Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2020

Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, «Σαρανταήμερον»*

 

Στὴ διάρκεια τοῦ Σαρανταημέρου τῶν Χριστουγέννων τοῦ 1901 ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης (Σκιάθος, 1850-1929) ἐπισκέφτηκε ‒σὲ δημοσιογραφικὴ ἀποστολή‒ τὸ Καρπενήσι καὶ καταγράφει τὶς ἐντυπώσεις του στὸ χρονογράφημά του «Ἀπὸ ποῦ πᾶν’ στὸ Καρπενήσι», ποὺ δημοσιεύεται  στὴν ἐφ. Ἀκρόπολις στὶς 15 Ἰανουαρίου 1902. Τὴν ἴδια ἐποχή, στὶς 16 Νοε. 1901, ἀρθρογραφεῖ στὴν ἴδια ἐφημερίδα γιὰ τὸ Σαρανταήμερο τῶν Χριστουγέννων καὶ τὰ ἔθιμά του.

"Ἡ ψυχὴ ἁγιάζεται, εἰρηνεύει καὶ πραΰνεται"

Μία ἡμέρα μετὰ τὴν ἔναρξη τοῦ ἁγίου καὶ ἱεροῦ Σαρανταημέρου τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους 1901, στὶς 16 Νοεμβρίου, ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης δημοσιεύει στὴν ἐφ. Ἀκρόπολις, στὴν πρώτη σελίδα, χρονογράφημα λαογραφικοῦ καὶ θρησκευτικοῦ περιεχομένου μὲ τίτλο «Σαρανταήμερον». Τὸ ὑπογράφει μὲ τὸ συνηθισμένο δημοσιογραφικό του ψευδώνυμο «Ὁ ταξειδιώτης».

Σχέδιο σὲ χαρτόνι μὲ μολύβι
Διὰ χειρὸς Κωνσταντίνου Κουτούμπα (2009). 
"Σταλάξατε τὰ ὄρη τῆς Σκιάθου γλυκασμόν.
Καὶ ὁ βουνὸς τῆς Κουνιστρίας σκίρτα καὶ χόρευε".


Ὁ Ἀλ. Μωραϊτίδης φαίνεται πὼς ἐκείνη τὴν ἐποχὴ κατοικεῖ κοντὰ στὸν μικρὸ μεταβυζαντινὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Κυριακῆς ὁδοῦ Ἀθηνᾶς καθὼς δηλώνει ὅτι κάθε πρωὶ τὸν ξυπνᾶ εὐχάριστα ὁ γλυκὺς ἦχος τῆς καμπάνας τοῦ Ναοῦ. Ἀναφέρεται, ἀκόμη, στὸν ἐκκλησιασμό του στὸ μικρὸ ναΰδριο τῆς Ἁγίας Κυριακῆς, στὴν μνημόνευση τῶν ὀνομάτων ἀπὸ τὸν ἱερέα καθὼς καὶ τὴν εὐλαβικὴ  προσκύνηση τῶν εἰκόνων ἀπὸ τοὺς ἐργαζομένους στὴν περιοχή. Ὅμως, παρατηρεῖ πὼς ἡ φύσις καὶ ἡ πίστις τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἀδύναμη. Οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι ποὺ τὸ πρωῒ ἀνάβουν τὸ κερί τους καὶ ἀσπάζονται εὐλαβικὰ τὶς εἰκόνες, κατόπιν, στὸν τόπο ἐργασίας τους, παρασυρόμενοι ἀπὸ τὴν τύρβη καὶ τὶς δυσκολίες τοῦ βιοπορισμοῦ, λησμονοῦν ἢ παραθεωροῦν ὅ,τι ἔπραξαν τὸ πρωῒ στὸν μικρὸ ναὸ τῆς Ἁγ. Κυριακῆς καὶ βλασφημοῦν ἀσεβῶς κατὰ ἱερῶν καὶ ὁσίων.   

Ἀναρωτιέται, τέλος, εὔλογα ὁ Ἀλέξ. Μωραϊτίδης:

 

Ἅγιον καὶ ἱερὸν Σαρανταήμερον, πόσες φορὲς τάχα ἀκόμη εἶναι γραμμένον νὰ ἐπαναληφθῇς ἕως οὗ ὅλος ὁ κόσμος νὰ καθαρίσῃ τὴν καρδίαν του, καὶ νὰ μὴ ἀναβαίνωσι πλέον εἰς τὴν γλῶσσαν λέξεις βλασφημίας μολύνουσαι τὸ ἅγιον Βάπτισμα τοῦ ὀρθοδόξου!...

 

Ἐφ. Ἀκρόπολις, 16.11.1901, σ. 1.
Ἐπίσης, σημειώνεται πὼς σύμφωνα μὲ ταξιδιωτικὸ ἄρθρο τοῦ Μωραϊτίδη, ποὺ δημοσιεύεται στὴν ἴδια ἐφημερίδα, στὶς 15 Ἰανουαρίου 1902, ὅπου καταθέτει τὶς ἐντυπώσεις του ἀπὸ τὸ περιπετειῶδες ταξίδι του στὸ Καρπενήσι, αὐτὸ τὸ ταξίδι πραγματοποιήθηκε στὴ διάρκεια αὐτοῦ τοῦ Σαρανταημέρου τῶν Χριστουγέννων τοῦ 1901.

Ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης καὶ σὲ ἄλλα χρονογραφήματά του ἀναφέρεται στὸ Σαρανταήμερο τῶν Χριστουγέννων στὴν Ἀθήνα καὶ μὲ θλίψη παρατηρεῖ πὼς στὰ «Σύγχρονα Σαρανταήμερα», ὅπως τὰ ἀποκαλεῖ, σὲ ἀντιδιαστολὴ μὲ τὶς ἀναμνήσεις του ἀπὸ τὴν ἴδια περίοδο στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του, τὴν Σκιάθο τὰ ἔθιμα, οἱ παραδόσεις καὶ ἡ θρησκευτικότητα τῶν ἡμερῶν αὐτῶν ἔχουν, ἐν πολλοῖς,  χαθεῖ στὴ πρωτεύουσα πόλη τῶν Ἀθηνῶν.

Ἐφ. Ἀκρόπολις, 16.11.1901, σ.1.

Στὸ Σαρανταήμερο ἀναφέρεται ὁ Ἀλέξ. Μωραϊτίδης καὶ στὸ διήγημά του «Χρυσῆ καδένα».

Ἡ Θωμαή, ἡ ἡρωίδα τοῦ διηγήματος :

 

«μεταβαίνουσα πρωὶ-βράδυ, ἤναπτε τὰ κανδήλια τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἑνὸς μικροῦ ναΐσκου, παρὰ τὴν ἄμπελον, ὑπὸ τὴν σκιὰν ἐλαιῶν καὶ κυπαρίσσων, .... Ἤναπτε τὰ κανδήλια τοῦ ἁγίου, σαράντα μέρες καὶ σαράντα νύκτες, ὅλον τὸ σαρανταήμερον. Ἤναπτε κηράκια πρὸ τῆς εἰκόνος τοῦ ἁγίου, εἰς τὸ ξύλινον μικρὸν μανουάλιον. Ἤναπτεν ἀνθρακιὰν ἐντὸς θραυσμένης κεράμου, κ᾿ ἐθυμίαζε τὸν μικρὸν ναΐσκον, σαράντα μέραις καὶ σαράντα νύκτες».   

 Ἡ ὁδὸς Ἀθηνᾶς περὶ τὸ 1865-1870, τὴν ἐποχὴ ποὺ πρωτοῆλθε ὁ Ἀλέξ. Μωραϊτίδης στὴν Ἀθήνα ὡς μαθητής. Ἀριστερὰ διακρίνεται ὁ ναὸς τῆς Ἁγίας Κυριακῆς. Φωτογράφος: Marie-Claude Ferrier [Βλ. Χάρη Γιακουμῆ καὶ Τάσου Α. Ἀνδρέου «Μεταμορφώσεις τῶν Ἀθηνῶν, Φωτογραφικὸ Ὁδοιπορικό 1839-1950», ἐκδ. Kallimages 2014, σ. 143].


 Ὁ δὲ σύζυγός της, ὁ Λαλεμῆτρος ἀσθενήσας καὶ εὑρισκόμενος στὴν ἀλλοδαπή, βλέπει κάθε βράδυ ὅλο τὸ Σαρανταήμερο στὸν ὕπνο του τὸν Ἅγιο Γεώργιο. Τὴν τελευταία ἡμέρα τοῦ Σαρανταημέρου ἔρχεται ὁ Ἅγιος γιὰ νὰ τὸν πάρει μὲ τὸ ἄλογό του, νὰ ἐπιστρέψει στὴν πατρίδα του, στὴ σύζυγό του.  Ἐγειρόμενος ὁ Λαλεμῆτρος εἶχε ἰαθεῖ πλήρως:

 «Ἔκαμνα τότε τὸν σταυρόν μου καὶ ἐφιλοῦσα τὴν χρυσήν μου καδένα, καὶ παρακαλοῦσα τὸν ἅγιον Γεώργιον. Αὐτὸ ἐξηκολούθησεν ὁλόκληρον ἕνα σαρανταήμερον,....Τὴν ἡμέραν ὅμως ποὺ ἐτελείωνε τὸ σαρανταήμερο - θυμοῦμαι καλά· ὁ ἄρρωστος καὶ ὁ φιλάργυρος δὲν κάμνουν λάθος εἰς τὸ μέτρημα - βλέπω κ᾿ ἔρχεται, καθαρὰ-καθαρὰ πλέον, τὴν αὐγήν, ὁ ἅγιος Γεώργιος, στὸν ὕπνον μου....

   —Μὴ φοβᾶσαι, Λαλεμῆτρο! Ἀνέβα στὰ καπούλια, νὰ σὲ πάγω στὴν γυναῖκα σου! Παναγία μου! σὰν νὰ τὸν βλέπω ἀκόμη μπροστά μου.

Εἶπε καὶ ἔκαμε τὸν σταυρὸν τοῦ ὁ Λαλεμῆτρος καὶ εἶτα ἐξηκολούθησεν ἀμέσως:

Ἐξύπνησα. Στὰ μάτια μου ἔλαμψεν ἡμέρας φῶς. Εἶδα τὸν κόσμον. Εἶδα τὸν ἥλιον, εἶδα τὸ φῶς μου».

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

ΣΑΡΑΝΤΑΗΜΕΡΟΝ

—Ντάν-Ντάν-Ντάν!

Πόσον γλυκά, πόσον μαλακὰ μ’ ἐξυπνᾷ ἡ καμπανίτσα τῆς Ἁγίας Κυριακῆς, ἡ γλυκειὰ καὶ μαλακή. Γλυκειὰ ὡς ἡ προσευχὴ καὶ μαλακὴ ὡς ἡ ὑμνῳδία...

— Ντάν-Ντάν-Ντάν!

Τοῦ ναΐσκου τοῦ μικροῦ τὰ κανδηλάκια λάμπουν, ὅλα ἀναμμένα μὲ πολὺ φῶς. Ὀλίγαι γερόντισσαι, ὄρθιαι προσελθοῦσαι, ἤναψαν τὰ κεράκια των καὶ προσεύχονται παρὰ τὸ ἅγιον βῆμα, ἐντὸς τοῦ ὁποίου ὁ λειτουργῶν ἐφημέριος ἐκτελεῖ τὰ τῆς «Προσκομιδῆς», μνημονεύων τὰ ὀνόματα μὲ φωνὴν ὡς ψύθιρον ἀκουομένην μουρμουριστικήν, ἀλλ’ ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν ὑψῶν μεγαλοφωνότερον τὴν λαλιάν:

— Μνήσθητι, Κύριε!

Ἵσταται καὶ ἀναπνέει· ξαναλέγει μιὰ φορὰ ἀκόμη τὸ «Μνήσθητι Κύριε» καὶ πάλιν ἐπαναλαμβάνει τὴν ἀνάγνωσιν τῶν ὀνομάτων ἀπὸ σημειωματαρίου:

— Γεωργίου, Δημητρίου, Πανώριας, Νικολάου, Εὐρυσθένους, Ὄρσας, Καλήτσας, Ἀγγέλως, Μεταξοῦς...

Ὀνόματα ποικίλα καὶ ποικιλοσχημάτιστα, ἀπὸ ὅλον τὸ ἁγιολόγιον μὲν ἐξηγμένα, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὅλην τὴν μυθολογίαν τὴν ἑλληνικὴν καὶ πρὸς τούτοις, ἄλλα περιεργόκλιτα, ἀπὸ τὴν ἁγνοτέραν δημοτικὴν γλωσσικὴν ἱστορίαν παρμένα, ἄλλα ἁπλῶς καὶ ἁπλοσχηματίστως, καὶ ἄλλα  πάλιν, φέροντα εἰς τὸν εὔμορφον τύπον των, ὅλην τὴν οἰκογενειακὴν στοργήν, μὲ τὴν ὡραίαν ὑποκοριστικὴν περιβολήν των, μὲ τὴν ὁποίαν τόσον παρθενικῶς γνωρίζει νὰ τὰ περιβάλλῃ τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ ἡ χριστιανικὴ καρδία.

*

Εἶναι τὸ παπαδικὸν σημειωματάριον ἡ πληρεστέρα συλλογὴ τῶν ὀνομάτων ἐκείνων, τὰ ὁποῖα τόσον καλά, μὲ ὅλους τοὺς γραμματικοὺς τύπους, καλλίτερα ἀπὸ πολλοὺς σοφούς, γνωρίζει νὰ κατασκευάζῃ,  ὁ σοφώτατος ἑλληνικὸς λαός, δρέπων τὰς εὐμορφοτέρας λέξεις, ἀπὸ ὅλην τὴν φυσικὴν ἱστορίαν, ὡς δρέπει ἡ μέλισσα τὸ μέλι τῶν καλλιτέρων ἀνθέων, καὶ ὡς συλλέγει ὁ ἁλιεὺς τοὺς ὡραιοτέρους μαργαρίτας ἀπὸ τὸν βυθὸν τῆς θαλάσσης...

**

Ἀφ’ ὅτου ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, μετὰ τὸ βάπτισμα ἐνήστευσε τεσσαράκοντα ἡμέρας, καθιερώθη ὡς ἱερὸς καὶ ἐπίσημος ἐν τοῖς θρησκευτικοῖς μας ἐθίμοις καὶ ταῖς ἐθνικαῖς παραδόσεσι. Μὲ σαράντα λειτουργίας πρέπει νὰ προπεμφθῇ ὁ νεκρὸς εἰς τὸν τάφον, ἐνῷ ἡ ψυχὴ σαράντα ἡμέρας πτερυγίζει περὶ τοὺς ζῶντας, ἐπισκεπτομένη τὰ προσφιλῆ της πρόσωπα, ἀοράτως, καὶ ἀγαπητούς της τόπους. Μὲ σαράντα λειτουργίας  πρέπει ὁ νεωστὶ χειροτονηθεὶς ἱερεὺς νὰ προσλάβῃ τὸ χρῖσμα τὸ ἱερὸν τοῦ παπᾶ, καὶ σαράντα ἡμέρες πρέπει νὰ νηστεύῃ ὁ νεοκούρευτος μοναχὸς προσμένων ἐν τῷ ναῷ μὲ τὰ σχήματά του καὶ μεταλαμβάνων. Σαράντα ἡμέρας καὶ σαράντα νύκτας ἔμενεν ὁ Χριστὸς εἰς τὸν κόσμον, μετὰ τὴν Ἀνάστασιν, κάμνων τὰς θαυμαστὰς ἐκείνας ἐμφανίσεις του, καὶ σαράντα ἡμέρας καὶ σαράντα νύκτας ἔκλαιεν ἡ μαύρη χήρα τὰ κόλλυβα τοῦ ἀφέντου της ὁποῦ ἐπνίγη, πιστεύουσα ὅτι ἠμποροῦσε μία γοργώνα νὰ τῆς τὸν φέρῃ ζωντανόν, ὡς ὁ ἅγιος Νικόλαος ἔφερνε τοὺς πνιγμένους βυθιζόμενος εἰς τὸν πυθμένα κάτω  καὶ ἀνάγων αὐτούς, καὶ σαράντα λειτουργίας πρέπει νὰ κάμνουν τὰ παιδιὰ τὰ ὀρφανὰ διὰ τὴν ψυχὴν τῆς μανούλας των, ὁποῦ ἀπέθανε χωρὶς νὰ μεταλάβῃ ἡ καϋμένη...

***

Ἔτσι ἄρχισε καὶ τὸ σαρανταλείτουργον ὁ ἐφημέριος τῆς Ἁγίας Κυριακῆς, τῆς ὁποίας ἡ καμπανίτσα τόσον γλυκὰ καὶ τόσον μαλακὰ μ’ ἐξυπνᾷ πρωΐ-πρωΐ:

— Ντὰν-Ντὰν-Ντάν!

Εἶναι ὡραῖον, εἶναι γλυκύ, εἶναι μαλακὸν ν’ ἀκούῃ κανεὶς τὴν πρωϊνὴν λειτουργίαν, ὅλον τὸ Σαρανταήμερον. Ἡ ψυχή του ἁγιάζεται, εἰρηνεύει καὶ πραΰνεται Καὶ διέρχεται οὕτω μίαν ἡμέραν ἁγίαν, εἰρηνικὴν καὶ ὡραίαν, ἔχων ὅλην τὴν ἡμέραν ἐν τῇ ψυχῇ του τὸ τοῦ Δαυίδ:

 — Ἐγὼ δὲ εἶπα, Θεοί ἐστε καὶ υἱοὶ Ὑψίστου πάντες.

 

****

Καὶ ὅταν εἰς τὸν ἁπλοῦν αὐτὸν γειτονικόν μου ναΐσκον βλέπω, πρωΐ-πρωΐ, νὰ ἐμβαίνουν οἱ ἐργατικοί, μὲ τὴν ποδιὰν τῆς ἐργασίας των, νὰ ἐμβαίνουν μὲ τόσον σεβασμόν, καὶ νὰ ἀνάπτουν μὲ τόσην κατάνυξιν τὸ κηράκι των, καὶ νὰ ἀσπάζωνται τὰς ἁγίας εἰκόνας μὲ τόσην εὐλάβειαν, μακαρίζω τον ἑλληνικὸν λαόν, ὅπου τόσον εἶναι πιστὸς εἰς τὰ πάτρια. Ἀλλ’ ὅταν μετ’ ὀλίγον, ἐκεῖ, παρὰ τὴν ὀχλοβοὴν τῆς ἀγορᾶς, μέσα εἰς τὰς δοσοληψίας καὶ τὰς συναλλαγάς, ἀκούσω βλασφημίας φοβερὰς ἀπὸ τὰ στόματα ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἐφίλησαν πρὸ μικροῦ τὰς ἁγίας εἰκόνας· βλασφημίας πρὸς τὸ ἄκουσμα τῶν ὁποίων ἀνατριχιάζει τοῦ χριστιανοῦ τὸ δέρμα, βλασφημίας βαρυτάτας κατὰ ἱερῶν καὶ ὁσίων, τότε λέγω μὲ λύπην:

— Ποῖοι λοιπὸν ἦσαν ἐκεῖνοι ὅπου μὲ τόσην κατάνυξιν ἤναψαν πρὸ μικροῦ τὸ κηράκι των εἰς τὸν ναΐσκον τὸν ἥσυχον τῆς ἁγίας Κυριακῆς...

*****

— Ντὰν-Ντὰν-Ντάν!

Ἅγιον καὶ ἱερὸν Σαρανταήμερον, πόσες φορὲς τάχα ἀκόμη εἶναι γραμμένον νὰ ἐπαναληφθῇς ἕως οὗ ὅλος ὁ κόσμος νὰ καθαρίσῃ τὴν καρδίαν του, καὶ νὰ μὴ ἀναβαίνωσι πλέον εἰς τὴν γλῶσσαν λέξεις βλασφημίας μολύνουσαι τὸ ἅγιον Βάπτισμα τοῦ ὀρθοδόξου!...

Ὁ ταξειδιώτης

 Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης

* Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὴν ἐφ. Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας τῶν Βρυξελλῶν τῆς Μακεδονίας, φ. 895, 20.11.2020, σ. 17-18.


Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2020

Μωραϊτιδαντωνίου

 Δὲν ἔχουν τελειωμὸ τὰ πάθια κι οἱ καϋμοὶ τοῦ Ἀλέξανδρου Μωραϊτίδη. Δὲν τοῦ ἔφτανε ἡ βαριὰ θολία τοῦ τριτεξαδέλφου του, ποὺ δικαίως κατὰ τὴ μεγάλη πλειονοψηφία ἀναγνωστῶν καὶ μελετητῶν  ἢ ἀδίκως κατ’ ὀλιγίστους  ἐπισκιάζει,  ἐν πολλοῖς τὸ ἔργον του, οὔτε ἡ σύμφυρσή του, ἐξ αἰτίας ἑνὸς ρινικοῦ συμφώνου, μὲ τὸν γνωστὸ Ἀθηναιογράφο, θεατρικὸ συγγραφέα, ποιητὴ καὶ δημοσιογράφο. Τὸ κακό, ὅμως, τρίτωσε μὲ ἕναν Ἀγραφιώτη.


     Ἐκδοτικὸς οἶκός τις, ὄχι καὶ τόσον ἄγνωστος,  ἀναγγέλλει τὴν ἔκδοση τοῦ θεατρικοῦ ἔργου τοῦ Ἀλεξ. Μωραϊτίδη,  «Ἡ καταστροφὴ τῶν Ψαρῶν». Στὸ σύντομο βιογραφικὸ ποὺ παραθέτει, ἀφοῦ τονίζει πὼς τὸ ἔργο βραβεύτηκε στὸν Νικοδήμειο διαγωνισμό, πλαισιώνει τὸ κείμενο μὲ τὴ φωτογραφία τῆς εὐγενικῆς μορφῆς τοῦ Καρπενησιώτη λογίου καὶ Ἀκαδημαϊκοῦ Ζαχαρία Παπαντωνίου, ἀλλὰ μὲ λεζάντα Α. Μωραϊτίδης! Καὶ ἂν τυχὸν ὑπῆρχε κάποια φυσιογνωμικὴ ὁμοιότητα, θὰ μποροῦσε νὰ δικαιολογηθεῖ ἡ εἰκόνα. Δὲν ἔβαζε καλλίτερα καμμιὰ φωτογραφία τοῦ ἀειμνήστου καὶ θυμοσόφου Τζίμη Πανούση! Θὰ ἦταν, ὄντως, κοντύτερα στὴ μορφὴ τοῦ Μωραϊτίδη. Μικρὸ τὸ κακὸ ἕως καὶ καλὸν καὶ πάνυ εὐάρεστον γιὰ τοὺς Ἀγραφιῶτες. Καὶ τὸν «Ταξειδιώτη» τῆς Ἀκροπόλεως, ὁ ὁποῖος ὡς δημοσιογράφος ἐπισκέφτηκε τὸ Καρπενήσι τὸν χειμώνα τοῦ 1901, καὶ τὸν δικό τους Ζαχαρία Παπαντωνίου, μαζὶ καὶ τοὺς δύο στὸν ἴδιο χῶρο. Ἡ ἀστοχία, ἐξ ἀγνοίας προφανῶς, τοῦ συντάκτου τοῦ βιογραφικοῦ, ἔφερε ἕναν γέννημα θρέμμα θαλασσινὸ καὶ ὡς μοναχὸ Ἀνδρόνικο τελειωθέντα μὲ ἕναν ὀρεσίβιο καὶ κοσμοπολίτη, ταυτόχρονα, στὸν ἴδιο χῶρο.


Ὁ Παπαντωνίου διατηροῦσε φιλικὴ σχέση μὲ τὸν Ἀλέξανδρο  Μωραϊτίδη καὶ ἔχει δημοσιεύσει ἀρκετὰ γι’ αὐτόν. Τό ’χει φαίνεται ἡ μοίρα τοῦ Ἀλέξ. Μωραϊτίδη νὰ "μπλέκει" μὲ βουνίσιους στεριανούς. Πέρυσι τὴν ἐπέτειο   τῶν ἐνενῆντα ἐτῶν  τῆς κοιμήσεως του, στὶς 25 Ὀκτ. 2019, τίμησαν κάτι ἐλαφροΐσκιωτοι τῶν Γρεβενῶν τῆς Πίνδου μὲ ἐμπροσθοφυλακὴ τὰ δύο ἀποκλειστικῶς Μωραϊτιδικὰ φύλλα τοῦ τερπνοῦ ἐντύπου Τύρβη τῆς φαιδρᾶς συντεχνίας τῶν Γρεβενῶν καὶ guest-antistar  κάτι αἰθεροβάμονες ἀπὸ ἕν «Ἑλληνομουσεῖον» τῶν Ἀγραφιώτικων βουνῶν. Καὶ τίμησαν τὴν ἐπέτειο ὄχι μόνο μὲ τὸν λόγο τοῦ Μωραϊτίδη ἀλλὰ καὶ μὲ κρασοβόλια Σκοπέλου καὶ τσιαλαφούτι Ἀγράφων· ἄνευ γιουβετσίων!

Τὸ θεατρικὸ τοῦ Μωραϊτίδη δὲν ἐκδόθηκε τελικά. Ἔχουν περάσει ἑπτὰ χρόνια ἀπὸ τότε. Ὅμως, ἡ ἀναγγελία ἔμεινε στοὺς ἀπέραντους λειμῶνες τοῦ διαδικτύου καὶ ἀναδύεται μετὰ πᾶσαν ἐνδελεχῆ πληκτρολόγηση γιὰ νὰ ὑπενθυμήσῃ, σὲ ὅσους ἀκόμη συνεχίζουν νὰ γοητεύονται ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση τοῦ συγγραφικοῦ του ἔργου, ὅτι δροσίζει τὴν ἀγωνιῶσαν διὰ τὸν ἐπιούσιον ψυχὴν ὡς ἡ λυσίπονος πνοὴ τῶν μελτεμιῶν· ροδόσταγμα ἁγνὸν μέσα εἰς τὴν καρδίαν των,  καὶ  ὅτι συνεχίζει ὁ Μωραϊτίδης νὰ δηλώνει παρών, ἀλλὰ μὲ ἄλλους κάθε φορά, πολλοὺς κι ἀπρόσμενους τρόπους.

Ντῖνος  Ἀγραφιώτης


* Πρώτη δημοσίευση στὴν ἐφημερίδα Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας τῶν Γρεβενῶν φ. 893/6.11.2020, σ. 17.

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2020

Ο ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΓΡΑΝΙΤΣΑΣ ΣΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΒΡΑΓΓΙΑΝΑ, ΤΟ 1912

                                                    τὰ Μεγάλα Βραγγιανά...τὸ μέρος αὐτὸ τὸ                                                                                                                       ὡς ἄλλοι Δελφοί


Ὁ λογοτέχνης, δημοσιογράφος καὶ πολιτικὸς Στέφανος Γρανίτσας (Γρανίτσα Ἀγράφων 1880-Ἀθήνα 1915), ἐξέχουσα πνευματικὴ καὶ ἀγωνιστικὴ μορφὴ ἐξ Ἀγράφων ὁρμωμένη, ξεκινᾶ τὸν Αὔγουστο τοῦ 1912 (17 Αὐγούστου)  νὰ δημοσιεύει στὴν ἐφημερίδα Ἑστία σειρὰ λαογραφικῶν χρονογραφημάτων μὲ ὑπέρτιτλο «Τοῦ βουνοῦ καὶ τοῦ λόγγου». Στὸ χρονογράφημά του μὲ τίτλο «Τὸ στοιχειό», ποὺ δημοσιεύεται στὴν πρώτη σελίδα τῆς ἐφ. Ἑστία τῆς 7ης Σεπτ. 1912, ἀναφέρεται, μεταξὺ ἄλλων, σὲ ἐπίσκεψή του στὸν τόπο μας, στὰ Μεγάλα Βραγγιανὰ τῶν Ἀγράφων, στὴν ἕδρα τοῦ πάλαι ποτε λεγομένου «Ἑλληνομουσείου Ἀγράφων». 

 Μολύβι σὲ χαρτί.
Ἐργο (2020) Κώστα Ντιό 

Ὁ Γρανίτσας ἀφοῦ ἀναφέρεται στὰ περὶ κατασκευῆς τοῦ δρόμου Κερασσόβου-Ἀγράφων-Βραγγιανῶν καὶ τοὺς θρύλοιυς ποὺ συνοδεύουν τὶς φῆμες περὶ ὑπάρξεως τοῦ λεγομένου ὡς «Στοιχειό» στὴν περιοχή, δηλώνει πὼς σ’ αὐτὴν τὴν περιοχὴ κατέφυγαν διωκόμενοι χριστιανοὶ Ἕλληνες μετὰ τὴν Ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως:

Εἰδικῶς μάλιστα εἰς τὰ μέρη αὐτά, ὡς ἀπρόσιτα, κατέφυγον χιλιάδες καταδιωκομένων Ἑλλήνων, ἰδίως κατὰ τὴν πτῶσιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως

Κατόπιν, εὑρισκόμενος στὴν περιοχὴ τοῦ Τριδένδρου (Βελισδόνι), ἀναφέρει ὅτι μὲ ὁμάδα ἄλλων περιηγητῶν ἐπισκέπτεται τὴν Ἁγία Παρασκευὴ τῶν Βραγγιανῶν, ἔργο ὅπως σημειώνει λογίων παροίκων ἐκ Κωνσταντινουπόλεως  καὶ ἕδρα τῆς Σχολῆς Γραμμάτων Γούβας, τῆς ὁποίας οἱ μαθητὲς καὶ οἱ δάσκαλοι στελέχωσαν μεγάλες Σχολὲς Γραμμάτων τῆς Τουρκοκρατίας. Δηλώνει πὼς στὸν τόπο αὐτὸ δίδαξαν ὁ Εὐγένιος Γιαννούλης καὶ ὁ Ἁναστάσιος Γόρδιος καὶ ἐπίσης καταγράφει, μεταξὺ ἄλλων,  ὡς μαθητὴ τῆς Σχολῆς τὸν ἀρματωλὸ Δίπλα τὸν σύντροφο καὶ συγγενῆ τοῦ Κατσαντώνη.

Ἐφ. Ἑστία, 7.9.1912, σ.1.

Ὀλίγες ἄλλως τε ὧρες ἐπάνω ἀπὸ τὸ ἀνήλιον αὐτὸ ρέμα εἶναι τὰ Μεγάλα Βραγγιανά, εἰς τὰ ὁποῖα κατέφυγαν ἀρκετοὶ φυγάδες λόγιοι τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἔκτισαν μίαν περίφημον ἐκκλησίαν ὑπὸ τὸ συμβολικώτατον ὄνομα Ἁγία Παρασκευή, καὶ ὅπου ἐξηκολούθησαν τὴν καλλιέργειαν τῶν γραμμάτων, συνέγραψαν, ἐδίδαξαν, ἐδημιούργησαν σοφοὺς μαθητάς, ὅπως τὸν Εὐγένιον, τὸν Γόρδιον καὶ ἀπείρους ἄλλους, οἱ ὁποῖοι μετὰ ταῦτα ἵδρυσαν Σχολὰς εἰς τὰ Ἰωάννινα, τὴν Σμύρνην, τὴν Θεσσαλίαν καὶ εἰς ἄλλα μέρη παρασκευάσαντες τὸ Εἰκοσιένα Πρὸ ἡμερῶν ἐπεσκέφθημεν μία ὁμὰς τὸ μέρος αὐτὸ τὸ ἄγριον, ὡς ἄλλοι Δελφοί, καὶ ὁπόθεν, κατὰ τὸν Σάθαν θαρρῶ, ἔρρεε φῶς ἀνὰ πάντα τὸν Ἑλληνισμόν.

Ἐφ. Ἑστία, 7.9.1912, σ. 1. 
...ὁ τάφος τοῦ Γορδίου

 Τὸ ἰδιαίτερο στοιχεῖο ποὺ παραθέτει ὁ Στέφανος Γρανίτσας εἶναι πὼς βεβαιώνει στὴν εἴσοδο τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς στὸν νάρθηκα,  τὴν ὕπαρξη τοῦ τάφου τοῦ Γορδίου καθὼς καὶ τῆς κάρας τοῦ Γορδίου ἐντὸς τοῦ ναοῦ· προφανῶς μετὰ τὴν ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του.  Ἐνδεχομένως, ὁ Γρανίτσας εἶχε μελετήσει τὸ ἔργο τοῦ Γορδίου Περὶ Μωάμεθ καὶ κατὰ Λατείνων καθὼς παραθέτει προφητεία τοῦ Γορδίου, περὶ δημιουργίας μικροῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, τὸ ὁποῖο ὅμως  θὰ βρίσκεται ἐγκλωβισμένο μεταξὺ τῆς ἰσλαμικῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς παπικῆς Δύσεως..

Ἐφ. Ἑστία, 7.9.1912, σ.1.

Εἰς τὴν εἴσοδον τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, ὅπου ἐμαθήτευσαν δεκάδες γνωστῶν Ἀρματολῶν καὶ Κλεφτῶν, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ περίφημος Δίπλας, ὑπάρχει ὁ τάφος τοῦ Γόρδιου καὶ ἐντὸς τοῦ ναοῦ ἡ κάρα τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ, ὁ ὁποῖος πρὸ διακοσίων ἐτῶν προέβλεπε τὴν σύστασιν ἑνὸς σπιθαμιαίου Ἑλληνικοῦ Κράτους, ἀπελπιστικῶς πνιγομένου μεταξὺ τοῦ φεσίου τῆς Ἀνατολῆς καὶ τοῦ καπέλλου τῆς Δύσεως.

κάρα τοῦ Γορδίου σώζεται μέχρι τὶς μέρες μας. Μάλιστα, στὴν ἐπιφάνειά της διακρίνονται καὶ γραπτὲς διὰ μελάνης ἐνθυμήσεις  τῆς κοιμήσεως καὶ τῆς ἀνακομιδῆς τῶν ὀστῶν τοῦ Γορδίου.

Λεπτομέρεια ἀπὸ τὴν κάρα τοῦ 
Γορδίου, ὅπου μὲ μελάνη γράφεται:
"καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, ἀμήν:"

Στὴν περιοχὴ τοῦ ἀριστεροῦ κροταφικοῦ ὀστοῦ, μᾶλλον διὰ χειρὸς τοῦ παπα-Χρήστου Στούμπου, παλαιοῦ ἐφημερίου τοῦ τόπου μας, γράφεται διὰ μελάνης ἡ φράση ἀπὸ τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως:

Καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰώνος ἀμήν.

Τὰ λαογραφικὰ χρονογραφήματα τοῦ Στ. Γρανίτσα συγκεντρώθηκαν λίγα χρόνια μετὰ τὸν θάνατό του καὶ ἐκδόθηκαν σὲ τόμο τὸ 1921 ἀπὸ τὸν ἐκδοτικὸ οἶκο «Ἐλευθερουδάκης», μὲ ἐπιμέλεια καὶ πρόλογο τοῦ Καρπενησιώτη λογίου Ζαχαρία Παπαντωνίου (1877-1940) καὶ μὲ τίτλο «Τὰ ἄγρια καὶ τὰ ἥμερα τοῦ βουνοῦ καὶ τοῦ λόγγου».



Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης