Ἀριστείδης Παν.
Τσιώλης ἢ Γαλάνης
(Μεγ. Βραγγιανά, 1890 – Πέμπτη, 23 Φεβρ. 1973)
Ἀριστείδης Παν. Τσιώλης
(† 23. 2. 1973)
Σὰν
σήμερα, πρὶν ἀκριβῶς πενῆντα χρόνια, ἴδια ἡμέρα (Πέμπτη) τῆς ἑβδομάδας, ἄφησε τὸν
μάταιο αὐτὸν κόσμο, στὴ γενέτειρά του, τὰ Μεγάλα Βραγγιανὰ τῶν Ἀγράφων, ὁ Ἀριστείδης
Τσιώλης τοῦ
Παναγιώτου καὶ τῆς Καλλιόπης σὲ ἡλικία 83 ἐτῶν. Ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ ἐννέα τέκνα τοῦ
Παναγιώτη Ἰωάν. Τσιώλη (†
1914) ἀπὸ τοὺς δύο γάμους του μὲ τὴν Καλλιόπη καὶ τὴ Μαρία. Μεταξὺ τῶν ἀδελφῶν
του καὶ ὁ Κωνσταντῖνος ὁ ὁποῖος ἔπεσε ἡρωϊκὰ μαχόμενος, σὲ ἡλικία μόλις 22 ἐτῶν,
στὸ Μικρασιατικὸ μέτωπο, στὶς 18 Μαρτίου 1921. Τὰ ὑπόλοιπα ἀδέλφια του ἦσαν ὁ
Γεώργιος, ὁ Βασίλειος, ἡ Ἀλεξάνδρα, ἡ Θεοδώρα, ἡ Ἀγλαΐα, ἡ Ἀρετὴ καὶ ἡ Ἑλένη ἡ ὁποία
πέθανε σὲ πολὺ μικρὴ ἡλικία.
Ἦταν
βετεράνος τῶν Βαλκανικῶν πολέμων ὑπηρετώντας περίπου ὀκτὼ ἔτη στρατιωτικῆς
θητείας. Ἡ μονάδα του εἰσῆλθε θριαμβευτικὰ στὴ Θεσσαλονίκη στὶς 26-27 Ὀκτ.
1912. Τραυματίστηκε στὴν φονικὴ μάχη Κιλκίς –Λαχανᾶ τὸν Ἰούνιο τοῦ 1913. Στὴ
διάρκεια τῆς νοσηλείας σὲ στρατιωτικὸ νοσοκομεῖο δέχθηκε, κατὰ προφορικὴ
διήγησή του, αὐτὸς καὶ οἱ ἄλλοι τραυματίες
στρατιῶτες, τὴν ἐπίσκεψη τοῦ πρωθυπουργοῦ Ἐλευθερίου Βενιζέλου. Μάλιστα ἀνέφερε
ὅτι τὸν χαϊδεψε στὴν κεφαλὴ εὐχόμενος καλὴ ἀνάρρωση μαζὶ μὲ τοὺς ἐπαίνους του
γιὰ τὴ γενναιότητά του στὶς στρατιωτικὲς ἐπιχειρήσεις.Ἡ παλαιὰ οἰκία
τοῦ Παναγ. Ἰω. Τσιώλη
στὰ Μεγ. Βραγγιανά,
ὅπου γεννήθηκε ὁ Ἀριστείδης
στὰ 1890.
Ἔφερε
τὸ οἰκογενειακὸ προσωνύμιο «Γαλάνης», μὲ τὸ ὁποῖο ἦταν περισσότερο γνωστὸς παρὰ
μὲ τὸ κοσμικό του ἐπώνυμο, καὶ τὸ ὁποῖο μεταφέρθηκε καὶ στὰ παιδιά του. Χαρακτηριστικὰ
ὁ ἴδιος σὲ ἐπιστολή του ἀπὸ τὴν Ἀθήνα ‒ὅπου
εἶχε βρεθεῖ γιὰ ὑποθεσή του‒
πρὸς τὸν γιό του Θωμᾶ στὰ Μεγ. Βραγγιανά, τὸν ἀποκαλεῖ «Θωμᾶν Τσιώλην ἢ
Γαλάνην».
Εὐέξαπτος
ἀλλὰ ἀκέραιος ὡς χαρακτήρας καὶ ἀληθινὰ ἔντιμος, ἀλλὰ καὶ δίκαιος ὅπως ὑπαγόρευε
καὶ τὸ βαπτιστικό του ὄνομα. Ἀσχολήθηκε μὲ τὴν τέχνη τοῦ ξυλουργικῆς τὴν ὁποία ἔμαθε
ἀπὸ μοναχοὺς ξυλουργοὺς σὲ μοναστήρι στὸ Βέρνικο τῆς Εὐρυτανίας, κοντὰ στὸ
Κεράσσοβο (νῦν Κερασοχώρι Ἀγράφων). Σὲ πλῆθος κατοικιῶν στὰ Ἄγραφα ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες
περιοχὲς τοῦ θεσσαλικοῦ χώρου σώζονται ἔργα τῆς χειρός του. Εἰδίκευση μοναδικὴ
καὶ περιζήτητη εἶχε στὶς περιστροφικὲς ξυλόσκαλες ἐσωτερικοῦ χώρου. Μάλιστα, σὲ
πολλὲς περιπτώσεις ζητοῦσαν τὶς γνώσεις του ἀλλὰ καὶ τὴν συνδρομή του ἀκόμη καὶ συναδελφοί του."Θωμᾶν Τσιώλην ἢ Γαλάνην, Βραγγιανά"
Ἀπὸ
αὐτὸν σώζεται καὶ ἡ προφορικὴ μαρτυρία περὶ ὕπαρξης τῆς «κοσσάνας», τῆς μοναχικῆς
κόμης τοῦ Ἀναστασίου Γορδίου, μέσα στὸν ναὸ τῆς Ἁγ. Παρασκευῆς. Μετὰ τὴν ἀπόλυση
του ἀπὸ τὸν Στρατὸ ἐπανερχόμενος στὰ Μεγάλα Βραγγιανὰ ἡ «κοσσάνα» τοῦ Γορδίου ‒πάλι κατὰ δήλωσή του‒ δὲν ὑπῆρχε.Ἡ ὑπογραφή του
Ἀπὸ
τὴν πρώτη σύζυγό του τὴ συγχωριανή του Ἀλεξάνδρα Ἀργυρίου ἀπέκτησε δύο παιδιὰ τὴν Ἀναστασία († 2013) καὶ
τὸν Παναγιώτη († 1985). Ἀπὸ τὴν δεύτερη σύζυγό του, τὴ Μαρία Καψάλη († 1989) ἀπ[ο
τὸ ὅμορο Πετρῆλο, ἀπέκτησε τρία παιδιὰ τὸν Σπυρίδωνα († 2013), τὸν Σωκράτη (†
2010) καὶ τὸν Θωμᾶ († 2015) ἐνῶ τὴν οἰκογένεια συμπλήρωνε καὶ ὁ Ἰωάννης Τσιαχρῆς,
τέκνο τῆς Μαρίας.Μὲ τὴν σύζυγό του
Μαρία, στὰ 1971, στὴν Ἀθήνα
Ἀναφέρεται
στὸ φύλλο τῆς 1ης Δεκ. 1929 τῆς ἐφημερίδας Εὐρυτανία καὶ ἀπὸ τὸν εὐρυτάνα ἱστορικὸ Πάνο Βασιλείου, ὅταν αὐτὸς ἐπισκέφθηκε
τὰ Μεγ. Βραγγιανὰ τὸν Αὔγουστο τοῦ 1929, ὡς ἕνας ἐκ τῶν ἑπτὰ τῆς ὁμάδας (Σπ. Ζαμπάκας,
Εὐαγγ. Γούλας, Ἀρ. Τσιώλης, Γ. Τσιώλης,
Κ. Γούλας, Βασιλ. Τσιώλης, Γ. Μπετχαβᾶς καὶ ὁ ἱερέας τῆς Κοινότητας) ποὺ εἶχαν ἀναλάβει
–κατόπιν προτροπῆς τοῦ ἰδίου τοῦ Πάνου Βασιλείου‒ τὴν ἐπίβλεψη καὶ τὶς ἐργασίες τῆς
ἀνακαίνισης καὶ τοῦ εὐπρεπισμοῦ τοῦ ἱστορικοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, στὴν
πλαϊνὴ θύρα τοῦ ὁποίου σώζεται, μέχρι σήμερα, ἡ ὑπογραφή του μὲ μολύβι.
Ἐκοιμήθη
ἐν Κυρίῳ εἰρηνικὰ τὸ ἀπόγευμα, 7 μ.μ. τῆς 23ης Φεβρουαρίου 1973, καὶ ἐτάφη τὴν ἑπομένη
στὸν κοιμητηριακὸ χῶρο τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, τοῦ καθολικοῦ τῆς ὁμωνύμου
Μονῆς, ὅπου καὶ κατὰ τὸν 17ο αἰ. ἡ ὀνομαστὴ σχολὴ Γούβας Βραγγιανῶν Ἀγράφων
τοῦ Εὐγενίου Γιαννούλη .Μὲ τὸν γιό του Παναγιώτη
καὶ τὴν σύζυγο τοῦ Παναγιώτη, Βασιλικὴ
στὸ τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ
1940 στὴν Ἀθήνα.
Σύμφωνα
μὲ μαρτυρίες παρόντων, στὴ διαδρομὴ ἀπὸ τὴν κατοικία του πρὸς τὸν ναὸ χιόνιζε
διαρκῶς. Νιφετὸς
συνόδευσε τὴν πορεία του γιὰ τὴν ἐξόδιο ἀκολουθία καὶ τὴν ταφή του στὸ
παρακείμενο μικρὸ κοιμητήριο, ὅπου ἑνώθηκε καὶ πάλι, ἀλλὰ ἀλλιῶς, μὲ τοὺς
προγόνους του. Τὸ δὲ χιόνι ἔγινε σεντόνι, σάβανο καὶ κάλυψε τὸ σῶμα καὶ τὸ
πρόσωπό του· καὶ ὁ παπποῦς Ἀριστείδης Τσιώλης ἢ Γαλάνης «ἄσπρισεν ὅλος» γιὰ νὰ
μὴν –κατὰ τὴν παπαδιαμαντικὴν ρῆσιν‒
«παραστῇ γυμνὸς καὶ τετραχηλισμένος, αὐτὸς καὶ ἡ ζωή του καὶ αἱ πράξεις του, ἐνώπιον
τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν τοῦ Τρισαγίου».
Τὸ χιόνι ποὺ τὸν κάλυψε εἶχε ἀσπρίσει,
εἶχε ἐξαγνίσει, εἶχε ἀπαλείψει ὅλες τὶς ἁμαρτίες του, ὅλα τὰ περασμένα.
Μετὰ τῶν δικαίων
Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης [ἢ
Γαλάνης],
ἐγγονός του
Καὶ ποιός μᾶς λέει ὅτι κι αὐτός, ὁ συγχωρεμένος, δὲν ἦταν ἕνας ἀφανὴς ἥρως, ποὺ ἄν τὸν γνωριζε ὁ Ππδ ἤ ὅποιος ἄλλος λόγιος κάτι θὰ ἔγραφε γιὰ τὴν ποιητικὴ εἰκόνα τῆς ἐκφορᾶς του; π.κ
ΑπάντησηΔιαγραφή