Ἀπὸ
τὸν πολὺ καλὸ φίλο τοῦ ἱστολογίου μας καὶ τῶν Ἀγράφων, τὸν λογοτέχνη καὶ συγγραφέα
σπουδαίων μελετῶν Λουκᾶ Δ. Παπαδάκη, δημοσιεύτηκε ἡ κάτωθι κριτικὴ προσέγγιση τῆς
ἔκδοσης:
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
ΜΩΡΑΪΤΙΔΗΣ
Ο ΜΠΑΡΜΠΑ-ΔΗΜΑΡΧΟΣ
Προλόγισμα
– ἐπίμετρο: Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης
μὲ
πλουμίδια τοῦ Νικόλα Δημητριάδη
Ἐκδόσεις
manifesto, 2019.
Τὸν
«Μπάρμπα-δήμαρχο», τὸ ἠθογραφικὸ αὐτὸ διήγημα τοῦ Ἀλέξανδρου Μωραϊτίδη, τοῦ ἐξαδέλφου
τοῦ Παπαδιαμάντη, γραμμένο τὸ 1892, παρουσιάζει στὸ σημερινὸ ἀναγνωστικὸ κοινὸ ὁ
ρέκτης τῆς Ἱστορίας καὶ τῆς Λογοτεχνίας, καὶ συνάδελφός μου στὴν Ὀδοντιατρικὴ ἐπιστήμη,
Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης. Τὴ βιβλιοθήκη μου κοσμοῦν σημαντικὲς μελέτες του καὶ ἀνάμεσά
τους «Ἡ περιοχὴ τῆς Τριχωνίδος στὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἀναστασίου Γορδίου. Ἡ σχέση
τοῦ Ἀναστασίου Γορδίου μὲ τὸν ἡγούμενο τῆς Ι. Μ. Μυρτιᾶς Γεννάδιο» καὶ «Τὸ Πετρῆλὸ
τῶν Ἀγράφων κατὰ τὴν Τουρκοκρατία» (παρουσίαση στὶς 19.11.2018). Ὡς πρὸς τὴ
λογοτεχνία οἱ αἰσθητικές του προτιμήσεις τὸν ἔχουν ὁδηγήσει στὸ νὰ ἐπικεντρώσει
τὸ ἐνδιαφέρον του ἰδίως στὸ ἔργο τοῦ Μωραϊτίδη. Χαιρόμαστε τὰ εὑρήματα καὶ τὶς ἀναγνώσεις
του στὶς σελίδες τῆς καλῆς ἐφημερίδας “Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας” τῶν Γρεβενῶν.
Καί, βέβαια, τὸ 2018 ἀπολαύσαμε σὲ ἐπιμέλειά του καὶ τὸ «Ὅλα τὰ ἐν Καρπενησίῳ
μεγαλοπρεπῆ», ὅπου ὁ «ἀδικημένος» Ἀλέξανδρος καταγράφει τὰ τοῦ ταξιδιοῦ του γιὰ
τὸ Καρπενήσι τὸ 1901 (παρουσίαση στὶς 22.11.2018).
|
Ἀλέξ. Μωραϊτίδης |
Αὐτὴ
ἐδῶ ἡ ἱστορία διαδραματίζεται σὲ μία κώμη, τὴν περίοδο τῶν Χριστουγέννων. Μία
πάμφτωχη οἰκογένεια ἔχει μία κόρη τῆς παντρειᾶς, ἀλλὰ ὁ ἀρραβωνιαστικός της
βρίσκει συνεχῶς δικαιολογίες, γιὰ νὰ ἀναβάλει τὸν γάμο. Τὸν σύζυγο, τὸν Γιωργό,
ὁ συγγραφέας μας τὸν περιγράφει ὡς «ἕνα μικροκαμωμένον ἄνθρωπον, λεπτὸν καὶ
λιγνὸν καὶ ξηρὸν ὡς φαγωμένον ἀπὸ τὰς αἴγας γηραιὸν θήλιασμα, τὸ ὁποῖον οὔτε
μεγαλώνει πλέον, ἀλλ’ οὔτε καὶ ἀναθάλλει». Αὐτὸς λοιπὸν ὁ Γιωργὸς τὸ μόνο ποὺ
κάνει εἶναι νὰ κόβει κλάρες γιὰ τὸν φοῦρνο τῆς γυναίκας του, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἄλλωστε
καὶ βιοπορίζονταν. Γι’ αὐτὴ τὴ δουλειὰ «ἦτο γεννημένος καὶ κατὰ λάθος τὸν ὑπάνδρευσαν».
Ἔπειτα «τὸν ἔπιανεν ἡ τεμπελιά, ἐκάθητο εἰς τὸ καφενεῖον τῆς ἀγορᾶς τραβῶν τὸν
ναργιλέ του καὶ διαλεγόμενος περὶ τῶν ὑδάτων τῆς κώμης ὡς πρωτόγερος τοῦ
χωρίου, μὲ τί μέσον θὰ φέρουν εἰς τὸ χωρίον τὸ τρεχάμενο νερό». Γιὰ τοῦτο καὶ ὁ
κόσμος τοῦ κόλλησε τὸ παρανόμι Μπάρμπα-δήμαρχος.
Ἡ σύζυγος, ἡ
Μιλάχρω, εἶναι «μία γυναίκα ὡς ἐκεῖ ἀπάνω, μὲ δυὸ χέρια μακρὰ ὡς τὸ φουρνόξυλο,
διὰ τοῦ ὁποίου διηυθέτει τὶς κλάρες ἐν τῷ ἀναμμένῳ φούρνῳ, ἂν καὶ πολλάκις αἱ γυναῖκες
αἱ φουρνίζουσαι τὰ ψωμία, τὴν εἶδον ἀπάνω εἰς τὴν ὀχλοβοὴν νὰ τὰ διευθετῇ μὲ τὰς
μακρὰς καὶ ξηρὰς χείρας της, ἀψηφοῦσα τὸ πῦρ».
Ἡ
μαύρη φτώχεια τοῦ ζευγαριοῦ αὐτοῦ ἀποδίδεται ἀριστουργηματικὰ ἀπὸ τὸν
συγγραφέα: «Καὶ ποντικὸν νὰ ἔκαμνε γαμβρόν, καὶ ὁ ποντικὸς θὰ ἔκαμνε
παρατηρήσεις διὰ τὰς τρύπας τῆς σαθρᾶς οἰκίας».
Τὸ
ζευγάρι μὲ τὸν ράθυμο ἄντρα καὶ τὴ δουλευταροῦ γυναίκα εἶναι εἰκόνα συνηθισμένη
στὶς ἀνεξέλικτες κοινωνίες. Μοῦ διηγεῖται ὁ φίλος Σαρακατσάνος Νίκος Σταμούλης:
«Ὅλη μέρα ὁδηγούσαμε τὰ πρόβατα γιὰ τὸ χειμαδιό. Βιαζόμασταν νὰ φτάσουμε ἐκεῖ
ποὺ ἦταν κανονισμένο, πρὶν σουρουπώσει. Τότε ἡ γυναίκα ἔψαχνε κι εὕρισκε μέρος
στραγγερό, ἔστηνε τὴν τέντα, ἔστρωνε στὸ χῶμα κλάρες ἀπὸ κέδρα, ντοῦσκο (=δρῦς)
ἢ πλάτανο, ἔσκαβε γύρω-γύρω ἓν’ αὐλάκι, μὴν κάνει μπόρα καὶ τὰ παρασύρει ὅλα, ὕστερα
μάζευε ξύλα κι ἄναβε φωτιά, ζύμωνε, ἔβγαζε τὸ ψωμὶ κι ἔφτιαχνε τὸ φαΐ. Τὴν ἴδια
ὥρα οἱ ἄντρες ὄρθιοι μὲ τὶς παλάμες στὴ γκλίτσα κι ἀπὸ πάνω τὸ πηγούνι,
χαζολόγαγαν, ἀγναντεύοντας τὰ βουνά. Καὶ τὴ νύχτα θέλαν’ νὰ κάνουνε καί…».
Ἀλλὰ
ἂς ἐπιστρέψουμε στὴν ἱστορία μας. Ἀπὸ ἐκεῖνο λοιπὸν «τὸ ἀταίριαστον καὶ ἄχαρι ἀνδρόγυνον»,
ὅπως ἄλλωστε εἶναι ὅλα τὰ ἐκτὸς παραμυθιοῦ, ἴσως καὶ σὲ ὅλο τὸν κόσμο,
γεννήθηκε μία κόρη, τὸ Χρυσῶ, ποὺ ἔτσι τὴν περιγράφει ὁ συγγραφέας, διασώζοντας
καὶ τὰ κριτήρια ὡραιότητος τῆς ἐποχῆς του: «νεάνιδα εὔμορφον, μὲ μαῦρα μάτια, μὲ
μαῦρα πολλὰ καὶ μακρυὰ μαλλιά, εἰκοσιδυὸ ἐτῶν κορίτσι, μετὰ χάριτος φέρον τὴν
λαδιὰν μανδήλαν καὶ τὸ λευκότατον κολόβιον, σὰν τὸ χιόνι ἄσπρο καὶ τὸ κορίτσι
καὶ τὸ κολόβιον, ἐνῶ ἐπιχαρίτως οἱ λεπτοκαμωμένοι πόδες τῆς ὡραίας κόρης
φέροντες παλλεύκους περικνημίδας ἔσυρον κομψῶς τὰς κεντητὰς ἐμβάδας –τὶς κουντοῦρες–
βροντώσας φαιδρῶς ἐπὶ τῶν μισοσπασμένων βαθμίδων τῆς σαθρᾶς κλίμακος».
Καὶ
οἱ γαμπροί, γαμπροὶ εἶναι, πάντοτε γυρεύουνε πανωπροίκια, γιατί ἅμα μπεῖ τὸ
στεφάνι ὅ,τι πῆραν, πῆραν. Βούιξε ὁ κόσμος πὼς ὁ Μπάρμπα-δήμαρχος εἶχε βρεῖ, κεῖ
ποὺ ξερίζωνε μία κλάρα, ἕνα ντενεκὲ μὲ φλουριά, κάτι ποὺ ὁ ἴδιος πεισματικὰ ἀρνιόταν,
κι ἀπαίτησε ὁ μνηστήρας χίλιες δραχμὲς ἐπιπλέον προίκα.
Ἡ
λύση δίδεται μὲ τὸ ἐνύπνιο ὅραμα. Γράφει στὸν πρόλογό του ὁ Τσιώλης: «Τὸ ἐνύπνιον
ὅραμα, τ’ ὀνείρεμα, εἶναι γνωστὸ –συνήθως σὲ συνάφεια μὲ τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ
παράδοση– διηγηματογραφικὸ εὕρημα στὰ ἔργα τοῦ Ἀλεξάνδρου Μωραϊτίδη. Μὲ τὴν ὀνειρικὴ
διάθεση τῶν ἡρώων του δίδει διέξοδο ἀλλὰ καὶ νόημα στὴ διηγηματογραφική του
δομή· καὶ ὡς ἄλλος ἀπὸ μηχανῆς θεὸς τὸ ὄνειρο προσφέρει λύση στὴν ὁλοκλήρωση τοῦ
διηγήματός του». Ἀλλὰ ἡ λίαν ἐνδιαφέρουσα πλοκὴ στὸ κείμενο.
Κεῖ ποὺ χαιρόμουν τοὺς διαλόγους
στὸ τοπικὸ ἰδίωμα («Ἀρή! Μουλύβια!», «Δὲν ξέρω ἐγὼ τὴ δ’λειὰ μ!»), χαιρόμουν καὶ
τὸ γλωσσάρι, βρῆκα μία σπουδαία λέξη, ξεχασμένη στὶς μέρες μας, τὴ λέξη κολῶ:
«Καὶ ἐξηκολούθει καὶ μετὰ τὸ δειλινὸν ἀκόμη νὰ κολᾶ τὸν φοῦρνον της ἐκείνην τὴν
ἡμέραν – παραμονὴν τοῦ Ἁγίου Βασιλείου…». Καὶ θυμήθηκα τὸν μακαρίτη τὸν πεθερό
μου ποὺ ἔλεγε: «Πάω νὰ κολήσω τὸ καντήλι τῆς μάνας μου», δηλαδὴ νὰ τὸ ἀνάψω.
Συνδέεται ἐτυμολογικὰ μὲ τὸ κολάπτω (= κτυπῶ, δαγκώνω, σκαλίζω,
ραμφίζω, χαράσσω, λαξεύω), κόλαφος (=χαστούκι), καὶ σημαίνει χτυπῶ, δέρνω,
βαράω («τοῦ κόλησα μία»), ἀνάβω φωτιά, μεταφορικὰ δὲ πυροβολῶ. Λέξη ποὺ τὴν εἶχα
χρησιμοποιήσει σ’ ἕνα μου ποίημα: «αἷμα νεκρὸ σταλάζει / στὴ σκέψη σου κι ἡ
φωτιὰ / κολάει στὶς σάρκες». Αἷμα τοῦ Νέσσου ποὺ κολλάει καὶ κολάει στὶς σάρκες.
Λ. Δ. Παπαδάκης
ΠΡΩΤΗ ΕΝΤΥΠΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΣΤΑ ''ΧΡΟΝΙΚΑ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ'' τῶν Γρεβενῶν, φ. 860 / 31.1.2020, σ. 17.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου