Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Τρίτη 30 Ιουλίου 2019

Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΩΡΑΪΤΙΔΗΣ ΣΤΟ ΦΑΛΗΡΟ ΤΟΥ 1880


Εἰς ἕνα βαγόνι τρίτης θέσεως τοῦ 
Μὴ χάνεσαι.

Ὅπως συνάγεται ἀπὸ τὰ δημοσιεύματά του, ἀγαπημένος τόπος θερινῆς ἀναψυχῆς τοῦ Σκιαθίτη Ἀλέξανδρου Μωραϊτίδη (1851-1929), ἰδιαίτερα τὶς πρῶτες δεκαετίες τῆς παραμονῆς του στὴν Ἀθήνα,  ἦταν ἡ φαληρικὴ ἀκτή.
      Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης.
              Ἐλαιογραφία τῆς
         Εὐθυμίας Δεληγάκη (1916-1973).
             Φωτο ἀπὸ τὸν Δημήτρη Κρετσῆ
Κατὰ καιρούς, σὲ ἄρθρα του
στὸν Τύπο κυρίως, ἀλλὰ καὶ στὰ διηγήματά του, σχολιάζει τὰ θέλγητρα τοῦ Φαλήρου τοῦ μοναδικοῦ καὶ ἰδαιτέρου φυσικοῦ κάλλους προαστείου τῶν Ἀθηνῶν, ποὺ ξεκίνησε ὡς ἕνας μικρὸς συνοικισμὸς τοῦ Πειραιᾶ καὶ ἐξελίχθηκε σὲ ἕνα τόπο ποὺ ἔσφυζε ἀπὸ κοσμικὴ καὶ καλλιτεχνικὴ ζωή. Ἀντίθετα, σχεδὸν καμμία οὐσιαστικὴ ἀναφορὰ δὲν σώζεται στὶς δημοσιεύσεις τοῦ ὁμοπατρίου τριτεξαδέλφου του Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη (1851-1911)· ἐνδεικτικὸ τῆς διαφορετικῆς νοοτροπίας καὶ ἐνδιαφερόντων τους στὶς πρῶτες δεκατίες τοῦ βίου τους στὴν Ἀθήνα. Ἀργότερα, θὰ συγκλίνουν οἱ πορεῖες καὶ οἱ  θεματικές τους, κυρίως σὲ ὅσα ἀφοροῦν πνευματικὰ ζητήματα, ἀλλὰ καὶ ἤθη, ἔθιμα καὶ παραδόσεις στὴν ἐπαρχία ἀλλὰ καὶ σὲ ἀντιδιαστολὴ μὲ τὴν πρωτεύουσα, καθὼς καὶ σὲ ὅσα ἀφοροῦν τὴ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς ἐκκλησίας. Ὁ Μωραϊτίδης μάλιστα, ὑπερακόντισε τοῦ Παπαδιαμάντη σὲ μεταστροφὴ ζωῆς, μὲ τὴν ἀπόφασή του νὰ καρῆ μοναχὸς, πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, μὲ τὸ μοναχικὸ ὄνομα Ἀνδρόνικος. 
Ἄποψη τοῦ Φαλήρου περὶ τὸ 1880, ὅταν ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης δημοσιεύει τὸ ἄρθρο του «Τὸ Φάληρον».Ἡ φωτογραφία ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Θωμᾶ Σιταρᾶ, Ἡ Παλιὰ Ἀθήνα ζεῖ, γλεντᾶ, γεύεται, 1834-1938, ἐκδ. Ὠκεανίδα, Ἀθήνα 2011.
Στὶς 20 Ἰουλίου 1880 ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης δημοσιεύει στὸ φ. 65 τοῦ πολιτικοσατυρικοῦ ἐντύπου «Μὴ Χάνεσαι», ποὺ ἐκδίδει ὁ Βλάσης Γαβριηλίδης, χρονογράφημα μὲ τίτλο «Τὸ Φάληρον». Ὑπογράφει μὲ τὸ δημοσιογραφικὸ ψευδώνυμο «Σφίγξ» ἕνα ἐκ τῶν πολλῶν ψευδωνύμων ποὺ χρησιμοποιοῦσε στὰ δημοσιεύματά του στὸν Τύπο. Τὸ «Μὴ Χάνεσαι» κυκλοφορεῖ τὸν Ἰανουάριο του 1880 καὶ ὁ Α. Μ. συνεργάζεται μὲ τὸ ἔντυπο μέχρι τὸν Ἰούλιο τοῦ 1883, ἔτος κατὰ τὸ  ὁπότε σταματᾶ ἡ ἔκδοση του φύλλου (βλ. Κώστας Σαρδελῆς, Βλάσης Γαβριηλίδης 1848-1920, [Μορφωτικὸ Τμῆμα ΕΣΗΕΑ, Ἀθήνα 2005,  σ. 53-62] παρὰ τὸ γεγονὸς πὼς τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1880 σὲ σύντομη εὐθυμογραφικὴ ἀνακοίνωση στὸ φ. 78 δηλώνεται ἡ διακοπὴ τῆς συνεργασίας τους λόγω τοῦ διορισμοῦ του ὡς καθηγητοῦ φιλολόγου στὸ Β΄ Γυμνάσιο Ἀθηνῶν. 
Ἐφ. Μὴ Χάνεσαι, φ. 78 / 3.9.1880, σ. 3.
Ὁ ἀνώνυμος ἀρθρογράφος –πιθανῶς ὁ ἐκδότης Βλ. Γαβριηλίδης (βλ. Φώτης Δημητρακόπουλος, Ὁ μοναχὸς Ἀνδρόνικος, ἐκδ. ΕRGO, Ἀθήνα 2002, σ. 78-79)–  σὲ σύντομη ἀνακοίνωση μὲ τίτλο, «Διορισμοὶ καὶ ἀφίξεις»  δηλώνει:

«Τὸ ‘’Μὴ Χάνεσαι’’ ἔχασε τὸν πολύτιμόν του  ‘‘Σφίγγα’’ καὶ τὸ Β΄ Γυμνάσιον τῆς Πρωτευούσης ἐκέρδισε τὸν κ. Ἀλέξανδρον Μωραϊτίδην, διορισθέντα καθηγητήν.
Αὐτὰ μᾶς κάμνει κρυφὰ-κρυφὰ ὁ κ. Τρικούπης καὶ ὁ κ. Μαυροκορδάτος. Μᾶς παίρνουν τοὺς συνεργάτας μας χωρὶς νὰ τὸ νοιώσωμεν.
Ἐκδικούμενοι καὶ ἡμεῖς θὰ προσλάβωμεν ἀπὸ τοῦδε συντάκτην τὸν συνυπουργόν των κ. Βούλγαρην, ἐπιφυλαττόμενοι ὅταν ἀρχίσῃ ἡ Βουλὴ νὰ σκεφθῶμεν καὶ διὰ τὸν κ. Πετιμεζᾶν».

Μάλιστα, ὅταν χρειάστηκε κάποια φορὰ νὰ ἀπουσιάσει ἀπὸ τὴν Ἀθήνα ὁ Γραβιηλίδης, ἄφησε ὡς τετρανδρία γιὰ τὴν διεύθυνση τοῦ «Μὴ Χάνεσαι» τούς: Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη (ὑπέυθυνο γιὰ τὴν πολιτικὴ ὕλη τοῦ ἐντύπου), Γεώργιο Δροσίνη, Ἀριστείδη Ρούκη καὶ Δημήτριο Κόκκο μὲ τὴν προτροπὴ ὅπως συνεδριάζουν ἐν Φαλήρῳ. 
Ἐφ. Μὴ Χάνεσαι, φ. 67 / 27.7.1880, σ. 1.
Αὐτὸ ἀναφέρει ἀνώνυμη ‒μᾶλλον τοῦ Γαβριηλίδη (βλ. Δημητρακόπουλος, σ. 78) ‒ δημοσίευση μὲ τίτλο «Σήμερον πρωΐ-πρωΐ» στὸ «Μὴ Χάνεσαι», φ. 67 τῆς 27ης Ἰουλίου 1880, σ.1:

«Σήμερον πρωΐ-πρωῒ ὁ διευθυντὴς τοῦ ‘‘Μὴ Χάνεσαι’’ παραλαβὼν ὡς ἰδιαίτερόν του γραμματέα τὸν Μάριον ἀνεχώρησε πανηγυρικῶς εἰς περιοδείαν μέχρι Κερκύρας, μαθὼν ὅτι τὸ ἑσπέρας ἐπρόκειτο νὰ παρασταθῇ ἐν τῷ ‘‘Ἀπόλλωνι’’ ὁ ‘‘Ὀθέλλος’’. Κατέλιπε δὲ ἀντιβασιλείαν, ἥτις θὰ διευθύνῃ τὴν ἐφημερίδα του μέχρι τῆς ἐπιστροφῆς του, συγκειμένην ἐκ τῶν ἀρχαιοτέρων μελῶν τῆς συντροφιᾶς, τοῦ ‘‘Σφιγγὸς’’ διὰ τὸ πολιτικὸν μέρος, τῆς ‘‘Ἀράχνης’’ διὰ τὸ φιλολογικόν, τοῦ  Blowitz ὡς διευθυντοῦ τῆς μεγάλης ἁλαταποθήκης τοῦ ‘‘Μὴ Χάνεσαι’’ καὶ τοῦ Dε Cok ὡς εἰσηγητοῦ τῆς σιδηροδρομικῆς συγκοινωνίας τῶν ἀστέρων καὶ τῶν καρδιῶν, τῶν ὀφθαλμῶν καὶ τῆς εὐφυίας. Ἡ ἀντιβασιλεία ἀπὸ τῆς σήμερον ἀνέλαβε τὰ καθήκοντά της καὶ τὴν ἑσπέραν σήμερον ἐν Φαλήρῳ θὰ συνέλθῃ ἐν ὑπουργικῷ συμβουλίῳ ὑπὸ τὴν προεδρίαν τοὺ De Cok χωρὶς ὅμως τὰ λοιπὰ μέλη νὰ ἐννοοῦσι οὐδ’ἐπὶ στιγμὴν  νὰ ἀπωλέσωσι τὴν ὑψηλὴν ταύτην τιμὴν τοῦ προέδρου».

Nὰ ὑποθέσουμε πὼς κι ὁ Γαβριηλίδης προτιμοῦσε τὸ Φάληρο γιὰ ψυχαγωγικούς, καλλιτεχνικοὺς λόγους καὶ ἐν γένει κοσμικοὺς λόγους.
Ἐφ. Μὴ Χάνεσαι, φ. 65 / 20.7.1880, σ. 5. 
Ὁ Α. Μ. μὲ χαριτολογικὴ διάθεση, μὲ εὔθυμη λεπτὴ εἰρωνία, μὲ ἐνθουσιώδη τρόπο καὶ λόγο ὑμνεῖ τὰ κάλλη καὶ τὴ χάρη τοῦ Φαλήρου, «τὴν ἀληθῆ πρωτεύουσαν τοῦ ἑλληνικοῦ βασιλείου» ὅπως τὸ ἀποκαλεῖ. Ὡς δήμαρχο τοῦ τόπου ὀνοματίζει τὸν κ. Παρασκευαΐδη. Πρόκειται, μᾶλλον, γιὰ τὸν ἐπὶ εἰκοσαετία δημαρχικὸ πάρεδρο Μιχαὴλ Δ. Παρασκευαΐδη (1853-1909) ποὺ ἄσκησε ἐπανειλημμένα καθήκοντα δημάρχου ἀντικαθιστώντας τὸν ἐπιτυχημένο δήμαρχο Πειραιῶς Τρύφωνα Μουτζόπουλο. Ἐξαίρει τὶς ἱκανότητες τοῦ δημάρχου ποὺ ἔχει κατορθώσει μὲ τὶς ἐνέργειές του ἀλλὰ καὶ τὴ βοήθεια ‘‘ἄλλων’’ δυνάμεων νὰ μετατρέψει τὸ Φάληρο σὲ ὄαση ἀειθαλοῦς ἀνοίξεως,  σὲ παραδεισένιο χῶρο, σὲ τόπο αἰσθημάτων καὶ κοσμικῶν συναντήσεων:

Ὅταν λοιπὸν ἐν Φαλήρῳ ἐκτελῶνται συχρόνως ὅλαι αἱ συμβάσεις τοῦ κ. Παρασκευαΐδου, ὅταν ἡ σελήνη λάμπει δι ἐξαισίας μαρμαρυγῆς ὅταν ὁ μπάτης φυσᾷ μὲ τὸν μουσικώτατον λάρυγγά του, καὶ ὅταν ἡ δρόσος ἔχει μεταδώσει πλέον τὴν εὐθυμίαν εἰς ὅλον του τὸ σῶμα, τότε κάθησε πλησίον τῆς ἀκτῆς, τότε μὴ ζητήσῃς μουσικήν.
La musique est dans tout [Ἡ μουσικὴ εἶναι μέσα σ’ ὅλα] τότε, κατὰ τὴν γλυκυτάτην ἔκφρανσιν τοῦ Victor Hugo.
Un hymne sort du mode [Ὁ ὕμνος βγαίνει ἀπὸ τὸν κόσμο]τοῦ Φαλήρου, προσθέτει ὁ κ. Παρασκευαΐδης...
Ὁ ἔρως, ἡ εὐσπλαχνία, ἡ ἀγάπη πρὸς τοὺς ὁμοίους σου, ὤ, πάντα τὰ συμπαθέστερα τῆς ἀνθρωπίνης καρδίας αἰσθήματα, ὅλα ἐκεῖ γεννῶνται.

Ἁλιεύει στίχους ἀπὸ τὴν ποιητικὴ συλλογὴ τοῦ Βίκτωρος  Οὑγκώ: «Les Contemplations (1856)» γιὰ νὰ σχολιάσει τὴν ἀτμόσφαιρα τοῦ Φαλήρου:

Si mes vers avaient des ailes, 
 Des ailes comme l΄espirit
          [Εἴθε τὰ σκουλήκια μου νὰ εἶχαν φτερά,
Φτερὰ ὅπως (αὐτά) τοῦ πνεύματος]
(Victor Hugo, Les Contemplations, «Mes vers fuiraient, doux et frêles»)

Ἀπὸ τὴν ἴδια ποιητικὴ συλλογὴ παραθέτει ἕνα τετράστιχο γιὰ νὰ δηλώσει τὰ αἰσθήματά του καὶ τὸν θαυμασμό του γιὰ κάποια αἰθέρια ὕπαρξη, τὸ περίφημο ‘‘Ἀγαλματάκι’’ ὅπως τὸ ἀποκαλεῖ, ποὺ φαίνεται πὼς συχνάζει καὶ στὰ παράλια τοῦ Φαλήρου:

Voyant la nuit si pure, et vous Voyant si belle
J’ai dit aux astres d’ or «Versez le ciel sur elle »
Εt j’ ai dit à vos yeux «Versez l’ amour sur nous!»
(Victor Hugo, Les Contemplations, «Livre Deuxième – L’âme en fleur, V. – Hier au soir»)

[Κυττάζοντας τὴ νύχτ’ αὐτὴ ἁγνὴ σὰν τὴ ζωή μας
Καὶ σένα τόσο ὄμορφη κυττάζοντας ἀκόμα
Ἔλεγα στ’ ἄστρα τὰ χρυσᾶ: «Σ’ ἐκείνη χύσατέ τον, Τὸν γαλανό σας οὐρανό»
καὶ στὰ γλυκά σου μάτια «Τὸν ἔρωτά σας, ἔλεγα, σ’ ἐμένα χύσατέ τον.»]


Ἀκόμη, παραθέτει δύο ἑξάστιχες δικές του στιχουργικὲς συνθέσεις ποὺ τὶς ἀφιερώνει στὸ «Ἀγαλματάκι» του, ὅπου ὁ νέος «μὲ τοὺς λάμποντας ὀφθαλμοὺς καὶ τὰ βαθέα ὡραῖα χαρακτηριστικά» καταθέτει μὲ ἐνθουσιώδη διάθεση τὰ αἰσθήματά του.
                                                                   Ἐφ. Μὴ Χάνεσαι, φ. 65 / 20.7.1880, σ. 6.
Μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια, ὅταν πλέον ὁ Μωραϊτίδης ἔχει ἀποσυρθεῖ ἀπὸ τὴν κοσμικὴ ζωὴ καὶ ἐμφανίζει ἀναχωρητικὲς διαθέσεις, τὸν συναντᾶ τυχαίως ὁ φίλος του Γεώργιος Δροσίνης (1859-1951), ὁ γνωστὸς ποιητής, δημοσιογράφος, πεζογράφος, διηγηματογράφος καὶ ἀπὸ τοὺς πρωτοπόρους τῆς Νέας Ἀθηναϊκῆς Σχολῆς,  ἔξω ἀπὸ τὸν ναὸ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς. Στὰ ἀπομνημονεύματά του ὁ Δροσίνης, καταγράφει αὐτὴ τὴ συνάντηση καὶ σημειώνει σχετικὰ μὲ τὸ «Ἀγαλματάκι»:

«Ἐνορία τοῦ Μωραϊτίδη ἦτον ἡ Ζωοδόχος Πηγή καὶ δὲν ἔλειπε ἀπὸ λειτουργίες καὶ ἑσπερινοὺς μὲ κάθε καιρό. Κάποιαν ἀνοιξιάτικη μέρα τὸν βρῆκα νὰ γυρίζει μετὰ τὸ τέλος τῆς λειτουργίας στὸ σπίτι του. Κρατοῦσε στὸ χέρι ἕνα ἀπριλιάτικο τριαντάφυλλο:
—Καλημέρα Ἀλέκο! Ἀπὸ ποιὸ ‘‘Ἀγαλματάκι’’ εἶναι τὸ τριαντάφυλλο;
—Μὴ μὲ κολάζεις μόλις βγῆκα ἀπὸ τὴν ἐκκλησία. Πᾶρε το. Εἶναι τοῦ κήπου τῆς Ζωοδόχου.
Κι ἐγὼ γιὰ νὰ τὸν πειράξω περισσότερο:
—Τί νὰ γίνεται τὸ ‘‘Ἀγαλματάκι’’; Νὰ ζῇ; Νὰ πέθανε; Ποιὸς ξέρει!
Μ’ ἄφησε καὶ ἔφυγε γελῶντας χωρὶς νὰ θυμώσει. Ἴσως καὶ ἄθελα μὲ τὴ μνήμη ἐγύριζε στὶς βραδιὲς ἐκεῖνες τοῦ θεάτρου ‘‘Ὀρφέως’’ καὶ κρυφόλεγε, ἀπὸ φόβο μὴν κολασθεῖ, τοὺς χαριτωμένους στίχους του τοὺς τυπωμένους στὸ «Μὴ Χάνεσαι»* ...  Τ’  ‘‘Ἀγαλματάκι’’ αὐτὸ ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ περαστικὰ νεανικά του αἰσθήματα. Μιὰ συνάντηση στοῦ ‘‘Ὁρφέως»’’, μὲ κάποια νησιωτοποῦλα, ποὺ τὴν ὀνομάσαμε  ‘‘Ἀγαλματάκι’’, ὄχι μόνον γιὰ τὴν πλαστική της κορμοστασιά, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἀπάθειά της τὴ μαρμαρένια ἔναντι τοῦ αἰσθήματος ποὺ εἶχε ἐμπνεύσει ‒χωρὶς νὰ τὸ ξέρει ἴσως‒ ....» [Γεώργιος Δροσίνης, Ἅπαντα, φιλ. ἐπιμ. Γιάννης Παπακώστας, ἐκδ. Σύλλογος πρὸς διάδοσιν ὠφελίμων βιβλίων, τ. Η΄, Ἀθῆναι 2 2001, σ. 221-222].
* «...Μὰ εἴμαστε σὰν δυὸ ψυχές, στὸν ἄλλον κόσμο κάτου
                     ποὺ βλέπονται κυττάζονται,
κι’οὔτε μιὰ λέξι δὲν μιλοῦν, ἄχ! οὔτε ἀγκαλιάζουνται».
[«Πῶς εἴμαστε»,  Μὴ Χάνεσαι, φ. 69 / 3. 8. 1880, σ. 8.]

Ὁ Ἀ. Μ. σημειώνει, μὲ ἕνα σχῆμα καθ’ ὑπερβολήν, πὼς τὸ Φάληρο δίχως τὴν κοσμικὴ ζωή του δὲν εἶναι εὐχάριστο ἀλλὰ ἀνυπόφορο, ἐνῶ ὁλοκληρώνει τὸ εὐφυογράφημά του μὲ τὴν ἐπισήμανση πὼς θὰ ἤθελε καὶ ἄλλα πολλὰ νὰ γράψει γιὰ τὸ Φάληρο καὶ τὰ φυσικά του χαρίσματα καὶ ὄχι μόνον ἀλλά:

Ὤ! Ὤ!  Ὁ σιδηρόδρομος τοῦ τυπογραφείου. Ἤθελα νὰ ἐξακολουθήσω, ἀλλὰ δυστυχῶς εἶναι ὁ τελευταῖος δρόμος καὶ μόλις προφθάνω νὰ ἔμβω εἰς ἕνα βαγόνι τρίτης θέσεως τοῦ Μὴ χάνεσαι.

Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1880, ὅταν ὁ Α. Μ. δημοσιεύει τὸ χρονογράφημά του γιὰ τὸ Φάληρο βρίσκεται χρονικὰ  στὴν ὕστερη φάση τῆς πρώτης περιόδου τῆς ζωῆς καὶ τοῦ ἔργου του. Τὴν περίοδο αὐτὴ ἐμφανίζεται ὡς χαρίεις κομψευόμενος νέος, νὰ διάγει ἀνέμελη μποέμικη ζωὴ δημοσιογραφώντας σὲ σατυρικὰ ἔντυπα, ὡς ἀρθρογράχος καὶ στιχουργός, κριτικὸς θεατὴς  θεατρικῶν παραστάσεων καὶ ἄλλων καλλιτεχνικῶν δρωμένων. Ἀκόμη παρουσιάζεται ὡς δημοσιογραφικὸς ἀπεσταλμένος, πρακτικογράφος τῆς Βουλῆς, μέλος τοῦ φιλ. Συλλόγου «Παρνασσός» τὸν ‘‘Σύλλογο τοῦ ἀμοιβαίου θαυμασμοῦ’’ ὅπως τὸν ἀποκαλοῦν ἀπαξιωτικῶς οἱ μὴ συμπαθοῦντες τὸν «Παρνασσό»  καὶ δραματουργός, συγγραφέας  θεατρικῶν ἔργων καὶ ἱστορικῶν μυθιστορημάτων, ὅπως πολὺ εὔστοχα τὸν περιγράφει ὁ Βλάσης Γαβριηλίδης,  στὴν ἐφημ «Ἀκρόπολις» τῆς 1ης Ἰαν. 1892 στὸ  ἄρθρο του «Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης». Τὸ ἄρθρο ἐπαναδημοσιεύει, ἐν πολλοῖς,  ὁ Γαβριηλίδης στὸ ἀντὶ προλόγου κείμενό του, τὸ ὁποῖο προτάσσεται στὴν ἔκδοση τῶν διηγημάτων τοῦ Α. Μ. ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Σιδέρη στὰ 1927. Μάλιστα, ὁ Γαβριηλίδης διαπιστώνει καὶ καταγράφει ὁμοιότητα φυσιογνωμικὴ ἀλλὰ καὶ λογοτεχνικὴ μὲ τὸν Βρετανὸ Οὐίλ. Σαίξπηρ:

«...Ὑπάρχει καὶ ἀρχαιότερος Μωραϊτίδης. Ὁ πρὸ εἰκοσεατίας. Ὁ χαρίεις κομψευόμενος μὲ τοὺς λάμποντας ὀφθαλμούς του καὶ τὰ βαθέα ὡραῖα χαρακηριστκά του, εἰς ἃ οἱ φίλοι του ἔβλεπον μεγάλην ὁμοιότητα μορφῆς μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ Σαίξπηρ, μὲ τὴν ἀκαταμάχητον αὐτοῦ φαιδρότητα καὶ τὴν ἀγάπην, ἣν πρὸς αὐτὸν συνεκέντρου  ἐκ μέρους ὅλων ὅσοι τὸν ἐγνώριζον, ἀνδρῶν ἢ γυναικῶν δεσποινίδων ἢ νέων. Ο Μωραϊτίδης ὁ δημιουργήσας τ’ ἀλησμόνητα Παρακτικὰ τῆς Βουλῆς, οὗ τὰ εὐφυογραφήματα εἰς σατυρικὰ φύλλα ἐγέμιζον γέλωτος τὰς οἰκίας καὶ τὰς πλατείας· ὁ Μωραϊτίδης οὗ τὰ δράμματα ἐβαραβεύοντο· ὁ Μωραϊτίδης οὗ τὸ βιβλίον περὶ Δημητρίου τοῦ Πολιορκητοῦ ἤξιζε νὰ μεταφρασθῇ εἰς ὅλας τὰς ξένας γλώσσας. Αὐτὴ ἦτο ἡ θορυβώδης, ἡ κοσμική, ἡ νεανική, ἡ γελῶσα τοῦ Μωραϊτίδου περίοδος... Ἡ πηγαία δροσερότης τῆς ποιήσεως παρ’ αὐτῷ μετὰ τῆς κλασσικῆς ἀρτιότητος τῆς τέχνης, διαθεόμεναι ὑπὸ σαιξπηρείου πράγματι εὐθυμίας καὶ χρυσῶν φλεβῶν χριστιανικῆς ἀρετῆς καὶ εὐσεβείας, ἀπήρτησαν τέλειον καὶ μοναδικὸν συγγραφέα».

Θὰ ἀκολουθήσει ἡ περίοδος τοῦ σεβασμίου καθηγητοῦ φιλολογίας, τοῦ σχολάρχη Σκιάθου, τοῦ διηγηματογράφου, τοῦ δημοσιογραφικοῦ ταξειδιώτου, τοῦ κοινωνικοῦ χρονογράφου, ὅπου συνεχίζει τὴν ἀρθρογραφία του γιὰ τὸ Φάληρο μὲ τὸ γνωστὸ χρονογράφημά του, «Θαλλασινὴ ἀναψυχή», στὴν ἐφ.  «Ἀκρόπολις» τὸ καλοκαίρι τοῦ 1902, στὶς 14 Ἰουνίου, (βλ. καὶ Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας,  φ. 830 /21.6.2019, σ.15-180), ὅπου χαρακτηρίζει τὸ Φάληρο ὡς τόπο ὅπου ἐπικρατεῖ: Ἀμύθητος τέρψις κύματος καὶ δροσιᾶς.
Ἐφ. Μή Χάνεσαι, φ. 57/22.6.1880, σ. 4.
φ
«Τὸ Φάληρον» τοῦ Α. Μ. δὲν ἔχει δημοσιευτεῖ σὲ τόμο-βιβλίο μὲ ἔργα του, βιβλιογραφεῖται ὅμως στὴ διατριβὴ τῆς Ροδάνθης Βαλερᾶ-Κουνάβα γιὰ τὸν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη. Εἶναι γραμμένο σὲ γλῶσσα ἁπλὴ δημοσιογραφικὴ καθαρεύουσα τῆς ἐποχῆς, χωρὶς ἀκρότητες, ἀλλὰ διαφορετική, λιγότερο ὥριμη ἀπὸ ἐκείνη τῶν διηγημάτων του καὶ γενικότερα τῶν δημοσιευμάτων του τῆς ἐπομένης περιόδου τοῦ ἔργου του (περ. 1881-1907). Κάποιος μπορεῖ νὰ ὑποθέσει πὼς ἡ προτίμησή του στὴν φαληρικὴ ἀκτὴ καὶ τὰ γλαυκὰ τοῦ Σαρωνικοῦ νερά, σχετίζεται μὲ τὸν τόπο τῆς ἰδιαίτερης καταγωγῆς του· τὴν θαλασσόπληκτον καὶ εὐωδιάζουσαν νῆσον, τὴν περικαλλῆ Σκίαθον. Ὅμως, οὔτε σὲ αὐτὸ οὔτε σὲ ἄλλα δημοσιεύματά του αὐτῆς τῆς περιόδου γίνεται μνεία τοῦ νησιοῦ του. Σὰν νὰ τὴν ἔχει λησμονήσει. Ἦταν ἡ περίοδος τῆς φοιτητικῆς ζωῆς, καὶ αὐτῆς ποὺ ἀκολούθησε· ὅταν ἡ ἔπαρση τῆς νεότητος καὶ οἱ σειρῆνες τῆς κοσμικῆς ζωῆς δὲν ἄφηναν χῶρο γιὰ τὸ λεγόμενο χρέος ὁποῦ ἔχει ὁ ἄνθρωπος στὴν γενέτειρά του. Ἴδιον τῆς νεότητος ὁ θορυβώδης βίος καὶ τὸ αἴσθημα τῆς αὐτάρκειας, ποὺ ἀντιμάχεται τὸν νόστο, καλλιεργεῖ δὲ καὶ  πολλὲς φορὲς διακρατεῖ τραγωδίες ποὺ τὸ πέπλο τοῦ νεανικοῦ ἐνθουσιαμοῦ δὲν ἐπιτρέπει νὰ φανερωθοῦν.







TO ΦΑΛΗΡΟΝ
Ὦ σεῖς κονιόστεπτοι τῶν Ἀθηνῶν πολῖται, σεῖς οἱ νομίζοντες ὅτι ζῆτε ἐν τῇ πρωτευούσῃ τῆς Ἑλλάδος, ἀρκεῖ νὰ τρῶτε κονιορτὸν καὶ νὰ πίνετε λάσπην, ἐξοδεύασατε μίαν δραχμὴν ἵνα καταβῆτε εἰς τὸ Φάληρον, εἰς τὴν ἀληθῆ πρωτεύουσαν τοῦ ἑλληνικοῦ βασιλείου. Ὁ δήμαρχος τῆς βασιλικῆς ἀκτῆς κ. Παρασκευαΐδης δύναται ἀντὶ δραχμῆς νέας νὰ σᾶς γράψῃ δημότας του. Ἐκεῖ θὰ ἰδῆτε καλοκαίρι, ἐκεῖ θὰ ἰδῆτε δροσιά.
*
Ἀλλὰ διαταγὴ τῆς ἀστυνομίας, ποὺ αὐστηρὰ δὲν δέχεται σκονισμένους πολίτας οὔτε ζεστὰς πολίτιδας, πρέπει πρῶτον νὰ λουσθῆτε ὅλοι, νὰ τινάξετε τὰ ὑποδήματά σας εἰς τοῦ κ. Πρεβεδούρου τὸ καθαρτήριον ὕδωρ, καὶ δροσεροὶ τότε νὰ εἰσέλθητε εἰς τὴν καλοκαιρινὴν πόλιν ἧς ἡ ἄνοιξις εἶναι ἀειθαλής.
Δὲν τὸ πιστεύετε;
Μετὰ τὴν 9ην ὥραν ὅτε τὸ πλῆθος ἐκεῖνο τῶν δροσερῶν πολιτῶν ἀναπαύεται παρὰ τὴν ἀκτὴν ἀφίνον τοὺς πνεύμονάς του εἰς τὰς θωπείας τοῦ παιγνιώδους μπάτη, θ’ ἀκούσητε τὸ ἀθάνατον τοῦ Φαλήρου ἀηδόνι μὲ τὴν γλυκεῖάν του φωνήν.
Τί παράδεισος!
Νὰ εἶσαι δροσερός, νὰ ὁμιλῇς δροσερά, καὶ νὰ ἀκούῃς ἀηδόνι εἰς τὰ μέσα Ἰουλίου.
Καὶ νὰ βλέπῃς ἀφροδίτας μὲ χιλιαδυὸ εἴδη ματιῶν καὶ χίλια εἴδη μαλλιῶν.
Μὰ εἶναι παράδεισος αὐτὸ τὸ Φάληρον.

**

Καὶ ποῦ νὰ γνωρίζετε τὸ μυστηριωδέστερον μυστήριον τοῦ δημάρχου τούτου τοῦ Φαλήρου, τοῦ κ. Παρασκευαΐδου, ὅστις εἶναι ὁ ἡμίθεος οἰκιστὴς τῆς ἀποικίας ταύτης. Τὸ μυστήριον τοῦτο μόνον ὁ κ. Παρασκευαΐδης ἠδύνατο νὰ τὸ ἀποκαλύψῃ. Εἶναι τὸ ἑξῆς:
Ο πανουργότατος αὐτὸς συνωμολόγησεν αἰωνίαν σύμβασιν μετὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὅστις τακτικῶς κατὰ μῆνα ἐπὶ ὡρισμένας νύκτας του παράγει ἕνα τέτοιο φῶς διὰ τοῦ σεληνιαίου φωταερίου, ὥστε αἱ νύκτες ἐμπαίζουσι τὰς ἡμέρας καὶ δὲν σοῦ κάμνει καρδιὰ νὰ φύγῃς.
Καὶ εἶναι μόνον αὐτὸ νομίζετε; Ἄλλην σύμβασιν συνωμολόγησεν ὁ εὐφυέστατος δήμαρχος μετὰ τοὺ τριαινοφόρου Ποσειδῶνος, ὅστις εἰς ἐκτάκτους νύκτας ἀφίνει ἕναν τέτοιον μπάτην, ποὺ ἠμπορεῖ νὰ σηκώσῃ εἰς τὸν ἀέρα ὡς ἀερόστατον ὅλην τὴν φαληρικὴν ταύτην πόλιν καὶ πάλιν νὰ τὴν ἀφήσῃ εἰς τὸν τόπον της σιγὰ-σιγά.

***

Ὤ!
 Si mes vers avaient des ailes, 
 Des ailes comme l΄espirit
ἤθελα ἀπαθανατίσῃ τὸ Φάληρόν μου διὰ τοῦ ὑψηλοτέρου ὕμνου τῆς ὑψηλοτέρας λυρικῆς ποιήσεως.
Ὁ ἔρως, ἡ εὐσπλαχνία, ἡ ἀγάπη πρὸς τοὺς ὁμοίους σου, ὤ, πάντα τὰ συμπαθέστερα τῆς ἀνθρωπίνης καρδίας αἰσθήματα, ὅλα ἐκεῖ γεννῶνται.
Ἀλλ’ ἐνίοτε, ὅταν αἱ Ἀθῆναι ἐκδιώκουσι κατὰ χιλιάδας τὰ πλήθη των εἰς Φάληρον, γεννᾶται καὶ τὸ αἴσθημα τῆς πείνας εἰς τόσον ἀπάνθρωπον βαθμόν, ὅπου –μὰ τὴν ἀλήθεια– ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ φάγῃ καὶ τὸν πλέον ἄνθρωπον τοῦ Φαλήρου.
Ἀλλ’ ἀδιάφορον καὶ τοῦτο εἶναι ὑψηλὸν ἐν τῇ ἀπανρωπίᾳ του, ὥστε δύναται νὰ καταστῇ ἔμπνευσις.

****
Ὅταν λοιπὸν ἐν Φαλήρῳ ἐκτελῶνται συχρόνως ὅλαι αἱ συμβάσεις τοῦ κ. Παρασκευαΐδου, ὅταν ἡ σελήνη λάμπει δι ἐξαισίας μαρμαρυγῆς ὅταν ὁ μπάτης φυσᾷ μὲ τὸν μουσικώτατον λάρυγγά του, καὶ ὅταν ἡ δρόσος ἔχει μεταδώσει πλέον τὴν εὐθυμίαν εἰς ὅλον του τὸ σῶμα, τότε κάθησε πλησίον τῆς ἀκτῆς, τότε μὴ ζητήσῃς μουσικήν.
La musique est dans tout τότε, κατὰ τὴν γλυκυτάτην ἔκφρανσιν τοῦ Victor Hugo.
Un hymne sort du mode – τοῦ Φαλήρου, προσθέτει ὁ κ. Παρασκευαΐδης, ὅστις ἂς τὸ ὁμολογήσωμεν ἐκ τῆς ἀφθόνου δροσιᾶς ἠσθένησεν, ἀλλὰ τόσον δροσερῶς, ὥστε ὅταν τὸ εἴδομεν προχθὲς μᾶς ἐφάνη ὅτι τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἐξετρύπονεν ἀπὸ τὸ κῦμα τὴν γαλήνιον μορφήν του.

*****
Προσοχὴ ὅμως μὴ συναντήσητε τὸ ἀγαλματάκι. Προσοχή! Ἡ φαιδρότης του ἡ παιδική, ἡ ἁβρότης του ἡ ἐπίχαρις, τὸ Πραξιτέλειον μειδίαμά του θὰ σᾶς ζαλίσῃ τόσον, ὥστε νὰ εὑρεθῆτε ἀμέσως ἐν τῷ μέσῳ τῶν σκονισμένων Ἀθηνῶν ἔνθα τὴν νύκτα τώρα παλαίει ἡ νηνεμία καὶ ἡ φλόγα.
Ὤ, τὸ ἀγαλματάκι ἐφόρει προχθὲς ῥόδινα καὶ ἦταν ὅλο σὰν μαρμαρένιο τριαντάφυλλο. Καὶ ἐνθυμήθην ἀμέσως τοὺς ὡραίους ἐκείνους στίχους:

Voyant la nuit si pure, et vous Voyant si belle
J’ai dit aux astres d’ or «Versez le ciel sur elle »
Εt j’ ai dit à vos yeux «Versez l’ amour sur nous! »

Δηλαδή:

Κυττάζοντας τὴ νύχτ’ αὐτὴ ἁγνὴ σὰν τὴ ζωή μας
Καὶ σένα τόσο ὄμορφη κυττάζοντας ἀκόμα
Ἔλεγα στ’ ἄστρα τὰ χρυσᾶ: «Σ’ ἐκείνη χύσατέ τον, Τὸν γαλανό σας οὐρανό»
καὶ στὰ γλυκά σου μάτια «Τὸν ἔρωτά σας, ἔλεγα, σ’ ἐμένα χύσατέ τον.»

Ἰδού, περνᾷ τὸ ἀγαλματάκι:

Εἰδωλολάτρης θὰ γενῶ
Νὰ σκύφτω νὰ σὲ προσκυνῶ
Θυμίαμα νὰ καίω
Κι ὁλονυχτὶς νὰ κλαίω·
Ἀγαλματάκι μου μικρό
Ποὺ τὤλπιζα ’γὼ νὰ σ’ εὑρώ!

Κι ἂν κατορθώσω μιὰ φορὰ
Νὰ μοῦ μιλήσῃς –τί χαρά!-
Στὰ πόδια σου θὰ κλάψω.
Ἀγαλαμτάκι μου μικρό,
Ποιός ξέρει ἂν θὰ σὲ ξαναυρῶ!

— Μᾶς λέγεις, κύριε, νὰ προσέχωμεν ἀπὸ τὸ μαγικόν σου ἀγαλματάκι, ἐνῷ σὺ δὲν προσέχεις διόλου.
— Μὰ δὲν καταλάβατε λοιπὸν γιατὶ σᾶς τὸ εἶπα. Σᾶς τὸ εἶπα γιατὶ ζηλεύω.


******

Ὤ! Ὤ!  Ὁ σιδηρόδρομος τοῦ τυπογραφείου. Ἤθελα νὰ ἐξακολουθήσω, ἀλλὰ δυστυχῶς εἶναι ὁ τελευταῖος δρόμος καὶ μόλις προφθάνω νὰ ἔμβω εἰς ἕνα βαγόνι τρίτης θέσεως τοῦ Μὴ χάνεσαι.
Ἄλλως τὸ Φάληρον περιγράφεται, ὅταν εἶναι γεμᾶτο κόσμο. Ἅμα ὅμως φύγῃ ὁ κόσμος, τὸ Φάληρον εἶναι ἀνυπόφορον, μὲ ζέστη, μὲ σκόνην, θολόνει ἀκόμα καὶ τὸ νερό.
Τί μυστήριον!
Σφίγξ.

Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης
*Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὰ "Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας" τῶν Γρεβενῶν, φ. 835, 26.7.2019, σ. 15-18.

2 σχόλια:

  1. Δροσερό, νοσταλγικὸ καὶ φωτεινό, ὅπως οἱ θερινὲς οἱ μέρες, κέιμενο. Ὄχι μονάχα τοῦ μεγαλου Μωραϊτίδη, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἀνακαλύψαντος αὐτό, σχολιάσαντος καὶ δωρήσαντος σὲ ὅλους ἐμᾶς φίλου ἰατρού,Κ. Σ. Τ. Τὴν εὐχὴ τοῦ ὁσίου Γέρονος Ἀνδρονίκου νὰ ἔχει, ὅπως ἔχει καὶ τὴ δικιά μας εὐγνωμοσύνη. π.κ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. π. κ. Θερμὲς εὐχαριστίες γιὰ ὅλα. Καὶ τὴν δική Σου εὐχὴ νὰ ἔχουμε καθὼς ὁ μακαριστὸς π. Κωνσταντῖνος Βαστάκης εἶχε δηλώσει πώς βαδίζετε στὰ βήματα τῶν 2 Ἀλεξάνδρων. Πῶς ὄχι;

    ΑπάντησηΔιαγραφή