Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 2017

13(26) ΣΕΠΤEMBΡΙΟΥ. ΜΝΗΜΗ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΓΡΑΝΙΤΣΑ (1880- 13 Σεπτ.1915)

Ἄρθρο  τοῦ Στέφανου Γρανίτσα γιὰ τὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
Στὶς 13(26) Μαρτίου 1908, στὸν φιλολογικὸ Σύλλογο «Παρνασσός» ἑορτάζεται ἡ «Εἰκοσιπενατετηρίς» τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη ὑπὸ τὴν αἰγίδα τῆς πριγκίπησσας Μαρίας Βοναπάρτη. Μὲ τὴν εὐκαιρία αὐτῆς ἐκδηλώσεως ὁ ἀγραφιώτης λόγιος, δημοσιογράφος Στέφανος Γρανίτσας (1880-1915) δημοσιεύει στὴν ἐφημερίδα «Χρόνος» τῆς 13ης Μαρτίου 1908 ἕνα ἄρθρο μὲ τίτλο «Ἡ ἀποψινὴ ἑσπερίς» καὶ ὑπότιτλο «Ἀ. Παπαδιαμάντης» καὶ ὑπογραφὴ Σ. Γρανίτσας. Τὸ ἄρθρο ἀναδημοσιεύται, μὲ πολλὲς γλωσσικὲς ἀλλαγές καὶ μὲ τίτλο «Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης»,  στὸ ἔργο τοῦ Μάρκου Γκιόλια «Ἅπαντα Στέφανου Γρανίτσα».[1]

Μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς ἐπετείου τοῦ προώρως θανέντος Στέφανου Γρανίτσα [ 13(26) Σεπτεμβρίου 1908], δημοσιεύουμε στὸ ἱστολόγιό μας τὸ ἄρθρο χωρὶς ἀλλαγὲς στὴν ὀρθογραφία, ὅπως τὸ καταχωρίζει ὁ Γρανίτσας στὴν ἐφ. «Χρόνος» τῆς ὁποίας ὑπῆρξε διευθυντικὸ στέλεχος. 

 H ΑΠΟΨΙΝΗ ΕΣΠΕΡΙΣ
[Α. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ]
υὸ πράγματα συμβαίνουν μὲ τὰς μεγάλας μορφὰς τῆς σκέψεως καὶ τοῦ αἰσθήματος. Ἤ ἐφανερώθησαν πολὺ ἐνωρὶς γιὰ τὴν φυλήν των καὶ ἑπομένως αὐτὴ πρέπει νὰ βαδίσῃ μακρυὰ διὰ νὰ τὰς συναντήσῃ ἢ εἶνε ὡραῖαι ἀνθήσεις τῆς βαθυτέρας οὐσίας τῆς ἐποχῆς των καὶ τότε συμβαίνει ὅ,τι εἰς τὰ βουνά. Φαίνονται ὑψηλὰ καὶ ὡραῖα μόνον ἀπὸ μακρυά. Ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι τὸ μεγάλον βουνὸν τῆς ἐποχῆς αὐτῆς, μία φυσιογνωμία τῆς ψυχῆς της, ἡ ὁποία θὰ φαίνεται ὡραία καὶ μεγάλη μίαν φορὰν καὶ ἕναν καιρόν, ὅπου τοὺς τωρινοὺς καιροὺς θὰ τοὺς ἀγκαλιάζῃ ὁ Θρύλος.

Εἰς αὐτὸν τὸν Σολωμόν, τὸν Βαλαωρίτην καὶ τὸν Κρυστάλλην θὰ καθρεφτίζεται ἕνα μακρυνὸν καιρόν ἡ  ψυχὴ μιᾶς ἐποχῆς, ὡσὰν ἐπάνω εἰς ἕνα ραγισμένον καθρέφτην. Ἀπὸ τὸν ποιητὴν τῶν «Ἐλευθέρων Πολιορκημένων» καὶ τοῦ «Ὕμνου πρὸς τὴν Ἐλευθερίαν» ἀναβαίνει ἡ κόκκινη φεγγοβολὴ  τῆς ψυχῆς τοῦ Εἰκοσιένα. Ἀπὸ τὸν Κρυστάλλην χύνεται ἡ Θεία μουσικὴ τῶν ἑλληνικῶν βουνῶν, ἐπάνω εἰς τὰ ὁποῖα ἐπρωτοεπερπάτησε τὸ ὅραμα τῆς Ἐπαναστάσεως. Ἀνάμεσά των στέκει ἡ μεγάλη πνοὴ τῆς ρουμελιώτικης ψυχῆς, ἡ ὁποία λέγεται Βαλαωρίτης, ἡ πότε βουΐζουσα ἀπὸ τὸ ἄγγιγμα τῆς Ἐποποιΐας καὶ πότε σφυρίζουσα τὰ ὡραιότερα κελαϊδήματα τῆς ἀκαρνανικῆς ψυχῆς.
Γύρω εἰς  αὐτὸν τὸν κόσμο τοῦ Σολωμοῦ, τοῦ Κρυστάλλη καὶ τοῦ Βαλαωρίτη ὑφαίνεται ὡς μία κορνίζα ὁ Παπαδιαμάντης. Ὁμοιάζει σὰν τὴν θρυλικῆς εὐμορφιᾶς Ροὺθ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ ἐμάζευε τὰ στάχυα τῶν θερισμένων ἀγρῶν. Ἐπάνω εἰς τὰ βουνὰ καὶ τὰ χωράφια καὶ ὁλόγυρα ἀπὸ τὰ ἀκρογιάλια ὅπου ἡπλώθη ὁ θυμὸς καὶ ἡ  ὡραιότης τῆς ἑλληνικῆς ψυχῆς ἀπόμειναν πολλὰ πράγματα, ποὺ φαίνονται τίποτε καὶ τὰ ὁποῖα ὅμως ἀποτελοῦν μεγάλας γραμμὰς τῆς ἐποχῆς. Τὰ καϊκάκια καὶ ἡ γαλανὴ ζωὴ τῶν Ψαράδων ἀνάμεσα ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐπήδησαν οἱ  Κανάρηδες, τὰ ἐκκλησάκια καὶ τὸ μοσχοβόλημα τῆς βαθειᾶς χριστιανικῆς ἀνατροφῆς τοῦ Λαοῦ, ἐπάνω εἰς τὴν ὁποία ἐβασίσθη, ἐμέστωσνε, ὑψώθη ἐγιγαντώθη ἡ Ἐπανάστασις, τὰ ἀρχοντόσπιτα , γύρω ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἐδέθη ὡς ἀπὸ ἀταράχους κορμοὺς καὶ ἐβύζαξε τὸν ὀπὸν τῆς ζωῆς ὡς κισσὸς ἀπὸ πολύχυμα δένδρα. Ὅλης αὐτῆς τῆς ζωῆς, ἡ  ὁποία τώρα πεθαίνει καὶ ἀπὸ τὴν ὁποία ἐρρόφησε γάλα ρώμης ἡ Ἰδέα τοῦ Σκουφᾶ καὶ τοῦ Ξάνθου, ὁ μεγαλείτερος, ὁ ὡραιότερoς, ὁ ὑπέροχος γλύπτης εἶνε ὁ Παπαδιαμάντης. Ἀνυψώνετα εἰς κομμάτια ὡραιότητoς ἀναγλύψων τοῦ Κεραμεικοῦ. Εἰς  ὀλίγα ἔργα τῆς παγκοσμίου φιλολογίας βλέπομεν τὴν Τέχνην νὰ εἶνε τόσον ὡραια, διότι εἶνε μόνο Φύσις. Διότι τὸ οὐσιαστικώτερον γνώρισμα, ἡ βαθυτέρα ὡραιότης  τῶν διηγημάτων τοῦ Παπαδιαμάντη εἶνε τὸ ὅτι δὲν ἐγγίζουν καμμίαν τεχνοτροπίαν, δὲν ἐνθυμίζουν καμμίαν φόρμαν διηγήματος, δὲν συνεχίζουν τὴν ἠχὼ καμμιᾶς Σχολῆς. Φεύγουν ὡσὰν γεροντικαὶ διηγήσεις δίπλα εἰς τὸ τζάκι, διηγήσεις οἱ ὁποῖες κάπoτε θαρρεῖς πῶς γίνονται ὡσὰν ἀπὸ φλυαρία, κἄπoτε ὡσὰν ἀπὸ θυμόν, ἀπὸ ἔρωτα πρὸς τὰ παλαιὰ πράγματα, ἀπὸ παράπονα νοσταλγίας, ἀπὸ θλίψεις ἀναμνήσεων, ἀπὸ χαρὰ ὑπερηφανειῶν, κἄτι τι ἀπὸ ὅλα αὐτά. Ἀρχίζει ὡς διήγημα, ἔπειτα γίνεται μία κουβέντα γυναικούλας, προχωρεῖ ὡς κύριον ἄρθρον ἐφημερίδος καὶ τελειώνει ὡς παραμῦθι. Οἱ ἥρωες καὶ ἡρωΐδες του τώρα φαίνονται σὰν πρόσωπα παραμυθιοῦ καὶ ἔπειτα σοῦ λέγει ὅτι ὁ Ζάχος «κατήγετο ἀπὸ τὴν οἰκογένειαν τῆς Πασίνας, οὕτω συνήθως ἐκαλεῖτο ἡ μάνα του. Θαρρῶ πὼς ἦταν αὕτη δευτέρα ἐξαδέλφη τοῦ πατρός μου».
Ποτὲ ἡ ψυχολογία, ἡ παρατήρησις, ἡ φιλοσοφία δὲν ντύθηκαν λιτοτέραν, ὡραιοτέραν, ἡδονικωτέραν στολήν. Κάτω ἀπὸ αὐτὰ τὰ παραμυθάκια λέγονται πράγματα, χορεύουν σκέψεις, ἁπλώνονται ὠκεανοὶ αἰσθημάτων, βουρδουλίζονται κωμικότητες, ὑμνολογοῦνται ὡραιότητες, φωτογραφοῦνται μεγάλoι χαρακτῆρες, πηδοῦν βαθύτατοι θρῆνοι, τραγουδοῦν παρθενικοὶ ἔρωτες, ζοῦν τέλος τεράστιοι κόσμοι. Ὅλον αὐτὸ τὸ χάoς τῆς κοινωνικῆς ἱεραρχίας, τὸ δημιουργηθὲν ἀπὸ τὴν θρασύτητα τῆς ψευτοαρχοντιᾶς τοῦ πλούτου, ἡ ὁποία σηκώνει τὸ πόδι νὰ πατήσῃ τὴν ἀληθινὴν ἀρχοντιὰ τοῦ τ ζ α κ ι ο ῦ, πετιέται ὡς ἕνα ὡραῖoν ἄγαλμα ἀνάμεσα ἀπὸ ὀλίγες γραμμὲς ἑνὸς διηγήματος.

Μία ἀρχόντισσα παλῃᾶς ἐποχῆς καὶ τώρα φτωχὴ ἐπῆγε μίαν ἡμέραν εἰς τὴν ἐκκλησίαν καὶ εὗρεν εἰς τὸ στασίδι της μία νιόνυφη ἑνὸς πλουσίου μπακάλη. Οἱ θυμοὶ τότε τοῦ εὐγενικοῦ αἵματός της ἐξαπολύονται ὡσὰν κεραυνοί. Ὅλη ἡ ἀναίδεια τοῦ ψευδoαριστoκρατισμoῦ, ὅλος ὁ θρῆνος τοῦ θανάτου μιᾶς ἀρετῆς, τὴν ὁποία οἱ  ἀρχαῖοι εἶχαν ὡς βάσιν κοινωνίας, φεύγει εἰς ὀλίγας γραμμὰς ἀπ᾿  ἐκείνας τὰς ὁποίας ἐνῷ τὰς διαβάζoμεν πίνομεν χασίς, βλέπομεν ὑπέροχα ὁράματα καὶ μετ᾿ ὀλίγον οὔτε κἂν ἐνθυμούμεθα τί ἐδιαβάσαμεν. Ὁμοιάζουν τὰ διηγήματά του ὡσὰν τὸ μαγεμένο περιβόλι τῆς Λάμιας, διὰ τὸ ὁποῖον, ὅπως διηγεῖται τὸ παραμύθι, ὅσοι ἐπήγαιναν μέσα ἔφευγαν μεθυσμένοι ἀπὸ τὴν εὐμορφιάν του χωρὶς νὰ ἐνθυμοῦνται τί εἶδαν καὶ τί ἤκουσαν ...
                                                                                                                    Σ.  Γρανίτσας "           



[1]Μάρκος Γκιόλιας, Ἅπαντα Στέφανου Γρανίστα, ἐκδ. Τυμφρηστός, Ἀθήνα 1970, σ. 308-310.

Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου