Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2025

ΜΕΓ. ΒΡΑΓΓΙΑΝΑ, ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ (1970).

 

Πανήγυρις Ἁγίου Γεωργίου, 27 Ἀπρ. 1970



Ἡ ἱστορική, πλέον, αὐτὴ φωτογραφία (ἀπὸ τὸ ἀρχεῖο τοῦ Ἀριστείδη Θωμ. Τσιώλη), φέρει στὴ πίσω πλευρά της χειρόγραφη ἐνθύμηση τοῦ Σωτηρίου Π. Παρθένη, ἀφιερωμένη στὸν ἀδελφό του Θεόδ. Π. Παρθένη‒:

«Βραγγιανά, τῇ 27/4/1970. Ἐνθύμιον τὴν Δευτέρα τοῦ Πάσχα. Θεόδ. Π. Παρθένης»

Διακρίνονται: Πίσω, μὲ τὴν βακτηρία (γκλίτσα) του, ὁ Θεόδωρος Π. Παρθένης· ἀκολουθοῦν: Σωτήριος Π. Παρθένης, Θωμᾶς Ἀριστ. Τσιώλης, Βασίλειος Σπ. Τσιώλης (βιολί), ὄρθιος (πιθ.) Παῦλος Φωτ. Τσιώλης, Δημήτριος Σπ. Τσιώλης (κιθάρα), Παναγιώτης Γ. Μαγγόγιας (ντέφι).

(ἐπιμ. Κ. Σπ. Τσιώλης)

Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2025

H ΓΡΑΦΙΔΑ ΤΩΝ ''ΓΡΑΜΜΕΝΩΝ'' ΑΓΡΑΦΩΝ

 

Ἡ γραφίδα τῶν γραμμένων”* Ἀγράφων

 

"[...]

Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶχαν μαζευτεῖ φωνάζοντας στὸ σπίτι

τοῦ βράχου.

Ὅταν φάνηκε στὸ κατώφλι ἕνα ὄμορφος νέος μὲ πάνινα

παπούτσια

«Ἦρθα νὰ καταργήσω τὸ καθεστὼς τοῦ βράχου» εὶπε

στὰ κουρασμένα πλήθη

 «νὰ ἀντικαταστήσω τὸ ἀπολιθωμένο μὲ τὸ ἄκτιστο φῶς» [...]." **

 


 Ὁ ποιητὴς Γιάννης Πατίλης, καλὸς φίλος ἡμῶν καὶ πῶς ὄχι τῶν Ἀγράφων, μὲ καταγωγὴ ἀπὸ τὴν ὅμορη τῶν Ἀγράφων περιοχή, τὴν Περίστα τῆς ὀρεινῆς Ναυπακτίας –τρόπον τινὰ ἀπὸ τὰ κάτω Ἄγραφα στὸ ποίημά του «Ὑπὲρ Ἀδυνάτου», ἀπὸ τὴν ποιητική του συλλογὴ Σονέτα μὲ σημαία εὐκαιρίας. Ἐγκώμια καὶ ψόγοι ἐκ τοῦ ἰδιωτκοῦ καὶ δημοσίου βίου, σὲ ἕναν στίχο του ἀναρωτιέται:

— «Μπορεῖ [...] τ’ Ἄγραφα νὰ τὰ κουμαντάρει ἡ γραφίδα;»

Δύο ἄλλα ποιήματά του, ποὺ ἐμμέσως πλὴν σαφῶς συνδέονται μὲ τὴν σημασία αὐτὴ εἶναι τὸ "Μέρα" (ἀπὸ τὴ συλλλογὴ Ἀποδρομὴ τοῦ Ἀλκοόλ) καὶ τὸ "Ζεστὸ μεσημέρι..." (ἀπὸ τὴν ὁμώνυμη συλλογή). Ἂν καὶ ὁ ἴδιος ἐννοεῖ ὅτι μὲ τὴν ἀναφορά του στὰ «Ἄγραφα» παραπέμπει, πρωτίστως στὸν ἀπερινόητο λόγο τῆς ὀρθόδοξης ἀποφατικῆς παράδοσης, ἐντούτοις, καὶ μὲ κυριολεκτικὴ προσέγγιση τῆς ἀναρωτήσεώς του δὲν ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὸ νὰ θεωρηθεῖ ὡς μιὰ ρεαλιστικὴ θέση ἡ ἀναφορά του.

Ὁ «Ὑπὲρ Ἀδυνάτου» ποιητικὸς λόγος τοῦ Γιάννη Πατίλη ὑπερασπίζεται, ὡς ἄλλος ποιητικὸς Λυσίας, τὸν Ἀδύνατο ἀλλὰ καὶ τὸ Ἀδύνατο, ἕνα εἶδος, μιὰ ἰδιότητα τοῦ δονκιχωτικοῦ χαρακτῆρα τῶν Ἀγραφιωτῶν. Πράγματι, πῶς νὰ κυβερνηθεῖ ἀπὸ τὴ γραφίδα ὁ τόπος τῶν Ἀγράφων μὲ τὶς φυσικές του ἰδιαιτερότητες ἀλλὰ καὶ τὸ ἀτίθασο πνεῦμα ὅσων ζοῦν σ’ αὐτὰ τὰ μέρη ἢ ἀκόμη κατάγονται ἀπὸ τὰ ψηλὰ καὶ οὐρανομήκη βουνά; Κι ὅμως, ἡ γραφίδα εἶχε λόγο σημαντικὸ στὰ Ἄγραφα· ἰδαίτερα τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, μὲ τὶς περιώνυμες σχολὲς τῶν Ἀγράφων καὶ τοὺς λογίους τους (Εὐγένιος Γιαννούλης ὁ Αἰτωλός, Ἀναστάσιος ὁ Γόρδιος, Θεοφάνης ὁ ἐκ Φουρνᾶς, κλπ) ποὺ κράτησαν, μὲ τὴ γραφίδα τους, ζωντανὴ τὴ συνείδηση τοῦ Γένους, ἀλλὰ ἐξακολουθοῦν καὶ σήμερα, μὲ τὰ ἔργα τους, νὰ ἀπασχολοῦν τὶς ἐπιστῆμες τῶν Γραμμάτων ἀλλὰ καὶ νὰ βοηθοῦν τοὺς ἐπιγενομένους νὰ βροῦν τὸν δικό τους δρόμο ζωῆς καὶ δημιουργίας.

 

«Ὑπὲρ Ἀδυνάτου

 

Μπορεῖ ἡ καμήλα νὰ περάσ’ ἀπ’ τὴ ραφίδα

ἢ παλαμάρι ἀπὸ τὸ μάτι τῆς βελόνας;

τὸν Ἀχιλλέα πόδι νὰ φτάσει τῆς χελώνας

τ’ Ἄγραφα νὰ τὰ κουμαντάρει ἡ γραφίδα;

 

Ὅσο  μπορεῖ κανεὶς νὰ νοιάζεται πατρίδα

ποὺ νά ’χει πέλαο σὲ μέγεθος σταγόνας

καὶ μαξιλάρι μαλακὸ στήθη γοργόνας

ἀνέγγιχτο ἀπὸ τρικυμιὰ καὶ καταιγίδα!

 

 

Θά’ ναι μαζί του ὅποιος στ’ Ἀδύνατο πιστεύει

ποὺ πλήθη θρέφει μὲ ἄρτους πέντε καὶ δυὸ ψάρια

καὶ τὸ νερὸ κάνει κρασὶ μὲς στὰ πιθάρια:

 

 

γιὰ τὸν φτωχὸ ποὺ στὴν καρδιά του Τὸ γυρεύει

ἐνῶ στοῦ  Σίσυφου τὴ βιὰ πού εἰδε κι  ἀπόδε

τραβᾶ τὸν βράχο καὶ τοῦ λέει οὐκ ἔστιν ὧδε!»* *

 Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης

* γραμμένο(υ)ς, πολὺ ὄμορφος, σὰν ζωγραφιά, ζωγραφισμένος, κοντυλένιος· Νικόλαος Γεω. Ἀλεξάκης, Τὸ Ἀγραφιώτικο ἰδίωμα, Ἀθήνα 2008, σ. 59.

** Γιάννης Πατίλης, Κέρματα, ἐκδ. Ἡ Μικρὴ Ἐγνατία, 1980, σ. 179.

***Γιάννης Πατίλης, Σονέτα μὲ σημαία εὐκαιρίας. Ἐγκώμια καὶ ψόγοι ἐκ τοῦ ἰδιωτικοῦ καὶ δημοσίου βίου, ἐκδ. Παρασκήνιο, Ἀθήνα 2022, σ. 33.

Σημ. I : Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὴν ἐφημερίδα Χρονικὰ Δυτ. Μακεδονίας (τῶν Γρεβενῶν) φ. 1136, σ. 15.

Σημ. ΙΙ: Ἐπαναδημοσίευση στὴν ἐφημ. ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΒΡΑΓΓΙΑΝΑ (ΕΛΛΗΝΟΜΟΥΣΕΙΟΝ ΑΓΡΑΦΩΝ), φ. 103, σ. 1, 3.




ΠΟΎ ΓΑΡ ΕΙΣ ΕΛΛΑΔΑ ΒΙΒΛΟΙ;

 

Ἕως ὁποῦ ἀναπνέω,

βιβλίοις προσκεῖσθαι βούλομαι 

 ξεφαντώματα στὸ Ντουμπάϊ;

Στοὺς τέσσερις αἰῶνες Τουρκοκρατίας προϋπόθεση, ἀναγκαία συνθήκη γιὰ τὴν Παλιγγενεσία ἦταν ἡ διατήρηση ζωντανοῦ τοῦ αἰσθήματος τῆς συνείδησης τοῦ Γένους τῶν Ρωμηῶν· μὲ συνιστῶσες τὴν ἑλληνικὴ ἐθνικὴ συνείδηση καὶ τὴν ὀρθόδοξη θρησκευτικὴ ταυτότητα ἄρρηκτα συνδεδεμένες στὸ λεγόμενο στὶς μέρες μας greekorthodox. Ἕνας ἀπ’ ἐκείνους ποὺ μὲ τὰ γραφόμενά του καὶ τὸ ὑπόδειγμα τῆς βιοτῆς του συνέβαλαν στὴ διατήρηση καὶ τὴν ἐμπέδωση αὐτοῦ τοῦ αἰσθήματος ἦταν ὁ λόγιος ἱερομόναχος Ἀναστάσιος Γόρδιος (1654-1729) μὲ καταγωγὴ ἀπὸ τὰ ἱστορικὰ Ἄγραφα, ἐκ τῶν Ἀγράφων τῆς Ἑλλάδος, ὅπως ὁ ἴδιος τὰ ἀποκαλεῖ. Ἡ ἀγάπη του, τὸ πάθος του γιὰ τὰ γράμματα, γιὰ τὰ βιβλία καὶ τὰ συγγράμματα ἦταν εὐεργετικὴ γιὰ τὴν αὐτοσυνειδησία τῶν Ἑλλήνων τὸ ἡμέτερον δυστυχέστατον γένος, ὅπως τὸ χαρακτήριζε. Ὅλα αὐτὰ στὸν χῶρο τῆς Αἰτωλίας καὶ τῶν Ἀγράφων στὸ τέλος τοῦ 17ου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 18ου αἰ., ἀλλὰ μὲ ἐξακτίνωση σὲ ὅλους τοὺς τόπους τοῦ ἀλύτρωτου ἑλληνισμοῦ.  Ὁ Γόρδιος φαίνεται ὅτι γνώριζε, εἶχε συνείδηση τῆς ἀξίας τῆς  Παιδείας γιὰ τὸ ὑπόδουλο Γένος σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ἡ καλλιέργεια τῶν Γραμμάτων φάνταζε ὡς  "μυθικὴ μακαρία", ὅταν γράφει πώς:

«Ἡ ἀθλία Ἑλλὰς ἀντὶ ἐλευθερίας, ἧς οὐδὲν ἐν τῷ  βίῳ τερπνότερον, τὸν βαρύτατον τῆς δουλείας ὑπῆλθε ζυγόν».

«Ποῦ γὰρ εἰς Ἑλλάδα βίβλοι καὶ οἷς βίβλων μέλλει παντοδαπῶν;» 

Ἀναστάσιος Γόρδιος, 
Περὶ Μωάμεθ καὶ
κατὰ Λατείνων
.

Σ’ αὐτὴν τὴν κατεύθυνση ὁ Γόρδιος γράφει περὶ τὸ 1721-23 τὸ πλέον γνωστὸ ἀπὸ τὰ συγγράμματα του τὸ «Περὶ Μωάμεθ καὶ κατὰ Λατείνων».

«Ὁ σοφώτατος καὶ ἀοίδημος φωστὴρ καὶ μεγάλος διδάσκαλος, ὁ Ἀναστάσιος Γόρδιος ὁ ἐξ Ἀγράφων, ἐκ κώμης Μεγάλων Βραγγιανῶν», ὅπως σημειώνεται στὴν εἰσαγωγὴ τῶν περισσότερων ἐκ τῶν σωζομένων  χειρογράφων τοῦ ἔργου, καταθέτει μία θεολογικὴ πραγματεία ὅπου παραθέτει τὶς σκέψεις του καὶ τοὺς ἰδεολογικούς του προβληματισμοὺς γιὰ τὴν πραγματικότητα τῆς ἐποχῆς, μὲ βάση τὴν ἑρμηνεία τῆς Ἀποκάλυψης τοῦ Ἰωάννου. Ὁ τίτλος τοῦ συγγράμματός του, ἐπίκαιρος καὶ σήμερα, παραπέμπει στὴ δύσκολη θέση τοῦ ἑλληνισμοῦ, ποὺ συμπιέζεται ἀνάμεσα στὸ ἐπιθετικό, μὲ τὴν πολιτική του ἔκφραση, Ἰσλὰμ ἀλλὰ καὶ τὴν νεωτερικὴ ἀπορθοδοξοποιημένη Δύση.

Πρόδρομος τῆς Παλιγγενεσίας ὁ Γόρδιος, κατὰ κόσμον Ἀλέξιος Παπαλέκας, προβλέπει τὴν ἵδρυση ἀνάμεσα στὴ Δύση καὶ τὴν Ἀνατολὴ μιᾶς Ὀρθόδοξης Ἑλληνικῆς χώρας πού, κατὰ τὸν Γόρδιο, ἀποτελεῖται ἀπό:

«τὸ ἥμισυ μέρος τῆς ἐπαρχίας τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριαρχείου: Βλαχομπογδανία, Βουλγαρία, Θράκη, Μακεδονία, Θετταλία καὶ οἱ κατοικοῦντες τὰς ἀπ’ Αἰγύπτου νήσους  μέχρι Ζακύνθου καὶ Κουφῶν, Ἰλλυρικόν, Ἤπειρος, Αἰτωλία Ἑλλὰς πᾶσα Ἀχαΐα, Πελοπόννησος  καὶ Κρήτη μαζὶ μὲ Κύπρον καὶ τὰ νησιὰ τοῦ Ἀδριατικοῦ πελάγους καὶ πλέον οὐδέν»

Τὴν πρόβλεψη αὐτὴ τοῦ Γορδίου εἶχε ἐπισημαίνει δύο αἰῶνες ἀργότερα καὶ ὁ Ἀγραφιώτης λόγιος-δημοσιογράφος καὶ πολιτικὸς Στέφανος Γρανίτσας (1880-1915) κατὰ τὴν ἐπίσκεψή του τὸ 1912 στὴν πατρίδα τοῦ Γορδίου, τὸ μέρος αὐτὸ τὸ ἄγριον, ὡς ἄλλοι Δελφοί, ὅπως παρομοιάζει τὰ Μεγάλα Βραγγιανά:

«Πρὸ ἡμερῶν ἐπεσκέφθημεν μία ὁμὰς τὸ μέρος αὐτὸ τὸ ἄγριον, ὡς ἄλλοι Δελφοί, καὶ ὁπόθεν, κατὰ τὸν Σάθαν θαρρῶ, ἔρρεε φῶς ἀνὰ πάντα τὸν Ἑλληνισμόν. Εἰς τὴν εἴσοδον τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, ὅπου ἐμαθήτευσαν δεκάδες γνωστῶν Ἀρματολῶν καὶ Κλεφτῶν, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ περίφημος Δίπλας, ὑπάρχει ὁ τάφος τοῦ Γόρδιου καὶ ἐντὸς τοῦ ναοῦ ἡ κάρα τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ, ὁ ὁποῖος πρὸ διακοσίων ἐτῶν προέβλεπε τὴν σύστασιν ἑνὸς σπιθαμιαίου Ἑλληνικοῦ Κράτους, ἀπελπιστικῶς πνιγομένου μεταξὺ τοῦ φεσίου τῆς Ἀνατολῆς καὶ τοῦ καπέλλου τῆς Δύσεως».

Γιὰ μιὰν ἐλεύθερη ὀρθόδοξη χώρα ἀγωνίστηκε ὁ Ἀναστάσιος Γόρδιος μὲ τὸν δικό του τρόπο, μὲ τοὺς δικούς του θησαυρούς, μὲ ὅπλα του τὰ γράμματα καὶ τὰ βιβλία. Ὁ ταπεινὸς Ἀγραφιώτης λόγιος δὲν "ἄκουσε" τὶς σειρῆνες τοῦ εὔκολου πλουτισμοῦ καὶ τῆς εὐδαιμονίας γιὰ καριέρα στὶς μητροπόλεις καὶ τὰ μεγάλα ἀστικὰ κέντρα τῆς ἐποχῆς, ἀλλὰ προτίμησε τὴν ἡσυχαστικὴ ζωὴ τῶν Ἀγράφων ἀπ’ ὅπου ἐξέπεμπε τὰ ζωογόνα γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὸν Ἑλληνισμὸ φῶτα του. Ἄφησε ὀφφίκια, τιμές, θέσεις καὶ δόξα καὶ ἀφοσιώθηκε στὴν πνευματικὴ διακονία τῶν συνανθρώπων του καὶ τὴ μέριμνα του γιὰ τὸ καλὸ τῆς πατρίδας του καὶ τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ἀκόμη, μὲ τὶς λίγες ἰατρικὲς γνώσεις του ἀπὸ τὴν φοίτησή του στὴν Πάδοβα τῆς Ἰταλίας προσπάθησε νὰ ἁπαλύνει τὸν πόνο καὶ νὰ ἰατρεύσῃ τὶς παθήσεις τοῦ σώματος ἀλλὰ καὶ τῆς ψυχῆς ὅλων ὅσων τοῦ ζητοῦσαν τὴ συνδρομὴ καὶ τὴ  βοήθειά του.  

 Θὰ φανεῖ παράδοξο, ἀλλά,  μήπως τελικὰ ἡ Τουρκοκρατία εἶναι ἡ πιὸ ἔνδοξη περίοδος τῆς Ἱστορίας μας; Ὁ Ἑλληνισμὸς ἐκείνης τῆς περιόδου, σὲ συνθῆκες ἀσφυξίας, κατόρθωσε νὰ προβάλλει καὶ νὰ ἀξιοποιήσει τὰ φυλετικὰ χαρακτηριστικά του, ποὺ ἀκόμη καὶ σήμερα ὑφίστανται: τὶς ἐπιδόσεις του στὰ Γράμματα, τὴ δίψα γιὰ γνώση, ποὺ σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸ ἐμπορευματικὸ καὶ ἐπιχειρηματικὸ δαιμόνιό του καὶ γύρω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὰ κύτταρά της, τὶς ἐνορίες, κατόρθωσε νὰ δημιουργήσει τὶς συνθῆκες ποὺ ὁδήγησαν στὴν ἐπανάσταση καὶ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς κοινῆς πατρίδος.

Τὸ Ἀλακάτι, ὡς φωνὴ πατρίδας, στηρίζεται σὲ λόγια ριζωμένα, ὡς δένδρο μὲ φυλλώματα ποὺ θάλλουν καὶ ἀναθάλλουν γιατὶ ἔχουν καρδιακὰ φύλλα, ποὺ ἀναπέμπουν φωνὲς πατρίδας, φωνὲς παιδείας σὰν τὴ φωνὴ τοῦ Γορδίου ἀπὸ τὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, ποὺ διεκήρυττε πὼς: «Κι ἂν εἶχα θησαυρὸν χρημάτων, ἤθελα τὸν ἐξοδιάσῃ εἰς θησαυρὸν βιβλίων», καὶ ὄχι σὲ γλέντια στὶς μαξιλάρες τῆς πατρίδας-κώμης τῶν δύο Ἀλεξάνδρων: Παπαδιαμάντη καὶ Μωραϊτίδη ἢ σὲ ξεφαντώματα στὸ Ντουμπάϊ ἢ σὲ ἐφήμερες διασκεδάσεις στὶς ξαπλῶστρες τοῦ  Superparadise τῆς Μυκόνου.  Κι ὅμως, θείᾳ οἰκονομίᾳ  θέλησε τὸ πρῶτο σωζόμενο χειρόγραφο τοῦ Γορδίου ἀπὸ τὸ σύγγραμμά του «Περὶ Μωάμεθ καὶ κατὰ Λατείνων» νὰ ἔχει ἀντιγραφεῖ ἀπὸ τὸν Ἀθανάσιο Χρυσοχόο ἀπὸ τὴν Μύκονο τῶν Κυκλάδων καὶ μάλιστα ἀπὸ τὸ πρωτότυπο· ἔχοντας δηλαδὴ ὁ Μυκονιάτης ἀντιγραφέας χειρογράφων στὸ ἀναλόγιο ἀντιγραφῆς τὸ ἔργο γραμμένο ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ χέρι τοῦ Γορδίου. Λοιπόν, αὐτὸ εἶναι, πάει:

Καλύτερα μιᾶς ὥρας Ἀλακάτι καὶ ξερὸ ψωμάκι,

παρὰ σαράντα χρόνια masterchef μὲ καραβίδες κουσκουσάκι.

 

Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης

ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΕΔΩ: 

https://alakati.gr/%ce%b2%ce%b9%ce%b2%ce%bb%ce%af%ce%bf%ce%b9%cf%82-%cf%80%cf%81%ce%bf%cf%83%ce%ba%ce%b5%ce%b9%cf%83%ce%b8%ce%b1%ce%b9-%ce%b2%ce%bf%cf%8d%ce%bb%ce%bf%ce%bc%ce%b1%ce%b9-%e1%bc%a2-%ce%be%ce%b5%cf%86%ce%b1/ 

 

 

 

Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2025

ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΟΥ *

 Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης

Ζαχαρίας Παπαντωνίου: «Ὁ τάφος τοῦ Ἀγνώστου»

                                                           Στὴ μνήμη τοῦ 

                                                               Κωνσταντίνου Ἀντ.  Παπαδοπούλου

                                                               († 25 Ὀκτ. 2025)

 

«Ζαχαρίας Παπαντωνίου»,
 
πρωσοπογραφία, μικτὴ τεχνική 32Χ24,
ἔργο (1932)
Σπ. Βανδώρου
(Πειραιεύς 1887 -Ἀθήνα 1940)

 

Τὸ μνημεῖο τοῦ Ἀγνώστου Στρατιώτου, σχεδὸν ἕναν αἰώνα μετὰ τὴν ἀνέγερσή του, ἔγινε ἐπίκαιρο στὶς μέρες μας καθὼς διχάζει τὴν κοινωνία, κυρίως ὅσον ἀφορᾷ τὴ χρήση του ὡς τόπου μνήμης ἢ προβολῆς αἰτημάτων ποὺ ἀφοροῦν πρόσωπα καὶ κοινωνικὲς ὁμάδες. Ὅπως μᾶς πληροφοροῦν ἱστορικὲς πηγὲς εἶχε πάλι, ἂν ὄχι διχάσει, τοὐλάχιστον προκαλέσει ἀρκετὴ καὶ ἔντονη συζήτηση τόσο ἡ χωροθέτησή του ὅσο καὶ τὸ εἰκαστικὸ περιεχόμενό του μαζὶ μὲ τὸν ἀντίστοιχο συμβολισμό. Οἱ σχετικὲς ἐνέργειες γιὰ τὴ θέσπιση καὶ χωροθέτησή του ξεκινοῦν τὸ 1926 καὶ ὁλοκληρώνονται στὶς 25 Μαρτίου 1932 μὲ τὰ ἐγκαίνια τοῦ μνημείου στὸν σημερινό του χῶρο, ποὺ ἕως τὸ 1935 ἦταν ἡ πλατεία τῶν Ἀνακτόρων. Τὸ γεγονὸς ἀπασχολεῖ, μὲ σειρὰ δημοσιευμάτων, –κυρίως ἐπικριτικῶν
τὸν Τύπο τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ὁ Καρπενησιώτης λόγιος, δημοσιογράφος Ζαχαρίας Παπαντωνίου (Γρανίτσα Ἀγράφων 1877-Ἀθήνα 1940) εἶναι ἀπὸ ἐκείνους πού, μὲ σειρὰ χρονογραφημάτων του, μετέχουν μαχητικὰ μάλιστα στὶς συζητήσεις προτείνοντας θέσεις τόσον ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἀνέγερση μνημείου, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν τόπο ἀνεγέρσεώς του καὶ τὰ συμβολικὰ χαρακτηριστικά του.
Ἐφ. Ἐλεύθερον Βῆμα,
φ. 31.3. 1932, σ.1.


Σὲ χρονογράφημά του στὸ Ἐλεύθερον Βῆμα,  στὶς 2 Νοε. 1926, μὲ τίτλο «Ὁ τάφος τοῦ Ἀγνώστου Στρατιώτου» ὁ Ζαχ. Παπαντωνίου διαφωνεῖ μὲ τὴν κατασκευὴ τοῦ μνημείου στὸν αὔλειο χῶρο τοῦ ἱστορικοῦ κτιρίου τῶν Παλαιῶν Ἀνακτόρων. Κυρίως, γιὰ λόγους ἀποτυχίας τῆς ἀρχιτεκτονικῆς τοῦ μνημείου τοῦ Ἀγνώστου Στρατιώτου, θεωρεῖ ὅτι τὸ ἕνα μνημεῖο θὰ λειτουργεῖ εἰς βάρος τοῦ ἄλλου:  

 

«Ἔπρεπε νὰ γίνῃ ἕνα μνημεῖον εἰς βάρος ἑνὸς τοῦ κτιρίου; Αὐτὸ ἦτο τὸ θέμα. Μοιραίως ὁ τάφος θὰ παρεμόρφωνε τὰ Ἀνάκτορα. Διότι ἔργον ἀρχιτεκτονικὸν (καὶ τέτοιο θέμα δικαίως ἐζητήθη) δὲν γίνεται εὔκολα εἰς τὰ μοῦτρα ἄλλου ἀρχιτεκτονήματος, τὸ ὁποῖον ἔχει δικαιώματα νὰ διατηρήσῃ τὰς ἀναλογίας του εἰς τὴν ὄψιν του».

Ὁ Παπαντωνίου προτείνει ὡς τόπο ἀνεγέρσεως τοῦ μνημείου τὸν λόφο Φινοπούλου κοντὰ στὸ Πεδίον τοῦ Ἄρεως:

«Ὁ τάφος τοῦ ἀγνώστου στρατιώτου ἔχει θέσιν εἰς ἕνα ἀπὸ τοὺς λόφους τῶν Ἀθηνῶν. Εἰς ἕνα δηλαδὴ ἀπὸ τὰ θαυμάσια φυσικὰ βάθρα, τὰ ὁποῖα ἤξευραν νὰ μεταχειρισθοῦν οἱ ἀρχαῖοι. Πῶς σᾶς φαίνεται ὅτι πόλις μὲ τύμβους καμωμένους ἀπὸ τὴν φύσιν, ψάχνει νὰ βρεῖ τρύπες πλατειῶν καὶ πλᾶτες κτιρίων γιὰ νὰ ἐνσφηνώσει ἕνα μνημεῖον, προωρισμένον νὰ ἐκφράσῃ τὴν ὁμαδικὴν συνείδησιν τῶν νεωτέρων Ἑλλήνων;" [...] Ἔστω. Συμβουλεύω τοὺς ἀναγνώστας μου νὰ μποῦν ἀπὸ τὴν ὁδὸν Πατησίων εἰς τὸ Πεδίον τοῦ Ἄρεως καὶ νὰ κυττάξουν ἀπ’ ἐκεῖ τὸν λόφον Φινοπούλου ὁ ὁποῖος ὑψώνεται μεταξὺ τοῦ ἄλσους τῆς Σχολῆς Εὐελπίδων καὶ τῆς λεωφόρου Ἀλεξάνδρας. Τὸ χαριέστατον αὐτὸ ἔργον τῆς φύσεως (κομμένον εὐτυχῶς εἰς τὴν κορυφὴν χάρις σὲ μίαν εὐγενῆ ἀλλὰ ἀτυχὴ ἔμπνευσιν τοῦ ἰδιοκτήτου του ) εἶναι ἤδη ἕνας τύμβος ἕτοιμος. Εἶναι ἕνα ἀπὸ τὴν σειρὰν τῶν λόφων τοῦ Ἀγχέσμου, ὁ μικρότερος καὶ ὁ ἁρμονικότερος ὅλων, καλλιτέχνημα διὰ τὸ ὁποῖον δὲν ἐκοπίασεν κανεὶς ἄλλος ἀπὸ τὰς τυφλὰς δυνάμεις τῆς φύσεως. Ἐκεῖ ἐπάνω ἕνας καλὸς ἀρχιτέκτων μπορεῖ νὰ κάμῃ τὸ ἁπλοῦν καὶ τὸ σοφὸν πρᾶγμα ποὺ θὰ ἤθελε τὸ ἔθνος διὰ τὸ ἐθνικόν του μνημεῖον».

 

Καταλήγει δὲ τονίζοντας μὲ ἔμφαση ὅτι:

 

«[...] δὲν ἔχει κανεὶς τὸ δικαίωμα νὰ φορτώνῃ εἰς τὸ μέλλον τῆς πόλεως αὐτῆς, οὔτε ἄλλης πόλεως. Ἕνα κακὸν μνημεῖον εἶναι μιὰ ἐθνικὴ συμφορά».

 

Ἀναγνώστης τοῦ Ἐλευθέρου Βήματος, ποὺ ὑπογράφει ὡς «Φιλότεχνος», διαφωνεῖ μὲ τὴν πρόταση τοῦ Ζαχ. Παπαντωνίου καὶ προτείνει τὸν χῶρο τοῦ Ζαππείου. Γράφει σχετικὰ σὲ ἐπιστολή του στὴν ἐφημερίδα Ἐλ. Βῆμα στὶς 5 Νοε. 1926:

 

«Τὸ μνημεῖον τοῦ ἀγνώστου στρατιώτου πρέπει νὰ εἶναι εἰς θέσιν ἤρεμον, ἀλλὰ καὶ πλησίον εἰς τὰς μεγάλας ἀρτηρίας τῆς πόλεως. Τέτοια θέσις εἶναι τὸ κέντρον τοῦ κήπου Ζαππείου, ὀλίγον κάτω ἀπὸ τὰ ἀγάλματα τῶν Ζαππαίων».

 

Ἕναν περίπου χρόνο μετά, στὶς 17 Ἰουλ. 1927, ὁ Παπαντωνίου ἐπανέρχεται μὲ ἄρθρο του στὸ Ἐλ. Βῆμα μὲ τίτλο «Ὁ τάφος τοῦ Ἀγνώστου». Ἐκεῖ παραθέτει τοὺς πέντε τόπους –μὲ τὰ πλεονεκτήματά τους καὶ τὰ μειονεκτήματά τους, τοὺς ὁποίους πρότεινε ἡ σχετικὴ ἐπιτροπὴ ὡς τόπους ἀνεγέρσεως τοῦ μνημείου καὶ καταλήγει, συμπερασματικά, ἀφοῦ ἀπορρίπτει τὴ θέση τῆς πλατείας τῶν Ἀνακτόρων:

«Τὸ μνημεῖον δὲν μπορεῖ νὰ χωθῇ ἐντὸς μιᾶς πλατείας, ἐκσκαπτομένης μάλιστα, ὥστε νὰ φαίνωνται τὰ ἀνάκτορα σὰν νὰ ἔχουν ἀναποδογυρισθεῖ. Ἢ πρέπει νὰ λείψῃ ‒ διότι κανεὶς λόγος δὲν ὑπάρχει νὰ σπεύσωμεν νὰ γίνῃ ὅπου τύχῃ ‒ καὶ κάλλιστα ὁ ἑλληνικὸς λαὸς ἠμπορεῖ νὰ περάσει χωρὶς ὑλικὸν τάφον τοῦ ἀγνώστου στρατιώτου του ‒ ἢ ἂν γίνει ἐθνικὸν αὐτὸ τὸ μνημεῖον νὰ συντρέξουν τόσοι ὅροι καλαισθησίας ὥστε νὰ εἶναι ἕνα προσκύνημα καὶ ἕνα σύχγρονον ἔργον ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἡ πόλις ἔχει νὰ κερδίσει παρὰ νὰ πάθῃ. Αἱ ἀνωτέρω λύσεις πρόκεινται πάντοτε πρὸς συζήτησιν. Ἔχουν καὶ προτερήματα καὶ μειονεκτήματα. Ὑπάρχει ὅμως καὶ ἡ χειροτέρα ὅλων καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ λύσις τῶν Ἀνακτόρων».

Τελετὴ ἐγκαινίων τοῦ Μνημείου·
Ἐφ. Ἀκρόπολις, φ. 26.3.1932, σ. 3.
 
Ἐντέλει σὲ πέντε περίπου χρόνια, τὸ μνημεῖο κατασκευάστηκε στὸν χῶρο τῆς πλατείας τῶν Ἀνακτόρων, μὲ ἀρχιτεκτονικὸ σχεδιασμὸ τοῦ Ἐμμανουὴλ Λαζαρίδη. Λίγες ἡμέρες μετὰ τὴν τελετὴ τῶν ἐγκαινίων, στὶς 25 Μαρτίου 1932, ὁ Παπαντωνίου ἐπανέρχεται στὸ ζήτημα, θεωρώντας ἀποτυχημένη, τόσον ἀρχιτεκτονικὰ ὅσον καὶ λειτουργικὰ ἀλλὰ καὶ αἰσθητικά, τὴν ἀνέγερση στὴν πλατεία τῶν Ἀνακτόρων καὶ προτείνει παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι παλαιότερα εἶχε προτείνει ὡς καταλληλότερη θέση τὸν λόφο Φινοπούλου, πλησίον τοῦ πεδίου τοῦ  Ἄρεως μία ἐκ τῶν πέντε προταθεισῶν θέσεων: τὸ βυζαντινὸ παρεκκλήσιο τοῦ Μητροπολιτικοῦ ναοῦ τῶν Ἀθηνῶν:

«Ἐπρότεινα πρὸ ἐτῶν τὴν λύσιν τῆς βυζαντινῆς ἐκκλησίας, τοῦ μικροῦ κομψοτεχνήματος ποὺ εἶναι πλησίον τῆς Μητροπόλεως. Τότε δὲν τὴν ἐπρόσεχεν ἡ στρατιωτικὴ ἐξουσία. Τώρα, ὅπου ἔχομεν ἐμπρός μας τὴν σκληρὰν πραγματικότητα τοῦ μνημείου, περισσότερον ἀπὸ τότε εἶναι μία λύσις! Καὶ τὴν προτείνω γιὰ δευτέρα φορά, μὲ τὴν πεποίθησιν ὅτι ἡ ἰδέα ποὺ περιπλανᾶται τόσα χρόνια δὲν θὰ βρῇ ἀπὸ τὸ ἐκκλησσάκι ἐκεῖνο ἀναπαυτικώτερο καταφύγιον».

Πρόκειται γιὰ τὸ ναΰδριο τοῦ Ἁγίου Ἐλευθερίου, κτίσμα περίπου τοῦ 12ου αἰῶνος· ἐνδεχομένως, ἔργο τοῦ λογίου ‒φορέα κλασικῆς παιδείας‒ μητροπολίτη Ἀθηνῶν Μιχαὴλ τοῦ Χωνιάτη (1182-1204). Λειτουργεῖ πλέον ὡς περεκκλήσιο τοῦ ὁμόρου Καθεδρικοῦ Ναοῦ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, μητροπολιτικοῦ ναοῦ τῶν Ἀθηνῶν. Ἀρχικὰ ἡ ἐκκλησία ἦταν ἀφιερωμένη στὴν Παναγία τὴ Γοργοεπήκοο. Το 1863, ὁ μικρὸς αὐτὸς  ναός, ἀφιερώνεται στὸν Ἅγιο Ἐλευθέριο μὲ ἀφορμὴ τὴν ἔξωση τοῦ  Ὄθωνα καὶ τὴ λήξη τῆς Βαυαροκρατίας στὴν Ἑλλάδα.

Ἀποκαλυπτήρια τοῦ Ἀγνώστου Στρατιώτου
 
στὶς 25 Μαρτίου 1932
(ttpswww.tovima.
gr20251014
istoriko-arxeiootan...).

Τελικά, ἡ πρόταση τοῦ Ζαχ. Παπαντωνίου δὲν βρῆκε ἀνταπόκριση. Τὸ μνημεῖο παρέμεινε στὸν αὔλειο χῶρο τῶν Ἀνακτόρων, νῦν κτίριο τῆς Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων· μὲ τὸν τάφο τοῦ Στρατιώτη νὰ φρουρεῖται, συμβολικά, ἀπὸ εὔζωνες τῆς Προεδρικῆς Φρουρᾶς. Ἀποτελεῖ τόπο μνήμης καὶ τιμῆς τῶν ὑπὲρ Πατρίδος πεσόντων ἀλλὰ καὶ σπουδαῖο, ἄξιο ἐπισκέψεως, ἀπὸ ἡμεδαποὺς καὶ ἀλλοδαπούς, τοπόσημο τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν.

 

 

ΚΕΙΜΕΝΑ

 

 

Ἐλεύθερον Βῆμα, φ. 2.11.1926, σ. 1.

«ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΑ

Ο ΤΑΦΟΣ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΟΥ

ΤΟΥ κ. ΖΑΧ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ

Ὁ διαγωνισμὸς διὰ τὸν τάφον τοῦ ἀγνώστου στρατιώτου ἀπέτυχε. Ἡ συζήτησις διὰ τὰς λεπτομερείας δὲν πρόκειται τὴν ἐπιτυχίαν αὐτὴν ‒ἡ ὁποία ἦτο μοιραία‒ νὰ τὴν ἀλλάξῃ.

Ἔπρεπε νὰ γίνῃ ἕνα μνημεῖον εἰς βάρος ἑνὸς κτιρίου; Αὐτὸ ἦτο τὸ θέμα. Μοιραίως ὁ τάφος θὰ παρεμόρφωνε τὰ Ἀνάκτορα. Διότι ἔργον ἀρχιτεκτονικὸν (καὶ τέτοιο θέμα δικαίως ἐζητήθη) δὲν γίνεται εὔκολα εἰς τὰ μοῦτρα ἄλλου ἀρχιτεκτονήματος, τὸ ὁποῖον ἔχει δικαιώματα νὰ διατηρήσῃ τὰς ἀναλογίας του εἰς τὴν ὄψιν του. Τὰ ἀνάκτορα ἔχουν ἱστορίαν, τὴν ἱστορίαν τοῦ κράτους αὐτοῦ. Εἰς τὴν αἰσθητικὴν τῆς πόλεως δὲν εἶναι ἀσήμαντον πρᾶγμα ἡ ἁπλὴ αὐτὴ πρόσοψις· ἡ μόνη ἤρεμος ἐπιφάνεια ποὺ μᾶς ἀπέμεινε, ἐπιφάνεια ποὺ μᾶς ἀναπαύει ἀπὸ τόσον βασανισμένους ὄγκους καὶ τὴν ὁποίαν ὅποιος κυττάξῃ ἀπὸ μακράν, μαζὶ μὲ τὴν πόλιν, ὅταν τὴν συνθέσῃ ἀπὸ τὸ βάθος τῆς ὁδοῦ Ἑρμοῦ ἢ τὸ ὕψος τῆς Ἀκροπόλεως, ἰδίως μὲ τοὺς ἐξαίσιους φωτισμούς της τοῦ δειλινοῦ, βλέπει πόσον ἐγκληματικὸν εἶναι νὰ φέρωμεν τὴν μανίαν τοῦ χαλασμοῦ ἀκόμη καὶ εἰς τὰ ἁπλᾶ αὐτὰ ἀβλαβῆ, χρήσιμα καὶ ὡραῖα πράγματα. Τὸ αὐτοκίνητον τώρα κανονίζει τὴν ὄψιν τῆς πόλεως, ὅπως ἦτο φυσικόν, καὶ πρέπει νὰ ὁμολογηθῇ ὅτι τοῦ ὀφείλομεν μερικὰς εὐεργετικὰς λεωφόρους, ὡραίας καὶ τολμηρὰς εὐθείας ποὺ δὲν θὰ εἶχαν ἀποτολμηθεῖ ποτὲ χωρὶς αὐτό.

Ἡ διαπλάτυνσις τῆς λεωφόρου Ἀμαλίας περιώρισε κάπως τὴν πλατείαν τῶν ἀνακτόρων. Καὶ τώρα πρέπει νὰ σταματήσωμεν σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖον καὶ νὰ κάμωμεν ὅσον τὸ δυνατὸν ἀνεπαίσθητον τὴν μεταβολὴν τῆς πλατείας, μὲ ὁμαλὰ καὶ ἁπλὰ πράγματα, ὄχι νὰ ὑψώσωμεν ἐκεῖ κτίρια! Εἶναι τραγικὸν νὰ βλέπῃ κανεὶς εἰς τὰ προπλάσματα τοῦ διαγωνισμοῦ μὲ ποίαν ἀδιαφορίαν πρὸς τὴν πόλιν μερικοὶ διαγωνιζόμενοι ἐκουβάλησαν ἐμπρὸς εἰς τὰ ἀνάκτορα κύβους καὶ μασταμπάδες καὶ παρέταξαν κάγκελα ἢ ὕψωσαν πελωρίας χοντρὰς νίκας ἀκροβατούσας εἰς τὸ ἀκρωτήριον μικρῶν ἀετωμάτων, ὅπως εἰς τὰ ἱπποδρόμια, καὶ ἔκαμαν ἄλλα πράγματα χωρὶς νὰ ρωτήσουν τί θὰ γίνῃ ἐπιτέλους αὐτὸ τὸ κτίριον ποὺ εἶναι πίσω, ἀφοῦ νὰ τὸ κατεδαφίσωμεν δὲν εἶναι δυνατόν, θὰ τὸ χρησιμοποιήσωμεν ὅμως ὡς δημόσιον κτίριον, τὸ ὁποῖον ἐπιτέλους, ἂν καὶ δὲν εἶχεν τὴν ἱστορίαν ποὺ ἔχει, ὑπάρχει καὶ πρέπει νὰ φαίνεται.

Αὐτὰ εἶναι τὰ ἀποτελέσματα μιᾶς κακιᾶς προκηρύξεως. Ἔπρεπεν ὁ τάφος τοῦ Ἀγνώστου Στρατιώτου νὰ σφηνωθεῖ στὴν πλατείαν τῶν ἀνακτόρων! Μὲ ποῖον σκοπόν; Νὰ εἶναι εἰς τὸ κέντρον. Ἐπὶ Ὄθωνος ὅπου ἔβλεπαν τὸν ἑλληνισμὸν ὁλόκληρον μέσα σ’ αὐτὴν τὴν πλατείαν τὸ πρᾶγμα θὰ εἶχε τὸν λόγον του. Ἀλλὰ σήμερα οὐδεὶς ἐπαρχιώτης θεωρεῖ ὅτι εἰς μίαν πόλιν τεραστίας ἐκτάσεως καὶ ἀποκεντρωμένην καθὼς ἡ σημερινὴ πρωτεύουσα, ἡ πλατεία τῶν ἀνακτόρων εἶναι ὁ ὀμφαλός. Ἐν πάσῃ περιπτώσει ὁ τάφος τοῦ ἀγνώστου στρατιώτου μόνον ἐκεῖ δὲν θὰ εἶχεν τὴν θέσιν του. Ἐὰν πρόκειται γιὰ τάφον, τὸ μέρος αὐτὸ φωνάζει. "Παντοῦ ἀλλοῦ παρὰ ἐδῶ"! Κανένας πράγματι δὲν μᾶς ἐβίασε νὰ βάλωμεν τὸ ἐθνικὸν προσκύνημα εἰς τὸν ἴλιγγον τῶν τροχῶν καὶ τῆς κινήσεως, ἐκεῖ ὅπου δὲν ὑπάρχει στιγμὴ ἡσυχίας εἰς ὅλον τὸ ἡμερονύκτιον, ἐφ’ ὅσον δὲν πρόκειται τὸ μνημεῖον νὰ κάμνῃ στατιστικὴν τῶν διερχομένων ἁμαξῶν καὶ τῶν τραγουδιῶν τῶν νέων ἐπιθεωρήσεων ποὺ ἀκούονται κατὰ τὰς πρωϊνὰς ὥρας εἰς τὰ μανιωδῶς φεύγοντα αὐτοκίνητα.

Ἐὰν ἰσχυρισθοῦν ὅτι ὁ προορισμὸς τοῦ μνημείου εἶναι νὰ φαίνεται εὔκολα εἰς τὸν διαβάτην, εἰς τὸν ξένον προσκυνητήν, εἰς τὰ σχολεῖα καὶ εἰς τὰ πλήθη, δὲν θὰ μᾶς ἀποδείξουν ὅμως ὅτι ὁ ἄγνωστος στρατιώτης πρέπει νὰ χωρισθῇ ἀπὸ τὴν ἔννοιαν τῆς ἡσυχίας καὶ τοῦ μυστηρίου. Τὸ θέμα εἶναι ὁ θάνατος καὶ οἱ ἀγῶνες τῆς φυλῆς. Ἔχετε τὸ θᾶρρος νὰ καταργήσετε ἀπὸ τέτοιο μνημεῖον τὸ μυστήριον; Καὶ τί θὰ κάμετε χωρὶς τὸ μυστήριον; Τί μπορεῖτε νὰ δώσετε χωρὶς αὐτό, ὅταν μάλιστα δὲν ἔχετε τὴν τέχνην, ἡ ὁποία θὰ μᾶς ὑποβάλῃ ἔστω καὶ μέσα εἰς τὴν μανίαν τῶν τροχῶν; Ἡ τοποθέτησις τοῦ ἀγνώστου στρατιώτου μέσα εἰς τὸν θόρυβον καὶ τὴν κίνησιν τοῦ πλήθους εἶναι ἰδέα τῶν Γάλλων. Ἐτοποθέτησαν καὶ αὐτοὶ τὸ ἰδικόν των εἰς κεντρικώτατον μέρος τῆς πόλεως. Ἀλλὰ τοῦτο σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ κάμωμεν μίαν κακὴν ἀντιγραφήν; Οἱ Γάλλοι ἔκαμαν κάτι σύμφωνον πρὸς τὴν φύσιν των. Λαὸς μὲ πνεῦμα εὐθυγραμμικόν, θὰ ἔλεγε κανεὶς λογικιστὸς λαός, μὲ ἐλάχιστα ὀνειροπόλον διάθεσιν, ἐτοποθέτησε τὸν ἄγνωστον στρατιώτην μέσα εἰς τὴν πραγματικότητα, πρὸς τὴν ὁποίαν εἶναι συνταυτισμένη ἡ ἐξόχως λογικὴ καὶ στερεὰ φαντασία του, ἐπὶ τέλους δέ καὶ αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ λησμονηθῇ τὸν ἀπέθεσε μέσα εἰς τὸ προϋπάρχον ἐθνικό του μνημεῖον, εἰς τὴν Θριαμβευτικήν Ἁψίδα.

Καὶ τί μέγα κέρδος! Μὲ τὸν τρόπον αὐτὸ ἐγλύτωσεν ἀπὸ μίαν κακὴν γλυπτικήν. Μιὰ πλάκα τάφου, μὲ ἐπιγραφήν· αὐτὸ εἶναι ὅλον. Ἀληθινὰ λαϊκὸν μνημεῖον. Ἐμεῖς ἐδῶ ἐσκέφθημεν ὅτι ὅσον περισσότερα κοτρώνια σηκώνονται τόσον θὰ εἶναι καλλίτερα. Καὶ προεκηρύξαμεν μνημεῖον εἰς τὰ ἀνάκτορα, δηλαδὴ ἔργον καταδικασμένον ἐκ τῶν προτέρων. Δὲν πρόκειται νὰ κρίνωμεν τὰ ἔργα. Βεβαίως τὸ προτιμηθὲν σχέδιον τοῦ κ. Λαζαρίδη περιορίζει τὰς δυσαρέστους συνεπείας εἰς τὸ ἐλάχιστον· μὲ τὴν καλήν του οἰκονομίαν, ἀποτρέπει τὴν ὁλόσωμον γλυπτικὴν καὶ ἔχει τὰ προτερήματα μᾶλλον δι’ ἐκεῖνα ποὺ ἀποφεύγει παρὰ δι’ ὅσα προσφέρει. Ἀλλὰ ποιός σοβαρὸς θὰ ἰσχυρισθῇ ὅτι αὐτὸ εἶναι ἐκτελέσιμον ὅτι δὲν δημιουργεῖ νέας δυσκολίας (ἡ ἴδια σκάλα θὰ ὁδηγήσῃ τὸ πλῆθος εἰς τὸ μνημεῖον καὶ εἰς τὰ βουλευτήρια) ὅτι τὸ σχῆμα τῶν ἀνακτόρων δὲν ἐξαγριώνεται πίσω ἀπὸ τὸ μνημεῖον τοῦτο γιὰ νὰ χάσει τὴν ἠρεμίαν του καὶ ὅτι ὁ ἄγνωστος στρατιώτης θὰ εἶναι καλὰ βαλμένος ἐκεῖ ἐὰν ἐκτὸς τῶν αὐτοκινήτων μετρᾶ καὶ τὰ ἀνεβοκατεβαίνοντα πλήθη τῶν ἀκροατῶν τῆς βουλῆς καὶ τῆς γερουσίας, ὅπως θὰ συμβαίνῃ;

Αἰτία ὅλων αὐτῶν εἶναι ἡ προκήρυξις. Ἐὰν ὑπάρχουν στρατιωτικοὶ ποὺ καταργοῦν τὴν ἐλευθερίαν, τοῦτο ἔχει τοὐλάχιστον ἕναν λόγον ὅτι θέλουν τὴν ἐξουσίαν, ἀλλὰ νὰ καταργοῦν καὶ τὴν καλαισθησίαν, σ’ αὐτὸ δὲν ἔχουν ἀπολύτως κανένα συμφέρον! Πρὸς τὶ λοιπόν; Ἂς ἀφήσουν ἄθικτον αὐτὴν τὴν αἰωνίαν ἀνάγκην τῆς κοινωνίας. Μνημεῖα στρατιωτικῆς βίας εἶναι καταδικασμένα. Καὶ γιὰ νὰ ἀπαντήσω εἰς ἐκείνους ποὺ θὰ μὲ ἐρωτοῦσαν ἐπὶ τοῦ προκειμένου "τί λοιπὸν προτείνετε;" θὰ ἔλεγα:

 

"Ὁ τάφος τοῦ ἀγνώστου στρατιώτου ἔχει θέσιν εἰς ἕνα ἀπὸ τοὺς λόφους τῶν Ἀθηνῶν. Εἰς ἕνα δηλαδὴ ἀπὸ τὰ θαυμάσια φυσικὰ βάθρα, τὰ ὁποῖα ἤξευραν νὰ μεταχειρισθοῦν οἱ ἀρχαῖοι. Πῶς σᾶς φαίνεται ὅτι πόλις μὲ τύμβους καμωμένους ἀπὸ τὴν φύσιν, ψάχνει νὰ βρεῖ τρύπες πλατειῶν καὶ πλᾶτες κτιρίων γιὰ νὰ ἐνσφηνώσει ἕνα μνημεῖον, προωρισμένον νὰ ἐκφράσῃ τὴν ὁμαδικὴν συνείδησιν τῶν νεωτέρων Ἑλλήνων;"

 

Πρέπει νὰ παραμορφώσωμεν τὰ κτίρια, νὰ χαλάσωμεν τὸ Στάδιον (διότι εἶχαν ἐπιχειρήσει τὴν ἀνέγερσιν τοῦ τάφου ἐκεῖ μέσα!) νὰ καταστρέψωμεν τέλος καὶ τὸν τάφον νὰ τὸν βάλωμεν εἰς τὸ κέντρον. Καὶ οἱ λόφοι ὑψώνονται πάντοτε γύρω μας ἁρμονικοί, ἁπλοί, γλυπτοί. Ἀλλὰ λησμονεῖτε, θὰ μοῦ ποῦν, ὅτι ὁ τάφος πρέπει νὰ διαθέτει χῶρον διὰ στρατιωτικὴν παράταξιν μεγάλην; Ἔστω. Συμβουλεύω τοὺς ἀναγνώστας μου νὰ μποῦν ἀπὸ τὴν ὁδὸν Πατησίων εἰς τὸ Πεδίον τοῦ Ἄρεως καὶ νὰ κυττάξουν ἀπ’ ἐκεῖ τὸν λόφον Φινοπούλου ὁ ὁποῖος ὑψώνεται μεταξὺ τοῦ ἄλσους τῆς Σχολῆς Εὐελπίδων καὶ τῆς λεωφόρου Ἀλεξάνδρας. Τὸ χαριέστατον αὐτὸ ἔργον τῆς φύσεως (κομμένον εὐτυχῶς εἰς τὴν κορυφὴν χάρις σὲ μίαν εὐγενῆ ἀλλὰ ἀτυχὴ ἔμπνευσιν τοῦ ἰδιοκτήτου του) εἶναι ἤδη ἕνας τύμβος ἕτοιμος. Εἶναι ἕνα ἀπὸ τὴν σειρὰν τῶν λόφων τοῦ Ἀγχέσμου, ὁ μικρότερος καὶ ὁ ἁρμονικότερος ὅλων, καλλιτέχνημα διὰ τὸ ὁποῖον δὲν ἐκοπίασεν κανεὶς ἄλλος ἀπὸ τὰς τυφλὰς δυνάμεις τῆς φύσεως. Ἐκεῖ ἐπάνω ἕνας καλὸς ἀρχιτέκτων μπορεῖ νὰ κάμῃ τὸ ἁπλοῦν καὶ τὸ σοφὸν πρᾶγμα ποὺ θὰ ἤθελε τὸ ἔθνος διὰ τὸ ἐθνικόν του μνημεῖον.

Ἂς κυττάξῃ κανεὶς τὸν λόφον ἀπὸ τὸ Πολύγωνον ( ἕνα, ὑποθέτω, ἀπὸ τὰ κέντρα τῆς μελλούσης πόλεως) ἀπὸ τὸ ὁποῖον λαμπρὰ γίνεται ἡ σύνθεσίς του εἰς τὴν πόλιν, ἂς ἴδῃ τοὺς λόφους γύρω, τὸν γαλάζιον καὶ μενεξεδένιον Ὑμηττὸν εἰς τὸ βάθος του, ἂς φαντασθῇ τὴν κανδῆλα τοῦ τάφου εἰς τὴν κορυφήν του, τὸ δενδροφύτευμά του, τὴν γύρω ἁπλὴν χάραξιν καὶ τότε βλέπομεν τὶ κατρακύλισμα παθαίνουν τὰ κοτρώνια τῆς πλατείας τῶν ἀνακτόρων. Ἰδοὺ τὸ μυστήριον, ποὺ εἶχε χαθεῖ ἐν μέσῳ τῶν αὐτοκινήτων. Ὁ λαὸς διδάσκεται κυρίως βλέπων παρὰ ψηλαφῶν. Δὲν ὑπάρχει ἀνάγκη νὰ τοῦ φέρωμεν ὅλα τὰ μνημεῖα ἐμπρός του, ἂς κοπιάσῃ μὲ λίγην ἀνάβασιν –μήπως κι αὐτὴ δὲν εἶναι ἠθικὴ προετοιμασία; γιὰ νὰ τὰ ἰδῇ!

Τρελλοσπιτάδες, ἔλεγεν ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος πολλοὺς ἰδιοκτήτας τῶν Ἀθηνῶν. "Τρελλοκοτρωνάδες" λοιπόν, θὰ ἐλέγοντο οἱ αἴτιοι μερικῶν μνημείων. Θὰ ἐπαναλάβω τὴν κοινοτοπίαν ὅτι κακόμορφα πράγματα δὲν ἔχει κανεὶς τὸ δικαίωμα νὰ φορτώνῃ εἰς τὸ μέλλον τῆς πόλεως αὐτῆς, οὔτε ἄλλης πόλεως. Ἕνα κακὸν μνημεῖον εἶναι μιὰ ἐθνικὴ συμφορά.

ΖΑΧ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ».

 

Ἐλεύθερον Βῆμα, φ. 5.11.1926, σ. 2.

«Ὁ τάφος τοῦ ἀγνώστου. Μία πρότασις

Κύριε διευθυντά,

Πολὺ ὀρθὰ ὅσα ὁ κ. Παπαντωνίου ἔγραψε κατὰ τῆς ἀστόχου ἐπινοήσεως νὰ ἐγερθῇ μνημεῖον τοῦ ἀγνώστου στρατιώτου εἰς τὶς σκάλες τῶν παλαιῶν ἀνακτόρων. Ἡ πρότασίς του ὅμως νὰ γίνει τὸ μνημεῖον ἐπὶ τοῦ λόφου Φινοπούλου δὲν εἶναι ἴσως πραγματοποιήσιμος.

Τὸ μνημεῖον τοῦ ἀγνώστου στρατιώτου πρέπει νὰ εἶναι εἰς θέσιν ἤρεμον, ἀλλὰ καὶ πλησίον εἰς τὰς μεγάλας ἀρτηρίας τῆς πόλεως. Τέτοια θέσις εἶναι τὸ κέντρον τοῦ κήπου Ζαππείου, ὀλίγον κάτω ἀπὸ τὰ ἀγάλματα τῶν Ζαππαίων. Ἐκεῖ ὡς γνωστὸν ὑπάρχει ἕνα εὐρύχωρον διάκενον τῆς δενδροφύτου ἐκτάσεως τοῦ κήπου. Ἄνωθέν του ἔχει τὴν μεγάλην πλατείαν τοῦ Ζαππείου, πρὸς τὰ κάτω ἐφάπτεται μὲ τὴν εὐρυτάτην λεωφόρον Ὄλγας καὶ ἑκατέρωθέν του εἰς ἀπόστασιν 60-70 μέτρων, ὑπάρχουν δύο ἁρμονικαὶ πάροδοι ποὺ συγκοινωνοῦν τὴν πλατείαν μὲ τὴν λεωφόρον.

Συνεπῶς, ἠμπορεῖ νὰ γίνεται ἐκεῖ ὁσονδήποτε θέλομεν μεγαλοπρεπὴς τελετή, μὲ μεγάλας παρατάξεις ἐπὶ τῆς πλατείας τοῦ Ζαππείου καὶ τῆς λεωφόρου Ὄλγας καὶ με συρροὴν ἀπείρου πλήθους.

Ἔπειτα, ἡ θέσις αὐτὴ διὰ πάντα ξένον ἐπίσημον ἢ μὴ ποὺ θὰ ἤθελε νὰ καταθέσει τὸν στέφανόν του εἶναι προσιτὴ καὶ μὲ διαδρομὴν μέσα ἀπὸ εὐπροσώπους ὁδούς.

Ἂς στηθεῖ λοιπὸν ἐκεῖ ἕνα μαρμάρινον κενοτάφιον καὶ ἂς παύσει ἡ ματαία καὶ ἐν εἴδει δημοπρασίας πρὸς προμηθείαν χορτονομῆς τοῦ ὑπουργείου τῶν Στρατιωτικῶν, ἀναζήτησις ἀρχιτεκτονικῶν καὶ γλυπτικῶν ἀριστουργημάτων.

Μεθ’ ὑπολήψεως

Φιλότεχνος».

 

Ἐφ. Ἐλεύθερον Βῆμα, φ. 17.7.1927, σ.1.

«ΣΧΕΔΙΑΣΜΑΤΑ

Ο ΤΑΦΟΣ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ

ΥΠΟ ΤΟΥ κ. ΖΑΧ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ

Ἐπανειλημμένως συνεδρίασε πέρυσι μία μεγάλη ἐπιτροπὴ ἀπὸ ἀρχιτέκτονας, καλλιτέχνας, μηχανικοὺς καὶ στρατιωτικοὺς κληθεῖσα ἀπὸ τὸ ὑπουργεῖον τῶν Στρατιωτικῶν νὰ γνωμοδοτήσει σαφῶς ἐπὶ τῶν ἑξῆς δύο ἐρωτημάτων: εἶναι ἢ ὄχι ἡ πλατεία τῶν ἀνακτόρων τόπος κατάλληλος διὰ τὸν τάφον τοῦ Ἀγνώστου Στρατιώτου; Καὶ ἂν ὄχι, ποῖος εἶναι ὁ καταλληλότερος εἰς τὰς Ἀθήνας τόπος;

Ἡ ἐπιτροπὴ ἀφοῦ ἐπεσκέφθη τοὺς τόπους καὶ τοὺς ἐξήτασε ἀπὸ ὅλας τὰς σχετικὰς ἀπόψεις, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἄποψιν τῆς ἡσυχίας, τῆς εὐπρεπείας, τῆς καλαισθησίας, τῆς σκοπιμότητος, ἐκηρύχθη ἐναντίον τῆς λύσεως τῆς πλατείας τῶν Ἀνακτόρων καὶ ἐπρότεινεν ὡς κατάλληλον τόπον τὸ Πεδίον τοῦ Ἄρεως. Ἡ ἀπόφασις ἐλήφθη μὲ ἐννέα ψήφους, νομίζω, ἐναντίον τεσσάρων. Καὶ ἦτο σαφής. Ἀλλὰ τώρα ἄλλη ἐπιτροπή, συσκευθεῖσα διὰ τὸ ἴδιον θέμα, τὸ ἐψήφισεν ἀντιθέτως, ὑπὲρ τῆς πλατείας τῶν Ἀνακτόρων. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ἐφθάσαμεν εἰς τὴν πλατεῖαν τῶν Ἀνακτόρων καὶ ἀπὸ τὴν ὁποίαν εἴχαμε ξεκινήσει. Γιὰ μίαν κοινότητα ὅλα τὰ μεγάλα γεγονότα πρέπει νὰ συμβαίνουν εἰς τὴν πλατεῖαν τοῦ χωρίου. Καὶ γιὰ τὰς Ἀθήνας ὅλα πρέπει νὰ συμβαίνουν εἰς τὴν πλατεῖαν τῶν παλαιῶν Ἀνακτόρων ἀπὸ τὴν ὁποίαν εἴχαμε ξεκινήσει. Ἐκεῖ πρέπει νὰ συναντηθοῦν ὁ τροχιόδρομος, οἱ περιπατηταί, οἱ ἐπισκέπται τοῦ κτιρίου (θὰ εἶναι Μουσεῖον; Δικαστήρια; Ὑπουργεῖον; Ἀδιάφορον διὰ τὴν ἐπιτροπήν) καὶ ὁ ἄγνωστος στρατιώτης, ὁ ὁποῖος πρέπει κατὰ τὴν ἐπιθυμίαν τῆς ἐπιτροπῆς νὰ ἀναπαύεται εἰς τὸ παταγωδέστερον μέρος τῆς πόλεως. Οὐδεὶς κρότος λείπει ἀπὸ κεῖ. Καὶ ἐὰν ἐπρόκειτο νὰ ἐξασφαλισθῇ ἡ ἀϋπνία ἐκείνου τοῦ ὁποίου ζητοῦμεν τὴν ἀνάπαυσιν καθὼς καὶ τὸ ψυχικὸν διασκόρπισμα ἐκείνων ποὺ θὰ τὸν προσκυνήσουν, τότε ἡ θέσις εἶναι ἰδεώδης. Ἀλλὰ εἶναι τὸ κέντρον! — λέγουν. Ἀκριβῶς ἐπειδὴ πρόκειται περὶ κέντρου δὲν εἶναι ἡ θέσις τοῦ τάφου ἐκεῖ. Ἡ ἁπλοϊκὴ πρόθεσις τῆς ἐπιτροπῆς εἶναι νὰ σκουντοῦν οἱ Ἕλληνες ἐπάνω στὸ μνημεῖον. Καὶ ‒καθὼς συνηθίζεται νὰ λέγεται συχνὰ περὶ τῶν ραθύμων Ἑλλήνων‒ νὰ τσακώνωνται. Μία οἰκονομικὴ ἐφορεία ἴσως ἢ ἱδρύματα τὰ ὁποῖα συστηματικῶς ἀποφεύγει ἡ ἀναβλητικότης τοῦ Ἕλληνος θὰ ἦτο λαμπρὰ ἐκεῖ τοποθετημένη. Ἀλλὰ γιατὶ ἐπιδιώκομεν νὰ παρασύρονται οἱ ἐπισκέπται εἰς τὸν τάφον καὶ δὲν ἀφίνομεν νὰ πηγαίνουν; Νὰ θέλωμεν νὰ τοὺς ἀφαιρέσωμεν τὴν ψυχικὴν κίνησιν ποὺ θὰ τοὺς φέρῃ σ’αὐτὸ τὸ καθῆκον, νὰ θέλωμεν νὰ τοὺς γλυτώνωμεν πρὸς Θεοῦ! Ἀπὸ τὸν κόπον νὰ τοὺς ἀρνούμεθα τὸ συναίσθημα τῆς εὐλαβείας καὶ νὰ τοὺς παραμονεύωμεν στὸ δρόμο καὶ στὸν περίπατον γιὰ νὰ τοὺς παρασύρωμεν πρὸς ἐκεῖνο ποὺ αὐθορμήτως εἶναι ἱκανοὶ νὰ κάμουν — τί ὑπερβολικὴ προθυμία! Τί κεντρομανία! Ἀλλὰ οἱ ἄλλοι λαοὶ ἔχουν τὸ μνημεῖον σ’ ἕνα κέντρον... Ἔστω. Οἱ ἄλλοι λαοὶ ὅμως ἔχουν τὴν ψυχολογίαν των, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἡ δική μας, καὶ προπαντὸς τὴν πόλιν των, ἡ ὁποία δὲν εἶναι αἱ Ἀθῆναι. Τί θὰ ἔλεγε σύγχρονος ἐπισκέπτης βλέπων ὅτι, ἐνῷ μᾶς ἐδόθη ἡ εὐκαιρία (στὰ 1927) νὰ κάμωμεν ἕνα μνημεῖον τῆς ἐθνικῆς συνειδήσεως εὑρήκαμε τὸ σημεῖον ἐκεῖνο ποὺ ἐθεωρεῖτο ἤδη κέντρον ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας τοῦ 1840 καὶ ἐβυθίσαμεν τὸ ἔργον εἰς τὴν πλατείαν τῶν Ἀνακτόρων, ἐμπρὸς εἰς τὰ προπύλαια τοῦ κτιρίου τούτου, μέσα εἰς δύο κλίμακας αἱ ὁποῖαι κατὰ τὸ σχέδιον θὰ ὁδηγοῦν διὰ τοῦ τάφου εἰς τὰ Ἀνάκτορα, οὕτως ὥστε νὰ μεταβιβάζουν ἐπισκέπτας εἰς τὸ μουσεῖον ἢ τὸ ὑπουργεῖον τοῦτο καὶ νὰ ἀποχετεύουν τοὺς ἐπισκέπτας του;

— Ἀλλὰ προτείνατέ μας ἄλλας λύσεις.

Ἡ περυσινὴ ἐπιτροπὴ ἀρχιτεκτόνων, μηχανικῶν, καλλιτεχνῶν καὶ στρατιωτικῶν ἐξήτασεν ὅλας τὰ δυνατὰς λύσεις. Πρὸ παντὸς εἶναι ὅλαι καλαισθητικώτεραι ἀπὸ τὴν λύσιν τῶν Ἀνακτόρων. Παρουσιάζουν ὅμως, ὀλίγον ἢ πολύ, πρακτικῆς φύσεως ἐλαττώματα. Ἰδοὺ ἐν συντομίᾳ αἱ λύσεις:

Τὸ Στάδιον. Ἐπροτάθη νὰ γίνῃ ὁ τάφος ἐντὸς τοῦ Σταδίου, ἀριστερὰ τῆς εἰσόδου. Λύσις ἱκανοποιητικὴ ἀπὸ τὴν ἄποψιν τῆς ἠρεμίας τοῦ περιβάλλοντος καὶ τοῦ χώρου. Ἀπορριπτέα ὅμως ἀσυζητητί, διότι ἀνατρέπει τὸν σκοπὸν τοῦ Σταδίου. Δὲν εἶναι δυνατὸν τὸ ἵδρυμα τῶν ἀθλητικῶν ἑορτῶν νὰ εἶναι μαζὶ καὶ τάφος.

Λόφος Ἀρδηττοῦ. Ὁ τάφος εἰς τὸν ὡραῖον αὐτὸν λόφον θὰ ἦτο πράγματι ἐθνικὸν μνημεῖον, ποὺ ἄξιζε τὸν κόπον. Θὰ ἦτο ἕνα ἑλληνικὸν ἔργον. Θὰ ἐχρειάζετο ἐν τούτοις μεγάλη δαπάνη γιὰ νὰ τοποθετηθῇ ὁ τάφος ὑψηλά. Ὑπάρχει ἡ λύσις νὰ τοποθετηθῇ εἰς τὸ βάθος τῆς εἰσόδου (ἐντὸς τοῦ βράχου πάντοτε).Ἡ θέση δὲν στερεῖται ὠμορφιᾶς καὶ παρουσιάζει ὀλίγο μυστήριον προτέρημα ἀπαραίτητο γιὰ ἕνα τέτοιο προσκύνημα. Ἡ θέσις εἶναι ἀκόμη καὶ κεντρική. Μένει νὰ ἐξετασθῇ ποῖα πρακτικῆς φύσεως μειονεκτήματα ἔχει σχετικῶς πρὸς ἄλλας λύσεις.

Κῆπος Ζαππείου.( Ἀνθόκηπος μεταξὺ ἀνδριάντος Ζάππα καὶ λεωφόρου).Ἡ λύσις ἔχει τὰ ὑπὲρ αὐτῆς, ἀδύνατον ὅμως νὰ γίνῃ συζήτησις μὲ τὰ θορυβώδη νυκτερινὰ κέντρα ποὺ ὑπάρχουν παραπλεύρως. Δίκαιον ἄλλωστε εἶναι νὰ μὴν παραβλαφθοῦν οἱ δημόσιοι περίπατοι.

Ἀκρόπολις. (ὁ πρὸ τῶν προπυλαίων χῶρος). Λύσις μεγαλοπρεπὴς ἀλλὰ ἀνεκτέλεστος, διὰ τὸν ἁπλούστατον λόγον ὅτι εἰς τὴν περιοχὴν τοῦ ἱεροῦ βράχου εἶναι ἀδύνατον νὰ σταθῇ νέον μνημεῖον, ἔστω καὶ μία πέτρα, χωρὶς νὰ βλάψῃ τὸ παλαιόν.

Χῶρος Φιλοπάππου, Λουμπαρδιάρη, κ.λ.π. Ἡ ἰδέα νὰ χρησιμοποιηθοῦν διὰ τὸν τάφον οἱ γραφικοὶ ἐκεῖνοι λόφοι ποὺ βλέπουν τὴν θάλασσαν καὶ τὸ λεκανοπέδιον εἶναι ἀναμφιβόλως ὡραία καὶ ἀξία μεγάλης προσοχῆς. Θὰ ἀντιτάξουν πάλιν ὅτι ἡ θέσις δὲν εἶναι κεντρική. Ἀλλὰ τὰ κέντρα γιὰ τέτοια μνημεῖα εἴδαμεν ὅτι ἔχουν τὰ ὀλιγώτερα προσόντα.

Τὸ βυζαντινὸν μνημεῖον. Ἐπροτάθη νὰ ταφῇ ὁ ἄγνωστος στρατιώτης μέσα εἰς τὸ ἀρχαιότερον τῶν μεσαιωνικῶν μνημείων τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν, εἰς τὸ παραπλεύρως τῆς Μητροπόλεως ἐκκλησίδιον. Ἡ παλαιότης καὶ ἡ ὡραιότης τοῦ κειμηλίου αὐτοῦ τῆς βυζαντινῆς τέχνης συνηγοροῦν ὑπὲρ τῆς λύσεως. Συναντῶνται καὶ ὁ ἄγνωστος στρατιώτης καὶ τὸ κτίριον εἰς τὴν ἰδέαν τοῦ νέου ἑλληνισμοῦ. Ἡ λύσις ἔχει τὸ μέγα προτέρημα ὅτι τὸ μνημεῖον εἶναι ἕτοιμον τὸ ἐκκλησίδιον.

Κεραμεικός. Ἐπροτάθη νὰ ταφῇ ὁ ἄγνωστος στρατιώτης εἰς τὸν Κεραμεικόν. Λύσις ἀπὸ μία ἀπόψεως σκόπιμος καὶ μεγαλοπρεπής. Ἀλλὰ ἡ λύσις αὐτὴ εὑρῆκεν ἀντιρρήσεις. Ἐκρίθη ὅτι δὲν πρέπει νὰ φύγωμεν ἀπὸ τὸν νεοελληνικὸν χαρακτῆρα τοῦ μνημείου.

Θησεῖον. Διὰ τοὺς αὐτοὺς λόγους τοῦ νεοελληνικοῦ χαρακτῆρος δὲν ἐψηφίσθη ἡ προταθεῖσα λύσις νὰ χρησιμοποιηθεῖ ὡς τάφος ὁ ναὸς τοῦ Θησείου –μολονότι πολλὰ ἄλλα συνηγοροῦσαν ὑπὲρ αὐτῆς.

Πεδίον τοῦ Ἄρεως. Ὁ τόπος εἰς τὸν ὁποῖον κατέληξαν αἱ προτιμήσεις τῆς περισυνῆς ἐπιτροπῆς εἶναι τὸ πεδίον τοῦ Ἄρεως. Τὸ πόρισμά της ἦτο ὅτι ὁ χῶρος αὐτὸς διαρρυθμιζόμενος μὲ κατάλληλον χάραξιν θὰ συντρέχῃ ὁλόκληρος εἰς ἀνάδειξιν τοῦ τάφου τοῦ στρατιώτου (τοποθετημένου πρὸς τὸ μέρος τῆς σχολῆς τῶν Εὐελπίδων). Ὅταν, καθὼς σχεδιάζεται πρὸ πολλοῦ, ὁ ἤδη στρατὼν τοῦ ἱππικοῦ μεταβλήθῇ εἰς πολεμικὸν μουσεῖον τοῦ ἔθνους, τότε ὁλόκληρον τὸ πεδίον τοῦ Ἄρεως θὰ εἶναι χῶρος ἀφιερωμένος εἰς τὴν νεωτέραν πολιτικὴν ἱστορίαν (πεδίον μνημεῖον ἢ κῆπος – μνημεῖον) καὶ ταυτοχρόνως δενδροφυτευμένος, θὰ μείνῃ χῶρος κοινῆς ὠφελείας.Ἡ ἔκτασις τοῦ Πολυγώνου, ἡ ὁποία στεφανώνεται ἀπὸ λόφους καὶ βλέπει τὸν Πάρνηθα καὶ τὸν Ὑμηττόν, παρουσιάζει διὰ τὸν τάφον τοῦ στρατιώτου προσόντα τὰ ὁποῖα εἶναι περιττὸν νὰ ἀναπτυχθοῦν ἐδῶ. Τὸ μνημεῖον θὰ συνταυτισθῇ μ’ ἕνα δημόσιον ἔργον καὶ ἐπὶ τέλους θὰ εἶναι ἀφορμὴ νὰ σωθῇ τὸ καταβροχθισόμενον Πολύγωνον.

Συμπέρασμα.Τὸ μνημεῖον δὲν μπορεῖ νὰ χωθῇ ἐντὸς μιᾶς πλατείας, ἐκσκαπτομένης μάλιστα, ὥστε νὰ φαίνωνται τὰ ἀνάκτορα σὰν νὰ ἔχουν ἀναποδογυρισθεῖ. Ἢ πρέπει νὰ λείψῃ ‒ διότι κανεὶς λόγος δὲν ὑπάρχει νὰ σπεύσωμεν νὰ γίνῃ ὅπου τύχῃ ‒ καὶ κάλλιστα ὁ ἑλληνικὸς λαὸς ἠμπορεῖ νὰ περάσει χωρὶς ὑλικὸν τάφον τοῦ ἀγνώστου στρατιώτου του ‒ ἢ ἂν γίνει τὸ ἐθνικὸν αὐτὸ μνημεῖον νὰ συντρέξουν τόσοι ὅροι καλαισθησίας ὥστε νὰ εἶναι ἕνα προσκύνημα καὶ ἕνα σύχγρονον ἔργον ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἡ πόλις ἔχει νὰ κερδίσει παρὰ νὰ πάθῃ. Αἱ ἀνωτέρω λύσεις πρόκεινται πάντοτε πρὸς συζήτησιν. Ἔχουν καὶ προτερήματα καὶ μειονεκτήματα. Ὑπάρχει ὅμως καὶ ἡ χειροτέρα ὅλων καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ λύσις τῶν Ἀνακτόρων.

ΖΑΧ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ».

 

 

Ἐφ. Ἐλεύθερον Βῆμα,  φ. 31.3. 1932, σ. 1.

«ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΚΑΙ Η ΛΥΣΙΣ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

ΤΟΥ κ. ΖΑΧ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ

Ἀπὸ τὴν στήλην αὐτὴν εἶχα προτείνει, ἐδῶ καὶ ἕξη χρόνια, ὅταν ἐγεννήθη τὸ περίφημον ζήτημα καὶ ἐμάχοντο διάφοροι τόποι τῆς πόλεως, μίαν λύσιν. Νὰ χρησιμεύσῃ ὡς κενοτάφιον ἢ ὡς τάφος τοῦ ἀγνώστου στρατιώτου τὸ ἀριστοτεχνικὸ ἐκκλησάκι τῆς Μικρᾶς Μητροπόλεως, τὸ παραπλεύρως τοῦ μητροπολιτικοῦ ναοῦ .Ἔλεγα δηλαδὴ: «Τί ζητεῖτε; Ἱστορικὴν ἀτμόσφαιραν διὰ νὰ βάλετε τὸν τάφον; Ἰδοὺ μία βυζαντινὴ ἐκκλησία δέκα αἰώνων. Κεντρικὸ μέρος; Εἶναι στὸ κέντρον τῆς πόλεως. Πλατεῖαν γιὰ παράταξιν στρατευμάτων; Τὴν ἔχει κι αὐτήν. Οἱ Γάλλοι ἔβαλαν τὸν ἄγνωστόν των σ’ ἕνα μνημεῖον ἑνὸς περίπου αἰῶνος Σεῖς ἔχετε γι αὐτὸ μνημεῖον χιλίων ἐτῶν. Καὶ συγχρόνως ἕνα μικρὸ καλλιτέχνημα τῆς βυζαντινῆς ἀρχιτεκτονικῆς. Ὁ λαὸς θὰ ἰδῇ ἐκεῖ τὴν νεοελληνικὴν ἱστορίαν ἑνιαίαν. Θὰ βάλετε τὴν ἰδέαν τῆς θυσίας μέσα σὲ μιὰ βυζαντινὴν κειμηλιοθήκην· θὰ δώσετε στὸν τάφον τὴν θρησκευτικήν του καὶ τὴν ἐθνικήν του ἀτμόσφαιραν καὶ δὲν θὰ χρειαστῇ νὰ χαλάσετε τίποτε, οὔτε νὰ δαπανήσετε τίποτε».

Ποιὰ οἰκονομία χρημάτων, συζητήσεων, καιροῦ καὶ  αἰσθητικῶν δυστυχημάτων ἦτο μία τέτοια λύσις! Ἀλλὰ τότε ποὺ τὴν ἐπρότεινα, ἡ στρατιωτικὴ ἐξουσία δὲν ζητοῦσε λύσιν οὔτε αὐτὴν, οὔτε ἄλλην, ἀλλὰ ἀποκλειστικῶς τὴν πλατεῖα τῶν ἀνακτόρων, δηλαδὴ ἀκριβῶς τὴν λύσιν ἡ ὁποία εἶχε καταδικασθῇ ἀπὸ μίαν μεγάλην ἐπιτροπὴν εἰδικῶν. Ἀφοῦ δὲ ἔσχισε τὸ πρακτικὸν τῆς καλλιτεχνικῆς αὐτῆς ἐπιτροπῆς, τὸ ὑπουργεῖον τῶν Στρατιωτικῶν, κατεσκεύαζε κατόπιν ἐπιτροπὰς ἀξιωματικῶν γιὰ νὰ ξαναβροῦν κατάλληλον τὴν θέσιν τῶν ἀνακτόρων, ἀπὸ φόβον μήπως χαθῇ ἡ θέσις, καὶ μήπως ἀργήσει ἡ Ἑλλὰς νὰ ἀποκτήσῃ μνημεῖον τοῦ ἀγνώστου ἐνῷ κανεὶς δὲν θὰ ἰσχυρισθῇ ὅτι ἕνα τέτοιο ἔργον εἶναι ἐπεῖγον ὅσον ἕνα ὀχύρωμα. Τὰ ἀποτελέσματα τοῦ θεμελιώδους λάθους ἦλθαν μὲ μαθηματικὴν κανονικότητα. Διότι τὸ μνημεῖον ἔγινεν εἰς βάρος ἑνὸς ἱστορικοῦ κτιρίου καὶ μιᾶς ἐπίσης ἱστορικῆς πλατείας, ἡ δὲ ἱστορία εἶναι καὶ αὐτὴ σχήματα, κτίρια καὶ τόποι ὅσο εἶναι πράξεις. Ἐχάσαμε τὴν ἤρεμον ὄψιν τοῦ βαυαρικοῦ κτιρίου μὲ τὴν ἐλαφρὰν κλίσιν τῆς πλατείας γιὰ νὰ κερδίσωμε τί; Ποιός θὰ τὸ ἔλεγε! τὸν αἰσθητικὸν ἐφιάλτην ὅτι τὸ κτίριον τῶν ἀνακτόρων εἶναι στὸν ἀέρα. Τὸ ἀποτέλεσμα τοῦτο εἶναι γεγονός, δὲν ἀναιρεῖται δυστυχῶς μὲ τίποτε.

Καὶ ὅλοι ξεύρουν ποία ἀστείρευτος πηγὴ ἀνησυχίας, δυσαρμονίας καὶ ἀπαρεσκείας εἶναι ἕνα κτίριον τὸ ὁποῖον ἔπαυσε νὰ δίνῃ τὴν ἰδέαν ὅτι κάθεται καλὰ στὸ ἔδαφος. Δὲν εἶναι μόνον αὐτό. Ὑπάρχει ἕνας δεύτερος αἰσθητικὸς ἐφιάλτης, ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον παρετήρησε ὁ κ. πρωθυπουργὸς καὶ διέταξε νὰ τὸν ἐξαφανίσουν· ἡ κάλυψις τοῦ ἀνακτόρου ἀπὸ τὸν τοῖχον. Τὸ πρᾶγμα διωρθώθη, ἀλλὰ δὲν ἐστάθη δυνατὸν νὰ ἐξαφανισθῇ τὸ κακὸν ἐντελῶς. Ὁ εὑρισκόμενος μέσα εἰς τὸ μνημεῖον, ἀλλὰ καὶ ὁ διαβάτης ἀκόμη τῆς πλατείας τοῦ Συντάγματος, βλέπουν πάντοτε τὸ κόντεμα τοῦ περιστυλίου τῶν προπυλαίων τοῦ ἀνακτόρου, τοῦ ὁποίου οἱ στύλοι φαίνονται σὰν νὰ ἔχουν κομμένα τὰ πόδια. Ὅλα αὐτὰ λέγονται δυστυχήματα θέας. Ἀσφαλῶς ἡ ἀρχιτεκτονικὴ ἔκαμεν ἐντὸς τῶν ἑκατὸν αὐτῶν ἐτῶν μεγάλας προόδους καὶ ἐπῆρεν εἰς τὴν διάθεσίν της καταπληκτικὰ μέσα τῆς ἐπιστήμης· αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει ὅτι ἦσαν ἀπατημένοι οἱ Βαυαροὶ ὅταν ἔφτιαχναν αὐτὰ τὰ ἔργα ἐπάνω εἰς στοιχειώδεις αἰσθητικοὺς νόμους, οἱ ὁποῖοι καθόλου δὲν ἔχουν ἀλλάξει ἀπὸ τότε. Καὶ θὰ ἦσαν κατάπληκτοι οἱ οὑρμπανισταὶ τοῦ Μονάχου ἂν ἔβλεπαν ὅτι μετὰ ἕκατὸν ἔτη κατωρθώσαμε νὰ χαλάσωμε χωρὶς κανένα λόγον τὸ γαλήνιον καὶ καλαίσθητον ἔργον των γιὰ νὰ κατασκευάσωμεν αὐτὸ ποὺ ἔγινε.

Ὅσο γιὰ τὸ ἀνάγλυφο τοὺ μνημείου τοῦ στρατιώτου, αὐτὸ διαφέρει κατὰ τοῦτο ἀπὸ τὸ ἀρχιτεκτόνημα· ὅτι εἶναι σφάλμα περισσότερο καὶ γενικώτερα αἰσθητόν. Τὸ καλὸ καὶ τὸ κακὸ στὴ μνημειώδη γλυπτικήν, ἡ ὁποία ἀπευθύνεται σὲ ὁλόκληρον ἔθνος, ἐννοοῦνται ἀπ’ ὅλους. Μιλοῦν κατ’ εὐθείαν. Ἡ ἐντύπωσις εἶναι ραγδαία. Γιὰ τοῦτο ἔχει τὴν ἀξίαν της ἡ κρίσις καὶ τοῦ πλέον ἀμόρφωτου ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος στέκει ἐκεῖ, διότι κι αὐτὴ ἀποτελεῖ ἕνα μέρος τῆς μεγάλης αἰσθητικῆς διανοίας ποὺ σχηματίζουν τὰ πλήθη ὅταν ἀντιμετωπίσουν μίαν πλαστικὴν ἔκφρασιν τῆς ἱστορίας των καὶ τῆς ψυχῆς των.

Ἀσφαλῶς κάθε κατηγορίας θεατής, κι ὁ καλλιεργημένος κι ὁ ἀμόρφωτος, θὰ ρωτήσῃ μπροστὰ στὸν πλαγιασμένο πολεμιστὴν τοῦ ἀναγλύφου μὲ τὸν ὁποῖον βέβαια πρόκειται νὰ ἐκφρασθῇ ὁ ὕπνος τοῦ δικαίου,τὸ καθῆκον, ἡ ἱκανοποιημένη συνείδησις πῶς συμβαίνει νὰ εἶναι τόσον προσπαθημένος καὶ τόσο ἀνήσυχος. Ἐδῶ εἶναι ἕνα νεκρὸς ποὺ βασανίζεται καὶ προσπαθεῖ. Καὶ τοῦτο χωρὶς κανένα αἰσθητικὸ ἀποτέλεσμα. Γιὰ νὰ δικαιολογηθεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι κυρτώνεται ἕνας ἀνθρώπινος κορμὸς ἐπάνω στὸν ὄγκον μιᾶς πέτρας, ὁ ὁποῖος δὲν χρησιμεύει παρὰ μόνον γιὰ νὰ ἐμποδιζῃ τὴν ἀνάπαυσιν· καὶ νὰ ὑποβάλλῃ τὴν ἰδέαν τῆς ἀνησυχίας, ἴσως και τῶν βασάνων θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχωμεν μίαν ἁρμονίαν ὡς ἀντιστάθμισμα. Θὰ ἔλεγε κανεὶς πὼς τὸ ἀνάγλυφον ἔγινεν ἀπὸ τὴν ἀνάμνησιν βασανισμένων γυμνῶν εἰς μίαν χριστιανικὴν pietà σὰν αὐτὴ τῆς Ἀβινιόν ὅτι εἶναι μία παράστασις θρησκευτικοῦ ἄλγους, ἡ ὁποία ξέφυγε κατὰ λάθος καὶ κόλλησε σὲ ξένο θέμα, μιὰ pieta ἐκσπαρτιατισμένη. Καμμία ἰδεα δὲν ὑπάρχει σ’ αὐτὴν τὴν καμπύλην. Εἶναι μόνο μία δυσάρεστηη καμπύλη. Ἐκτὸς ἂν πρέπει νὰ συμπεράνωμεν ὅτι τὸ νὰ φανῇ ἡ περικεφαλαία, ἡ ὁποία ἀνέλαβε νὰ γεμίσῃ ὅλον τὸν ἀριστερὰ κενὸν χῶρον καὶ νὰ κρατήσῃ τὸ κεφάλι, εἶναι ὁ σκοπὸς ὅλου αὐτοῦ τοῦ σπασμοῦ καὶ τῆς κυρτώσεως. Πόσο καλλίτερα θὰ χρησίμευε γιὰ νὰ ἐκφράσῃ τὴν ἰδέαν τοῦ ἀγῶνος ἢ τῆς θυσίας ἕνα τεχνητὸ σύμβολο — μιὰ γραμμή, ἕνα κλαράκι τέλος πάντων! Δὲν θὰ τὸ συζητοῦσε κανείς. Ἀφοῦ ὅμως ἐπροτιμήθη  ἕνα φυσικὸν σύμβολον, ὅπως ὁ νεκρὸς πολεμιστής, ἑπόμενον εἶναι νὰ κριθῇ ἀνάλογα πρὸς τὰς ἀξιώσεις ποὺ ἔχει ἕνα τέτοιο φυσικὸν σύμβολον, πρὸς τὴν ἀξίωσιν ὅτι μᾶς ὑποβάλλει κάποιον κόσμον ἰδεῶν ἢ κάποια ἰδέα ἢ κάποιο μικρὸ συναίσθημα. Καὶ δὲν ὑπάρχει κανένας θεατὴς ποὺ θὰ ἐδέχθη τέτοιο πρᾶγμα ἀπὸ τὸ ἀνάγλυφον. Διότι ἁπλούστατα ἕνα ἔργον χωρὶς αἰσθητικὴν ἀξίαν δὲν μπορεῖ νὰ κινήσῃ τὸν ψυχικὸν κόσμον κανενός. Ἡ κοινὴ αἰσθητικὴ συνείδησις σὲ τέτοια, ἐπαναλαμβάνω, ἔργα τὰ ὁποῖα ἀπευθύνονται πρὸς τὴν ὁλότητα καὶ πηγάζουν ἀπὸ τὸ δρᾶμα της, δύσκολα πλανᾶται.

Ἐπρότεινα πρὸ ἐτῶν τὴν λύσιν τῆς βυζαντινῆς ἐκκλησίας, τοῦ μικροῦ κομψοτεχνήματος ποὺ εἶναι πλησίον τῆς Μητροπόλεως. Τότε δὲν τὴν ἐπρόσεχεν ἡ στρατιωτικὴ ἐξουσία. Τώρα, ὅπου ἔχομεν ἐμπρός μας τὴν σκληρὰν πραγματικότητα τοῦ μνημείου, περισσότερον ἀπὸ τότε εἶναι μία λύσις! Καὶ τὴν προτείνω γιὰ δευτέρα φορά, μὲ τὴν πεποίθησιν ὅτι ἡ ἰδέα ποὺ περιπλανᾶται τόσα χρόνια δὲν θὰ βρῇ ἀπὸ τὸ ἐκκλησσάκι ἐκεῖνο ἀναπαυτικώτερο καταφύγιον.

ΖΑΧ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ».

 

*Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὴν ἐφ. Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας (τῶν Γρεβενῶν) φ. 1141, 31. 10.2025, σ. 15-18.