Ἑλληνομουσεῖον (τό). Ὀνομασία διδομένη πολλαχοῦ, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, εἰς τὰ σχολεῖα ἀνωτέρων πως σπουδῶν. Περί «κοινῶν ἑλληνομουσείων ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ γένους κοινῇ» γίνεται λόγος καὶ ἐν σιγιλλίῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ἐκδοθέντι κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1819.


Σ᾿ αὐτὸν τὸν διαδικτυακὸ χῶρο, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς φίλους τῆς χώρας τῶν Ἀγράφων, φιλοξενοῦνται κείμενα, ἄρθρα, μελέτες, ἀνακοινώσεις, βιβλία εἰκόνες, ταινίες ποὺ ἀφοροῦν ἢ παραπέμπουν στὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὶς παραδόσεις, τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῶν Ἀγράφων, ὅπως αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν ὕστερη βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινὴ ἐποχή. Σκοπὸς τῆς δημιουργίας του εἶναι νὰ γίνουν γνωστὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν, κατὰ τὰς δυνάμεις ἡμῶν, ὅλα ἐκεῖνα τά ‒ἀνὰ τοὺς αἰῶνες‒ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ἀνθρώπων του.

Κυριακή 11 Μαΐου 2025

Ἐφημ. ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΒΡΑΓΓΙΑΝΑ (ΕΛΛΗΝΟΜΟΥΣΕΙΟΝ ΑΓΡΑΦΩΝ)*

 

100 φύλλα, 25 χρόνια ἀδιάλειπτης κυκλοφορίας

                                                     «Ἐκατοικήσαμεν τώρα σὺν θεῷ

καὶ δι εὐχῶν της ἁγίων

εἴς τι χωρίον τῶν Ἀγράφων 

λεγόμενον Μεγάλα Βρανιανά,

λεγόμενον οὕτω συγκρινόμενον

εἰς ἄλλα μικρότερα· [...]

Ἀπὸ τὰ Βρανιανὰ τῶν Ἀγράφων 1661».

Εὐγένιος Γιαννούλης ὁ Αἰτωλός


 

Ἡ σελ. 1, ἀπὸ τὸ πρῶτο ἱστορικὸ φύλλο
 
τῆς ἐφημ. ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΒΡΑΓΓΙΑΝΑ
(ΕΛΛΗΝΟΜΟΥΣΕΙΟΝ ΑΓΡΑΦΩΝ),
 
Ἰαν.-Φεβρ.-Μάρτιος 2000.

Ὁ χαρακτηρισμὸς «ἄθλος» γιὰ τὴ συμπλήρωση τῆς ἔκδοσης ἑκατό (100) φύλλων τῆς ἐφημερίδας ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΒΡΑΓΓΙΑΝΑ (ΕΛΛΗΝΟΜΟΥΣΕΙΟΝ ΑΓΡΑΦΩΝ), μπορεῖ νὰ μοιάζει ὑπερβολικὸς γιὰ τὴν ἔκδοση ἑνὸς μικροῦ ὀκτασέλιδου ἐπαρχιακοῦ περιοδικοῦ ἐντύπου. Ὅμως, ὅταν αὐτὸ ἀφορᾶ τὴν ἔκδοση ἑνὸς τέτοιου ἐντύπου ἀπὸ τὸν πολιτιστικὸ σύλλογο ἑνὸς μικροῦ χωριοῦ τῶν Ἀγράφων, ὅπως τὰ Μεγάλα Βραγγιανά, τὰ ὁποῖα, κατὰ τὸν Ἀναστάσιο Γόρδιο, μπορεῖ νὰ ὀνομάζονται Μεγάλα ἀλλὰ «οὔτε μὲ τὰ μικρότερα δὲν δύνανται νὰ ἐξισασθοῦν», τότε ὁ χαρακτηρισμὸς τῆς ἔκδοσης ὡς «ἄθλου δὲν πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὴν πραγματικότητα. Τολμητίες τὰ τέσσερα παρόντα μέλη, ἀπὸ τὰ πέντε, τοῦ Δ. Σ.τοῦ Συλλόγου «Ἀναστάσιος Γόρδιος», τὰ ὁποῖα, μὲ πρωτοβουλία τοῦ προέδρου του Νίκου Ἀλέξάκη, ἀποφάσισαν, στὰ τέλη τοῦ ἔτους 1999, νὰ προχωρήσουν στὴν ἔκδοση τριμηνιαίας ὀκτασέλιδης ἐφημερίδας μὲ τίτλο ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΒΡΑΓΓΙΑΝΑ καὶ ὑπότιτλο ΕΛΛΗΝΟΜΟΥΣΕΙΟΝ ΑΓΡΑΦΩΝ. Τέτοιες τολμηρίες, λοιπόν, ἀπὸ ἕναν μικρὸ οὐσιαστικὰ Σύλλογο, ποὺ ὅμως ἔφεραν μέχρι σήμερα ἀγλαοὺς καρποὺς μιᾶς ὁλόκληρης εἰκοσιπενταετίας· μιὰ γραπτὴ ἀπεικόνιση πραγματικῆς ζωῆς ὀκτακοσίων καὶ πλέον σελίδων. Μιὰ παρακαταθήκη μοναδικὴ γιὰ τὶς παροῦσες ἀλλὰ καὶ τὶς ἑπόμενες γενιὲς καὶ μιὰ ὀφειλόμενη τιμὴ σὲ ἐκεῖνες ποὺ προηγήθηκαν. Ἄλλωστε, καὶ στὸ Καταστατικὸ τοῦ Συλλόγου προβλέπεται, μεταξὺ ἄλλων, ὅτι σκοπὸς τοῦ Συλλόγου εἶναι:

 «ἡ πνευματικὴ καλλιέργεια καὶ ἀνάπτυξις τῶν μελῶν τοῦ Συλλόγου μὲ κάθε πνευματικὸν καὶ ἐπιτρεπτὸν μέσον»

Ἀπὸ τὸ «Πρακτικὸ συνεδρίασης τῆς 8ης Μαρτίου 2000» τοῦ συλλόγου «Ἀναστάσιος Γόρδιος».

Μὲ τὴν πρωτοβουλία τους αὐτὴ τὰ μέλη τοῦ Δ.Σ. συνέχισαν μιὰ μακραίωνη παράδοση στὰ Γράμματα καὶ τὸν Πολιτισμὸ τῶν Ἀγράφων. Ἡ ἀπόφασή τους αὐτὴ ἔχει καταγραφεῖ στὸ «Βιβλίο Πρακτικῶν» τοῦ Συλλόγου:

«Πρακτικὸ συνεδρίασης τῆς 8ης Μαρτίου 2000

Σήμερα τὴν 8η Μαρτίου 2000, ἡμέρα Τετάρτη καὶ ὥρα 19.00, συγκεντρώθηκε το Δ. Σ. τοῦ ἐκπολιτιστικοῦ Συλλόγου Βραγγιανιτῶν «ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΓΟΡΔΙΟΣ» καὶ εὑρισκόμενο σὲ ἁπαρτία συζήτησε καὶ ἀποφάσισε τὰ παρακάτω:

1. Τὴν ἔκδοση τριμηνιαίας ἐφημερίδας ἐνημέρωσης καὶ ἐπικοινωνίας τῶν ἁπανταχοῦ Βραγγιανιτῶν μὲ τίτλο ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΒΡΑΓΓΙΑΝΑ καὶ σὲ παρένθεση ΕΛΛΗΝΟΜΟΥΣΕΙΟΝ ΑΓΡΑΦΩΝ, μὲ συνεργασία καὶ οἰκονομικὴ συμμεροχὴ ὅλων τῶν Συλλόγων τοῦ χωριοῦ μας.

2. Ἀνακηρύσσει νόμιμο μειοδότη τὸν κ. Πετρούλια Κωνσταντῖνο τοῦ Βασιλείου, τυπογράφο, Ἀφροδίτης 4, Ἅγιοι Ἀνάργυροι,  [...].  Ἀφοῦ συντάχτηκε τὸ παρὸν πρακτικὸ ὑπογράφεται ὣς ἔπεται: Ὁ πρόεδρος Νικ. Ἀλεξάκης. Τὰ μέλη: Τσιώλης Χαράλαμπος, Τσιώλης Δημήτριος, Ἰωάννου-Νταλλὴ Εἰρήνη». (ἕπονται ὑπογραφές)

 


Διάκονος, λοιπόν, αὐτῆς τῆς παράδοσης ἔγινε ἡ χαρτῶα της ἔκδοση, ἡ ἐφημερίδα ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΒΡΑΓΓΙΑΝΑ (ΕΛΛΗΝΟΜΟΥΣΕΙΟΝ ΑΓΡΑΦΩΝ).

Μὲ τὸ φύλλο τοῦ τριμήνου Ἰαν. - Φεβρ. - Μάρτιος 2000 ξεκινᾶ, τὰ πρῶτα βήματά της, τὰ μωρουδιακά της βήματα, ἡ ἐφημερίδα ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΒΡΑΓΓΙΑΝΑ (ΕΛΛΗΝΟΜΟΥΣΕΙΟΝ ΑΓΡΑΦΩΝ). Τὸ πρῶτο φύλλο τιτλοφορεῖται ὡς «Πρώτη τιμητικὴ ὀκτασέλιδη ἔκδοση». Ἐπιγράφεται δὲ ὡς «Τρίμηνη ἔκδοση. Ἐφημερίδα ἐπικοινωνίας καὶ ἐνημέρωσης τῶν Ἁπανταχοῦ Βραγγιανιτῶν Ἀγράφων Εὐρυτανίας». Ὡς ἐκδότης ἦταν :«οἱ Σύλλογοι τῶν Βραγγιανιτῶν» μὲ διευθυντὴ τὸν τότε πρόεδρο τοῦ Συλλόγου «Ἀναστάσιος Γόρδιος», τὸν ἐκπαιδευτικὸ Νίκο Γ. Ἀλεξάκη, ὁ ὁποῖος εἶχε καὶ τὴν πρωτοβουλία γιὰ τὴν ἔκδοση τῆς Ἐφημερίδας

Τὴν ἔκδοση εἶχε ἀναλάβει, μέχρι τὸ φ. 21 (Μάρτιος 2005) τὸ τυπογραφεῖο, «Γραφικὲς Τέχνες Κ. Πετρούλιας καὶ Υἱοί». Στὴ συνέχεια, μὲ νέα ἀπόφαση τοῦ Δ.Σ. τοῦ Συλλόγου, τὴν ἔκδοση ἀνέλαβαν οἱ «Γραφικὲς τέχνες Καρπούζη», ποὺ συνεχίζουν μέχρι σήμερα νὰ στηρίζουν, μὲ ἐπαγγελματικὴ συνέπεια καὶ ἀρτιότητα, τὴν ἔκδοση τῆς Ἐφημερίδας:

«Πρακτικὸ Συνεδρίασης 03. 07. 2005

Σήμερα 03. 07. 2005 ἡμέρα Κυριακή, ἐν Ἀθήναις, συνεδρίασε τὸ Δ.Σ. <τοῦ Συλλόγου> καὶ συζητήθηκαν τὰ ἑξῆς θέματα:

[...]

8. Ὁμόφωνη ἐπικύρωση συμφωνίας μὲ τὶς ἐκδόσεις Καρπούζη γιὰ τὴν ἔκδοση τοῦ τριμηνιαίου φύλλου τῆς ἐφημερίδας τοῦ Συλλόγου [....].

Ὁ πρόεδρος Ἠλίας Κ. Τσιώλης, ὁ ἀντιπρόεδρος Κων/νος Σπ. Τσιώλης, ὁ ταμίας Νικήτας Ἠλ. Τσιώλης». (ἕπονται ὑπογραφές).

Ὁ ἀείμνηστος πλέον Γιάννης Καρπούζης μὲ τὴ σύζυγό του Ἀριστέα καὶ τὰ τέκνα τους Κωνσταντῖνο καὶ Ἄρη εἶχαν καὶ ἔχουν τώρα οἱ ὑπόλοιποι ποὺ συνεχίζουν ἐπὶ εἴκοσι καὶ πλέον συναπτὰ ἔτη, ἄψογη συνεργασία, ἀμοιβαία κατανόηση μαζί μας καὶ βοήθησαν σὲ μεγάλο βαθμὸ καὶ σὲ κάθε περίπτωση, νὰ ἀνέβει τὸ ἐπίπεδο καὶ ἡ ὅλη ποιότητα τῆς Ἐφημερίδας. Προστέθηκαν πολλὲς νέες συνεργασίες μὲ ἀνθρώπους τῶν Γραμμάτων καὶ τῶν Ἐπιστημῶν, μὲ ἀποτέλεσμα τὸ ἔντυπο νὰ ἔχει κατακτήσει τὴν ἐκτίμηση καὶ τὸν σεβασμὸ τῶν ἀναγνωστῶν, τῶν παραληπτῶν του καὶ ὄχι μόνον.

Ἡ σελ. 1 ἀπὸ τὸ 100ὸ
φ. τῆς Ἐφημερίδας 

Ἐφημερίδα κυκλοφορεῖ πλέον ὡς ἔγχρωμο ὀκτασέλιδο φύλλο ἀνελλιπῶς (κάποιες λίγες φορὲς κι ὡς 12σέλιδο), κάθε τρίμηνο, ἐπὶ 25 συναπτὰ ἔτη, χάρις στὶς προσπάθειες τοῦ ἐκδότη της Νίκου Ἀλεξάκη καὶ τῆς ὅλης κατὰ καιροὺς συντακτικῆς ὁμάδας, ἡ ὁποία μεριμνᾶ καὶ φροντίζει γιὰ τὴν ὕλη ἑκάστου φύλλου. Χρονικά, ἐπιφυλλιδογραφήματα, ἱστορίες, ἐνημέρωση, λαογραφικὰ τοῦ τόπου καὶ τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τῶν Ἀγράφων συγκροτοῦν τὸν κύριο κορμὸ τῆς ὕλης τοῦ ἐντύπου. Ἡ Ἐφημερίδα ἔχει φίλους καὶ συνδρομητὲς ὄχι μόνο ἀπὸ τὸν τόπο μας, τὰ Ἄγραφα καὶ τὴν Εὐρυτανία γενικότερα, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ διαφόρους ἄλλους τόπους τῆς ἡμεδαπῆς καὶ τῆς ἀλλοδαπῆς, καθὼς ἐκτιμοῦν αὐτὴν τὴν ἐκδοτικὴ προσπάθεια ὅλων ὅσων ἐργάζονται καὶ φροντίζουν γιὰ τὴν κυκλοφορία κάθε φύλλου τοῦ ἐντύπου μας. Ἀνταποκρινόμενο στὸ κοινοτικὸ πνεῦμα τῶν ὀρεινῶν κοινοτήτων, ἀποτελεῖ ἕνα πολύτιμο μέσον ἐπικοινωνίας τῶν Μεγαλοβραγγιανιτῶν, ὅπου κι ἂν διαβιοῦν, συντηρεῖται δὲ ἡ ἔκδοσή της καὶ ἡ κυκλοφορία της χάρις, σχεδὸν ἀποκλειστικά, στὴ συγκινητικὴ οἰκονομικὴ στήριξη τῶν μελῶν καὶ φίλων τοῦ τόπου μας, οἱ ὁποῖοι δὲν παύουν, μὲ τὴ συνδρομή τους, πολλοὶ κι ἀπὸ τὸ ὑστέρημά τους, νὰ χορηγοῦν τὸ οἰκονομικὸ ὀξυγόνο ποὺ διατηρεῖ ζωντανὴ τὴν ἔκδοση τῆς Ἐφημερίδας ἀκόμη καὶ σὲ δύσκολες ἐποχές, σὲ ἐποχὲς οἰκονομικῆς καὶ κοινωνικῆς κρίσης, ἀλλὰ καὶ συλλογικῆς κρίσης στὸν τόπο μας, μὲ τὸ φαινόμενο τῆς πολυδιάσπασης τῶν Συλλόγων. Μάλιστα, αὐτὴ τὴν ἐποχὴ εἶναι τὸ μοναδικὸ ἔντυπο φύλλο ποὺ ἄντεξε σὲ βάθος χρόνου καὶ κυκλοφορεῖ στὸν χῶρο τῶν ἱστορικῶν Ἀγράφων. Ἴσως, αὐτὸ ὀφείλεται στὴν λόγια παράδοση τῶν δύο μεγάλων μορφῶν τῆς Ἱστορίας, τῶν Γραμμάτων καὶ τοῦ Πολιτισμοῦ τοῦ τόπου μας, τοῦ Εὐγενίου Γιαννούλη τοῦ Αἰτωλοῦ καὶ τοῦ Ἀναστασίου τοῦ Γορδίου.
Ἑπόμενο, λοιπόν, εἶναι κύρια συστατικὰ τῆς Ἐφημερίδας νὰ εἶναι ἡ θρησκευτικότητα, ἡ προβολὴ καὶ ἡ ἀνάδειξη, τῶν ἐκκλησιαστικῶν μας κειμηλίων ὅπως αὐτὰ εἶναι ἀπεικονισμένα καὶ διεσπραρμένα στὶς σελίδες της: ἕνα φαινόμενο πνευματικῆς καὶ θρησκευτικῆς κληρονομιᾶς.

Τὸ μεγαλύτερο ὅμως μερίδο τῆς ἐπιτυχίας τῆς ἔκδοσης καὶ τῆς κυκλοφορίας τῆς Ἐφημερίδας, ἐπὶ εἰκοσιπενταετία, μὲ 100 φύλλα στὸ ἐνεργητικό της, εἶναι σίγουρα τὰ κατὰ καιροὺς Διοικητικὰ Συμβούλια (Δ.Σ.) τοῦ Συλλόγου ὅλων τῶν Βραγγιανιτῶν, τοῦ Συλλόγου «Ἀναστάσιος Γόρδιος», ποὺ ἔχουν ἀναλάβει, καὶ συνεχίζουν μὲ ἐπιτυχία ἀλλὰ καὶ θυσίες πολλὲς φορές τὴ συλλογὴ τῆς ὕλης, τὴν ἔκδοση, τὴν πληρωμὴ καὶ τὴν κυκλοφορία κάθε φύλλου τῆς Ἐφημερίδας. Εἶναι τὸ ἔντυπο ποὺ διακρατεῖ καὶ τιμᾶ τὴ μνήμη τῶν συγχωριανῶν μας, οἱ ὁποῖοι φεύγουν ἀπὸ κοντά μας γιὰ τὸ ἐπέκεινα, μὲ τὶς μικρὲς νεκρολογίες ποὺ καταχωροῦνται γι αὐτοὺς σὲ κάθε φύλλο καὶ συμβάλλουν στὸ «εἰς μνήμην αἰώνιον» αὐτῶν ποὺ ἔζησαν καὶ ἀγάπησαν τὴν κοινή μας μικρὴ πατρίδα μὲ τὰ πράσινα ἐλατόφορτα δάση, τοὺς ἐλατιᾶδες τοὺς ἐξαπλούμενους ὡς ἄπειρος ἄρουρα στὰ βουνὰ καὶ τὰ λαγκάδια τοῦ τόπου μας. Ἀποτελεῖ καθῆκον, μέριμνα πρὸς ἐκπλήρωσιν τῆς ἱερῆς αὐτῆς ὀφειλῆς, σὰν μιὰ γωνιὰ Παραδείσιας μνήμης γιὰ ὅσους ἀναχωροῦν ὁριστικὰ ἀπὸ κοντά μας.

ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΒΡΑΓΙΑΝΑ (ΕΛΛΗΝΟΜΟΥΣΕΙΟΝ ΑΓΡΑΦΩΝ) ἂς εἶναι ἑπομένως μία νοητὴ ναῦς, ἕνα πλοῖο τῆς στεριᾶς, ποὺ ἡ πλώρη της εἶναι στὸν δασοσκεπὴ Ἔλατο καὶ ἡ πρύμνη της στὸν παραποτάμιο πλατανοβριθὴ Δένδρο, τὸ ὁποῖο, κάθε τρεῖς μῆνες, ὀρεινοδρομώντας, κάνει στάση στὸ μικρὸ λιμάνι τοῦ κάθε συνδρομητὴ καὶ τῆς κάθε συνδρομήτριας καὶ μεταφέρει ποθητὲς ἡδύπνοες ὀσμὲς αὔρας βουνίσιας. Ξεπερνᾶ κάθε προκατάληψη καὶ ὅλες τίς, λίγες ὁμολογουμένως, «ἀπαξιωτικὲς κρίσεις», ποὺ ἔχουν <πιὰ>  «διακωδωνιστεῖ καὶ ἀποδειχθεῖ ἀνυπόστατες». Μία παρέλαση δοξασμένων τοπωνυμίων καὶ χαριτωμένων παρωνυμίων ποὺ ὡς φῶτα θεραπευτικά, ὡς βοηθήματα ἐλάχιστα, ἀποτελοῦν μονοπάτια γραφῆς καὶ κοινωνίας μὲ τὴν ἰδιαίτερη πατρίδα μας.

Πόσο ὠφελημένοι οἱ ὡς ἐν τύρβῃ εὑρισκόμενοι ἄνθρωποι βγαίνουμε ἀσκούμενοι σ’αὐτὴν τὴ λυτρωτικὴ ἀνάγνωση... Μιὰ πράξη, μία λειτουργία στὴν κατεύθυνση ἀνεύρεσης τῆς ὅλης ζωῆς τοῦ τόπου μας, τῆς ἀνάκτησης τοῦ παρελθόντος μας καὶ τὴ γονιμοποίηση τοῦ μέλλοντός μας. Ἀνάγκη γιὰ μιὰ ζωὴ ποὺ προσπαθεῖ νὰ λοξοδρομήσει ἀπὸ τὴν τύρβη τῆς καθημερινότητας καὶ νὰ βαδίσει στὰ εὐσκιόφυλλα καὶ ἀπάτητα βουνά μας, ἕνα ἀπείκασμα Παραδείσου γιὰ ὅσους ἔχουν γεννηθεῖ ἢ ἕλκουν τὴν καταγωγή τους ἀπ’ αὐτὸν τὸν εὐλογημένο τόπο ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅσους θεωροῦν τυχερὸ τὸν ἑαυτό τους ποὺ τὸν γνώρισαν καὶ τὸν ἀγάπησαν, γιὰ ὅσους «δὲν τοὺς χάλασαν τὰ κάλπικα θεάματα», γιὰ ὅσους τὸν ἐρωτεύτηκαν χωρὶς νὰ χάσουν τὸν νοῦ τους: μὲ ὁδηγὸ καὶ βακτηρία ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΒΡΑΓΓΙΑΝΑ (ΕΛΛΗΝΟΜΟΥΣΕΙΟΝ ΑΓΡΑΦΩΝ).

Τὸ ταξείδι τῆς Ἐφημερίδας συνεχίζεται γιὰ μιὰ ἑπόμενη εἰκοσιπενταετία, γιὰ τὰ ἑπόμενα ἑκατὸ φύλλα. Ὅταν ἄλλοι εὐελπιστοῦμε ὅτι θὰ ἑορτάζουν τὰ πενῆντα χρόνια τῆς ἔκδοσης· ἀλλά, καὶ ἐμεῖς θὰ συνεορτάσουμε μαζί τους, ἀλλοιῶς ὅμως...  

Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης

* Πρώτη (ἔντυπη) δημοσίευση στὴν ἐφημ. ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΒΡΑΓΓΙΑΝΑ (ΕΛΛΗΝΟΜΟΥΣΕΙΟΝ ΑΓΡΑΦΩΝ) φ. 101. σ. 1,4-5. 

Κυριακή 27 Απριλίου 2025

π. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ν. ΚΑΛΛΙΑΝΟΣ († 29 Ἀπρ. 2024)*

 

Μνήμη π. Κωνσταντίνου Ν. Καλλιανοῦ († 29 Ἀπρ. 2024)

«[...] Ὅ,τι κι ἂν γράφει,ἀδιάκοπα

μαῦρο ρόδο ἀνθίζει στὸ χαρτί.

Πικρός, πικρότατος Ἀπρίλης,

ἀγκάθι στὴ φλέβα τῆς θλίψης του»

Γ. Χ. Θεοχάρης, «ΤΟΥ ΛΥΠΗΜΈΝΟΥ»


 


Πικρός, πικρότατος ὁ Ἀπρίλης τοῦ ’24, καθὼς στὸ ξεψύχισμά του, στὶς 29 Ἀπριλίου 2024, Δευτέρα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, λάβαμε τὸ πικρὸ καὶ σκληρὸ ἄγγελμα τῆς ἐν Κυρίῳ κοιμήσεως τοῦ π. Κωνσταντίνου Καλλιανοῦ. Ἀληθινὸς μεσίτης μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, ὁ πρεσβύτερος τῆς ἐνορίας τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος Σκοπέλου, μετὰ ἀπὸ σχεδὸν πενήντα χρόνια ἱερατικῆς διακονίας χειροτονήθηκε στὴ Χαλκίδα, στὸν ναὸ τῶν Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν, στὶς 18 Νοεμβρίου 1977, ἐπέστρεψε, τὸν καιρὸ ποὺ ὁ Ἀπρίλης στολίζῃ μὲ λευκὰ ἀνθύλλια τοὺς τάπητες τῆς χλόης, στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ. Βηματίζει πλέον στὶς ἀτραποὺς τῆς ἐν οὐρανοῖς θριαμβεύουσας ἐκκλησίας, ἐκεῖ ὅπου πάντα ἀναζητοῦσε τὴ γαλήνη τῆς ψυχῆς του καὶ τὸν λυτρωμὸ ἀπὸ πόνους, ἀγωνίες καὶ πληγὲς τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς.

Ὁ λόγιος φιλαγραφιώτης μάλιστα ἱερέας π. Κωνσταντῖνος Ν. Καλλιανός, ἦταν ἀκάματος ἐργάτης τοῦ Ἀμπελῶνος τοῦ Κυρίου, γέννημα θρέμμα τῆς νήσου Σκοπέλου τῶν Β. Σποράδων. Ἡ γνωριμία μας μαζί του θέλησε θείᾳ οἰκονομία νὰ γίνει τὸ 2007, στὸ ἱστορικὸ Καρπενήσι τῆς Εὐρυτανίας καὶ τῶν Ἀγράφων, στὸ συνέδριο «Ἡ Εὐρυτανία στὶς περιγραφὲς Ἑλλήνων καὶ ξένων περιηγητῶν. Ἀπὸ την ἀρχαιότητα μέχρι τὴν ἐποχή μας», τὸ καλοκαίρι τοῦ 2007. Ὄχι ὅμως μὲ τὴ φυσική του παρουσία. Ὁ ἴδιος ἀδυνατώντας, ὅπως τὸ συνήθιζε, νὰ ἀφήσει τὸ ποίμνιό του στὴ Σκόπελο ἀλειτούργητο, ἀγγιστρωμένος στὰ πατρικὰ μέρη, ἀσάλευτος στὴ γενέθλια γῆ του, ἔστειλε γραπτὴ τὴν εἰσήγησή του μὲ τίτλο «Ὁ ἱεροδιάκονος Ἰωσὴφ ἐκ Φουρνᾶς τῶν Ἀγράφων καὶ ἡ ἱερὰ μονὴ Εὐαγγελισμοῦ στὴ Σκιάθο», ἡ ὁποία ὑπῆρξε καὶ ἡ ἀφορμὴ νὰ ξεκινήσει μιὰ μακρᾶς διάρκειας ἐπικοινωνία μαζί του, κυρίως μέσω ἠλεκτρονικοῦ ταχυδρομείου, ποὺ κράτησε 17 ὁλόκληρα χρόνια. Μάλιστα, καὶ στὸ πρόγραμμα τοῦ Συνεδρίου ἀλλὰ καὶ στὰ ἐκδοθέντα ἀντίστοιχα «Πρακτικὰ» οἱ εἰσηγήσεις ἀμφοτέρων ἡμῶν γειτόνευαν,  ἦσαν μαζί, ἡ μία συνέχεια τῆς ἄλλης.

Ἦταν εὐλογία ἀληθινὴ ἡ προσωπικὴ ἐπαφὴ καὶ συνομιλία μὲ τὴν ἱερατική, τὴν ποιμαντική, ἀλλὰ καὶ τὴν λόγια πλευρὰ τῆς προσωπικότητάς του. Στιγμές, ποὺ ἔχουν μείνει στὴν ψυχὴ μας πλέον, ὡς ἀλησμόνητες καὶ κορυφαῖες μνῆμες· εἰκόνες φορτισμένες ἀπό συγκίνηση καὶ ρῖγος.

Τὸ 2012, τὸ καλοκαίρι ἐκείνης τῆς χρονιᾶς, εἴχαμε τὴν ἀγαθὴ τύχη καὶ τῆς διὰ ζώσης συνάντησής μας, ἔστω καὶ γιὰ λίγες ὧρες, στὸν τόπο του τὴ Σκόπελο, ὅπου μᾶς ἔκαμε μιὰ περιήγηση στὴ πόλη, βαδίζοντας μαζί του στὸν τόπο καὶ τὴν ἱστορία τοῦ νησιοῦ.

Ἦταν ἕνας λόγιος ἱερέας, ὁ ὁποῖος στὴ ζωή του προχωροῦσε, κυριολεκτικὰ καὶ μεταφορικά, στὰ βήματα τὰ πνευματικὰ τῶν δύο μεγάλων πνευματικῶν μορφῶν τῶν Σποράδων, τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη καὶ τοῦ τριτεξαδέλφου του, Ἀλεξάνδρου ἐπίσης, Μωραϊτίδη· ἀπὸ τὴ Σκιάθο τὴν ὅμορη τῆς Σκοπέλου νήσου, μὲ ἰδιαίτερη, ὁμολογημένη ἀπὸ τὸν ἴδιο, ἀδυναμία στὸν δεύτερο, τὸν ὁποῖο θεωροῦσε ἂν ὄχι ἀδικημένο ὅμως σίγουρα γραμματολογικὰ κάπως παραμερισμένο.

Μπορεῖ νὰ ἀκολουθοῦσε τὰ ἴχνη τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ τοῦ Μωραϊτίδη ἀλλὰ ὄχι μιμητικά. Ἐπεδίωκε μέσα ἀπὸ τὴ μελέτη τοῦ ἔργου τους νὰ βρεῖ τὰ δικά του βήματα, τὴ δική του προσωπικὴ πορεία στοὺς δρόμους τῆς γραφῆς ἀλλὰ καὶ τῆς διακονίας τοῦ ποιμνίου του. Ὁ Σταυρὸς τῆς ἱερωσύνης τὸν ἔφερνε ἀκόμη πιὸ κοντὰ στὰ ἴχνη τῶν βημάτων τους καθὼς προσπαθοῦσε, μέσω τοῦ ἔργου του, νὰ περπατήσει στὰ μονοπάτια ποὺ βάδισαν κι ἐκεῖνοι, φέροντες τὸν δικό τους πνευματικὸ ἀλλὰ καὶ βιοτικὸ Σταυρό.

Ὁ π. Καλλιανὸς στάθηκε πιστός, ὑποτακτικὸς ὑπηρέτης τῆς γενέθλιας γῆς, τῆς Σκοπέλου. Θαύμασε τὸ ἄπειρο κάλλος της. Ἐρεύνησε καὶ ἔφερε στὸ φῶς τὸν θρησκευτικό, ἱστορικό, παραδοσιακό, λαογραφικὸ θησαυρό της. Συνέδεσε, στὸν πανέμορφο αὐτὸν τόπο, τὰ παλιὰ καὶ τὰ κατοπινὰ μὲ τὰ τωρινὰ χρόνια. Ἀξιοποίησε, μὲ τὸ ἀσίγαστο ἐρευνητικό του πάθος, τὴν πλούσια παράδοση μιᾶς μακρᾶς τοπικῆς ἱστορικῆς διαδρομῆς, πάντα ὅμως κοντὰ στὸ ποίμνιό του, κοντὰ στὸν λαὸ τοῦ τόπου του. Χάρη στὶς μελέτες του καὶ τὰ ποικίλα δημοσιεύματά του, ποὺ ἔχουν ἄξονα τὴ ζωὴ καὶ τὴ δράση ἀξιόλογων προσωπικοτήτων τῶν Σποράδων, καὶ μὲ τὴ συνεχῆ προβολή, μέσω τῶν δημοσιεύσεών του, τῶν φυσικῶν καλλονῶν, τῶν ἱστορικῶν χώρων, τῶν χριστιανικῶν μνημείων καὶ κειμηλίων τῆς Σκοπέλου, πέτυχε νὰ κάνει γνωστὴ ἀλλά, κυρίως, νὰ διασώσει τὴν πολιτισμικὴ κληρονομιὰ τῆς ἰδιαίτερης πατρίδας του καὶ τῶν ἀνθρώπων της. Αὐτὸ καταθέτει, αὐτὸ ἀφήνει ὡς παρακαταθήκη πολύτιμη καὶ σὲ ὅσους θέλουν νὰ ἀκολουθήσουν τὸ παράδειγμά του.

Μὲ πολλὲς μελέτες, ἄρθρα, δημοσιεύσεις σὲ περιοδικά, ἐφημερίδες καὶ βιβλία, καταλείπει τεράστιο ἔργο γιὰ τὴν ἱστορία, τὰ γράμματα καὶ τὸν πολιτισμὸ τοῦ τόπου του, ὅπου, σχετικὰ πρόσφατα, τὴν 1η Αὐγούστου 2020 τιμήθηκε, στὴ Σκόπελο, ἀπὸ τοὺς συμπατριῶτες του γιὰ τὴν προσφορά του. Οἱ μελέτες του εἶναι προσεκτικές, ἐμπεριστατωμένες καὶ χρήσιμες, ἐμπλουτισμένες δὲ μὲ ἀνέκδοτα ἄγνωστα στοιχεῖα γιὰ πρόσωπα καὶ γεγονότα τοῦ ἱστορικοῦ καὶ κοινωνικοῦ παρελθόντος τῆς Σκοπέλου καὶ ὄχι μόνον· ὅλες γραμμένες μὲ τὸ τρόπο γραφῆς ποὺ τιμοῦσε καὶ ὑποστήριζε μὲ πάθος: μὲ τὸν τρόπο τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας, τοῦ λεγομένου πολυτονικοῦ, γιὰ τὸ ὁποῖο δὲν σήκωνε, κατὰ τὸ κοινῶς λεγόμενο, ‘‘οὔτε μῦγα στὸ σπαθί του’’.


Κληρικὸς μὲ πνευματικὲς ἀγωνίες καὶ ἀνησυχίες, πολυγραφώτατος, ποὺ τίμησε μὲ τὸ ἔργο του τὸν τόπο καὶ τοὺς ἀνθρώπους του· ἱερέας μὲ αἴσθηση τοῦ καθήκοντος, ὑπεύθυνος ἄνθρωπος τοῦ πνεύματος καὶ τοῦ μόχθου ἀλλὰ καὶ τίμιος οἰκογενειάρχης. Σαφῶς, ὁ π. Καλλιανὸς δὲν ἦταν μία συνηθισμένη μορφὴ κληρικοῦ. Κριτήριά του, ποὺ πήγαζαν ἀπὸ τὴν βαθειὰ θρησκευτική του πίστη, ἦταν ἡ ἀληθινή, ἀνυπόκριτη, ἀνιδιοτελής, ἀγαθὴ προαίρεση σὲ κάθε τι φιλογενὲς καὶ φιλόθεον: μὲ νεανικὴ ψυχὴ καὶ θεῖο ἔρωτα πρὸς τὴν ὀρθόδοξη ἀλήθεια καὶ ἀγάπη γιὰ τὰ γράμματα καὶ τὸν πολιτισμό. Εὐχῆς ἔργο θὰ ἦταν καὶ ἄλλοι κληρικοί, ἀλλὰ καὶ λαϊκοί, νὰ μιμηθοῦν τὸ παράδειγμά του· τὸ φωτεινὸ παράδειγμα βιοτῆς αὐτοῦ τοῦ καλοῦ ποιμένος,  ποὺ ἐγγράφεται στὴν ψυχή μας ὡς ἀλησμόνητη καὶ κορυφαία μνήμη.

Ἀγαπημένη του ἐνασχόληση, μεράκι μοναδικό, ποὺ βυθίζεται μέσα στὸ χρόνο καὶ δένεται γερὰ μὲ τὰ παιδικά του τὰ χρόνια, ἦταν καὶ ἡ κηπουρική. Ἔγραφε :

«Ὁλόκληρο τὸν ἐνιαυτό, ἡ εὐλογία καὶ ἡ εἰρήνη ποὺ ἀφήνει στὴν ψυχὴ ἡ καλλιέργεια τοῦ κήπου εἶναι καὶ ἀπερίγραπτη, ἀλλὰ περισσότερο ἀπ᾿ ὅλα, λυτρωτική. Γιατὶ καλλιεργώντας τὴ γῆ ἔχεις τὴν ἐντύπωση πὼς δημιουργεῖς καὶ πολὺ περισσότερο, ὅτι φωτίζεις τὴν ψυχή σου μὲ τὸ ἁγνὸ κερὶ τῆς πειθαρχημένης ἐργασίας, ἀφοῦ ἀπὸ μέσα της πηγάζει ἡ προσευχὴ καὶ ἡ λυτρωτικὴ σιωπή, ἀγαθὰ μέγιστα ποὺ συνδράμουν ψυχωφελίμως τὸν ἄνθρωπο [...]». 

Σαφῶς ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὸν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη, ὁ ὁποῖος στὸ διήγημά του  «Τὸ τάξιμον», γιὰ τὸ ἴδιο θέμα, σημειώνει:

«Δὲν ὑπάρχει τρυφερωτέρα ἀπόλαυσις ἀπό τὴν κηπουρικήν. Ὁ ἄνθρωπος ἀγάλλεται ἐν μέσῳ τοῦ ποικιλωτάτου ἐκείνου κόσμου τῶν φυτῶν καὶ τῶν ἀνθέων. Εἶναι ὁ κῆπος μικρόκοσμος, μὲ ποικίλας μορφὰς καὶ ποικίλας γλώσσας. Ἕκαστον φύλλον, εἶναι μία σκέψις. Ἕκαστον ἄνθος, μελέτη, καὶ ἕκαστον χρῶμα, μυστήριον».

Mνήμη, λοιπόν, ποιοῦμεν τοῦ πατρὸς Καλλιανοῦ, γιὰ ὅσα ἔγραψε, ὅσα μᾶς κοινολόγησε καὶ μᾶς ἄφησε ὡς παρακαταθήκη ζωῆς· σὰν μιὰ ἀγρυπνία χωρὶς τέλος, σὰν γῆ ‘‘ἀπὸ τὴν ποιότητα τῆς ὁποίας θα προέλθῃ εὐφορία καὶ βλάστησις καὶ  πᾶσα ἀγαθοσύνη.’’


Ἐλαφρὰ ἡ γῆ ποὺ κάλυψε τὸ σῶμα του. Ὁ Ἄγγελος ἀνέβασε τὴν ψυχή του ἐν οὐρανοῖς καὶ τὰ κύματα τῆς θάλασσας ἔφεραν αὔρα θαλασσινή, ὡς παρηγορία, ὡς παραμυθία στοὺς πενθοῦντες γιὰ τὴν κοίμησή του· περιμένοντας ὁ Ἄγγελος τοῦ Κυρίου νὰ σαλπίσει τὴν Ἡμέρα τῆς Ἐγέρσεως. Μέχρι τότε ὅμως, τὰ ἔργα του καὶ οἱ νουθεσίες του θὰ στέκουν ἀπέναντί μας θυμίζοντας στιγμὲς περιούσιες, ἀνεπανάληπες, συγκινητικές: βάλσαμο ἠρεμίας σώματος καὶ ψυχῆς. Πιστεύουμε δὲ πὼς «Εἶναι στὸν Παράδεισο πρύμα», πῶς ὄχι;  

Τὸν εὐγνωμονῶ μὲ ἄπειρη τιμή: ὡς ἐλάχιστο, κεγριαῖο ἀνταπόδομα ἀντὶ τῶν τόσων εὐχῶν καὶ ἱκεσιῶν ποὺ ἀνέπεμψε ἐκεῖνος, ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῶν ψυχῶν τῶν κεκοιμημένων μας, ὑπὲρ ὑγείας ἡμῶν καὶ τῶν τέκνων μας,  ὑπὲρ προστασίας τῆς ζωῆς μας.  Πιστεύουμε ὅτι βρίσκεται ἐν μέσῳ Ἁγίων καὶ πὼς ἔχει βραβευθεῖ ἡ ὁσιακὴ ψυχή του διότι, κατὰ τὸ ἀποστολικόν, καὶ «Σὺ τὸν δρόμον τετέλακας, τὴν πίστιν τετήρηκας, λοιπὸν ἐναπόκειταί Σοι ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος» (Τιμόθ.8.4,8). Ἐκεῖ, ὅπου, μακρυὰ ἀπὸ τοὺς θορύβους, τὸν συναγελασμὸ τῶν ἀνθρώπων καὶ τὴν τύρβη τοῦ κόσμου καὶ τῆς καθημερινότητας,  θὰ συναντήσει πρόσωπα ἱερὰ κι ἀγαπημένα ὅπως τοὺς γονεῖς του, καὶ ὅλους τοὺς προτρέξαντες, περιμένοντας τοὺς ὑστερήσαντες συμπλωτῆρες του. Ἐμεῖς θὰ τὸν θυμόμαστε παντοτινά, ἕως ὅπου ἀναπνέουμε, ὅπως τὸ καλλίτερό μας ὄνειρο.

Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης

*Δημοσιεύτηκε στὸ ἀφιέρωμα γιὰ τὸν ἀείμνηστο π. Κων/νο Καλλιανὸ [σελ. 11-18] στὴν ἐφημερίδα Χρονικὰ Δυτ. Μακεδονίας (τῶν Γρεβενῶν), φ. 1116 / 25.4.2025,  στὶς σελ. 15-16 τοῦ ἀφιερώματος.

Δεῖτε ὅλο τὸ ἀφιερωματικὸ 8σέλιδο ἐδῶ: https://mygrevena.gr/wp-content/uploads/2025/04/%CF%80-.-%CE%BA.%CE%BD.%CE%BA.pdf 

Καὶ ἐδῶ: 









Κυριακή 23 Μαρτίου 2025

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΓΡΑΝΙΤΣΑΣ, "ΕΙΣ ΤΑ ΥΨΗ'', (ΤΟΥ 1821)*

 

Στέφανος Γρανίτσας: «Φῶς καὶ ἰδέα εἰς τὴν Ἑλληνικὴν γῆν»

 

«Εἰς τὰ ὕψη», ἐφ. Χρόνος, φ. 25./3 /1908, σ.1.
Τὸ χρονογράφημα συνοδεύεται ἀπὸ 
ἀνυπόγραφο ζωγραφικὸ ἔργο μὲ τὴ μορφὴ 
τοῦ Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, ἐμπνευσμένο ἀπὸ 
τὸν γνωστὸ πίνακα τοῦ Διονυσίου Τσόκου  

Ὁ Ἀγραφιώτης λογοτέχνης, δημοσιογράφος καὶ πολιτικὸς μὲ νομικὲς σπουδές, Στέφανος Γρανίτσας (Γρανίτσα Ἀγράφων 1880 -Ἀθήνα 1915), στὶς 25 Μαρτίου 1908, μὲ τὴν εὐκαιρία τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς Ἐθνικῆς Παλιγγενεσίας τοῦ 1821, δημοσιεύει στὴν ἐφημερίδα Χρόνος, στὴν ὁποία μάλιστα εἶχε τὴ θέση τοῦ ὑποδιευθυντοῦ, ἐπίκαιρο σχετικὸ μὲ τὴν ἡμέρα χρονογράφημα μὲ τίτλο «Εἰς τὰ ὕψη». Γαλουχημένος μὲ τοὺς ἡρωϊκοὺς ἀγῶνες τῶν θρυλικῶν μορφῶν τῆς Ἐπανάστασης τοῦ ’21, ποὺ εἶχε ὡς καρπό της τὴν νέα Ἑλλάδα, τὸν νέο ἀναγεννημένο Ἑλληνισμὸ τοῦ 19ου καὶ τοῦ 20οῦ αἰ., μὲ τὸ χρονογράφημά του ἀναπέμπει ἕναν ὕμνο, μὲ ποιητικὰ καὶ συμβολικὰ χαρακτηριστικά, στὸν Ἀγώνα τῆς Ἐθνικῆς Ἀνεξαρτησίας καὶ τοὺς πρωταγωνιστές του.
Ὑπογράφει τὸ δημοσίευμά του, ὅπως συνήθιζε, μὲ τὰ ἀρχικὰ τοῦ ὀνόματός του, ὡς «Σ. Γ.».

Ἔφεδρος ἀνθυπολοχαγὸς ὁ ἴδιος, ἐπρυτάνευε στὸν ἐσωτερικό του κόσμο τὸ πνεῦμα καὶ τὸ φρόνημα τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ ’21, καθὼς συμμετεῖχε σὲ ἐθελοντικὰ ἐκστρατευτικὰ ἀπελευθερωτικὰ τῆς Ἠπείρου σώματα. Πίστευε σὲ ἕναν ἀγώνα ἀντιστοίχου ἱερότητος μὲ ἐκεῖνον τοῦ ’21, ποὺ θὰ ὁδηγοῦσε στὴν ἐδαφικὴ καὶ ἱστορικὴ ὁλοκλήρωση τοῦ Ἑλληνισμοῦ.

Στὸ χρονογράφημά του θεωρεῖ ὅτι τὰ Δημοτικὰ Τραγούδια τοῦ Ἑλληνισμοῦ διηγοῦνται καὶ διεκτραγωδοῦν ποιητικά, ἀθανατίζουν μοναδικά, τοὺς ἡρωϊκοὺς ἀγῶνες τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ ’21, ποὺ θυσίασαν τὰ νιάτα τους, τὴ ζωή τους τὴν ἴδια, γιὰ νὰ ἐλευθερώσουν ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς σκλαβιᾶς τὸν τόπο τους, τὴν πατρίδα τους:

 

Ἀητὲ ἂν ’δῇς τὴ μάνα μου

τὴ δόλια ἀδελφή μου

πές τους τὸ πὼς παντρεύθηκα

πῆρα τὴ γῆς γυναῖκα...

 

Θεωρεῖ γίγαντες μυθολογικοὺς τοὺς πρωταγωνιστὲς τῆς Ἐπανάστασης·

πλῆθος γιγάντων μάλιστα, ποὺ θαυματουργικὰ ἐμφανίστηκαν σὲ ποικίλους τόπους τοῦ Ἑλλαδικοῦ χώρου, σὲ μιὰ συγκεκριμένη χρονικὴ περίοδο: γιὰ νὰ φέρουν μὲ τὴ δράση τους τὸ ποθούμενο, τὴν Ἐλευθερία. Θεωρεῖ ὅτι οἱ: «Καραϊσκάκηδες, καὶ οἱ Κολοκοτρώνηδες, οἱ Κανάρηδες καὶ οἱ Μποτσαραῖοι, οἱ Μιαούληδες καὶ οἱ Παπαφλέσσαι, οἱ Μαυρομιχάληδες καὶ οἱ Διᾶκοι» εἶναι, ὑφίστανται, ὄχι ἁπλὰ ὡς ἀνθρώπινα πλάσματα ἀλλὰ ὡς «’Ιδέα καὶ Φῶς», ποὺ ἀφοῦ περπάτησαν γιὰ λίγο πάνω στὴ Ἑλληνικὴ Γῆ, ἀφοῦ πάλαιψαν καὶ ἀγωνίστηκαν μὲ αὐτοθυσία, οἱ ἀετοί, ποὺ τοὺς προστάτευαν μὲ τὰ φτερά τους, τοὺς ξαναπῆραν πάλι ψηλά, στὸν οὐρανό:                                                                                                                                                                                                                                                                        

«Εἰς τὰ ὕψη».

Ἡ καρδιά, τὸ πνεῦμα τοῦ Στ. Γρανίτσα φαίνεται ὅτι βρίσκεται ψηλά, στὰ ψηλώματα, ε ἰ ς  τ ὰ  ὕ ψ η, στὰ οὐράνια, ἐκεῖ ὅπου κατοικοῦν πλέον οἱ ψυχὲς τῶν τιτάνειων μορφῶν τοῦ Ἀγώνα, οἱ ὁποῖοι, μὲ τὴ δράση τους, μετέτρεψαν τοὺς ἀγῶνες τους γιὰ τὴν Πατρίδα σὲ μιὰν αἰωνιότητα μοναδική. Νὰ γνώριζε ἄραγε ὁ Στεφ. Γρανίτσας τοὺς στίχους τοῦ ποιήματος “My Heart’s in the Highlands” τοῦ Σκώτου ποιητῆ Robert Burns (1759-1796);. Ἤ, ἴσως εἶχε  ἀναγνώσει τὸ δημοσιευμένο στὰ 1900 στὴν ἐφημερίδα Τὸ .Ἄστυ τῶν Ἀθηνῶν διήγημα τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη, «Ἁμαρτίας φάντασμα», ὅπου ὁ Σκιαθίτης διηγηματογράφος ἐπικαλεῖται τοὺς στίχους τοῦ ποιητῆ ἀπ’ τὴ Σκωτία:

«Ἡ ψυχή μου ἦτο πάντοτε πρὸς τὰ μέρη ἐκεῖνα, ἂν καὶ τὸν πλεῖστον χρόνον ἀπεδήμουν σωματικῶς, καὶ ἐνθυμούμην κάποτε τὸν στίχον τοῦ Σκώτου ἀοιδοῦ: ‘‘Ἡ καρδιά μου εἶναι στὰ Ψηλώματα, ἡ καρδιά μου δὲν εἶν᾽ ἐδῶ’’».

Εἶναι γνωστὸ ὅτι ὁ Γρανίτσας θαύμαζε τὸν Παπαδιαμάντη καὶ τιμοῦσε τὸ ἔργο του. Μάλιστα, δημοσίευσε, στὶς 13 Μαρτίου 1908, λίγες ἡμέρες πρὶν δημοσιεύσει τὸ ἐπετειακὸ χρονογράφημά του «Εἰς τὰ ὕψη» ἄρθρο ὑμνητικὸ γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη καὶ τὸ ἔργο του, στὸν Χρόνο τῶν Ἀθηνῶν, μὲ τίτλο «Ἡ ἀποψινὴ ἑσπερίς (Α. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ)», ὅπου μεταξὺ ἄλλων σημειώνει:

 « [...] Ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι τὸ μεγάλο βουνὸ τῆς ἐποχῆς αὐτῆς, μία φυσιογνωμία τῆς ψυχῆς της, ἡ ὁποία θὰ φαίνεται ὡραία καὶ μεγάλη μιὰ φορὰ καὶ ἕναν καιρό, ὅπου τοὺς τωρινοὺς καιροὺς θὰ τοὺς ἀγκαλιάζῃ ὁ θρύλος [...] Γύρω σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο τοῦ Σολωμοῦ, τοῦ Kρυστάλλη καὶ τοῦ Βαλαωρίτη ὑφαίνεται ὡς μία κορνίζα ὁ Παπαδιαμάντης. Ὁμοιάζει σὰν τὴν θρυλικῆς εὐμορφιᾶς Ροὺθ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ ἐμάζευε τὰ στάχυα τῶν θερισμένων ἀγρῶν. Ἐπάνω στὰ βουνὰ καὶ τὰ χωράφια καὶ ὁλόγυρα ἀπὸ τὰ ἀκρογιάλια ποὺ ἁπλώθηκε ὁ θυμὸς καὶ ἡ ὡραιότητα τῆς ἑλληνικῆς ψυχῆς ἀπόμειναν πολλὰ πράγματα, ποὺ φαίνονται τίποτε καὶ τὰ ὁποῖα ὅμως ἀποτελοῦν μεγάλες γραμμὲς τῆς ἐποχῆς. Τὰ καϊκάκια καὶ ἡ γαλανὴ ζωὴ τῶν ψαράδων ἀνάμεσα ἀπὸ τὴν ὁποία ἐπήδησαν οἱ Kανάρηδες, τὰ ἐκκλησάκια καὶ τὸ μοσχοβόλημα τῆς βαθειᾶς χριστιανικῆς ἀνατροφῆς τοῦ Λαοῦ, ἐπάνω στὴν ὁποία ἐβασίσθη, μέστωσε, ὑψώθη, ἐγιγαντώθη ἡ Ἐπανάσταση, τά ἀρχοντόσπιτα, γύρω ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἐδέθηκε ὡς ἀπὸ ἀτάραχους κορμοὺς καὶ ἐβύζαξε τὸν ὀπὸν τῆς ζωῆς ὡς κισσὸς ἀπὸ πολύχυμα δένδρα. Ὅλης αὐτῆς τῆς ζωῆς, ἡ ὁποία τώρα πεθαίνει καὶ ἀπὸ τὴν ὁποία ἐρρόφησε γάλα ρώμης ἡ Ἰδέα τοῦ Σκουφᾶ καὶ τοῦ Ξάνθου, ὁ μεγαλύτερος, ὁ ὡραιότερoς, ὁ ὑπέροχος γλύπτης εἶναι ὁ Παπαδιαμάντης. Ἀνυψώνεται σὲ κομμάτια ὡραιότητoς ἀναγλύφων τοῦ Κεραμεικοῦ [...]».

Ἀπὸ τοὺς πατέρες τοῦ νεοελληνικοῦ χρονογραφήματος ὁ Στέφανος Γρανίτσας, δὲν παύει, στὸ ἔργο του, νὰ μνημονεύει εὐγνωμόνως τοὺς πρωταγωνιστὲς τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821 ἀλλὰ καὶ τὸν λαὸ ποὺ τοὺς ἀκολούθησε καὶ στήριξε τὸ ὅραμα τους γιὰ μιὰ ἐλεύθερη πατρίδα μετὰ ἀπὸ αἰῶνες σκλαβιᾶς. Χαρακτηριστικὴ περίπτωση ὁ βίος τοῦ Γεωργίου Καραϊσκάκη ποὺ δημοσιεύει σὲ ἐπιφυλλίδες τοῦ Χρόνου ἀπὸ τὸ 1904 ἕως τὸ 1907. Ὁ ἴδιος, μὲ τὸν θάνατό του, μόλις σὲ ἡλικία μόλις 35 ἐτῶν, δὲν πρόφτασε νὰ καταθέσει περισσότερο ἔργο, ποὺ θὰ ἦταν προϊὸν τῆς ὠριμότητάς του. Θαρρεῖς ὅτι ἀποτραβήχτηκε στὴ σιωπὴ γιὰ νὰ διατηρήσει τὸν ἑαυτό του ἀνέπαφο, ἀμόλυντο ἀπὸ συμβιβασμούς, ὅπως οἱ θρυλικὲς μορφὲς τοῦ ’21 ποὺ δὲν συμβιβάστηκαν μὲ τίποτε λιγότερο ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Γένους.

Στέφανος Γρανίτσας,
ἔργο (2020) τοῦ Κώστα Ντιό.

Ἐφημ. Χρόνος, φ. 25ης  Μαρτίου 1908

«Εἰς τὰ ὕψη

Ἐπάνω εἰς τὰ ἀγγεῖα τῆς προμυκηναϊκῆς τεχνοτροπίας, σώζονται εἰκόνες κάποιων ζώων, διὰ τὰ ὁποῖα ἄλλοι λέγουν ὅτι δὲν ὑπῆρξάν ποτε καὶ ἄλλοι πὼς ἐζοῦσαν μίαν φορὰν καὶ ἔπειτα ἐξηφανίσθησαν. Κάτι παρόμοια πράγματα φαίνεται νὰ συνέβησαν ἐπάνω εἰς τὸν ἑλληνικὸν οὐρανόν. Σπάνιον πρᾶγμα νὰ ἰδῇ κανεὶς ἕναν ἀετὸν σήμερα. Καὶ μολαταῦτα τὰ ἀγγεῖα μιᾶς ἐποχῆς –τὰ τραγούδια τοῦ Εἰκοσιένα– διηγοῦνται, ὅτι ἐπάνω εἰς τὸν οὐρανὸν αὐτὸν ἐπετοῦσαν κατὰ κοπάδια τὰ ὑπερήφανα πτηνά. Ἐστέκονταν ἐπάνω εἰς τοὺς βράχους καὶ ἐκύτταζαν τὰς μάχας, διὰ νὰ τὰς διηγηθοῦν ὕστερα μεταξύ τους, ἢ νὰ μηνύσουν τοὺς θανάτους τῶν παλληκαριῶν εἰς τοὺς ἰδικούς των:

Ἀητὲ ἂν ’δῇς τὴ μάνα μου

τὴ δόλια ἀδελφή μου

πές τους τὸ πὼς παντρεύθηκα

πῆρα τὴ γῆς γυναῖκα...

 

Καὶ ὕστερα οἱ ἀετοὶ ἐρροβολοῦσαν ἀπὸ τὰ ‘‘μαῦρα λιθάρια’’ καὶ ἔπαιρναν τὰ κεφάλια τῶν παλληκαριῶν διὰ νὰ ροφήσουν τὸ αἷμα των:

Τρῶγε ἀητὲ τὰ νειάτα μου

τρῶγε τὴ λεβεντιά μου

νὰ κάμῃς πήχυ τὸ φτερὸ

καὶ σπιθαμὴ τὸ νύχι.

 

Εἰς τοὺς Χαλδαϊκοὺς Βαβυλωνιακοὺς τάφους καὶ ὕστερα εἰς τοὺς Αἰγυπτιακούς, παίρνομεν μίαν ἰδέαν τοῦ ἀκροτάτου ἀνθρωπίνου ἐγωϊσμοῦ. Ἐταριχεύοντο οἱ ἄνθρωποι διὰ νὰ πολεμήσῃ ἡ σάρξ των τὴν φθοράν, ἀφοῦ δὲν ἠμποροῦσαν νὰ πολεμήσουν τὸν θάνατον. Καὶ ἡ σκαπάνη σήμερον ἀνασύρει ἀπὸ τὰ βάθη τῆς γῆς τὰ ξηρόμαυρα ἐκεῖνα ἀνθρώπινα ὁμοιώματα ποὺ λέγονται μούμιες. Καὶ ἄλλη περισσότερον, ἄλλη ὀλιγότερον, ὅλαι σχεδὸν αἱ ἐποχαὶ ἠσθάνθησαν τὴν ἀνόητον ἀδυναμίαν τῶν Αἰγυπτίων. Καταβαίνουν οἱ ἄνθρωποι εἰς τὸ κέντρον τῆς γῆς, κρυβόμενοι μέσα εἰς λιθίνους τάφους, σταχτοποιούμενοι καὶ σφραγιζόμενοι μέσα σὲ λαγήνους, στολιζόμενοι καὶ τυλιγόμενοι εἰς μῦρα.

Μόνον τὸ Εἰκοσιένα ἔχει μίαν ἰδικήν του ἀρχιτεκτονικὴν τοῦ θανάτου. Οἱ νεκροί:

σκεπάζανε τὴ γῆ

πάνω στ’ἅρματα βροντῶντας

 μὲ τ’ἐλεύθερο κορμί.

 

καὶ δὲν τοὺς ἐνδιέφερε διὰ τὸ μνῆμά των παρὰ μόνον:

 

Νἆναι πλατὺ νἆναι ψηλό

νἄχῃ δυὸ παραθύρια

νὰ στέκ’ ὀρθὸς νὰ πολεμῶ

καὶ δίπλα νὰ γεμίζω.

 

Καί, ὅταν δὲν ὀνειρεύωνται πὼς ἠμποροῦν νὰ πολεμοῦν καὶ πεθαμένοι, ἐρωτεύοντια τὰ ὕψη. Θέλουν τοὺς ἀετοὺς νὰ ροφήσουν τὰ νιάτα και τὴν λεβεντιάν των, διὰ νὰ τὰ περιφέρουν εἰς πλατειὰ πτερὰ ἐπάνω εἰς τοὺς αἰθέρας.

Νομίζει κανεὶς πὼς ψεύδεται ἡ Ἱστορία ὅταν παρουσιάζῃ αὐτὸ τὸ ἔπος ὡς ἔργον ἑνὸς πλήθους. Εἶναι τόσον ὁμοιόμορφον, τόσον μονοκόμματον, τόσον μονόχρωμον ὥστε νὰ φαίνεται ὡς χειρονομία ἑνὸς μόνου ἀνθρώπου. Ὅτι οἱ Καραϊσκάκηδες, καὶ οἱ Κολοκοτρώνηδες, οἱ Κανάρηδες καὶ οἱ Μποτσαραῖοι, οἱ Μιαούληδες καὶ οἱ Παπαφλέσσαι, οἱ Μαυρομιχάληδες και οἱ Διᾶκοι ἦταν ἕνας μόνον ἄνθρωπος, παρουσιαζόμενος ἐδῶ ὡς τάδε καὶ ἐκεῖ ὡς δεῖνα. Διότι ἡ παγκόσμιος ἱστορία εἰς καμμίαν σελίδα της δὲν μᾶς πληροφορεῖ, ὅτι ἡ δεῖνα ἐποχὴ ἢ ἡ τάδε φυλὴ ἐπέταξε ταυτοχρόνως ἕνα πλῆθος γιγάντων, ἕκαστος τῶν ὁποίων νὰ ὑψώνῃ τὸ ἀνάστημά του ἀντίκρυ εἰς τὰς μορφὰς τῆς μυθολογίας.

Κολυμβοῦν μέσα εἰς τὰς φλόγας τῆς Ἀράχωβας ἀπαράλλακτα γαλήνιοι καὶ ὡραῖοι ὅπως καὶ εἰς τὸ Πέτα, δαγκώνουν τὰ χείλη τῶν ἐχθρικῶν ὅπλων εἰς τὸ Καρπενήσι ἀπαράλλακτα λυσσαλέοι ὅπως εἰς τὴν Ἀκρόπολιν, ἐναγκαλίζονται τὸν θάνατον εἰς τὸ Μεσολόγγι ἀπαράλλακτα ὀλύμπιοι ὅπως καὶ εἰς τὴν Ἀλαμάναν. Καὶ ὅμως δὲν εἶναι οἱ ἴδιοι...

Τὸ ἀλέτρι ἀνασηκώνει τώρα εἰς τὰ χωράφια τὰ κόκκαλά των. Δὲν ἠξεύρομεν τίνος εἶναι. Ἀλλ’ ἀκόμη περισσότερον δὲν ἠξεύρομεν ἐὰν ὑπῆρξάν ποτε ἄνθρωποι ἢ μόνον Φῶς καὶ Ἰδέα ποὺ ἐπερπάτησεν ὀλίγον καιρὸν ἐπάνω εἰς τὴ Ἑλληνικὴν γῆν, κάτω ἀπὸ τὰ πτερὰ τῶν ἀετῶν ποὺ τὸ ἐξαναπῆραν πάλι εἰς τὰ ὕψη.

Σ. Γ.»

Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης

 * Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὴν ἐφημ. Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας (τῶν Γρεβενῶν), φ. 1111, σ. 14-15.




Τετάρτη 19 Μαρτίου 2025

"Η ΦΟΝΙΣΣΑ" ΣΤΗΝ ΠΥΡΑ; *


Στὴ μνήμη τοῦ Ἄγγελου Μαντά († 20.8.2024),

ποὺ βρῆκε μιὰ «"Φόνισσα" στὸ ντουλάπι».

 

Ὡς γνωστόν, ἡ Γιαννοῦ, ἡ Φράγκισσα, ἡ Φραγκογιαννοῦ, ἡ θεια-Χαδούλα, ἡ ἡρωΐδα στὸ «Κοινωνικὸν μυθιστόρημα», Ἡ Φόνισσα τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη:

« [...] εὗρε τὸν θάνατον εἰς τὸ πέραμα τοῦ Ἁγίου Σώστη, εἰς τὸν λαιμὸν τὸν ἑνώνοντα τὸν βράχον τοῦ ἐρημητηρίου μὲ τὴν ξηράν, εἰς τὸ ἥμισυ τοῦ δρόμου, μεταξὺ τῆς θείας καὶ τῆς ἀνθρωπίνης δικαιοσύνης».

Ἔργο τοῦ Γεωργίου
Λυδάκη μὲ τὴ μορφὴ
τοῦ Παπαδιαμάντη

Κι ὅμως μιὰ ἄλλη «Φόνισσα», μιὰ χαρτῶα «Φόνισσα», μία «Φόνισσα» τοῦ 1930, «Ἡ Φόνισσα» τοῦ Ἐλευθερουδάκη  παρὰ λίγο νὰ βρεθεῖ καιόμενη σὲ ὑψικάμινο· ἀφοῦ πρῶτα θὰ εἶχε διαλυθεῖ, θὰ εἶχε ἀποσυντεθεῖ σὲ πολλὰ-πολλὰ κομματάκια.

Βιβλιοθήκη τῆς Στρατιωτικῆς Σχολῆς Εὐελπίδων στὰ 1988. Στὸ πλαίσιο τῆς ἀνανέωσης τοῦ περιεχομένου τῆς Βιβλιοθήκης καὶ ἀντικατάστασης τῶν φθαρμένων βιβλίων της, ἕνα μέρος τῶν ἐντύπων της καὶ τῶν ἐγγράφων της ἐπιλέγεται πρὸς ἀπόσυρση καὶ καταστροφή. Τὸ ὑλικὸ στέλνεται εἰς χαρτῶον κυτίον, ποὺ θά ’γραφε κι ὁ Παπαδιαμάντης, στὸ ἁρμόδιο γι’ αὐτὸν τὸν σκοπό Γραφεῖο. Ἡ ὁδηγία-διαταγὴ ἦταν: τὸ περιεχόμενο νὰ κοπεῖ, νὰ ἀποσυντεθεῖ σὲ ὅσο τὸ δυνατὸν μικρότερα κομμάτια καὶ κατόπιν νὰ σταλεῖ γιὰ καύση σὲ ὑψικάμινο.

«Η ΦΟΝΙΣΣΑ» τῶν ἐκδόσεων
‘‘Ἐλευθερουδάκης’’ (1930),
 χωρὶς τὴ ράχη της

Ἐκεῖ παρενέβη, ὡς ἄλλο χέρι τοῦ Θεοῦ, τὸ χέρι τοῦ ἔφεδρου δεκανέα ποὺ ὑπηρετοῦσε στὴ Σχολή, τοῦ Γιάννη Κόρμπου.[1] Ἀνοίγοντας, γιὰ νὰ ἐξετάσει ἰδίοις ὄμμασιν τὰ πρὸς καταστροφὴν στοιχεῖα, εἶδε ἕνα βιβλίο μὲ ἀποσπασμένο τὸ καστανόχρουν σκληρὸ ἐξώφυλλό του. Ἀπὸ τὸν μικρὸ τόμο ἔλειπε καὶ ἡ ράχη. Εἶδε τὸν ὄνομα καὶ τὸν κεφαλαιογράμματο τίτλο του:

ΑΛΕΞ. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

«Η ΦΟΝΙΣΣΑ» ΚΙ ΑΛΛΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ.

ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗ.

 

Ὁ θρύλος τοῦ ὀνόματος τοῦ συγγραφέα, μὲ τὴν μοναδικὴ προσφορά του στὰ γράμματα ἦταν ἀρκετὸς γιὰ νὰ τραβήξει τὴν προσοχὴ καὶ τὸ ἐνδιαφέρον του. Μετὰ τὸ ἐξώφυλλο, σὲ λευκὴ σελίδα,  ὑπῆρχε κτητορικὴ σφραγίδα κεφαλαιογράμματη:

 «ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΝΗΚΕΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΝ ΤΗΣ Σ.Σ.Ε.»

Κάτωθεν τῆς κτητορικῆς σφραγίδας ὑπῆρχε χειρόγραφη νέα μικρογράμματη κτητορικὴ ἐγγραφή:

«Τώρα ὅμως ἀνήκει σὲ μένα!, ‘‘Κόρμπος’’» 


«Τώρα ὅμως ἀνήκει σὲ μένα!, ‘‘ Κόρμπος’’».

Κόρμπος, ἦταν τὸ ἐπώνυμο τοῦ δεκανέα.
Στὴν ἑπόμενη σελίδα ὁ ἀριθμὸς εἰσαγωγῆς τοῦ βιβλίου καὶ πάλι ἄλλη κεφαλαιογράμματη κτητορικὴ σφραγίδα:

«ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΕΥΕΛΠΙΔΩΝ.

Δ/ΝΣΙΣ ΣΠΟΥΔΩΝ. ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ»

συνοδευόμενη ἀπὸ χειρόγραφη μολυβδίνη κεφαλαιογράμματη γραφή:

«Κ Α Τ Α Σ Τ Ρ ΟΦ Η»

Κ Α Τ Α Σ Τ Ρ Ο Φ Η ! 

Τὴν 6η σελίδα στολίζει χαρακτικὸ τοῦ Γεωργίου Λυδάκη μὲ τὴ μορφὴ τοῦ Παπαδιαμάντη.

Ὁ νεαρός, μὲ καλλιτεχνικὲς ἀνησυχίες καὶ ἀναγνωστικὲς ἀναζητήσεις, ἔφεδρος δεκανέας, θεώρησε ἱεροσυλία, «ἐπόνει ἡ ψυχή του», νὰ καταστραφεῖ ἕνας Παπαδιαμάντης. «’Eκ φύσεως δὲν ἐστερεῖτο καὶ κρίσεως ὀρθῆς»: δὲν μποροῦσε νὰ ἀποδεχθεῖ ὅτι ἕνα ἔργο μὲ τὴν αἰσθητικὴ ἀπόλαυση τοῦ περιεχομένου τοῦ τόμου θὰ καταλήξει στὴν ὑψικάμινο. Μιὰ «Φόνισσα» ἱστορική, σχεδὸν ἑξῆντα ἐτῶν. Τοῦ ἐφάνη ὡς νὰ «εὗρεν ὄασιν ἐν τῇ ἐρημίᾳ» τοῦ Στρατοπέδου. Ἦταν ἡ δεύτερη ἔκδοση σὲ τόμο αὐτοῦ τοῦ ἐμβληματικοῦ μυθιστορήματος τοῦ Παπαδιαμάντη. Ἦταν αὐτὸ τὸ «Κοινωνικὸν μυθιστόρημα» ποὺ ἔδωσε, πρόσφατα (2023), τὴν ἔμπνευση στὴν Εὔα Νάθενα γιὰ μία ἰδιαίτερα πετυχημένη κινηματογραφικὴ «Φόνισσα».

Ἀκολούθησε, σχεδὸν ταυτόχρονα, τὸ ἑπόμενο ἔτος, μία ἄλλη κινηματογραφικὴ «Φόνισσα», ἀπὸ τὴ Δανία αὐτὴν τὴν φορά. Ἡ Δανὴ βρεφοκτόνος Ντάγκμπαρ Ὄβερμπι, μὲ 25 φόνους βρεφῶν στὴ Δανία τοῦ 1919, ἦταν πρωταγωνιστικὸ πρόσωπο τῆς ταινίας τοῦ σουηδοῦ σκηνοθέτη Μάγκνους Φὸν Χόρν, «Τὸ κορίτσι μὲ τὴ βελόνα» (Pigen med nalen,) ὅπου τὸν ρόλο τῆς φόνισσας ἑρμηνεύει καταπληκτικὰ ἡ Τρίνε Ντίρχολμ. Ἡ ταινία μάλιστα ἦταν ὑποψήφια, στὴν κατηγορία καλλίτερης ξένης ταινίας, στὰ βραβεῖα OSCAR 2025.

Ἡ Ντάγκμπαρ ἦταν φόνισσα, αὐτουργὸς φόνων βρεφῶν, μὲ τὸ ἴδιο περίπου σκεπτικὸ μὲ ἐκεῖνο τῆς Φραγκογιαννοῦς:

Νὰ μὴν ταλαιπωροῦνται καὶ ὑποφέρουν γυναῖκες μὲ ἀνεπιθύμητη ἐγκυμοσύνη καὶ τεκνοποιΐα· γυναῖκες ποὺ συνήθως ἦταν πλάσματα μὲ πολὺ χαμηλό βιοτικὸ ἐπίπεδο, μὲ φτώχεια καὶ ἔνδεια μεγάλη.

’Εφόνευε τὰ βρέφη:

Γιὰ νὰ μὴν βασανίζονται καὶ νὰ μὴν βασανίζουν. Γιὰ νὰ μὴν βρίσκονται σὲ ἀπόγνωση καὶ νὰ ἀποφεύγουν τοὺς καϋμοὺς καὶ τὰ βάσανα οἱ γονεῖς· ποὺ ἦταν συνέπεια τῆς ἀνατροφῆς τῶν τέκνων σὲ συνθῆκες συνήθως ἀπόλυτης ἔνδειας.

Μόνο ποὺ ἡ Δανὴ «φόνισσα» ἔδωσε λόγο στὴν ἀνηλεὴ ἀνθρώπινη δικαιοσύνη. Καὶ πλήρωσε γιὰ τοὺς φόνους. Ἡ Δανὴ «φόνισσα», ἡ Ντάγκμπαρ Ὄβερμπι, ὡς γνήσιο τέκνο τῆς Ἑσπερίας, δὲν ἀναζήτησε καταφύγιο στὴν ἐλεητικὴ θεία δικαιοσύνη καὶ δέχτηκε ἀδιαμαρτύρητα σχεδὸν τὴν καταδικαστικὴ ἀπόφαση. Νὰ εἶχαν ἄραγε ὑπ’ ὄψιν τους ὁ σκηνοθέτης κι ὁ σεναριογράφος τῆς ταινίας ἀπὸ τὴ Δανία, κάποια μετάφραση τῆς «Φόνισσας» τοῦ Παπαδιαμάντη;

Ὁ στρατιώτης τῆς Σ.Σ.Ε. πῆρε τὸν μικρὸ τόμο, τὸν ὑπεξαίρεσε τρόπον τινά, τὸν ἔφερε στὸν θάλαμο, τὸν τοποθέτησε στὸ σακκίδιό του. Δὲν εἶχε διαβάσει ποτέ του τὴ «Φόνισσα». Ξεκίνησε καὶ συνέχισε ἡδονικῶς τὴν ἀνάγνωση. Ἄρχισε, ὅπως διαπιστώνεται ἀπὸ σημειώσεις του συνήθως στὴν κάτω ᾤα τῶν σελίδων τοῦ βιβλίου στὶς 19 Νοεμβρίου 1988 καὶ ὁλοκλήρωσε τὴν ἀνάγνωση –μαζὶ μὲ τὴν κριτικὴ βιογραφία τοῦ Ι. Ζερβοῦ γιὰ τὸν Α. Παπαδιαμάντη στὶς 24 Νοε.1988. Γράφει σχετικὰ στὸ τέλος του Δ΄ Κεφαλαίου:

«19 Νοεμβρίου 1988 "Κόρμπος"».

Ὁλοκληρώνει δὲ τὴν ἀνάγνωση γράφοντας:

 «Late November, 24 Νοεμβρίου 1988».


Κατόπιν, τὰ βράδυα, ἐκτελώντας ὑπηρεσία ΑΜ στὴν Σ.Ε.Ε. διαβάζει καὶ τὸ «Ὄνειρο στὸ κῦμα». Τὸ Σάββατο 26 Νοεμβρίου ὁλοκληρώνει τὴν ἀνάγνωση τοῦ τόμου μὲ τὰ διηγήματα: «Ἡ φαρμακολύτρια» καὶ τὸ «Ὑπὸ τὴν βασιλικὴν δρῦν». Στὸ recto τοῦ ὀπισθοφύλλου ἔχει σχεδίασμα μὲ μελάνι ζωγράφος γὰρ ὁ δεκανέας ἀπὸ τὴν ὑπηρεσία του στὸ στρατόπεδο τῆς Σ.Σ.Ε.

Τὸ λογοτεχνικὸ ταξίδι στὸν κόσμο τοῦ Παπαδιαμάντη τοῦ ἐφάνη ἀπολαυστικὸ· μὲ πλοηγὸ τὴν χάρη, τὴν ἀφηγηματικὴ δεινότητα τῆς μουσικῆς γλώσσας τοῦ Παπαδιαμάντη, ποὺ τόσο ξένη καὶ ταυτόχρονα οἰκεία φαίνεται, ποὺ ἐνδυναμώνει τὴ σχέση ἀναγνώστη καὶ συγγραφέα: μὲ νοήματα καὶ νοοτροπίες, ποὺ κέρδισαν τὴν καρδιὰ καὶ τὴν ψυχὴ τοῦ νέου ἀναγνώστη. Γνώρισε τὸν ἄγραφο νόμο τῆς θηλυκτονίας τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καὶ γενικότερα τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τῶν γυναικῶν μέσα ἀπὸ τὸν λυρικὸ λόγο τοῦ Παπαδιαμάντη. Ἔνιωσε σὰν ἐπαρκὴς ἀναγνώστης τοῦ Παπαδιαμάντη, μὲ ὅλο τὸ ἀναγνωστικὸ πάθος στὸ ὁποῖο τὸν παρέσυρε ἡ μελέτη ἑνὸς μεγάλου διαχρονικοῦ λογοτεχνικοῦ ἔργου. Ὡς καλλιτέχνης, μὲ τὶς αἰσθητικὲς του δυνάμεις, κατάφερε, συμμετέχοντας, συμπάσχοντας μὲ τὸν συγγραφέα καὶ τοὺς ἥρωές του, νὰ συνομιλήσει μὲ ἕναν ὁλόκληρο κόσμο· μὲ μιὰ κοινωνία ἐντελῶς –μὲ τὴν ψυχολογικὴ ἔννοια τοῦ ὅρου- ἀρχετυπική: βασιζόμενος στὴ δράση τῆς πρωταγωνίστριας τοῦ δράματος, στὶς βιοτικὲς περιστάσεις, στὰ πάθια τῆς αἰνιγματικῆς Φραγκογιαννοῦς, ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ θύματα τοῦ θεσμοῦ τῆς προίκας. Ἕνα ἔργο ἰδιοφυοῦς συλλήψεως, ἴσως τὸ πλέον ἄρτιο ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ Παπαδιαμάντη, ποὺ ζωγράφισε ἀναγνωστικὰ τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τοῦ καλλιτέχνη δεκανέα τῆς Σχολῆς Εὐελπίδων. Εἶχε δίκιο ὁ Γ. Ξενόπουλος, ὅταν στὰ 1904 ἔγραφε ὅτι «Ἡ Φόνισσα» ἦταν :

   «ἀριστούργημα [...] τὸ κάλλιστον τοῦ γονιμωτάτου συγγραφέως, καὶ κατὰ τὴν ταπεινήν μου γνώμην, τὸ ὡραιότερον μυθιστόρημα τῆς φιλολογίας μας»

Οἱ καιροὶ παρῆλθον, τὰ χρόνια πέρασαν σὰν νεράκι. Ὁ Γ. Κόρμπος, πολίτης πλέον καὶ ὄχι ὁπλίτης, δόκιμος καλλιτέχνης, διακονῶντας ταυτόχρονα τὴν Ἐκπαίδευση στὴν σωμαμτικὴ ἀγωγὴ τῶν μαθητῶν καὶ μαθητριῶν, βρέθηκε, μετὰ ἀπὸ 23 χρόνια, κτήτωρ ἀτομικοῦ καλλιτεχνικοῦ καὶ ἐκθεσιακοῦ χώρου. Θείᾳ οἰκονομίᾳ φαίνεται πὼς θέλησε τὸ 2011, τὰ 100 χρόνια ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη νὰ τιμηθοῦν, σὲ συνεργασία μὲ τὴν τότε ἀκμάζουσα καλλιτεχνικὴ ὁμάδα «ΙΡΙΔΑ», σ’ αὐτὸν τὸν χῶρο, τὸν KORBOS GALLERY. Ἔκθεμα στὴν ἐκδήλωση ἦταν –πῶς ὄχι ἄλλωστε;‒ καὶ ἡ «Φόνισσα» του Ἐλευθερουδάκη, αὐτὴ τῆς Σ.Σ.Ε. Αὐτὴν ποὺ ὁ Γ. Κόρμπος γλύτωσε ἀπὸ τὸν διαμελισμὸ καὶ τὴν πυρά. Δὲν ἦταν ἄλλωστε σωστὸ καὶ πρέπον ἕνα ἔργο δημιουργίας ἑνὸς τέκνου τῆς καθ’ ἡμᾶς ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς νὰ τύχει μεταχείρισης μιᾶς πρακτικῆς πού, σὲ παλαιότερους καιρούς, ἦταν ἀποδεκτὴ στὴν καθ’ ὑμᾶς Δύση· εἴτε αὐτὸ ἀφοροῦσε ἔντυπα εἴτε ἀνθρώπινα πλάσματα.


Ἡ «Φόνισσα» τοῦ ἐκδοτικοῦ οἴκου «Ἐλευθερουδάκης», ἔστω καὶ ἀράχητη, μὲ τὴ σωτήρια παρέμβαση τοῦ Γ. Κόρμπου, σώθηκε. Ὡς ἄλλος θαλασσόπληκτος βράχος τοῦ Ἁγίου Σώστη, ἔσωσε ἀπὸ τὸν ἀφανισμό, τὴν ἔντυπη «Φόνισσα» τοῦ 1930 καὶ τὴν προσέφερε ὡς δῶρο ἀναγνωστικὸ εἰς ἑαυτόν. Ἄλλωστε καὶ μόνο γιὰ τὴν κριτικὴ βιογραφία τοῦ Παπαδιαμάντη ἀπὸ τὸν Ἰ. Ζερβό, ἄξιζε νὰ σωθεῖ τὸ τομίδιο, στὸ ὁποῖο, μαζὶ μὲ τὴν «Φόνισσα», περιλαμβάνονται καὶ τρία ἀπὸ τὰ πλέον γνωστὰ διηγήματα τοῦ Παπαδιαμάντη: τὸ «Ὄνειρο στὸ κῦμα», «Ἡ φαρμακολύτρια» καὶ τὸ «Ὑπὸ τὴν βασιλικὴν δρῦν»· διηγήματα ποὺ παραπέμπουν σὲ αὐτὰ ποὺ ἀποκαλοῦνται καὶ ὡς «ἐρωτικὰ» διηγήματα τοῦ Παπαδιαμάντη. Ὁ ἐκ 256 σελίδων τόμος διακρατεῖ ἀπὸ πάσης ἀπόψεως αὐτὸ ποὺ ὀνομάζεται «Μαγεία τοῦ Παπαδιαμάντη» καὶ ἡ διάσωσή του ὑπενθυμίζει πὼς ὑπάρχει Θεὸς καὶ δὲν ἀφήνει, ὅταν Ἐκεῖνος τὸ κρίνει καὶ τὸ ἐπιτρέπει, νὰ χαθοῦν τὰ ἔργα Του· ἔργα ποὺ φυσικὰ ὑπαγορεύονται ἀπ’ Αὐτὸν στοὺς δημιουργούς τους.

Φίλος τις καὶ συναντιλήπτωρ, στὸν ὁποῖο κοινοποιήθηκε τὸ περιπετειῶδες χρονικὸ διάσωσης τῆς «Ἐλευθερουδάκειας» Φόνισσας, σοφά, μὰ πολὺ σοφά, ἀπάντησε λατινιστί:[2]

— «Habent sua fata libelli».

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΠ.ΤΣΙΩΛΗΣ

* Πρώτη ἔντυπη δημοσίευση στὴν ἐφημερίδα Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας, φ. 1109, σ. 17-18.




 



[1] Ὁ Γιάννης Κόρμπος εἶναι καθηγητὴς Σωματικῆς Ἀγωγῆς στὴν Πρωτοβάθμια καὶ τὴ Μέση Ἐκπαίδευση, ἐνῶ ἐπίσης διακονεῖ τὶς Καλὲς Τέχνες ὡς ζωγράφος.

[2]. «Τὰ βιβλία ἔχουν τὴ δική τους μοίρα».