Στὴ Γεωργία Δρίζου·
ἀντὶ δώρου
γιὰ τὰ ὀνομαστήριά της
Πόσοι
ἅγιοι Γεώργιοι, πόσοι ναΐσκοι.
Σὰν
ἀγριολούλουδα διεσπαρμέναι ἐκκλησίτσαι
Ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης στὴν Ἁηγιωργιάτικη Ἀθήνα τοῦ 1902
Στὶς
24 Ἀπριλίου 1902, τὴν ἑπομένη τῆς ἑορτῆς τοῦ τροπαιοφόρου ἁγίου Γεωργίου, ὁ Ἀλέξανδρος
Μωραϊτίδης (Σκιάθος,1850-1929), μὲ τὴν δημοσιογραφική του ἰδιότητα, ἀρθρογραφεῖ
στὴν 2η σελίδα τῆς ἐφημερίδας
«Ἀκρόπολις» γιὰ τὶς μορφὲς ποὺ ἔλαβε ἡ τιμὴ τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου, τοῦ
«λάμποντα ἐν τῷ λαμπρῷ στερεώματι τῶν μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας» ὅπως τὸν ἀποκαλεῖ,
στὴν περιοχὴ τῆς πρωτεύουσας, στὴν πόλη τῶν Ἀθηνῶν. Ἡ ἑορταστικὴ ἀτμόσφαιρα εἶχε
ἔτι ἐκτενέστερο καὶ πλουσιότερο περιεχόμενο καὶ χαρακτῆρα καθὼς ἑορτάζονταν καὶ
τὰ ὀνομαστήρια τοῦ Βασιλέως Γεωργίου τοῦ Α΄συμφώνως μὲ τὸ πρόγραμμα ποὺ ἀναφέρουν
οἱ ἐφημερίδες τῆς ἐποχῆς.
|
Ἀλέξανδρος
Μωραϊτίδης (σχέδιο Νίκου Βογιατζῆ)
|
Τὸ
χρονικό του, ποὺ τιτλοφορεῖται: «ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΗΓΙΩΡΓΙΑΤΙΚΗΝ ΚΙΝΗΣΙΝ. ΠΟΛΙΣ
ΕΟΡΤΑΖΟΥΣΑ» ἔχει σπονδυλωτὴ μορφή, ἁπαρτιζόμενο ἀπὸ ἕξη ἐπὶ μέρους μικρὲς ἑνότητες
ποὺ προσεγγίζουν τὸ περιεχόμενο τῆς ἑορτῆς ἀπὸ ἐκκλησιαστικῆς, θεολογικῆς,
κοινωνικῆς, λαογραφικῆς ἀλλὰ καὶ ἱστορικῆς πλευρᾶς. Μὲ τὴ γραφίδα του νὰ
δημοσιογραφεῖ λογοτεχνικῷ τῷ τρόπῳ, ὁ Μωραϊτίδης ἀρχίζει τὸ χρονογράφημά του μὲ
τὸν Ἅγιο Γεώργιο τοῦ Λυκαβητοῦ,
πού:
Πρῶτος ἔδωσε τὸ
σύνθημα τῆς ἐνάρξεως τῆς χθεσινῆς πανηγύρεως τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ὁ μέγας κώδων
τοῦ Λυκαβητοῦ,
ξυπνητῆρι βαρύκροτον θαρρεῖς, τοῦ γέρω-Λουλουδάκη
Σημειώνει,
μεταξὺ πολλῶν ἄλλων, πὼς ἡ ἀγορὰ εἶναι κλειστή, ἥσυχη καθὼς ἡ συμπαθὴς τάξη τῶν
μανάβηδων, «οἱ ὀπωροπῶλαι καὶ λαχανοπῶλαι»,
ἀργεῖ μιᾶς καὶ τιμᾷ τὸν προστάτη Ἅγιό της:
Ἡ ἀγορὰ ἦτο
κλειστή, διότι τὰ ἡδύλαλα ξυπνητήριά της, οἱ μανάβηδες, ἕνεκα τῆς ἑορτῆς των, δὲν
εἰργάζοντο χθές … Τόσον ἔχω ἐξοικειωθεῖ μὲ τὴν καθημερινὴν συντροφίαν τῶν ἀπαραιτήτων
αὐτῶν παραρτημάτων τοῦ βίου ἄνευ τῶν ὁποίων ἡ ζωή μας θὰ ἦτο ἄνοστος ὡς
κολοκυθάκι Συριανὸν χωρὶς μαϊδανόν, καὶ ἀνούσιος ἀγκινάρα Ἀργείτικη χωρὶς ἄνιθον,
ἢ ἄγευστος πάσης χαρᾶς ὡς κουκὶ πατησιώτικο χωρὶς μάραθον τοῦ Μενιδίου.
Τονίζει,
ἰδιαιτέρως, τὴν πληθώρα τῶν ναῶν στὴν πόλη τῶν Ἀθηνῶν ποὺ εἶναι ἀφιερωμένοι στὸν ἅγιο Γεώργιο, ἀλλὰ
κάνει ἰδιαίτερη μνεία στὸν Ἅγιο Γεώργιο τοῦ Καρύτση, «τὸν
πλούσιον ναὸν τῆς ἀριστοκρατίας» ὅπως τὸν ἀποκαλεῖ, ὅπου ὅμως παραπονεῖται πὼς ἡ
ψαλτικὴ ἔχει δυτικότροπο χαρακτῆρα καὶ ὄχι τὸν βυζαντινοπρεπῆ τῆς καθ᾿ ἡμᾶς
παραδόσεως καὶ ἐλπίζει αὐτὸ νὰ ἀλλάξει μὲ τὴν ἔλευση τοῦ νέου ἐπιτρόπου τοῦ κ.
Μοσχάκη.
|
Ἐφ. Ἀκρόπολις, φ. 7235 23.3. 1902, σ. 2. |
Ὁ Μωραϊτίδης καὶ ὁ ἄλλος Ἀλέξανδρος, ὁ τριτεξάδελφός του ὁ
Παπαδιαμάντης, προτιμοῦσαν μετ᾿ ἐπιτάσεως, τὴν βυζαντινότροπη ἀπόδοση τῶν ὕμνων
τῆς Ἐκκλησίας. Μάλιστα, ὁ Καρπενησιώτης λόγιος καὶ Ἀκαδημαϊκὸς Ζαχαρίας
Παπαντωνίου (1877-1940) εἶχε γράψει γι᾿ αὐτὸ τὸ ζήτημα πώς: «Ἡ βυζαντινὴ ἁπλούστατα
κατέπεσεν εἰς τὰς Ἀθήνας, διότι δὲν ὑπάρχουν ψάλται. Καὶ σήμερον κινδυνεύουν νὰ
μείνουν μόνοι βυζαντινομανεῖς ὁ κ. Παπαδιαμάντης καὶ ὁ κ. Μωραϊτίδης, οἱ δύο ἀσκηταὶ
διηγηματογράφοι μας».
Παρατηρεῖ πὼς ὁ Ἅγιος μὲ τὸ μαρτύριό του ἔλαβε τὴ χάρη νὰ τιμᾶται μαζὶ μὲ τὴν Ἀνάσταση, ἐνῷ
προσομοιάζει τὴν κόκκινη χλαμύδα τοῦ ἁγίου μὲ τὰ κόκκινα πασχαλινά αὐγά:
Εἶναι τόσοι
πολλοὶ οἱ ναΐσκοι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ὥστε ὑπῆρχον χθὲς ναοὶ τοῦ μεγαλομάρτυρος
καὶ διὰ μίαν ἄλλην Ἀθήναν… τὸν ἅγιον Γεώργιον τοῦ Καρύτση, ὅστις ἂν καὶ εἶχε καὶ
τὴν μουσικὴν ὑπὸ τὸν αὐτὸν μεγαλοπρεπῆ βυζαντινὸν ρυθμόν, … θὰ ἦτο ὁ πρῶτος ναὸς
τῆς πρωτευούσης … Καὶ ἔπειτα εἰς τὸν Ἐλαιῶνα.
Πόσοι ἅγιοι Γεώργιοι, πόσοι ναΐσκοι. Σὰν ἀγριολούλουδα διεσπαρμέναι ἐκκλησίτσαι
… τοῦ τροπαιφόρου καὶ πολυάθλου μεγαλομάρτυρος, ὅστις μὲ τὸν στέφανον τὸν ἀμάραντον
τοῦ μαρτυρίου, ἔλαβε καὶ τὸν ἐπίζηλον κλῆρον νὰ ἑορτάζεται μαζὶ μὲ τὴν Ἀνάστασιν
… τοῦ ὁποίου ἡ χλαμὶς ἡ ἐρυθρὰ τοῦ μαρτυρίου συγχέεται μὲ τὰ κόκκινα αὐγὰ τοῦ Πάσχα
|
Τὰ Ἀναφιώτικα στα 1903 (Frédéric Boissonnas).
Ἀθήνα.
Ἡ πόλη, οἱ ἄνθρωποι, τὰ γεγονότα,
[Ἱστορικὴ καὶ Ἐθνολογικὴ
Ἑταιρεία τῆς Ἑλλάδος],
Ἀθήνα 2016, σ. 507.
|
Σχολιάζει
τὸν ἐξοχικὸ χαρακτῆρα τῆς ἑορτῆς:
Κι᾿ ἐπληρώθησαν
μετὰ μεσημβρίαν ὅλοι οἱ πέριξ κῆποι, καὶ τὰ κοινὰ περιβόλια κόσμου θεωροῦντος ἀπαραίτητιν
τὴν ἐξοχὴν τὴν ἡμέραν ταύτην.
Θεωρεῖ
μάλιστα, πὼς τὸ ἔθιμον τοῦ ἐξοχικοῦ ἑορτασμοῦ, μετὰ καταναλώσεως ψημμένου
κρέατος, ἀνάγεται στοὺς χρόνους τῆς Τουρκοκρατίας, ὅταν οἱ ἀρματολοὶ καὶ οἱ ἀγωνιστὲς
τῆς Ἐπαναστάσεως πανηγύριζαν στὰ βουνὰ καὶ τοὺς κάμπους καὶ συνήθιζαν:
Νὰ χορεύουν τὸν ἐνόπλιον
σεμνὸν χορὸν οἱ παῖδες τῶν Ἑλλήνων, νὰ ψάλλουν τὸ Χριστὸς Ἀνέστη καὶ νὰ χαιρετίζουν
τὴν ἐλευθέραν γῆν μὲ τὴν χαρμόσυνον φωνὴν τοῦ κλέφτικου καρυοφλλίου…
Τέλος,
παρατηρεῖ πὼς τὰ τελευταῖα χρόνια ἔχει
σημειωθεῖ μεγάλη πρόοδος στὴν ἀνθοκομικὴ καὶ τὰ ἄνθη ποὺ κατ᾿ ἔθιμον
προσφέρονται στοὺς ἑορτάζοντες –καὶ ἰδιαιτέρως στὶς ἑορτάζουσες– αὐτὴν τὴν ἡμέραν
ἔχουν μὲ ξεχωριστὴ καλλιτεχνία ὀργανωθεῖ σὲ κομψότατες ἀνθοδέσμες, στὴ σύνθεση
τῶν ὁποίων εἰδικεύονται οἱ ἀνθοκαλλιεργητὲς τῶν Πατησίων:
Δι᾿ αὐτὸ
γίνεται μεγάλη κατανάλωσις πάντοτε ἀνθέων τὴν ἡμέραν αὐτὴν διὰ τοὺς ἑορτάζοντας
… οἱ εὐφυεῖς πατησιῶται τόσον ἔμαθον τὴν τέχνην τοῦ συμπλέκειν τὰς ἀνθοδέσμας, ὥστε
ἀγοράζοντες ἀντὶ δραχμῆς τὰ σκελετὰ τὰ βαρυόπλεκτα περιπλέκουν αὐτὰ δι᾿ ἀνθέων
τῶν κήπων των, κατασκευάζοντες κομψοτάτας ἀνθοδέσμας.
|
Ἡ ὁδὸς Λουκιανοῦ
ἀπὸ τὴν
ὁδὸ Κηφισίας
μὲ τὸν Λυκαβητὸ
καὶ τὸν Ἅγιο Γεώργιο
στὸ βάθος στὰ 1900 (ἄγνωστος
φωτογράφος).
Ἀθήνα.
Ἡ πόλη, οἱ ἄνθρωποι
,
τὰ γεγονότα,
[Ἱστορικὴ καὶ Ἐθνολογικὴ
Ἑταιρεία τῆς Ἑλλάδος],
Ἀθήνα 2016, σ.
238.
|
Τὸ
δημοσίευμα του ὁ Μωραϊτίδης τὸ ὁλοκληρώνει μὲ ἕνα χαριτολογικοῦ περιεχομένου ἀνέκδοτο
περὶ τῆς ΄΄κακῆς τύχης΄΄ τῶν ἀπωλήτων ἀνθέων τῆς ἡμέρας αὐτῆς ἐνῷ ὑπογράφει μὲ
τὸ σύνηθες δημοσιογραφικό του ψευδώνυμο, Ὁ
ταξειδιώτης.
Ἡ Ἀθήνα στὰ 1902 ἀπὸ τοὺ;πρόποδες
τοῦ Λυκαβητοῦ (Ἄγνωστος φωτογράφος. Ἀθήνα.
Ἡ πόλη, οἱ ἄνθρωποι, τὰ γεγονότα, [Ἱστορικὴ καὶ Ἐθνολογικὴ Ἑταιρεία τῆς Ἑλλάδος],
Ἀθήνα 2016, σ. 633.
ΑΠΟ ΤΗΝ
ΑΗΓΙΩΡΓΙΑΤΙΚΗΝ ΚΙΝΗΣΙΝ
ΠΟΛΙΣ ΕΟΡΤΑΖΟΥΣΑ
Τὸ
ξυπνητῆρι τοῦ Λυκαβητοῦ. – Μία ἡμέρα χωρὶς μανάβηδες. – Οἱ ἅγιοι Γεώργιοι. – Τὰ χθεσινὰ ψητά. – Ὁ ἅγιος
τῶν ἁρματωλῶν. – Ἄνθη καὶ ἀνθοπλόκοι.
Πρῶτος
ἔδωσε τὸ σύνθημα τῆς ἐνάρξεως τῆς χθεσινῆς πανηγύρεως τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ὁ
μέγας κώδων τοῦ Λυκαβητοῦ, ξυπνητῆρι βαρύκροτον θαρρεῖς, τοῦ γέρω-Λουλουδάκη,
τοῦ ὁποίου οἱ ἦχοι μαλακὰ-μαλακά, ὡς βαθυφώνου μελῳδία, ἐκραδαίνοντο ἄνω τῶν
στεγῶν τῆς κοιμωμένης πόλεως…
—Ντάν-ντάν-ντάν!
Θὰ ἦτο 4 ½ ἡ ὥρα. Μόλις εἶχε
χαράξει ἡ ἀνατολὴ κ᾿ ἔλαμπεν ἀκόμη ὁ αὐγερινός, μεγάλος καὶ πολυάκτινος, ὡς εἶναι
τὸ καλοκαίρι ὁ λαμπρὸς ἑωσφόρος, μὲ τὸν ὁποῖον παρομοιάζει ὁ συναξαριστὴς τὸν ἅγιον
Γεώργιον, τόσον λάμποντα ἐν τῷ λαμπρῷ στερεώματι τῶν μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ ἀνθῶνες τῶν μεγάρων εἰς τὰς
μεγάλας λεωφόρους ἀρρήτως ἐμοσχοβολοῦσαν τὴν ὥραν ἐκείνην καὶ ὁ ἐσμὸς τῶν
φλυάρων πτηνῶν ἐτόνιζεν εἰς τὰς λεύκας σιγὰ-σιγὰ τὴν ἑωθινὴν προσευχήν, ἐνῶ μετὰ
σπουδῆς εἰσήρχοντο εἰς τὰ Πατήσια τὰ ὀνάρια τῶν γαλακτοπωλῶν φορτωμένα καὶ αἱ
λαχανοπώλιδες ἀργοπατοῦσαι ὡς ὄρνιθες τὴν νύκτα, μὲ τοὺς σάκκους τῶν ἀγρίων
χόρτων, διασταυρούμεναι μὲ τοὺς ἱερεῖς, οἵτινες μὲ τὴν βασταγὴν τῶν ἀμφίων ὑπὸ μάλης διεσπείροντο πρὸς τοὺς
διαφόρους τοῦ ἐλαιῶνος ναΐσκους γοργῶς βαίνοντες.
Ἡ
ἀγορὰ ἦτο κλειστή, διότι τὰ ἡδύλαλα ξυπνητήριά της, οἱ μανάβηδες, ἕνεκα τῆς ἑορτῆς
των, δὲν εἰργάζοντο χθές, εἰς δὲ τοὺς κενοὺς πάγκους των ἐκοιμῶντο οἱ ὀψωκομισταὶ
μὲ ταῖς ἀδειαναῖς καλάθαις των συμπεπλεγμένοι. Ἀλλ᾿ οὔτε οἱ πωληταὶ τῶν βοείων
κρεάτων, οἵτινες συνήθως ἐγείρονται πρωῒ νὰ προφθάσωσι καὶ λιανίσωσι τὰ ὑπερμεγέθη
κρέατα τῶν βοῶν, οὔτε αὐτοὶ ἔδωσαν σημεῖα ἀφυπνίσεως, διότι σήμερον ἡ χθὲς ἦτο ἀφιερωμένη
εἰς τοὺς ἀμνοὺς καθόλου.
|
Πλανόδιος μανάβης στὴν Ἀθήνα τὸ 1907.
Στὸ βάθος
διακρίνεταιι ὁ Ἐλαιώνας
(Underwood & Underwood). Ἀθήνα. Ἡ πόλη, οἱ ἄνθρωποι, τὰ γεγονότα, [Ἱστορικὴ καὶ Ἐθνολογικὴ Ἑταιρεία
τῆς Ἑλλάδος], Ἀθήνα 2016, σ. 579. |
*
Ἠμπορεῖ
νὰ εἴπωμεν ἀσφαλῶς ὅτι ἡ πόλις εἶχε χθὲς ἐξέλθει εἰς τὰ ἐξοχὰς ἀπὸ πρωΐας πλὴν
τῶν Γεωργίων οἵτινες ἔμειναν νὰ δεχθῶσι τὰς συνήθεις ἐπισκέψεις. Ἀπὸ πρωΐας αἱ ὁδοὶ
ἦσαν κεναί, τὰ δὲ κατάκλειστα μανάβικα
προσέθετον καὶ αὐτὰ πολὺ εἰς τὴν ἐρημίαν. Ὅλα φραγμένα ἑρμητικῶς μὲ τὰ γνωστὰ
σανιδώματά των· οὐδὲ εἰς τὰ τρίστρατα ὑπῆρχον τὰ καροτσάκια τὰ συνήθη μὲ τὰ
πορτοκάλια, εἰς τὰς θέσεις τῶν ὁποίων εἶχον ἐγκαθιδρυθῆ οἱ πωλοῦντες τοὺς
τσίρους. Ἦτο ἡ μόνη πρωΐα ποὺ δὲν ἤκουσα τοὺς κινητοὺς μανάβηδες μὲ τὴν
ποκιλίαν ἐκείνην τὴν ἀλησμόνητον τῶν φωνῶν των καὶ τῆς συνθέσεως τῶν ὀνομασιῶν
τῶν πωλουμένων εἰδῶν. Καὶ νὰ σᾶς εἴπω θαρρῶ πῶς ἔχασα μίαν ἡμέραν. Τόσον ἔχω ἐξοικειωθεῖ
μὲ τὴν καθημερινὴν συντροφίαν τῶν ἀπαραιτήτων αὐτῶν παραρτημάτων τοῦ βίου ἄνευ
τῶν ὁποίων ἡ ζωή μας θὰ ἦτο ἄνοστος ὡς κολοκυθάκι Συριανὸν χωρὶς μαϊδανόν, καὶ ἀνούσιος
ἀγκινάρα Ἀργείτικη χωρὶς ἄνιθον, ἢ ἄγευστος πάσης χαρᾶς ὡς κουκὶ πατησιώτικο
χωρὶς μάραθον τοῦ Μενιδίου.
*
Εἶναι τόσοι πολλοὶ οἱ ναΐσκοι τοῦ
Ἁγίου Γεωργίου, ὥστε ὑπῆρχον χθὲς ναοὶ τοῦ μεγαλομάρτυρος καὶ διὰ μίαν ἄλλην Ἀθήναν.
Χωρὶς νὰ ὑπολογίσω τὸν πλούσιον ναὸν τῆς ἀριστοκρατίας, τὸν ἅγιον Γεώργιον τοῦ
Καρύτση,
ὅστις ἂν καὶ εἶχε καὶ τὴν μουσικὴν ὑπὸ τὸν αὐτὸν μεγαλοπρεπῆ βυζαντινὸν ρυθμόν,
ἀπὸ τὸν ὁποῖον εἶναι ἡ τεκτονική του, ἡ ζωγραφική του καὶ ἡ γλυπτική του, θὰ ἦτο
ὁ πρῶτος ναὸς τῆς πρωτευούσης καὶ εὐχόμεθα
τώρα ὁποὺ ὁ ἐπίτροπός του κ. Μοσχάκης ἐπῆγε καὶ εἰς τὸν ἅγιον τάφον νὰ συντελέσῃ
εἰς τὴν ἄρσιν τοῦ ἀλλοφύλλου αὐτῆς ἐν τῇ πατρίδι τῆς ἐλευθέρας ὀρθοδοξίας
παραχόρδως εἰσφρησάσης ἰδιοτροπίας, χωρὶς λέγω νὰ ὑπολογίσωμεν τὸν ναὸν αὐτὸν
καὶ χωρὶς νὰ συγκαταριθμήσωμεν τὸν Ἅγιον Γεώργιον τοῦ Λυκαβητοῦ, καὶ τοὺς ἄλλους
ναοὺς τῆς πόλεως οἵτινες ὅλοι ἦσαν πλήρεις εὐσεβῶν ἑορταστῶν, ἔχομεν καὶ τόσους
ἄλλους ἐξοχικοὺς ναΐσκους μὲ ἀπειροπληθίαν προσκυνητῶν, τῶν λαϊκῶν ἰδίως
τάξεων, οἵτινες εὑρίσκουσι μεγάλην ἀνακούφισιν εἰς τὰς ἐξοχικὰς πανηγύρεις
|
Ἐφ. Ἐμπρός, φ. 1970
/ 23. 4. 1902, σ. 2. |
.
Ἐὰν ἀφήσωμεν τὸν κύκλον τὸν μικρὸν
τῶν σκαρφαλωσάντων ἐπάνω εἰς τὰ Ἀναφιώτικα, εἰς τὸν Ἅγιον Γεώργιον τῆς Ἀραβίας,
κολλημένον εἰς τὸν βράχον τῆς Ἀκροπόλεως, κ᾿ ἐξέλθωμεν εἰς τὴν δροσερὰν
Κυψέλην, πρῶτον ἐκεῖ συναντῶμεν εὐσεβὲς ἐκκλησίασμα ἀκροώμενον τὴν θείαν
λειτουργίαν εἰς τὸν ὁλοκαίνουργον ναΐσκον,
ὡς νύμφην κεκοσμημένην, ὅπου ὁ παπα-Σωφρόνιος ὁ Ἁγιορείτης,
πνευματικὸς προσκληθεὶς κατένυξε μέχρι δακρύων διὰ τῆς σεμνοτάτης ἀπαγγελίας τῶν
λειτουργικῶν εὐχῶν, τὰς ὁποίας εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴ ἀκροῶνται καὶ τὰ πολυόμματα
Χερουβεὶμ καὶ τὰ ἑξαπτέρυγα Σεραφείμ, κύκλῳ τῆς Ἁγίας Τραπέζης παριστάμενα.
Καὶ
ἔπειτα εἰς τὸν Ἐλαιῶνα. Πόσοι ἅγιοι Γεώργιοι, πόσοι ναΐσκοι. Σὰν ἀγριολούλουδα
διεσπαρμέναι ἐκκλησίτσαι παρὰ τὰς αἰωνοβίους ἐλαίας, ὑπὸ κυπαρίσσους, ὑπὸ
κλάδους πεύκων, μικροὶ ναΐσκοι, τῶν παλαιῶν νοικοκυραίων παρεκκλήσια, μὲ τὰ ὁποῖα
οἱ εὐσεβεῖς ἐκεῖνοι ἡγίαζον τοὺς ἀγρούς των. Παρὰ τὸν ἅγιον Σάββαν, κάτω ἀπὸ τὸν
Σωτηράκην ἕνα μικρὸν ναΐσκον τῆς Σωτήρας Μεταμορφώσεως, οὕτω τρυφερῶς ἀποκαλούμενον
ὑπὸ τῶν ἰθαγενῶν. Πρὸς τὸ Πυριτιδοποιεῖον, πέραν εἰς τοὺς Ποδάρους, εἰς τὰ κάτω
Πατήσια, παντοῦ. Ἐδῶ, ἐκεῖ, μέσα ᾿ς τῂς παπαροῦναις, μέσα ᾿ς τῂς μαργαρίταις τὴς
κίτρινες, μέσα ᾿ς τῂς μαργαρίταις τῂς ἄσπραις.
Ἠνάφθησαν κηρία τῆς Ἀναστάσεως, ἐκάησαν θυμιάματα, ἀντήχησαν τοῦ Πάσχα οἱ ὕμνοι
μὲ τὰ ἐγκώμια τοῦ τροπαιφόρου καὶ πολυάθλου μεγαλομάρτυρος, ὅστις μὲ τὸν
στέφανον τὸν ἀμάραντον τοῦ μαρτυρίου, ἔλαβε καὶ τὸν ἐπίζηλον κλῆρον νὰ ἑορτάζεται
μαζὶ μὲ τὴν Ἀνάστασιν. Ἡ λαμπὰς ἡ πασχαλινή, ἡ λαμπαδίτσα ἡ κάτασπρη, ἡ
βαρακωμένη, ἡ στολισμένη μὲ τόσους φαιδροὺς φιόγκους, τῆς Ἀναστάσεως ἡ λαμπὰς ὅπου
ἤναψε μὲ τὸ ἅγιον φῶς, ἡ ἰδία ἀνάπτεται καὶ εἰς τὴν εἰκόνα τοῦ ἁγίου Γεωργίου,
τοῦ ὁποίου ἡ χλαμὶς ἡ ἐρυθρὰ τοῦ μαρτυρίου συγχέεται μὲ τὰ κόκκινα αὐγὰ τοῦ Πάσχα, καὶ ἐνῷ ὁ δεξιὸς
ψάλτης ψάλλει «Χριστὸς Ἀνέστη», ὁ ἀριστερὸς ἐξακολουθεῖ: «Ὡς τῶν αἰχμαλώτων ἐλευθερωτής…».
*
Διὰ
τοῦτο ἐμύριζεν ἡ ἐποχὴ χθὲς ἄφθονον καὶ εὐώδη ψητοῦ κνίσσαν ὡς ἐμύριζε καὶ τὴν ἡμέραν
τοῦ Πάσχα ἡ πόλις. Μόνον εἰς τὸν δροσερὸν καὶ χλοάζοντα Ῥέντην,
ὅπου ἑώρταζον οἱ ὀπωροπῶλαι καὶ λαχανοπῶλαι, μόνον ἐκεῖ θὰ ἐψήθησαν ἄνω τῶν 50 ἀμνῶν,
ἐν φαιδρᾷ ἀναστροφῇ τῆς πολυπληθεστάτης αὐτῆς συντεχνίας τῆς πρωτευούσης, ἡ ὁποία,
ἀφοῦ, ὅλον τὸν χρόνον τρέφει 150.000 κόσμον, ἀναπαύεται καὶ αὐτὴ μίαν ἡμέραν, ἠναγκασμένη
εἰς μόνον αὐτὴν τὴν ἡμέραν, νὰ χωνεύσῃ ἑνὸς ἔτους μόχθον ἐπίπονον καὶ
βασανιστικόν,… Κατόπιν ὅμως, τοὺς ἀπὸ πρωΐας ἐξελθόντας εἰς τὰς ἐξοχικὰς
λειτουργίας παρηκολούθησαν ἄλλοι, μόνον διὰ νὰ φάγωσι εἰς τὴν ἐξοχήν, ἀγοράζοντες
ἕτοιμον τὸ ψητὸν ἀπὸ τὰ πωλούμενα εἰς τὰς ὁδοὺς ἕνεκα τῶν ὁποίων κατηργήθη σχεδὸν
πλέον τὸ ἱστορικὸν μποῦτι μὲ σκόρδο. Κι᾿ ἐπληρώθησαν μετὰ μεσημβρίαν ὅλοι οἱ
πέριξ κῆποι, καὶ τὰ κοινὰ περιβόλια κόσμου θεωροῦντος ἀπαραίτητον τὴν ἐξοχὴν τὴν
ἡμέραν ταύτην.
|
Τὸ κωδωνοστάσιο τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Λυκαβητοῦ. |
*
Ὅπερ
ἔθιμον θὰ ἔχῃ βεβαίως τὴν ἀρχήν του ἀπὸ τοὺς χρόνους τῆς μαύρης δουλείας τοῦ ἔθνους
μας, ὅτε τὸν ἅγιον Γεώργιον, κατὰ πρῶτον οἱ ἁρματωλοὶ καὶ κατόπιν οἱ ἄνδρες τοῦ ἀγῶνος, συνήντων
πάντοτε εἰς τὸ βουνόν, καὶ εἰς τὸν κάμπον. Εἰς τὸ ἀνθισμένον κλαρί, εἰς τὰ ἔλατα
ἢ τοὺς εὐανθεῖς λειμῶνας, εἰς τὰ κρύα νερὰ καὶ παρὰ τὰς ἑλληνικὰς ἀκτάς. Ἐκεῖ
πάντοτε οἱ ἄνδρες τοῦ ἀγῶνος, μὲ τὸ καρυοφύλλι εἰς τὰς χεῖρας κ᾿ ὁ μεγαλομάρτυς
καβαλάρης εἰς τὸ ἄσπρο ἄλογο λυτρούμενος τοὺς αἰχμαλώτους, ὑπερασπιζόμενος τοὺς
πτωχούς, ἰατρεύων τοὺς ἀσθενεῖς, ὑπερμαχῶν τῶν ὀρθοδόξων, τὴν αὐγὴν ἐμφανιζόμενος
«ὡς ἄστρον φαεινόν». Ἐντεῦθεν ἀπαραίτητος ἔγινεν ἡ ἐξοχὴ εἰς τὴν πανήγυρίν του.
Μέσα εἰς τὰ ἄνθη καὶ τῆς ἀνοίξεως τὴν χλόην, εἰς τὰ κρύα νερὰ καὶ τὰ σύσκια
δένδρα. Νὰ χορεύουν τὸν ἐνόπλιον σεμνὸν χορὸν οἱ παῖδες τῶν Ἑλλήνων, νὰ ψάλλουν
τὸ Χριστὸς Ἀνέστη καὶ νὰ χαιρετίζουν τὴν ἐλευθέραν γῆν μὲ τὴν χαρμόσυνον φωνὴν
τοῦ κλέφτικου καρυοφλλίου…
|
Γέρων Σωφρόνιος
Κεχαγιόγλου
ὁ Ἁγιορείτης καὶ πνευματικός (1839-1934).
|
*
Τόσον δὲ παρὰ τῷ λαῷ εἶναι
προσφιλὲς τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου, ὥστε καὶ αἱ γυναῖκες αὐτὸ λαμβάνουσιν. Δι᾿ αὐτὸ
γίνεται μεγάλη κατανάλωσις πάντοτε ἀνθέων τὴν ἡμέραν αὐτὴν διὰ τοὺς ἑορτάζοντας.
Ὁλόκληρα κάρα ἀνθέων εἶχον κομισθῇ χθὲς πρωῒ εἰς τὴ Ἁγίαν Εἰρήνην. Ὅσοι δὲ
πατησιῶται βραδύναντες δὲν εὗρον χῶρον ἐκεῖ, ἐτοποθετήθησαν παρὰ τὸ τρίστρατον
τῆς ὁδοῦ Σταδίου καὶ Αἰόλου καὶ ἐπώλουν
μὲ τὲς κόφες των γεμάταις ἀπὸ διάφορα ἄνθη. Τὰ τελευταῖα ἔτη μεγάλη
πρόοδος παρατηρεῖται καὶ εἰς τὴν συμπλοκὴν τῶν ἀνθέων εἰς ἀνθοδέσμας. Πρὸ
τριακονταετίας οἱ ἀγρόται τῶν πέριξ χωρίων ἔφερον ὀλίγας ἀκόμψους καὶ προχείρως
ἡρμοσμένας ἀνθοδέσμας, χειροβολίας μᾶλλον ἐμπηγμένας ἐπάνω εἰς μεγάλους καὶ
χονδροὺς ράμνους.
Ἀλλ᾿ ἔκτοτε, ἀφοῦ ὁ κ. Φασούλης ἔδωκε
τὴν πρώτην ὤθησιν εἰς τὴν καλλιέργειαν ἀνθέων καὶ τὴν ἀνθοτεχνίαν ἐν γένει ὄχι
μόνον εὑρέθησαν οἱ ἀνθοκόμοι οἱ εἰδικοί, ἀλλ᾿ οἱ εὐφυεῖς πατησιῶται τόσον ἔμαθον
τὴν τέχνην τοῦ συμπλέκειν τὰς ἀνθοδέσμας, ὥστε ἀγοράζοντες ἀντὶ δραχμῆς τὰ
σκελετὰ τὰ βαρυόπλεκτα περιπλέκουν αὐτὰ δι᾿ ἀνθέων τῶν κήπων των,
κατασκευάζοντες κομψοτάτας ἀνθοδέσμας. Χθὲς ἐν τῇ Ἁγίᾳ Εἰρήνῃ ἀφοῦ ἐπωλήθησαν αἱ
ἕτοιμοι ὅλαι, κατόπιν ἐκεῖ προχείρως ἔπλεκον ἄλλας μέχρι μεσημβρίας ὅτε πλέον εἶχον
ἀδειάσει ὅλαις τὶς κόφαις. Μετὰ μεσημβρίαν δὲ τὰ ἀπώλητα ἄνθη εἶχον μαρανθῆ
πλέον ὅτε ἠκούσθη καὶ ὁ ἑξῆς διάλογος:
— Καὶ ὅσα λουλούδια δὲν πωληθοῦν
τί τὰ κάμνουν;
—Τὰ βράζουν!...
Ὁ ταξειδιώτης
*Στὴν ἔκδοση τοῦ ἄρθρου ἀκολουθεῖται,
ἐν πολλοῖς, γιὰ ἱστορικοὺς λόγους ἡ ὀρθογραφία καὶ ἡ στίξη τῆς ἀρχικῆς
δημοσίευσης στὴν ἐφ. «Ἀκρόπολις» τῆς 24ης Ἀπριλ. 1902
Πρόκειται γιὰ τὸν
Κρητικῆς καταγωγῆς μοναχὸ Ἐμμανουὴλ Λουλουδάκη († 1885), ὁ ὁποῖος ἦταν ὁ
τελευταῖος κτήτωρ τοῦ ναοῦ καὶ μόναζε σὲ
παρακείμενο κελλί. Τὸν Ἐμ.
Λουλουδάκη ἀναφέρει ὁ Μωραϊτίδης καὶ στὸ ταξιδιωτικό του: «Μέσα
᾿στὰ χιόνια. Ἀπὸ ποῦ πᾶνε γιὰ τὸ Καρπενῆσι», ὅταν εὑρισκόμενος στὶς ἀρχὲς
Δεκεμβρίου τοῦ 1901 στὴ Λαμία, στὴν πορεία του πρὸς τὸ Καρπενῆσι, ἀντικρίζοντας
τὸν λόφο τῆς Ἀκρολαμίας ἀπὸ τὸ παράθυρο τοῦ ξενοδοχείου του γράφει: «Θὰ ἐνοικιάσητε δωμάτιον εἰς τὸ ξενοδοχεῖον «ἡ
Εὐρώπη». Ἀπέναντι ἀπὸ τὸ παράθυρόν σας, πέραν, ἕνα ὡραῖον βουνάκι μὲ τὰ
πευκάκια του, ἡ ἱστορικὴ Ἀκρολαμία,, θὰ σᾶς ὑπενθυμίζῃ τὸν προσφιλῆ σας
Λυκαβητόν. Ἀπαράλλακτον ὁ Λυκαβητός, τὸ φρούριον τῆς Λαμίας. Ὑψηλός, καμαρωτός,
μὲ τὰ πευκάκια του, μὲ τοὺς βράχους του καὶ μὲ τὸν Λουλουδάκην του, τὸν ἑπτάψυχον
ἥρωα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Δὲν ἤθελα νὰ ξεκολλήσω τὰ μάτια μου ἀπὸ τὸ βουνάκι αὐτό.
Θαῤῥοῦσα πῶς εἶμαι ἀκόμη εἰς τῆς κυρὰ-Χαραλάμπαινας τὸ σπιτάκι, ὁδὸς Ἐρεσοῦ καὶ
ἔβλεπα τὸν ἀγαπημένον μου Λυκαβητόν»· Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, Μὲ τοῦ βορηᾶ τὰ κύματα, ἐκδ. Σιδέρη,
σειρὰ Ε΄, Ἀθήνα 1926, σ. 89· Κωνσταντῖνος
Σπ. Τσιώλης, «Ὅλα ἐν τῷ Καρπενησίῳ
μεγαλοπρεπῆ. Τὸ ταξίδι τοῦ Ἀλεξάνδρου Μωραϊτίδη στὸ Καρπενῆσι», Ἐπιστημονικὸ Συνέδριο, Τὸ Καρπενῆσι στὴ
διαχρονικὴ πορεία του. Ἀπὸ τὴν ἀρχαιοτητα ὣς τὶς μέρες μας, Καρπενῆσι 18-21 Ὀκτωβρίου
2017, Πρακτικὰ Συνεδρίου, ὑπὸ ἔκδοσιν.
Ὁ βυζαντινόρυθμος
ναὸς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Καρύτση εἶναι ἔργο (1845-1849) τοῦ ἀρχιτέκτονα
Λύσανδρου Καυταντζόγλου (1811-1885) καὶ πράγματι ἦταν «ὁ πλούσιος ναὸς τῆς ἀριστοκρατίας».
Ἔτσι, σ᾿ αὐτὸν ἐτελέσθη ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία γιὰ τὸν λογοτέχνη καὶ Ἀκαδημαϊκὸ Παῦλο
Νιρβάνα, στὶς 30 Νοε. 1937 [βλ. ἐφ. Ἑστία,
φ. 16637 / 30. 11. 1937, σ. 3] ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν Μαρίκα Φραγκίστα ἀπόγονο τῆς εὔπορης
καὶ ἱστορικῆς Ἀγραφιώτικης οἰκογένειας τῶν Φραγκίστα καθὼς καὶ σύζυγος τοῦ
χρηματιστὴ καὶ ἐπὶ ἔτη διατελέσαντος Δημάρχου Σκιάθου, Φιλοκλῆ Γ. Γεωργιάδη, μὲ
τὴν ὁποία ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης διατηροῦσε στενὴ προσωπικὴ καὶ συγγενικὴ
σχέση, ἐνῷ μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς κοιμήσεως της [ 3. Ἰαν. 1907] καὶ τοῦ 40ημέρου μνημοσύνου της [24 Φεβρ.
1907] ‒πάλι στὸν Ἅγιο Γεώργιο τοῦ
Καρύτση‒ εἶχε δημοσιεύσει σχετικὲς νεκρολογίες [βλ. Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ἅπαντα, ἐπιμ. Ν. Δ.
Τριανταφυλλόπουλος, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 22005, τ. Ε΄, σ. 343· Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης, «“...καὶ
μὲ τρέμοντα χείλη...” Ἀθησαύριστον Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη», ἐφ. Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας, Γρεβενά,
φ.730 / 9. 6. 2017, σ. 11-18· Ἀλέξανδρος
Παπαδιαμάντης, Ἅπαντα, ἐπιμ. Ν. Δ.
Τριανταφυλλόπουλος, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 22005, τ. Ε΄, σ.343.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου