Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2025

ΤΥΡΒΗ 26. ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2025. ΜΙΚΡΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ

 

 Ἡ «Φαιδρὰ συντεχνία» τῶν Γρεβενῶν, καὶ οἱ σὺν αὐτῇ, ἀποχαιρετοῦν τὸ 2025 καὶ ὑποδέχονται τὸ νέον ἔτος 2026 μὲ τὸ νέο, ὑπ’ ἀριθμ. 26, φ. τῆς Τύρβης, τοῦ τερπνοῦ καὶ χαριτολογικοῦ, καλαίσθητου ἐντύπου, ποὺ ἐκδίδεται δὶς τοῦ ἔτους. Τὸ φ. 26 εἶναι ἀφιερωματικὸ στὶς «Μικρὲς πατρίδες»: μία περιδιάβαση σὲ μέρη ὅπου ταξιδεύει ἡ καρδιά μας, σὲ τόπους ποὺ διακρατοῦν τὰ χνῶτα μας μας, τὶς ἀνάσες τῶν προγόνων μας. Στὸ φ. 26 συμμετέχει καὶ τὸ «Ἑλληνομουσεῖον Ἀγράφων» δι ἐκπροσώπου του. Ἔτη Πολλά!

Τὸ δαμάλι τὸ πρᾶον, τὸ ἄκακον, τὸ φιλάνθρωπον.

«Εἶχα ἐνθυμηθῆ τοὺς πτωχοὺς οἰκείους,

εἰς τὴν  μ ι κ ρ ὰ ν  πατρίδα μου»

(Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Τραγούδια τοῦ Θεοῦ»)

Ἂν κατὰ τὸν Roland Barthes ἡ πραγματική μας πατρίδα εἶναι ἡ παιδική μας ἡλικία, ἡ μικρὴ μας πατρίδα εἶναι ἡ βρεφική μας ἡλικία, ὅταν τὸ παιδὶ ἐξερευνᾷ τὸν κόσμο τῶν κινήσεων καὶ τῶν αἰσθήσεων, γυρεύοντας ἀσφάλειες, ἐπιβεβαιώσεις, ἐμπειρίες. Ἐξαίρεση δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀποτελέσῃ καὶ τὸ Ἀγραφιωτόπουλο ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο, σὲ βρεφικὴ ἡλικία, στὸ τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ ’50, εἶπε νὰ βγῇ αὐτόνομα στὸν κόσμο: ἔξω ἀπὸ τὴν ἀπόλυτη ἀσφάλεια τῶν γονέων καὶ τῆς κατοικίας του, χωρὶς τοὺς πτωχοὺς οἰκείους του. Καὶ πῶς ἀλλοιῶς δὲν ἦτο ἄλλωστε καὶ πτερόπους νὰ τὸ πετύχει παρὰ μπουσουλώντας, ἤγουν τετραποδητί. Ἦταν μία γλυκειὰ αὐγὴ τοῦ Ὀκτωβρίου. Ὡς ἄλλος Μακόλεϊ Κάλκιν στὸ «Μόνος στὸ σπίτι», ὅταν γιὰ λίγο ἔμεινε ἔξω ἀπὸ τὸ ὀπτικὸ πεδίο τῶν ἀνθρώπων του, ἀθόρυβα, μὲ εὑρηματικότητα, παίζοντας καὶ μειδιώντας, μὲ διαίσθηση, μὲ σθένος σχεδὸν ἀνδρικό, μὲ τὴν ἄγνοια κινδύνου καὶ μὲ τὴν ἄνευ κατακρίσεως ἀπερισκεψία ποὺ ἔχει ἕνα πλᾶσμα αὐτῆς τῆς ἡλικίας καθὼς ἐπόθει τὸν ἀέρα τοῦ βουνοῦ τετραποδίζοντας, κατάφερε νὰ διασχίσει τὸν σανιδένιο διάδρομο τῆς ἀγροτοκτηνοτροφικῆς κατοικίας του στὰ Ἄγραφα. Κατόπιν, βρέθηκε στὸ ξύλινο χαγιάτι, αὐτὸ μὲ τὸ ἔμφρακτο σανίδωμα, κατέβηκε τὰ ὑποτυπώδη ξύλινα σκαλιὰ καὶ κατάφερε νὰ κατέλθει στὸν πέτρινο αὔλειο χῶρο. Ἀπὸ ἐκεῖ συνεχίζοντας, γαττουλίζοντας, κατσουλίζοντας κατέβηκε τὴ λιθόκτιστη σκάλα ποὺ ὁδηγοῦσε στὸ μακρὺ στενὸ σοκάκι, τὴν ἀγροτικὴ ἀγυιά, τὴν ὑπαίθρια ρύμη ποὺ πήγαινε κατὰ τὸ ποιμνιοστάσιο. Φαίνεται νὰ πῆρε τὸν δρόμο γιὰ ν’ ἀνακαλύψει ἄλλους τόπους. Ἡ ἀγυιὰ στενή, στενότερη τοῦ ἑνὸς μέτρου. Δίπλα της τὸ αὐλάκι τοῦ ποτίσματος. Δὲν ἔπεσε μέσα. Ὅμως, τότε, ἀπὸ τὴν ἀντίθετη κατεύθυνση τοῦ στενοῦ ἀγροτικοῦ δρομίσκου, ἐμφανίζεται κερασφόρος δάμαλις, νεαρὸς πλὴν ὀγκώδης βοῦς, ἕνα ταυράκι. Ἴσα-ἴσα τὸν χωροῦσε τὸ σοκάκι. Τὸ βρέφος πλησίαζε πρὸς τὸν ταῦρο ἀγνοώντας τὸν ἐπαπειλούμενο κίνδυνο τῆς ζωῆς του. Καὶ μόνο μιὰ ἐπαφὴ τοῦ ἑκατοντάδων κιλῶν ταύρου θὰ ἦταν μοιραία γιὰ τὸ βρέφος. Στὸ μπαλκόνι, στὸ χαγιάτι, ἔφτασαν οἱ γονεῖς του καὶ οἱ ἄλλοι οἰκεῖοι του. Ἀλλόφρονες, ἡμιλιπόθυμοι, καθὼς πίστευαν ὅτι τὸ δαμάλι, ὄχι φυσικὰ μὲ πρόθεση, θὰ πατοῦσε τὸ παιδί καὶ ὅτι τὸ μοιραῖο ἦταν ἀπελπιστικὰ κοντά. Ἦταν στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν καλωσύνη τοῦ ζώου. Κανένα ὅμως πρᾶγμα δὲν εἶναι ἀκριβῶς αὐτὸ ποὺ φαίνεται· μερικὲς φορές, μάλιστα, εἶναι τὸ ἀντίθετο. Θέλησαν νὰ φωνάξουν, ἀλλὰ παρέλυσαν τὰ σώματά τους, πάγωσαν· ἡ ἀγωνία ἔφερε ἀφωνία, πνίγηκε ὁ λάρυγγάς τους, λέξεις δὲν ἀκούστηκαν. Ἐνῷ, ὅμως, τὰ πουλιὰ τοῦ δάσους καὶ τοῦ ὅμορου λιθοφόρου καὶ οὐ ψαροφόρου ποταμοῦ ἄφηναν φαιδρὲς μελωδίες, ἐνῶ οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου ἐχρύσωναν τὸ ἔναντι ἐλατοδάσος τῆς Τσιούμας, τὸ ἄκακον αὐτὸ πλᾶσμα, τὸ ἀγαθὸ αὐτὸ ζῶο τῆς μικρῆς πατρίδας, ὄχι μόνο δὲ πάτησε τὸ νήπιο, ἀλλά, ἔσκυψε καὶ μὲ πραότητα ἀνθρωπινὴ ὀσμίστηκε τὸ παιδί. Ἀπὸ τὰ ρουθούνια του φάνηκαν τὰ χνῶτα τῆς ὀσφρήσεώς του, ἀκούστηκε τὸ ξεφύσημά του. Ἀπ’ τοὺς μυκτῆρες του ἔρρεαν βλέννες. Κατόπιν, μὲ παροιμιώδη προσοχή, μὲ ἐπιμέλεια ἔλλογου ὄντος, πέρασε ἕνα-ἕνα τὰ τέσσερα πόδια του πάνω ἀπὸ τὸ παιδί, δίχως νὰ τὸ ἀγγίξει, καὶ συνέχισε τὴν πορεία τοῦ πρὸς τὸ λιβάδι: γιὰ νὰ βοσκήσει. Ὅλοι σταυροκοπήθηκαν. Τὸ ἄκακο ζῶο ἔριξε ἕνα τελευταῖο ἀκόμη βλέμμα πίσω του· λὲς κι ἤθελε νὰ βεβαιωθεῖ πὼς τὸ παιδὶ δὲν ἔπαθε κάτι. Ἡ μάνα ἀλλόφρων ἔτρεξε νὰ πάρει τὸ τέκνο της, τὸ πρωτότοκό της, στὴν ἀγκαλιά της. Τὸ ἄδραξε σφιχτὰ μὲ τὰ δυό της χέρια καί ὠχρὰ καὶ ριγοῦσα ἀλλὰ μὲ ἀπερίγραπτα αἰσθήματα χαρᾶς καὶ τρυφῆς ὀμμάτων πῆγε πρὸς τὸ εἰκονοστάσι: νὰ ἀνάψει καντήλι εὐχαριστήριο, ἐπὶ τῇ διασώσει. Τὸ μικρὸ βουνίσιο πλᾶσμα αἰσθανόταν, μέσα στὰ χέρια της, ἀσφάλεια, παρὰ τὸν κλαυθηρμόν του ἀπὸ τὴν ματαίωση τοῦ «μεγάλου περιπάτου τοῦ Κωστούλα».

Καὶ τώρα, τὸ τότε παιδάριον, ποθεῖ τὸν ἀέρα ἀπὸ τὰ ψηλὰ βουνά, ποθεῖ τὴν  μ ι κ ρ ὴ   π α τ ρ ί δ α  του, τὰ Ἄγραφα, τὰ Βρανιανὰ τοῦ Εὐγενίου Γιαννούλη καὶ τοῦ Ἀναστασίου Γορδίου, ποὺ μόνο μακρυά της καταλαβαίνει τί ἀξίζει, καθώς:

 

«Ἐκεῖ ἠσθάνετο ὅτι εὕρισκεν ἄνεσιν, ἤλπιζε δὲ καὶ ἀσφάλειαν».

Ντῖνος Ἀγραφιώτης



 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου