς Βοσνίας τὸ 1875: «Ὤ! νἆταν σἄλλονε καιρὸ ὁ Τοῦρκος καθὼς τώρα / ποὺ ἡ Βοσνία μιὰ μικρὴ τονὲ τρομάζει χώρα». Γιὰ τὶς Ἐπαναστάσεις στὴ Βοσνία -Ἐρζεγοβίνη κατὰ τῶν Τούρκων βλ. Δημήτριος Τσάμος, «Οἱ Ἐπαναστάσεις στὴ Βοσνία καὶ τὴν Ἐρζεγοβίνη (1875) καὶ τὰ γεγονότα ποὺ ἐπακολούθησαν», Ἡ Καβάλα καὶ τὰ Βαλκάνια, ἡ Καβάλα καὶ ἡ Θράκη. Ἱστορία –Τέχνη –Πολιτισμὸς ἀπὸ τὴν Ἀρχαιότητα μέχρι Σήμερα, Πρακτικὰ Γ΄ Διεθνοῦς Συνεδρίου Βαλκανικῶν Ἱστορικῶν Σπουδῶν, Καβάλα, 17 -18 Σεπτ. 2010, Καβάλα 2010, σ. 59-332. Ἡ ἐπανάσταση στὴν Βοσνία-Ἐρζεγοβίνη τὸ καλοκαίρι τοῦ 1875 δὲν ἐνέπνευσε μόνο τὴν ποιητικὴ γραφίδα τοῦ ἐν Ἀθήναις Ἐμμ. Στρατουδάκη, ἀλλὰ κινητοποίησε ὅλους τοὺς Κρητικοὺς οἱ ὁποῖοι σχεδίασαν καὶ ἀποστολὴ σώματος στρατιωτικοῦ ἐκ 500 ἀνδρῶν ὡς συνδρομὴ στὴν Ἐπανάσταση μὲ τὴν προοπτικὴ ὅτι αὐτὸ θὰ βοηθοῦσε τὶς ἐπαναστατικὲς ἐνέργειες στὴν Κρήτη· Ζαχ. Ν. Τσιρπανλῆς, «Οἱ Ἕλληνες καὶ ἡ Ἐπανάσταση στὴ Βοσνία καὶ τὴν Ἐρζεγοβίνη», Μακεδονικὰ 15(1975)1-14.
[2]. Ἐμμανουὴλ Κ. Στρατουδάκης, Λυρικαὶ ποιήσεις, τυπ. ἀφῶν Βαρβαρρήγου, Ἀθήνα 1877, σ. 12.
[3]. Βλ. Ἐμμανουὴλ Κ. Στρατουδάκης, Τὰ Ἅπαντα,
ἐπιμέλεια Ἰωάννης Ν. Στρατουδάκης, Κάιρο, χ. χ., ἐκδ. Μενικίδου, σ. 3.
[4].
Στρατουδάκης, Λυρικαὶ ποιήσεις, σ.
9-12· πρβλ. Στρατουδάκης, Τὰ Ἅπαντα, σ.
95-98.
[5] . Στρατουδάκης, Λυρικαὶ ποιήσεις, σ. 5.
[6]. Στὸ ἴδιο, σ. 9.
[7] Ἐμμανουὴλ Κ. Στρατουδάκης, Κρητικαὶ ἐμπνεύσεις, ἐκδ. ἀφῶν Βαρβαρρήγου,
Ἀθήνα 1880, σ. 6. Πρβλ Γ. Π. Ἐκκεκάκης, Τὰ Κρητικὰ βιβλία, τ. Β΄ 1864-1913, ἐκδ.
Τυποσπουδή, Ρέθυμνο 1990, σ. 1880.
[8] Ἐμμανουὴλ Κ. Στρατουδάκης, «Ἡ Ἔξοδος τοῦ Μεσολογγίου», Ποίημα ἀπαγγελθὲν τῇ 25ῃ Μαρτίου 1876. Τὰ κατὰ τὴν ἐπέτειον ἑoρτὴν τοῦ πέμπτου ἔτους τῆς εἰκοστῆς πέμπτης Μαρτίου 1876, Φιλολογικὸς Σύλλογος «Ἑλληνικὴ Παλιγγενεσία», τύπ. ἀφῶν Βαρβαρρήγου, Ἀθήνα 1876, σ. 14, 20.
[9]. Κρίσις τοῦ Βουτσιναίου ποιητικοῦ ἀγῶνος τοῦ ἔτους 1873, τύπ. Ἰωάν. Ἀγγελοπούλου,
Ἀθήνα 1873, σ. 21.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου