Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2021

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΕΝ ΚΑΡΠΕΝΗΣΙΩ. AΠΟ ΤΗΝ ΝΙΚΑΝΔΡΑ (ΝΙΚΗ) ΜΠΑΚΟΓΕΩΡΓΟΥ

 

 Ἡ Καρπενησιώτισσα φιλόλογος Νικάνδρα (Νίκη) Μπακογεώργου εἶχε παρουσιάσει στὰ πλαίσια τῶν δραστηριοτήτων τῆς «Λέσχης Ἀνάγνωσης Καρπενησίου» καὶ τῆς «Δημόσιας Κεντρικῆς Βιβλιοθήκης Καρπενησίου», στὶς 13 Δεκ. 2017, τὸ διήγημα τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη «Ὁ ἔρωτας στὰ χιόνα», τὸ ὁποῖο κατὰ τὴν κ. Μπακογεώργου: 

«ἀνήκει στὴν πρώτη σειρὰ καὶ στὴν τάξη τῶν παπαδιαμαντικῶν ἀριστουργημάτων» 

Τὸ διήγημα γράφεται πιθανώτατα στὰ τέλη τοῦ 1895 καὶ δημοσιεύεται στὴν πρώτη σελίδα τῆς ἐφ. Ἀκρόπολις τὴν 1η Ἰανουαρίου 1896, μὲ τὴν ὑπογραφὴ «Ἀ. Παπαδιαμάντης».

Ἐφ. Ἀκρόπολις, 1.1.1896 

Ἡ μελέτη τῆς κ. Νίκης Μπακογεώργου δημοσιεύεται στὸ τόμο Ἕνα βιβλίο... ἕνας συγγραφέας... κι ἐμεῖς, [Δημόσια Κεντρικὴ Βιβλιοθήκη Καρπενησίου-Λέσχη ἀνάγνωσης]. Καρπενήσι 2020, σ. 112-123.

           

Ἐφ. Ἀκρόπολις, 1.1.1896

Τὸ ἱστολόγιο
ellinomouseionagrafon.blogspot.com παρουσιάζει, ἀναρτᾶ στὸν ἠλεκρονικό του "τοῖχο", τὴ μελέτη τῆς κ. Μπακογεώργου, καθὼς ὁ Ἀλ. Παπαδιαμάντης ἀπασχολεῖ κατὰ καιροὺς τὸ ἱστολόγιο μας ἐνῶ, σὺν τοῖς ἄλλοις, εἶναι γνωστὴ ἡ συγγενικὴ καὶ προσωπικὴ σχέση ποὺ εἶχε ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης μὲ τὴν ἱστορικὴ οἰκογένεια Φραγκίστα, μὲ καταγωγὴ ἀπὸ τὴν Ἀνατολικὴ Φραγκίστα τῶν Ἀγράφων.

ellinomouseionagrafon.blogspot.com



ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Ο Έρωτας στα χιόνια

(μια ανάγνωση από τη Νίκη Μπακογεώργου)

     Ο ερωτικός Παπαδιαμάντης

 

 

 

Στὰ μάτια τὰ ψιχαλιστὰ

πὂχ΄ ἒρωτας καρτέρι,

πόσο μεθύσι μέθυσα

ἓνας θεός το ξέρει…

                             Α. Παπαδιαμάντη

                             Εἰκόν’ ἀχειροποίητη

 


Έρως-ήρως, Έρως-θέρος, Όνειρο στο κύμα, Ολόγυρα στη λίμνη, Νοσταλγός, Η Φαρμακολύτρια, Άνθος του γιαλού, Αγάπη στο γκρεμό. Στο βαθύτατα θρησκευόμενο Παπαδιαμάντη έρωτας και χριστιανική πίστη συνυφαίνονται. Αθώα παιχνίδια παιδικών χρόνων, εφηβική ερωτική έκσταση από τη γλύκα και την άφατη μαγεία της αγάπης που αναστατώνει ψυχή και σώμα,  απελπισμένοι και χωρίς ανταπόκριση έρωτες,  ερωτική στέρηση και μαυρίλα της ζωής για κείνους που ζουν έρημοι και χωρίς αγάπη, συνθέτουν ένα ολόκληρο ερωτικό σύμπαν στην πλέον αθέατη, αλλά και τόσο γοητευτική πλευρά του λογοτεχνικού έργου του.

Οι  ήρωές του «πάσχουν» από  ανομολόγητο έρωτα.  Η αδήριτη ανάγκη της επιβίωσης και περισσότερο τα αυστηρά ήθη της εποχής δεν επιτρέπουν, στις γυναίκες κυρίως, την αποκάλυψη του εσωτερικού ερωτικού βασανισμού τους.  Νέοι άνδρες ερωτεύονται, λιώνουν από αγάπη και άλλοι πιο ώριμοι τρελαίνονται, μεθούν και τραγουδούν ερωτικά δίστιχα κάτω από το παράθυρο της αγαπημένης. 

Στη Φαρμακολύτρια ο απαγορευμένος έρωτας μιας ολόκληρης ζωής αποζητά τη λύτρωση στη φωνή της μοναχικής προσευχής που έχει αποδέκτη μια αγία που λύνει τα μάγια του έρωτα.  

 «…εὐλαβούμην νὰ εἴπω εἰς τὴν Ἁγίαν, ἠσχυνόμην νὰ  ὁμολογήσω πρὸς ἐμαυτόν, ὅτι ἤμην, ὀψὲ τῆς ἡλικίας, λεία τοῦ πάθους καὶ ἕρμαιον…»    

                               ( Η φαρμακολύτρια,1900)

                 Οι ήρωές του βασανίζονται ερωτικά,  παλεύουν με τις ηθικές χριστιανικές αρχές τους, αλλά και τον συντηρητισμό της κοινωνίας μιας άλλης εποχής. Καταπιεσμένα θύματα αυτής  της κοινωνίας  και δέσμιοι των εσωτερικών τους παρορμήσεων «κρημνοβατούν», κυριολεκτικά και μεταφορικά,  ανάμεσα στην ερωτική επιθυμία  και στην ανάγκη τους  να  συμμορφωθούν  μ’ ένα πλαίσιο κανόνων και αρχών  που θα  εγκρίνεται από τη συνείδησή τους,  αλλά και από  το αυστηρό  οικογενειακό  και πρωτίστως χριστιανικό περιβάλλον της κλειστής  κοινωνίας  που ζουν.

Έργο της Μαριλίτσας Βλαχάκη

 
Που βρίσκεται μέσα σ’ αυτό το σύμπαν ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης;  Πιστεύω πως ο μεγάλος αυτός συγγραφέας  υπηρετεί το ρεαλισμό και απεχθάνεται τη μυθοπλασία. Αυτό που θα καταγραφεί στο έργο του είναι πρώτα απ’ όλα βίωμα, συνάντηση του ανθρώπου με την πραγματικότητα του καιρού του κι ακόμα ένα άθροισμα νοσταλγικών εμπειριών, αλλά και τραυματισμών από την παιδική και εφηβική ηλικία. 
Η μοναδικότητα της ζωής του αντανακλάται μέσα από τη μαγεία του έργου του και  δεν έχει να  κρύψει τίποτε από τη βασανισμένη ερωτικά ζωή του, που δεν είναι τίποτε άλλο από το ταξίδι μιας ευαίσθητης και μοναχικής ψυχής, ζωσμένης από την «ἄκανθα τῆς πικρῆς ἀγάπης». Ομολογεί ο ίδιος :           

 «…Μόνος  μόνος με τους  λογισμούς μου εις την διάκρισιν του κύματος, εις το έλεος του ανέμου και της τρικυμίας.  Όταν έχει τις πληγήν βαθείαν κρυφήν, εις την θάλασσαν πρέπει  να πλέει, μόνος, ολομόναχος!»

                                                                                                                                         Ρόδινα ακρογιάλια 1908

              Είναι ένα  «άμοιρο», «σκοτεινό τρυγόνι», όπως ο ίδιος χαρακτηρίζει τον εαυτό του, απευθυνόμενος στη μάνα του, που κατατρύχεται από πάθη.  

Μάνα μου, εγώ είμαι τ΄ άμοιρο, το σκοτεινό τρυγόνι

όπου το δέρνει ο άνεμος, βροχή που το πληγώνει.

Το δόλιο! όπου κι αν στραφεί κι απ’ όπου κι αν περάσει,

δε βρίσκει πέτρα να σταθεί κλωνάρι να πλαγιάσει.

                                          (Α. Παπαδιαμάντη, Στη μητέρα μου, 1874 )

 

 

Ο Έρωτας στα χιόνια

          Στην πρώτη σειρά και στην τάξη των παπαδιαμαντικών αριστουργημάτων ανήκει το διήγημα  «Έρωτας στα χιόνια», γραμμένο τα Χριστούγεννα του 1896. Είναι  μια λιτή αφήγηση, σε μόλις πεντέμισι σελίδες, της τελευταίας μέρας ενός μοναχικού γερασμένου «ἐν ἁμαρτίαις» ανθρώπου.  Ένα μικρό διήγημα πένθους, περίληψη ζωής, ποίημα περισσότερο παρά πεζογραφία προσφέρεται για να δούμε μπροστά στα μάτια μας τον άθλο της καλλιτεχνικής σύνθεσης ενός μεγάλου τεχνίτη του λόγου  στο απόγειο της τέχνης του.

              Ο τίτλος, όπως πάντα στον Παπαδιαμάντη, είναι ακριβής, στο κέντρο της διήγησης, ποιητικός και μαγευτικός :  Ο Έρωτας στα χιόνια.

                Ο χρόνος δίνεται μ’ ένα  ασύνδετο σχήμα :   

Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος. Χριστούγεννα, Ἅι−Βασίλης, Φῶτα.

Τέσσερις ήχοι, τέσσερα κτυπήματα στην πόρτα, τέσσερα κτυπήματα της μοίρας. 

                Ο  μπαρμπα-Γιαννιός, ο Έρωντας, πρώην ναυτικός, ξεπεσμένος και φτωχός, βαρύς και κουρασμένος από τα παθήματα της πολυτάραχης ζωής του, ανεβαίνει γι' άλλη μια φορά το μακρύ στενό σοκάκι, για να παραπονεθεί στην αγαπημένη γειτόνισσα που δεν ανταποκρίνεται στο ερωτικό του κάλεσμά.

                 Καὶ αὐτὸς ἐσηκώνετο τὸ πρωί, ἔρριπτεν εἰς τοὺς ὤμους τὴν παλιὰν πατατούκαν του, τὸ μόνον ροῦχον ὁποὺ ἐσώζετο ἀκόμη ἀπὸ τοὺς πρὸ τῆς εὐτυχίας του χρόνους, καὶ κατήρχετο εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν, μορμυρίζων, ἐνῷ κατέβαινεν ἀπὸ τὸ παλαιὸν μισογκρεμισμένον σπίτι, μὲ τρόπον ὥστε να τὸν ἀκούῃ ἡ γειτόνισσα:

− Σεβτὰς εἶν' αὐτός, δὲν εἶναι τσορβάς […] ἔρωντας εἶναι, δὲν εἶναι γέρωντας.

            Τὸ ἔλεγε τόσον συχνά, ὥστε ὅλες οἱ γειτονοποῦλες ὁποὺ τὸν ἤκουαν τοῦ τὸ ἐκόλλησαν τέλος ὡς παρατσούκλι: «Ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ὁ Ἔρωντας»

Αυτόν τον έρωτα τον τοποθετεί ο Παπαδιαμάντης σ’ ένα βαρύ χειμωνιάτικο τοπίο, για να υπάρχει αυτή η ταύτιση  μιας κουρασμένης και παγωμένης ψυχής με τον κόσμο που την περιβάλλει.  Ο χρόνος και ο χώρος, το φυσικό πλαίσιο δηλαδή, δεν είναι ένα απλό φόντο στις ιστορίες του Παπαδιαμάντη .  Γράφει ο Ελύτης:

           «Τ’ αμπέλια και τα κύματα, οι άνεμοι και τα πλεούμενα που αυλακώνουν νύχτα μέρα τις ιστορίες του δεν χρησιμεύουν σαν απλό φόντο στους ήρωες του. Είναι τα συγκεκριμένα ανάλογα των αισθημάτων του, μετέχουν στην διαδραμάτιση και σε έσχατη ανάγκη εμφανίζονται σαν φορείς ηθικών αξιών. Ακριβώς όπως οι γέροντες και οι γερόντισσες, οι καπετάνιοι και οι ψαράδες, οι κοπέλες και τα παιδιά, γίνονται και κείνα στα χέρια του άλλες τόσες καθαρές μονάδες, που αστράφτουν σαν ασημένια κέρματα και βγάζουν, εάν τα χτυπήσεις, τον ίδιο καθαρό ήχο με τις ανθρώπινες ψυχές» 

                                                                                                                                                  Οδυσσέας Ελύτης

Χειμὼν βαρύς, ἐπὶ ἡμέρας ὁ οὐρανὸς κλειστός. Ἐπάνω εἰς τὰ βουνὰ χιόνες, κάτω εἰς τὸν  κάμπον χιονόνερον.

               Κάτω από ένα βαρύ και σκοτεινό ουρανό ο έρωτας απλώνει το χέρι για να κρατηθεί, αφού τίποτε πια δεν του απομένει, ως ύστατη δύναμη αντίστασης στη φθορά του χρόνου και την αθλιότητα της ζωής. 

               Διότι δὲν ἦτο πλέον νέος, οὔτε εὔμορφος, οὔτε ἄσπρα εἶχεν. Ὅλα αὐτὰ τὰ εἶχε φθείρει πρὸ χρόνων πολλῶν, μαζὶ μὲ τὸ καράβι, εἰς τὴν θάλασσαν, εἰς τὴν Μασσαλίαν.

              


 Εἶχεν ἀρχίσει τὸ στάδιόν του μὲ αὐτὴν τὴν πατατούκαν, ὅταν ἐπρωτομπαρκάρησε ναύτης εἰς τὴν βομβάρδαν τοῦ ἐξαδέλφου του. Εἶχεν ἀποκτήσει, ἀπὸ τὰ μερδικά του ὅσα ἐλάμβανεν ἀπὸ τὰ ταξίδια, μετοχὴν ἐπὶ τοῦ πλοίου, εἶτα εἶχεν ἀποκτήσει πλοῖον ἰδικόν του, καὶ εἶχε κάμει καλὰ ταξίδια. Εἶχε φορέσει ἀγγλικὲς τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλὰ καπέλα, εἶχε κρεμάσει καδένες χρυσὲς μὲ ὡρολόγια, εἶχεν ἀποκτήσει χρήματα· ἀλλὰ τὰ ἔφαγεν ὅλα ἐγκαίρως μὲ τὰς Φρύνας εἰς τὴν Μασσαλίαν, καὶ ἄλλο δὲν τοῦ ἔμεινεν εἰμὴ ἡ παλιὰ πατατούκα, τὴν ὁποίαν ἐφόρει πεταχτὴν ἐπ' ὤμων, ἐνῷ κατέβαινε τὸ πρωὶ εἰς τὴν παραλίαν, διὰ νὰ μπαρκάρῃ σύντροφος μὲ καμμίαν βρατσέραν εἰς μικρὸν ναῦλον, ἢ διὰ νὰ πάγῃ μὲ ξένην βάρκαν νὰ βγάλῃ κανένα χταπόδι ἐντὸς τοῦ λιμένος.

Κανένα δὲν εἶχεν εἰς τὸν κόσμον, ἦτον ἔρημος. Εἶχε νυμφευθῆ, καὶ εἶχε χηρεύσει, εἶχεν ἀποκτήσει τέκνον, καὶ εἶχεν ἀτεκνωθῆ.

              Έρημος στον κόσμο και μόνος να τον τρώει ο σεβντάς του έρωτα, περιπλανώμενος τα μεσάνυκτα στα μέρη της γειτόνισσάς, για να εύρει παρηγοριά, να ζεσταθεί, κουβαλώντας τα απομεινάρια της άθλιας ζωής του.

           Καὶ ἀργὰ τὸ βράδυ, τὴν νύκτα, τὰ μεσάνυκτα, ἀφοῦ ἔπινεν ὀλίγα ποτήρια διὰ νὰ ξεχάσῃ ἢ διὰ νὰ ζεσταθῇ, ἐπανήρχετο εἰς τὸ παλιόσπιτο τὸ μισογκρεμισμένον, ἐκχύνων εἰς τραγούδια τὸν πόνον του:

                            Σοκάκι μου μακρὺ−στενό, μὲ τὴν κατεβασιά σου,

                            κάμε κ' ἐμένα γείτονα μὲ τὴν γειτόνισσά σου.

Ἄλλοτε παραπονούμενος εὐθύμως:

                            Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογοὺ καὶ ψεύτρα,  

                            δὲν εἶπες μιὰ φορὰ κ' ἐσύ, Γιαννιό μου ἔλα μέσα.

         

 Δεν έχει άλλο τρόπο να δικαιωθεί από το να ονειρεύεται  την ψυχική και ζωτική δύναμη  που θα τον έκανε να ξεχάσει :

Καὶ εἶχε πέσει εἰς τὸν ἔρωτα, μὲ τὴν γειτόνισσαν τὴν Πολυλογού, διὰ νὰ ξεχάσῃ τὸ καράβι του, τὰς Λαΐδας τῆς Μασσαλίας, τὴν θάλασσαν καὶ τὰ κύματά της, τὰ βάσανά του, τὰς ἀσωτίας του, τὴν γυναῖκά του, τὸ παιδί του. Καὶ εἶχε πέσει εἰς τὸ κρασὶ διὰ νὰ ξεχάσῃ τὴν γειτόνισσαν

            Μέσα από απλές ανθρώπινες ιστορίες καταφέρνει ο συγγραφέας να απελευθερώσει όλη την αλήθεια της ανθρώπινης ύπαρξης: το πάθος, το όνειρο, την αγωνία, την πίκρα και τη δυστυχία.  Οι ήρωές του μεθούν και το μεθύσι αυτό τους βοηθάει να ονειρεύονται, μεθούν και κάνουν «ξυπνητά όνειρα», μεθούν και απελευθερώνονται.  Πρωτεύον στον Παπαδιαμάντη είναι το βίωμα. Πίσω από τον παλιό  ναυτικό που έχει ασωτέψει, έχει γυρίσει ναυαγός στο νησί του και πνίγει στο κρασί την πίκρα για την αποτυχία της ζωής του, αναγνωρίζουμε τον ίδιο τον Παπαδιαμάντη που είναι κι αυτός ένας ναυαγός της Σκιάθου στην Αθήνα, που ονειρεύεται να γυρίσει πίσω και πίνει κάθε βράδυ στα ταβερνάκια των ταπεινών συνοικιών που ζει. 

           Κι είχε πέσει στον έρωτα ο Γιαννιός, έναν έρωτα ανέλεγκτο από την κοινωνική κριτική, αυτεξούσιο και ελεύθερο, ανιδιοτελή, αλλά και  ἐξ ὅλων τῶν παθῶν τὸ τυραννικώτερον. Η αθλιότητα της ζωής του ήρωα επεκτείνεται και στη χωρίς όνομα γυναίκα : άθλια, θλιβερή, πολυλογού και ψεύτρα. 

               Καὶ εἶχε πελατείαν μεγάλην, ἡ Πολυλογού. Ἐγυάλιζεν, εἶχε μάτια μεγάλα, εἶχε βερνίκι εἰς τὰ μάγουλά της. Εἶχεν ἕνα ἄνδρα, τέσσαρα παιδιά, κ' ἕνα γαϊδουράκι μικρὸν διὰ νὰ κουβαλᾷ τὰ ἀλέσματα. Ὅλα τὰ ἀγαποῦσε, τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιὰ της, τὸ γαϊδουράκι της. Μόνον τὸν μπαρμπα−Γιαννιὸν δὲν ἀγαποῦσε.

             Ποῖος νὰ τὸν ἀγαπήσῃ αὐτόν; Ἦτο ἔρημος εἰς τὸν κόσμον.

         Έπεσε ο μπαρμπα- Γιαννιός στην άφευκτη παγίδα του Έρωτα, στην αφεύγατη σαΐτα πούχει την αιχμή βαμμένη στην αποθυμιά (Ευριπίδης). Κάπως  έτσι τον τραγουδά τον έρωτα  και ο μαντιναδόρος από τα ψηλά μιτάτα του Ψηλορείτη:

Παρ’ όλο που επρόσεχα έπεσα στην παγίδα/Στον έρωτα που την έστησε νύχτα και δεν τον είδα.

          

Μαριλίτσα Βλαχάκη,
Ὁ ἔρωτας στὰ χιόνια

Ερωτευμένος με μια γυναίκα άθλια, όπως και η ζωή του,  μας καλεί να μπούμε ανυπόδητοι στο βασίλειο των παθών, στο βασίλειο του έρωτα, να γίνουμε παρατηρητές της ζωής του, περπατώντας δίπλα-δίπλα με τα πάθη που του την κατέστρεψαν. 

             Μόνος, εγκαταλελειμμένος, ρημαγμένος, καταρρέων.

           Συχνὰ ὅταν ἐπανήρχετο τὸ βράδυ, νύκτα, μεσάνυκτα, καὶ ἡ σκιά του, μακρά, ὑψηλή, λιγνή, μὲ τὴν πατατούκαν φεύγουσαν καὶ γλιστροῦσαν ἀπὸ τοὺς ὤμους του, προέκυπτεν εἰς τὸν μακρόν, στενὸν δρομίσκον, καὶ αἱ νιφάδες, μυῖαι λευκαί, τολύπαι βάμβακος, ἐφέροντο στροβιληδὸν εἰς τὸν ἀέρα, καὶ ἔπιπτον εἰς τὴν γῆν, καὶ ἔβλεπε τὸ βουνὸν ν' ἀσπρίζῃ εἰς τὸ σκότος, ἔβλεπε τὸ παράθυρον τῆς γειτόνισσας κλειστόν, βωβόν, καὶ τὸν φεγγίτην νὰ λάμπῃ θαμβά, θολά, καὶ ἤκουε τὸν χειρόμυλον νὰ τρίζῃ ἀκόμη, καὶ ὁ χειρόμυλος ἔπαυε, καὶ ἤκουε τὴν γλῶσσάν της ν' ἀλέθῃ, κ' ἐνθυμεῖτο τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της, τὸ γαϊδουράκι της, ὁποὺ αὐτὴ ὅλα τὰ ἀγαποῦσε, ἐνῷ αὐτὸν δὲν ἐγύριζε μάτι νὰ τὸν ἰδῇ, ἐκαπνίζετο, ὅπως τὸ μελίσσι, ἐσφλομώνετο, ὅπως τὸ χταπόδι, καὶ παρεδίδετο εἰς σκέψεις φιλοσοφικὰς καὶ εἰς ποητικὰς εἰκόνας.

Να είχε ο έρωτας σαΐτες! Να είχε βρόχια, να είχε φωτιές, να τρυπούσε με τις σαΐτες του τα παραθύρια,  να ζέσταινε τις καρδιές, να έστηνε τα βρόχια του απάνω στα χιόνια…

       Ἐφαντάζετο τὸν ἔρωτα ὡς ἕνα εἶδος γερο−Φερετζέλη, ὅστις νὰ διημερεύῃ πέραν εἰς τὸν ὑψηλόν, πευκόσκιον λόφον, καὶ ν' ἀσχολῆται εἰς τὸ νὰ στήνῃ βρόχια ἐπάνω εἰς τὰ χιόνια, διὰ νὰ συλλάβῃ τὶς ἀθῷες καρδιές, ὡς μισοπαγωμένα κοσσύφια, τὰ ὁποῖα ψάχνουν εἰς μάτην, διὰ ν' ἀνακαλύψουν τελευταίαν τινὰ χαμάδα μείνασαν εἰς τὸν ἐλαιῶνα. Ἐξέλιπον οἱ μικροὶ μακρυλοὶ καρποὶ ἀπὸ τὰς εὐώδεις μυρσίνας εἰς τῆς Μαμοῦς τὸ ρέμα, καὶ τώρα τὰ κοσσυφάκια τὰ λάλα μὲ τὸ ἀμαυρὸν πτέρωμα, οἱ κηρομύται οἱ γλυκεῖς καὶ οἱ κίχλαι αἱ εὔθυμοι πίπτουσι θύματα τῆς θηλιᾶς τοῦ γερο−Φερετζέλη.

Ένα κοτσύφι, μια αθώα ψυχή, είναι κι αυτή του ήρωα. Από τα πιο γοητευτικά στοιχεία της αφήγησης στον Παπαδιαμάντη είναι ο τρόπος που κάθε φορά οδηγεί τον αναγνώστη πάνω σ’ ένα κρίσιμο σημείο προς άλλη κατεύθυνση, έξω από την κύρια αφήγηση.  Ενώ το μοτίβο είναι η σύνοψη της αμαρτωλής ζωής του ήρωα και της τωρινής του δυστυχίας έρχεται ένας «πευκόσκιος λόφος», ένας ελαιώνας  κι ένας «πουλολόγος», ο γέρο Φερεντζέλης, που πιάνει με τις θηλειές του, τα βρόχια του, τα κοτσύφια, τις αθώες καρδιές.  Κι εδώ είναι η μεγαλοσύνη του συγγραφέα που μιλάει πάντα για απλά, καθημερινά και ασήμαντα  ίσως πράγματα και για πρόσωπα που ποτέ δεν θα διαβάσουν τα βιβλία του.  Σε κάθε διήγημά του αναβρύζει η ποιητική των αμέτρητων ονομάτων που προκαλούν μια τρυφερή θλίψη, γιατί ποτέ δεν θα μάθουν πως μόνο για αυτούς έγραψε ο Παπαδιαμάντης : Ο καπετάν Σιγουράντζας, ο αγαθός Παρίσης, ο μπάρμπα Γιωργός ο Κοψιδάκης, ο μπάρμπα Μοναχάκης, η γριά Δεσποινιώ η Μπλήχαινα, η γραία η Πανταχού, η Γερακώ της Σουσάννας, το Μαριώ, το Λενιώ, το Κατερινιώ, το Ξενιώ και το Κουμπώ, το Πετρί,  η Ματούλα, η Μαχούλα και η αδικοπνιγμένη Ακριβούλα.   Με τα διηγήματά του στράφηκε στους ηττημένους της ζωής, τους άπραγους, τους αλκοολικούς, τους φτωχούς, του δικούς του άθλιους, σ’ αυτούς που ζουν παράμερα κι αγωνίζονται με την αρρώστια, το θάνατο, τα πάθη τους.

Ας επιστρέψουμε όμως στο χιονισμένο σοκάκι της γειτόνισσας.

           Είναι Χριστούγεννα, καρδιὰ τοῦ χειμῶνος, χιονίζει, κάνει κρύο και εκείνος ὄχι πολύ οἰνοβαρής ονειρεύεται έναν εξαγνισμό, μια αθώωση για τις ασωτίες του, μια εξαΰλωση μέσα στην παγωμένη λευκότητα του χιονιού. 

              Τὴν ἄλλην βραδιάν, ἡ χιὼν εἶχε στρωθῆ σινδών, εἰς ὅλον  τὸν μακρὸν, στενὸν δρομίσκον.

− Ἄσπρο σινδόνι… νὰ μᾶς ἀσπρίσῃ ὅλους στὸ μάτι τοῦ Θεοῦ… ν' ἀσπρίσουν τὰ σωθικά μας… νὰ μὴν ἔχουμε κακὴ καρδιὰ μέσα μας.

             Ἐφαντάζετο ἀμυδρῶς μίαν εἰκόνα, μίαν ὀπτασίαν, ἓν ξυπνητὸν ὄνειρον. Ὡσὰν ἡ χιὼν νὰ ἰσοπεδώσῃ καὶ ν' ἀσπρίσῃ ὅλα τὰ πράγματα, ὅλας τὰς ἁμαρτίας, ὅλα τὰ περασμένα: Τὸ καράβι, τὴν θάλασσαν, τὰ ψηλὰ καπέλα, τὰ ὡρολόγια, τὰς ἁλύσεις τὰς χρυσᾶς καὶ τὰς ἁλύσεις τὰς σιδηρᾶς, τὰς πόρνας τῆς Μασσαλίας, τὴν ἀσωτίαν, τὴν δυστυχίαν, τὰ ναυάγια, νὰ τὰ σκεπάσῃ, νὰ τὰ ἐξαγνίσῃ, νὰ τὰ σαβανώσῃ, διὰ νὰ μὴ παρασταθοῦν ὅλα γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα, καὶ ὡς ἐξ ὀργίων καὶ φραγκικῶν χορῶν ἐξερχόμενα, εἰς τὸ ὄμμα τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου. Ν' ἀσπρίσῃ καὶ νὰ σαβανώσῃ τὸν δρομίσκον τὸν μακρὸν καὶ τὸν στενὸν μὲ τὴν κατεβασιάν του καὶ μὲ τὴν δυσωδίαν του, καὶ τὸν οἰκίσκον τὸν παλαιὸν καὶ καταρρέοντα, καὶ τὴν πατατούκαν τὴν λερὴν καὶ κουρελιασμένην: Νὰ σαβανώσῃ καὶ νὰ σκεπάσῃ τὴν γειτόνισσαν τὴν πολυλογοὺ καὶ ψεύτραν, καὶ τὸν χειρόμυλόν της, καὶ τὴν φιλοφροσύνην της, τὴν ψευτοπολιτικήν της, τὴν φλυαρίαν της, καὶ τὸ γυάλισμά της, τὸ βερνίκι καὶ τὸ κοκκινάδι της, καὶ τὸ χαμόγελόν της, καὶ τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της καὶ τὸ γαϊδουράκι της: Ὅλα, ὅλα νὰ τὰ καλύψῃ, νὰ τὰ ἀσπρίσῃ, νὰ τὰ ἁγνίσῃ!

                   Η αποστειρωμένη και παγωμένη λευκότητα του χιονιού μπορεί να γίνει σεντόνι νεκρικό, σάβανο που θα τα σκεπάσει όλα και όλους.  Είναι η άσπρη φτερούγα ενός αγγέλου που υπερίπταται για να αρπάξει την ψυχή του μπάρμπα Γιαννιού. 

                 Τὴν ἄλλην βραδιάν, τὴν τελευταίαν, νύκτα, μεσάνυκτα, ἐπανῆλθε μεθυσμένος πλειότερον παράποτε.  Δὲν ἔστεκε πλέον εἰς τὰ πόδια του, δὲν ἐκινεῖτο οὐδ' ἀνέπνεε πλέον.

           Χειμὼν βαρύς, οἰκία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη. Μοναξία, ἀνία, κόσμος βαρὺς, κακὸς, ἀνάλγητος. Ὑγεία κατεστραμμένη. Σῶμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικὰ λυωμένα.

            Μια παράγραφος χωρίς ρήμα, με μια ανάσα, μ’ ένα λαχάνιασμα, σαν να βιάζεται να φτάσει στην επόμενη σκηνή που τον βρίσκει κάτω από το σπίτι της γειτόνισσας να ετοιμάζεται, σχεδόν άθελά του, να χτυπήσει το ρόπτρο της θύρας της.  Ακούμε εδώ τη βασανισμένη φωνή του Παπαδιαμάντη που τα πάθη της δικής του ζωής πικραμένα ομολογεί.  Είναι ο ίδιος που στέκεται στο μέσο της σκηνής και αποκαλύπτει τη γεμάτη στερήσεις και απογοητεύσεις ζωή του.

             Δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ ζήσῃ, νὰ αἰσθανθῇ, νὰ χαρῇ. Δὲν ἠμποροῦσε νὰ εὕρῃ παρηγορίαν, νὰ ζεσταθῇ. Ἔπιε διὰ νὰ σταθῇ, ἔπιε διὰ νὰ πατήσῃ, ἔπιε διὰ νὰ γλιστρήσῃ. Δὲν ἐπάτει πλέον ἀσφαλῶς τὸ ἔδαφος.

           Ηὗρε τὸν δρόμον, τὸν ἀνεγνώρισεν. Ἐπιάσθη ἀπὸ τὸ ἀγκωνάρι. Ἐκλονήθη. Ἀκούμβησε τὶς πλάτες, ἐστύλωσε τὰ πόδια. Ἐμορμύρισε:

        − Νὰ εἶχαν οἱ φωτιὲς ἔρωτα!… Νὰ εἶχαν οἱ θηλιὲς χιόνια…

           Δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ σχηματίσῃ λογικὴν πρότασιν. Συνέχεε λέξεις καὶ ἐννοίας.

           Πάλιν ἐκλονήθη. Ἐπιάσθη ἀπὸ τὸν παραστάτην μιᾶς θύρας. Κατὰ λάθος ἤγγισε τὸ ρόπτρον.

Τὸ ρόπτρον ἤχησε δυνατά.

 ― Ποιὸς εἶναι;

          Ἦτο ἡ θύρα τῆς Πολυλογοῦς, τῆς γειτόνισσας. Εὐλογοφανῶς θὰ ἠδύνατό τις νὰ τοῦ ἀποδώσῃ πρόθεσιν ὅτι ἐπεχείρει ν' ἀναβῇ, καλῶς ἢ κακῶς, εἰς τὴν οἰκίαν της. Πῶς ὄχι;

     Ἐπάνω ἐκινοῦντο φῶτα καί ἂνθρωποι. Ἲσως ἐγίνοντο ετοιμασίαι. Xριστούγεννα, Άι-Bασίλης, Φῶτα, παραμοναί. Kαρδιά τοῦ χειμῶνος.

     ― Ποιός εἶναι; Εἶπε πάλιν ἡ φωνή.

     Tό παράθυρον ἒτριξεν. Ὁ μπαρμπα-Γιαννιός ἦτο ἀκριβῶς ὑπό τόν ἐξώστην, ἀόρατος ἂνωθεν. Δέν εἶναι τίποτε. Tό παράθυρον ἐκλείσθη σπασμωδικῶς. Mίαν στιγμήν ἀς αργοποροῦσε!

         Ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ἐστηρίζετο ὄρθιος εἰς τὸν παραστάτην. Ἐδοκίμασε νὰ εἴπῃ τὸ τραγούδι του, ἀλλ' εἰς τὸ πνεῦμά του τὸ ὑποβρύχιον, τοῦ ἤρχοντο ὡς ναυάγια αἱ λέξεις:

«Γειτόνισσα πολυλογού, μακρὺ−στενὸ σοκάκι!…»

        Μόλις ἤρθρωσε τὰς λέξεις, καὶ σχεδὸν δὲν ἠκούσθησαν. Ἐχάθησαν εἰς τὸν βόμβον τοῦ ἀνέμου καὶ εἰς τὸν στρόβιλον τῆς χιόνος.

− Καὶ ἐγὼ σοκάκι εἶμαι, ἐμορμύρισε… ζωντανὸ σοκάκι.

          Ἐξεπιάσθη ἀπὸ τὴν λαβήν του. Ἐκλονήθη, ἐσαρρίσθη, ἔκλινε καὶ ἔπεσεν. Ἐξηπλώθη ἐπὶ τῆς χιόνος, καὶ κατέλαβε μὲ τὸ μακρόν του ἀνάστημα ὅλον τὸ πλάτος τοῦ μακροῦ στενοῦ δρομίσκου.

       Ἅπαξ ἐδοκίμασε νὰ σηκωθῇ, καὶ εἶτα ἐναρκώθη. Εὕρισκε φρικώδη ζέστην εἰς τὴν χιόνα.

  «Εἶχαν οἱ φωτιὲς ἔρωτα!… Εἶχαν οἱ θηλιὲς χιόνια!»

         Καὶ τὸ παράθυρον πρὸ μιᾶς στιγμῆς εἶχε κλεισθῆ. Καὶ ἂν μίαν μόνον στιγμὴν ἠργοπόρει, ὁ σύζυγος τῆς Πολυλογοῦς θὰ ἔβλεπε τὸν ἄνθρωπον νὰ πέσῃ ἐπὶ τῆς χιόνος.

         Πλὴν δὲν τὸν εἶδεν οὔτε αὐτὸς οὔτε κανεὶς ἄλλος. Κ' ἐπάνω εἰς τὴν χιόνα ἔπεσε χιών. Καὶ ἡ χιὼν ἐστοιβάχθη, ἐσωρεύθη δύο πιθαμάς, ἐκορυφώθη. Καὶ ἡ χιὼν ἔγινε σινδών, σάβανον.

            Καὶ ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ἄσπρισεν ὅλος, κ' ἐκοιμήθη ὑπὸ τὴν χιόνα, διὰ νὰ μὴ παρασταθῇ γυμνὸς καὶ τετραχηλισμένος, αὐτὸς καὶ ἡ ζωή του καὶ αἱ πράξεις του, ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου.


Το χιόνι που στοιβάχτηκε  αργά πάνω του σαν μουσική  παρήγορη, υπερφυσική, τον σκέπασε ήσυχα, έσβησε κάθε αδυναμία, δίχως κανένα ίχνος ενοχλητικού οίκτου.

 

Πρωτοχρονιά 1911[1]

           Ήταν του Αγίου Βασιλείου, ανήμερα της Πρωτοχρονιάς,  Θέλησε να σηκωθεί δε βρήκε τη δύναμη και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Τη νύχτα ζήτησα από τις αδελφές του κάποιο βιβλίο. Αυτό που του έφεραν δεν ήταν αυτό που ζητούσε. –«Μπα, δεν πειράζει, είπε. Το παίρνω αύριο». Στη μία μετά τα μεσάνυχτα οι αδελφές του τον βρήκαν κοιμισμένο με τα μάτια κλειστά, παγωμένο.  Τον έθαψαν την άλλη μέρα, 3 Ιανουαρίου του 1911.  Έξω χιόνιζε.  Κατά το ελληνικό έθιμο τον πήγαν στην εκκλησία κι ύστερα στο κοιμητήριο σ’ ένα φέρετρο ανοικτό.  Οι νιφάδες έπεφταν στο μέτωπό  και στα μαύρα μαλλιά του για να παρουσιαστεί θαρρείς ακόμη καθαρότερος « αὐτὸς καὶ ἡ ζωή του καὶ αἱ πράξεις του, ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου» [2]

 Επίλογος

            Αιώνιοι νοσταλγοί μιας αντίπερα όχθης, ηττημένοι της ζωής, κατατρεγμένοι και παραδαρμένοι από πάθη και καημούς που δεν έχουν τελειωμό,  οι ήρωές του  Παπαδιαμάντη μας καθησυχάζουν για μια άλλη δικαιοσύνη, μια άλλη νίκη, λεπτή, ωραία και διακριτική.   Ήρεμα τραγικές  οι ιστορίες του μας γαληνεύουν και θεραπεύουν τα πάθη και της δικής μας ζωής, έτσι όπως πέφτουν οι νιφάδες του χιονιού στο νεκρό άντρα που απόκαμε από το πολύ του έρωτα, αμετανόητος όμως για κείνη την «ἂκανθα τῆς πικρῆς ἀγάπης» που μάτωσε κάποτε την καρδιά του.  

Έργο του Χρήστου Μποκόρου
 

                                                                                                                  



[1] Στις 2 Ιανουαρίου 1911 ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης άφησε την τελευταία του πνοή στη γενέτειρά του, την αγαπημένη του Σκιάθο.

[2] Οκτάβιος Μερλιέ , από την εισαγωγή στο βιβλίο του Skiathios ile grecque

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου