Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2021

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης († 3 Ἰαν. 1911)

                ἀπέθανε τὸ ὄνειρο τοῦ κύματος

Σχέδιο Θ.Β. (=Θάνος Βερέμης)
1961.

Ὁ θάνατος τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη στὴ Σκιάθο, τὰ μεσάνυχτα τῆς 2ας πρὸς 3η Ἰανουαρίου 1911, συγκινεῖ καὶ συγκλονίζει ὄχι μόνον τὸν ἑλληνισμὸ τοῦ τότε μικροῦ Ἑλληνικοῦ Βασιλείου ἀλλὰ καὶ αὐτὸν τῆς διασπορᾶς. Στὸ φύλλο τῆς Τετάρτης, 5 Ἰαν. 1911, τῆς ἐφημερίδας Ὁμόνοια (Ταχυδρόμος), ποὺ ἐκδίδεται καθημερινὰ στὴν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου, δημοσιεύεται, μὲ τὸ δημοσιογραφικὸ ψεθυδώνυμο «ἀ.», νεκρολογία γιὰ τὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Τὸ δημοσίευμα καταχωρίζεται στὴ στήλη «Κοινωνία καὶ ζωή»  μὲ τίτλο «Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης».

Ὁ ψευδωνυμοῦχος ἀρθρογράφος τονίζει πὼς ὁ μεγαλύτερος διηγηματογράφος μας, ὅπως τὸν ἀποκαλεῖ, μὲ τὴν κοίμησή του συγκινεῖ περισσότερο ὅσους τὸν γνώρισαν καὶ εἶχαν προσωπικὴ σχέση καὶ ἐπαφή μαζί του. Λυπεῖ τοὺς ἀθόρυβους, ἀληθινὰ καλλιεργημένους καὶ τοὺς ταλαιπωρημένους ἀπὸ τὰ κύματα τῆς βιοτικῆς θαλάσσης, ποὺ σπεύδουν γιὰ νὰ βροῦν γαλήνη κοντὰ στὸν ἄνθρωπο ἀλλὰ καὶ τὸν λογοτέχνη Παπαδιαμάντη:

Ὅσοι καταδιωκόμενοι ἀπὸ τοὺς ματαίους καὶ θλιβεροὺς θορύβους τῶν λογίων τῆς πρέφας καὶ τὰς ἀρρυθμίας τῶν «μορφωμένων» τῶν ἀθηναϊκῶν τριόδων καὶ τοῦ προϋπολογισμοῦ, καταδιωκόμενοι καὶ καταφεύγοντες εἰς τὴν ἤρεμον προστασίαν τῆς γαλήνης τοῦ Παπαδιαμάντη

Ὁ ἁπλὸς λαός, οἱ καθημερινοὶ ἄνθρωποι, συνήθεις ἥρωες τῶν διηγημάτων του, καὶ τὰ μικρὰ παιδιὰ μὲ τὴν ἀθωότητά τους εἶναι αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι θρηνοῦν γιὰ τὸν παρηγορητὴν καὶ λυτρωτήν τους...

Ὁ συντάκτης τῆς νεκρολογίας φαίνεται πὼς γνώριζε προσωπικὰ τὸν Παπαδιαμάντη καθὼς ὑπῆρξαν συνδαιτημόνες εἰς μετρίαν οἰνοποσίαν, συνήθεια γνωστὴ κι ἀγαπημένη τοῦ Παπαδιαμάντη, ὅταν, κατὰ μαρτυρίαν του, ἔλεγε τὸ τραγούδι:

 

«Ὁ οἶνος εἶναι θεῖον ποτόν,

Χωρὶς αὐτὸν ὁ βίος πικρός, πικρός»!

Ἐφ. Ὁμόνοια (Ταχυδρόμος),
5.1.1911

 

Ὁ «ἀ.», τέλος, προτρέπει, σὲ ὅσους τὸν γνώρισαν καὶ τὸν ἀγάπησαν, σπονδὴν οἴνου στὴ μνήμη τοῦ τεθνεῶτος Σκιαθίτου:

 Ὀλίγον οἶνον νὰ χύσωμεν εἰς τὴν ἀκρογιαλιὰν ποὺ ἀπέθανε τὸ ὄνειρο τοῦ κύματος.                   

 

ΚΕΙΜΕΝΟ-ΕΚΔΟΣΗ

ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΖΩΗ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Τὸ ἤρεμον ξεψύχισμα τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, τὸ ὁποῖον ἦλθε χθὲς πρωΐ-πρωΐ, νὰ μᾶς ἀναγγείλῃ τὸ τηλεγράφημα τοῦ Ἑλληνικοῦ Πρακτορείου, ἔρχεται νὰ μὲ κάμῃ νὰ πιστεύω, ὅτι ὑπάρχουν ἀκόμη εἰς τὴν ψυχήν μου συγκινήσεις διὰ τὴν ζωὴν ποὺ περνᾷ, συγκινήσεις βαθύταται καὶ ἁπλαῖ.

Ἐξεψύχησεν εἰς τὸ νησί του, τὴν Σκίαθον, πλησίον τῆς ἀδελφῆς του, καὶ ἐξεψύχησεν ὅπως ξεψυχοῦν τὰ κύματα τοῦ νησιοῦ, ὅπως δηλαδὴ σβύνουν τὰ ὄνειρα, ἕνα τῶν ὁποίων ὑπῆρξε καὶ ἡ ζωή του ἐπάνω εἰς τὸ κῦμα...

Ἐλέχθη, καὶ τώρα μὲ τὸν θάνατόν του θὰ ἐπαναληφθῇ κατὰ κόρον, ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης ὑπῆρξεν ὁ μεγαλύτερος διηγηματογράφος μας. Ἀλλ’ αὐτὸ δὲν εἶναι τόσον ἁπλοῦν καὶ τόσον εὔκολον νὰ ἐννοηθῇ. Καὶ μόνον ἐκεῖνοι, ποὺ ἐγνώρισαν τὸν κάτοικον τῶν ὑπωρειῶν τοῦ Λυκαβηττοῦ καὶ τὸν ἐπρόσεξαν πῶς ἤκουε καὶ πῶς διηγεῖτο, μόνον ἐκεῖνοι εἶναι εἰς θέσιν νὰ ἐννοήσουν καὶ αἰσθανθοῦν τὴν εὐγενικὴν ὕπαρξιν ποὺ ἀπέθανε χθές, ποὺ ἴσως εἶχεν ἀποθάνῃ ποτέ...

Καὶ μόνον ὅσοι καταδιωκόμενοι ἀπὸ τοὺς ματαίους καὶ θλιβεροὺς θορύβους τῶν λογίων τῆς πρέφας καὶ τὰς ἀρρυθμίας τῶν «μορφωμένων» τῶν ἀθηναϊκῶν τριόδων καὶ τοῦ προϋπολογισμοῦ, καταδιωκόμενοι καὶ καταφεύγοντες εἰς τὴν ἤρεμον προστασίαν τῆς γαλήνης τοῦ Παπαδιαμάντη, εἰς τὴν Δεξαμενὴν τῶν Ἀθηνῶν, μόνοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἐπλησίαζον τὸν ἄνθρωπον ἢ τοὺς ὁποίους ἐπλησίαζεν ὁ ἄνθρωπος-Παπαδιαμάντης, ἐκεῖνοι μόνον θὰ σκεφθοῦν κἄτι σήμερον μὲ τὸ σβύσιμον τοῦ εὐγενοῦς νησιώτου.

Ἀλλά, βαθύτερα, ὀδυνηρότερα θὰ αἰσθανθοῦν τὸν θάνατον τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ θὰ κλαύσουν πικρὰ δι αὐτόν, κἄποιοι ἁπλοὶ ἐργατικοὶ ἄνθρωποι, ἄγνωστοι ἄνθρωποι, ἐξαφανισμένοι μέσα εἰς τὴν λαϊκότητα ἄνθρωποι, τῶν ὁποίων τοὺς πόνους ἐξιδανίκευσεν ὁ Παπαδιαμάντης καὶ τῶν ὁποίων τοὺς καημοὺς παρηγοροῦσε...

Πικρὰ θὰ κλαύσουν οἱ ἐργατικοὶ καλοὶ ἄνθρωποι τὸν μικρόν τους Τολστόη, τὸν παρηγορητὴν καὶ λυτρωτήν τους... Καὶ ἀκόμη θὰ τὸν κλαύσουν ὀλίγα μικρὰ παιδάκια τὰ ξανθὰ μαλλιὰ τῶν ὁποίων ἐχάϊδευε τὸ χέρι τοῦ Παπαδιαμάντη, τὰ παιδάκια τὰ ὁποῖα ἐξεκούραζεν αὐτός, πηγαίνοντας αὐτὸς εἰς τὲς δουλειὲς ποὺ  ἔκαμαν τὰ παιδάκια. Αὐτοὶ οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι θὰ χάσουν τὸν φίλον τους, θὰ παύσουν νὰ λαβαίνουν ἀπὸ τὸ νησὶ τὰ φωτεινὰ γράμματά του, τὰ παιδάκια θὰ χάσουν τὸ καλὸ χέρι ποὺ ἤρχετο πάντοτε ἁπαλό, χαϊδευτικὸ στὸ προσωπάκι των.

Δὲν εἶναι μικρὸν πρᾶγμα ὁ θάνατος τοῦ Παπαδιαμάντη, ὅπως μικρὰ δὲν ὑπῆρξεν ἡ κατ’ ἐξοχὴν ἀνθρωπίνη ζωή του.

Ἕνα τραγούδι μᾶς ἔλεγε συχνὰ στὸ τραπέζι, ὅταν ἐπαίρναμε τὸ ποτῆρι στὸ χέρι:

 

Ὁ οἶνος εἶναι θεῖον ποτόν,

Χωρὶς αὐτὸν ὁ βίος πικρός, πικρός!

 

Ἐλᾶτε ἁπλοὶ ἐργατικοὶ  ἄνθρωποι, ἐλᾶτε κοριτσάκια μὲ τὰ ξανθὰ μαλλιά, ἐσᾶς ποὺ ἀγάπησε ὁ Παπαδιαμάντης τόσον, ἐσᾶς ποὺ εἶσθε τὸ θέαμα  καὶ ἡ αἴσθησις τῶν ὀφθαλμῶν του, ἐλᾶτε ὀλίγον ἀπὸ τὸ θεῖον ποτόν, ὀλίγον οἶνον νὰ χύσωμεν εἰς τὴν ἀκρογιαλιὰν ποὺ ἀπέθανε τὸ ὄνειρο τοῦ κύματος, διὰ νὰ καταστήσωμεν ὀλιγότερον πικρὸν τὸν θάνατόν του, ὅπως ἔκαμεν ὀλιγώτερον πικρὸν τὸν βίον του...

Καὶ ἂς σιωπήσωμεν.

α.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου