Χριστουγεννιάτικο Ἔλατο
«Τὸ
ἄτυχον δένδρον [...]
τὸ ὅραμα τῆς λεβεντιᾶς καὶ τῆς ὑπερηφανείας»
(Στέφανος
Γρανίτσας)
![]() |
| Ἡ προτομὴ τοῦ Στέφανου Γρανίτσα, στὴ γενέτειρά του. |
Τὸ ἔθιμο τοῦ Χριστουγεννιάτικου Δένδρου ἦλθε στὴν Ἑλλάδα, κατὰ βάσιν, – καὶ σιγὰ-σιγὰ καθιερώθηκε καὶ ἐπικράτησε ὡς ἑλληνικὸ ἔθιμο πλέον‒ ἀπὸ τὸν Ὄθωνα στὰ 1833 Ὁ Ἀγραφιώτης λόγιος δημοσιογράφος Στέφανος Γρανίτσας (Γρανίτσα Ἀγράφων 1880 - Ἀθήνα 13.9.1915), περιδιαβαίνοντας τὴν Ἀθήνα, τὴν περίοδο τῶν Χριστουγέννων τοῦ 1907, διαπιστώνει ὅτι δρόμοι, πλατεῖες, καταστήματα, οἰκίες κοσμοῦνται μὲ Χριστουγεννιάτικα Δένδρα: φυσικὰ ἔλατα κομμένα ἀπὸ ἐλατοδάση καὶ μεταφερθέντα στὴν πρωτεύουσα. Ἀναπολεῖ τὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του τὰ Ἄγραφα, τὴ Γρανίτσα τῶν Ἀγράφων, ὅπου γεννήθηκε μέσα σὲ πελάγη ἀπὸ παρθένα ἐλατοδάση. Τὶς ἐντυπώσεις του τὶς καταγράφει σὲ ἕνα σχεδὸν ἄγνωστο χρονογράφημά του μὲ τίτλο «Ἔλατα», ποὺ δημοσιεύει, στὶς 28 Δεκεμβρίου 1907, στὴν ἐφ. Χρόνος τοῦ Κωστῆ Χαιρόπουλου, ὅπου ὁ Γρανίτσας ἀρθρογραφοῦσε ἀλλὰ καὶ κατεῖχε τὴ θέση τοῦ ὑποδιευθυντοῦ. Τὸ χρονογράφημα δημοσιεύεται μὲ τὴν ὑπογραφὴ «Σ. Γ.»:
«Εἰς
τοὺς δρόμους συναντῶμαι μὲ τὰ ἔλατα. Μὲ τοὺς χυμώδεις κορμούς των ποὺ ἐκουβάλησεν
εἰς τὰς Ἀθήνας τὸ ἔθιμον τοῦ Δένδρου τῶν Χριστουγέννων. Μοῦ φαίνεται πὼς μὲ
χαιρετοῦν. Εἶναι ἡ παλαιοτέρα γνωριμία μου. Κάτω ἀπὸ τοὺς θόλους των εἶδα πρῶτα-πρῶτα
τὸ φῶς. Φαντάζεστε λοιπὸν τὴν συγκίνησιν μὲ τὴν ὁποίαν ἀνταμωνόμεθα εἰς τὰς Ἀθήνας»
| Ἐφ. Χρόνος, φ. 28.12.1907, σ. 1. |
Καταθέτει ἕναν φανταστικό, ὑπερρεαλιστικὸ διάλογο μὲ κορμὸ ἐλάτου στολισμένου χριστουγεννιάτικα, σὲ μπυραρία τῆς ὁδοῦ Πανεπιστημίου· ὅπου ὁ Γρανίτσας ἀπολαμβάνει τὴ μπύρα του. Ἐκεῖ ἐν μέσῳ συζητήσεων τῶν θαμώνων σχετικὰ μὲ τὴν παραίτηση ‒γιὰ τὸ σκάνδαλο τοῦ σταφιδικοῦ ζητήματος‒ τοῦ ἐκ Φωκίδος ὁρμωμένου ὑπουργοῦ τῶν οἰκονομικῶν τῆς Κυβερνήσεως Θεοτόκη, τοῦ Ἀναργύρου Σιμοπούλου,[1] ὁ κορμὸς τοῦ ἐλάτου παρουσιάζεται νὰ συνδιαλέγεται μὲ τὸν Γρανίτσα:
«—
Τί μασκαριλίκια εἶναι αὐτά, βρὲ ἀδελφέ;
—
Ξέρω κι ἐγώ;... Πές μου καὶ τοῦ λόγου σου. Ἐσὺ μοῦ φαίνεται πὼς θἄχῃς κάμποσο
καιρὸ ἐδῶ πέρα καὶ μπορεῖς νὰ ξέρῃς τί μοῦ γίνεται.... Ἐγώ, χθὲς ἐκουβαλήθηκα...
Δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω τίποτε...οὔτε γιατὶ μ’ ἔφεραν, οὔτε ποῦ εἶμαι...»
Καὶ
καταλήγει, χαριτολογικά, ὁ Γρανίτσας ‒
ἐν μέσῳ εὐτελοῦς μουσικῆς συνοδείας ποὺ φιλοξενοῦσε ὁ χῶρος τοῦ ζυθοπωλείου‒ γιὰ τὸ χριστουγεννιάτικο ἔλατο:
«Τί νὰ εἰπῇ τὸ ἄτυχον δένδρον, ποὺ δὲν καταδέχεται νὰ
φυτρώνῃ παρὰ μόνον εἰς τὰ γαλήνια ὕψη, ποὺ φεύγει τὰ λασπονέρια τῶν κάμπων καὶ
μόνον ἐπάνω εἰς τὰ χαρούμενα βουνόκορφα ὑψώνει τὸ ἀνάστημά του πρὸς τὸν οὐρανόν,
ἀλύγιστον καὶ εὐθὺ ὡσὰν βέλος; Τί νὰ εἰπῇ λοιπὸν ὅταν αὐτὸ τὸ ὅραμα τῆς λεβεντιᾶς
καὶ τῆς ὑπερηφανείας φυτεύεται ἕνα βράδυ κατάμεσα εἰς ἠλεκτρικὸν φῶς καὶ τοὺς
μουσικοὺς βανδαλισμοὺς τοῦ Μαρίνου;[2]»
| Ἐφ. Χρόνος, φ. 28.12.1907, σ. 1. |
Τὸ χρόνογράφημα αὐτὸ τοῦ Στέφανου Γρανίτσα πρώτη φορὰ ἐπαναδημοσιεύται,118 χρόνια μετὰ τὴν πρώτη δημοσίευσή του στὸν Χρόνο τῆς περιόδου τῶν Χριστουγέννων τοῦ 1907 · τὸ περιεχόμενο του διακρατεῖ τὴ νοσταλγικὴ διάθεση, τὴ λαχτάρα τοῦ Γρανίτσα γιὰ τὸν γενέθλιο τόπο του: τὰ Ἄγραφα μὲ τὰ ψηλά, ἐλατοβριθῆ βουνά.
![]() |
| Ἡ Γρανίτσα τῶν Ἀγράφων μὲ τὰ ἐλατοδάση της. |
ΚΕΙΜΕΝΟ
Ἐφ. Χρόνος, φ. 28 12 1907
«ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑΙ
ΣΕΛΙΔΕΣ
ΕΛΑΤΑ
Εἰς
τοὺς δρόμους συναντῶμαι μὲ τὰ ἔλατα. Μὲ τοὺς χυμώδεις κορμούς των ποὺ ἐκουβάλησεν
εἰς τὰς Ἀθήνας τὸ ἔθιμον τοῦ Δένδρου τῶν Χριστουγέννων. Μοῦ φαίνεται πὼς μὲ
χαιρετοῦν. Εἶναι ἡ παλαιοτέρα γνωριμία μου. Κάτω ἀπὸ τοὺς θόλους των εἶδα πρῶτα-πρῶτα
τὸ φῶς. Φαντάζεστε λοιπὸν τὴν συγκίνησιν μὲ τὴν ὁποίαν ἀνταμωνόμεθα εἰς τὰς Ἀθήνας.
Καὶ ἀνταμωνόμεθα κάθε ὥραν καὶ στιγμὴν εἰς τοὺς δρόμους, εἰς σπίτια, εἰς
ζυθοπωλεῖα, εἰς αἰθούσας φιλανθρωπικῶν ἱδρυμάτων. Χθὲς τὸ βράδυ συνηντήθημεν εἰς
μίαν μπυραρίαν τῆς ὁδοῦ Πανεπιστημίου. Ἀνάμεσά της ἔχει στηθεῖ κάποιος ἐλάτινος
κορμὸς φορτωμένος ποικιλόχρωμα παιγνιδάκια καὶ γύρω του ἔνα πλῆθος γλεντοκόπων
πίνει τὴν μπύραν του, ὁμιλεῖ διὰ πόκερ, κουβεντιάζει γαλλικά, συζητεῖ τὴν
παραίτησιν τοῦ Σιμοπούλου. Μὲ ἐκύτταξε, τὸν ἐκύτταξα, ἐκούνησα τὸ κεφάλι μου, ἐκούνησε
καὶ αὐτὸς τὸ ἰδικόν του καὶ ἔπειτα τὸν ἠρώτησα:
— Τί μασκαριλίκια εἶναι αὐτά, βρὲ
ἀδελφέ;
— Ξέρω κι ἐγώ;... Πές μου καὶ τοῦ
λόγου σου. Ἐσὺ μοῦ φαίνεται πὼς θἄχῃς κάμποσο καιρὸ ἐδῶ πέρα καὶ μπορεῖς νὰ ξέρῃς
τί μοῦ γίνεται.... Ἐγώ, χθὲς ἐκουβαλήθηκα... Δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω τίποτε...οὔτε
γιατὶ μ’ ἔφεραν, οὔτε ποῦ εἶμαι...
Τοῦ
ἔδωκα τότε μερικὰς πληροφορίας, τοῦ εἶπα καὶ τὰ νεώτερα τῆς παραιτήσεως τοῦ κ.
Σιμοπούλου. Ἀλλ’ ἐπειδὴ δὲν ἦτο ἀπὸ τὴν Ἄμφισσαν, δὲν ἔδειξε κανένα ἐνδιαφέρον
καὶ συνεχίσαμεν πάλιν τὴν κουβένταν περὶ τοῦ πῶς ἦλθε δηλαδή, διὰ ποῖον λόγον
κλπ.
— Καὶ τώρα μοῦ εἶπε τί θὰ γίνω;
— Θέλεις κι ἄλλο ἀκόμα νὰ γίνῃς
φουκαρά;...Δὲν βλέπεις τί ντροπὲς σὲ ἐφόρτωσαν;
Ἐγύρισε,
ἐκύτταξε τὸν ἑαυτόν του καὶ ἐσώπασε πλέον. Τί νὰ εἰπῇ τὸ ἄτυχον δένδρον, ποὺ δὲν
καταδέχεται νὰ φυτρώνῃ παρὰ μόνον εἰς τὰ γαλήνια ὕψη, ποὺ φεύγει τὰ λασπονέρια
τῶν κάμπων καὶ μόνον ἐπάνω εἰς τὰ χαρούμενα βουνόκορφα ὑψώνει τὸ ἀνάστημά του
πρὸς τὸν οὐρανόν, ἀλύγιστον καὶ εὐθὺ ὡσὰν βέλος; Τί νὰ εἰπῇ λοιπὸν ὅταν αὐτὸ τὸ
ὅραμα τῆς λεβεντιᾶς καὶ τῆς ὑπερηφανείας φυτεύεται ἕνα βράδυ κατάμεσα εἰς ἠλεκτρικὸν
φῶς καὶ τοὺς μουσικοὺς βανδαλισμοὺς τοῦ Μαρίνου;
Σ. Γ.»
Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης
[1]. Ἀνάργυρος Σιμόπουλος, (Παρνασσὶς
Φωκίδος 1837-Κηφισιά 22.7.1908). Μεταξὺ ἄλλων καὶ ὑπουργὸς οἰκονομικῶν (1905-1908)
τῆς Κυβερνήσεως Γεωργίου Θεοτόκη· βλ. Ἀνώνυμος, «Ὁ θάνατος τοῦ Ἀναργύρου
Σιμοπούλου. Ἡ μεταφορὰ αὐτοῦ εἰς Ἀθήνας. Ἡ σημερινὴ κηδεία. Βιογραφικαὶ
σημειώσεις· Ἐφ. Ἐμπρός, φ. 23.7.1908,
σ. 2-3.
[2]. Ἐνδεχομένως, πρόκειται γιὰ τὸν
βιολιστὴ Μαρίνο ποὺ ἐμφανίζεται ὡς μέλος τῆς Μουσικῆς Ἑταιρείας βλ. Μαρία Μπαρμπάκη,
«Οἱ πρῶτοι μουσικοὶ σύλλογοι τῆς Ἀθήνας καὶ τοῦ Πειραιὰ καὶ ἡ συμβολή τους στὴ
μουσικὴ παιδεία (1871-1909), [Ἐθνικὸ καὶ Καποδιστριακὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν.
Φιλοσοφικὴ Σχολή, Τμῆμα Μουσικῶν Σπουδῶν], Διδ. διατριβή, Ἀθήνα 2009, σ. 349.




Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου