The last one,
ἀλλ᾿ οὐχὶ τὸ ἔσχατον
Κι ὁ Ντῖνος ἑξηντάρισε
δίχως γραμμὴ νὰ σύρει
( ΝΔΤ)
Βαθυμέριμνος ‒ἀπὸ τὰ κύματα τῆς βιοτικῆς‒ μὲ ἀργὸ βηματισμό, χωρὶς τὶς φλογερὲς τοῦ καλοκαιριοῦ
ἀκτίνες τοῦ ἡλίου προσέγγισε τήν, παρὰ τὸν θριγκὸν τοῦ τόπου ὅπου ἦν κῆπος,
βασιλικὴν συκὴν συμπλέκομένην ἅμα τέ και διαγκωνιζομένην μὲ ἐλαίαν.
—Θὰ βρῶ κανέναν καρπό; ἀναρωτήθηκε μονολογώντας·
21. 9 γὰρ καὶ τὸ θέρος παραδίδει
ὁριστικὰ τὰ σκῆπτρα.
Τὸν ἀκολούθησε κατὰ τὴ συνήθειά του καὶ ὁ
«Πίπης» του, ποὺ στάθηκε, ἔκατσε νὰ τὸν συντροφεύσει στὴ συγκομιδή. Οἱ καρποί της κάθε ἡμέρα,
πλέον τοῦ διμήνου, γλύκαιναν τὶς πικρὲς μέρες τοῦ θέρους. Σκέφτηκε:
—Δόξα σοι ὁ Θεός. Γλυκεῖς οἱ καρποὶ ποὺ
στέρνει γιὰ τὰ σπλάχνα τοῦ ἀνθρώπου τὸ καλοκαίρι, μεγάλα τὰ ἔργα του καὶ μεγάλη
ἡ ἀφχαριστία τοῦ ἄνθρωπου. Πράγματι, κάθε ἡμέρα, καὶ κάποιες φορὲς καὶ δὶς
τῆς ἡμέρας εἶχε πάντα πλούσια, τερψιλαρύγγιο ἀλλὰ καὶ θρεπτικότατη προσφορά· χωρὶς τίποτε νὰ ζητεῖ, οὔτε νεράκι.
Πόσους καὶ πόσους γλύκανε ‒ ἔμφρονες καὶ ἄφρονες,
βουνίσιους καὶ θαλασσινούς, ἁγιώνυμους καὶ ἀλιβάνιστους, μισοῦντες καὶ
ἀγαπῶντες ἡμᾶς, ἐναντίους καὶ συμπαθοῦντες ἡμᾶς, λογίους καὶλαϊκούς‒ μὲ τὴν φροντίδα τοῦ κυρίου της, κι αὐτὸ τὸ καλοκαίρι·
καὶ περίσσευε καὶ μερίδιο γιὰ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ. Νὰ εἶναι πάντα καλὰ τὰ
χέρια τοῦ Βασίλη Π. ποὺ τὴν φύτεψαν καὶ ὁ Θεὸς ἂς ἀναπαύει τὴν ψυχὴ τοῦ Κώστα
Π. ποὺ ἔδωσε τὸ μόσχευμα γιὰ τὴ φύτευση.
Αὐτὴν
τὴν ἡμέρα, τὴν τελευταία, μεσημέρι ἔψαχνε γιὰ τελευταῖον τινα καρπὸν
μείναντα στοὺς κλώνους της. Ἀρχικὰ ἀπογοητεύτηκε. Σκέφτηκε:
—Δὲν κράτησε ἕνα ἀποχαιρετιστήριο σῦκο…
Ὁ «Πίπης» τὸν παρακολουθοῦσε λὲς καὶ μετεῖχε
στὶς σκέψεις του. Ἔκανε μιὰ πιὸ ἐνδελεχῆ ἔρευνα, καθὼς ἤξερε καλὰ πὼς στὰ
φυλλώματά της γνωρίζει νὰ κρύβει μὲ τὸν τρόπο της, τὰ γλυκά της δῶρα. Τότε,
παραμερίζοντας ἕνα μεγάλο φύλλο, εἶδε τὸν τελευταῖο μελωμένο καρπό της. Εἶχε
λίγο «δακρύσει» στὴν κορυφή του. Ἔβγαλε, πρὶν τὴ συγκομιδή, τὸ smartphone του καὶ τὸν ἀπαθανάτισε· καὶ τὸν «Πίπη»
ποὺ παρακολουθοῦσε. Ψιθύρισε:
—Τελευταῖος καρπὸς μὰ ὄχι ἔσχατος.
Κουράστηκε. Θὰ ἀναπαυθεῖ δέκα μῆνες καὶ πάλι θὰ γλυκάνει τὰ σπλάνα μας τὸ
ἑπόμενο καλοκαίρι· γιὰ νὰ μὴν ἔχουμε κακὴ καρδιὰ μέσα μας, νὰ ἔχουμε τὸν καλὸ τὸν λόγο
στὰ χείλη μας.
—Τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος ‘‘Πίπη’’ παραδίδει
καὶ τὰ τελευταῖα της φύλλα.
Θυμήθηκε τὸν Ντῖνο τὸν φίλο τοῦ κ.
Λαονίκου καὶ εἶπε μιὰ καὶ ἑξηντάρισε νὰ τὸ σύρει σὲ μιὰ γραμμή… καὶ νὰ τὸ
στείλει στὰ «Β. Ἄγραφα», ἐν Αὐλαῖς.
Ὁ περισπώμενος
*Πρώτη
δημοσίευση στὴν ἐφ. «Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας» τῶν Γρεβενῶν, φ. 791 / 21. 9. 2018,
σ. 11.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου