Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2019

16 (3) ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ. ΜΝΗΜΗ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ


Στὸν π. Κ. Ν. Καλλιανό

«Ἐπάνω εἰς τὰς ἀφροπλάστους κορυφὰς τῶν ὠκεανείων κυμάτων»

χει συμβατικὰ καθιερωθεῖ ἡ 3η Ἰανουαρίου ὡς ἡμερομηνία τιμῆς τῆς μνήμης τῆς κοιμήσεως τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη. Ὅμως, ἂν γίνει ἀναγωγὴ στὸ ἰσχύον Γρηγοριανὸ ἡμερολόγιο μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ, μὲ τὰ σημερινὰ δεδομένα, (καὶ) ἡ 16η Ἰανουαρίου ὡς ἡμερομηνία μνήμης τῆς θανῆς  του. Τὸ ἱστολόγιό μας τιμᾷ τὴν μνήμη του, σ᾿ αὐτὴν τὴν ἡμερομηνία, μὲ ἕνα ἄρθρο, τὸ ὁποῖο δημοσιεύεται ‒μὲ ἀφορμὴ τὸν θάνατο τοῦ Ἀλ. Παπαδιαμάντη στὶς 3 Ἰαν. 1911‒ στὴν ἐφ. «Χρονογράφος» τοῦ Πειραιῶς τῆς 5ης Ἰανουαρίου 1911. Τὸ ἄρθρο, ποὺ καταχωρίζεται στὴν πρώτη σελίδα, στὴ στήλη «Κρίσεις καὶ Ἐντυπώσεις» μὲ τίτλο «Παπαδιαμάντης», ἔχει ὡς συντάκτη του τὸν Ἄγγελο Σούλη, ἐκ τῶν διευθυντῶν τῆς ἐφ. «Χρονογράφος»,καὶ  εἶναι ἐξ ὅσων ἔχουμε ὑπ’ ὄψιν μας ἀβιβλιογράφητο. Μὲ λόγο ἁπλῆς καθαρεύουσας σκιαγραφεῖ τὴν ἰδιαίτερη προσωπικότητα  καὶ περιγράφει τὴ μονήρη βιοτὴ τοῦ Σκιαθίτη λογίου τόσο στὴν Ἀθήνα ὅσο καὶ στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του.

ΚΡΙΣΕΙΣ Κ’ ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ

ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης ἀπέθανε. Λησμονημένος θεληματικὰ εἰς μίαν ἐρημικὴν ἄκρην τοῦ ἀγαπητοῦ νησιοῦ του καὶ κουρασμένος ἀπὸ τὴν ἐκνευριστικὴν τύρβην μιᾶς ζωῆς ἐστερημένης καὶ κοπιώδους, ἔσβυσε προχθὲς τὴν χαραυγὴν ὁ μεγαλύτερος στυλοβάτης τῆς συγχρόνου Ἑλληνικῆς φιλολογίας. Τὸ θλιβερὸν ἄγγελμα τοῦ θανάτου του μᾶς τὸ ἔστειλε μὲ πένθιμον τόνος ὁ τηλέγραφος ἀπὸ τὴν Σκιάθον. Καὶ δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ κλεισθοῦν τὰ μάτια τοῦ Παπαδιαμάντη ἔξω ἀπὸ τὸ νησὶ ἐκεῖνο ποὺ ἔμαθε  τὴν ψυχήν του νὰ λαχταρᾷ τὸ φῶς.
Ὅπου ἀλλοῦ καὶ ἂν εὑρίσκετο, πάντα ἐπερνοῦσε τὰς ἡμέρας του ὡς βαθύττα πονεμένος νοσταλγός. Ἡ πρωτεύουσα ποὺ τὸν ἐκράτησεν εἰς τοὺς κύκλους της τὰ περισσότερα χρόνια, αὐτὴ ἀκριβῶς ἐγνώρισε καὶ τοὺς τραγικωτέρους μαζὶ στεναγμοὺς τοῦ ποιητοῦ. Δημιουργικὸν πνεῦμα τῆς μοναξιᾶς αὐτός, ἔσκυβε μὲ πόνον τὸ κεφάλι του ἐμπρὸς εἰς τὴν σκληρὰν ἀνάγκην καὶ ἔχανε ἀπελπισμένος τὸ φῶς, ἐχωρίζετο ἀπὸ τὴν ἐρημίαν, ἔπνιγε τὴν ἔμπνευσίν του καὶ ἐδούλευε γιὰ τὸ ψωμί. Τὰ δημοσιογραφικὰ γραφεῖα πόσες φορὲς δὲν εἶχαν σιγοποτισθῆ ἀπὸ τοὺς θρόμβους τοῦ μαρτυρικοῦ ἱδρῶτος του; 

 

Τώρα κοιμᾶται ἥσυχος εἰς μίαν ἄκρην τοῦ ἀγαπητοῦ νησιοῦ του. Μόλις πρὸ ὀλίγων μηνῶν ὁ πονεμένος νοσταλγὸς ἐγκατέλειψε τὰ πάντα καὶ ὅλως ἐξαφνικὰ κατέφυγεν εἰς τὴν Σκιάθον. Ἔμεινεν ἐκεῖ διαρκῶς καὶ ἐπροσπαθοῦσε νὰ ξαναγυρίσῃ περισσότερον πρὸς τὸν ἑαυτόν του. Ἄφησε τότε τὴν ψυχήν του νὰ λατρεύσῃ τὴν παρθενίαν τῆς ἐρημιᾶς, χωρὶς νὰ βασανίσῃ καθόλου τὸ πνεῦμα του μὲ τὰ περασμένα. Κάθε τι ποὺ τοῦ ἐνθύμιζε τὴν ζωὴν τῶν στερήσεων καὶ τῶν ἀγώνων ποὺ κατέβαλλε ἄλλοτε γιὰ τὸ ψωμί, ἦτον ἕνας σκληρὸς βραχνᾶς ποὺ τὸν ἔκανε νὰ ξεχνᾷ τὸν ἑαυτόν του. Καὶ αὐτὸς ἤθελε νὰ μένῃ πάντοτε ὁ ἴδιος! 
Ὅλα τὰ ἐξωκκλήσια τοῦ νησιοῦ του ἐγνώριζαν τὸν Παπαδιαμάντην. Κάθε ἀλητούργητης ἱερατικῆς γωνιᾶς ἦτον αὐτὸς ὁ λειτουργός. Τὰ μαλλιά του ἄρχισαν νἀσπρίζουν ἀπὸ τὰ χρόνια καὶ αὐτὸς ἔμενε πάντοτε ὁ ἴδιος, ἀπὸ τὸν καιρὸ ἀκόμη πού, μικρὸ παπαδοπαῖδι, ἐδιάβαζε τὸ ψαλτῆρι εἰς τὴν ἐκκλησιά. Τώρα δίπλα εἰς τὸν Δαυὶδ εἶχε προστεθῆ καὶ ὁ Ρωμανός. Ὁ Παπαδιαμάντης ἐξενυχτοῦσεν εἰς τὰ ἐξωκκλήσια μὲ τὰς μελωδίας των καὶ τὴν ἡμέραν ἔτρεχε νὰ πλημμυρίσῃ τὴν ψυχήν του ἀπὸ τὴν γαλήνιαν ποίησιν τοῦ φωτός. 

* * 

Σπανιώτατα  Ἕλλην τεχνίτης, ἀπερχόμενος τῶν ἐπιγείων, ἄφησε κληρονομίαν πολυτιμοτέραν ἀπὸ τὸν Παπαδιαμάντην. Τὸ ἔργον του ὅλον εἶναι τὸ ποίημα τῆς ἐσωτερικῆς ζωῆς του. Καὶ εἶναι γι αὐτὸ εἰλικρινές, τίμιον, ἀληθινόν, ἱερόν. Εἰς τὰ διηγήματά του πάσχει καὶ πονεῖ καὶ χαίρεται ἡ ἴδια ἡ ψυχή. Καὶ ἐπάνω ἀπ᾿ ὅλα τὰ συναισθήματά του αὐτὰ καίει πάντοτε τὸ χριστιανικὸν λιβάνι ποὺ θυμιατίζει κἄποιο ποιητικὸν καὶ λησμονημένον ἐξωκκλῆσι. Προσήγγισεν πρὸς τὴν Φύσιν, ὅσον κανεὶς ἄλλος, καὶ γι αὐτὸ οἱ ρεματιὲς καὶ τὰ δάση καὶ τὰ κορφοβούνια καὶ οἱ κάμποι καὶ οἱ σπηλιὲς τῆς Ἑλληνικῆς γῆς ὡμίλησαν μὲ εἰλικείνιαν εἰς τὴν ψυχήν του. Πάντορτε τὸν ἐκυβέρνησεν ἡ Ἀλήθεια καὶ ποτὲ δὲν ἐδέθηκε εἰς τὰς ἀπατηλὰς ψευδαισθήσεις. 
Ἡ νεοελληνικὴ τέχνη πενθεῖ ὁλοφυρόμενη τὸν μεγάλον της νεκρόν. Καὶ ἐὰν ἡ σημερινὴ γλῶσσα μας ἦτον εὐρύτερον ἐξηπλωμένη, ὁ θρῆνος διὰ τὸν Παπαδιαμάντη θὰ ἐφέρετο παντοῦ, ἐπάνω εἰς τὰς ἀφροπλάστους κορυφὰς τῶν ὠκεανείων κυμάτων. Ἡ ἀνατολὴ  τοῦ 1911 μᾶς ἐγκρέμισε τὸ ὑψηλοτερον εἴδωλον τοῦ πνευματικοῦ μας μεγαλείου. Καὶ ἡ ἀπώλεια εἶναι τόσον μεγάλη, ὥστε κανένα δάκρυ δὲν ἔχει τὴν δύναμιν νὰ σκορπίσῃ τὴν παραμυθίαν.

ΑΓΓΕΛΟΣ  ΣΟΥΛΗΣ
 
 
 
 
Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης
 
 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου